Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Αλεξιάδα (Μέρος Α) : Μια βυζαντινή θρυλική ιστορία στα ελληνικά πρότυπα του Θουκυδίδη και του Πολυβιου

Το Δεκέμβρη του 1083, η αυτοκράτειρα Ειρήνη Δούκα, σύζυγος του Αλεξίου Κομνηνού, περίμενε την ώρα να γεννήσει στο δωμάτιο του Ιερού Παλατιού που ονόμαζαν Πορφύρα, όπου σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε να γεννιούνται οι αυτοκρατορικοί γόνοι, οι οποίοι γι' αυτό ακριβώς το λόγο ονομάζονταν πορφυρογέννητοι. Η στιγμή πλησίαζε, αλλά ο Βασιλεύς απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη λόγω της εμπλοκής του στον πόλεμο με τους Νορμανδούς. Τότε η νεαρή γυναίκα έκανε μία όμορφη χειρονομία. Καθώς αισθανόταν τους πρώτους πόνους, έκανε πάνω στην κοιλιά της το σταυρό της και είπε : "Περίμενε λίγο ακόμη παιδάκι μου, μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας σου". Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η μητέρα της Ειρήνης, φρόνιμη και σοφή γυναίκα, θύμωσε πολύ : "Και τι θα γίνει αν έρθει ο άντρας σου μετά από ένα μήνα ; Πως μπορείς να το ξέρεις ; Και τι θα κάνεις μέχρι τότε για να αντέξεις τους πόνους ; Τα γεγονότα, ωστόσο, δικαίωσαν τη νεαρή γυναίκα. Τρεις μέρες αργότερα, ο Αλέξιος έφτανε στην Κωνσταντινούπολη, προλαβαίνοντας να κρατήσει στην αγκαλιά του τη νεογέννητη κόρη του. 'Ετσι, με το θαύμα αυτό που σημάδεψε την γεννησή της, ήρθε στον κόσμο η 'Αννα Κομνηνή, μία από τις πιο εξαίρετες και διάσημες πριγκίπισσες που έζησαν στην Αυλή του Βυζαντίου. Σπάνια η αγάπη για τα γράμματα, και κυρίως για τα έργα των Αρχαίων υπήρξε τόσο διαδεδομένη όσο στο Βυζάντιο των Κομνηνών...

Η Άννα Κομνηνή ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας. Στο ιστορικό της έργο Αλεξιάς καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της. Γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1083 στην Πορφύρα, το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννιούνταν τα παιδιά των αυτοκρατόρων και έτυχε επιμελέστατης μόρφωσης και παιδείας. Το 1091 μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ ενώ, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα, το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, οργάνωσε συνωμοσία κατά του νόμιμου διάδοχου, του αδελφού της Ιωάννη, η οποία απέτυχε εξαιτίας της άρνησης του συζύγου της να πάρει μέρος σε αυτήν. Τα Αδέλφια της Άννας Κομνηνής ήταν : Θεοδώρα Κομνηνή, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, Ισαάκιος Κομνηνός, Ευδοκία Κομνηνή, Ανδρόνικος Κομνηνός (γιος του Αλέξιου Α΄), Μαρία Κομνηνή. Τα παιδιά της Άννας Κομνηνής ήταν : Αλέξιος π. 1102 - π. 1161/67, μέγας δούκας (ναύαρχος), Ιωάννης π. 1103 - μετά το 1173, Ειρήνη π. 1105 - ; .Μαρία π. 1107 - ; .Τα τέκνα της είχαν το επώνυμο (Κομνηνός) Βρυέννιος, όπως και η Άννα είχε το επώνυμο (Δούκαινα) Κομνηνή.

Ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος (1062 - 1137) γεννήθηκε στην Ορεστιάδα της Αδριανούπολης και ήταν γιος του ομωνύμου του στρατηγού. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν λόγιος άνδρας, ικανός διπλωμάτης, σπουδαίος ρήτορας και γενναίος στρατιώτης. Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, εκτιμώντας την μόρφωση και την φυσική ωραιότητά του, του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Άννα Κομνηνή και τον τίμησε με το αξίωμα του καίσαρος. Επίσης του εμπιστεύτηκε σημαντικές στρατιωτικές αποστολές. Ο Νικηφόρος διηύθυνε την άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον του στρατού του Γοδεφρείδου της Μπουιγιόν κατά την διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας το 1097, ενώ το 1116 ηγήθηκε της εκστρατείας των Βυζαντινών εναντίον του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου. Μετά τον θάνατο του Αλεξίου Α΄ το 1118 η Άννα Κομνηνή και η μητέρα της Ειρήνη Δούκαινα, οργανώνοντας συνωμοσία εναντίον του νομίμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τον ανεβάσουν στον θρόνο. Ο ίδιος ο Νικηφόρος έδειξε αδιαφορία και συνέχισε να είναι νομιμόφρων στον Ιωάννη Β΄. Συνέχισε την ενασχόλησή του με τα γράμματα, έγραψε δε ιστορικό έργο για τον Αλέξιο Κομνηνό, καθώς και φιλοσοφικές και ρητορικές πραγματείες. Κυριότερο έργο του είναι η Ύλη Ιστορίας, χωρισμένη σε τέσσερα βιβλία. Κατ’ ουσίαν πρόκειται περί απομνημονευματικού χαρακτήρος σύγγραμμα.

Μπροστά σε μία αναγέννηση της κλασικής κουλτούρας, μία αυτοκρατορική πριγκίπισσα, ιδίως αν διέθετε την εξαιρετική ευφυία της 'Αννα Κομνηνής, δεν μπορούσε να αρκεστεί στην κάπως στοιχειώδη μόρφωση που λάμβαναν οι γυναίκες του Βυζαντίου. 'Εμαθε όλα όσα μπορούσαν να μαθευτούν στην εποχή της, τη ρητορική και τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη λογοτεχνία, τη γεωγραφία και τη μυθολογία, την ιατρική και τις επιστήμες. Διάβασε τους μεγάλους ποιητές της αρχαιότητας, τον 'Ομηρο και τους λυρικούς, τους τραγικούς και τον Αριστοφάνη, τους ιστορικούς όπως τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, τους ρήτορες όπως τον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη. Διάβασε τις πραγματείες του Αριστοτέλη και τους Διαλόγους του Πλάτωνα και από την επαφή αυτή με τους περίφημους συγγραφείς διδάχθηκε την τέχνη της σωστής έκφρασης καθώς και τα πιο τέλεια επιτεύγματα του ελληνισμού. Μπορούσε να απαγγείλει με άνεση Ορφέα και Τιμόθεο, Σαπφώ και Πίνδαρο, Πορφύριο και Πρόκλο, την Ποικίλη Στοά και την Ακαδημία.

Ο Bohémond Ier d'Antioche ήταν (Γάλλος) Νορμανδος πρίγκιπας, εκ των αρχηγών της πρώτης Σταυροφορίας. Κατέλαβε την Αντιόχεια το 1098, αλλά εναντιώθηκε αργότερα στους Βυζαντινούς και υποχρεώθηκε να δώσει έναν ταπεινωτικό όρκο υποτέλειας στον Αλέξιο. Η 'Αννα Κομνηνή τον είχε γνωρίσει ήδη από την ηλικία των δεκατεσσάρων, και είναι εμφανές με τον τρόπο που τον περιγράφει στην Αλεξιάδα ότι άσκησε πάνω της μία έντονη γοητεία που αντιμαχόταν την αποστροφή. "Περνούσε τους πιο ψηλούς κατά έναν πήχη. Είχε επίπεδη κοιλιά και φαρδείς ώμους και στέρνο. Δεν ήταν ούτε αδύνατος, ούτε παχύς. Είχε δυνατά μπράτσα, και χέρια σαρκώδη και λίγο μεγάλα. Αν τον παρατηρούσες, έβλεπες ότι ήταν λίγο σκυφτός. Το  δέρμα του ήταν πολύ λευκό και τα μαλλιά του προς το ξανθό. Δεν σκέπαζαν τ' αυτιά του, ούτε ανέμιζαν όπως των άλλων Βαρβάρων. Αδυνατώ να πω τι χρώμα ήταν τα γένια του, ίσως κοκκινόξανθα. Τα μαγουλά του και το πιγούνι του ήταν ξυρισμένα. Τα μάτια του, γαλάζια με πράσινες θαλασσινές ανταύγειες, αποκάλυπταν την ανδρεία και τη βία του. Τα πλατιά του ρουθούνια εισέπνεαν ελεύθερα τον αέρα, σε συγχρονισμό με την καρδιά που χτυπούσε μέσα σ' αυτό το πλατύ στήθος. Αυτό το πρόσωπο είχε κάτι το ελκυστικό, μόνο που το κατέστρεφε ο τρόμος.  Σ' αυτό το βλέμμα, σ' αυτήν τη κορμοστασιά, δεν διέκρινες κάτι ευγενικό, αλλά κάτι απάνθρωπο. Ακόμη και το χαμογελό του μου φαινόταν περισσότερο σαν απειλητικό σκίρτημα. 'Ολα σ' αυτόν μαρτυρούσαν την πονηριά και τα τεχνάσματα. Ο λόγος του ήταν ακριβής, αλλά οι απαντήσεις του εντελώς ασαφείς."

Ο κόσμος της Άννας Κομνηνής κυριαρχείται από την παραδοσιακή «βυζαντινή» διάκριση του κόσμου σε Ρωμαίους και βαρβάρους. Η Κομνηνή διαχωρίζει συνεχώς τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς) από τους μισθοφόρους. Δηλαδή, ενώ αναφέρεται σε Αρμένιους, Βούλγαρους, Βλάχους και Αρβανίτες πολίτες της Ρωμανίας, δεν αντιπαραβάλλει ποτέ σ΄αυτούς τον όρο Ρωμαίοι, αλλά δείχνει ότι τους συνυπολογίζει ως Ρωμαίους. Το βασικό κριτήριο για να είναι κάποιος Ρωμαίος στα μάτια της Κομνηνής είναι η «αυτοχθονία», δηλαδή να έχει γεννηθεί εντός των ρωμαϊκών συνόρων (και φυσικά η Ορθόδοξη πίστη). Η μόνη έμμεση ένδειξη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στα 8 πρώτα βιβλία είναι η χρήση του ρήματος ρωμαΐζω = «μιλάω την (Ελληνική) γλώσσα των Ρωμαίων». Σύμφωνα με ορισμένες πηγές της Κομνηνής, ο Ροβέρτος παρουσίασε έναν μοναχό ως τον συμπεθερό του Μιχαήλ Δούκα και δικαιολογούσε τον πόλεμο κατά του Αλέξιου λέγοντας ότι ήθελε να ξαναφέρει τον συμπεθερό του στον θρόνο. Στην πραγματικότητα ήθελε τον Ρωμαϊκό θρόνο γι΄αυτόν, αλλά δεν καταλάβαινε ότι οι Ρωμαίοι πολίτες («Δήμος») και ο στρατός («στράτευμα») δεν θα αποδέχονταν ποτέ έναν βάρβαρο ως αυτοκράτορά τους. Κανένας «εξωθεν ετερόφυλος» είτε είναι εχθρός είτε είναι μισθοφόρος των Ρωμαίων- δεν γλιτώνει την προσηγορία «βάρβαρος» της Κομνηνής. Τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά για τους «εσωτερικούς αλλογλωσσους » Ρωμαίους πολίτες (λ.χ. Βούλγαροι, Αρμένιοι, Αρβανίτες, Βλάχοι): σχεδόν ποτέ δεν χαρακτηρίζονται «βάρβαροι» και οι λίγες εξαιρέσεις είναι διδακτικές.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Κομνηνή»
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά (Ελληνίδα),
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Πηγή : https://latistor.blogspot.com/2011/06/blog-post_25.html
https://www.lifo.gr/team/sansimera/34095
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%92%CF%81%CF%85%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%BF_%CE%9D%CE%B5%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%82
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CE%BD%CE%B1_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CE%AE
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B9%CE%AC%CE%B4%CE%B1
https://smerdaleos.wordpress.com/2015/02/11/%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B9-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου