Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Α) - Η δημιουργία του κόσμου και η γέννηση των πρώτων θεών

Χαίρετε  τέκνα  του  Δία  και  δώστε  το  μαγευτικό  τραγούδι.  Δοξάστε  την  ιερή  γενιά  των αιώνιων  αθανάτων  που  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γη  και  τον  γεμάτο  αστέρια  Ουρανό  και  τη Νύχτα  τη  σκοτεινή,  κι  αυτούς  που  έτρεφε  ο  Πόντος  ο  αλμυρός.  Και  πείτε  πως  πρώτα γεννήθηκαν  οι  θεοί  κι  η  Γη  κι  οι  ποταμοί  και  ο  απέραντος  Πόντος  με  τα  μανιασμένα  κύματα και  τ’  αστέρια  τα  λαμπρά,  κι  ο  Ουρανός  ψηλά  ο  πλατύς  κι  αυτούς  που  γεννήθηκαν  απ’ τους  θεούς,  τους  δωρητές  των  αγαθών,  και  πως  μοιράστηκαν  τα  πλούτη  και  χώρισαν  τ’ αξιώματα  και  πως  ακόμη  κατάκτησαν  τον  Όλυμπο  με  τις  πολλές  χαράδρες.  Αυτά  να  μου αφηγηθείτε  Μούσες  που  έχετε  τ’  ανάκτορα  του  Ολύμπου,  απ’  την  αρχή  και  λέγοντας  μου ποιό  έγινε  πρώτα  απ’  αυτά.  Στην  αρχή  γεννήθηκε  το  Χάος,  κι  έπειτα  η  πλατύστηθη  Γαία παντοτινός  και  ασφαλής  τόπος  των  αθανάτων  που  εξουσιάζουν  τις  χιονισμένες  κορφές  του Ολύμπου  και  τα  σκοτεινά  Τάρταρα  στα  βάθη  της  γης  με  τους  πλατείς  δρόμους.  Μετά  ο Έρως  που  είναι  ο  ωραιότερος  ανάμεσα  στους  αθάνατους  θεούς,  που  λύνει  τα  μέλη  όλων των  θεών  και  των  ανθρώπων  και  δαμάζει  στα  στήθεια  την  καρδιά  και  τον  νου.  Από  το Χάος  ακόμη  δημιουργήθηκαν  το  Έρεβος  κι  η  μαύρη  νύχτα.  Κι  απ’  τη  Νύχτα  γεννήθηκε  ο Αιθέρας  κι  η  Ημέρα,  που  τα  γέννησε  σμίγοντας  ερωτικά  με  το  Έρεβος.  Η  Γη  πρώτα γέννησε  τον  γεμάτο  αστέρια  Ουρανό,  ίσο  με  αυτήν  να  την  καλύπτει  από  παντού  και  να είναι  για  πάντα  ασφαλής  τόπος  για  τους  μακάριους  θεούς.  Και  γέννησε  τα  ψηλά  Όρη, χαριτωμένους  τόπους  των  Νυμφών,  των  θεαινών  που  κατοικούν  στα  δασωμένα  βουνά.  Κι αυτή  γέννησε  και  τον  Πόντο,  το  ατέλειωτο  πέλαγος,  με  τα  μανιασμένα  κύματα,  χωρίς ερωτικό  σμίξιμο.  Έπειτα  αφού  πλάγιασε  με  τον  Ουρανό,  γέννησε  τον  βαθύ  Ωκεανό,  τον Κοίο,  τον  Κριό,  τον  Υπερίωνα,  τον  Ιαπετό,  τη  Θεία,  τη  Ρέα,  τη  Θέμιδα,  τη  Μνημοσύνη,  τη χρυσοστεφανωμένη  Φοίβη,  και  τη  χαριτωμένη  Τηθύα.  Μετά  απ’  αυτούς  γεννήθηκε  ο δόλιος  Κρόνος,  ο  φοβερώτερος  απ’  όλους  τους  γυιούς,  που  μίσησε  τον  θαλερό  γονιό  του. Και  γέννησε  μετά  τους  Κύκλωπες  με  την  ατρόμητη  καρδιά,  τον  Βρόντη,  τον  Στερόπη  και τον  ορμητικό  Άργη,  οι  οποίοι  έδωσαν  στον  Δία  τη  βροντή  και  έφτειαξαν  τον  κεραυνό.  Κι ήσαν  όμοιοι  σ’όλα  με  τους  θεούς,  μόνο  που  είχαν  ένα  μάτι  στη  μέση  του  μετώπου  τους.  Κι ήταν  γνωστοί  με  τ’  όνομα  Κύκλωπες  γιατ’  είχαν  στο  μέτωπό  τους  το  στρογγυλό  μάτι.  Ήταν ισχυροί  κι  ορμητικοί  και  επινοητικοί  στα  έργα  που  έκαναν  και  τους  είχαν  μεγαλώσει  και μάθει  να  μιλούν  οι  θεοί.  Μετά  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γαία  και  τον  Ουρανό,  άλλοι  τρεις  γυοί μεγάλοι  και  φοβεροί  –καλύτερα  μη  τους  βάζεις  στο  στόμα  σου-,  ο  Κόττος,  ο  Βριάρεως  και ο  Γύης  παιδιά  υπερήφανα.  Απ’  τους  ώμους  τους  σάλευαν  εκατό  χέρια  που  δεν  μπορούσες να  τα  ζυγώσεις  και  για  τον  καθένα  πενήντα  κεφάλια  φύτρωναν  απ΄τους  ώμους  πάνω  στα στιβαρά  τους  μέλη.  Κι  είχαν  ισχύ  ακατανίκητη  και  φοβερή  όσο  το  ανάστημά  τους.  Τους φοβερώτερους  γυιούς,  απ’  όσους  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γαία  και  τον  Ουρανό,  τους εχθρευόταν  απ’  την  αρχή  ο  πατέρας  τους  και  μόλις  γεννιόταν  ο  καθένας  τον  έκρυβε  στα έγκατα  της  Γης  και  δεν  τους  άφηνε  ν’  ανέβουν  στο  φως.  Και  χαιρόταν  με  το  κακό  του  έργο ο  Ουρανός.  Αλλά  η  πελώρια  Γη  βαρυγγομούσε  από  μέσα  της  και  σκέφτηκε  ένα  δόλιο  και κακό  τέχνασμα.  Αμέσως  γέννησε  το  γκρίζο  ατσάλι  κι  έφτιαξε  ένα  μεγάλο  δρεπάνι  κι εξήγησε  στους  αγαπημένους  της  γυιούς  τι  να  κάνουν.  Και  δίνοντας  τους  θάρρος  και  με πόνο  στην  καρδιά  τους  είπε:  «Παιδιά  δικά  μου  που  έχετε  πατέρα  κακούργο,  αν  θέλετε  να μ’ακούσετε,  μπο-  ρούμε  να  τιμωρήσουμε  την  αδικία  του  πατέρα  σας  μιας  κι  αυτός  άρχισε πρώτος  τις  άτιμες  πράξεις».   
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο  που  δίνουν  το  καλό  και  το  κακό  στους  θνητούς  όταν  γεννιούνται),  που  κυνηγούν τα  παραπτώματα  θεών  κι  ανθρώπων  και  δεν  σταματούν  ποτέ  οι  θεές  την  τρομερή  οργή τους  πριν  να  ξεπληρωσει  το  χρέος  του  όποιος  έχει  αμαρτήσει.  Και  γέννησε  τη  Νέμεση, συμφορά  για  τους  θνητούς  ανθρώπους  η  ολέθρια  Νύχτα,  και  μετά  την  Απάτη  και  τη Φιλότητα,  το  καταραμένο  Γήρας  και  την  ακατάβλητη  Έριδα.  Μετά  η  μισητή  Έρις  γέννησε τον  βασανιστή  Πόνο,  τη  Λήθη,  την  Πείνα  και  τις  Οδύνες  που  φέρνουν  δάκρυα,  τις Συμπλοκές,  τις  Μάχες,  τους  Φόνους,  τους  Ανδροσκοτωμούς,  τις  Φιλονικίες,  τις Ψευδολογίες,  τις  Διαφωνίες,  την  Κακονομία,  την  Άτη  που  πάνε  συνήθως  μαζί,  και  τον Όρκο  που  τυρρανά  τους  πιο  πολλούς  ανθρώπους  στη  γη,  όταν  με  τη  θέλησή  τους  γίνονται επίορκοι. 
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της. 
Πηγή : Πηγές κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Leipzig, Germany, Σεπτέμβριος 2010)   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου