Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Β) - Η γέννηση των Ολυμπίων θεών και η συμπεριφορά του Προμηθέα

Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ. Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς. Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό. Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα. Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης. Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέν- νησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά. Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ. Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλι- στούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίστρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες, τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο. Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή Ουρανία, την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη, τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη, την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες. Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες στη γη και στα βάθη των λιμνών και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών. Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα. Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους. Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό. Ενώ η Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα, και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση. 
Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό. Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία, ξακουστά παιδιά. Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός. Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό Δία. Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς. Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο. Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα. Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος. Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί του. Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε. Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει. Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό. Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς. Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα. Κι είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά). Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή. Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές. 
Η Ρέα εξαναγκασμένη από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά γη με την βροντή του. Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους. Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλ’ όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή. Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας, τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό. Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα, τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα και την ισχύ του γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε κατα- πιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι. (Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην παραφροσύνη του. Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία. Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς). Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’ ακούραστα χέρια του. Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη. Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος. 
Πηγή : Πηγές  κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια  :  Αθανάσιος  Γιάννης,  Leipzig,  Germany,  Σεπτέμβριος  2010)   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου