Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Η Ελληνική αντίσταση στην φραγκικη κατάκτηση της Βυζαντινής Πελοποννήσου (1204-1252)

Όταν ο Φραγκος ηγεμόνας Βονιφάτιος ο Μομφερατικός το 1204 κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη, κινήθηκε νότια προς τον Ισθμό της Κορίνθου κατακτώντας συνεχώς νέα εδάφη. Στην Πελοπόννησο την ίδια εποχή βρισκόταν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος που είχε βγει στην ακτή λόγω θαλασσοταραχής: ενώ οι άλλοι ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας παρέκκλιναν της πορείας τους και τελικά κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, ο Γοδεφρείδος αποβιβάστηκε στην Παλαιστίνη, όμως κατά την επιστροφή του το 1204, το πλοίο του λόγω καταιγίδας βρήκε καταφύγιο στη Μεθώνη. Εκεί βρήκε τους κατοίκους της περιοχής σε πλήρη αναρχία και τους άρχοντες του τόπου να ανταγωνίζονται για την κατάληψη της εξουσίας. Τότε έλαβε πρόσκληση από τον άρχοντα της Κορώνης, Ιωάννη Καντακουζηνό, με τον οποίο και ήλθε σε συμφωνία να συνεργαστούν για την κατάκτηση όλης της Πελοποννήσου. Έτσι ο Γοδεφρείδος κατέστη κύριος των παραλίων της Μεσσηνίας, της Ηλείας και των Πατρών. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός το 1205 ξεκίνησε να πολιορκεί το Άργος, ο Βιλλεαρδουίνος έτρεξε προς βοήθειά του και εκεί πρότεινε στον Γουλιέλμο Σαμπλίτη, συμπολεμιστή του Βονιφάτιου, να κατακτήσουν μαζί την Πελοπόννησο, πρόταση με την οποία συμφώνησε και ο Βονιφάτιος, δίνοντάς τους όσα εδάφη θα μπορούσαν να κατακτήσουν εφόσον ήταν υποτελείς του. Ο Βιλλεαρδουίνος είχε ήδη κατακτήση την Πάτρα και την Ανδραβίδα. Μέσω Πάτρας προχώρησαν στην Ηλεία κι έπειτα στη Μεσσηνία, βρίσκοντας αντίσταση μόνο στην Αρκαδιά (Κυπαρισσία).
Η μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα έγινε την Άνοιξη του 1205 στη Μεσσηνία της Πελοποννήσου μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων και των Βυζαντινών Ελλήνων, όταν Φράγκοι ιππότες με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη προσπαθούσαν να καταλάβουν το Μοριά. Την μάχη κέρδισαν εύκολα οι Φράγκοι. Μετά από αυτή τους τη νίκη δε συνάντησαν άλλη σημαντική αντίσταση στην Πελοπόννησο, την κατέλαβαν και ίδρυσαν το Γαλλικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας, η μάχη του Ελαιώνα του Κούντουρα, αποδείχθηκε κρίσιμη για την τύχη της Πελοποννήσου. Οι Φράγκοι ιππότες Γοδεφρείδος Α' Βιλλαρδουίνος και Γουλιέλμος Σαμπλίτης, επικεφαλής περίπου εκατό ιπποτών και αρκετών στρατιωτών, αρχικά κατέλαβαν τη Μεθώνη και αφού εξασφάλισαν την υποστήριξη του Ιωάννη Καντακουζηνού, άρχισαν την εκστρατεία για την κατάληψη του Μωριά. Κατέλαβαν τις κύριες πόλεις της Πελοποννήσου βρίσκοντας μικρή αντίσταση. Οι Έλληνες όμως της Λακωνίας, της Αρκαδίας και της Αργολίδας, κάτω από τη διοίκηση του Μιχαήλ Α' Δούκα, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν κυβερνήτης του Θέματοςτης Πελοποννήσου και ο Μιχαήλ Καντακουζηνός, γιος του Ιωάννη Καντακουζηνού ο οποίος είχε πεθάνει, προσπάθησαν να σταματήσουν τους Φράγκους. Ο Μιχαήλ Κομνηνός ήταν ο νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και πρώτος εξάδελφος των αυτοκρατόρων : Ισαακίου Β' Άγγελου και Αλεξίου Γ' Άγγελου. Πριν το 1204, ήταν διοικητής του θέματος στα Μύλασα στην Μικρά Ασία. Αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), για μικρό χρονικό διάστημα ήταν στις υπηρεσίες του Φράγκου ηγεμόνα Βονιφάντιου του Μομφερρατικού, Λατίνου άρχοντα της Θεσσαλονίκης. Ο Μιχαήλ τελικά τον εγκατέλειψε και μετά από αποτυχημένη απόπειρα να επιβληθεί ως άρχοντας της Πελοποννήσου, κατέληξε στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τις πρωτογενείς πηγές, ο Βυζαντινός στρατός του Μιχαήλ Α' αριθμούσε 5.000 ή 4.000 άντρες ενώ αυτός των Φράγκων ήταν 500 ή 700. Παρ´όλη τη διαφορά, οι Φράγκοι κέρδισαν τη μάχη. Στη συνέχεια η αντίσταση των Ελλήνων παρέλυσε και όλα τα κάστρα και οι πόλεις της Πελοποννήσου έπεσαν το ένα μετά το άλλο. Τον ίδιο χρόνο, το 1205, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης ίδρυσε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ο Μιχαήλ Α' πήγε στην Ήπειρο όπου και ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η ακριβής θέση του ελαιώνα του Κούντουρα στη Μεσσηνία δεν είναι γνωστή και η μόνη πληροφορία που υπάρχει είναι η αναφορά του Βιλλαρδουίνου ότι ήταν μιας ημέρας απόσταση από το κάστρο της Κορώνης.
Το χρονικό με τίτλο «Σχετικά με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης» (De la Conquête de Constantinople) είναι μια από τις πιο σημαντικές πηγές για την Δ΄ Σταυροφορία, αλλά και για τη γαλλική γλώσσα της εποχής και περιγράφει γεγονότα από το 1198 μέχρι το 1207. Το έγραψε ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, στρατάρχης της Καμπανίας και της Ρωμανίας, πιθανότατα μεταξύ 1207 και 1209 στα γαλλικά αντί για τα λατινικά και είναι σήμερα ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα κείμενα όχι μόνο ως αυθεντική πηγή των συμβάντων κατά την άλωση όσο και ως γλωσσικό μνημείο της γαλλικής γλώσσας. Η εξιστόρηση του Βιλεαρδουίνου είναι ένα από τα τέσσερα κείμενα που μας μεταφέρουν την ιστορία της Δ΄ Σταυροφορίας, το καθένα από τη δική του σκοπιά. Ο Βιλεαρδουίνος καταγράφει μαζί με τα γεγονότα την άποψη της ανώτερης διοίκησης των Σταυροφόρων, στην οποία ανήκε. Από το Χρονικό της Τέταρτης Σταυροφορίας και της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης : "Έτσι ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος (ο ανηψιός), ξεκίνησαν και πήραν μαζί τους περίπου εκατό ιππότες και ένα μεγάλο αριθμό έφιππων και μπήκαν στη γη του Μωριά και προχώρησαν μέχρι που έφτασαν στην πόλη της Μεθώνης. Ο Μιχαήλ άκουσε ότι είχαν έλθει στη χώρα με τόσους λίγους και μάζεψε ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, έναν αριθμό εκπληκτικό, και προχώρησαν ακολουθώντας τους, σαν κάποιος που σκεφτόταν ότι αυτοί δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από κρατούμενοι και μάλιστα στη δική του χώρα. Όταν αυτοί άκουσαν ότι έρχεται, οχύρωσαν εκ νέου τη Μεθώνη όπου οι οχυρώσεις από παλαιότερα είχαν εγκαταλειφθεί και άφησαν εκεί τα πράγματά τους και τους συνοδούς τους. Μετά προχώρησαν μιας μέρας δρόμο και διατάχθηκαν με όσους ανθρώπους είχαν. Ο κίνδυνος έμοιαζε μεγάλος, γιατί δεν είχαν πάνω από πεντακόσιους έφιππους, ενώ στην άλλη πλευρά ήταν αρκετά πάνω από πέντε χιλιάδες. Αλλά τα γεγονότα συμβαίνουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, γιατί ο άνθρωποί μας πολέμησαν με τους Έλληνες, τους κατατρόπωσαν και τους κατάκτησαν. Και οι Έλληνες έχασαν με πολύ βαριές απώλειες, ενώ όσοι ήταν στην πλευρά μας κέρδισαν αρκετά άλογα και όπλα και άλλα αγαθά σε μεγάλη ποσότητα και έτσι γύρισαν χαρούμενοι και πολύ ευτυχισμένοι στην πόλη της Μεθώνης."
Ο μόνος βυζαντινός αξιωματούχος που πρόβαλλε αντίσταση στη φράγκικη κατάκτηση αλλά και ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους ανθρώπους της εποχής του ήταν ο Λέων Σγουρός, άρχοντας του Ναυπλίου και του Άργους, ο οποίος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την κατάρρευση της αυτοκρατορικής εξουσίας και να δημιουργήσει τη δική του ηγεμονία. Έχοντας κυριαρχήσει στην Αργολίδα και στην Κορινθία, προσπάθησε να επεκτείνει την ηγεμονία του και πέρα από την Πελοπόννησο. Στις αρχές του 1204 εισέβαλε στην Αττική, δεν μπόρεσε όμως να κυριεύσει την Ακρόπολη, την οποία υπερασπίστηκε με σθένος ο μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης, αδερφός του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη. Εξοργισμένος ο Σγουρός από την αποτυχία του αυτή, λεηλάτησε την πόλη της Αθήνας και κατόπιν κατέλαβε τη Βοιωτία την Εύβοια, φτάνοντας ως τη Λάρισα, όπου συνάντησε τον πρώην αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο και παντρεύτηκε την κόρη του Ευδοκία και έλαβε τον τίτλο του Δεσπότη. Με το γάμο αυτό ο φιλόδοξος Λέων ήθελε να νομιμοποιήσει την εξουσία του, διεκδικώντας ίσως κάποια στιγμή και τον αυτοκρατορικό τίτλο. Τα σχέδια του θα ανατραπούν σχετικά γρήγορα. Λίγο μετά το γάμο θα εισβάλουν στη Θεσσαλία οι ιππότες του Βονιφάτιου, ο Σγουρός θα υποχωρήσει και θα προσπαθήσει αρχικά να αμυνθεί στο στενό των Θερμοπυλών. Οι Λατίνοι θα κατακτήσουν εύκολα τη Θεσσαλία που θα διανεμηθεί από τον Βονιφάτιο στους άρχοντες που τον ακολουθουσαν. Ο Σγουρός, κάτω από την πίεση των σιδερόφραχτων ιπποτών, θα εγκαταλείψει τις Θερμοπύλες. Στην Πελοπόννησο ο Σγουρός θα αντισταθεί με πείσμα, έχοντας ως προπύργια τα τρία κάστρα του, τον Ακροκόρινθο, την Ακροναυπλία και τη Λάρισα του Άργους. Τα κάστρα αυτά, κτισμένα σε οχυρά υψώματα, θα αποδειχτούν ισχυρότερα από την δύναμη των Φράγκων κατακτητών. Καθώς οι τελευταίοι δεν διέθεταν πολιορκητικές μηχανές, θα περιοριστούν αρχικά στον αποκλεισμό τους, περιμένοντας να κουραστούν και να παραδοθούν οι αμυνόμενοι. Το 1208 ο Λέων Σγουρός, κουρασμένος και απογοητευμένος από την εξέλιξη των πραγμάτων και θέλοντας να αποφύγει την παράδοση, αυτοκτόνησε πηδώντας, όπως λέγεται, με το άλογό του από τον Ακροκόρινθο. Κατά μια άλλη εκδοχή σκοτώθηκε σε μάχη έξω από το Ναύπλιο.
Ο Σγουρός προσπάθησε να αντιμετωπίσει τους Φράγκους στις Θερμοπύλες, αλλά ο ελληνικός πληθυσμός τον εγκατέλειψε μην αντέχοντας την τυραννική και βάναυση δεσποτεία του. Κατέφυγε με λίγους άνδρες στο φρούριο του Ακροκορίνθου, όπου και οχυρώθηκε. Οι Φράγκοι κατέλαβαν τη Βοιωτία και την Αττική και μετά την νικηφόρα μάχη του Κούντουρα, το 1205, κατευθύνθηκαν προς το Ναύπλιο και τον Ακροκόρινθο. Ο Σγουρός έμεινε πολιορκημένος για πολλά χρόνια, εξερχόμενος όμως σε τακτικά χρονικά διαστήματα προκαλούσε μεγάλες ζημιές στους Φράγκους. Τελικά κάποια μέρα του 1208, απελπισμένος από την κατάληψη της υπόλοιπης Πελοποννήσου από τους Φράγκους, αυτοκτόνησε πέφτοντας έφιππος από τις επάλξεις του Ακροκορίνθου στα βράχια. Ένα χρόνο αργότερα, το 1209, ο Ακροκόρινθος παραδόθηκε στους Φράγκους.
Ο Δοξαπατρής Βουτσαράς (ή Βουτζαράς) υπήρξε θρυλικός Έλληνας άρχοντας και πολεμιστής της Πελοποννήσου του 13ου αιώνα. Η μεσαιωνική οικογένεια των Βουτσαράδων ήταν λακωνικής καταγωγής. Ο Δοξαπατρής Βουτσαράς έζησε την εποχή της Δ' Σταυροφορίας και αμύνθηκε ηρωικά απέναντι στους Φράγκους ως υπερασπιστής και φρούραρχος του μεσαιωνικού κάστρου του Αρακλόβου. Όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν την Κορώνη, ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος, κατόπιν υποδείξεως του Γοδεφρείδου ντε Μπρυγιέρ (μισίρ Ντζεφρές του Χρονικού) πρότεινε να καταλάβουν το Αράκλοβο, που υπεράσπιζε το δρόγγο των Σκορτών, περιοχή στα όρια της επαρχίας Γορτυνίας. Εκεί αμύνθηκε σθεναρά ο Δοξαπατρής που κατείχε την Αρκαδική κοιλάδα του Αλφειού. Η θέση του ήταν οχυρό προπύργιο της Αρκαδίας και την Ηλείας, αν και αναφέρεται ότι συνολικά 24 διαφορετικές τοποθεσίες από την Γορτυνία μέχρι τον Πάρνωνα διεκδικούν την ταύτισή τους με το συγκεκριμένο μεσαιωνικό οχυρό του Αρακλόβου. Μέχρι προ τινος δεν ήταν βέβαιο πού ακριβώς βρισκόταν το ονομάστό κάστρο του Αράκλοβου. Σήμερα θεωρείται βέβαι ότι ήταν στη θέση αυτή επάνω στο βουνό Χρυσούλι, σε υψόμετρο 980 μέτρα. Το κάστρο του Αρακλόβου εξουσίαζε ένα στενό πέρασμα, μια μεγάλη κλεισούρα ανάμεσα στα όρη Λύκαιο και Μίνθη. Από αυτό τον δρόγγο περνούσε ο δρόμος που συνέδεε το λιμάνι της Γλαρέντζας (Κυλλήνης) με τα κάστρα της Μεσσηνίας. Ήταν ένα από τα δέκα κάστρα στο Μωριά που ακόμα τα κατείχαν οι βυζαντινοί και δεν είχαν εγκαταληφθεί, όταν επέλασαν οι φράγκοι μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204) με επικεφαλής τον Γουλιέλμο Σαμπλίττη και τον συμπολεμιστή του Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουίνο. Σύμφωνα με το ελληνικό ‘Χρονικό του Μωρέως’ , αν και δεν ήταν τόσο μεγάλο, το έκανε ισχυρό η ανδρεία των υπερασπιστών του με επικεφαλής τον Δοξαπατρή Βουτσαρά. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι η Μαρία, κόρη του Δοξαπατρή, προκειμένου να μη πέσει ζωντανή στα χέρια των φράγκων, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη του κάστρου. Το όνομα του Δοξαπατρή μνημονεύεται στο Χρονικόν του Μορέως. Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες της άμυνάς του, είναι όμως γνωστό ότι ο Δοξαπατρής αμύνθηκε γενναία και σταμάτησε την ορμή των πανίσχυρων Φράγκων, έστω και για λίγο. Κατά μία εκδοχή ο Δοξαπατρής πέθανε το 1207, ενώ το κάστρο έπεσε στα χέρια των Φράγκων οριστικά κατόπιν τεχνάσματος εις βάρος του επόμενου φρούραρχου, Φιλόκαλου. υπερασπιστής του κάστρου Δοξαπατρής Βουτσαράς (ή Βουτζαράς) υπήρξε θρυλικός Έλληνας πολεμιστής. Ήταν Λακωνικής καταγωγής και έζησε στα τέλη του 12ου αιώνα. Πρέπει να διετέλεσε άρχοντας ή στρατιωτικός διοικητής στην κοιλάδα του Αλφειού και στην ευρύτερη περιοχή. Πέθανε το 1205 ή το 1207 πολεμώντας τους Φράγκους. Φαίνεται ότι ήταν ένας θηριώδης τύπος που προκαλούσε τον τρόμο και σύμφωνα με την αραγωνική έκδοση του Χρονικού η πανοπλία του ζύγιζε 150 λίβρες (γύρω στα 70 κιλά). Το όπλο του ήταν ένα τεράστιο σιδερένιο ρόπαλο (κεφαλοθραύστης) το οποίο δεν αποχωριζόταν ποτέ. Κατά πάσα πιθανότητα η νεοελληνική έκφραση «την έφαγε στο δοξαπατρί» προέρχεται από αυτόν. Η ιστορία του και η ηρωική του αντίσταση απέναντι στους Φράγκους είχε συνεπάρει τον μεσαιωνικό ελληνισμό και ενέπνευσε νεώτερους ανθρώπους των τεχνών, όπως τον Φώτη Κόντογλου που δημιούργησε την τοιχογραφία «Ο Δοξαπατρής αγωνίζεται εις το Αράκλοβο» που βρίσκεται στο Δημαρχείο Αθηνών και τον Δημήτριο Βερναρδάκη που έγραψε το θεατρικό έργο «Μαρία Δοξαπατρή. Δράμα εις πράξεις πέντε». Η υπόθεση αναφέρεται στην ιστορία της Μαρίας Δοξαπατρή, κόρης του Δοξαπατρή Βουτσαρά που γκρεμίστηκε από το κάστρο για να μην πέσει στα χέρια των Φράγκων.
Ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος (1169 - 1228) από τον Οίκο των Βιλλεαρδουίνων ήταν ανιψιός του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου στρατάρχη της Καμπανίας, ιστορικού και εκ των ηγετών της Δ΄ Σταυροφορίας. Ήταν ιππότης και σταυροφόρος της Δ΄ Σταυροφορίας, ο οποίος πήγε στην Παλαιστίνη και αργότερα βοήθησε τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη να κατακτήσει το Μωρέα. Μετά το θάνατο του Γουλιέλμου έγινε πρίγκιπας της Αχαΐας (1210 - 1229). Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αναγνώρισε τον Γοδεφρείδο σαν Πρίγκιπα της Αχαΐας, αν και δεν χρησιμοποίησε τον τίτλο πριν το 1210. Ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος της Φλάνδρας του απένειμε και τον τίτλο του στρατοπεδάρχη της Ρωμανίας. Κατάφερε και λύγισε την αντίσταση του Λέοντα Σγουρού και κατέλαβε την Κόρινθο το 1210 και το Ναύπλιο το 1212. Ήδη από το 1209 με τη Συνθήκη της Σαπιέντζας ρύθμισε τις σχέσεις του με τη Βενετία. Έγινε υποτελής του Δόγη της Βενετίας, αποδέχτηκε την Βενετική κατοχή της Μεθώνης και της Κορώνης και αναγνώρισε το δικαίωμα των Βενετών να εμπορεύονται ελεύθερα στην Πελοπόννησο και να διατηρούν εκκλησίες και αποθήκες στα διάφορα λιμάνια. Η Πελοπόννησος χωρίστηκε σε 12 βαρωνίες με επικεφαλής σε κάθε μία ένα φεουδάρχη που ήταν κατευθείαν υποτελής στον ηγεμόνα. Πρωτεύουσα του κράτους έγινε η Ανδραβίδα, και άρχισαν να κτίζονται οχυρότατα κάστρα, όπως της Πάτρας, της Χαλανδρίτσας, της Καρύταινας και της Άκοβας με σκοπό την παγίωση της φραγκικής εξουσίας στην περιοχή. Υποστήριζε αρκετά τους Ορθόδοξους κατοίκους του Μωρέα και με τον τρόπο αυτό κέρδιζε την υποστήριξή τους. Πέθανε το 1218 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Γοδεφρείδος Β΄ Βιλλεαρδουίνος.
Ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος (1211 - 1278) ήταν ηγεμόνας της Αχαΐας (1246-1278), αδελφός και διάδοχος του άτεκνου Γοδεφρείδου Β΄ Βιλλεαρδουίνου και γιος του Γοδεφρείδου Α΄ Βιλλεαρδουίνου. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του το Πριγκιπάτο της Αχαΐας απέκτησε τεράστια ισχύ και πλούτο. Παράλληλα όμως, στα χρόνια του σημειώθηκε το πρώτο πλήγμα κατά της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Σημαντικό τμήμα του Χρονικού του Μορέωςείναι αφιερωμένο στον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Την διακυβέρνηση του πριγκιπάτου την ανέλαβε μετά το θάνατο του Γοδεφρείδου Β΄ το 1246. Αμέσως ξεκίνησε την πολιορκία της Μονεμβασίας (τελευταίου Βυζαντινού ερείσματος στην Πελοπόννησο). Για αυτό το σκοπό δέχθηκε βοήθεια από τους υποτελείς του ηγεμόνες, το Δούκα των Αθηνών, το Δούκα του Αρχιπελάγους, τον Κόμη της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου, τους Λομβαρδούς τριτημορίους της Εύβοιας αλλά και από τους Βενετούς. Το 1248 η Μονεμβασία παραδόθηκε. Την παράδοσή της ακολούθησε η υποταγή των ορεινών Ελλήνων Τσακώνων και Σλάβων Μηλιγγών, με αποτέλεσμα να περιέλθει στην εξουσία του όλη η Πελοπόννησος, εκτός από την Κορώνη και την Μεθώνη που κατεχόταν από τους Βενετούς. Για να εξασφαλίσει την εξουσία του έκτισε (1248 - 1249) τρία κάστρα, του Μυστρά, της Μαΐνης και του Λεύκτρου.
Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία. Το 1246 πρίγκιπας έγινε ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, ο οποίος προχώρησε στην κατάληψη της Τσακωνιάς, της περιοχής του Ταϋγέτου, δηλαδή των μόνων εδαφών που δεν είχαν κατακτηθεί από τους Φράγκους, καθώς και της Μονεμβασίας. Οι άρχοντες της Μονεμβασίας, Μαμωνάς, Δαιμονογιάννης και Σοφιανός παρέδωσαν την πόλη και ο πρίγκιπας Γουλιέλμος, αναγνωρί­ζοντας τα προνόμια τους, τους παραχώρησε εδάφη στα Βάτικα. Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου. Η Φραγκοκρατία διήρκησε 14 χρόνια και το 1262 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος κατέλαβε την πόλη.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μιχαήλ_Α΄_Κομνηνός_Δούκας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χρονικό_της_Τέταρτης_Σταυροφορίας_και_της_κατάκτησης_της_Κωνσταντινούπολης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_του_ελαιώνα_του_Κούντουρα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δοξαπατρής_Βουτσαράς
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/07/blog-post_12.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λέων_Σγουρός
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πριγκιπάτο_της_Αχαΐας
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/07/blog-post_7.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γοδεφρείδος_Α΄_Βιλλεαρδουίνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γοδεφρείδος_Β΄_Βιλλεαρδουίνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γουλιέλμος_Β΄_Βιλλεαρδουίνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μονεμβασιά
http://dim-monemv.lak.sch.gr/istoria.htm
https://chilonas.com/2018/08/30/https-wp-me-p1op6y-cz2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου