Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Μάχες του Μεσαιωνικού Ελληνισμού : Οι Νορμανδοί στην βυζαντινή Ιταλία

Ο Αρντουίνο (ή Αρδουίνος), ήταν Λομβαρδός μισθοφόρος και τυχοδιώκτης. Μιλούσε Ελληνικά. Ήταν ένας από τους ηγέτες των «Φράγκων» (Λομβαρδών και επιστράτων της Νοτίου Ιταλίας) οι οποίοι είχαν πολεμήσει με τους Βυζαντινούς στη Σικελία, στην εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη εναντίον των Μουσουλμάνων (1038-1040).
Μετά τη μεγάλη νίκη στη μάχη των Δραγγινών, τα λάφυρα δεν μοιράστηκαν δίκαια και ο Αρντουίνο πήγε να δει τον στρατηγό, ζητώντας καλύτερη μοιρασιά για τους στρατιώτες του. Η συμπεριφορά του ήταν προσβλητική κατά των Ελλήνων και μάλιστα αρνήθηκε να επιστρέψει ένα αραβικό άλογο που είχε κρατήσει από τα λάφυρα. Ο πάντα άγριος και ευέξαπτος Μανιάκης έδωσε διαταγή να τον μαστιγώσουν. Το μαστίγωμα αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξέγερση των Λομβαρδών και των Νορμανδών στη Νότια Ιταλία. Η αυταρχική συμπεριφορά του Μανιάκη σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία που επέβαλαν οι Βυζαντινοί, συν τη δυσαρέσκεια για τη μοιρασιά της λείας, δημιούργησαν άσχημο κλίμα στο εκστρατευτικό σώμα της Σικελίας και όλοι οι Φράγκοι στον στρατό του Μανιάκη ήταν έτοιμοι να αποσκιρτήσουν. Το 1039 είχαν εξεγερθεί πρώτοι οι Κονταράτοι (ή Κονδεράτοι –οι επίστρατοι Ιταλοί αγρότες που από την αρχή δεν συμμετείχαν πολύ πρόθυμα). Η εξέγερση αυτή κατεπνίγη με σκληρότητα από τον Κατεπάνω της Ιταλίας Νικηφόρο Δοκειανό. Όμως τον επόμενο χρόνο με την αποχώρηση του Μανιάκη (ανακλήθηκε στην Κων/πολη και φυλακίστηκε), η κατάσταση κλιμακώθηκε. Οι επαναστάτες κατέλαβαν πολλές πόλεις το 1040, συμπεριλαμβανομένου του Άσκολι, όπου σκότωσαν τον Νικηφόρο Δοκειανό. Σε όλα αυτά τα γεγονότα πρωταγωνιστούσαν κυρίως Λομβαρδοί και Νορμανδοί μισθοφόροι, οι οποίοι σε αυτή τη φάση ήταν απλά τυχοδιώκτες που είχαν βρει ένα κενό εξουσίας και έκαναν πλιάτσικο. 
Ο νέος Κατεπάνω Μιχαήλ Δοκειανός προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση και ανέκτησε το Μπάρι, ενώ για να πάρει με το μέρος του τον Αρντουίνο, του έδωσε τον τίτλο του τοποτηρητή και τον έκανε διοικητή στο φρούριο Μέλφι στα βόρεια σύνορα της Απουλίας. Ο Αρντουίνο όμως αντί να γίνει σύμμαχος, εκμεταλλεύτηκε το νεοαποκτηθέν κύρος του για να αναζωπυρώσει την εξέγερση και να οργανώσει μια συμμαχία διαφόρων ετερόκλητων τοπικών ηγεμονίσκων που ο καθένας είχε τους λόγους του να μη θέλει τους Βυζαντινούς στη Νότια Ιταλία.
Οι πρωταγωνιστές αυτής της κίνησης ήταν οι Νορμανδοί αδελφοί ντ΄Ωτβίλ (διακριθέντες στον στρατό του Μανιάκη), ο Αργυρός του Μπάρι (Λομβαρδός με ελληνική παιδεία, τέως Βυζαντινός αξιωματούχος), ο πρίγκιπας του Σαλέρνο Guaimario IV (πρώην σύμμαχος και υπόσπονδος του Βυζαντίου), ο Νορμανδός Rainulfo Drengot (Νορμανδός κόμης της Aversa) και o Λομβαρδός πρίγκιπας του Benevento. Βλέποντας ότι η εξέγερση έπαιρνε διαστάσεις, ο Μιχαήλ Δοκειανός συγκέντρωσε πρόχειρα έναν στρατό αποτελούμενο από ένα απόσπασμα Βαράγγων και μονάδες του τάγματος του Οψικίου και του στρατού του θέματος Θρακησίων. Δεν μπορούσε να μαζέψει περισσότερους, γιατί ο πόλεμος στη Σικελία εναντίον των Σαρακηνών συνεχιζόταν και μάλιστα με πολύ σοβαρά προβλήματα. Με αυτό το λιγοστό στράτευμα έφυγε από το Μπάρι και αρχικά απώθησε τους στασιαστές. Μετά τους κυνήγησε προς το Άσκολι Σατριάνο.
Η σύγκρουση έλαβε χώρα στους πρόποδες του βουνού (και ανενεργού ηφαιστείου) Βουλτούρε, κοντά στον ποταμό Ολιβέντο (άγνωστος σήμερα), λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το κάστρο του Μέλφι και δυτικά από την πόλη Venosa. Οι στασιαστές είχαν 700 ιππείς και 500 πεζούς. Επικεφαλής τους σε αυτή τη μάχη ήταν ο Αρντουίνο (των Λομβαρδών) και ο Γουλιέλμος ντ’ Ωτβίλ ή Αλταβίλλα (των Νορμανδών). Οι υπόλοιποι επιφανείς άρχοντες που υποστήριζαν την κίνηση προτίμησαν να μην εκδηλώσουν –ακόμα– ανοιχτά ότι αντιμάχονται τους Βυζαντινούς και έμειναν στο παρασκήνιο. Οι στασιαστές παρέταξαν το ιππικό στο κέντρο, με το πεζικό στα πλευρά. Οι Βυζαντινοί εξαπέλυσαν αρκετά κύματα επιθέσεων κατά του ιππικού των στασιαστών. Όμως, οι Νορμανδοί αμύνθηκαν και αντεπιτέθηκαν, νικώντας τους Βυζαντινούς με μια αποφασιστική επέλαση του ιππικού. Τα Ελληνικά τμήματα σκορπίστηκαν και υποχώρησαν άτακτα. Ο ίδιος ο Κατεπάνω μόλις και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει ζωντανός. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί μιλούν με τα χειρότερα λόγια για τον Μιχαήλ Δοκειανό. Αναφέρουν ότι εξαιτίας της κακής του συμπεριφοράς, της αλαζονείας και της σκληρότητάς του αποξενώθηκαν οι σύμμαχοι Νορμανδοί και Λομβαρδοί του στρατού του Μανιάκη και πήρε διαστάσεις η εξέγερση. Μάλιστα, αποδίδουν σε αυτόν και όχι στον Μανιάκη τη διαταγή για τη μαστίγωση του Αρδουίνου. Πρέπει να πούμε ότι σίγουρα ο Δοκειανός είχε μερίδιο της ευθύνης, αλλά τα γεγοντότα είχαν ξεκινήσει πριν τον ερχομό του. Ήταν η πρώτη από μια σειρά επιτυχιών που πέτυχαν οι Νορμανδοί εναντίον των Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της νότιας Ιταλίας. Μετά τη μάχη αυτή, κατέλαβαν το Άσκολι, τη Βενόζα και άλλες πόλεις της Απουλίας. Ακολούθησαν και άλλες νίκες των Λομβαρδών-Νορμανδών επί των Βυζαντινών. Το Ολιβέντο ήταν η αρχή.
Η γενικευμένη δυσαρέσκεια (λόγω φόρων κυρίως) στη Νότια Ιταλία εναντίον του Βυζαντίου είχε αρχίσει να εκδηλώνεται τουλάχιστον από το 1039. Το 1040 πήρε τη μορφή ένοπλης εξέγερσης που έπαιρνε διαστάσεις σιγά-σιγά. Μετά τις πρώτες επιτυχίες φούντωσε, ειδικά όταν ο Μανιάκης ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Μιλάμε για «στάση» και «εξέγερση», επειδή οι Λομβαρδοί και οι Νορμανδοί που συμμετείχαν ήταν υπήκοοι ή υπόσπονδοι ή σύμμαχοι των Βυζαντινών μέχρι τότε. Μάλιστα οι εκ των πρωταγωνιστών της εξέγερσης, ο Λομβαρδός Αρντουίνο και ο Νορμανδός Γουλιέλμος ντ΄Ωτβίλ είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους και είχαν διακριθεί στον Βυζαντινό στρατό του Μανιάκη στην εκστρατεία της Σικελίας.
Στη μάχη του Ολιβέντο τον Μάρτιο του 1041, η νίκη των στασιαστών επί ενός ανεπαρκούς Βυζαντινού στρατού είχε σαν αποτέλεσμα να διευρυνθεί η υποστήριξη που είχαν από τους υπόλοιπους Φράγκους & Λατίνους και να διπλασιαστεί η στρατιωτική τους δύναμη. Επιπλέον οι διάφοροι ευγενείς που στήριζαν την κίνηση ξεθάρρεψαν και εκδήλωσαν ανοιχτά την υποστήριξή τους. Αρχηγός των στασιαστών εξελέγη τώρα ο Ατενόλφο, αδερφός του Λομβαρδού πρίγκιπα του Μπενεβέντο (μέχρι τότε η πρωτοκαθεδρία δεν ήταν ξεκάθαρη και ήταν υπόθεση μισθοφόρων και ανθρώπων ταπεινής καταγωγής όπως ο Αρντουίνο). Ο Κατεπάνω Ιταλίας Μιχαήλ Δοκειανός, μετά την αποτυχία του στη μάχη του Ολιβέντο, προσπάθησε να οργανωθεί καλύτερα παίρνοντας μονάδες από τον στρατό που ήταν στη Σικελία, μεταξύ των οποίων το απόσπασμα των Βαράγγων, αρχηγός των οποίων ήταν ο Χάρλαντ Χαντράντε (που αργότερα έγινε βασιλιάς και εθνικός ήρωας της Νορβηγίας). Ο Δοκειανός κινήθηκε εναντίον των στασιαστών για να πάρει ρεβάνς για την προηγούμενη ήττα του. Τον συνόδευαν για λόγους εξύψωσης του ηθικού και δύο Έλληνες επίσκοποι της Ιταλίας.
Οι Βυζαντινοί συνάντησαν τον στρατό των Νορμανδών και Λομβαρδών κάτω από το βουνό Ματζιόρε και δίπλα στον ποταμό Οφάντο. Όχι πολύ μακριά βρίσκεται η τοποθεσία της μάχης των Καννών του 1018 όπου τότε οι Βυζαντινοί είχαν κατατροπώσει Νορμανδούς και Λομβαρδούς. Ο στρατός των στασιαστών εκτιμάται ότι ήταν περίπου 2.000 εκ των οποίων οι 700 ήταν Νορμανδοί ιππότες. Αρχηγός είχε εκλεγεί ο Γουλιέλμος ντ΄Ωτβίλ ο Σιδηρόχειρ(1) (για τους Νορμανδούς) και ο Ατενόλφο (για τους Λομβαρδούς). Ο Βυζαντινός στρατός ήταν πολύ μεγαλύτερος, αλλά δεν έφτανε τις 18.000 όπως ισχυρίζονται δυτικές πηγές εκείνης της εποχής (Annales barenses–Τα Χρονικά του Μπάρι). Επικεφαλής ήταν ο ίδιος ο Κατεπάνω Μιχαήλ Δοκειανός. Οι Νορμανδοί επιτέθηκαν κατά των Βυζαντινών σε σχηματισμό δόρατος. Οι Βυζαντινοί είχαν παραταχθεί σε δύο σειρές. Το σιδερόφρακτο Νορμανδικό ιππικό έσπασε την πρώτη γραμμή, η οποία έπεσε πάνω στην δεύτερη και προκάλεσε πλήρη αταξία στους Βυζαντινούς. Ο Γουλιέλμος υπέφερε από πυρετό και στην αρχή παρακολουθούσε τη μάχη από ένα λόφο. Όμως, παρασύρθηκε από τον βίαιο ενθουσιασμό των ανδρών του και όρμησε στην μάχη κι αυτός.
Σύντομα η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή. Ο Βυζαντινός στρατός ετράπη σε άτακτη φυγή και πολλοί στρατιώτες –μαζί και οι δύο επίσκοποι– πνίγηκαν στην προσπάθειά στους να περάσουν το ποτάμι. Ο ίδιος ο Μιχαήλ Δοκειανός κινδύνεψε καθώς έπεσε από το άλογό του, αλλά τελικά σώθηκε. 
Η νίκη αποδίδεται κυρίως στην παρουσία και τη μαχητικότητα του Νορμανδικού ιππικού που εκείνη την εποχή (όπως φάνηκε και από τα γεγονότα στις επόμενες δεκαετίες –σε πολλά μέτωπα) είχαν εξελιχτεί σε φοβερούς πολεμιστές, με άνευ προηγουμένου αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης. Τα λάφυρα στο τέλος της μάχης ήταν πολλά. Στα χέρια των Νορμανδών έπεσαν πολλά όπλα, σκηνές, υποζύγια, πολύτιμα σκεύη. Το κέρδος δεν είχε να κάνει μόνο με τον εξοπλισμό. Τα πολλά λάφυρα ήταν πόλος έλξης για περισσότερους μισθοφόρους και περιπλανώμενους τυχοδιώκτες που έσπευδαν να πυκνώσουν τις τάξεις των στασιαστών κατά του Βυζαντίου. Όλοι αυτοί δεν είχαν τόσο πρόβλημα με το Βυζάντιο, αλλά έβλεπαν μια καλή ευκαιρία να συμμετάσχουν στο πλιάτσικο των πλούσιων Βυζαντινών περιοχών. Μετά τη μάχη ο Μιχαήλ υποχώρησε στο Μπάρι. Σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Εξακουστό Βοϊωάννη, αλλά οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν ξανά μετά από λίγους μήνες. Οι Νορμανδοί που είχαν πάρει τα ηνία από τους Λομβαρδούς έθεταν τις βάσεις για πλήρη επικράτηση στη Νότια Ιταλία. Το Μοντεματζιόρε είναι η πρώτη πράξη στη μακραίωνη διαμάχη των Νορμανδών με το Βυζάντιο.
Μετά από δύο απανωτές ήττες από τους στασιαστές Νορμανδούς και Λομβαρδούς, ο Κατεπάνω της Ιταλίας Μιχαήλ Δοκειανός αντικαταστάθηκε από τον Εξακουστό Βοϊωάννη, γιο του παλιού, ένδοξου Κατεπάνω Βασιλείου Βοϊωάννη ή Βουγιάννη (1017-1027). Ο Εξακουστός Βοϊωάννης δεν μπόρεσε να οργανώσει μεγαλύτερο στρατό από αυτόν που είχε ο Δοκειανός στο Μοντε Ματζιόρε τον περασμένο Μάιο. Πήρε λίγες ακόμα μονάδες από το εκστρατευτικό σώμα της Σικελίας , που έτσι αποδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο. Είχε ήδη μαζί του ένα απόσπασμα Βαράγγων, ό,τι είχε απομείνει από την προηγούμενη μάχη. Σύμφωνα με το Χρονικό του Μπάρι, τον Βυζαντινό στρατό συμπλήρωνε ένα χαμηλού επιπέδου συνονθύλευμα που το αποτελούσαν Παυλικανοί, στρατιώτες του θέματος Μακεδονίας και Έλληνες της Καλαβρίας. Σημειωτέον, όλοι ήταν ήδη τρομοκρατημένοι από την επιθετική δεινότητα των Νορμανδών. Ο Βοϊωάννης συγκέντρωνε το στρατό του στο Μοντεπελόζο μια οχυρωμένη πόλη στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στο Μπάρι και το κάστρο του Μέλφι (που ήταν το κέντρο επιχειρήσεων των στασιαστών). Οι Νορμανδοί βγήκαν από το Μέλφι και ήρθαν πιο νότια, στο Καστέλο του Μόντε Σέρικο (ή «Μόντε Σιρίκολο», όπως αναφέρεται στις ιστορικές πηγές).
Οι Βυζαντινοί ήταν προφυλαγμένοι πίσω από την οχύρωση του Μοντεπελόζο και αρχικά δεν τόλμησαν να επιδιώξουν μια σύγκρουση. Όμως οι στασιαστές έκοψαν τον εφοδιασμό προς το ελληνικό στρατόπεδο και έτσι εκβίασαν τη μάχη. Οι Βυζαντινοί βγήκαν από την πόλη και συνάντησαν τους αντιπάλους ανάμεσα στους λόφους Μοντεπελόζο και Μόντε Σιρίκολο. Σύμφωνα με το εντελώς «ανθελληνικό» Χρονικό του Μπάρι, ο Βυζαντινός στρατός αριθμούσε περί τους 10.000 ενώ οι αντίπαλοι ήταν μόνο 700 Νορμανδοί ιππότες. Οι αριθμοί αυτοί είναι μάλλον υπερβολικοί αλλά σίγουρα οι Βυζαντινοί ήταν πολύ περισσότεροι. Αρχηγός των Νορμανδών ήταν ο Γουλιέλμος ντ΄Ωτβίλ ή Αλταβίλλας, ενώ δεν είναι βέβαιο αν συμμετείχε στη μάχη ο γενικός αρχηγός των στασιαστών, ο Λομβαρδός Ατενόλφο. Αυτή τη φορά η μάχη ήταν πιο σκληρή και κράτησε ολόκληρη τη μέρα. Στο τέλος οι Νορμανδοί επικράτησαν και πάλι. Οι απώλειες των Βυζαντινών ήταν πολύ βαριές. Ο ίδιος ο Κατεπάνω Εξακουστός Βοϊωάννης πιάστηκε αιχμάλωτος και αφέθηκε αργότερα ελεύθερος μετά από καταβολή λύτρων.
Από τις Βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας είχαν μείνει πια (μετά την μεταμέλεια του Αργυρού) μόνο 4 παραλιακές πόλεις: Το Βάριο, το Βρινδήσιον, Ρήγιον, και ο Τάραντας.
Μετά τη μάχη η εξέγερση έληξε, επειδή αφενός οι Βυζαντινοί είχαν νικηθεί και αφετέρου επειδή ο Ατενόλφο πήρε όλο το ποσό των λύτρων του Βοϊωάννη και έφυγε στο Μπενεβέντο αφήνοντας πίσω τους αγανακτισμένους Νορμανδούς, οι οποίοι κυριάρχησαν στην ενδοχώρα της Απουλίας με κέντρο το Μέλφι. Την άνοιξη του 1042 κατέλαβαν το Μπάρι και ανακήρυξαν τον Αργυρό «Δούκα Ιταλίας». Ο Αργυρός αργότερα πήγε με τους Βυζαντινούς και έγινε Κατεπάνω Ιταλίας, έτσι το Κατεπανίκιον έμεινε Βυζαντινό για λίγο ακόμα.
Μέχρι το 1060, μερικές μόνο παραθαλάσσιες πόλεις της Απουλίας ήταν ακόμη σε Βυζαντινά χέρια: κατά τη διάρκεια των προηγουμένων δεκαετιών, οι Νορμανδοί είχαν αυξήσει την κατεχόμενη επικράτειά τους στη Νότια Ιταλία και τώρα σκόπευαν να εκδιώξουν πλήρως τους Βυζαντινούς από τη χερσόνησο, πριν επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην κατάκτηση της Σικελίας. Μεγάλες στρατιωτικές μονάδες εκκλήθησαν από τη Σικελία και υπό τον κόμη Γκοφρουά του Κονβερσάνο πολιόρκησαν το Ότραντο. Η επόμενη κίνηση ήταν η άφιξη του Ροβέρδου Γυισκάρδου(1), με ένα μεγάλο στρατιωτικό σώμα, ο οποίος και έστησε πολιορκία στο Βυζαντινό Μπάρι στις 5 Αυγούστου 1068.
Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης, όρισε νέο Κατεπάνω(2), τον Αβαρτουτέλη, τον οποίο απέστειλε στο Μπάρι, αφού του παρέδωσε στόλο με άνδρες και προμήθειες. Ο Βυζαντινός στόλος κατέπλευσε στην πόλη στις αρχές του 1069, όμως στο μεταξύ ένα Βυζαντινό στράτευμα είχε ηττηθεί από τους Νορμανδούς, οι οποίοι κατέλαβαν την Γκράβινα και το Ομπιάνο. Ο Ροβέρδος δεν επέστρεψε αμέσως στο Μπάρι, και τον Ιανουάριο του 1070 κινήθηκε προς το Μπρίντιζι, για να βοηθήσει τις Νορμανδικές δυνάμεις που τότε πολιορκούσαν το παραθαλάσσιο αυτό φρούριο. Το Μπρίντιζι παραδόθηκε το φθινόπωρο του 1070. Η κατάσταση στο Μπάρι έγινε κρίσιμη, ενώ ο πληθυσμός υπέφερε από την πείνα. Ο Ρωμανός Δ’ έκανε μια ύστατη προσπάθεια να σώσει το Μπάρι στέλνοντας έναν στόλο 20 πλοίων με επικεφαλής τον Νορμανδό αποστάτη Γκοσελίν. Μαζί του ήταν και ο νέος κατεπάνω Ιταλίας Στέφανος Πατεράνος. Οι Νορμανδοί αντιμετώπισαν με επιτυχία τα Βυζαντινά καράβια στα ανοιχτά ενώ αιχμαλώτισαν τον Γκοσλίν. Ο Πατεράνος κατόρθωσε τελικά να φτάσει στο Μπάρι όπου διαπίστωσε ιδίοις όμμασι ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική. Μετά κι από αυτήν την αποτυχημένη προσπάθεια να ανεφοδιαστεί και να ενισχυθεί η πόλη, οι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να διαπραγματευθούν. Οι Νορμανδοί προσέφεραν ικανοποιητικές συνθήκες και το Μπάρι παραδόθηκε τον Απρίλιο του 1071. Η πτώση του Μπάρι ήταν ένα ορόσημο. Αυτό ήταν το τέλος της Βυζαντινής (Ελληνικής) παρουσίας στην Ιταλία. Οι Βυζαντινοί έκαναν μια προσπάθεια να επιστρέψουν 90 χρόνια μετά, το 1155-1156 και επανέκτησαν προσωρινά μερικές πόλεις στην Απουλία, αλλά εκδιώχθηκαν οριστικά μετά από λίγο.
Το 1147 ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά την επιθετικότητα των Νορμανδών, όταν ο Ρογήρος Β’(1) της Σικελίας έστειλε τον στόλο του να καταλάβει την Κέρκυρα και λεηλάτησε τη Θήβα και την Κόρινθο. Ο Μανουήλ ανακατέλαβε τα εδάφη το 1149, αλλά οι Νορμανδοί παρέμεναν σοβαρή απειλή. Ο θάνατος του Ρογήρου Β’ τον Φεβρουάριο του 1154 (τον διαδέχτηκε ο Γουλιέλμος Α’ ο «Κακός»), ενεθάρρυνε τον Μανουήλ να εκμεταλλευτεί την αστάθεια στην Ιταλική χερσόνησο. Ο Μανουήλ Α΄ έστειλε τους Μιχαήλ Παλαιολόγο και Ιωάννη Δούκα (αμφότεροι είχαν τον υψηλό αυτοκρατορικό τίτλο του Σεβαστού), με Βυζαντινά στρατεύματα, 10 πλοία και άφθονο χρυσό να εισβάλλουν στην Απουλία. Η εκστρατεία πέτυχε γρήγορα θεαματικά αποτελέσματα, καθώς ολόκληρη η Νότια Ιταλία επαναστάτησε κατά του Σικελικού Στέμματος. Ο Μανουήλ είχε επίσης την υποστήριξη του Πάπα, καθώς οι Πάπες ουδέποτε είχαν καλές σχέσεις με τους απρόβλεπτους Νορμανδούς της Σικελίας. Η πόλη του Μπάρι, η οποία ήταν στο παρελθόν η πρωτεύουσα του Βυζαντινού Κατεπανάτου της Νότιας Ιταλίας για αιώνες πριν την άφιξη των Νορμανδών, άνοιξε τις πύλες της στον στρατό του Αυτοκράτορα, και οι κατενθουσιασμένοι κάτοικοι κατέστρεψαν το Νορμανδικό κάστρο. Μετά την πτώση του Μπάρι, οι πόλεις Τράνι, Άντρια, Τάραντο και Μπρίντιζι κατελήφθησαν επίσης, ενώ ο Γουλιέλμος Α’ που κατέφθασε με τον στρατό του (που περιλάμβανε και 2.000 ιππότες) κατανικήθηκε. Οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να επιστρέψουν μετά από 90 χρόνια στη Νότια Ιταλία. Δυστυχώς αυτή η επιτυχία δεν κράτησε πολύ, καθώς εκδιώχτηκαν οριστικά σε ένα χρόνο.
Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός μετά τον θάνατο του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β’ τον Φεβρουάριο του 1154 (τον διαδέχτηκε ο Γουλιέλμος Α’ ο «Κακός»), αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να πάρει εκδίκηση από τους Νορμανδούς. Έστειλε τους Μιχαήλ Παλαιολόγο και Ιωάννη Δούκα (αμφότεροι είχαν τον υψηλό αυτοκρατορικό τίτλο του Σεβαστού), με Βυζαντινά στρατεύματα, 10 πλοία και άφθονο χρυσό να εισβάλλουν στην Απουλία (1155). Η εκστρατεία σημείωσε εκπληκτικά γρήγορη πρόοδο, καθώς ολόκληρη η Νότια Ιταλία επαναστάτησε κατά της Νορμανδικής κυριαρχίας. Ο Μανουήλ είχε επίσης την υποστήριξη του Πάπα, καθώς οι Πάπες ουδέποτε είχαν καλές σχέσεις με τους απρόβλεπτους Νορμανδούς της Σικελίας. Η πόλη του Μπάρι, η οποία ήταν στο παρελθόν η πρωτεύουσα του Βυζαντινού Κατεπανάτου της Νότιας Ιταλίας για αιώνες πριν την άφιξη των Νορμανδών, άνοιξε τις πύλες της στον στρατό του Αυτοκράτορα, και οι κατενθουσιασμένοι κάτοικοι κατέστρεψαν το Νορμανδικό κάστρο. Μετά την πτώση του Μπάρι, οι πόλεις Τράνι, Άντρια, Τάραντο και Μπρίντιζι κατελήφθησαν επίσης, ενώ ο Γουλιέλμος Α’ που κατέφθασε με τον στρατό του (που περιλάμβανε και 2.000 ιππότες) κατανικήθηκε. Όμως, μετά τις αρχικές επιτυχίες, άρχισαν τα προβλήματα. Ο Βυζαντινός διοικητής Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε δυσαρεστήσει τους συμμάχους με την συμπεριφορά του. Και τούτο επηρέασε την εκστρατεία, καθώς ο κόμης Ροβήρος Γ’ του Λοριτέλλο αρνήθηκε να συνεχίσει να επικοινωνεί μαζί του. Αν και οι δυο τους συνεννοήθηκαν τελικά, η εκστρατεία είχε χάσει μέρος της ορμής της. Ο Μιχαήλ σύντομα ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η απουσία του αποδείχθηκε μεγάλη απώλεια για την εκστρατεία.
Το σημείο καμπής για την όλη επιχείρηση στη Νότια Ιταλία ήταν η μάχη του Μπρίντιζι (ελληνική ονομασία: Βρινδήσιον). Οι Νορμανδοί της Σικελίας εξαπέλυσαν μεγάλη αντεπίθεση στο Μπρίντιζι, τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Με την προσέγγιση του εχθρού, οι μισθοφόροι που είχαν προσληφθεί χάρη στο χρυσάφι του Μανουήλ, απαίτησαν τεράστιες αυξήσεις στην πληρωμή τους. Όταν αυτό δεν έγινε δεκτό, λιποτάκτησαν. Ακόμη και οι τοπικοί Βαρώνοι άρχισαν να εγκαταλείπουν και σύντομα ο Ιωάννης Δούκας έμεινε με απελπιστικά εις βάρος του αριθμητικό μειονέκτημα. Η άφιξη του Αλεξίου Κομνηνού Βρυένιου με αριθμό πλοίων δεν βελτίωσε πολύ την κατάσταση των Βυζαντινών. Η ναυμαχία έληξε υπέρ των Σικελών, ενώ οι Βυζαντινοί διοικητές Ιωάννης Δούκας και Αλέξιος Βρυένιος (μαζί με 4 πλοία) πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Γουλιέλμος ανακατέλαβε όλα τα εδάφη που είχε χάσει προηγουμένως στην Απουλία και βάδισε κατά του Μπενεβέντο. Ο Πάπας Ανδριανός Δ’ υποχρεώθηκε να τον αναγνωρίσει. Δύο χρόνια αργότερα, ο Μανουήλ Α’ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη και να αποσυρθεί από την Ιταλία. Έτσι οι Βυζαντινοί έφυγαν για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ.
Πηγή : https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_07
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_08
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_09
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_14
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c12_03
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c12_04

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου