Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Οι Αρμένιοι στο Βυζάντιο : Η αρχαία ελληνική καταγωγή της αριστοκρατίας της Αρμενίας και ο επαναπατρισμός στα ελληνικά εδάφη της βυζαντινής Μικράς Ασίας

Οι όροι Αρμένιοι και Αρμενία ήσαν σε χρήση στους γειτονικούς λαούς, ενώ οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται με τις ονομασίες Χαΐ = Αρμένιος (Hay) – πληθ. Χαΐκ (Hayk) και Χαϊαστάν (Hayastan) =Αρμενία. Οι Αρμένιοι θα πάρουν μέρος το 480 π.Χ. στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος και με αυτήν την αφορμή αναφέρονται (Ζ΄ 73) και πάλι, με την πρόσθετη πληροφορία ότι είχαν την ίδια στρατιωτική εξάρτηση με τους Φρύγες, διότι ήσαν άποικοί τους: «…εόντες Φρυγών άποικοι…». Ένας άλλος αρχαίος γεωγράφος και μαθηματικός ο Εύδοξος ο Κνίδιος, στο έργο του «Γης περίοδος», αναφέρεται (μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.) στην σχέση μεταξύ Φρυγών και Αρμενίων, σύμφωνα με απόσπασμά του που παραθέτει ο Στέφανος Βυζάντιος στο σχετικό λήμμα: «…Αρμένιοι δε το μεν γένος εκ Φρυγίας και τη φωνή πολλά φρυγίζουσι…». Αξιοπερίεργη είναι η αναφορά του στην «Αρχαιολογία» (=αρχαία ιστορία), της Αρμενίας όπου καταγράφονται οι ισχυρισμοί κάποιων Θεσσαλών (Μήδιος από την Λάρισα και Κυρσίλος από τα Φάρσαλα), που συμμετείχαν στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ότι η ονομασία της προήλθε από κάποιον Θεσσαλό (ή Ρόδιο, όπως αναφέρει ο Στεφ. Βυζ.) Άρμενο, ο οποίος «…συνεστράτευσεν Ιάσονι εις την Αρμενίαν…» και από αυτόν πήρε το όνομά της η χώρα. Οι ίδιες διηγήσεις υποστηρίζουν ότι από τους συντρόφους του Άρμενου, άλλοι κατοίκησαν στην Ακιλισηνή, που μέχρι τότε κατείχαν οι Σωφηνοί και άλλοι την Συσπιρίτιδα (ή Σασπειρίτιδα) χώρα (που κατοικούσαν οι Σάσπειρες του Ηροδότου), έως την Καλαχηνή και την Αδιαβηνή, έξω από τα όρια της Αρμενίας. Επί πλέον αναφέρει και τον ισχυρισμό ότι τα ρούχα των Αρμενίων θεωρούνται επίσης Θεσσαλικής προέλευσης. Τέλος, μια άλλη αξιοπερίεργη αναφορά, είναι και η καταγραφή της παράδοσης που θέλει το όνομα του ποταμού Αράξη να προέρχεται από το παλαιότερο όνομα του Πηνειού της Θεσσαλίας, ο οποίος κατά τον Στράβωνα ονομαζόταν αρχικά Αράξης, που σημαίνει «σχίστης», επειδή διαχώρισε «…απαράξαι…» την Όσσα από τον Όλυμπο και το ρήγμα ονομάσθηκε Τέμπη. 
Επανερχόμενοι στο ζήτημα της εθνογένεσης των Αρμενίων, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι απόψεις των ερευνητών δεν είναι ξεκαθαρισμένες, όπως ήδη τονίσαμε. Όλοι όμως συμφωνούν ότι η εμφάνιση των Πρωτο-Αρμενίων στις περιοχές δυτικά από την λίμνη Βαν, συνδέεται με την μεγάλη Φρυγική μετανάστευση από την ΝΑ Ευρώπη στην Μικρά Ασία, η οποία χρονολογείται στα τέλη περίπου του 13ου αιώνα π.Χ.. Τα φρυγικά και θρακικά φύλα που πήραν μέρος στην εισβολή, φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Τρωάδα και στις γύρω περιοχές. Σύντομα όμως, ο κύριος όγκος των Φρυγών θα συνεχίσει προς τα ανατολικά, προκαλώντας (κατά την επικρατέστερη άποψη) ή απλώς επωφελούμενοι (κατά μία άλλη εκδοχή), από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Ένα μεγάλο μέρος των Φρυγών θα εγκατασταθεί στην περιοχή του ποταμού Σαγγάριου, όπου αργότερα η πόλη Γόρδιον θα αναδειχθεί σε πρωτεύουσα του Φρυγικού Βασιλείου. Η περιοχή θα ονομασθεί Φρυγία.
Φαίνεται όμως ότι ένα τμήμα των εισβολέων θα συνεχίσει την πορεία προς τα ανατολικά και στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα π.Χ. θα φθάσει στα σύνορα της Ασσυριακής επικράτειας. Αυτό προκύπτει από τα ασσυριακά Αρχεία της εποχής, από τα οποία πληροφορούμαστε ότι (γύρω στο 1160 π.Χ.) ένας μεγάλος στρατός των Μούσκι (Mushki), προερχόμενος από την κατεύθυνση της Μ. Ασίας, αφού διασχίσει τα βουνά του Ταύρου, θα καταλάβει περιοχές της Ασσυριακής επικράτειας, όπου θα εγκατασταθούν.
Οι ασσυριακές πηγές αναφέρουν συγκεκριμένα ότι οι εισβολείς κατέλαβαν τα υποτελή στους Ασσύριους βασίλεια του Άλζι (Alzi/Alshe) και Πουρουλούμζι (Purulumzi/Purukuzi), στα οποία εγκαταστάθηκαν. Το βασίλειο του Άλζι γνωρίζουμε σήμερα ότι περιελάμβανε τις εκτάσεις δυτικά της λίμνης Βαν, στην συμβολή του άνω ρου του Ευφράτη με τον παραπόταμό του Αρσανία (σημερ. Murat Su).
Πενήντα χρόνια περίπου αργότερα, το έτος 1115 π.Χ. τα ασσυριακά στρατεύματα κάτω από την διοίκηση του νέου αυτοκράτορά τους, Τιγλάθ-Φαλασάρ Ι (Tiglath-pileser 1115-1077 π.Χ.), θα νικήσουν αποφασιστικά και θα ανακόψουν την επιδρομή μιας μεγάλης στρατιάς («20.000 άνδρες», αναφέρουν τα Αρχεία) Μούσκι σε μια θέση στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Τίγρη, ΒΔ της τότε ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευΐ και θα συλληφθούν 6.000 αιχμάλωτοι, οι οποίοι θα μεταφερθούν πιθανόν στην ΒΑ Συρία. Εικάζεται ότι η αρχαία Αρμενική ανήκε σε έναν κλάδο της Θρακικής ομάδας, αλλά λόγω των περιορισμένων γνώσεών μας για τις αρχαίες θρακικές διαλέκτους, είναι αδύνατον να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα. Ορισμένοι ερευνητές πίστευαν μέχρι σχετικώς πρόσφατα, ότι οι «Πρωτο-Αρμένιοι» συμμετείχαν μεν στην μεγάλη ομάδα των φρυγικών και θρακικών φύλων που εισέβαλαν στα τέλη του 13ου αιώνα στην Μικρά Ασία, αλλά παρέμειναν αρχικά κάπου στην δυτική ή κεντρική Μ. Ασία και από εκεί μετακινήθηκαν προς τις ανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας, μόνον μετά την κατάρρευση του Φρυγικού Βασιλείου που προκλήθηκε από τις επιδρομές των Κιμμερίων, το πρώτο μισό του 7ου αιώνα π.Χ.
Σήμερα, οι απόψεις για την πρώϊμη εγκατάσταση πρωτο-αρμενικών φύλων στις βορειοανατολικές περιοχές της Μ. Ασίας είναι οι επικρατέστερες και όλα τα νεώτερα στοιχεία τείνουν να ενισχύσουν αυτήν την θεωρία. Τα Πρωτο-Αρμενικά φύλα έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στην κοιλάδα του άνω ρου του ποταμού Τίγρη, μια περιοχή που μνημονεύεται με το όνομα Σουμπρία (Shubria). Στα ΒΑ αυτού του βασιλείου τοποθετείται η χώρα της Άρμε ή Ούρμε (Arme/Urme), ενώ στα ΒΔ η χώρα Άλζι (Alzi/Alshe) και το ομώνυμο βασίλειο. Νεώτερα όμως στοιχεία και πληροφορίες, υποδεικνύουν ότι η περιοχή όπου επίσης είχαν εγκατασταθεί ήδη Πρωτο-Αρμενικά φύλα, ήσαν και οι εκτάσεις στα δυτικά αυτών των χωρών, πέρα από τις δυτικές όχθες του άνω Ευφράτη και γύρω από την πόλη Μελίντ (Melid = Μελιτηνή, σημερ. Μαλατυά-Malatya) της Καππαδοκίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου Νεο-χιττιτικού κρατιδίου. Οι κάτοικοι της περιοχής ήσαν Λούβιοι και θα συγχωνευθούν βαθμιαία με τα Πρωτο-Αρμενικά φύλα τους επόμενους αιώνες, στην διάρκεια των οποίων αυτές οι περιοχές θα αποτελέσουν τμήμα του περίφημου Βασιλείου της Ουραρτού.
Ουσιαστικά ο Αρμενικός λαός διαμορφώθηκε από την συγχώνευση των Πρωτο-Αρμενικών φύλων με τους Χουρριτο-Ουράρτιους που ήσαν εγκατεστημένοι στις περιοχές γύρω από την λίμνη Βαν. Αν προσθέσουμε σε αυτούς και τα Χιττιτο-Λουβικά φύλα των γειτονικών περιοχών (π.χ. Μελιτηνή), που απορροφήθηκαν κατά καιρούς στην περίοδο των αρχικών εγκαταστάσεων, καθώς και κάποια φρυγικά στοιχεία ακόμη παλαιότερα, τότε θα έχουμε μια πλήρη εικόνα του ανθρωπολογικού μωσαϊκού από το οποίο προέκυψε ο Αρμενικός λαός.
Μερικές φρυγικές φυλές, χρησιμοποιώντας τη Φρυγία σαν ορμητήριο, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Καππαδοκίας εμφυτεύοντας σε αυτήν τη φρυγική γλώσσα τους. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και οι Μούσκοι (Mushki) των Ασσυριακών πηγών. Οι Πρωτο-Αρμένιοι ήταν άλλος φρυγικός κλάδος ο οποίος εγκαταστάθηκε πέρα από την Καππαδοκία, στα ανατολικά του Ευφράτη, και αποτέλεσε τη βάση του σύγχρονου αρμενικού έθνους. Οι Πέρσες και οι άλλοι Ιρανοί αποκαλούσαν «Αρμίνα» την Αρμενία και τους Αρμένιους, το οποίο όνομα θεωρείται ότι ανήκε στους εισβάλλοντες Φρύγες (μερικοί μελετητές θεωρούν ότι οι εν λόγω Φρύγες ήταν οι Μούσκοι). Ωστόσο οι σύγχρονοι Αρμένιοι χρησιμοποιούν το εθνωνύμιο «Χαγέρ» (Hayer) του προαρμενικού πληθυσμού, δηλαδή των Ουραρντού και Χουρριτών κατοίκων της χώρας Άζζι-Χαγιάσα (Azzi-Hayassa) των χιττιτικών αρχείων. Το σύγχρονο εθνωνύμιο τους υποδεικνύει ότι ο προφρυγικός πληθυσμός διατήρησε σημαντικό ρόλο στο νέο έθνος που δημιουργήθηκε και δεν υποτάχθηκε στους νεοφερμένους Φρύγες αλλά πιθανώς ενώθηκε μαζί τους μετά από συμβιβασμό. Παρότι οι παλαϊκές, χιττιτικές, ουραρτικές και χουρριτικές διάλεκτοι των προ-φρυγικών γηγενών της Καππαδοκίας και της Αρμενίας επιβίωσαν για αρκετούς αιώνες, η νεοφερμένη φρυγική επικράτησε στις δύο χώρες – δείγμα της ζωτικότητας των μάλλον ολιγάριθμων Φρυγών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η στενή συγγένεια των γλωσσών των καθαυτό Φρυγών (της Μεγάλης Φρυγίας), των Καππαδόκων και των Αρμενίων της Ρωμαϊκής Περιόδου. Λόγω της ιρανικής επίδρασης, η καππαδοκική και η αρμενική γλώσσα διαχωριστήκαν σε σημαντικό βαθμό από τη «γνήσια» φρυγική της Φρυγίας, Πισιδίας και Λυκαονίας. Εντούτοις διατήρησαν τη στενή σχέση μεταξύ τους αποτελώντας ενδεχομένως απλές διαλέκτους μιας κοινής καππαδοκικής-αρμενικής γλώσσας. Η βάση της τελευταίας ήταν η αρχαία φρυγική αλλά τα ιρανικά στοιχεία ήταν πολλά, κυρίως στο λεξιλόγιο.
Κατά τον 4ο αι. π.Χ., πριν τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Μικρά Ασία ήταν μία πολυφυλετική περιοχή κατοικημένη από αρκετούς λαούς με διαφορετική καταγωγή. Η Ιωνία, η Αιολίδα, η Δωρίδα, η Τρωάδα και οι ακτές της Παμφυλίας και της Κιλικίας είχαν ελληνικό πληθυσμό. Οι Καππαδόκες της καθαυτό Καππαδοκίας και του δυτικού Πόντου μιλούσαν διάφορες «υβριδικές» φρυγικές, ιρανικές, λουβικές, χουρριτικές-ουραρτικές και παλαιοκαυκάσιες διαλέκτους, όπως και οι γειτονικοί τους Αρμένιοι, αλλά ο μικτός ιρανοφρυγικός χαρακτήρας με ένα προβάδισμα του φρυγικού στοιχείου, έτεινε να επικρατήσει και στους δύο αναφερόμενους λαούς. Έως τον 11ο αι., η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της Μικράς Ασίας μιλούσε την ελληνική γλώσσα ενώ οι περισσότεροι ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα και θεωρούσαν εαυτούς Έλληνες. Ωστόσο η ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα, κυρίως η καθαυτό Καππαδοκία, η Ισαυρία και η εσωτερική Τραχεία Κιλικία, εξελληνίσθηκαν μόνο μερικώς κατά την Υστερορωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, σε αυτή την περιοχή η ελληνική γλώσσα ήταν πιθανώς η πιο διαδεδομένη, αλλά συνυπήρχε με άλλες. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι πως μόνο ένα μέρος του πληθυσμού της είχε ελληνική συνείδηση και ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες και πολλοί ακολουθούσαν αιρετικά δόγματα.
Θα ήταν όμως σοβαρή παράλειψη εάν δεν προσθέταμε και τις σημαντικότατες επιδράσεις του Ιρανικού στοιχείου (Μήδοι, Πέρσες, Σκύθες, Πάρθοι κ.λ.π.) στην οριστική διαμόρφωση του Αρμενικού έθνους, όχι τόσο στο ανθρωπολογικό όσο στο πολιτιστικό και γλωσσικό επίπεδο, οι οποίες έλαβαν χώρα στην διάρκεια των αιώνων της Μηδικής και Περσικής κυριαρχίας στην Αρμενία, καθώς και της Παρθικής Δυναστείας (Αρσακίδες).
Μετά τις πρώτες μεγάλες ήττες των Βυζαντινών και τις κατακτήσεις των ανατολικών επαρχιών (Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Αρμενία) από τους Άραβες από το 634 ως το 640, τα στρατεύματα των περιοχών αυτών υποχώρησαν στη Μικρά Ασία. Ο magister militum per Orientem αποσύρθηκε με τις δυνάμεις του από της περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης στα εδάφη που θα αποτελούσαν αργότερα το θέμα Ανατολικών, ενώ ο magister militum per Armeniam στις περιοχές του μετέπειτα θέματος Αρμενιακών. Μετά την κατάκτηση και της Αιγύπτου από τους Άραβες το 642, μειώθηκαν αισθητά οι δυνατότητες των Βυζαντινών για αντεπίθεση και ανακατάληψη των χαμένων εδαφών και η στάθμευση των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία άρχισε να παίρνει μόνιμη μορφή. Η εμφανής αδυναμία του βυζαντινού στρατού να επιβληθεί των Αράβων στο ανοιχτό πεδίο μάχης και να εμποδίσει την εισβολή των επιδρομέων στα μικρασιατικά εδάφη οδήγησε στο διαμερισμό των στρατιωτών μέσα στις επαρχίες όπου είχαν σταθμεύσει και στη διεξαγωγή μιας αμυντικής μορφής πολέμου που είχε ως προτεραιότητα την απόκρουση των επιδρομών και την αποτροπή απωλειών σε ανθρώπινες δυνάμεις και εδάφη. Η αναδιοργάνωση και μόνιμη εγκατάσταση των βυζαντινών δυνάμεων στα μικρασιατικά εδάφη πρέπει ως τα μέσα της δεκαετίας του 650 να έλαβε οργανωμένη μορφή. Από αυτήν προέκυψαν αρχικά τέσσερις περιοχές στρατιωτικής ευθύνης, που στη συνέχεια ονομάστηκαν θέμα Ανατολικών, θέμα Αρμενιακών, θέμα Οψικίου και θέμα Θρακησίων. Οι δυνάμεις του magister militum per Orientem αποτέλεσαν το θέμα Ανατολικών, ενώ τα στρατεύματα του magister militum per Armeniam το θέμα Αρμενιακών. Στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας στάθμευαν οι δυνάμεις των δύο magister militum Praesentalis, που αποτέλεσαν το θέμα Οψικίου, και του magister militum per Thraciem, που αποτέλεσαν το θέμα Θρακησίων. Οι μονάδες αυτές λειτουργούσαν ως ενίσχυση των δύο συνοριακών μονάδων, ενώ είχαν αναλάβει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης και της δυτικής Μικράς Ασίας αντίστοιχα. Αρχικά ο όρος θέμα αναφερόταν στη στρατιωτική μονάδα η οποία είχε ως επικεφαλής ένα στρατηγό και είχε αναλάβει την άμυνα της περιοχής εγκατάστασής της. 
Με το πέρασμα του χρόνου, πιθανότατα προς τα τέλη του 7ου ή το αργότερο στις αρχές του 8ου αιώνα, η ονομασία αυτή πέρασε και στη στρατιωτική περιφέρεια.
Το Θέμα των Αρμενιακών ή Αρμενιάκων ήταν θέμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το οποίο βρισκόταν στα βορειοανατολικά της Μικράς Ασίας (σημερινή Τουρκία). Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θέματα, δημιουργήθηκε με βάση στα υπολείμματα ενός από τα στρατεύματα που είχαν ηττηθεί κατά την διάρκεια των αραβικών κατακτήσεων, μια διαδικασία που πιθανολογείται ότι ολοκληρώθηκε προς τα τέλη της δεκαετίας του 640. Ο στρατός του magister militum per Armeniae, ως εκ τούτου, αποσύρθηκε από την περιοχή αυτή, η οποία έδωσε το όνομά της στο νέο αυτό θέμα, ενώ μετεγκαταστάθηκε στις περιοχές του Πόντου, της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας. Πρωτεύουσα του θέματος ήταν η Αμάσεια, ενώ ο στρατηγός του μοιραζόταν την πρωτοκαθεδρία των τάξεων που προέρχονταν από αυτό το αξίωμα μαζί με τους στρατηγούς των Ανατολικών και των Θρακησίων. Κατά τον 9ο αιώνα, το θέμα στρατολόγησε ένα στράτευμα 9.000 ανδρών, ενώ διέθετε αριθμό 17 φρουρίων. Το μέγεθός του και η στρατηγική του σημασία πλησίον των συνόρων με τους Άραβες, στα βορειοανατολικά της αυτοκρατορίας, κατέστησαν τον διοικητή του μια σημαντική προσωπικότητα, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις του θέματος συμμετείχαν σε αριθμό εξεγέρσεων κατά την διάρκεια του 8ου αιώνα. Ως αποτέλεσμα, διαιρέθηκε κατά τον 9ο αιώνα: οι περιοχές του Χαρσιανού και της Καππαδοκίας αποσχίστηκαν, αρχικά υπό την μορφή περιοχών κι έπειτα υπό την μορφή πλήρως αυτόνομων θεμάτων, ενώ τα θέματα της Παφλαγονίας και της Χαλδίας δημιουργήθηκαν προς το 819, με την περιοχή της Κολωνείας να τα ακολουθεί αργότερα (αρχικά υπό την ηγεσία ενός δούκα, κι έπειτα το 863 υπό αυτήν ενός στρατηγού). Το θέμα των Αρμενιακών, ως αποτέλεσμα, περιορίστηκε μονάχα στην περιοχή του Δυτικού Πόντου.
Το πρώτο σημαντικό κύμα Αρμενίων που εισήλθαν στο βυζαντινό έδαφος εξωθήθηκε εκεί από την ήττα του μεγάλου στρατιωτικού αρχηγού Βαρτάν Μαμικονιάν στη μάχη του Avarayr (γνωστή και ως μάχη του Vartanantz) το 451 και την κατοπινή υποταγή της Αρμενίας στους Σασσανίδες. Η Αρμενία στράφηκε για βοήθεια και υποστήριξη στο γείτονα προς δυσμάς, κι έτσι μέρος της αρμενικής αριστοκρατίας μετέβη στο Βυζάντιο. Μέλη της οικογένειας Μαμικονιάν, όπως και πολλοί άλλοι που ήρθαν την ίδια περίοδο, ενσωματώθηκαν στο διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μεταγενέστερη λαμπρή παρουσία των Αρμενίων στην αυτοκρατορία.
Από τον 6ο αιώνα και εξής, το αρμενικό στοιχείο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό στο Βυζάντιο. Οι Αρμένιοι, μαζί με τους Ιταλούς και τους Εβραίους, υπήρξαν η μία από τις τρεις πιο πλούσιες εμπορικές ομάδες. Κατείχαν επίσης εξέχουσα θέση στα στρατεύματα του Ιουστινιανού Α΄ και στη φρουρά των ανακτόρων του. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο την περίοδο που ακολούθησε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη Β΄ και το Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο το 591, όταν σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο. Το γεγονός αυτό ενδυνάμωσε τις προηγούμενες πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και οδήγησε στην εισροή Αρμενίων σε βυζαντινά εδάφη, αυξάνοντας την αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα· εκεί ορισμένοι από τους νεοφερμένους δραστηριοποιήθηκαν στο διοικητικό μηχανισμό και στο στρατό. Επιπλέον ο Καύκασος, και συγκεκριμένα τα αρμενικά εδάφη, αποτέλεσαν την κύρια πηγή προέλευσης νέων στρατολογούμενων για το Βυζάντιο, αφότου η επαρχία του Ιλλυρικού γνώρισε την εισβολή των Αβάρων και των Σλάβων και αποκόπηκε.
Τον 7ο αιώνα το κύμα εποικισμού έγινε ακόμα μεγαλύτερο, αφότου η Αρμενία κατακτήθηκε από τους Άραβες, μεταξύ των ετών 639-642. Ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στον εποικισμό ήταν η διάδοση της παυλικιανής αίρεσης στην Αρμενία, οι οπαδοί της οποίας είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάποια στιγμή πριν από το 662 και είχαν εγκατασταθεί στα βυζαντινά τμήματα της Μικράς Ασίας.
Ακόμα περισσότεροι εγκαταστάθηκαν περί το 790. Από όσους κατέφυγαν στο Βυζάντιο, πολλοί ανήκαν στην αριστοκρατία, έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής από τον αυτοκράτορα και τους δόθηκε γη. Η ακριβής τοποθεσία των εδαφών που τους παραχωρήθηκαν δεν είναι γνωστή, αλλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας αξιώματα στην κρατική διοίκηση και το στρατό.
Οι μαζικές εγκαταστάσεις που σημάδεψαν την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο μειώθηκαν τον 9ο αιώνα, αλλά η αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα ήταν εντονότερη από ποτέ άλλοτε. Ο αριθμός των Βυζαντινών αυτοκρατόρων αρμενικής καταγωγής είναι εντυπωσιακά μεγάλος, κάτι που απαντάται ήδη τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους. Ωστόσο, με την ανάρρηση του Βασιλείου Α΄ και την εγκαθίδρυση της λεγόμενης Μακεδονικής δυναστείας, ένας βασιλικός οίκος αρμενικής καταγωγής κατέλαβε πρώτη φορά το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Από το 867 έως το 1056 δεν υπήρξε ηγεμόνας στο βυζαντινό θρόνο που να μην έχει έστω εν μέρει αρμενική καταγωγή.
Αφότου ο Βασίλειος Α΄ ανέβηκε στο θρόνο, το ποσοστό των Αρμενίων στην αυτοκρατορία αυξήθηκε σημαντικά. Ο Βασίλειος κατέλαβε εδάφη στο ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, που κατοικούνταν κατά μεγάλο μέρος από Αρμενίους. Με τη βυζαντινή επίθεση κατά μήκος του ανατολικού μετώπου το έτος 927 και με την προσάρτηση των εδαφών γύρω από τη Μελιτηνή, αυτό το ποσοστό αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τον 11ο αιώνα, 10-15% της βυζαντινής αριστοκρατίας ήταν αρμενικής καταγωγής. Η μάχη στο Μαντζικέρτ το 1071 και η επακόλουθη απώλεια των ανατολικών και κεντρικών τμημάτων της Μικράς Ασίας από τα σελτζουκικά στρατεύματα τερμάτισαν τον αρμενικό εποικισμό και τον κυρίαρχο ρόλο τους στα βυζαντινά πράγματα. Κατά την Κομνήνεια περίοδο (1081-1185) στις τάξεις της βυζαντινής αριστοκρατίας παρουσιάζονται λιγότεροι Αρμένιοι ευγενείς, ίσως εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρμενική αριστοκρατία έτεινε να εγκαθιδρύσει ανεξάρτητα βασίλεια στην Κιλικία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα εμφανίζονται αρμενικές περιγραφές της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που καταδεικνύει την παρουσία Αρμενίων, έστω μόνο περιηγητών, στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι εξακολουθούσαν να ζουν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε άλλα τμήματα της αυτοκρατορίας, μέχρι το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, ακόμη και τους Οθωμανικούς χρόνους. Ωστόσο, ήταν κατά κύριο λόγο έμποροι και δε φαίνεται να διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση.
Από τον 9ο αιώνα μέχρι τις σταυροφορίες, αρκετοί στρατιωτικοί διοικητές και διοικητικοί υπάλληλοι αρμενικής καταγωγής επηρέασαν την ιστορία του Βυζαντίου. Ο δρουγγάριος του πλωίμου Αλέξιος Μωσηλέ ήταν επικεφαλής του βυζαντινού στόλου στη μάχη των Πηγών εναντίον των Βουλγάρων, το έτος 922. Ο πιο γνωστός από τους Αρμένιους ευγενείς ήταν ο Mleh ή Μελιάς (θάν. 934), του οποίου τα πολεμικά κατορθώματα αποδόθηκαν αργότερα στο Διγενή Ακρίτα, τον ήρωα του ομώνυμου βυζαντινού έπους. Ο στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας ήταν επικεφαλής των νικηφόρων βυζαντινών στρατευμάτων στη μάχη της Μελιτηνής το 934. Ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς (καίσαρ Βάρδας) έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μάχες για τον αυτοκρατορικό θρόνο, στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄, και αυτοαναγορεύτηκε αυτοκράτορας με την υποστήριξη των στρατευμάτων του. Ο Βάρδας Σκληρός, γόνος μιας άλλης επιφανούς αρμενικής οικογένειας, ήταν στρατηγός υπό τις διαταγές του Ιωάννη Τσιμισκή. Συνέβαλε σημαντικά στην υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης ενάντια στις στρατιωτικές δυνάμεις του Σβιατοσλάβου Α΄ του Κιέβου, το έτος 970, κατέπνιξε τη στάση του Βάρδα Φωκά και έφτασε κοντά στην κατάληψη του θρόνου. 
Άλλα μέλη της αρμενικής αριστοκρατίας που άφησαν το στίγμα τους στον πολιτικό και στρατιωτικό βίο του Βυζαντίου ανήκαν σε μεγάλες οικογένειες, όπως οι Βούρτζηδες, Θεοδωροκάνοι, Δαλασσηνοί, Ταρωνίτες, Τορνίκιοι, Βραχάμιοι και Κεκαυμένοι, και όλοι τους καταλάμβαναν σημαντικές θέσεις στο βυζαντινό κράτος το διάστημα ανάμεσα στον 9ο και τον 11ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις τάξεις των στρατευμάτων του Ρωμανού Δ΄ καταγράφεται η παρουσία Αρμενίων.
Οι Αρμένιοι έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στο θρησκευτικό βίο του Βυζαντίου. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αδελφή του Βάρδα Φωκά και σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοφίλου (828-842), ήταν υπέρμαχος των εικόνων την εποχή της Εικονομαχίας και ανακηρύχθηκε στη συνέχεια αγία από την ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Αρμένιοι είχαν τόσο καλά ενσωματωθεί στη βυζαντινή κοινωνία, ώστε πολλοί από αυτούς προσχώρησαν στην Ορθοδοξία και κατέλαβαν υψηλότατες θέσεις στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Ο Αττικός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (406-425), ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως εξάλλου και οι διάδοχοί του Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός (837-843), Φώτιος Α΄ (858-867 και 877-886), Θεοφύλακτος Λεκαπηνός (933-956), Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας (1143-1146) και Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης (1179-1183), που εναντιώθηκε αποφασιστικά στην ένωση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και υπήρξε ένας από τους δριμύτερους επικριτές του Ισλάμ.
Οι Αρμένιοι κυριάρχησαν τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον πνευματικό βίο της πρωτεύουσας. Το 848 ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς αναδιοργάνωσε το Πανδιδακτήριον, τη γνωστή σχολή ανώτερης εκπαίδευσης, η οποία λειτουργούσε στη Μαγναύρα, στο συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού. Οι περίφημοι λόγιοι που δίδαξαν στη σχολή τον 9ο αιώνα ήταν επίσης αρμενικής καταγωγής, όπως για παράδειγμα οι πατριάρχες Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός, που διακρίθηκε για το θεολογικό του έργο κατά την αναβίωση της Εικονομαχίας το 815, καθώς και ο Φώτιος Α΄, ο υπέρμαχος των εικόνων και περίφημος λόγιος. Στη σχολή αυτή δίδαξε και ο Λέων ο Μαθηματικός (περ. 790-869), ένας σπουδαίος επιστήμονας που, εκτός από τη συγγραφή σημαντικών φιλοσοφικών και λογοτεχνικών πραγματειών, ασχολήθηκε και με τη μεταγραφή αρχαίων ελληνικών κειμένων, ενώ ανακάλυψε και το σύστημα των φρυκτωριών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να σημαίνει συναγερμός στην πόλη για επιθέσεις από θαλάσσης.
Μετά το σεισμό του 989 ο μεγάλος τρούλος του πατριαρχικού ναού της Κωνσταντινούπολης, της Αγίας Σοφίας, κατέρρευσε. Ένας Αρμένιος, ο Τιριδάτης, ένας από τους πλέον φημισμένους αρχιτέκτονες της εποχής του, επελέγη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ για να αναλάβει αυτή τη δύσκολη επισκευή, την οποία και ολοκλήρωσε με επιτυχία.
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, το αρμενικό στοιχείο που εξετάσαμε παραπάνω εμφανίζεται πλήρως αφομοιωμένο στο βυζαντινό κράτος, κοινωνικά και ιδεολογικά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι αρμενικής προέλευσης αριστοκρατικές οικογένειες στα βυζαντινά εδάφη και ειδικότερα στην πρωτεύουσα ήταν ορθόδοξοι· και στην περίπτωση που ήταν χαλκηδόνιοι φαίνεται ότι μεταστρέφονταν στην Ορθοδοξία ήδη από την πρώτη γενιά που δημιουργούσε μόνιμη εγκατάσταση σε βυζαντινά εδάφη. Από την άλλη πλευρά, στις πηγές μαρτυρείται ταυτόχρονα και μια δυσπιστία ή και προκατάληψη των Βυζαντινών απέναντι στους Αρμενίους, ενώ συχνά οι Βυζαντινοί συγγραφείς φροντίζουν να αναφέρουν ότι κάποιο σημαντικό πρόσωπο είναι Αρμένιος ή αρμενικής καταγωγής. Ωστόσο είναι αμφίβολο κατά πόσο η γενικότερα μάλλον αρνητική βυζαντινή στάση απέναντι στους Αρμενίους, που υπαγορευόταν εξάλλου από τις μεταξύ τους πολιτικοθρησκευτικές σχέσεις, αφορούσε την αφομοιωμένη στη βυζαντινή κοινωνία αρμενική αριστοκρατία. Οι αρμενικές πηγές από την πλευρά τους εμφανίζουν κι αυτές μια σταθερά αρνητική εικόνα των Βυζαντινών, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο η εκατέρωθεν αρνητική προκατάληψη, που διαπιστώνεται στις πηγές, είναι αξιόπιστη ένδειξη για τις αρμενοβυζαντινές σχέσεις.
Εικάζεται ότι οι Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης ήταν εγκατεστημένοι κοντά στο λιμάνι, σε δική τους ξεχωριστή συνοικία, στην περιοχή του Μαρμαρά, που εκτείνεται ανάμεσα στις γειτονιές της σύγχρονης Samatya και του Kumkapi, είτε επίσης στην περιοχή όπου εκτείνονται σήμερα οι συνοικίες Beşiktaş, Kuruçeşme και Üsküdar. Στην πραγματικότητα ωστόσο οι πηγές για την αρμενική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη είναι πολύ φειδωλές και δεν αφήνουν να διαφανεί αν υπήρχε κάποια συμπαγής αρμενική παροικία στην πόλη –αν και είναι αδιαμφισβήτητη η παρουσία Αρμενίων στην πρωτεύουσα– και πού ήταν αυτή εγκατεστημένη. Σε κάθε περίπτωση, η αρμενική αυτή παρουσία ήταν διακριτή από την αρμενικής καταγωγής βυζαντινή αριστοκρατία. Στους Αρμένιους είχε επιτραπεί να χτίζουν τις δικές τους εκκλησίες, όπως διακρίνεται από αποσπασματικές αναφορές στις πηγές. Αρμενικά νεκροταφεία, που ωστόσο ανάγονται πλέον στην Οθωμανική περίοδο, βρίσκονταν ανάμεσα στις σημερινές συνοικίες Taksim και Harbiye, αλλά χάθηκαν από την ανοικοδόμηση υψηλών πολυκατοικιών μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Πηγή : http://ethnologic.blogspot.com/2009/11/blog-post_28.html?m=1
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12209
https://armenika.gr/epistimi/116-ereuna/704-2016-02-19-11-14-30
http://asiaminor.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=4478
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%AD%CE%BC%CE%B1_%CE%91%CF%81%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8E%CE%BD

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου