Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Μάχες του Μεσαιωνικού Ελληνισμού : Οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην βυζαντινή Μικρά Ασία και Αρμενία (Μέρος Α)

Την εποχή της βασιλείας της αυτοκράτειρας Ζωής και των διαφόρων συζύγων της (1028-1055), η κατάσταση στο Βυζαντινό κράτος διαμορφώνεται ως εξής: Στον θρόνο και στην Αυλή έρχονται και παρέρχονται τυχάρπαστες προσωπικότητες που προβαίνουν σε ενέργειες και παίρνουν αποφάσεις που μεσοπρόθεσμα βλάπτουν σοβαρά την αυτοκρατορία. Όμως στρατιωτικά το Βυζάντιο είναι ακόμα δυνατό, μετά από μια σειρά βασιλέων με εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες (Νικηφόρος Φωκάς, Τσιμισκής, Βασίλειος Β’) που δημιούργησαν μεγάλη παράδοση. Έτσι παρά την ανεκδιήγητη κατάσταση στην αυτοκρατορική αυλή, ο στρατός (και ο στόλος) εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικός και να επανδρώνεται από ικανά στελέχη. Μετά το 1030 και παρά την ήττα τους στο Αζάζιον, οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα στα νοτιοανατολικά σύνορα, δηλαδή στην άνω Μεσοποταμία και στη Βόρειο Συρία. Εκ των πρωταγωνιστών ήταν ο Θεόκτιστος στην περιοχή της Αντιόχειας, όπου κυρίευσε διάφορα φρούρια, αλλά και ο Μανιάκης, που αφού ανακατέλαβε την Έδεσσα, αποκατέστησε τη Βυζαντινή κυριαρχία και σε άλλες περιοχές πιο ανατολικά. Πιθανόν είχε πάρει και την Μαρτυρόπολη (στο έσχατο ΝΑ άκρο της Τουρκίας) και ίσως να είχε φτάσει και πιο μακριά (δεν έχουμε σαφή εικόνα). Ένας άλλος παράγοντας που γεννά εξελίξεις αυτήν την περίοδο είναι ότι δεν υπάρχει μία μεγάλη και κυρίαρχη μουσουλμανική δύναμη στα νότια και ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Υπάρχουν διάφορες μικρές και κατακερματισμένες ηγεμονίες (αρμενικές, γεωργιανές, τουρκμενικές, αραβικές, κουρδικές) που αντιμάχονται μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές, όταν περιέρχονται σε δύσκολη θέση αναζητούν εσπευσμένα προστασία, οπότε το ισχυρό στρατιωτικά και πλούσιο Βυζάντιο είναι μια προφανής επιλογή.
Σε αυτό το κλίμα, ο τοπικός «Σαρακηνός» Εμίρης Αλείμ παρέδωσε στο Βυζάντιο το φρούριο Περκρί(ν) ή Περκίν βορειοανατολικά από τη λίμνη Βαν. Συγχρόνως έστειλε τον γιο του στη Κωνσταντινούπολη για να οριστικοποιήσει τη συμφωνία. Ο εμίρης προσδοκούσε ότι η εθελούσια υπαγωγή του στο Βυζάντιο θα του απέφερε τίτλους, αξιώματα και χρηματικές απολαβές (ελπίσας πατρικιότητός τε και πλείστων άλλων αμοιβών δωθήναι), σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική της Βυζαντινής διπλωματίας. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με την προσάρτηση του γειτονικού Αρμενικού κρατιδίου Βασπουρακάν (Βαασπρακανία) λίγα χρόνια πριν, την εποχή του Βουλγαροκτόνου. Όμως ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ’ ήταν πολύ άρρωστος (μάλλον επειδή τον δηλητηρίαζε σιγά-σιγά η Ζωή ) και δεν μπόρεσε να δεχθεί τον γιο του εμίρη, ο οποίος αποχώρησε άπρακτος και βαρύτατα προσβεβλημένος. Λόγω της προσβολής, αλλά και πιθανόν επειδή διέγνωσε αδυναμία στη Βυζαντινή διοίκηση, ο γιος του εμίρη έπεισε τον πατέρα του να ξεχάσει τη συμφωνία. Ο εμίρης Αλείμ, αν και είχε παραδώσει το φρούριο στο οποίο είχε εγκατασταθεί Βυζαντινή φρουρά, έμενε ακόμα στην ακρόπολη του φρουρίου. Από την άλλη, ο Βυζαντινός διοικητής Νικόλαος Χρυσήλιος (ή Νικόλαος ο Βούλγαρος), ο οποίος πρέπει να ήταν ο Κατεπάνω της Βαασπρακανίας, δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στη φύλαξη του φρουρίου. Έτσι ο Αλείμ ζήτησε βοήθεια από ομοεθνείς του «Πέρσες» γειτονικών κρατιδίων και κατέλαβε αιφνιδιαστικά το φρούριο σκοτώνοντας όλους τους Βυζαντινούς στρατιώτες της φρουράς, η δύναμη της οποίας ήταν τουλάχιστον 6.000 (σύμφωνα με Γεωργιανές πηγές ήταν 24.000). Η εξέλιξη αυτή ήταν πολύ σοβαρή και απεστάλη στο Περκρί ισχυρή Βυζαντινή δύναμη αποτελούμενη κατά κύριο λόγο από Βαράγγους, επικεφαλής της οποίας ήταν ο πατρίκιος Νικήτας Πηγονίτης . Ο Πηγονίτης ανακατέλαβε το φρούριο μετά από πολυαίμακτη πολιορκία και θανάτωσε τον εμίρη Αλείμ και τον γιο του.


Δεδομένου ότι ο Αλείμ ήταν Τουρκομάνος, τα γεγονότα στο φρούριο Περκρί ήταν η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα σε Βυζαντινές δυνάμεις και Τούρκους. Μέχρι τότε δεν είχε σημειωθεί πολεμική σύγκρουση με κάποιο από τα νομαδικά τουρκικά φύλα που επεκτείνονταν σιγά-σιγά από ανατολικά. Με άλλα λόγια, στο Περκρί το 1034 έγινε η πρώτη μάχη στην ιστορία ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Το Περκρί παρέμεινε για ένα διάστημα Βυζαντινή κτήση. Ήταν έδρα στρατηγίδος, με διοικητή στρατηγό, υπαγόμενη στο Δουκάτο της Βαασπρακανίας. Παρέμεινε σε αυτό το καθεστώς για μερικές δεκαετίες μέχρι που άρχισαν οι εδαφικές απώλειες εξαιτίας των Σελτζούκων. Φαίνεται ότι είχαν αρχίσει από την εποχή εκείνη τα προβλήματα με τους Τουρκομάνους και, μπροστά στον διαφαινόμενο νέο κίνδυνο, μετατέθηκε εκεί ο ικανότατος Γεώργιος Μανιάκης που έγινε Κατεπάνω Βαασπρακανίας για λίγο, το 1036/37.


Το 1045-1046 ο Στέφανος Λειχούδης, Κατεπάνω Βαασπρακανίας (της επαρχίας γύρω από τη λίμνη Βαν), αιφνιδιάστηκε από μια ληστρική επιδρομή Τουρκομάνων και Σελτζούκων του φύλαρχου Κουτλουμούς. Ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και κατέληξε στο σκλαβοπάζαρο της Ταυρίδος (Ταμπρίζ, στο σημερινό Ιράν). Ο Κουτλουμούς ενημέρωσε για το κατόρθωμά του τον ξάδελφό του Τογρούλ Μπέη, τον (μετέπειτα) πρώτο σουλτάνο των Σελτζούκων, και τον παρότρυνε να καταλάβει την περιοχή της Βαασπρακανίας στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, καθώς αυτή ήταν πλούσια και την υπεράσπιζαν γυναίκες! Ο Τογρούλ Μπέης δεν πείστηκε τότε από αυτό το απαξιωτικό σχόλιο και δεν έδωσε συνέχεια. Το 1048 ο Ασάν, ανιψιός του Τογρούλ πραγματοποίησε μεγάλη επιδρομή στη Γεωργία. Γυρνώντας προς την Ταυρίδα μέσω της Βαασπρακανίας (καίγοντας και λεηλατώντας καθ’οδόν), του έστησαν ενέδρα οι Βυζαντινοί ανατολικά της λίμνης Βαν. Επικεφαλής των Βυζαντινών ήταν ο νέος Κατεπάνω Βαασπρακανίας Ααρώνιος Ραδομηρός ή Ααρών Ραντομίρ (γιος του τελευταίου Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Βλαδισλάβ) και ο Κατεπάνω Aνίου και Ιβηρίας (και διακεκριμένος στρατηγός ) Κατακαλών Κεκαυμένος. Οι Βυζαντινοί είχαν αφήσει σκόπιμα το στρατόπεδό τους αφύλακτο και οι Τούρκοι όταν το είδαν αυτό επιδόθηκαν αμέσως σε φρενήρη λαφυραγώγηση, αλλά τότε αιφνιδιάστηκαν από τους καραδοκούντες Βυζαντινούς και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι, πάνω από 20.000. Ο Σκυλίτζης αποκαλεί τον Ασάν «κωφό» επειδή δεν κατάλαβε το παμπάλαιο κόλπο των Βυζαντινών. Όταν ο ο Τογρούλ έμαθε τα νέα, εξοργίστηκε και έστειλε στη Βαασπρακανία τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραήμ Ινάλ (Αβράμιο Αλείμ για τους Βυζαντινούς) με έναν μεγάλο στρατό 100.000 (το νούμερο ίσως να είναι υπερβολικό). Κύριος στόχος η κοιλάδα του Ουρτρού όπου οι δύο Βυζαντινοί διοικητές είχαν στρατοπεδεύσει σε αναμονή ενισχύσεων από τον αυτοκράτορα. Τα βυζαντινά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί εκεί με απόφαση του Ααρών Ραντομίρ και παρά την αντίθετη γνώμη του Κεκαυμένου που προτιμούσε άμεση σύγκρουση με τους Σελτζούκους. Στο μεταξύ ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος είχε έρθει σε συνεννόηση με τον ημιανεξάρητο τοπικό άρχοντα της Μεσχίας (στο βασίλειο της Ιβηρίας) Λεπαρίτη Δ’ ο οποίος πείστηκε να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές των Ραδομήρου και Κεκαυμένου. Στα τέλη του 1048 οι μεγάλος στρατός του Ιμπραήμ Ινάλ εμφανίστηκε στην περιοχή Ουρτρού. Οι Ραδομηρός και Κεκαυμένος περίμεναν τον Λιπαρίτη έχοντας λάβει ρητές εντολές να μην ξεκινήσουν τη μάχη χωρίς αυτόν. Για να αποφύγουν τους Τούρκους υποχώρησαν σε ορεινές θέσεις γύρω από την κοιλάδα Ουρτρού και παρότρυναν τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής να καταφύγει στα φρούρια. Ο Ιμπραήμ Ινάλ, αφού δεν τον σταμάτησε κανείς, πολιόρκησε και κατέλαβε την Αρμενική πόλη Άρτζε και αργότερα στις αρχές του 1049 την Θεοδοσιούπολη που ήταν το κέντρο της περιοχής. Οι σφαγές και οι καταστροφές στις πόλεις αυτές από τους Σελτζούκους περιγράφονται με δραματικό τρόπο από τους χρονογράφους της εποχής.


Στα  μέσα του 1049, ο Λιπαρίτης εμφανίστηκε επιτέλους με ένα στράτευμα Γεωργιανών στην περιοχή των συγκρούσεων. Οι Ραδομηρός και ο Κεκαυμένος κατέβηκαν από τα βουνά όπου είχαν καταφύγει και στρατοπέδευσαν στους πρόποδες του λόφου του Καπετρού, 35 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεοδοσιούπολης, στο σημερινό Πασινλέρ (Pasinler). Ο Βυζαντινογεωργιανός στρατός πιστεύεται ότι έφτανε τους 50.000 άντρες. Υπήρχε η δυνατότητα να αιφνιδιάσουν τους Σελτζούκους που ήταν απασχολημένοι με τις ληστρικές τους δραστηριότητες, αλλά η ευκαιρία αυτή χάθηκε επειδή ο Λιπαρίτης το είχε σε κακό να πολεμάει Σάββατο! («εν ταις αποφράσι δε των ημερών τω Λιπαρίτῃ το Σάββατον ενομίζετο».)
Τελικά αιφνιδίασε ο Ιμπραήμ Ινάλ και επιτέθηκε πρώτος το βράδυ της Παρασκευής 18 Σεπτεμβρίου. Η μάχη συνεχίστηκε με σφοδρότητα όλη τη νύχτα και την επόμενη ημέρα, το Σάββατο. Στα δεξιά της βυζαντινής παράταξης βρισκόταν ο Κεκαυμένος, στο μέσο ο Λιπαρίτης και στα αριστερά ο Ααρών Ραδομηρός. Απέναντι από τον πρώτο βρισκόταν ο Ιμπραήμ, απέναντι από τον Λιπαρίτη ο ετεροθαλής αδελφός του Ινάλ, Ασπάν Σαλάριος και απέναντι από τον Ααρών ο Χωροσάντης. Τα δύο βυζαντινά άκρα υπό τον Κεκαυμένο και τον Ραδομηρό έτρεψαν τους αντιπάλους τους σε φυγή και τους καταδίωξαν, σκοτώνοντας και τον Χωροσάντη. Όμως στο κέντρο ο Λιπαρίτης νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε. Ο Ιμπραήμ Ινάλ μετά τη μάχη αποχώρησε προς τις τουρκικές περιοχές στα ανατολικά αρκούμενος στην αιχμαλωσία του Λιπαρίτη. Η υποχώρησή του δείχνει ότι δεν πολυπίστευε ότι ήταν ο νικητής. Οι Βυζαντινοί διοικητές πήραν εντολή να επιστρέψουν στα Καπετανίκιά τους και έφυγαν και αυτοί. Κατά γενική ομολογία, η μάχη δεν ανέδειξε νικητή, αν και ο Σκυλίτζης παρόλο που δεν είναι καθόλου αμερόληπτος, ισχυρίζεται ότι επρόκειτο για ήττα των Βυζαντινών. Κρίνοντας πιο αντικειμενικά σήμερα, φαίνεται πως οι Σελτζούκοι ναι μεν δεν εξουδετερώθηκαν, αλλά μάλλον νικήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν χαμένοι, με το σκεπτικό ότι μια ορδή επιδρομέων που ξεφεύγει με μεγάλη λεία είναι κερδισμένη.


Οι Σελτζούκοι επέστρεψαν στον τόπο τους παίρνοντας μαζί τους 100.000 αιχμαλώτους (αμάχους κυρίως) και τεράστια λεία φορτωμένη σε 10.000 καμήλες. Στο Άρτζε μόνο κατέστρεψαν 700-800 εκκλησίες. Τα θύματα της σφαγής στη Θεοδοσιούπολη ήταν πάνω από 140.000. Όλα αυτά, όσο υπερβολικά κι αν φαίνονται, εξιστορούνται από πολλές διαφορετικές πηγές. Ο Λιπαρίτης έμεινε αιχμάλωτος για 2 χρόνια και παρόλο που ο αυτοκράτορας έστειλε λύτρα, ο ευφυής Τογρούλ τον απελευθέρωσε χωρίς να τα πάρει. Ο πόλεμος με τους Σελτζούκους δεν συνεχίστηκε άμεσα. Η μάχη έγινε αφορμή για τις πρώτες επίσημες διαπραγματεύσεις και συμφωνίες με τους Σελτζούκους που τους προσέδωσαν διεθνές κύρος ως προμάχους της Τζιχάντ. Οι Σελτζούκοι επιτέθηκαν ξανά το 1054 και σε λίγες δεκαετίες, και αφού μεσολάβησε το Ματζικέρτ, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας.


Η Πολιορκία του Μαντζικέρτ, η οποία έλαβε χώρα το 1054, ήταν ανεπιτυχής προσπάθεια των σελτζουκικών στρατευμάτων του σουλτάνου Τογκρούλ-Μπεγκ να καταλάβουν τη βυζαντινή πόλη του Μαντζικέρτ, στην Αρμενία, την οποία υπεράσπιζε ο στρατηγός Βασίλειος Αποκάπης. Τα στρατεύματα του Τογκρούλ πολιόρκησαν το Μαντζικέρτ με όλα τα μέσα πολιορκίας που διέθεταν αλλά η πόλη άντεξε. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν πολιορκητικές χελώνες, κινητά καταφύγια που προστάτευαν τους άνδρες και τον οπλισμό από τα πυρά των Βυζαντινών. Λέγεται ότι ο Βασίλειος είχε αποθηκεύσει ακονισμένα μεγάλα δοκάρια, τα οποία ρίχνονταν πάνω στις χελώνες. Η ίδια η πόλη ήταν σε θέση να αντέξει την επίθεση λόγω του τριπλού τείχους και λόγω της πρόσβασης σε πηγή νερού. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το 1071, οι Τούρκοι πολέμησαν πάλι με τους Βυζαντινούς, στην περιοχή της πόλης. Εκείνη η μάχη μεταξύ των Βυζαντινών (υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διογένη) και των Τούρκων υπό τον Αλπ Αρσλάν οδήγησε στην γνωστή ήττα των Βυζαντινών και στην απαρχή της πτώσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


Οι Τουρκοι εμιρηδες Sokmen (Θα πολεμουσε στο Ματζικερτ, 12 χρονια μετα), Dinar (Σκοτωθηκε απο Βαραγγους στον Ποντο το 1061), και Samuh (Συμμαχησε το 1066 με τον Νορμανδο Λιποτακτη Ηerve Frankopouloς για να λεηλατησουν απο κοινου την Αρμενικη επαρχια του Sassoun, δεν τα βρηκαν στην μοιρασια των λαφυρων και προεβησαν σε ενα τρομερο αιματοκυλισμα), εξω απο τα τειχη της φρικτα λεηλατημενης επι 8(!) συνεχεις μερες, Σεβαστειας. Οι Τουρκοι προωθηθηκαν σχετικα ευκολα προς την Σεβαστεια, αφου τα γηγενη Ελληνικα στρατευματα της περιοχης ειχαν ανακληθει προς τα Δυτικα, για να συμμετασχουν στην πολυνεκρη εμφυλια διαμαχη της Νικαιας (20 Αυγουστου 1057) οπου υπεστησαν τρομερες απωλειες, ενω οσα απεμειναν μετατεθηκαν στα Βαλκανια για να πολεμησουν τους Πετσενεγγους. Οι Τουρκοι αρχηγοι τα γνωριζαν αυτα, και στα τελη Σεπτεμβριου 1059 30.000 Σελτζουκοι και Τουρκομανοι με μαυρες σημαιες ( Τυπικα ηταν υπο τις διαταγες του Αββασιδη Χαλιφη της Βαγδατης- στην ουσια απο το 1055 του Σελτζουκου Σουλτανου Togrul-Beg), προωθηθηκαν εξω απο την Σεβαστεια, που ειχε Αρμενιους πλεον μονο για φρουρα, ενω τα τειχη της ηταν μαλλον σε κακη κατασταση. Παρα το γεγονος οτι η Αρμενικη φρουρα της πολεως ( Κατα βασιν Ιππικη δυναμη, υπο καποιον Γαβριηλ) επιχειρησε εξοδο, ηττηθηκε οικτρα, οι Τουρκοι, γνωστοι για τον θρασυδειλο χαρακτηρα τους, ανεμεναν 3(!) ολοκληρες μερες για να επιτεθουν στην πολη, αφου περασαν τους τρουλους των “αμετρητων” εκκλησιων, (μεταξυ τους και η κολοσσιαια μητροπολη των Τεσσαρακοντα Μαρτυρων) για σκηνες του…Αυτοκρατορικου Στρατου. Μολις καταλαβαν το λαθος τους, επιτεθηκαν αμεσως και κυριευσαν εξ εφοδου την πολη. Στην φοβερη λεηλασια που ακολουθησε, 30.000 κατοικοι βρηκαν τον θανατο, (πολλοι απο αυτους στην πυρκαγια που εκαιγε επι μερες την πολη) ενω αλλοι 20.000 ( κυριως γυναικες και παιδια) πιαστηκαν αιχμαλωτοι. Η δε λεια σε χρυσο, ασημι, πολυτιμους λιθους και γουνες “αμυθητη”.


Σε καθε περιπτωση, η φοβερη Αλωση της Σεβαστειας ηταν η πρωτη μιας σχεδον αμιγους Ελληνικης πολεως ( Ειχαν προηγηθει αυτες του Αρτζε (1048) και Μελιτηνης (1057), αλλα αυτες ειχαν κυριως Αρμενιους και Χριστιανους Συρους- οι Ελληνες κατοικοι εκει ηταν πολυ λιγοι) και κακο προμυνημα για το τι θα ακολουθουσε, αφου οι Τουρκοι ειχαν διαγνωσει την ανωμαλη κατασταση που επικρατουσε στην Αυτοκρατορια και το οτι ειχαν νεα, μεγαλυτερα σχεδια για τα Δυτικα. Οι λιγοι Ελληνες κατοικοι που διεφυγαν επεστρεψαν συντομα, ο δε Ρωμανος ο Διογενης οταν περασε απο εκει οδευοντας για το Μαντζικερτ, εγινε δεκτης τρομερων παραπονων για την αμυντικη ανεπαρκεια των Αρμενιων καθως και για την ληστρικη τους δραση, αφου πολλοι Αρμενιοι λιποτακτες συγκροτουσαν συμμοριες και δρουσαν ανεξελεγκτα. Γεγονος ειναι, οτι μετα το 1059 η κεντρικη και αμιγως Ελληνικη Μικρα Ασια ηταν ανοικτη πλεον στις Τουρκικες εισβολες, και τα χειροτερα ερχοταν…Η δε Σεβαστεια, εμεινε Ελληνικη για λιγα χρονια ακομα, οταν καταληφθηκε οριστικα απο τις Τουρκομανικες ορδες του Εμιρη Malik- Danishmend, με λιγοτερα βεβαια θυματα, αφου την χοντρη δουλεια την ειχαν κανει οι τρεις προαφερομενοι Εμιρηδες, σχεδον 30 χρονια πριν….


Η πόλη Ανί ή Ανίον , που βρισκόταν στα σημερινά σύνορα Αρμενίας-Τουρκίας στο Καρς σε υψόμετρο 1.464 μέτρων, υπήρξε πρωτεύουσα του μεσαιωνικού βασιλείου της Αρμενίας. Ήταν γνωστή ως «η πόλη με τις 1001 εκκλησίες». Το Ανί ήταν πολύ σημαντική πόλη και είχε ισχυρά τείχη. Στην ακμή του, τον 10ο αιώνα, μπορεί ο πληθυσμός του να έφτανε τις 700.000 (!), ενώ ήταν εμπορικό σταυροδρόμι και σταθμός στον δρόμο του μεταξιού. Επιπλέον, όπως το θέτει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ήταν «χαράκωμα μέγιστον και αποτροπὴ των εκείθεν εισβάλλειν μελλόντων βαρβάρων εις την Ιβηρικήν». Το 1045 το βασίλειο της Μεγάλης Αρμενίας ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία με βάση παλιότερη συμφωνία που είχε γίνει επί των ημερών του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου. Μετά απ’ αυτό, το Ανί έγινε η έδρα του διευρυμένου Βυζαντινού δουκάτου «Ιβηρίας και Μεγάλης Αρμενίας». Τα επόμενα χρόνια, διοικητές της επαρχίας (με τον τίτλο του «δούκα») αναλάμβαναν συνήθως Αρμένιοι ευγενείς που ακολουθούσαν το Χαλκηδόνιο δόγμα (ένας από αυτούς υπήρξε ο Κατακαλών Κεκαυμένος). Στο μεταξύ, την ίδια περίπου εποχή που έγινε η προσάρτηση της Αρμενίας είχαν ξεκινήσει και τα προβλήματα με μια πρωτοεμφανιζόμενη ορδή, τους Σελτζούκους, που το 1048 κατέστρεψαν την αρμενική πόλη Άρτζε. Οι επιδρομές εντάθηκαν ιδιαίτερα μετά το 1055 προκαλώντας ερήμωση στις βορειοανατολικές επαρχίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1060, δούκας Ανίου έγινε ο Παγκράτιος, ο οποίος είχε ζητήσει από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι’ Δούκα αυτή τη θέση με την υπόσχεση ότι υπό τη διοίκησή του το το δουκάτο δεν θα επιβάρυνε οικονομικά το Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας δέχθηκε μετά χαράς αυτή τη ρύθμιση. Ο Παγκράτιος για να αντεπεξέλθει οικονομικά επέβαλε φόρους προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού και, το χειρότερο, αναγκάστηκε να κάνει περικοπές στις αμυντικές δαπάνες περιορίζοντας τον αριθμό των στρατιωτών. Σύντομα παρατηρήθηκε και έλλειψη εφοδίων λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και γενικά δημιουργήθηκε ένα πολύ κακό κλίμα μεταξύ των ντόπιων και της Βυζαντινής διοίκησης. Το 1064 ο νέος σουλτάνος των Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν μόλις είχε κατορθώσει να εδραιώσει την εξουσία του και επιδίωκε να διευρύνει τα όρια της επικράτειάς του αρχίζοντας από τις γειτονικές πλούσιες περιοχές της Αρμενίας και της Ιβηρίας. Ξεκίνησε προετοιμασίες για εκστρατεία εφοδιάζοντας τον στρατό του με πολιορκητικές μηχανές, για τον χειρισμό των οποίων προσέλαβε έμπειρους Άραβες και Πέρσες χειριστές. Στην εκστρατεία συμμετείχε ο γιος και διάδοχός του Μαλίκ Σαχ και ο βεζίρης Νιζάμ αλ-Μουλκ.


Ο Σουλτάνος έχοντας ως αντικειμενικό στόχο το Ανί, ακολούθησε μια κυκλωτική πορεία και αρχικά κυρίευσε τις ορεινές περιοχές βόρεια από το Ανί και στη συνέχεια πέρασε στη Γεωργία όπου νίκησε τον βασιλιά Βαγκράτ Δ’ και τον έκανε υποτελή του. Λίγο πριν ένα άλλο τμήμα του στρατού των Σελτζούκων υπό τον βεζίρη Νιζάμ αλ-Μουλκ κυρίευσε βυζαντινά φρούρια στην κοιλάδα του Αράξη και δυτικότερα. Στις αρχές Ιουλίου του 1064 τα δύο αυτά τουρκικά στρατεύματα συνέκλιναν στο Ανί. Μαζί τους ήταν και Γεωργιανές δυνάμεις υπό τον Βαγκράτ. Η πολιορκία κράτησε 25 μέρες με συνεχείς επιθέσεις από τους Τούρκους.
Οι υπερασπιστές βρισκόταν σε δεινή θέση καθώς ήταν λίγοι και ανέτοιμοι, υπήρχε έλλειψη εφοδίων, οι σχέσεις μεταξύ των ηγετών και του πληθυσμού ήταν άθλιες, ενώ υπήρχε και προσωπική έχθρα μεταξύ του Παγκρατίου και του έτερου στρατιωτικού διοικητή του Γρηγορίου Πακουριανού (που μάλλον ήταν ο δουκας της γειτονικής Θεοδοσιούπολης). Τα μόνα που θα μπορούσαν να σώσουν την πόλη ήταν τα ισχυρά τείχη της, τα οποία όμως πολύ γρήγορα υπέστησαν σοβαρές ζημιές εξαιτίας της υπονόμευσής τους από τους Τούρκους με υπόγειες σήραγγες σε συνδυασμό με τη χρήση των πολιορκητικών μηχανών. Η πόλη έπεσε στις 16 Αυγούστου 1064 όταν οι υπερασπιστές των τειχών εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Η Βυζαντινή φρουρά οχυρώθηκε για λίγο στην Ακρόπολη, αλλά σύντομα τράπηκε και αυτή σε φυγή. Η πόλη λεηλατήθηκε και ο πληθυσμός σφαγιάσθηκε. Ο Άραβας ιστορικός Σιβτ ιμπν αλ-Γκάβζι μεταφέροντας τις περιγραφές ενός αυτόπτη μάρτυρα, αφηγείται: Το ασκέρι μπήκε στην πόλη, έσφαξε τους ανθρώπους, λεηλάτησε, έκαψε, ερήμωσε και σκλάβωσε όλους όσοι είχαν μείνει ζωντανοί... Τα πτώματα ήταν τόσα πολλά που οι δρόμοι είχαν μπλοκάρει και κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς να πατάει πάνω τους. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν μικρότερος από 50.000... Προσπάθησα να βρω ένα δρόμο στο οποίο μπορώ να περπατήσω χωρίς να πατάω σε πεθαμένους. αλλά ήταν αδύνατον...


Ο μεγάλος ασημένιος σταυρός της μητρόπολης του Ανίου αφαιρέθηκε και τοποθετήθηκε στο κατώφλι του τζαμιού του Ναχιτσεβάν (σήμερα αυτόνομη περιοχή στο Αζερμπαϊτζάν), έτσι ώστε οι πιστοί που έμπαιναν στο τζαμί να τον πατάνε. Το γεγονός προκάλεσε αγαλλίαση στους απανταχού πιστούς τους Ισλάμ. Η άλωση του Ανίου ήταν ορόσημο στις κατακτήσεις των Σελτζούκων και προκάλεσε μεγάλο σοκ στους Βυζαντινούς, ενώ έκανε εντύπωση σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο ανεβάζοντας κατακόρυφα το κύρος του Αλπ Αρσλάν. Η πόλη κατοικήθηκε ξανά αλλά δεν ξανάγινε ποτέ αυτό που ήταν. Το 1072 οι Σελτζούκοι πούλησαν το Ανί στους Σανταντίντ, μια Κουρδική φυλή, και μετά άλλαξε πολλές φορές χέρια. Εγκαταλείφθηκε τον 18ο αιώνα. Μέχρι πριν 100 χρόνια σώζονταν πολλά, αλλά το 1921 το μέρος ισοπεδώθηκε από τους Τούρκους.


Η φοβερη αλωση και καταστροφή της Καισαρειας, της φημισμένης Καππαδοκικης Μητρόπολης, από τους Τουρκομανους των Εμιρηδων Santuk και Afsin κατά πασα πιθανοτητα στα τελη Ιουνιου/αρχες Ιουλιου 1067. Πραγματι, ηδη από το 1064, με την αλωση του Ανιου, το ΒΑ συνορο της Αυτοκρατοριας βρισκοταν υπο καταρρευση, ενώ ηδη οι πρωτοεμφανιζόμενοι (από το 1062) στην Συρια Τουρκομανοι του δραστηριου Εμιρη Afsin “κατεστρεφαν τα παντα” (Ματθαιος Εδεσσης 45-9) και απειλουσαν ολο τον νοτιο τομεα του Μικρασιατικου συνορου ( Αντιοχεια, Εδεσσα, Ιεραπολις (Manbij), Αδανα, Ταρσος). Οι Σελτζούκοι ομως, μαζι με στιφη Τουρκομανων σε μια τρομερη επιδρομή που κρατησε 8(!) μηνες (Δεκέμβριος 1066-Ιουλιος 1067) επεδραμαν στο κεντρικο τομεα, ισοπεδώνοντας τα παντα, καιγοντας χωρια, λεηλατώντας επαύλεις και μοναστηρια, εκτελώντας μοναχους, και αρπαζοντας χιλιαδες αιχμαλωτους και ζωα σαν λεια. Η Αυτοκρατορικη αμυνα μετα την απιστευτη πολιτικη του ανεκδιηγητου Κων/νου Ι΄Δουκα βρισκοταν σε χαλια, αν όχι τραγικη κατασταση, αφου οι οικονομικες περικοπες και το εν γενει αντιστρατιωτικο πνευμα ειχαν σαρωσει το στράτευμα, που ηταν ηδη αποδυναμωμενο από τον τραγικο εμφυλιο πολεμο του 1057. Η κατασταση ηταν τετοια, ώστε ο Ατταλειατης να τραβάει τα μαλλια του γιατι “Οι στρατιώτες δεν ηταν τοσοι οσοι επρεπε να είναι, οι στρατιωτικοι καταλογοι ηταν αλαλούμ, τα οπλα και οι σημαιες τους ηταν της πλακας, ενώ οι καλυτεροι στρατιώτες ειτε αποστρατευοταν για να γινουν…δικηγοροι και γραφεις, ειτε πηγαιναν απλα στα σπιτια τους, αφου ο Αυτοκρατορας δεν “πληρωνε” ενώ ακόμα και ο “ειρηνιστής” Ψελλός διαμαρτυρόταν ότι ο Αυτοκράτορας το είχε…παραξηλωσει στις περικοπές του Στρατού. Οι μονοι βασικα που πληρωνονταν και μαλιστα ακριβα, ηταν οι περιπου 8.000 Νορμανδοι, που με τους ηγετες τους Herve Φραγκοπουλο, Robert Krispin και Rimbault εκαναν ότι μπορουσαν , αλλα μαλλον αυτό δεν ηταν αρκετο, γιατι ηταν διεσπαρμένοι σε “Ταγματα” των 500-1000 ανδρων σε μια τεραστια εκταση 150.000 τ.χλμ, από την Τραπεζουντα μεχρι την Συρια, και φυσικα δεν μπορουσαν να είναι παντου. Τα χειροτερα όμως δεν ειχαν ελθει ακομη…


Τον Ιουνιο του 1067, οι προναφερομενοι εμίρηδες με τα στρατεύματα τους (περιπου 15.000 ανδρες) μαζι με ένα στιφος από νεοφερμένους Τουρκομανους Yavgiyya υπο τις διαταγες του κοντοστουπη νεαρου Εμιρη Χρυσοσκουλου, (Xtric) επεπεσαν σαν ακριδες πανω στην Καισαρεια, της οποιας τα τειχη ηταν σε ασχημη κατασταση μετα από παραμεληση ετων, ενώ η φρουρα της δεν φαινεται να ηταν ιδιαιτερα μεγαλη. Μετα από συντομη πολιορκια, η πολη επεσε, και ακολουθησε ένα οργιο σφαγης, που συνεχιστηκε ακομα και μεσα στην ιδια την Μητροπολη του Μεγαλου Βασιλειου, έναν πραγματι περικαλλή ναο, (από τον οποιο δεν σωζεται σημερα ουτε πετρα, ενώ ο Ιππόδρομος της πολεως κειτοταν σε ερειπια οταν οι πρωτοι Σταυροφοροι εφτασαν στην πολη, το 1097). Οι Τουρκοι ηταν τοσο μανιασμένοι, ώστε έσφαξαν ανθρωπους και ζωα μεσα στον Ναο, ενώ προσπαθησαν να συλησουν και το σκηνωμα του Αγιου, που ειχε κτερισματα αμυθητης αξιας. Ηταν όμως τοσο γερα κτισμενο, που καταφεραν να παρουν μονο τα στολιδια που βρισκοταν στα προθυρα της λαρνακος, αλλα δεν μπορεσαν να προχωρησουν περισσοτερο. Εφυγαν απρακτοι, αλλα με κολοσσιαια λεια από χρυσο, ασημι, γουνες, αιχμαλωτους και ζωα, ενώ ηταν φανερο πλεον οτι η Αυτοκρατορικη αμυνα ηταν για τα μπαζα, αφου δεν λεηλατουταν πλεον μονο η μακρινη Αρμενια η τα υψιπεδα της Συριας, αλλα κανονικα Ελληνικα εδάφη, όπως ηταν η Καππαδοκια, ενώ σύντομα θα έπαιρνε σειρά η Γαλατία, Ονωριαδα, Παφλαγονία, Λυκαονια και ακόμα χειρότερα, η Φρυγία.


Τα πρώτα προβλήματα των Βυζαντινών με τους Σελτζούκους Τούρκους άρχισαν το 1046, όταν οι Σελτζούκοι εισέβαλαν στην Αρμενία. Το Βυζάντιο συνειδητοποίησε ότι οι Σελτζούκοι είχαν εξελιχθεί σε σοβαρή απειλή όταν κατέλαβαν και λεηλάτησαν πόλεις όπως το Άνι το 1064 ή την Καισάρεια το 1067. Το 1068, ο Ρωμανός Δ’ Διογένης ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου και μετά από μερικές γρήγορες στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις ξεκίνησε τις εκστρατείες κατά των Σελτζούκων. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του 1068 και 1069, οι Σελτζούκοι απέφυγαν την εμπλοκή σε μάχη και ο Ρωμανός δεν μπόρεσε να πετύχει πολλά πράγματα. Το πιο σημαντικό κέρδος εκείνης της προσπάθειας ήταν ότι κατέλαβε και οχύρωσε την πόλη της Ιεράπολης στη βόρεια Συρία. Το 1070 η αρχηγία των δυνάμεων της Καππαδοκίας και των ανατολικών συνόρων ανατέθηκε στον πρωτοπρόεδρο, κουροπαλάτη, πρωτοστράτορα και στρατηγό του πολέμου Μανουήλ Κομνηνό. Ο νεαρός Μανουήλ, που ήταν ανιψιός του Ισαακίου Α΄ και αδερφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλεξίου Α’. Ο Μανουήλ αντικατέστησε τον έμπιστο τού Ρωμανού Δ’ Φιλάρετο Βραχάμιο, που δεν μπόρεσε να αποσοβήσει την κατάληψη του Ικονίου.
Την ίδια περίοδο, ο Ρωμανός είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις για σύναψη ειρήνης με τον σουλτάνο των Σελτζούκων Αλπ Αρσλάν.


Ο Μανουήλ Κομνηνός έκανε κάποιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή και είχε στην αρχή μικρές επιτυχίες δείχνοντας ότι έχει ικανότητες. Όμως ο Ρωμανός τού έδωσε εντολή να αποσπάσει ένα μεγάλος μέρος των δυνάμεών του για να σταλούν ενισχύσεις στην Ιεράπολη που πολιορκούσαν οι Τούρκοι. Μετά από αυτή την αποδυνάμωσή του, ο Μανουήλ Κομνηνός πληροφορήθηκε πως μια ομάδα Τουρκομάνων Ογούζων (μια από τις ορδές που συνεργαζόταν με τους Σελτζούκους) με αρχηγό τον Αρισιάγκι έκαναν επιδρομές στην περιοχή βόρεια από τη Σεβάστεια. Ο Αρισιάγκι, που στις Βυζαντινές πηγές αναφέρεται ως Χρυσόσκουλος, ήταν γαμπρός του Αλπ-Αρσλάν, αλλά φθονούσε και εποφθαλμιούσε την εξουσία του σουλτάνου των Σελτζούκων. Ο Μανουήλ Κομνηνός έσπευσε με τις λίγες δυνάμεις του εναντίον των επιδρομέων τού Χρυσόσκουλου. Μετά από μια πρώτη αψιμαχία κοντά στη Σεβάστεια, οι Τούρκοι προσποιήθηκαν ότι υποχωρούν και τρέπονται σε φυγή. Ο Βυζαντινοί χαλάρωσαν και ανυποψίαστοι πλησίασαν το εγκαταλειμμένο εχθρικό στρατόπεδο, και τότε δέχθηκαν την αιφνιδιαστική επίθεση των Τούρκων και υπέστησαν πανωλεθρία. Ο ίδιος ο Μανουήλ Κομνηνός μαζί με τους δύο γαμπρούς του, γόνους μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Όμως, όλως παραδόξως, ο Μανουήλ έπεισε τον Χρυσόσκουλο για τα οφέλη μιας προσωπικής του συμμαχίας με το Βυζάντιο και ο ο Χρυσόσκουλος (που προφανώς δεν ήθελε και πολύ για να πειστεί) αυτομόλησε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Μανουήλ για συνεννοήσεις με τον αυτοκράτορα, ο οποίος του επιφύλαξε μεγάλες τιμές. Ο Σελτζούκος σουλτάνος Αλπ-Αρσλάν όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, και γνωρίζοντας το ποιόν του Χρυσόσκλουλου, έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον εμίρη Αφσίν (ελλ. Αυσινάλιος ή Αψινάλιος) ο οποίος απαίτησε την παράδοση του προδότη. Ο Ρωμανός αρνήθηκε και το γεγονός αυτό έγινε η αφορμή της διακοπής των συζητήσεων για ειρήνη με τους Σελτζούκους.
Ο Αφσίν κινούμενος ανατολικά άρχισε τις λεηλασίες και καταστροφές και μεταξύ αυτών κατέστρεψε τις Χώνες στο θέμα Θρακησίων με πρωτοφανή αγριότητα (αν και σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς, οι Χώνες μπορεί να καταστράφηκαν πριν τη μάχη της Σεβάστειας και την αυτομόληση του Χρυσόσκουλου). Η μάχη αυτή καθ’ εαυτή δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική, αλλά τα γεγονότα που ακολούθησαν έφεραν ραγδαία επιδείνωση στις σχέσεις Σελτζούκων – Βυζαντινών και επιτάχυναν τις εξελίξεις που οδήγησαν στην καταστροφική ήττα από τους Σελτζούκους στο Μαντζικέρτ, το επόμενο έτος. O Μανουήλ Κομνηνός συμμετείχε στην εκστρατεία στο Μανζτικέρτ, αλλά αρρώστησε και πέθανε καθ’ οδόν.
Πηγή : https://cognoscoteam.gr/η-τουρκική-λαίλαπα-στην-μικρά-ασία-η-ά/
https://cognoscoteam.gr/%CE%B7-%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BA%CE%BF/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%BA%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%81%CF%84_(1054)
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_05b
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_12
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_13d
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_15

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου