Με τον όρο Λατινικόν ορίζονταν τα μισθοφορικά στρατεύματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα οποία προέρχονταν από περιοχές της Δυτικής Ευρώπης, όπως η Γαλλία, Αγγλία, η Καστίλη και η Καταλωνία. Μισθοφορικά στρατεύματα, κατά κύριο λόγο, εξοπλισμένα με βαρύ αλυσιδωτό θώρακα και αποτελούσαν εξαίρετο στρατιωτικό σώμα, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που έλαβαν σχετικό έπαινο της Άννας Κομνηνής, κόρης του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, η οποία έγραφε, χαρακτηριστικά, ότι η στρατιωτική ικανότητα του Λατινικού ήταν τέτοια που "εφόσον το επιθυμούσαν μπορούσαν να επιτεθούν στα τείχη της Βαβυλώνας". Ήσαν μισθοφόροι έως έναν βαθμό, ο αριθμός των οποίων, σαφώς, ποίκιλλε, ωστόσο ήτανε πάντοτε υψηλός, ώστε να χρειάζεται η παρουσία ενός Μέγα Κοντόσταυλου ο οποίος διατελούσε και διοικητής του στρατιωτικού αυτού σώματος. Επιπλέον, αριθμός των μελών του Λατινικού προσέφεραν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες ως μισθοφόροι στη διάρκεια όλης τους της ζωής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον αυτοκράτορα, ενώ αρκετοί εξ αυτών έπειτα από ορισμένη χρονική περίοδο εισέρχονταν στο κυρίως βυζαντινό στρατό. Ορισμένοι, μάλιστα, προχωρούσαν στην αγορά γαιών και εγκαθίσταντο μόνιμα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, αρχίζοντας, σταδιακά, να αποτελούν μέλη της βυζαντινής κοινωνίας. Τα μέλη του Λατινικού, τα οποία ήσαν μισθοφόροι υψηλού επιπέδου, δεν αποτελούσαν μέλη ενός μονάχα τύπου στρατιωτικού σώματος. Σε κάθε περίπτωση, ήσαν όλοι τους Δυτικοί φεουδαρχικοί ιππότες, οι οποίοι συνήθιζαν να πολεμούν πεζοί ως βαρύ πεζικό οπλισμένο με σπάθα ή ως ιππείς. Τα μέλη του Λατινικού ήσαν πράγματι μισθοφόροι, ωστόσο η στρατιωτική τους εξειδίκευση ήταν το ιππικό και το βαρύ πεζικό.
Εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των Βυζαντινών για έτοιμους εκπαιδευμένους στρατιώτες οι Νορμανδοί πέρασαν σε μεγάλους αριθμούς στην Βυζαντινή επικράτεια. Ένας από τους πρώτους ήταν ο Hervé στα 1050. Οι Νορμανδοί ήταν τοποθετημένοι σαν φρουρές στα ανατολικά σύνορα και οι βάσεις τους ήταν η Μαλάτεια και η Έδεσσα. Βλέποντας την αδυναμία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους θέλησαν να επωφεληθούν. Ο πολύς Roussel de Bailleul δοκίμασε να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος στην Ανατολία αλλά συνελήφθη από τον Αλέξιο Κομνηνό. Από το 1073 έως το 1074, 8.000 από τις 20.000 άντρες του στρατηγού Φιλάρετου Βραχάμιου που πολεμούσε τους Σελτζούκους Τούρκους ήταν Αφράνγιοι (Φράγκοι) υπό τον στρατηγό Raimbaud. Στην Κωνσταντινούπολη μαθαίνουμε από την «Αλεξιάδα» ότι ήταν στρατοπεδευμένοι Γερμανοί. Οι διπλωματικοί ελιγμοί των Κομνηνών εξασφάλισαν αρκετές φορές βαρύ Γερμανικό ιππικό στην Αυτοκρατορία. Την εποχή του δυτικόφιλου Μανουήλ Κομνηνού οι ξένοι ιππότες κυριολεκτικά κατέκλυσαν το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ άλλωστε πολεμούσε εναντίον αντιπάλων οι οποίοι εφάρμοζαν την τακτική των σαρωτικών επελάσεων βαριά οπλισμένων ιπποτών και σκέφτηκε να τους αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο. Καθώς μετά το Μαντζικέρτ δεν υπήρχε πλέον γηγενές ιππικό που να εφαρμόζει αυτή την τακτική η λύση ήταν οι πρόσληψη Δυτικών ιπποτών. Όλη την επόμενη περίοδο το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος στηρίζεται αποκλειστικά σε σε Δυτικούς μισθοφόρους για να συγκροτεί μονάδες βαρέως ιππικού. Η γενική σήψη, ο οικονομικός μαρασμός και οι εμφύλιοι πόλεμοι στους οποίους εμπλέκονται οι Δυτικοί για δικό τους όφελος καταστρέφουν σιγά σιγά το κράτος. Ο επίλογος των ξένων μισθοφόρων αλλά και της Αυτοκρατορίας γράφεται στα 1453 με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως.
Σε αντίθεση με τους Βαράγγους, οι Ιππότες του «Λατινικού» δεν είχαν καθόλου ομοιομορφία στην εμφάνισή τους. Αρχικά φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα με κοντά μανίκια και κωνικά κράνη τύπου “Spangenhelm” αποτελούμενα από τέσσερα τουλάχιστον σιδηρά ελάσματα που συγκρατούντο με τη βοήθεια μιας μεταλλικής στεφάνης. Τα κράνη “σλαβικού τύπου” ή τα κράνη των λαών της ανατολής με οξεία κωνική απόληξη θα ήταν ασυνήθιστα εκτός και αν προέρχονταν από λάφυρα. Τα κράνη δεν έφεραν εσωτερική επένδυση και προσαρμόζονταν πάνω σε ειδικά διαμορφωμένους μάλλινους ή δερμάτινους σκούφους, ενώ είχαν τρύπες για δερμάτινα λουριά που χρησιμοποιούντο σαν υποσιάγωνα. Πρώτοι οι Νορμανδοί αρχίζουν να χρησιμοποιούν μια κουκούλα φτιαγμένη από σιδερένιους κρίκους σαν επιπλέον προστασία. Ένα άσπρο τουρμπάνι ίσως τυλιγόταν γύρω από το κράνος ως προστασία από τη θερμότητα όπως συνήθιζαν και οι Μουσουλμάνοι αντίπαλοί τους.
Ο θώρακας πάλι θα φερόταν πάνω από ένα ειδικά διαμορφωμένο μάλλινο ή δερμάτινο «υποθωράκιο» (το Βυζαντινό «καμβάδιο») που θα βοηθούσε στην απορρόφηση των κραδασμών από τα βίαια χτυπήματα στη διάρκεια των συμπλοκών. Σύγχρονες έρευνες αποκάλυψαν ότι ο θώρακας παρείχε εξαιρετική προστασία από βέλη παρά τα περί του αντιθέτου μέχρι τώρα γραφόμενα. Στην «Αλεξιάδα» αναφέρεται ότι η μόνη αποτελεσματική τακτική εναντίων ιπποτών είναι η τόξευση των συνήθως αθωράκιστων αλόγων.
Οι ιππότες έφεραν μία «αμυγδαλοειδή» ασπίδα με μεταλλικό ομφαλό στο κέντρο. Πολλές φορές η ασπίδα είχε μήκος από το λαιμό μέχρι το γόνατο και ήταν επιπλέον αναρτημένη στο ώμο με τη βοήθεια ενός τελαμώνα. Όσοι μπορούσαν, θα είχαν ενισχύσει την περίμετρο των ασπίδων με μεταλλικά ελάσματα. Κάθε ιππότης έφερε στην ασπίδα του το δικό του προσωπικό ή οικογενειακό έμβλημα. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για κάποιο έμβλημα μονάδας. Χρησιμοποιούσαν λόγχες κατά την επέλαση αλλά ενδεχομένως ακόμη και ακόντια στις επιδρομές. Ο πέλεκυς δεν ήταν τόσο συνηθισμένο όπλο. Ένα ρόπαλο με μεταλλική ενίσχυση, το «μαντζούκιο» των Βυζαντινών, ήταν δημοφιλές λόγω του χαμηλού του κόστους αλλά και της ιδιότητάς του να σπάζει τα οστά του αντιπάλου κάτω από την θωράκιση. Τα μακριά ξίφη ήταν το κύριο όπλο των ιππέων για μάχη σώμα με σώμα και αποτελούσαν σύμβολο της τιμής των ιπποτών. Μια μεγάλη ποικιλία μαχαιριών και στιλέτων θα χρησίμευαν ως δευτερεύοντα όπλα αλλά και εργαλεία. Τα ενδύματά τους θα ήταν κυρίως χονδροΰφαντοι μάλλινοι χιτώνες και φυσικά θα εντυπωσιάστηκαν από του λινούς βαμβακερούς αλλά και μεταξωτούς χιτώνες των Βυζαντινών. Οι μακριές μπότες και κόκκινοι μανδύες αναφέρονται από τους χρονικογράφους αλλά οι κόκκινοι επενδύτες θα βρίσκονταν μάλλον μεταξύ των ηγητόρων. Οι λοιποί άνδρες θα έφεραν απλούς γκρίζους μανδύες ή γούνες ζώων που θα χρησιμοποιούντο και ως κλινοσκεπάσματα εκστρατείας. Κατά τον 12ο αιώνα όμως και μετά ο αμυντικός εξοπλισμός βελτιώνεται. Εμφανίστηκαν στερεότερα κωνικά κράνη με ρινοφυλακτήρες, φτιαγμένα από ένα ενιαίο κομμάτι μετάλλου. Η προστασία των ανδρών θα αναβαθμίστηκε με την εφαρμογή και μεταλλικών επιθεμάτων στον αλυσιδωτό θώρακα. Περικνημίδες και επιχειρίδες, αποτελούμενες από ορθογώνια τμήματα μετάλλων, προσαρμοσμένες με δερμάτινα λουριά χρησιμοποιούνταν για να προστατεύσουν τα χέρια και τα πόδια. Τα πρόσωπα καλύπτονται με σιδηρά προσωπεία προσαρμοσμένα στο κράνος και σιγά σιγά εμφανίζονται κυλινδρικά κράνη με εντυπωσιακά λοφία.Οι ιππότες του 13ου και 14ου αιώνα ίσως να είχαν μια ελαφρώς διαφορετική εμφάνιση. Ακολουθώντας τις συνήθειες της εποχής στο εξοπλισμό τους πλέον περιλαμβάνονται κράνη με προσωπεία που ανασηκώνονται και πολεμικές σφύρες. Τα άλογα είναι βαριά θωρακισμένα και πανοπλίες θα αποτελούνταν από στερεά μονοκόμματα μεταλλικά ελάσματα. Η εξέλιξη αυτή προήλθε από την επαφή τους με τους ιπποτοξότες των μωαμεθανικών στρατών που σημάδευαν φαίνεται τα ακάλυπτα πρόσωπα και απροστάτευτους ίππους, καθώς όπως αναφέρθηκε ήταν δύσκολο να διατρηθεί η θωράκιση από τα βέλη. Η τακτική τον ιπποτών ήταν η ταχεία και μαζική ορμητική επέλαση κατά του εχθρού που έιχε καταπονηθεί πρώτα από τα εκηβόλα όπλα του πεζικού. Επρεπε όμως να υποστηρίζονται απο καλό πεζικό ή ελαφρούς ιππείς γιατί κινδύνευαν απο την ορμητικότητά τους να παρασυρθούν σε ενέδρες. Στο πέρασμα του χρόνου αυτό γίνονταν πιό δύσκολο λόγω της κάμψης του Βυζαντίου με αποτέλεμα πολλές καταστροφικές ήττες.
Αρχικά στην Ιταλία οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν τους καθαυτό Φράγκους και τους Λογγοβάρδους, κυρίως κατά τους 6ο-8ο αιώνες μ.Χ. Οι τακτικές μάχης αυτών των λαών, οι οποίες δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την «επιστημονικότητα» των βυζαντινών αντιστοίχων, χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την ορμητικότητα και το μαχητικό πάθος των Γερμανών βαρβάρων προγόνων τους αλλά και από την έλλειψη ικανής οργάνωσης και συγκρότησης τους. Η διατήρηση αρκετών πρακτικών, τακτικών και στρατηγικών του αναχρονιστικού «ηρωικού πολέμου» των προγόνων τους, αποδυνάμωνε σε μεγάλο βαθμό την αναμφισβήτητη πολεμική τους ικανότητα. Ουσιαστικά μόνο η επέλαση του βαρέου ιππικού τους μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τις βυζαντινές δυνάμεις, ωστόσο αν εκείνες επιτύγχαναν την υπερκέραση του και την προσβολή των πλευρών ή των νώτων του, μπορούσαν να το κατατροπώσουν.
Λόγω των ίδιων αδυναμιών, οι Φράγκοι και Λογγοβάρδοι ιππείς που νικουσαν στην μάχη κατά παράταξη μπορούσαν να πέσουν ευκολότερα στην τακτική παγίδα της «προσποιητής υποχώρησης» των νομάδων μισθοφόρων ιππέων του βυζαντινού στρατού, αλλά και των καθαυτό Βυζαντινών ιππέων οι οποίοι την είχαν υιοθετήσει από καιρό. Επίσης μπορούσαν να παρασυρθούν σε δύσβατα εδάφη, όπου τα άλογα τους δεν μπορούσαν να δράσουν. Η απειθαρχία που χαρακτήριζε τους Φραγκους και Λογγοβάρδους μαχίμους, η αστάθεια του φρονήματος τους και η ελλιπής επιμελητεία των στρατών τους, καθιστούσε τον πόλεμο φθοράς ως την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο αντιμετώπισης τους. Οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να αποδεκατίζουν βαθμιαία τις δυνάμεις τους με αιφνίδιες επιθέσεις και αψιμαχίες και να αποκόπτουν τις επικοινωνίες και την τροφοδοσία τους, αποφεύγοντας να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη παράταξης. Ετσι οι επιχειρήσεις των Φραγκων και Λογγοβάρδων εναντίον των αυτοκρατορικών δυνάμεων καθίσταντο μακροχρόνιες και εξαντλητικές, με αποτέλεσμα οι πρώτοι σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα ελαττώματα τους να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων και από καταρράκωση του ηθικού τους και τελικά να υποχωρούν αποδεκατισμένοι, μετά από τις επακόλουθες μαζικές λιποταξίες τους. Επίσης η φιλοχρηματία των διοικητών τους, τους καθιστούσε επιρρεπείς στην δωροδοκία από τους Βυζαντινούς. Άλλη αδυναμία των Φράγκων και των Λογγοβάρδων υπήρξε η ελλιπέστατη χρήση περιπολιών, ανιχνευτικών αποστολών και νυκτερινών φρουρώ (σκοπιών), καθώς και η συνήθης αμέλεια οχύρωσης των στρατοπέδων τους. Έτσι ήταν εκτεθειμένοι στις ενέδρες και τις νυκτερινές επιθέσεις των Βυζαντινών στο στρατόπεδο τους.
Τον 11ο αι. η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε την εισβολή των Νορμανδών στις ιταλικές και τις ελλαδικές κτήσεις της. Οι Νορμανδοί και οι Φράγκοι της περιόδου είχαν βελτιώσει κατά πολύ τις τακτικές τους και κυρίως είχαν συγκροτήσει ένα πανίσχυρο κατάφρακτο ιππικό, ιδιαίτερα επίφοβο για τους Βυζαντινούς και τους μουσουλμάνους. Αντίθετα, ο αυτοκρατορικός στρατός περνούσε φάση παρακμής μετά το 1025, με αποκορύφωμα της τη συντριβή του στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071). Η παλαιά σταθερή αντίληψη των Βυζαντινών περί στρατιωτικής υπεροχής τους έναντι των Δυτικοευρωπαίων, έδωσε τώρα τη θέση της σε ένα αίσθημα υστέρησης έναντι των Νορμανδών και των άλλων «Υστερων Φράγκων» του 11ου αι. Αυτό το αίσθημα έδωσε «τροφή» σε μεταγενέστερες υπερβολικές αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες η επέλαση ενός Φράγκου Κατάφρακτου (Ιππότη) ήταν τόσο ορμητική και ακαταμάχητη, ώστε η λόγχη του μπορούσε να διαπεράσει τείχος, ή ότι ο πρώτος είχε μαχητική αξία 20 Βυζαντινών ομολόγων του. Έχει προταθεί η άποψη ότι η αναφερόμενη υπεροχή των Φραγκο-Νορμανδών ιππέων οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στη χρήση πτερνιστήρων, οι οποίοι καθιστούσαν σημαντικά ευχερέστερο τον έλεγχο των αλόγων τους. Η «Αλεξιάδα» της Αννας Κομνηνής, αναφερόμενη στη δράση του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), παρέχει αρκετές πληροφορίες για τις βυζαντινές τακτικές εναντίον των Νορμανδών. Η κύρια επιδίωξη των Βυζαντινών ήταν να ανακόψουν την ορμητική επίθεση του νορμανδικού ιππικού, πριν εκείνο επιπέσει στην αυτοκρατορική παράταξη. Ο Αλέξιος και οι επιτελείς του χρησιμοποίησαν διάφορα στρατηγικά επινοήματα για να διαρρήξουν τις τάξεις των επελαυνόντων Νορμανδών, όπως τη διασπορά γόμφων και καρφιών στο πεδίο της επέλασης τους ή την πρόταξη ελαφρών αμαξών (ωθούμενων από πεζούς) στο ίδιο. Οι Βυζαντινοί πεζοί τοξότες, παραταγμένοι σε απόσταση ασφαλείας, και οι Τούρκοι μισθοφόροι ιπποτοξότες στόχευαν και εξόντωναν τα νορμανδικά άλογα. Όπως αναφέρει η Αννα, οι Νορμανδοί χωρίς τα νεκρά ή τραυματισμένα άλογα τους, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι. Αυτό συνέβαινε επειδή οι πτερνιστήρες στα πόδια τους, οι ολόσωμες αλυσωτές πανοπλίες τους και οι ογκώδεις «αμυγδαλόσχημες» ασπίδες, εμπόδιζαν σημαντικά τις κινήσεις τους. Την σύγχυση που προκαλείτο στη νορμανδική παράταξη από τις αναφερόμενες τακτικές μεθόδους, ακολουθούσε η αντεπίθεση του βυζαντινού βαρέου ιππικού. Ωστόσο οι εμπειροπόλεμοι Νορμανδοί υπερνικούσαν συνήθως τις εν λόγω βυζαντινές πρακτικές.
Πηγή : https://www.iellada.gr/istoria/oi-polemikes-taktikes-ton-vyzantinon-apenanti-stoys-fragkoys
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λατινικόν
https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/02/22/λατινικον-οι-αμφιλεγόμενοι-ιππότ/
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου