Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Σάμος

Η Σάμος βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους και απέχει περί τα 1200 μέτρα από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Είναι καταπράσινο και με πολλά δάση νησί. Οι πολλοί ειδυλλιακοί κόλποι και αμμουδερές παραλίες, που περιβάλλουν το νησί με την βλάστηση που φτάνει μέχρι την θάλασσα, γοητεύουν τον επισκέπτη. Τα ιστορικά μνημεία όλων των εποχών, που υπάρχουν στο νησί είναι αξιόλογα και παρουσιάζουν μεγάλο παλαιοντολογικό, αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκταση της είναι 477 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έχει μάκρος 44 χιλιόμετρα και πλάτος 19 χιλιόμετρα και οι ακτές της έχουν μήκος 140 χιλιόμετρα. Βρίσκεται σε γεωγραφικό ανατολικό μήκος 27ο από Greenwich σε βόρειο πλάτος 37ο και ανήκει στο σύμπλεγμα των ανατολικών Σποράδων. Η Σάμος έχει 33,000 (περίπου) κατοίκους και αποτελείται από τέσσερις δήμους με πρωτεύουσα το Βαθύ (ή Σάμο).

Ο μεγαλύτερος κόλπος της Σάμου είναι αυτός του Βαθέως (ή Σάμου). Φυσικά στα παράλια του νησιού υπάρχουν κι’ άλλοι μικρότεροι. Σάμος είναι ορεινή και έχει δυο βουνά, τον άγριο και βραχώδη Κέρκη στο δυτικό τμήμα του νησιού, ύψους 1443 μέτρα και την κατάφυτη Άμπελο ή Καρβούνη στο ανατολικό τμήμα του νησιού ύψους 1160 μέτρα. Στον Κέρκη υπάρχουν πολλές σπηλιές. Σπουδαιότερες απ’ αυτές είναι: Η σπηλιά του Κακοπέρατου (Κακό πέρασμα), η σπηλιά της Παναγίας της Σαραντασκαλιώτισσας, η σπηλιά της Παναγίας της Μακρινής, η Τρύπα του Πανάρετου, η σπηλιά Καντήλι και η σπηλιά του Πυθαγόρα όπου σύμφωνα με την παράδοση κατέφυγε σ’ αυτήν ο Πυθαγόρας, κυνηγημένος από τον Τύραννο της Σάμου Πολυκράτη. Οι πεδινές περιοχές είναι λίγες, με μεγαλύτερη την πεδιάδα της Χώρας, η οποία βρίσκεται στην Νότια πλευρά του νησιού και περικλείεται από τα χωριά Χώρα, Πυθαγόρειο, Μύλοι, Παγώνδας.


Τα ψηλά βουνά συντελούν στο να πέφτουν πολλές βροχές τον χειμώνα και σε αυτό οφείλεται η πλούσια βλάστηση και οι πολλές και πλούσιες πηγές. Τα πολλά νερά και η πλούσια βλάστηση ήταν ο λόγος που στην αρχαιότητα την ονόμαζαν“Υδρήλη”. Δεν έχει ποτάμια στο νησί, υπάρχουν όμως χείμαρροι που έχουν νερό και το καλοκαίρι. Ένας από αυτούς τους χείμαρρους είναι ο Ίμβρασος ή Παρθένιος ή ποτάμι των Μύλων, στις όχθες του οποίου σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά Ήρα. Έχει τα περισσότερα νερά και χύνεται στο Ηραίτη κόλπο. Πηγές έχει πολλές το νησί. Οι πιό γνωστές είναι: της Νεροτρουβιάς στο χωριό Μύλοι, του Πνακά στο χωριό Βουρλιώτες, η Μάνα στο Κοκκάρι, το Κρύο νερόή του “Στουρνάρη” και η Καριτσά στον Παγώνδα. Η φλέβα στο χωριό Κουμαραδαίοι, του Γεροβάσου και της Αγίας Ειρήνης στην Υδρούσα, του χωριού Καστανιά και του Μαραθοκάμπου. Η ιαματική πηγή, που είναι στην θέση Ποτάμι στο Καρλόβασι δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί. Η Σάμος παράγει πολλών ειδών προϊόντα και γι’ αυτό το λόγο οι αρχαίοι έλεγαν ότι “και ορνίθων γάλα παράγει η νήσος“. Τα κυριότερα προϊόντα της είναι το ξακουστό Σαμιώτικο κρασί και το λάδι. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά και ο τουρισμός, κατατάσσοντας την Σάμο σε μία από τις κυριότερες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας.


Η Σάμος αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα κοιτίδα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, χαρίζοντάς μας όχι μόνο πληθώρα αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων αλλά και σπουδαίους επιστήμονες όπως ο Πυθαγόρας, ο Επίκουρος και ο Αρίσταρχος. Μέσα στους θησαυρούς που έχει να προσφέρει το νησί ξεχωρίζει ο μεγαλύτερος ναός αφιερωμένος στη θεά Ήρα στην Ελλάδα χτίστηκε το 550 π.Χ. στις όχθες του ποταμού Ιμβράσου, που θεωρούνταν ως ο τόπος γέννησής της. Ιωνικού ρυθμού με 155 κολώνες, από τις οποίες σήμερα σώζεται μόνο μια που στέκει μόλις στο ήμισυ του αρχικού της μεγέθους. Λαξευμένος σε σαμιακό μάρμαρο με λευκότεφρες νευρώσεις ο εντυπωσιακός, καλοδιατηρημένος Κούρος ύψους 5 μέτρων, με το γλυκό του χαμόγελο στεκόταν κάποτε αγέρωχος στην Ιερά Οδό Σάμου. Η κατασκευή του Ευπαλινείου Ορύγματος ανατέθηκε από τον Πολυκράτη στον Ευπαλίνο για την υδροδότηση της αρχαίας πόλης του νησιού. Με κατάλληλους μαθηματικούς υπολογισμούς κατασκευάζεται το «αμφίστομο όρυγμα», μήκους 1036 μ. μέσα σε μόλις 8 χρόνια, παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν από την ανάγκη αλλαγής κατεύθυνσης και από τις δύο πλευρές διάνοιξής του, καθιστώντας το 8ο θαύμα της μηχανικής.


Η λατρεία της θεάς Ήρας στη Σάμο μαρτυρείται από την Εποχή του Χαλκού και συγκεκριμένα στην περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αρχικά στο χώρο υπήρχε ένας μικρός λίθινος βωμός και ένα ναόσχημο κτίσμα για την προστασία του ξύλινου λατρευτικού αγάλματος. Τον 8ο αι. π.Χ. ο βωμός γίνεται ορθογώνιος και περιβάλλεται με πλακόστρωση. Δυτικά του βωμού κτίζεται ο πρώτος ναός της Ήρας, ο λεγόμενος Εκατόμπεδος επειδή το μήκος του ήταν 100 πόδια, και με αναλογία μήκους -πλάτους 5:1. Οι τοίχοι του ήταν πλίνθινοι, στηρίζονταν σε χαμηλό λίθινο βάθρο και η κεραμοσκέπαστη σαμαρωτή στέγη του στηριζόταν σε μια σειρά από ξύλινα υποστηρίγματα. Τον 7ο αι. π.Χ. ο Εκατόμπεδος ξανακτίζεται με δαπανηρό λίθινο κρηπίδωμα και ξύλινη περίσταση. Συγχρόνως γίνεται ανακαίνιση του βωμού. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. παρατηρήθηκε μεγάλη οικοδομική αναμόρφωση του Ιερού. Στα 570-560 π.Χ. με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Ροίκου και του καλλιτέχνη Θεόδωρου ιδρύθηκε το γιγαντιαίο κτήριο του ναού της Ήρας, του οποίου οι διαστάσεις το έκαναν μοναδικό. Ο Εκατόμπεδος ναός επικαλύφθηκε από το νέο κτήριο. Ο νέος ναός ήταν δίπτερος, διαστάσεων 52,5x105 μ. Ο σηκός είχε μήκος ίσο με το πλάτος του ναού και ο πρόναος ήταν τετράγωνος. Εσωτερικοί κίονες χώριζαν το σηκό και τον πρόναο σε τρία μέρη, τα κλίτη. Οι θαυμάσιες ραβδώσεις των κιόνων έγιναν στο μαλακό ασβεστόλιθο με περιστροφικό τροχό που επινόησε ο Θεόδωρος. Οι κίονες υπολογίζεται ότι είχαν ύψος 18 μ., ήταν πώρινοι και ραβδωτοί. Ο θριγκός ήταν από ξύλο και η στέγη καλυπτόταν από οπτά κεραμίδια, ενώ οι γωνίες της στολίζονταν με ανθεμωτά ακροκέραμα. Ο μοναδικός αυτός ναός χαρακτηρίστηκε θαύμα της ιωνικής αρχιτεκτονικής αλλά καταστράφηκε από σεισμό λίγα χρόνια μετά την αποπεράτωσή του.

Στα χρόνια της τυραννίας του Πολυκράτη άρχισαν οι εργασίες για ένα ναό μεγαλύτερων διαστάσεων από τον προηγούμενο. Για το ναό αυτό θα γράψει ο Ηρόδοτος «ο μέγιστος νηός ων ημείς ίδμεν». Ήταν δίπτερος με διαστάσεις 55,16x108,63 μ. Η διαφορά στο μέγεθος από το ναό του Ροίκου οφειλόταν στην τοποθέτηση στην πρόσθια οπίσθια πλευρά μίας ακόμη σειράς κιόνων, ο αριθμός των οποίων έφθασε τους 155. Από αυτούς σήμερα σώζεται μέρος μόνον του ενός στη νότια πλευρά του ναού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών το αρχικό ύψος των κιόνων έφθασε τα 20 μ. Οι κίονες ήταν κατασκευασμένοι από μάρμαρο, ενώ το υπόλοιπο κτήριο ήταν από πωρόλιθο. Οι μελετητές πιστεύουν ότι ο ναός αυτός δεν αποπερατώθηκε ποτέ διότι μετά το θάνατο του Πολυκράτη το 522 π.Χ. άρχισαν οι εσωτερικές διαμάχες των διαδόχων με αποτέλεσμα η πολιτική και οικονομική δύναμη της Σάμου να παρακμάσει. Πιθανόν πολλά δομικά υλικά του ναού να χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τειχών και άλλων κτηρίων. Το κέντρο της λατρείας ήταν ο Βωμός, ο οποίος είχε μνημειακό μέγεθος με διαστάσεις 36,5x16,5 μ. Η αρχική ανωδομή του ήταν από ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια ανακαινίστηκε με μάρμαρο. Ο Βωμός ήταν μια αυλή ανοιχτή προς το ναό και περιβαλλόταν από τις τρεις πλευρές από προστατευτικό τοίχο ύψους 5-7 μ. που κατέληγε επάνω σε κυμάτια. Εσωτερικά ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφη ζωφόρο με παραστάσεις θηριομαχιών και Σφιγγών. Τα δύο άκρα του τοιχώματος ήταν στολισμένα με πλούσια επίκρανα. Στο επάνω μέρος ο Βωμός καλυπτόταν με πλάκα από πυρίμαχο οφείτη πράσινου χρώματος.
Οικονομική ανάκαμψη και επομένως οικοδομική δραστηριότητα παρουσιάζεται στο Ηραίο όταν το 322 π.Χ. με ψήφισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Σαμιώτες εξόριστοι επαναπατρίζονται. Οι εργασίες στο ναό της Ήρας επαναλαμβάνονται και ανεγείρονται ορισμένα κτήρια. Στα ελληνιστικά χρόνια ο χώρος του Ιερού γίνεται τόπος αυτοπαρουσίασης των Σαμίων πολιτικών, η πίστη στους αρχαιοελληνικούς θεούς εξασθενεί και εμφανίζονται νέες θεότητες ανατολικής προέλευσης. Τον 1ο αι. π.Χ. η Σάμος γίνεται ρωμαϊκή επαρχία, κατάσταση η οποία οπωσδήποτε επηρεάζει και το Ιερό. Μετά το τέλος των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, το 31 π.Χ. παρατηρείται κάποια άνθηση στο Ηραίο περιορισμένης έκτασης. Στα χρόνια του Αυγούστου οι Σάμιοι ανεγείρουν στην πόλη ναό προς τιμήν αυτού και της Ρώμης και προχωρούν σε διαμόρφωση του ναού και του βωμού της Ήρας. Ο μεγάλος ναός γίνεται αποθήκη παλαιότερων αναθημάτων και κτίζεται ένας περίπτερος ναός στον οποίο φυλάσσεται το λατρευτικό άγαλμα. Συγχρόνως ανακαινίζεται με μάρμαρο ο αρχαϊκός βωμός. Αυτά τα χρόνια φαίνεται ότι λατρεύτηκε στο Ηραίο από κοινού με τη θεά Ήρα, μετά το θάνατό της, η σύζυγος του Αυγούστου Λιβία, όπως μαρτυρείται επιγραφικά. Στα τέλη του 1ου και αρχές του 2ου αι. μ.Χ. το Ιερό είχε γίνει ασήμαντο. Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο ένας μικρός κορινθιακός ναός διαστάσεων 7,4x12 μ., για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σε ποια θεότητα ήταν αφιερωμένος, και τον 3ο αι. μ.Χ. οικοδομείται ο τελευταίος ναός του χώρου. Πρόκειται για ρωμαϊκού τύπου ναό με πόδιο από χυτή τοιχοποιία με ορθομαρμάρωση που έφερε πάνω και κάτω χαρακτηριστικά κυμάτια. Το σημαντικότερο έργο που έγινε το 2ο και 3ο αι. μ.Χ. ήταν η επίστρωση της Ιεράς Οδού, μήκους 6 χλμ., που ένωνε το Ιερό με την αρχαία πόλη, με την οποία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο.

Από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. και μετά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του τεμένους καλύπτεται από κατοικίες μονώροφες και διώροφες με μικρές περίστυλες εσωτερικές αυλές, μωσαϊκά και συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης. Στον οικισμό αυτό υπήρχε και εγκατάσταση θερμών. Γύρω στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε εξαιτίας καταστρεπτικού σεισμού το 262 μ.Χ. και της λεηλασίας του νησιού από περιπλανώμενα γερμανικά φύλα. Τον 4ο αι. μ.Χ. κατεδαφίζονται αρχαία οικοδομήματα και το δομικό υλικό πωλείται στη Μικρά Ασία. Τον 5ο ή 6ο αι. μ.Χ. κτίζεται στο χώρο μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική χρησιμοποιώντας ως δομικό υλικό αρχιτεκτονικά μέλη κτηρίων της αρχαίας θρησκείας και θραύσματα αναθημάτων. Αυτή η βασιλική είχε καταστραφεί στο τέλος της 1ης χιλιετίας μ.Χ. και στη θέση της το 16ο αιώνα κτίστηκε μια νέα βασιλική σταυροειδής με τρούλο, από την οποία φαίνεται σήμερα η αψίδα. Η λατρεία συνεχίστηκε στον ίδιο χώρο και το 18ο αιώνα, οπότε κτίζεται στην ίδια θέση ένα μικρό παρεκκλήσι, το οποίο κατεδαφίστηκε με την έναρξη των ανασκαφών στο χώρο του Ιερού. Εκτός από τα προαναφερθέντα οικοδομήματα, στο χώρο του τεμένους υπήρχαν και άλλα κτίσματα αφιερωμένα στη μεγάλη θεά αλλά και σε άλλους θεούς.
Η ανασκαφή στο χώρο μαρτυρεί ότι δεν επρόκειτο περί πανελλήνιου ιερού αλλά ενός ιερού με παγκόσμια φήμη. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την εισροή επισκεπτών από όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου: Αίγυπτο, Συρία, Ασσυρία, Βαβυλώνα, Μεσοποταμία, Περσία, Φοινίκη, Λακωνία, Αττική, Κρήτη, Κύπρο. Τα αναθήματα στη θεά αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης, που ξεχωρίζουν για τη μοναδικότητά τους και την εκπληκτική τεχνική τους. Ένα πολυάριθμο σύνολο αφιερωμάτων από μάρμαρο, πηλό, γυαλί, χαλκό, ξύλο, ελεφαντόδοντο, χρυσό, που έχει έλθει στο φως, αποδεικνύει περίτρανα τη διεθνή ακτινοβολία του σαμιακού Ηραίου. Κολοσσικοί κούροι ήταν τοποθετημένοι στη βόρεια παρυφή της Ιεράς Οδού και αποτελούσαν τους άγρυπνους φρουρούς του Ιερού. Μικρά ναόσχημα κτίσματα, οι θησαυροί, αποτελούσαν τα θησαυροφυλάκια για την ασφάλεια των πολύτιμων αφιερωμάτων στη μεγάλη θεά της γονιμότητας και της ευφορίας.
Πηγή http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=2366
https://www.neasamos.gr/?page_id=94
https://m.naftemporiki.gr/story/1698179

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Ρόδος

Το νησί της Ρόδου βρίσκεται στο σταυροδρόμι δυο μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, ανάμεσα στο Αιγαίο πέλαγος και των ακτών της Μέσης Ανατολής όπως είναι η Κύπρος και η Αίγυπτος. Ως σημείο συνάντησης τριών πολιτισμών, η Ρόδος έχει γνωρίσει πολλούς πολιτισμούς. Μέσω της μακραίωνης της ιστορίας, όλοι οι διαφορετικοί λαοί που κατοίκησαν στη Ρόδο έχουν αφήσει το σημάδι τους σε όλες τις πλευρές του πολιτισμού του νησιού: στην τέχνη, τη γλώσσα, την αρχιτεκτονική. Η στρατηγική του θέση απέφερε στο νησί μεγάλο πλούτο και κατέστησε την πόλη της Ρόδου μια από τις εξέχουσες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
Η Ρόδος είναι το μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου. Η πρωτεύουσα του νησιού βρίσκεται στο βόρειο άκρο του και αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού έχοντας στο κέντρο της την Μεσαιωνική Πόλη. Το 1988, η Μεσαιωνική Πόλη αναγνωρίστηκε ως Πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Μεσαιωνική Πόλη είναι μείγμα διαφορετικών αρχιτεκτονικών από διάφορες ιστορικές περιόδους με δεσπόζουσα την περίοδο της παραμονής στο νησί του τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη καθώς και αυτής των Οθωμανών. Σήμερα, αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης πόλης όπου αναπτύσσονται εμπορικές, τουριστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες ενώ περιλαμβάνει και κατοικήσιμες περιοχές.
Τόση πολλή ομορφιά συγκεντρωμένη σε ένα τόπο δεν θα μπορούσε παρά να εξάψει τη φαντασία των κατοίκων της και να γεννήσει εξίσου όμορφους Μύθους που αφορούν τη γέννηση της και την πορεία της στο χρόνο. Ένας από τους μύθους σύμφωνα με τον Πίνδαρο, λέει ότι όταν ο Δίας επικράτησε των Γιγάντων, αποφάσισε να μοιράσει τη γη στους Ολύμπιους Θεούς. Ο Ήλιος όμως απουσίαζε από τη μοιρασιά σουλατσάροντας στο ημερήσιο ουράνιο ταξίδι του και έτσι έμεινε χωρίς δική του γη. Ο Δίας θέλοντας να είναι δίκαιος είπε ότι θα ξανακάνει τη μοιρασιά, αλλά ο ταξιδιάρης Ήλιος τότε απάντησε ότι θα γινόταν δική του η γη που θα αναδυόταν από την θάλασσα με την ανατολή του το επόμενο πρωινό. Έτσι και έγινε. Μόλις ανέτειλε είδε ένα πανέμορφο και κατάφυτο νησί, τη Ρόδο, να αναδύεται από τα γαλαζοπράσινα νερά. Γοητευμένος από τα κάλλη της την έλουσε με τις ηλιαχτίδες του. Έκτοτε η λαμπερή Ρόδος είναι το νησί του Ήλιου, αφού ο Ήλιος παντρεύτηκε την όμορφη νύμφη Ρόδο. Στο νησί ο Ήλιος μαζί με τη Νύμφη Ρόδο απέκτησαν επτά γιους, τους Ηλιάδες (τον Όχιμο, τον Κέρκαφο, τον Μάκαρ, τον Ακτίονα, τον Τενάγη, τον Τρίοπα, τον Κάνδαλο και μια κόρη την Ηλεκτρώνη). Οι απόγονοι του Κέρκαφου ήταν ο Κάμειρος, ο Ιαλυσός και ο Λίνδος, οι οποίοι κληρονόμησαν το νησί και το χώρισαν σε τρία κομμάτια, ώστε να έχει ο καθένας τη δική του πόλη, στην οποία έδωσαν και το όνομα τους. 
Το νησί κατοικήθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4.000 π.Χ.). Το 408 π.Χ. οι τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, Ιαλυσός, Κάμιρος και Λίνδος, ίδρυσαν την πόλη της Ρόδου. Οι τρεις αιώνες που ακολούθησαν αποτέλεσαν την «χρυσή περίοδο» της Ρόδου. Το θαλάσσιο εμπόριο, η ναυσιπλοΐα καθώς και οι συνετές και προοδευτικές πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις διατήρησαν την πόλη δυνατή και ακμάζουσα μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Την ίδια περίοδο, η Ρόδος παράγει εξαιρετική τέχνη. Το πιο ονομαστό δημιούργημα ήταν ο Κολοσσός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, ο οποίος φτιάχτηκε ανάμεσα στο 304 π.Χ. με 293 π.Χ. από τον Λίνδιο γλύπτη Χάρη. Η κατασκευή του Κολοσσού διήρκεσε 12 χρόνια και ολοκληρώθηκε το 282 π.Χ. Για πολλά έτη, το άγαλμα ήταν τοποθετημένο, πιθανότατα, στην είσοδο του λιμανιού και προσωποποιούσε τον θεό Ήλιο μέχρι την στιγμή που ένας δυνατός σεισμός χτύπησε την Ρόδο το 226 π.Χ. Η πόλη υπέστη σοβαρότατες ζημιές και το άγαλμα του Κολοσσού κατέρρευσε.
Το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης της Ρόδου βασίστηκε στις πολεοδομικές και φιλοσοφικές ιδέες του διάσημου αρχαίου Έλληνα πολεοδόμου Ιππόδαμου. Το σχέδιο των δρόμων της αρχαίας πόλης είναι γνωστό χάρη σε αρχαιολογικές ανασκαφές δεκαετιών. Τα οικοδομικά τετράγωνα (insulae) είχαν τις ακόλουθες διαστάσεις 47,70×26,50 m και είχαν όλα το ίδιο μέγεθος. Καθένα από αυτά περιελάμβανε τρία σπίτια και περιτριγυριζόταν από δρόμους πλάτους 5-6 μέτρων. Μεγαλύτερες οικοδομικές ενότητες σχημάτιζαν περιοχές οι οποίες περικλείονταν από μεγαλύτερους δρόμους πλάτους 8-11 μέτρων. Κάθε τέτοια περιοχή αποτελούταν από 36 insulae ή 108 σπίτια. Η αρχαία πόλη είχε ένα εκτεταμένο και καλά δομημένο αποχετευτικό δίκτυο καθώς και δίκτυο υδροδότησης. Η ανεξαρτησία της πόλης τερματίστηκε όταν η Ρόδος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ., η Ρόδος διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το μεγαλείο της και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα γνώσης, επιστήμης και τέχνης. Πέρα από τις γραπτές πήγες που διασώζονται έως τις μέρες μας, οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συνεχίζονται ακόμη δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα του πολιτισμού που άκμασε την περίοδο αυτή.
Η Ακρόπολη της Λίνδου είναι αρχαιολογικός χώρος που βρίσκεται χτισμένος πάνω σε έναν απότομο βράχο ύψους 116 μ, δεσπόζοντας πάνω από τον παραδοσιακό οικισμό της Λίνδου στη Ρόδο. Η πλούσια ιστορία, σε συνδυασμό με την μοναδικής ομορφιάς, φυσική θέα του χώρου καθιστούν την ακρόπολη της Λίνδου ως έναν από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, καθώς κατατάσσεται τρίτη σε σειρά επισκεψιμότητας. Κατά την αρχαιότητα, η ακρόπολη της Λίνδου είχε ως κεντρικό λατρευτικό χώρο τον ναό της Λινδίας Αθηνάς. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, όταν ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο με τις κόρες του, κατέπλευσε στη Λίνδο, όπου έγινε δεκτός με θέρμη από τους κατοίκους. Αυτός ήταν που έχτισε το ιερό της Λινδίας Αθηνάς και αφιέρωσε ένα άγαλμα στη θεά, πριν εκπλεύσει για το Άργος. Κατά την κλασική και την ελληνιστική εποχή το ιερό της Λινδίας Αθηνάς είχε πανελλήνια φήμη· χαρακτηριστικό είναι πως στη Λινδία Αθηνά ανέθεσαν αφιερώματα φημισμένοι βασιλείς - Αλέξανδρος ο Μέγας, Πτολεμαίος ο Σωτήρ, Πύρρος, Φίλιππος Ε΄. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της Ροδιακής Πολιτείας, η ακρόπολη της Λίνδου εξωραΐστηκε περαιτέρω, καθώς χτίστηκαν εντυπωσιακά Προπύλαια, Στοά και τείχος. Αξιοσημείωτο είναι και το ανάγλυφο τριημιολίας που σώζεται στη βάση του αρχαιολογικού χώρου της ακρόπολης και χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ.
Ο παράλιος οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη νοτιανοτολική πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χιλ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Η Λίνδος είναι ο κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με κέντρο το βράχο της όπου δεσπόζει και η ακρόπολη της, και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τις Δαναϊδες, τις 50 κόρες του επώνυμου ήρωα των Αργείων Δαναού, που έκτισαν στη Λίνδο ναό της Αθηνάς ερχόμενες στο νησί από την Αίγυπτο όπου ζούσαν. Ο ήρωας Δαναός είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να ξεφύγει από τη ζήλεια της θεάς Ήρας. Η περίοδος της μεγάλης ακμής της πόλης είναι η αρχαϊκή (7ος - 6ος αι. π.Χ.). Η ακρόπολη της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Το προελληνικό όνομα της, καθώς και λίγα προϊστορικά λείψανα μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής στο χώρο ήδη από τη νεολιθική εποχή. Η λατρεία της θεάς Αθηνάς πρέπει να εγκαταστάθηκε στην ακρόπολη κατά τον 9ο αι. π.Χ., στα γεωμετρικά χρόνια. Κατά την αρχαϊκή περίοδο το νησί πρωτοστατεί στην αποικιακή κίνηση. Τον 6ο αι. π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στην ακρόπολη σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο.
Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ωστόσο το φημισμένο ιερό της παρέμεινε σε όλη την ελληνιστική αλλά και ρωμαϊκή περίοδο κέντρο λατρείας και το πρώτο ανάμεσα στα παραδοσιακά ιερά. Ο χώρος της λινδιακής ακρόπολης, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένη ακρόπολη με μόνιμη φρουρά. Οι ανασκαφές στη Λίνδο έγιναν κατά την περίοδο 1900-1914 από το ίδρυμα Carlsberg της Δανίας υπό τη διεύθυνση των Kinch και Blinkenberg την πρώτη περίοδο και του E. Dyggve τη δεύτερη. Κατά την πρώτη περίοδο ερευνήθηκε συστηματικά ο χώρος ως το φυσικό βράχο και αποκαλύφτηκαν όλα τα μνημεία της ακρόπολης καθώς και η νεκρόπολη της Λίνδου που εκτείνεται στους γύρω λόφους. Τη δεύτερη περίοδο πραγματοποιήθηκε συστηματικότερη μελέτη των ήδη αποκαλυφθέντων μνημείων.
Πηγή : https://www.rhodes.gr/i-poli-mas/istorika-stichia/
http://rokar-rokar.blogspot.com/2020/02/blog-post_82.html
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2383
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9B%CE%AF%CE%BD%CE%B4%CE%BF%CF%85

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Κως

Η Κως είναι το τρίτο σε έκταση νησί της Δωδεκανήσου και βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, νότια της Καλύμνου και βόρεια της Νισύρου και απέχει 3 μόλις ναυτικά μίλια από τις μικρασιατικές ακτές. Αποτελεί το τρίτο σε μέγεθος νησί της Δωδεκανήσου, έχει έκταση 290,29 χιλιόμετρα, ενώ ο περίπλους του νησιού υπολογίζεται στα 60 ναυτικά μίλια, αν και μπορεί να φτάσει κανείς αεροπορικώς σε λιγότερα λεπτά. Η Κως συνδέεται με αρκετούς προορισμούς, τόσο αεροπορικώς όσο και ακτοπλοϊκώς. Οι κύριες συνδέσεις είναι με την Αθήνα και τον Πειραιά και τα νησιά της Ρόδου, της Καλύμνου και της Νισύρου. Υπάρχουν επίσης κάποια δρομολόγια με μερικές από τις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, αλλά και νησιά όπως Πάτμος, Λήμνος, Λέρος κλπ., ενώ δεν λείπουν οι τακτικές εκδρομές με μικρά καραβάκια, με διάφορα δρομολόγια όπως Κάλυμνος - Πλατύ - Ψέριμος, αλλά και στη Νίσυρο. Η Κως είναι επίσης ένα από τα λίγα σημεία της Ελλάδας, από τα οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί την Τουρκία. Υπάρχει καθ'όλη τη διάρκεια του χρόνου ακτοπλοϊκή επικοινωνία, κυρίως τους θερινούς μήνες, ενώ σχεδιάζονται πολλές εκδρομές, όπως για παράδειγμα στην Αλικαρνασσό.
Η Κως είναι ένα πλούσιο σε μνημεία νησί. Η περιήγηση στο νησί σας δίνει την δυνατότητα να ανακαλύψετε μοναδικά και εντυπωσιακά τοπία. Κάντε το γύρο του νησιού και δεν θα χάσετε. Εκτός από τα αξιοθέατα, το νησί έχει πολλές φυσικές ομορφιές. Μην παραλείψετε να επισκεφτείτε τις ιαματικές πηγές, που έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Επίσης η Κως είναι ένα σύγχρονο τουριστικό νησί και δικαίως εντάσσεται στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς, ανάμεσα σε άλλα νησιά, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, η Ρόδος κά. Προσφέρει πολλές δυνατότητες σε θέματα διαμονής, φαγητού, καφετέριες, σπορ, εκδρομών, νυχτερινής ψυχαγωγίας. Απολαύστε μία παραδοσιακή ελληνική βραδιά και γνωρίστε την ελληνική μουσική. Αυτό που χαρακτηρίζει το νησί είναι οι ποδηλατόδρομοι, γι' αυτό και πολύ συχνά η Κως χαρακτηρίζεται ως το νησί του ποδηλάτου. Για το λόγο αυτό προσφέρονται πολλές εκδρομές ποδηλασίας. Αν είστε λάτρεις της ιππασίας, προσφέρονται αντίστοιχες εκδρομές για αρχάριους και μη. Όλο το νησί διαθέτει όμορφες παραλίες, οργανωμένες και μη. Η Κως είναι ένα εξαιρετικό μέρος για windsurfing, τζετ-σκι ή ακόμη και ιστιοπλοΐα. Ενώ προτιμάται από πολλούς ως ιδανικό μέρος για να σχεδιάσουν το γάμο τους.
Η ιστορία της Κω χαράσσει μια διαδρομή αιώνων, με αφετηρία την 3η χιλιετία προ Χριστού, στην τελική Νεολιθική εποχή που στο σύνολό της διήρκεσε τριάμισι χιλιάδες χρόνια (6.500 π.Χ έως 3.000 π.Χ.). Από τα πρώτα χνάρια οικισμών έως τις ημέρες μας, ο χρόνος άφησε τα σημάδια του στο πέρασμά του, με έντονα αποτυπώματα οικισμών και μνημείων. Η Κως στη μυθολογία κρατά το δικό της ξεχωριστό κομμάτι. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, στο νησί διαδραματίστηκε η μάχη των Γιγάντων και των θεών του Ολύμπου και εδώ βρέθηκε ο Ηρακλής μαζί με τους συντρόφους του εδραιώνοντας τη γενιά των Ηρακλειδών, όπου σύμφωνα με την παράδοση, κρατά το γένος του Ιπποκράτη. Εκτός από μυθολογικούς ήρωες, κατά την ιστορική της διαδρομή, η Κως δέχθηκε την επίδραση Μινωϊτών, Μυκηναίων και Δωριέων από το 1100 π.Χ. έως περίπου το 600 π.Χ., ακμάζει σε μεγάλο βαθμό απαντώντας με πόλεμο σε κάθε απειλή και αλλάζει το πολίτευμά της από Μοναρχία σε Ολιγαρχία. Το 546 π.Χ. η Κως υποτάσσεται στην Περσική αυτοκρατορία έως το 478 π.Χ. όπου εντάσσεται στην Αθηναϊκή Συμμαχία και γίνεται και πάλι ελεύθερη πόλη-κράτος. Στα χρόνια που ακολούθησαν πέρναγε από την Αθηναϊκή στην Σπαρτιατική συμμαχία με εμφύλιους πολέμους και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Την εποχή αυτή ιδρύεται και η πόλη της Κω που παραμένει πρωτεύουσα του νησιού έως σήμερα.
Το Ασκληπιείο, κτισμένο στις πλαγιές ενός χαμηλού λόφου, κατάφυτου με δένδρα και με θαυμάσια θέα προς τη θάλασσα και τα μικρασιατικά παράλια, ήταν ήδη από την αρχαιότητα το πιο φημισμένο μνημείο της Kω. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία πόλη και ήταν γεμάτο με θαυμαστά αναθήματα, έργα φημισμένων καλλιτεχνών, όπως πολύ παραστατικά μάς περιγράφουν ο Κώος ποιητής Ηρώνδας τον 3ο αι. π.Χ. και ο Στράβωνας, λίγο αργότερα. Σε αντίθεση με το ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, στο Ασκληπιείο της Κω αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η επιστημονική ιατρική, χάρη και στη σχολή που είχε ιδρύσει στο νησί ο Ιπποκράτης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ιατρικής επιστήμης στην αρχαιότητα.
Η πρωιμότερη χρήση του χώρου ανάγεται στη μυκηναϊκή και στη γεωμετρική εποχή, όπως υποδεικνύουν ευρήματα που προέρχονται κυρίως από τάφους. Στους επόμενους αιώνες στην περιοχή υπήρχε λατρεία του θεραπευτή δαίμονα Παιήονα, και του Απόλλωνα, πατέρα του Ασκληπιού. Ο Απόλλωνας, μάλιστα, έφερε την επωνυμία Κυπαρίσσιος, επειδή ήταν κύριος του ιερού άλσους των κυπαρισσιών, που περιέβαλλε το τέμενος και προστατευόταν με ιερό νόμο. Στο χώρο λατρεύονταν και άλλοι θεοί των Κώων, όπως ο Ζευς Ικέσιος, ο Ζευς Πατρώος, ο Ζευς Μηχανεύς, η Αθηνά Φατρία, ο Απόλλων Κάρνειος και οι Μοίρες, ενώ τον 4ο αι. π.X., εποχή ίδρυσης της πόλης Kω, εντάχθηκε και η λατρεία του Ασκληπιού, που αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες δημόσιες λατρείες της Κω κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Τότε το ιερό σχεδιάσθηκε και αναπτύχθηκε ως ενιαίο συγκρότημα κτηρίων με σκοπό την προώθηση της λατρείας του Ασκληπιού και σταδιακά επεκτάθηκε σε τρία άνδηρα. Το κέντρο της λατρείας αρχικά αποτελούσε ένας βωμός των μέσων του 4ου αι. π.Χ., στο μεσαίο άνδηρο. Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. διαμορφώθηκε η στοά του κατώτερου ανδήρου, οικοδομήθηκε ένας ιωνικός ναϊσκος αφιερωμένος στον Ασκληπιό και ένα άβατο για την εγκοίμηση των πιστών στο μεσαίο άνδηρο, ενώ δημιουργήθηκε και ένα ψηλότερο, τρίτο άνδηρο. Το ιερό γνώρισε μεγάλη ακμή στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους και απέκτησε πανελλήνια φήμη, ιδιαίτερα μετά το 242 π.Χ., έτος κατά το οποίο οι Κώοι εξασφάλισαν την αναγνώριση της ασυλίας, δηλαδή της προστασίας του ιερού από πολεμικές ή άλλες εχθρικές ενέργειες, και καθιέρωσαν τα Μεγάλα Ασκληπιεία, πεντετηρική εορτή, κατά την οποία διεξάγονταν μουσικοί και γυμνικοί αγώνες, στους οποίους συμμετείχαν όλες οι ελληνικές πόλεις. Στην Κω, όπως και στα υπόλοιπα Ασκληπιεία, αρχικά ακολουθήθηκε η παραδοσιακή θεραπεία, που βασιζόταν στη θαυματουργή επέμβαση του θεού, ο οποίος εμφανιζόταν στα όνειρα των ασθενών και υποδείκνυε τη θεραπεία τους κατά την εγκοίμησή τους σε ειδικό χώρο του ιερού. Αυτή η πρακτική τηρήθηκε τουλάχιστον κατά την ελληνιστική εποχή, ενώ αργότερα φαίνεται πως υπήρχαν επαγγελματίες γιατροί, που θεράπευαν τους πιστούς χρησιμοποιώντας περισσότερο επιστημονικές μεθόδους.
Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. το Ασκληπιείο τέθηκε υπό την προστασία του βασιλιά Ευμένη Β΄ της Περγάμου και τότε απέκτησε τη σημερινή του μνημειακή όψη. Κατασκευάσθηκε μία μεγαλύτερη, επιβλητική κεντρική κλίμακα, που οδηγούσε στο ανώτερο άνδηρο, στο κέντρο του οποίου οικοδομήθηκε μεγάλος δωρικός ναός αφιερωμένος στον Ασκληπιό, αντίγραφο του ναού της Επιδαύρου. Την ίδια περίοδο οικοδομήθηκαν στις τρεις πλευρές του ανδήρου δωρικές στοές με δωμάτια για τους ασθενείς, σε αντικατάσταση των παλαιοτέρων ξύλινων στοών, ανακατασκευάσθηκε ο παλαιός βωμός του Ασκληπιού στο μεσαίο άνδηρο, στα πρότυπα του βωμού του Διός της Περγάμου, ενώ στο χαμηλότερο άνδηρο δημιουργήθηκε και η μνημειακή είσοδος-πρόπυλο στο ιερό. Τον 1ο αι. μ.X. οικοδομήθηκαν οι τουαλέττες, οι λεγόμενες βεσπασιανές, ένα μεγάλο συγκρότημα θερμών, ο ναΐσκος αφιερωμένος στον Ασκληπιό, στην Υγεία και στην Ηπιόνη, και μία βιβλιοθήκη. Οι θέρμες και η παροχή του νερού ήταν δωρεά του διάσημου Kώου γιατρού Γάιου Στερτίνιου Ξενοφώντα, ο οποίος ζούσε στη Ρώμη και ήταν προσωπικός ιατρός των αυτοκρατόρων Τιβέριου, Κλαύδιου και Νέρωνα, ενώ δικές του δωρεές ήταν και ο ναΐσκος και η βιβλιοθήκη. Την εποχή των Αντωνίνων, το 2ο αι. μ.Χ. κτίσθηκε ο κορινθιακός ναός του Απόλλωνα, ενώ τον 3ο αι. μ.X. προστέθηκαν θέρμες στην ανατολική πλευρά του χαμηλότερου ανδήρου. Ο χώρος εξακολούθησε να λειτουργεί μέχρι την ύστερη αρχαιότητα, όπως υποδεικνύει ένας θησαυρός νομισμάτων του 4ου αι. μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε μετά τους σεισμούς που έγιναν το 469 και το 554 μ.Χ.
Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια, επάνω στον περίπτερο αρχαίο ναό θεμελιώθηκε η εκκλησία της Παναγίας Τάρσου, μετόχι του μοναστηριού της Πάτμου, από την οποία σώζεται μόνο ένα κιονόκρανο που χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Η ονομασία Τάρσου πιστεύεται ότι ήταν παραφθορά των λέξεων «του άλσους», που αναφέρονται στο άλσος των κυπαρισσιών, στο οποίο αρχικά λατρευόταν ο Απόλλωνας Κυπαρίσσιος. Αργότερα, οι ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ χρησιμοποίησαν αρχιτεκτονικά μέλη του ιερού ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του μεσαιωνικού κάστρου. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του Ασκληπιείου ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το ιερό αποκαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, την περίοδο 1901-1905, από το Γερμανό αρχαιολόγο R. Herzog ύστερα από υπόδειξη του Κώου ιστοριοδίφη Iάκωβου Zαρράφτη. H πληθώρα των αρχιτεκτονικών μελών και των επιγραφών καθώς και η γειτνίαση με την πηγή της Βούριννας και του Κοκκινόνερου, που τροφοδοτούσαν το ιερό με νερό απαραίτητο για τη θεραπεία των ασθενών, οδήγησαν στην επιλογή της θέσης για τη διεξαγωγή της ανασκαφικής έρευνας. Στη δεκαετία του 1930 πραγματοποίησαν ανασκαφές στο χώρο Ιταλοί αρχαιολόγοι, οι οποίοι και αναστήλωσαν τα μνημεία, δίνοντας στο ιερό τη σημερινή του μορφή.
Πηγή : http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2395
https://www.kos4all.com/5482/%CE%BA%CF%89%CF%82-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/
http://www.kosinfo.gr/el/%CE%BA%CF%89%CF%82

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Δήλος

Ένα νησί, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Είναι μια κιβωτός Ιστορίας που πλέει ράθυμα στα νερά του Αιγαίου, λίγα μόλις μίλια μακριά από την κοσμοπολίτικη Μύκονο. Είναι ευκαιρία για μια μοναδική περιήγηση στην αναβίωση της αίγλης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι η πρωθιέρεια των Κυλάδων, η γενέτειρα των αθανάτων. Είναι το νησί που «βάφτισε» τις Κυκλάδες, ως νησιωτική συστάδα που αναπτύσσεται κυκλικά γύρω του. Είναι η Δήλος. Στους αρχαίους χρόνους, ο μύθος της γέννησης του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος έκανε το νησί ιερό: κανένας θνητός δεν θα επιτρεπόταν να γεννηθεί στα χώματά του. Και, εφόσον επρόκειτο για λίκνο αθανάτων, κανένας θνητός δεν θα επιτρεπόταν ούτε να πεθάνει εκεί. Έτσι, εκτός από τη σπουδαιότητα που είχε ως θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο, το νησί διατηρούσε και μια αποκλειστικότητα: ακόμα και στην περίοδο της μεγάλης άνθησης της Δηλιακής Συμμαχίας, οι γυναίκες που επρόκειτο να γεννήσουν, όπως και όσοι και όσες φαίνονταν να πλησιάζουν το τέλος της ζωής τους, στέλνονταν στο γειτονικό νησί της Ρήνειας. Όλος ο τότε γνωστός κόσμος αναγνώριζε την ιερότητα του νησιού και ήξερε τη μοναδικότητά του.
Σήμερα, το νησί παραμένει μοναδικό σε ολόκληρο το γνωστό κόσμο: πουθενά δεν υπάρχει ένας τόσο μεγάλος φυσικός νησιωτικός αρχαιολογικός χώρος, τόσο μεγάλης σπουδαιότητας. Κανένα νησί στον κόσμο δεν φιλοξενεί τόσα πολλά και μνημειώδη κειμήλια αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή των αιώνων της μεγάλης ελληνικής τέχνης, σε μια έκταση που χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αρχαιολογικός χώρος. Γιατί, η Δήλος δεν είναι μουσείο, η Δήλος δεν χρησιμοποιείται ως χώρος που αφηγείται μια ιστορία. Η Δήλος είναι η ίδια η Ιστορία. Οι επισκέπτες και επισκέπτριες του νησιού, που καταφθάνουν καθημερινά από τα γειτονικά νησιά, δεν κάνουν απλώς μια εκπαιδευτική εκδρομή, στην πραγματικότητα, ζουν μια απαράμιλλη εμπειρία ζωής. Και, με ένα μαγικό, υπερβατικό τρόπο, η ιερότητα της Δήλου επανέρχεται διαρκώς: καθώς ολόκληρο το νησί αποτελεί έναν αρχαιολογικό χώρο χωρίς άλλες δραστηριότητες, οι χιλιάδες άνθρωποι που συρρέουν για να μοιραστούν τη μοναδικότητά του, το επισκέπτονται με το δέος του ανθρώπου που βρίσκεται σε τόπο ιερό. Και, έτσι, η Ιστορία επαναλαμβάνεται: σε ένα τόσο σπουδαίο μέρος κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται και δεν πεθαίνει.
Μητέρα του Απόλλωνα είναι η Λητώ, κόρη του Τιτάνα Κοίου και της Τιτανίδας Φοίβης, αδελφή της Αστερίας και της Ορτυγίας. Ανήκει δηλαδή στην πρώτη γενιά των θεών και προηγείται του Δία, στον οποίο υποτάσσεται μέσω του γάμου τους, όπως ήδη αναφέραμε. Και αυτή η ερωμένη του Δία δέχθηκε την οργή της Ήρας που όρισε κανένας τόπος να μην δεχθεί τη Λητώ για να γεννήσει. Έτσι, η Λητώ περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο. Με αφετηρία το κέντρο της Βόρειας Κρήτης, κάνει τον περίπλου του νησιού, περνά στα ανατολικά παράλια της ηπειρωτικής Ελλάδας, από την Αθήνα μέχρι τη Σκόπελο, συνεχίζει βόρεια, από τον Θερμαϊκό μέχρι τη Σαμοθράκη· στη συνέχεια κατεβαίνει νότια παραπλέοντας τη Μικρά Ασία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, από την Ίδη μέχρι την Κνίδο, με μια παράκαμψη προς τη Σκύρο· τέλος, από την Κάρπαθο διαπλέει το Αιγαίο διαγώνια προς τα δυτικά μέχρι την άγονη Δήλο που έπλεε πάνω στη θάλασσα.
Εκεί γεννήθηκε πρώτη η Άρτεμη που βοήθησε τη μητέρα της να ξεγεννήσει και τον αδελφό της. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Ήρα όρισε να μην γεννήσει η Λητώ σε τόπο που τον βλέπει ο ήλιος. Όμως ο Βορέας, υπακούοντας σε εντολές του Δία, οδήγησε τη Λητώ στον Ποσειδώνα, που δημιούργησε έναν υδάτινο θόλο πάνω από το νησί της Δήλου. Έτσι, «φτιάχτηκε» ένας τόπος ανήλιος, για να γεννήσει η Λητώ τα παιδιά της. Όμως, αυτό δεν ήταν δυνατό χωρίς την παρουσία της θεάς του τοκετού, της Ειλείθυιας, και παρά την παρουσία όλων των υπολοίπων θεαινών, πλην φυσικά της Ήρας. Εννέα μερόνυχτα κοιλοπονούσε η Λητώ στη ρίζα του μοναδικού δέντρου του νησιού, μιας φοινικιάς, μέχρι που οι θεές έστειλαν την αγγελιοφόρο των θεών Ίριδα στον Όλυμπο, για να πείσει την Ήρα να αφήσει την Ειλείθυια να κατεβεί στο νησί και να βοηθήσει την ταλαιπωρημένη γυναίκα. Της έταξε μάλιστα ένα περιδέραιο εννέα πήχεις μακρύ από χρυσό και κεχριμπάρι. Έτσι γεννήθηκε ο Απόλλωνας. Και καθώς ήταν η έβδομη μέρα του μήνα, κύκνοι πέταξαν επτά φορές πάνω από το νησί την ώρα που γεννιόταν ο θεός. Μια χρυσή μίτρα, μια λύρα και ένα άρμα ζεμένο σε κύκνους ήταν τα δώρα του Δία στον γιο του και του όρισε να πάει αμέσως στους Δελφούς. Όμως οι κύκνοι οδήγησαν τον Απόλλωνα πρώτα στη χώρα τους, στη χώρα των Υπερβορείων με τον καθαρό ουρανό, στις όχθες του Ωκεανού πέρα από τον Βόρειο Άνεμο, οι οποίοι καθιέρωσαν λατρεία προς τιμή του θεού αδιάκοπη. Ένα χρόνο έμεινε εκεί ο Απόλλωνας και μετά ήρθε στους Δελφούς και ίδρυσε το μαντείο του. Και κάθε χρόνο γιόρταζαν την έλευση του θεού με εκατόμβες. 
Άλλη παράδοση θέλει τη Λητώ να μεταμορφώνεται σε λύκαινα, για να ξεφύγει από την Ήρα, και να επιστρέφει στην κατοικία της στη χώρα των Υπερβορείων, για να γεννήσει. Έτσι εξηγείται το επίθετο του θεού λυκογενής, δηλαδή γεννημένος από λύκο. Ή γιατί λύκοι βοήθησαν τη Λητώ, όταν, μετά τον τοκετό, εκείνη πήγε στη χώρα Τρεμιλίδα με τα δύο νεογέννητα, σταμάτησε σε μια πηγή ή λίμνη για να τα λούσει, αλλά γελαδάρηδες την εμπόδισαν. Η θεά, με τη βοήθεια των λύκων, τους μεταμόρφωσε σε βατράχια και μετονόμασε τη χώρα προς τιμή τους σε Λυκία. Στους τόπους απ' όπου πέρασε η Λητώ κοιλοπονώντας διαφέντευσε τελικά ο Απόλλωνας και επιβλήθηκε η λατρεία του. Όσο για τη Δήλο, αυτή ανταμείφθηκε από τον θεό· στερεώθηκε με τέσσερις στήλες στον βυθό της θάλασσας και μετονομάστηκε από Ορτυγία, όπως την αποκαλούσαν οι αθάνατοι, σε Δήλο, που σημαίνει φανερή ή φωτεινή, λαμπρή, γιατί φανέρωσε τον θεό Απόλλωνα, τον θεό του φωτός.
Η Δήλος, μακρόστενη λωρίδα γης (5×1,3 χλμ.), περιγράφεται στα ποιητικά κείμενα ως πλάνητας βράχος που σταθεροποιήθηκε στην καρδιά του Αιγαίου με αδαμάντινους κίονες, όταν η Λητώ γέννησε εκεί τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Γύρω από την ιερή Δήλο, τα νησιά έστησαν κυκλικό χορό, γι’ αυτό και ονομάστηκαν Κυκλάδες. Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης (3η χιλιετία π.Χ.) εντοπίζονται στο όρος Κύνθος (112 μ.). Στον πιο προστατευμένο όρμο του νησιού, πάνω στα ερείπια τoυ μυκηναϊκού οικισμού (β΄ μισό 2ης χιλ. π.Χ.), ιδρύθηκε το ιερό του Απόλλωνα, γνωστό από την εποχή των ομηρικών επών. Το ιερό της Δήλου φέρει ίχνη παρουσίας ειδικά της Νάξου και της Πάρου. Η υπεροχή της δεύτερης αποτυπώνεται σε κτήρια και αναθήματα (Oίκος των Nαξίων, το κολοσσικό άγαλμα του Aπόλλωνα και το Άνδηρο των Λεόντων, των φυλάκων της Iερής Λίμνης και του φοίνικα που αγκάλιασε η Λητώ για να φέρει στον κόσμο τον Απόλλωνα). Η πόλη που καθόρισε το πεπρωμένο της Δήλου ήταν η Αθήνα. Το 478 π.Χ. οι Αθηναίοι ίδρυσαν τη Δηλιακή Συμμαχία, ενώ το 426/5 π.Χ. προέβησαν στην πλήρη κάθαρση του νησιού, μεταφέροντας τους τάφους στη γειτονική Ρήνεια και καθιστώντας τους Δήλιους ουσιαστικά απάτριδες. Η αθηναϊκή ηγεμονία στη Δήλο διατηρείται ως το 314 π.Χ., οπότε ανακηρύσσεται ανεξάρτητη. Ταυτόχρονα, η σχέση της με τα ελληνιστικά κράτη της Ανατολής και την Αίγυπτο οδηγεί σε νέα άνθηση. Η επικράτηση των Ρωμαίων σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το νησί. 
Το 167 π.Χ. εκδιώκονται οριστικά οι Δήλιοι. Οι Ρωμαίοι ανακηρύσσουν τη Δήλο ελεύθερο λιμάνι, με αποτέλεσμα την προσέλκυση επιχειρηματιών από Ανατολή και Δύση. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε σημαντικά, εντατικοποιήθηκε η οικοδομική δραστηριότητα και σημειώθηκε οικονομική ανάπτυξη. Οι ξένοι κάτοικοι υπερτερούν έναντι των Αθηναίων. Πολυάριθμες πολυτελείς κατοικίες, αγορές, ιερά και ενώσεις επιχειρηματιών, εμπόρων και εφοπλιστών ιδρύονται στο νησί. Στην κορυφή του Κύνθου, πλάι στους αρχαιότατους ναούς του Διός Κυνθίου και της Αθηνάς Κυνθίας, χτίζονται τα ιερά των θεών της Ασκάλωνος, του Διός Υψίστου, των θεών της Ιάμνειας. Χαμηλότερα, πλάι στο αρχαϊκό Ηραίο, ανακαινίζονται τα ιερά των Αιγυπτίων θεών, με τον επιβλητικό, αναστηλωμένο σήμερα, ναό της Ίσιδας, ενώ βορειότερα εκτείνεται το ιερό των Συρίων θεών. Στην ανατολική ακτή βρίσκεται η αρχαιότερη πιθανώς Εβραϊκή συναγωγή της Ευρώπης. Ξένοι ιδρύουν λέσχες. Οι Ποσειδωνιαστές από τη Βηρυττό ταυτίζουν τον Βάαλ με τον Ποσειδώνα. Οι Ιταλοί της Δήλου έχουν κύριο τόπο συνάντησης τη μνημειακή σε μέγεθος Αγορά των Ιταλών. Η εύνοια της Ρώμης προς τη Δήλο υπήρξε και η αιτία καταστροφής της, το 88 π.Χ. (πόλεμος του Μιθριδάτη). Αργότερα οι Ρωμαίοι τείχισαν τμήμα της πόλης, που περιελάμβανε το ιερό και τη συνοικία του Θεάτρου. Η Δήλος συνέχισε να κατοικείται ως τον 6ο αι. μ.Χ., αν και το εμπόριο είχε πλέον σημειώσει σημαντική ύφεση. Τα πλούσια σπίτια μετατράπηκαν σε εργαστήρια τεχνιτών ενώ οι Αθηναίοι, που εξακολουθούσαν τυπικά να είναι κύριοι της νήσου, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αναβιώσουν τις παλιές εορτές της Δήλου. Οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές που εντοπίστηκαν στο νησί μαρτυρούν τη διάδοση του χριστιανισμού. Από τον 5ο αι. μ.Χ. η Δήλος χαρακτηρίζεται από τους οδοιπόρους ως άδηλος. Η αρχαία δόξα της Δήλου επανέρχεται στη μνήμη του δυτικού κόσμου με την Αναγέννηση και τους περιηγητές. Οι ανασκαφές που ξεκίνησε το 1873 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή έφεραν στο φως σημαντικά τμήματα του θρησκευτικού, οικιστικού, εμπορικού και πολιτικού παρελθόντος της Δήλου.
Πηγή : https://www.archaiologia.gr/blog/video/%CE%B4%CE%AE%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%B9%CE%B5%CF%81%CF%8C-%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%AF/
https://www.visitgreece.gr/el/islands/cyclades/delos/
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/gods/apollo/page_002.html

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Σαμοθράκη

Η Σαμοθράκη είναι ονομαστή για τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς, καθώς η ιστορία του νησιού χάνεται στα βάθη των νεολιθικών χρόνων και συνεχίζεται σε όλη την αρχαιότητα με αποκορύφωση την άνθηση των Καβείριων Μυστηρίων που έκανε την Σαμοθράκη της αρχαιότητας γνωστή στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Η περιήγησή μας στις αρχαιότητες της Παλιάπολης αρχίζει από το μικρό χώρο στάθμευσης μπροστά από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής (γιορτάζει στις 26 Ιουλίου), το οποίο, όπως και η εκκλησία της Χώρας, έχει προσανατολισμό στον άξονα Β-Ν (η αψίδα νότια). Πίσω του βρίσκεται το μικρό νεκροταφείο του σημερινού οικισμού. Ο λιθόστρωτος πεζόδρομος οδηγεί στο Μουσείο και το Ιερό των Μεγάλων Θεών.

Ανατολικά, στους βόρειους πρόποδες του Άϊ-Γιώργη (1448 μ.) ήταν κτισμένη η αρχαία πόλη Σαμοθράκη τμήμα από τα τείχη της οποίας μπορεί να διακρίνει κανείς ψηλά στην πλαγιά. Ο περίβολος στο ψηλότερο τμήμα του -υψόμετρο 286 μ.- συναντά την απόκρημνη κορυφο-γραμμή που, στην κάθοδό της προς την παραλία, αποτελεί το ανατολικό όριο της Αρχαίας Πόλης και τη φυσική της οχύρωση, η οποία μόνο σε μερικά τμήματα συμπληρώθηκε με τεχνητή. Το τείχος είναι κτισμένο με ογκόλιθους διαφορετικού μεγέθους, μόνο αδρά δουλεμένους, ενώ υπάρχουν και νεότερα τμήματα ισοδομικής ή ψευδισοδομικής τοιχοποιίας με τετράπλευρες λιθόπλινθους, καθώς και πολυγωνικού συστήματος. Το συνολικό μήκος του περιβόλου είναι περίπου 2,4 χμ. και η έκταση που περικλείει γύρω στα 200 στρέμματα, πολύ μεγαλύτερη από το δομημένο χώρο. Το τείχος αποτελείται από δύο μέτωπα και γέμισμα στο ενδιάμεσο κενό με λιθορριπή, χώμα και βράχους. Το πάχος του κυμαίνεται από 2,30 ως τα 4 μ., και μόνο στη βόρεια πλευρά είναι 1,50 μ. Το ύψος του φτάνει τα 5 και 6 μ., όπως στις πύλες Α και Β, εκτός από τις οποίες μας είναι γνωστές άλλες δύο, οι C και D. Αναφέρεται ακόμα και μία μικρότερη Ε, ανάμεσα στις Β και C. Η πύλη Α, που είναι η πιο ενδιαφέρουσα, βρίσκεται στο χαμηλότερο μισό της διαδρομής του δυτικού σκέλους του περιβόλου. Δύο παράλληλοι μεταξύ τους πρόβολοι ξεκινούν από το τείχος, κάθετα σ' αυτό, και σχηματίζουν ένα διάδρομο, ανοιχτό εσωτερικά, ενώ στην εξωτερική του απόληξη προστέθηκε αργότερα μία ορθογώνια κατασκευή, η οποία ερμηνεύτηκε ως πύλη ή προμαχώνας (στην τελευταία περίπτωση η πύλη Α τοποθετείται 12 μ. βορειοανατολικά). Όποια και να είναι η αλήθεια, η πύλη Α συνέδεε την Πόλη με το Ιερό των Μεγάλων Θεών. Το τείχος χρονολογείται από τον 6ο ως τον 3ο αι. π.Χ.

Το λιμάνι της Αρχαίας Πόλης, το οποίο έμενε έξω από την οχύρωση, αναφέρεται στις πηγές για πρώτη φορά τον 4ο αι. π.Χ. και για τελευταία στις Πράξεις των Αποστόλων όπου διαβάζουμε ότι αποδώ πέρασε το 49-50 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος, στη διάρκεια του ταξιδιού του από τη Μικρά Ασία προς τη Νεάπολη (σημερινή Καβάλα). Σύμφωνα με την παράδοση, σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος κτίστηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα του αρχαίου λιμανιού. Ο ναός έχει τοιχοποιία, η οποία αποτελείται από πέτρες κατεργασμένες με επιμέλεια στις όψεις και χυτή λιθοδομή στο εσωτερικό. Στην κατασκευή έχουν χρησιμοποιηθεί και αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται τα ερείπια της ημικυκλικής αψίδας και του νότιου τοίχου ενός δεύτερου ναού, κτισμένα με πλινθοδομή και αρχαία μέλη καθώς και τμήμα από παλαιοχριστιανικό θωράκιο. Σε απόσταση 30 μ. ανατολικά της εξωτερικής αψίδας αποκαλύφτηκε τμήμα οχύρωσης, που ενσωματώνει στην κατασκευή του αρχαίο οικοδομικό υλικό και χρονολογείται στα βυζαντινά χρόνια. Ο αρχαίος μόλος κατασκευάστηκε με ογκόλιθους τραχείτη, ορατούς και σήμερα μέσα στη θάλασσα, εκεί που καταλήγει η απότομη κορυφογραμμή του Άϊ-Γιώργη.
Η μεσαιωνική οχύρωση στην Αρχαία Πόλη, πάνω από την παλαιοχριστιανική βασιλική, χρονολογείται στα 1431-3 και εντάσσεται σε μία πολιτική κατασκευής ή ανακατασκευής από τους Gattilusi στη Σαμοθράκη μιας σειράς οχυρώσεων, η οποία θα εξασφάλιζε την άμυνα του νησιού όχι μόνο από τους Τούρκους αλλά κυρίως από τους Βενετούς. Το φρουριακό συγκρότημα περιλαμβάνει τάφρο, περίβολο και τρεις πύργους, από τους οποίους ο νοτιοανατολικός, που σώζεται σχεδόν ακέραιος, αποτελεί το πιο εντυπωσιακό του τμήμα. Στην κατασκευή του από λαξευτές πέτρες και ασβεστοκονίαμα χρησιμοποιήθηκαν πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη κυρίως από κτίρια της Αρχαίας Πόλης. Έχει κάτοψη ορθογωνική, ύψος περίπου 17,75 μ. και αποτελείται από ένα τυφλό ισόγειο και τρεις ορόφους, που είχαν ξύλινα πατώματα. Η θολωτή οροφή έχει σχήμα ημικύλινδρου ενισχυμένου με τόξο-νεύρωση στη μέση. Στο ισόγειο υπάρχει κυκλική δεξαμενή, όπου διοχετεύονταν από το δώμα με αγωγό τα νερά της βροχής. Το τελευταίο ήταν κτισμένο με λίθους και πήλινα άδεια πιθάρια για τη μείωση του βάρους του. Οι τοξωτές εσοχές στα εσωτερικά μέτωπα των τοίχων είναι διάφορων μεγεθών και καθεμία έχει άνοιγμα-πολεμίστρα. Ένας κλειστός εξώστης, συμπληρωμένος σήμερα, στο νοτιοανατολικό τοίχο και στο ύψος του δεύτερου ορόφου έχει δύο ορθογώνιες οπές-καταχύστρες στο δάπεδό του, ανάμεσα στα φουρούσια που τον στήριζαν. Είσοδο στον πύργο αποτελούσε η διαμπερής εσοχή του πρώτου ορόφου στο βορειοανατολικό τοίχο. Στην είσοδο οδηγούσε εξωτερική κινητή σκάλα. Η εσωτερική σκάλα ήταν ξύλινη μέχρι το ύψος του τρίτου ορόφου, όπου διαμορφώνεται θολωτά μέσα στο πάχος του τοίχου και οδηγεί στο δώμα. Περιμετρικά του πύργου, σε απόσταση 1,90 μ. κάτω από το επίπεδο του δώματος, υπάρχουν πέτρινα φουρούσια, που στήριζαν προφανώς στηθαίο. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της βορειοδυτικής πλευράς του πύργου βρισκόταν η πύλη της οχύρωσης.
Από τα θρησκευτικά κτίρια του οικισμού το πιο σημαντικό φαίνεται πως ήταν το ιερό της προστάτιδας της πόλης Αθηνάς. Η θέση του ιερού αυτού πιθανολογείται είτε εκεί, όπου σήμερα βρίσκεται η μεσαιωνική οχύρωση των Gattilusi, είτε ψηλότερα σ' ένα μικρό πλάτωμα διάσπαρτο από θραύσματα μαρμάρων, που σχηματίζεται στην πλαγιά σε μικρή απόσταση νοτιοανατολικά τους, εκεί όπου υπάρχουν τα ερείπια του ναϋδρίου του Άϊ-Γιώργη. Μικρής έκτασης ανασκαφική έρευνα στη δεύτερη θέση απέδωσε πλήθος από σπαράγματα αρχιτεκτονικών μελών, τα οποία προέρχονται από δύο τουλάχιστο κτίρια, ένα δωρικού και ένα ιωνικού ρυθμού. Όμως, τα ερείπια της Αρχαίας Πόλης, η οποία είχε κατοίκους μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση, που καλύπτει σημαντικό τμήμα της έκτασής της, κρύβοντας τα μυστικά τους.
Αναμφισβήτητα, το σπουδαιότερο αρχαιολογικό αξιοθέατο της Σαμοθράκης είναι το Ιερό των Μεγάλων Θεών, δίπλα στην Παλαιόπολη, την αρχαία πόλη. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν ήδη από τον 19ο αιώνα και συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του 20ού. Το Ιερό των Μεγάλων Θεών καταλαμβάνει έκταση περίπου 50 στρεμμάτων και περιλαμβάνει μια σειρά από κτίσματα που βεβαιώνουν την σημαντικότητά του κατά την κλασσική και ελληνιστική κυρίως, αρχαιότητα. Βλέπουμε το Ανάκτορο, που αποτελούσε το χώρο του πρώτου σταδίου της μύησης στα Καβείρια Μυστήρια, το Ιερό των Μεγάλων Θεών, όπου τελούνταν το δεύτερο στάδιο, την Στοά που δημιουργήθηκε για να στεγάσει τους επισκέπτες των Μυστηρίων και τον Ιερό Κύκλο, το χώρο από όπου οι θεατές παρακολουθούσαν την μύηση ή άλλα δρώμενα.
Στον αρχαιολογικό χώρο του Ιερού των Μεγάλων Θεών όμως, βλέπουμε ακόμη την Θόλο της Αρσινόης, το μεγαλύτερο κλειστό κυκλικό οικοδόμημα που διασώζεται και ήταν αφιέρωμα της βασίλισσας Αρσινόης της Θράκης στους Μεγάλους Θεούς, το Τέμενος που αποτελούσε το πρωιμότερο και μεγαλύτερο μαρμάρινο κτίριο του αρχαιολογικού χώρου, την Αυλή του Βωμού, το Νεώριο, το Πρόπυλο του Πτολεμαίου Β΄, τον Ιερό Βράχο, το Ανάθημα του Φιλίππου Γ’ και Αλεξάνδρου Δ’, τη Δωρική Θόλο, το Κτίσμα με τους Ορθοστάτες, την Ιερή Οικία, την Αίθουσα των Αναθημάτων, το Θέατρο και το Ανάθημα της Μιλησίας. Αυτό που ξεχωρίζει όμως στο Ιερό των Μεγάλων Θεών και που έκανε την Σαμοθράκη ξακουστή σε όλο τον κόσμο είναι το Μνημείο της Νίκης, η Κρήνη, πάνω στην οποία μαρμάρινες πλάκες με κυματιστή επιφάνεια στήριζαν την μαρμάρινη πλώρη του πλοίου που έφερε περίφημο άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης, από τα σημαντικότερα εκθέματα στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ένα λιθόστρωτο μονοπάτι μας οδηγεί στην καρδιά της τέλεσης των Καβείριων Μυστηρίων, των Μυστηρίων των Μεγάλων Θεών όπως λέγονται επίσης. Τελούνταν στο Ιερό των Μεγάλων Θεών κατά την περίοδο της ελληνικής αλλά και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, ενώ ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως ποιοι ήταν ακριβώς οι «Μεγάλοι Θεοί» που λατρεύονταν εδώ. Τα Καβείρια Μυστήρια τελούνταν για να μυηθούν οι υποψήφιοι στη λατρεία των θεών αυτών, που αλλιώς ονομάζονταν «Κάβειροι».
Πηγή : https://greece.terrabook.com/el/samothrace/page/iero-ton-megalon-theon/
http://www.samothraki-tourism.gr/cgs.cfm?areaid=1&id=114

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Το Ιδαίο Άντρο και Δικταίο Άντρο στην Κρήτη

Στην Κρήτη θα βρείτε μερικά από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα της Ελλάδας: διάσημοι αρχαιολογικοί χώροι, όπως τα ανάκτορα της Μινωικής Κρήτης, η Κνωσός, η Φαιστός, τα Μάλια και η Κάτω Ζάκρος σάς προσκαλούν να τους ανακαλύψετε. Επίσης, θα επισκεφτείτε σημαντικές μονές του 15ου αιώνα ή και παλαιότερες, όπως τη Μονή Πρέβελη στον νότο του Ρεθύμνου, τις μονές στο νότου του Ηρακλείου, την ιστορική Μονή Αρκαδίου, τη Μονή Τοπλού. Πολλά και σημαντικά είναι, επίσης, και τα κάστρα της περιοχής, που πήραν τη μορφή τους επί Βενετοκρατίας. Αρκετά είναι και αυτά που κτίστηκαν από τους Βυζαντινούς. Ξεχωρίζουν το Καστέλι των Χανίων και η Φορτέτσα του Ρεθύμνου, το κάστρο του Ηρακλείου, το Φραγκοκάστελο στον νότο των Χανίων, το κάστρο Καζάρμα στην παραλία της Σητείας και το Monte Forte στο Λασίθι. Μεγάλο μέρος του πλούτου του νησιού βρίσκεται στα μουσεία του. Επισκεφτείτε τα σημαντικά μουσεία των Χανίων, του Ρεθύμνου, του Ηρακλείου. Πολύ εντυπωσιακά είναι το Cretaquarium, το Μουσείο Φυσικής ιστορίας και το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, ενώ στη Μυρτιά υπάρχει μουσείο αφιερωμένο στον Νίκο Καζαντζάκη και στο Φόδελε στον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο. 
Ενα νησί, πολλαπλοί προορισμοί, χιλιάδες εικόνες. Η Κρήτη έχει τον τρόπο να μαγεύει κάθε επισκέπτη. Να σαγηνεύει και να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις με το εντυπωσιακό και μεγαλειώδες τοπίο της, αλλά και με το πνεύμα, την ιστορία και τους ανθρώπους της. Η Κρήτη είναι γενικά ορεινή και μεγάλο μέρος της επιφάνειάς της καλύπτεται από ψηλά βουνά. Οι βασικοί ορεινοί όγκοι είναι οι οροσειρές της Δίκτης στο Λασίθι, του Ψηλορείτη στην κεντρική Κρήτη και των Λευκών Ορέων στα Χανιά. Η ψηλότερη κορυφή είναι ο Τίμιος Σταυρός στον Ψηλορείτη (2456μ.), ενώ η μεγαλύτερη σε έκταση οροσειρά είναι τα Λευκά Όρη. Οι ψηλότερες κορυφές των Λευκών Ορέων και της Δίκτης είναι οι Πάχνες (2453μ.) και το Σπαθί (2148μ.), αντίστοιχα. Το Ιδαίο Άντρο και Δικταίο Άντρο στην Κρήτη είναι δύο σπήλαια που γεννήθηκε και μεγάλωσε σύμφωνα με την μυθολογία ο Δίας. Θεωρούνται από τα σπουδαιότερα ιερά λατρευτικά σπήλαια της αρχαιότητας στην περιοχή. 
Το Δικταίο Άντρο είναι σύμφωνα με την μυθολογία το σπήλαιο που κατέφυγε η Ρέα για να γεννήσει το Δία, φοβούμενη μήπως ο Κρόνος καταβροχθίσει και αυτόν το γιο που θα έκανε. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του βουνού Δίκτη στην Κρήτη, πάνω από το χωριό Ψυχρό στο νομό Λασιθίου σε υψόμετρο 1.020 μέτρων και θεωρείται από τα σημαντικότερα και διεθνώς γνωστά σπήλαια. Εκεί έχουν ανακαλυφθεί πολλά και σημαντικά ευρήματα που αποδεικνύουν τη χρήση του κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς ενώ προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων κάνοντας σε αυτό διάφορες ανασκαφές με την πάροδο των ετών. Αποτελεί αρκετά μεγάλο σπήλαιο αλλά μόνο ένα τμήμα του είναι επισκέψιμο από τους τουρίστες. Στο εσωτερικό του θα δει επίσης κανείς σταλαγμίτες, σταλακτίτες αλλά και μια λίμνη.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σπήλαια του νησιού βρίσκεται σε υψόμετρο 1025 μ. στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς της Δίκτης. Το σπήλαιο του Ψυχρού αποτελεί πολύ σημαντικό λατρευτικό χώρο της μινωικής Κρήτης. Άλλωστε η χρήση των σπηλαίων ως κέντρων λατρείας ήταν από τα βασικά χαρακτηριστικά των θρησκευτικών αντιλήψεων των αρχαίων Κρητών. Η έρευνα απέδειξε ότι για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, από το 1.800 περίπου π.Χ. ως τον 7ο αι. π.Χ., το σπήλαιο αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους λατρευτικούς χώρους της Κρήτης. Στο σπήλαιο κατέφθαναν πιστοί όχι μόνο από κοντινά σε αυτό σημεία, αλλά και από πολύ μακρινά μέρη, για να τιμήσουν τη θεότητα και να φέρουν αφιερώματα. Σταλακτίτες και σταλαγμίτες που έμοιαζαν με είδωλα έγιναν ανιτικείμενα λατρείας.
Το ιερό αυτό σπήλαιο ταυτίστηκε με το περίφημο Δικταίον Άντρον, το οποίο σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, είναι το σπήλαιο στο οποίο κατέφυγε η Ρέα για να γεννήσει το Δία. Η αίγα Αμάλθεια, που σύμφωνα με άλλο θρύλο ήταν Νύμφη, ανέθρεψε το Δία, ενώ οι Κουρήτες κάλυπταν το κλάμα του βρέφους με τους ήχους των όπλων τους και του άγριου χορού τους. Σύμφωνα με άλλους μύθους το θεό φρόντιζαν μέλισσες, περιστέρια ή ένας θηλυκός χοίρος. Κατά μια άλλη παράδοση το Δικταίον Άντρον ήταν το μέρος όπου ο Δίας έφερε την Ευρώπη, αφού την απήγαγε από τη Φοινίκη. Λεγόταν ακόμη ότι και ο Επιμενίδης, ο περίφημος μάντης της αρχαϊκής περιόδου, «κοιμήθηκε? στο σπήλαιο για πολλά χρόνια και είχε οράματα.
Η λατρεία αρχίζει μάλλον από την Πρωτομινωική περίοδο (2.800 - 2.300 π.Χ.) - αν και υπάρχουν στον προθάλαμο ίχνη παλαιότερης ανθρώπινης παρουσίας σε αυτό το σημείο. Τα κυριότερα όμως ευρήματα είναι της Μεσομινωικής περιόδου (1.800 π.Χ.) και μεταγενέστερα, διότι η διάρκεια χρήσης του είναι μακραίωνη. Η χρησιμοποίησή του συνεχίζεται αδιάκοπα ως την γεωμετρική (8ος αι.π.Χ.) και ανατολίζουσα - αρχαϊκή περίοδο (7ος - 6ος αι. π.Χ.). Από τα ευρήματα φαίνεται ότι το σπήλαιο είχε επισκέπτες και κατά τη ρωμαϊκή ακόμη περίοδο. Οι πιστοί αφιέρωναν πολλά αναθήματα, όπως ειδώλια πιστών, θεών, ζώων, διπλούς πελέκεις, όπλα κλπ.
Ένα ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί σε ένα πλάτωμα μπροστά στη στενή είσοδο του σπηλαίου, το οποίο αποτελείται από δύο τμήματα. Δεξιά ανοίγεται ένας προθάλαμος χωρίς σταλαγμιτική διακόσμηση (42 x 19 μ.), το λεγόμενο Άνω Σπήλαιο, στον οποίο υπήρχε ορθογώνιος βωμός ύψους 1 μ., κτισμένος με αργολιθοδομή. Στο χώρο αυτό αποκαλύφθηκαν επίσης νεολιθικά όστρακα, πρωτομινωικές ταφές (2800 - 2200 π.Χ.) και αναθήματα της Μεσομινωικής περιόδου (2200 - 1550 π.Χ). Στα σημαντικότερα ευρήματα περιλαμβάνονται πήλινα ειδώλια, τμήματα λίθινων αγγείων, καθώς και μικροί βωμοί με επιγραφές στη Γραμμική Α γραφή. Στο βορειότερο τμήμα του προθαλάμου αναπτύσσεται χαμηλός θάλαμος. Σε αυτόν βρέθηκε ένας ακανόνιστος περίβολος με δάπεδο λιθόστρωτο σε ορισμένα μέρη, που σχημάτιζε ένα είδος τεμένους.
Στο Κατώτερο Σπήλαιο, το οποίο χωρίζεται σε πέντε μικρά και μεγαλύτερα διαμερίσματα, και όπου βρίσκεται μια μικρή λίμνη και τεράστιοι σταλαγμιτικοί και σταλακτιτικοί σχηματισμοί, αποκαλύφθηκαν τα περισσότερα αφιερώματα: ειδώλια ζώων, χάλκινα εργαλεία, μαχαίρια, βέλη, αναθηματικοί διπλοί πελέκεις, ξυράφια, λεπίδες, σφραγιδόλιθοι, κοσμήματα, χάλκινα ειδώλια, που παριστάνουν άνδρες και γυναίκες σε λατρευτικές στάσεις και χάλκινα πλακίδια, που εικονίζουν νέους ανδρες που κουβαλούν ζώα ως προσφορές στη θεότητα. Η μεγάλη αίθουσα του κατώτερου σπηλαίου (84 x 38 μ.) είναι κατωφερής, ενώ στο βάθος και αριστερά υπάρχει μικρός θάλαμος, μία εσοχή του οποίου ονομάστηκε ως το «λίκνον? του Δία. Δεξιά αναπτύσσεται μεγαλύτερος θάλαμος (25 x 12 μ.) που χωρίζεται σε δύο τμήματα, στο ένα από τα οποία υπάρχει μικρή λίμνη, ενώ στο άλλο υπάρχει ένας ιδιαίτερα εντυπωσιακός σταλακτίτης, «ο μανδύας του Δία?. Στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα κάτοικοι της περιοχής βρήκαν στο σπήλαιο διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτά παρακίνησαν τον αρχαιολόγο Ιωσήφ Χατζηδάκη να το επισκεφτεί το 1886 μαζί με τον Ιταλό F. Halbherr και να διεξάγουν πρόχειρη ανασκαφική έρευνα. Ανάλογες έρευνες έκαναν ο A. Evans το 1897, ο J. Demargne και ο G. Hogarth το 1899. Ωστόσο συστηματικές έρευνες δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Το σύνολο σχεδόν των ευρημάτων που προέκυψαν από λαθρανασκαφές και επίσημες ανασκαφές δημοσιεύθηκε από τον J. Boardman το 1961. Τα πολυάριθμα αναθήματα που αποκαλύφθηκαν βρίσκονται σήμερα μοιρασμένα ανάμεσα στο Μουσείο Ηρακλείου και το Ashmolean Museum της Οξφόρδης.
Το Ιδαίο Άντρο από την άλλη είναι το σπήλαιο στο οποίο σύμφωνα με το μύθο ανατράφηκε ο Δίας από την βρεφική του κιόλας ηλικία. Βρίσκεται στις ανατολικές παρειές του Ψηλορείτη και όπως αναφέρει η μυθολογία την είσοδό του φύλαγαν οι Κουρήτες οι οποίοι έκαναν θόρυβο ώστε να μην ακούσει ο Κρόνος το βρεφικό κλάμα. Υπάρχει ωστόσο και η άποψη ότι το Ιδαίο Άντρο είναι τελικά αυτό στο οποίο γεννήθηκε ο Δίας. Το σπήλαιο έχει δύο κυρίους θαλάμους με την συνολική του έκταση να είναι περίπου 800 τετραγωνικά μέτρα. Αποτελεί και αυτό με τη σειρά του σπουδαίο λατρευτικό χώρο στην Κρήτη κατά την αρχαιότητα και οι ανασκαφές έφεραν στο φως πλήθος ευρημάτων. Οι επισκέπτες θαυμάζουν παράλληλα και το φυσικό κάλλος της περιοχής. Το σπήλαιο λέγεται σήμερα και Σπηλιάρα. 
  
Το σπήλαιο Ιδαίον Άντρον βρίσκεται στις ανατολικές παρειές του όρους Ίδη, στο οροπέδιο της Νίδας, σε υψόμετρο 1.498 μ. και σε απόσταση 20 χλμ. από τα Ανώγεια.
Είναι ένα από τα σημαντικότερα λατρευτικά σπήλαια της μινωϊκής Κρήτης καθώς συνδέεται μυθολογικά με τον θεό Δία. Ερευνήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιταλό αρχαιολόγο Φ. Άλμπερ, ενώ μικρής κλίμακας ανασκαφές έγιναν το 1917 από το Στ. Ξανθουδίδη και το 1956 από το Σπ. Μαρινάτο. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία και τους Ιωάννη και Έφη Σακελλαράκη, κατά τα έτη 1982-1985, τεκμηρίωσε την αδιάλειπτη ανθρώπινη παρουσία στο Ιδαίο Άντρο από την 4η χιλιετία π.Χ. έως τον 5° αιώνα ?.Χ.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν σποραδική κατοίκηση κατά την τελική Νεολιθική περίοδο (3.300-3.000 π.Χ.), ενώ κατά το μεγαλύτερο μέρος της 3ης χιλ. π.Χ. δεν διαπιστώνεται συστηματική ανθρώπινη παρουσία. Το τελευταίο μισό της 2ης χιλ. π.Χ., υποδηλώνεται για πρώτη φορά λατρευτική χρήση του σπηλαίου. Τη μεγαλύτερη προσέλευση επισκεπτών είχε ο ιερός χώρος στους Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς χρόνους (10ο - 6ο αι. π.Χ.). Η σπουδαιότητα του σπηλαίου τεκμηριώνεται από τα πολυάριθμα και βαρύτιμα αφιερώματα: αγγεία διαφόρων μεγεθών, περίτεχνα σκεύη, ειδώλια, μοναδικές σφραγίδες από ελεφαντόδοντο, κοσμήματα, μικρογραφικά αγγεία από χρυσό και περιδέραια από ημιπολύτιμους λίθους. Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι χάλκινες αναθηματικές ασπίδες 8ου-7ου αιώνα π.Χ. με εγχάρακτες και σφυρήλατες παραστάσεις, από τα εκλεκτότερα έργα τέχνης του αρχαίου κόσμου. Στην Κλασική εποχή (5ος αι. π.Χ.), οι γραπτές πηγές αναφέρονται στη λατρεία που ασκήθηκε στο σπήλαιο και της αποδίδουν μυστηριακό και χθόνιο χαρακτήρα. Για το σκοπό αυτό διαμορφώθηκε χώρος εντός του σπηλαίου με πλακόστρωση, για την τέλεση θυσιών. Σε επιγραφές φαίνεται επίσης ότι είχε εγκαθιδρυθεί ισχυρό ιερατείο, στο οποίο κρητικές πόλεις ήταν αναγκασμένες να καταβάλουν ετήσια εισφορά. Κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους (4ος αι. π.Χ.- 4ος αι. μ.Χ.), το σπήλαιο συνεχίζει να αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό λατρευτικό κέντρο ως τα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (μέσα 4ου αι. μ.Χ.). Το σπήλαιο αναδείχθηκε στο πλαίσιο του Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Κρήτης και Νήσων Αιγαίου 2007-2013 που υλοποιήθηκε από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας Ν. Ελλάδας και είναι επισκέψιμο για το κοινό.
Και τα δύο σπήλαια έχουν ιδιαίτερη μυθολογική σημασία, καθώς ο Ησίοδος δεν διευκρινίζει ποιο ήταν το ακριβές σημείο γέννησης. Έχουν δώσει στους αρχαιολόγους πολύ σημαντικά στοιχεία για την αρχαιότητα και αποτελούν δύο από τους θησαυρούς της Ελλάδας.

Πηγή : https://www.cna.gr/tourism/dikteo-antro-ke-ideo-antro-ti-varia-klironomia-tis-archeotitas/
http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=9921
http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1628
https://www.discovergreece.com/el/crete
https://www.cretanbeaches.com/el/%CE%BF%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AD%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AC-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%82