Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Γεώργιος Μανιάκης : Ένας ηρωικός προστάτης του Βυζαντινού ελληνισμού σε Ανατολή και Δύση

Ο Γεώργιος Μανιάκης ήταν ένδοξος Βυζαντινός στρατηλάτης του 11ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε και πού γεννήθηκε. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι γεννήθηκε γύρω στο 1.000 μ.Χ. ή και λίγο αργότερα. Σημαντικότερο όμως είναι το πρόβλημα της καταγωγής του. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (πέθανε μεταξύ 1081 και 1092) γράφει ότι ήταν γιος του αξιωματούχου Γουδέλη (ο Γουδελίου του Μανιάκη υιός), μέλους δηλαδή μιας βυζαντινής οικογένειας γαιοκτημόνων που είχαν σημαντική επιρροή στη Μικρά Ασία. Ο Μιχαήλ Ψελλός αντίθετα γράφει ότι δεν καταγόταν από επιφανή οικογένεια και ότι η άνοδός του σε ψηλά στρατιωτικά αξιώματα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αξία και τις προσωπικές του διακρίσεις. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Μανιάκηδες ζούσαν στο θέμα των Ανατολικών στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στο τμήμα της χερσονήσου νοτιοδυτικά του κέντρου της. Οι Μανιάκηδες στο θέμα των Ανατολικών, ήταν μία από τις πολυάριθμες ομάδες βυζαντινών αριστοκρατικών οίκων. Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε επιβλητικό παράστημα και στεντόρεια φωνή. Ο Μιχαήλ Ψελλός στη Χρονογραφία του γράφει:
"Εγώ αυτόν τον άνδρα τον είδα και τον θαύμασα. Η φύση είχε συναρμόσει πάνω του όσα ταιριάζουν σε επίδοξο στρατηγό. Ήταν δέκα πόδια ψηλός το ανάστημα και όσοι τον κοιτούσαν έπρεπε να σηκώσουν το κεφάλι σαν να αντίκριζαν καμιά κολόνα ή καμιά βουνοκορφή. Δεν υπήρχε τίποτα τρυφερό, τίποτε μειλίχιο στη μορφή του- έμοιαζε αντιθέτως σαν καταστροφικός ανεμοστρόβιλος. Δεν μιλούσε, βροντούσε ενώ τα χέρια του μπορούσαν και τείχη να σείσουν και χάλκινες πύλες να συντρίψουν. Σαν λιοντάρι ορμούσε κοιτώντας με τρομακτική βλοσυρότητα".
Στα τέλη του 1029 και το 1030 δύο μεγάλες βυζαντινές στρατιές υπό τον «κατεπάνω» Αντιόχειας Μιχαήλ Σπονδύλη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ’ Αργυρό (1028-1034) υπέστησαν συντριπτικές ήττες στη βόρεια Συρία από τους Άραβες του Χαλεπίου που πήραν θάρρος και αποφάσισαν να επεκτείνουν τις επιδρομές τους μέχρι τις περιοχές του Ταύρου στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Ο Ρωμανός υποχρεώθηκε τον επόμενο χρόνο (1031) να υπογράψει μαζί τους συνθήκη ειρήνης. Την ίδια περίπου εποχή μεταξύ 1029 και 1030 ο Μανιάκης αν και πολύ νέος είχε ήδη διοριστεί στρατηγός-κυβερνήτης των πόλεων του ακριτικού θέματος Τελούχ (Telouch), που βρισκόταν στα σύνορα της ΝΑ Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας. Έδρες του Μανιάκη ήταν οι ακριτικές πόλεις Δολίχη/Τελούχ (σημ. Ντολούκ) και Σαμόσατα/Αρσαμόσατα (Sumaysat/Samsat), γενέτειρα του ρήτορα και σατιρικού συγγραφέα Λουκιανού (2ος αι.). Μετά την ήττα του το 1030 ο Ρωμανός Γ’ πήρε μια, ίσως τη μοναδική (Ι. Καραγιαννόπουλος) ,σωστή απόφασή του στον βυζαντινοισλαμικό πόλεμο. Ανέθεσε στον Μανιάκη αποκλειστικά τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων διορίζοντάς τον «κατεπάνω» (πρόκειται τίτλος ανώτατου στρατιωτικού και πολιτικού άρχοντα στο Βυζάντιο) και αρχιστράτηγο των βυζαντινών δυνάμεων του ανατολικού μετώπου και των ευφρατίδιων (δηλ. που βρίσκονταν κοντά στον Ευφράτη) πόλεων. 


Ο μεγάλος στρατηγός του 11ου αιώνα Γεώργιος Μανιάκης εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο μετά την ολέθρια ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Αζαζίου από τους Μιρδασίδες Άραβες του Χαλεπίου, τον Αύγουστο του 1030. Εκείνη την περίοδο ο Μανιάκης ήταν στρατηγός στην πόλη Τελούχ. H πόλη ήταν έδρα στρατηγίδος (η στρατηγίς ήταν υποδιαίρεση θέματος). Μετά τη νίκη τους στο Αζάζιον οι Άραβες σάρωναν και λεηλατούσαν τις αφύλακτες πλέον Βυζαντινές περιοχές βορειοανατολικά από την Αντιόχεια. Ένα απόσπασμα από 800 Άραβες εμφανίσθηκε στην Τελούχ και απαίτησε από τον Μανιάκη μετά γαύρου του φρονήματος (όπως λέει ο Ιωάννης Σκυλίτζης) να τους παραδώσει την πόλη. Ο Μανιάκης προθυμοποιήθηκε να τους την παραδώσει την επομένη, και αποβραδίς τους έστειλε φαγητά και κρασί. Όταν οι Άραβες μέθυσαν και κοιμήθηκαν, οι Βυζαντινοί τους κατέσφαξαν. Ο Μανιάκης έστειλε στον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ που είχε φτάσει ήδη στην Καππαδοκία, τα αυτιά και τις μύτες των νεκρών μαζί με 280 καμήλες από τα λάφυρα που οι Άραβες είχαν πάρει από τον Βυζαντινό στρατό στο Αζάζιον. Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός πολύ τα εκτίμησε όλα αυτά και διόρισε τον Μανιάκη Κατεπάνω Κάτω Μηδίας με έδρα τα Σαμόσατα της Οσροηνής. Παράλληλα, ο Μανιάκης πήρε τον τιμητικό τίτλο του Πρωτοσπαθάριου.


Το 1031, ο Μανιάκης, με την ιδιότητα του Κατεπάνω ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον της Έδεσσας, η οποία ανήκε στο κουρδικό εμιράτο των Μαρουανιδών (ή Μερβανιδών). Στο παρελθόν ήταν σπουδαία ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή πόλη μέχρι την κατάληψή της από τους Άραβες το 640. Κυβερνήτης της το 1031 ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Σουλεϊμάν («Σαλαμάνης ο Τούρκος» κατά τον Σκυλίτζη – αλλά μάλλον ήταν Κούρδος), ο οποίος είχε διοριστεί στη θέση αυτή από τον Μαρουανίδη εμίρη της Μαρτυρουπόλεως. Ο Σουλεϊμάν δωροδοκήθηκε από τον Μανιάκη και του παρέδωσε την πόλη μέσα στη νύκτα. Για κάποιο λόγο που δεν είναι ξεκάθαρος, ο Μανιάκης σε εκείνη τη φάση δεν πήρε όλη την πόλη, αλλά κατέλαβε μόνο μέρος των τειχών με τρεις οχυρούς πύργους. Προφανώς είτε ο Μανιάκης δεν είχε επαρκή δύναμη είτε η παράδοση δεν ήταν πλήρης εξαρχής. O Απομερβάνης, ο Κούρδος εμίρης του Μιεφερκείμ (της Μαρτυροπόλεως), όταν πληροφορήθηκε αυτήν την εξέλιξη, έσπευσε στην Έδεσσα με μεγάλο στρατό. Οι Μουσουλμάνοι προσπάθησαν να επιτεθούν στο τμήμα της οχύρωσης που κατείχαν οι Βυζαντινοί αλλά αποκρούσθηκαν. Βλέποντας ότι η άμυνα του αντιπάλου ήταν πολύ αποτελεσματική και μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, ο Απομερβάνης κατέστρεψε τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, τη λεηλάτησε και φορτώνοντας τα λάφυρα σε καμήλες, πυρπόλησε την υπόλοιπη πόλη και επέστρεψε στη Μαρτυρόπολη. Έχοντας το πεδίο ελεύθερο, ο Μανιάκης κατέλαβε την ακρόπολη που βρισκόταν στη μέση της πόλης, πάνω σε ένα βραχώδη λόφο, κάλεσε ενισχύσεις και ολοκλήρωσε με ασφάλεια την κατάληψη της Έδεσσας. Ήταν μια ακόμα εντυπωσιακή ενέργεια του Μανιάκη, που όπως έδειξε και η μετέπειτα πορεία του, ήταν πραγματικά χαρισματικός στρατηγός.


Ο μανιάκης ανακάλυψε στην Εδεσσα ένα ανεκτίμητο κειμήλιο: την ιδιόχειρη επιστολή που ο Ιησούς Χριστός είχε γράψει στα αραμαϊκά προς τον κυβερνήτη της έδεσσας Αύγαρο (ιδιόγραφον επιστολὴν του δεσπότου και κυρίου ιησού χριστού, την προς τον αύγαρον πεφθείσαν). Ο Μανιάκης έστειλε αμέσως το εύρημα στον αυτοκράτορα στην κωνσταντινούπολη. το γεγονός αυτό μαζί με αυτή καθαυτή την κατάληψη την έδεσσας που ήταν πολύ σημαντική, τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή. Η 
Έδεσσα υπήρξε η τελευταία προσθήκη εδαφών που έγινε στη Βυζαντινή επικράτεια στα νοτιοανατολικά. Τα επόμενα χρόνια, και μέχρι το τέλος, το Βυζάντιο είχε μόνο απώλειες εκεί. Η Έδεσσα έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, με διαλείμματα, για 50 χρόνια περίπου. Αργότερα απετέλεσε μέρος του Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας. Μετά την πήραν οι Σελτζούκοι και το 1099 έγινε έδρα Σταυροφορικού κρατιδίου. Οι Μουσουλμάνοι την ξαναπήραν το 1144.


Ο ικανότατος Γεώργιος Μανιάκης, ο Κατεπάνω της Κάτω Μηδίας, το 1031 κατέκτησε την πόλη ΄Εδεσσα και συνέχισε να έχει επιτυχίες τα επόμενα χρόνια εναντίον των Μουσουλμάνων στην άνω Μεσοποταμία και στις ανατολικές επαρχίες. Το 1038, ο Μανιάκης εκλήθη να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δυτικό μέτωπο, στη Σικελία. Η Σικελία, μια από τις πιο «ελληνικές» περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας, είχε χαθεί για τους Βυζαντινούς από τον 9ο αιώνα, όταν κατακτήθηκε από τους Άραβες.
Οι Βυζαντινοί από την εποχή του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου είχαν αρχίσει να σκέφτονται την ανάκτηση της Σικελίας. Υπήρχαν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό, ιδιαίτερα όταν Κατεπάνω Ιταλίας ήταν ο Βασίλειος Βοϊωάννης (1017-1027). Όμως κάποιες προσπάθειες που έγιναν τελικά το 1026 και το 1031, αποκρούσθηκαν από τους Μουσουλμάνους, που στη συνέχεια άρχισαν να επιτίθενται στα παράλια της Απουλίας και της Καλαβρίας. Το εμιράτο της Σικελίας ήταν τότε πρακτικά ανεξάρτητο, με χαλαρούς δεσμούς με το Βερβερικό εμιράτο της Ιφρικίγια, απέναντι στην σημερινή Τυνησία, όπου τυπικά υπαγόταν. Το 1034 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Σικελία. Ο εμίρης Γιουσούφ Αλ-Ακχάλ (1019-1036) προσπάθησε να αυξήσει τους φόρους και αυτό έδωσε αφορμή να ξεσπάσει εξέγερση με ηγέτη τον Αμπού Χαφς (ο Σκυλίτζης τον αποκαλεί «Απόχαψ» και είναι η μόνη ιστορική πηγή που αναφέρει ότι ήταν αδερφός του εμίρη). Ο Εμίρης Αλ-Μουίζ του Καϊρουάν (δηλ. της Ιφρικίγια) που έψαχνε ευκαιρία να παρέμβει, έστειλε τον γιο του Αμπντουλάχ με 6.000 πολεμιστές για να υποστηρίξει τους στασιαστές. Ο Αλ-Ακχάλ ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση ζήτησε τη βοήθεια των Βυζαντινών, οι οποίοι δεν είχαν καμία αντίρρηση. Έτσι, υπεγράφη συμφωνία ειρήνης το 1035, ενώ ο Αλ-Ακχάλ έλαβε τον τίτλο του μαγίστρου. Συγχρόνως, το Βυζάντιο δεσμεύθηκε να στείλει στρατό για να βοηθήσει.


Ο Γεώργιος Μανιάκης μετά από μεσολάβηση της αυτοκράτειρας Ζωής τέθηκε επικεφαλής με τον τίτλο Στρατηγός Αυτοκράτωρ. Δεν ήταν όμως μόνος του στη ηγεσία. Συναρχηγός στην εκστρατεία ήταν ο Στέφανος, αδερφός του αυτοκράτορα (και συζύγου της Ζωής) Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα με τον τίτλο Άρχων του Στόλου. Στην εκστρατεία συμμετείχαν στρατιώτες από τα τάγματα του τακτικού στρατού και επιπλέον Αρμένιοι και Παυλικανοί. Επίσης συμμετείχαν 500 από τη φρουρά των Βαράγγων με αρχηγό τον μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας Χάραλντ Χαρντράαντε. Όταν έφτασαν στη Σικελία οι Βυζαντινοί ενισχύθηκαν από ντόπιους Κονταράτους (ή Κονδεράτους —επίστρατους αγρότες με ελαφρύ οπλισμό) της Απουλίας και της Καλαβρίας με επικεφαλής τον Λομβαρδό Αρδουίνο. Επίσης ο πρίγκιπας του Σαλέρνο, ο οποίος ήταν σύμμαχος των Βυζαντινών, έστειλε 300 Νορμανδούς μισθοφόρους. Αρχηγός των Νορμανδών ήταν ο Γουλιέλμος ντε Ωτβίλ ο Σιδηρόχειρ. Στο μεταξύ το 1036 ή το 1037 ο Αλ Αλκάλ σκοτώθηκε, και ηγέτης των Μουσουλμάνων της Σικελίας («Βαλής») έγινε ο Αμπντουλάχ, ο γιος του Αλ Μουίζ. Οι Βυζαντινές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Ρήγιο της Νότιας Ιταλίας το 1038 και το ίδιο έτος πολιορκήθηκε και κατελήφθη η Μεσσήνη (Messina).


Οι Άραβες της νήσου όταν είδαν πώς εξελίσσεται η κατάσταση, παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές και προσπάθησαν να οργανώσουν από κοινού την άμυνά τους έχοντας λάβει και ενισχύσεις 50.000 ανδρών (το νούμερο είναι ίσως λίγο υπερβολικό) από τον εμίρη Αλ-Μουίζ της Τυνησίας. Συγκέντρωσαν έτσι ένα πολυάριθμο στράτευμα το οποίο έσπευσε να αντιμετωπίσει τον Βυζαντινό στρατό. Δεν είναι γνωστό ποιος ήταν ο αρχηγός του Μουσουλμανικού σε αυτήν την πρώτη μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη θέση «Ρήματα» κοντά στην πόλη Ρομέττα(2), πολύ κοντά στη Μεσσήνη. H Ρομέττα ήταν σε θέση κλειδί για το πέρασμα προς την ενδοχώρα της Σικελίας και είχε γίνει και κατά το παρελθόν θέατρο συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ήταν μια μεγάλη και αιματηρή μάχη. Οι Βάραγγοι και κυρίως οι Νορμανδοί μισθοφόροι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο (σύμφωνα με δυτικές πηγές). Οι Άραβες νικήθηκαν κατά κράτος και είχαν βαρύτατες απώλειες. Το φονικό ήταν τέτοιο, που ο παρακείμενος ποταμός βάφτηκε κόκκινος από το αίμα.
Όπως το περιγράφει ο Σκυλίτζης: «και τρέπεται κατά κράτος τους Καρχηδονίους ο Μανιάκης, τοσούτου γενομένου φόνου, ως τον παραρρέοντα ποταμόν πλημμυρήσαι τω αίματι.» Στη μάχη συμμετείχε και ως αρχηγός του Βυζαντινού ιππικού και ο μετέπειτα διακεκριμένος στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος.


Σύμφωνα με τον Ψελλό, ο Μανιάκης είχε ύψος 10 πόδια, δηλαδή πάνω από 3 μέτρα! (10 πόδια μάλλον είναι αντίστοιχο της σημερινής έκφρασης «δίμετρος», που σημαίνει, αόριστα, πολύ ψηλός)Υπερβολικό βεβαίως, αλλά ήταν σίγουρα πελώριος.
Ήταν ταπεινής καταγωγής, αυτοδημιούργητος. Ασυγκράτητος πολεμιστής στη μάχη, με τεράστια χέρια, βροντερή φωνή, με άγρια όψη, πιθανότατα μονόφθαλμος. Προκαλούσε φόβο και δέος σε εχθρούς και φίλους (ακόμα και στους Βαράγγους). Είχε υψηλή νοημοσύνη και ήταν εξαίρετος. Μετά τη νίκη στη Ρομέττα, ο Μανιάκης κατέκτησε πολύ γρήγορα 13 πόλεις της Σικελίας. Η ήττα των Αράβων ήταν μεγάλη αλλά όχι οριστική. Αντιστέκονταν ακόμα σε αρκετές πόλεις στα δυτικά (όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν πλέον Μουσουλμάνοι). Ο επόμενος στόχος ήταν οι Συρακούσες, που οι Βυζαντινοί πολιορκησαν, αλλά χωρίς άμεσα αποτελέσματα.


Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε αποβιβαστεί στη Σικελία με ισχυρό στρατό το 1038. Την ίδια χρονιά είχε κατακτήσει τη Μεσσήνη και νίκησε ένα μεγάλο αραβικό στρατό στη Ρομέττα. Μετά από εκείνη τη μάχη, κατέκτησε πολύ γρήγορα άλλες 13 πόλεις στη Σικελία. Σταδιακά, μέσα σε δύο χρόνια, οι Βυζαντινοί είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους την ανατολική πλευρά της Σικελίας. Ο επόμενος στόχος ήταν οι Συρακούσες, όπου όμως η πολιορκία τραβούσε σε μάκρος. Οι Άραβες που ακόμα αντιστέκονταν στο υπόλοιπο νησί πήραν και πάλι σημαντικές ενισχύσεις από τη Βόρεια Αφρική. Ένας μεγάλος στρατός με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ, γιο του εμίρη του Κουεράν (στη σημερινή Τυνησία), κινήθηκε προς τα νοτιοανατολικά, στα μετόπισθεν του Βυζαντινού στρατού. Ο Μανιάκης αντέδρασε γρήγορα και παίρνοντας τον στρατό από τις Συρακούσες κινήθηκε εναντίον τους. Το κλίμα στον Βυζαντινό στρατό δεν ήταν καθόλου καλό λόγω των αντιθέσεων μεταξύ του Γεωργίου Μανιάκη και του Στέφανου Καλαφάτη, συναρχηγού της εκστρατείας και αδερφού του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’.


Οι Άραβες είχαν στρατοπεδεύσει σε μία ομαλή και εκτεταμένη πεδιάδα (υπτία και αναπεπταμένη), η οποία ονομαζόταν Δραγίναι ή Δραγγίναι, στις δυτικές πλαγιές της Αίτνας, 15χλμ βορειοανατολικά από την πόλη Τροίνα, τηρώντας στάση αναμονής (ο Καρχηδόνιος... εκαιροσκόπει τον πόλεμον). Ο Μανιάκης που ήθελε να έχει πάντα την πρωτοβουλία κινήσεων βάδισε εναντίον τους. Προηγουμένως έδωσε οδηγίες στον Στέφανο να φυλάξει με τον στόλο τα παράλια, για να μην έχουν οι Άραβες τρόπο διαφυγής. O Μανιάκης παρέταξε τον στρατό του σε 3 πτέρυγες που επιτέθηκαν η μία μετά την άλλη. Την ώρα της μάχης μια δυνατή καταιγίδα σήκωσε σύννεφο σκόνης που τύφλωσε και αποδιοργάνωσε τελείως τους Άραβες. Οι Βυζαντινοί, για να αποφύγουν τα τριβόλια (μεταλλικές αγκαθωτές παγίδες) που είχαν σκορπίσει οι Άραβες στο πεδίο της μάχης, φόρεσαν στα πόδια των αλόγων μεταλλικές θήκες, σαν παπούτσια. Η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική, καθώς οι Σαρακηνοί δεν ήταν προετοιμασμένοι να αμυνθούν σε επίθεση ιππικού και μάλιστα μέσα σε πυκνό σύννεφο σκόνης. Σύντομα η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή. Κατά τον Σκυλίτζη, οι απώλειες των Αράβων ήταν και πάλι (όπως στη Ρομέττα) πάνω από 50.000!
Όμως ο αρχηγός των Σαρακηνών, ο Αμπντουλάχ, διέφυγε από το πεδίο της μάχης και φτάνοντας στην ακτή επιβιβάστηκε σε ένα γρήγορο πλοιάριο και κατόρθωσε να ξεφύγει από τον στόλο του Στεφάνου. Όταν ο Μανιάκης έμαθε πως ο Αμπντουλάχ απέδρασε έγινε έξω φρενών. Θεώρησε υπεύθυνο τον Στέφανο, τον οποίο έβρισε και προπηλάκισε δημοσίως αποκαλώντας τον άνανδρο, τεμπέλη και προδότη. Επιπλέον τον χτύπησε κατ’ επανάληψιν στο κεφάλι με τον σειρομάστη (είδος μαστιγίου με πολλά λουριά και σφαιρίδια στις άκρες). Παρόμοιο επεισόδιο σημειώθηκε και με τον Λομβαρδό αρχηγό των Ιταλών επιστράτων, τον Αρδουίνο: ο Μανιάκης έδωσε εντολή να μαστιγωθεί εξαιτίας ενός αλόγου που ο Αρδουίνος ήθελε να κρατήσει για λάφυρο αρνούμενος να το δώσει στον Μανιάκη.


Τα δύο αυτά επεισόδια είχαν καταστρεπτικές συνέπειες. Κατ’ αρχήν ο Αλδουίνος με τους Λομβαρδούς και τους Κονταράτους αποχώρησαν άμεσα από τον στρατό του Μανιάκη. Το χειρότερο, ο Στέφανος έγραψε επιστολή στον αδελφό του τον Ιωάννη τον Ορφανοτρόφο, που εκείνη την περίοδο ήταν ο ισχυρός άνδρας του Βυζαντίου, συκοφαντώντας τον Μανιάκη ότι συνωμοτεί εναντίον του αυτοκράτορα με σκοπό να σφετεριστεί τον θρόνο. Λίγο μετά οι Βυζαντινοί κατέλαβαν επιτέλους τις Συρακούσες, αλλά ενώ ο Μανιάκης ετοιμαζόταν να συνεχίσει προς το Παλέρμο, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου διαπομπεύτηκε και φυλακίστηκε. Τη διοίκηση του στρατού στη Σικελία ανέλαβε ο Στέφανος μαζί με κάποιον ευνούχο πραιπόσιτο ονόματι Βασίλειος Πεδιαδίτης.


Ο Μανιάκης έχτισε ναό στο πεδίο της μάχης στον οποίο δώρισε εικόνα αγιογραφημένη από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο ναός, μετά την αποτυχία της εκστρατείας, έμεινε πολλά χρόνια ερημωμένος. Πολύ αργότερα, το 1172 η Μαργαρίτα της Ναβάρας, μητέρα του Νορμανδού βασιλιά της Σικελίας, έχτισε εκεί τη μονή Abbazia di Santa Maria di Maniace (Σάντα Μαρία του Μανιάκη), που υπάρχει μέχρι σήμερα και λειτουργεί ως μουσείο. Επίσης η επαρχία της Κατάνιας γύρω από το σημείο ακόμα και σήμερα λέγεται Maniace. Η νίκη σε αυτήν τη μάχη ήταν πολύ μεγάλη, αλλά η κακή συμπεριφορά του Μανιάκη πυροδότησε εξελίξεις που τελικά έφεραν την καταστροφή. Μετά την αποχώρηση και φυλάκιση του Μανιάκη, η πλήρης ανικανότητα των αντικαταστατών του είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα κέρδη των προηγούμενων 2 χρόνων. Πολύ γρήγορα, όλες οι πόλεις ανακτήθηκαν από τους Άραβες εκτός από τη Μεσσήνη. Ο Στέφανος σκοτώθηκε και ο Βασίλειος κατέφυγε στην Απουλία. Στο μεταξύ άρχισαν τα προβλήματα με Λομβαρδούς και Νορμανδούς.
Πηγή :
https://www.protothema.gr/stories/article/1014492/georgios-maniakis-o-endoxos-vuzadinos-stratigos-tou-11ou-aiona-kai-to-adoxo-telos-tou/
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_05
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_06
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_06a

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου