Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Βυζαντινοί και Άραβες : Η οπτική του ενός λαού για τον άλλο μέσα από τον πολιτισμό

Στα νοτιοανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ζούσαν από αιώνες οι Αραβες, νομαδικές φυλές σημιτικής καταγωγής, που ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, μιλούσαν αραβικές διαλέκτους και είχαν συχνές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου (610-641), η μετοικεσία του Άραβα εμπόρου Μωάμεθ το 622 στη Μέκκα -γνωστή ως «Εγίρα»- σηματοδοτεί τη μεταστροφή των Αράβων που ήταν ανιμιστές (πίστευαν στην ύπαρξη ψυχής σε δέντρα, πηγές, λίθους) στη νέα θρησκεία, το Ισλάμ. Μια σπάνια επιστολή ντοκουμέντο από τον ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, προς τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (Βυζάντιο), Ηράκλειο, με σαφή απειλητικό ύφος έφερε στο φως ο τουρκικός τύπος. Η επιστολή έχει μεγάλη ιστορική αξία και περιγράφει την πρώτη επαφή του Ισλάμ με τον Χριστιανισμό, ενώ χαρακτηρίζεται από ένα απειλητικό ύφος ότι αν δεν δεχτούν οι χριστιανοί να γίνουν μουσουλμάνοι, τότε τους περιμένουν μεγάλες συμφορές. Η επιστολή αναζητείται το πρότυπο της, γράφτηκε αφού είχε επικρατήσει το Ισλάμ σε όλη την αραβική χερσόνησο και άρχιζε την μεγάλη του εξόρμηση προς βορά, ανατολή και δύση. Η επιστολή του Μωάμεθ επιδόθηκε το έτος 628 μ.Χ. από τον πρέσβη του Μωάμεθ, Diheytül Kalbi, στον αυτοκράτορα Ηράκλειο στην Κωνσταντινούπολη. Το περιεχόμενο της επιστολής είναι χαρακτηριστικό. Ο Μωάμεθ αφού κάνει γνωστό στον αυτοκράτορα Ηράκλειο την ίδρυση της νέας θρησκείας και την μοναδικότητα του Αλλάχ που ο ίδιος πρεσβεύει, τον προτρέπει το δυνατόν συντομότερο να γίνει μουσουλμάνος αυτός και οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αν δηλαδή ο αυτοκράτορας Ηράκλειος δεν υπακούσει στις προτροπές του ιδρυτή της νέας θρησκείας, τότε θα το μετανιώσει και μεγάλες συμφορές θα επέλθουν στην αυτοκρατορία του. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος απάντησε στην επιστολή αυτή του Μωάμεθ όπου του αναφέρει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει άλλο ιερό βιβλίο εκτός από τα Ευαγγέλια τα οποία παρουσίασαν τον γιο της Μαρίας, τον Ιησού, σαν τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα της ανθρωπότητας. Στην επιστολή του ο Ηράκλειος αναφέρει ότι ρώτησε τους ανθρώπους του αλλά κανένας δεν δέχτηκε να συζητήσει για την πιθανή αποδοχή της νέας θρησκείας. Τέλος εύχεται στον Μωάμεθ να υπάρξει συνεργασία μεταξύ τους. Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο εστάλει από τον Μωάμεθ και μια άλλη επιστολή στον βασιλιά της Περσίας, Χοσρόη τον δεύτερο, προτρέποντας τον και εκείνο να ασπαστεί το Ισλάμ ειδεμή θα βρει την τιμωρία του Θεού. Η κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τους Άραβες 23 χρόνια μετά, το 651 μΧ, θεωρήθηκε σαν εκπλήρωση της προφητείας του Μωάμεθ γιατί οι Πέρσες αρνήθηκαν την μόνη αληθινή θρησκεία. Η απάντηση του αυτοκράτορα Ηράκλειου, που σημειωτέον  την περίδο της βασιλείας του  η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πήρε καθαρα ελληνικό χαρακτήρα,  δείχνει την σταθερή πιστή του αυτοκράτορα στον Ιησού Χριστό και στην χριστιανική Αποκάλυψη και την σαφή απόρριψη της νέας θρησκείας. Ήταν η πρώτη απόριψη   του Ισλάμ, που τότε εξορμουσε ακάθεκτο για να επιβληθει μέσω του πολέμου και της βίας.
Υπό το Ισλάμ και με βασικό στοιχείο συνοχής τον ιερό πόλεμο εναντίον των «απίστων» ενοποιήθηκαν οι αραβικές φυλές και δημιούργησαν θεοκρατικό κράτος (χαλιφάτο). Κατέλυσαν την περσική αυτοκρατορία και συγκρούστηκαν με τους Βυζαντινούς καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις στην Ασία και τη Β. Αφρική. Από τον 7ο μ.χ. αιώνα αραβικοί στόλοι άρχισαν τις επιδρομές στην Κύπρο, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Σικελία, τη Θεσσαλονίκη και άλλα νησιά και λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ πολιόρκησαν και την Κωνσταντινούπολη. Σταδιακά, οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση, αμύνθηκαν με το στρατό και το περίφημο «υγρόν πυρ» και το 10ο αι. μ.χ. οι Άραβες αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις επιδρομές. Η αναχαίτιση των Αράβων από τους Βυζαντινούς σταμάτησε οριστικά την προσπάθειά τους για εξάπλωση στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Από τον 11ο αι. μ.χ. εμφανίστηκαν τουρκικά φύλα που με τις κατακτήσεις τους από την κεντρική Ασία ως τη Μεσόγειο αναδείχτηκαν σε υπολογίσιμη δύναμη. Τα αραβικά χαλιφάτα σταδιακά καταλύθηκαν και για τους Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι γείτονες ταυτίζονται πλέον με τους Τούρκους. Ο ραγδαίος τουρκικός επεκτατισμός κορυφώθηκε το 1453 με την Άλωση.
To Βυζάντιο ήταν για τους Άραβες πολλά διαφορετικά πράγματα: αλλόθρησκος άλλος, μισητός πλην όμως σεβαστός στρατιωτικός αντίπαλος, αξιομίμητος πολιτισμός, αποθήκη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας κλπ. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τους πρώιμους μεσαιωνικούς Άραβες εάν δεν μιλήσουμε για το Βυζάντιο, όπως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πρώιμο Βυζάντιο εάν δεν μιλήσουμε για τους Άραβες. Οι δύο πολιτισμοί χρησιμοποίησαν ο ένας τον άλλο σαν ακονόπετρα για να ακονίσουν τις ταυτότητές τους. Συχνά έχει ειπωθεί ότι το Βυζάντιο γεννήθηκε μέσα από τους μηχανισμούς με τους οποίους η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντέδρασε αντιστεκόμενη στον πρώιμο Αραβικό επεκτατισμό. Ο ένας πολιτισμός ήταν για τον άλλο τόσο ο πραγματικός«άλλος» όσο και ο φανταστικός «άλλος». Ο φανταστικός «άλλος» ήταν ένα ρητορικό κατασκεύασμα που είχε σαν κύριο σκοπό να δηλώσει την διαφορετικότητα των δύο αντιπάλων και να αναδείξει τα «δίκαια» και την «ηθική ανωτερότητα» της κάθε πλευράς. Για τους Άραβες, οι «Βυζαντινοί» ήταν οι Rum, δηλαδή οι Ρωμαίοι, η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν το Bilad al Rum (η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή, η «Ρωμαϊκή Χώρα»). O «Βυζαντινός» Αυτοκράτορας ήταν ο Malik al Rum (Βασιλεύς Ρωμαίων) και η Κωνσταντινούπολη ήταν γνωστή σαν al-Qustantiniyya αν και ο Al-Masudi σημειώνει ότι οι Rumστον καθημερινό τους λόγο δεν την ονομάζουν al-Qustantiniyya αλλά “Bolin” (άκουσε τους Βυζαντινούς να λένε την αιτιατική «(εις) την Πόλιν» στα λόγια τους). Αν και μερικές φορές ορισμένοι Άραβες συγγραφείς από σύγχυσηονομάζουν τους αρχαίους Έλληνες (al-Yunaniyyun/Yunan) “Rum” ή τους Βυζαντινούς “Yunan”, οι περισσότεροι ξέρουν πολύ καλά ότι οι σύγχρονοί τους Βυζαντινοί/Rum και οι αρχαίοι Έλληνες/Yunan είναι δύο διαφορετικές ταυτότητες με διαφορετικό πολιτισμό και θρησκεία που απλώς αλληλοεπικαλύπτονται γλωσσικά και γεωγραφικά. Η συγγραφέας συνήθως ακολουθεί πιστά την ισλαμική ορολογία και στο βιβλίο αποδίδει τον όρο “Rum” ή αυτούσιο ή σαν «Βυζαντινοί». Η κυρίαρχη αραβική θέση είναι ότι οι Rum κατάγονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τον Αβραάμ (επειδή ήταν μονοθεϊστές, όπως οι Ιουδαίοι και οι Μωαμεθανοί) και έχουν διαφορετική καταγωγή από τους παγανιστές Al-Yunan. Οι περισσότεροι Άραβες λόγιοι έχουν συναίσθηση της διαφορετικότητας των συγχρόνων τους Βυζαντινών/Rum και των αρχαίων Ελλήνων/Yunan, μερικές φορές η γλωσσική και γεωγραφική επικάλυψη οδηγεί σε σύγχυση. Όταν γίνεται αυτή η σύγχυση, έχει ενδιαφέρον ότι οι Άραβες δάσκαλοι την θεωρούν ένα λάθος των μαθητών τους που πρέπει να διορθώσουν. Συχνά οι Άραβες λόγιοι γράφουν ότι οι Rum δεν έχουν δική τους «σοφία/επιστήμη» (δεν είναι ulama = σοφοί/επιστήμονες αλλά «τεχνήτες» γράφει ο άκρως αντιβυζαντινός Al-Jahiz), αλλά χρησιμοποιούν τα βιβλία των Yunan για να φανούν σοφοί. Μέρος της αντιχριστιανικής τους προπαγάνδας ήταν η επισήμανση ότι η άνοδος του Χριστιανισμού έφερε παρακμή της φιλοσοφίας και των επιστημών. Οι Άραβες επίσης γνωρίζουν ότι το Bilad Al-Rum δεν είναι μία εθνοτικά ομοιογενής  πολιτεία, αλλά ετερογενής αυτοκρατορία: τα κύρια έθνη είναι οι Rum (ελληνόφωνοι χριστιανοί) και οι Saqaliba (Σλάβοι), αλλά υπάρχουν και Αρμένιοι, Ρως (Βαράγγοι), Βulgar-Saqaliba (Σλάβοι που έχουν υιοθετήσει το όνομα των Βουλγάρων), Πατσινάκοι κλπ. Από την άλλη, οι Βυζαντινοί συχνά αναγνωρίζονται σαν άριστοι αρχιτέκτονες και κατασκευαστές μνημείων, συχνά επαινούνται για την ομορφιά τους (ιδίως οι Ρωμιές/Rumiyya), ενώ η αραβική παράδοση θέλει έναν πρώιμο Άραβα στρατηγό να τους επαινεί ως τους περισσότερο «τλησικάρδιους» σε κακουχίες και πολέμους και αυτούς που ανασυγκροτούνται/επανακάμπτουν ταχύτερα μετά από καταστροφή. Ένας άλλος Άραβας στρατηγός επεσήμανε τη διαφορά ανάμεσα στους Σασσανίδες Πέρσες, οι οποίοι κατακτήθηκαν και αφομοιώθηκαν αμέσως χωρίς αντίσταση («έπεσαν αναίσθητοι με το πρώτο χτύπημα»), με το αλκίφρον αμυντικό σθένος των Rum, οι οποίοι παρομοιάζονται με την πολυκέφαλη Λερναία Ύδρα: «μόλις τους κόβεις ένα κεφάλι, αμέσως ένα άλλο φυτρώνει». Κατά συνέπεια, οι Άραβες πίστευαν ότι το Βυζάντιο θα παραμείνει απόρθητο μέχρι την Ημέρα της Κρίσεως. Βέβαια, τόσο οι σταυροφόροι το 1204 όσο και ο Μωάμεθ ο Πορθητής διέψευσαν την προφητεία τους, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι το Βυζάντιο που κατέκτησαν οι Σταυροφόροι και το Παλαιολόγειο διάδοχο κρατίδιο που κατέκτησαν οι Οθωμανοί δεν ήταν παρά ολιγηπελείς σκιές του «αιζηού» Βυζαντίου που αντιμετώπισαν οι Άραβες. Όπως έγραψα και πιο πάνω πολλοί Άραβες συγγραφείς θεωρούν τους Βυζαντινούς τον πιο όμορφο λαό του κόσμου και δεν μπορούν ν΄αντισταθούν στην γοητεία των Βυζαντινών γυναικών (Rumiyya). Οι Βυζαντινές που καταλήγουν στα χαρέμια τους είναι γνωστές ως Rumiyyat, ενώ συχνά περιγράφουν τις Ρωμαίες σαν λευκόχροες με ίσια ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Προφανώς θεωρούσαν αυτά τα χαρακτηριστικά εξωτικά και δυσεύρετα στα μέρη τους, γι΄αυτό είχαν κατά νου τους στις επιδρομές τους να απαγάγουν τέτοιου είδους Rumiyya. Τέλος, οι Άραβες λόγιοι δεν έβλεπαν την ώρα να πάνε στην Κωνσταντινούπολη για να αγοράσουν Βιβλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Εκτιμούσαν το Βυζάντιο για την διατήρηση της Ελληνικής Γραμματείας.
Οι Σταυροφορίες θα δώσουν στους Άραβες την ευκαιρία να «ζυγίσουν» δύο διαφορετικά είδη «γκιαούρηδων»: τους πολιτισμένους Al-Rum από τη μια, και, από την άλλη, τους «ζωώδεις» και απολίτιστους Al-Ifranj (= Φράγκους) που έχουν ως μοναδική αρετή το πολεμικό θάρρος/θράσος.
Πολεμικές αναμετρήσεις εναλλάσσονται με περιόδους ειρηνικής επικοινωνίας ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Άραβες, που έχουν ως αποτέλεσμα εμπορικές επαφές και πολιτισμικές ανταλλαγές. Οι Άραβες συνεχίζουν τη μεγάλη βυζαντινή παράδοση τόσο στην υαλουργία όσο και στην κεραμική, δημιουργώντας νέα σχέδια και τύπους. Bυζαντινά και αραβικά γυάλινα και κεραμικά αγγεία με εμφανείς ομοιότητες κυκλοφορούν ευρέως στις αγορές της Μεσογείου. Τους Βυζαντινούς μιμήθηκαν οι Άραβες και στα νομίσματα (αρχικά δεν είχαν δικό τους νόμισμα και χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο νόμισμα της εποχής, το βυζαντινό), τα «αραβοβυζαντινά». Απεικονίζουν το Βυζαντινό αυτοκράτορα και φέρουν χριστιανικά σύμβολα με ελληνικές και αραβικές επιγραφές. Σταδιακά το αραβικό νόμισμα αυτονομήθηκε και έφερε στο εξής μόνον επιγραφές από το Κοράνι. Η επίδραση του αραβικού πολιτισμού από το βυζαντινό είναι ιδιαίτερα εμφανής στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών. Κατά τους 9ο-11ο αι., περίοδο άνθησης των γραμμάτων και των τεχνών στο Βυζάντιο, μεταφράστηκαν στα αραβικά πολλά ελληνικά συγγράμματα αρχαίων και Βυζαντινών συγγραφέων από τους τομείς της Φιλοσοφίας, των Μαθηματικών και της Ιατρικής. Είναι γνωστό ότι οι αραβικές μεταφράσεις συνέβαλαν στο να γνωρίσει η Δύση την αρχαία ελληνική γραμματεία, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η συμβολή στον τομέα αυτόν των φιλοσόφων και ιατρών Αβερρόη και Αβικέννα. Η Αστρονομία είναι ένας από τους κλάδους όπου διαφαίνεται η έντονη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. Οι Άραβες δανείστηκαν από τους Βυζαντινούς τον αστρολάβο, αστρονομικό όργανο που μετρά την ώρα, υπολογίζει τη θέση του Ηλίου, της Σελήνης και διάφορων πλανητών και βοηθά στο γεωγραφικό προσδιορισμό. Στη συνέχεια ίδρυσαν αστεροσκοπεία, οδήγησαν σε εξέλιξη την Αστρονομία και αραβοπερσικά συγγράμματα επηρέασαν το βυζαντινό κόσμο. Εξίσου εμφανείς είναι οι ανταλλαγές στη μουσική, τη γλυπτική και γενικότερα τις τέχνες. H αραβική τέχνη επηρεάστηκε καθοριστικά από το Βυζάντιο και την Περσία και προσαρμόστηκε στις θρησκευτικές απαιτήσεις του Ισλάμ: τα πρώτα μνημεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής είναι τζαμιά που αντιγράφουν βυζαντινούς ναούς στην αρχιτεκτονική και στη διακόσμηση, ενώ με την πάροδο των αιώνων και η αραβική τέχνη άφησε σε κάποιες περιπτώσεις το εντύπωμά της στη βυζαντινή.
Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ήταν άριστος γνώστης του Ισλάμ. Με ανη­συχία έβλεπε εκτός της πολιτικής και στρατιω­τικής επεκτάσεως και την εξάπλωση των ιδεών του, όπως αυτό εμφανώς έχει διαπιστωθεί και από τις πηγές και από την έρευνα στην περίπτωση των εικονομάχων, που είχαν επηρεασθεί από τον ανεικονισμό και του Ιουδαϊσμού και του Μουσουλμανισμού. Περιλαμβάνει το Ισλάμ στα Περί αιρέσεων έργο του ως μία από τις τελευταίες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν μετά τον Ηράκλειο. Ο χαρακτηρισμός του Ισλάμ ως αιρέσεως οφείλεται ασφαλώς στα πολλά ιουδαϊκά και χριστιανικά στοιχεία πού έχει εν­σωματώσει. Ονομάζεται πάντως θρη­σκεία από τον άγιο Ιωάννη στην αρχή του σχετικού κεφαλαίου, όπου με αυ­στηρή γλώσσα την χαρακτηρίζει ως λαο­πλάνο και πρόδρομο του Αντίχριστου. Αναφέρεται στα ονόματα Αγαρηνοί, Ισμαηλίται και Σαρακηνοί με τα οποία είναι γνωστοί, όπως και στο προηγούμε­νο ειδωλολατρικό τους παρελθόν, που διαρκεί μέχρι των χρόνων του Ηρακλεί­ου, ο Μωάμεθ ισχυρίζεται ότι όσα διδάσκει του αποκαλύφθηκαν εξ ουρανού, είναι, όμως αυτά «γέλωτος άξια». Αναφέρεται βέβαια η βίβλος του και στον Χριστό, τον Οποίο θεωρεί προ­φήτη και δούλο του Θεού, όπως και στην μητέρα Του Μαρία. Αρνείται, όμως, την σταύρωση, ισχυριζόμενος από επίδραση του Ασκητισμού, ότι οι Ιουδαίοι «εσταύρωσαν την σκιάν αυτού». Ο Χριστός δεν απέθανε, ούτε εσταυρώθη. Στην συνέχεια βάζει ο Μωάμεθ τον Χριστό σε διαλογική συζήτηση με τον Θεό, μετά την άνοδό του στους ουρανούς, να αρνείται ο ίδιος την θε­ότητα του και να λέγει ότι όσα σχετικά γράφονται στο Ευαγγέλιο είναι ψεύδη και πλάνες. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός μεταφράζει από το Κοράνιο τον διάλογο μεταξύ του Θεού και του Χριστού. Κατά τα άλλα εμείς μπορούμε να ονομάζουμε το Κοράνιο «ιερό» και να το εξισώνουμε με το Ευαγγέλιο, για το οποίο το ίδιο το «ιε­ρό» Κοράνιο πιστεύει ότι γράφτηκε όχι από τον Θεό, αλλά από ανθρώπους «παραβάτας», «ψεύστας» και «πεπλανημέ­νους». Στη συνέχεια σε διάλογο, που έχει με Μουσουλμάνους, παρουσιάζει την θέση ότι η διδασκαλία του Μωάμεθ δημι­ουργεί αμφιβολίες και επιφυλάξεις, για­τί δεν υπάρχουν μάρτυρες, που να βε­βαιώνουν ότι πράγματι ο Θεός την έδωσε στον προφήτη τους, όπως έγινε με τον Μωϋσή στο όρος Σινά, και όπως έγι­νε με τον Χριστό, για τον Οποίον εμαρτύρησαν οι προφήται πριν ακόμη έλθει. Κανένας προφήτης δεν μίλησε για τον Μωάμεθ. Και ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ συνι­στά στους οπαδούς του τίποτε να μη πράττουν ή να δέχονται χωρίς την πα­ρουσία μαρτύρων, η ίδια η πίστη και η Γραφή του είναι αμάρτυρες. Κανένας προφήτης δεν μίλησε περί αυτού, αλλά και κανένας άλλος δεν είδε πως του δόθηκε η διδασκαλία. Αναφέρεται στη συνέχεια και σε κα­τηγορίες των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών, τις οποίες αναιρεί. Κα­τόπιν μεταξύ των άλλων «κληρωδιών» μνημονεύει όσα έχουν σχέση με τον γά­μο, την επιτρεπόμενη πολυγαμία, και την συμπεριφορά του ιδίου του Μωά­μεθ, ο οποίος εχώριζε ανδρόγυνα, γιατί ερωτευόταν ξένες γυναίκες, και αυτήν την ακράτειά του παρουσίαζε ως εντολή του Θεού. Νομοθετεί μάλιστα την εντός του γάμου ακράτεια συνιστών στους άνδρας. Δεν παρα­λείπει να αναφερθεί και στην παχυλή εσχατολογία του Ισλάμ. Ονομάζει «κτη­νώδεις» τις αντιλήψεις των και τους προειδοποιεί ότι αντί των υλικών αγα­θών και απολαύσεων τους περιμένει η αιώνια κόλαση. Την εποχή του Μωάμεθ ήταν φιλικές οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ενώ ο ίδιος ο προφήτης φαίνεται ότι δεν είχε σκοπό να τους εξισλαμίσει αλλά να τους καταστήσει φόρου υποτελείς προκειμένου να τους ταπεινώσει για την «λανθασμένη» πίστη τους. Οι μεταξύ τους σχέσεις όμως με τον καιρό μετατράπηκαν σε εχθρικές, κυρίως αφότου οι μουσουλμάνοι άρχισαν να αποκτούν δύναμη και να εποφθαλμιούν εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την οποία σύντομα μάλιστα ήρθαν σε ρήξη.
Πηγή : http://nikosxeiladakis.gr/επιστολη-απειλη-του-μωαμεθ-προσ-αυτοκ/
http://enromiosini.gr/arthrografia/ιωαννησ-δαμασκηνοσ-και-ισλαμ/
http://www.archaiologia.gr/blog/2011/06/20/άραβες-και-βυζάντιο-πόλεμος-και-ειρήν/
https://smerdaleos.wordpress.com/2013/11/16/το-βυζάντιο-ιδωμένο-από-τους-άραβες/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου