Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη : Η χιλιοχρονη πρωτεύουσα του μεσαιωνικού ελληνισμού και κιβωτός του παγκόσμιου πολιτισμού

Όταν η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Δημοκρατική Ρώμη στην Ανατολή. Ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον (Τροία). Τους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, στη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην αυτοκρατορία. Η Ανατολή έλκυε συνεχώς τους αυτοκράτορες. Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, είχε έλθει στην Ιταλία για να θεμελιώσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. Ο αυτοκράτορας πήγε προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Είχαν κατασκευαστεί οι πύλες όταν κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Το Βυζάντιο ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο. Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της πόλης. Πολλές εμπορικές και οικονομικές ευκολίες δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα. Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του 330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες. Το χρόνο αυτόν η χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο. Η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο για να τελειώσει στην Προποντίδα. Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη», ή ακόμα πιο απλά «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης. Η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, ξανακτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και του Λέοντα Γ', έχει την προέλευσή της στην εποχή του Κωνσταντίνου και διατηρείται ακόμα. Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος αιώνας π.Χ.), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα - στον Ιππόδρομο - υπάρχει ακόμα, αν και είναι κάπως κατεστραμμένη. Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα του, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης. Πολιτικά η Κωνσταντινούπολη, η «Νέα Ρώμη», είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από τη θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Οικονομικά είχε κάτω από τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Η Κωνσταντινούπολη είχε την εξαιρετική δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: του χριστιανο-ελληνο-ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» πολιτισμού. Μεταφέροντας όμως τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού». Σημαντική επέκταση της πόλης δρομολογήθηκε επί της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Β' (408-450) λογω της απειλής των Ούννων του Αττιλα, και υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ο οποίος καθ' υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί και δεύτερος ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης. Το δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας προωθήθηκε σε απόσταση ενός ρωμαϊκού μιλίου, ενώ συνολικά η εντός των τειχών έκτασή της διπλασιάστηκε. Η ασφάλειά της ενισχύθηκε με μεσοπύργια που χτίστηκαν κατά μήκος των θαλάσσιων μετώπων, ενώ παράλληλα υιοθετήθηκε ένα καινοτόμο σχέδιο για τα χερσαία τείχη, γνωστά σήμερα ως Θεοδοσιανά. Απόρθητα για χίλια χρόνια.
Κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α' (527-565), η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, με πληθυσμό που έφτανε περίπου τους 500.000 κατοίκους. Σε αυτή την περίοδο επιχειρήθηκε μια νέα αναδιοργάνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, με δεδομένες τις εκτεταμένες καταστροφές που επέφεραν η πυρκαϊά του 532 και τα γεγονότα της στάσης του Νίκα. Στο νέο πολεοδομικό πρόγραμμα περιλαμβάνονταν ο προσδιορισμός ξανά των θέσεων και των έργων που παρουσίαζαν το πρόσωπο της εξουσίας και η αποτύπωση αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αναδείκνυαν την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης. Ξεχωριστή συνεισφορά του Ιουστινιανού A' υπήρξε η ανέγερση αρκετών μοναστηριών και εκκλησιών, με πιο επιβλητική εκείνη της Αγίας Σοφίας. Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες. Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν ονόμασε τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. ο ναός θα πυρποληθεί και πάλι το 532, κατά τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρο ο Μιλήσιος. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (120.000.000 ευρώ). Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού. Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών». Το 542 στην πόλη εξαπλώθηκε η νόσος της πανώλης που, όπως λέγεται, προκάλεσε τον θάνατο των 3/5 του πληθυσμού και σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής της Κωνσταντινούπολης. Αλλά τελικά ανακαμψε.
Στις 12 Απριλίου 1204, έπειτα από μια πεισματική και μακρόχρονη πολιορκία, κατελάμβαναν οι Φραγκολατίνοι Σταυροφόροι την Κωνσταντινούπολη. Η χριστιανική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντίου έσβηνε κάτω από το θανάσιμο πλήγμα της φραγκικής Δύσεως. Ο στόλος των Βενετών και Σταυροφόρων έφθασε προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης στις 23 Ιουνίου του 1203. Οι νεοφερμένοι έμειναν κατάπληκτοι από όσα έβλεπαν τα μάτια τους: «Δεν μπορούσαν να φαντασθούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Είδαν τα υψηλά τείχη, τους ισχυρούς πύργους, τα θαυμαστά παλάτια, τις μεγάλες εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές ώστε κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν τις έβλεπε με τα μάτια του. Το μήκος της, το πλάτος της, έδειχναν πως ήταν βασιλεύουσα». Με τα λόγια αυτά περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις ο ιστορικός και εκ των ηγετών της Σταυροφορίας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος. Στη συνέχεια, άρχισε η λεηλασία της πόλης. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και ο ναύσταθμος τέθηκαν υπό φρούρηση, αλλά, με εξαίρεση αυτά τα δύο, οι στρατιώτες και οι ναύτες είχαν δικαίωμα να λαφυραγωγήσουν ό,τι ήθελαν χωρίς διάκριση. Ποτέ στην Ευρώπη δεν είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο συστηματική και ανελέητη λεηλασία. Ποτέ ο στρατός ενός χριστιανικού κράτους δεν είχε λεηλατήσει μια πόλη με τόσο βάρβαρο τρόπο. Ποτέ από τη δημιουργία του κόσμου», γράφει ο μαρεσάλος, «δεν υπήρξαν τόσα πολλά λάφυρα σε μια πόλη. Καθένας πήρε το σπίτι που του άρεσε και υπήρχαν αρκετά για όλους. Εκείνοι που ήταν φτωχοί, βρέθηκαν ξαφνικά να είναι πλούσιοι. Κατελήφθησαν τεράστιες ποσότητες χρυσού και αργύρου, επίχρυσων σκευών και πολύτιμων λίθων, μεταξωτών και σατέν, γουναρικών και κάθε είδους πλούτου που βρίσκεται επί της γης». Οι Άγιες Τράπεζες της Αγίας Σοφίας, που τις θαύμαζε όλη η οικουμένη, τεμαχίστηκαν, προκειμένου να προσποριστούν οι Σταυροφόροι τα πολύτιμα υλικά τους. Άλογα και μουλάρια οδηγήθηκαν στο ναό για να μεταφέρουν τα φορτία των ιερών σκευών, των χρυσών και αργυρών πλακών του θρόνου, των αμβώνων και των θυρών και των όμορφων διακοσμήσεών του. Οι στρατιώτες βεβήλωσαν το μέγιστο ναό της Χριστιανοσύνης.
Ή λεηλασία του ίδιου ναού το 1453 εκ μέρους του Μωάμεθ Β', δεν ήταν τόσο εκτεταμένη όσο εκείνη εκ μέρους των Σταυροφόρων το 1204. Η λεηλασία της πόλης συνεχίστηκε επί τρεις ημέρες μετά από την άλωσή της. Οι ηγέτες του Φραγκικού στρατού εξέδωσαν, πιθανώς την τρίτη ημέρα, μια διαταγή για την προστασία των γυναικών. Τρεις επίσκοποι είχαν εξαγγείλει τον αφορισμό όλων όσοι θα λεηλατούσαν κάποιο ναό ή μοναστήρι. Ωστόσο, πέρασαν πολλές ημέρες ώσπου να καταστεί δυνατό να επανέλθει ο στρατός στην προηγούμενη πειθαρχία του.
Ή Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγάλη παρακαταθήκη έργων τέχνης και χριστιανικών λειψάνων, με τα τελευταία να είναι τοποθετημένα σε θήκες, με όλη την επιδεξιότητα που ο πλούτος μπορούσε να αγοράσει και η τέχνη να προσφέρει. Η τελευταία, είχε έναντι της Ρώμης το μεγάλο πλεονέκτημα του ότι δεν είχε ποτέ λεηλατηθεί από ορδές βαρβάρων. Οι δρόμοι και οι δημόσιοι χώροι της διακοσμούνταν επί αιώνες με ορειχάλκινα ή μαρμάρινα αγάλματα. Οι αυτοκράτορες είχαν ταφεί στον περίβολο του ναού των Αγίων Αποστόλων, μια θέση που επέλεξε μετέπειτα ο Μωάμεθ Β' για να ανεγείρει το τέμενος που φέρει το όνομά του. Οι τάφοι, με πρώτο εκείνον του Ιουστινιανού, λεηλατήθηκαν σε αναζήτηση θησαυρών. Μόνο αφού λεηλάτησαν τα ανάκτορα των ευγενών, τους ναούς και τους τάφους, οι ευσεβείς ληστές έστρεψαν την προσοχή τους στα αγάλματα. Η λεηλασία των ιερών λειψάνων της Κωνσταντινούπολης διήρκεσε σαράντα χρόνια. Ωστόσο, περισσότερα από τα μισά αντικείμενα που αρπάχτηκαν, μεταφέρθηκαν στη Δύση μεταξύ των ετών 1204 και 1208. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών μετά την άλωση της πόλης, οι επίσκοποι και οι ιερείς που συνόδευαν τους Σταυροφόρους έσπευσαν να οικειοποιηθούν αυτά τα ιερά λάφυρα.
Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης και ειδικότερα η λεηλασία της πόλης ως άνευ προηγουμένου. Ενδεικτικές πληροφορίες για τις εκτεταμένες καταστροφές, πυρπολήσεις και λεηλασίες ναών, ανακτόρων, μνημείων και κεντρικών συνοικιών. Το 1261, η Κωνσταντινούπολη επανακτήθηκε από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο (1259-82) και τις επόμενες δεκαετίες επιχειρήθηκε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, σηματοδοτώντας μια στροφή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Προωθήθηκαν ειδικά μέτρα για την επιστροφή του πληθυσμού από τα προάστια και εν γένει υποστηρικτικές δράσεις για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης. Προωθήθηκαν επίσης αμυντικά έργα, τα οποία κρίνονταν απαραίτητα, με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα τείχη της πόλης, ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας κατά τα προηγούμενα έτη. Παρά την οικοδόμηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε παρηκμασμένη, γεμάτη ερείπια και μεγάλες ερημωμένες εκτάσεις. Το τμήμα της θαλάσσιας ακτής ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο.
Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες. Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Ή Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453. Σήμανε και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών. Δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης. Ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές.Δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ : ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΣΚΛΗΡΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ Email: greek.history.and.prehistory99@gmail.com
http://byzantin-history.blogspot.gr/2009/09/blog-post_29.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντινούπολη
https://www.sansimera.gr/articles/48
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/1204/edwin_pears_gr.html
http://www.onalert.gr/stories/1204_h_losh_poy_gonatise_thn_Byzantinh_aytokratoriaH_Polh_epese_stoys_stayroforoys_sxedon_amaxhti_/4846
http://www.elkosmos.gr/i-alosi-tis-polis-to-1204-apo-tous-fragkous/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άλωση_της_Κωνσταντινούπολης_(1453)

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Οι Γοτθοι στο Βυζάντιο : Ο γερμανικός κίνδυνος στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η εκδίωξη των Γερμανών προσφύγων-μεταναστων μισθοφόρων από τους Έλληνες

Οι Γότθοι ήταν μια ομάδα λαών που μιλούσαν την ανατολική γερμανική γλώσσα και μαρτυρούνται κατά τη Ρωμαϊκή Αρχαιότητα και τον πρώιμο Μεσαίωνα. Οι Γότθοι κατάγονται από τη Σκανδιναβία. Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα οι Γότθοι εγκαθίστανται στο έδαφος της Ουκρανίας, Μολδαβίας και Ρουμανίας, σε γειτνίαση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Γότθοι χωρίζονται σε δύο παρακλάδια: τους Οστρογότθους-Greutungi, υπό τη διοίκηση της δυναστείας των Αμαλών (του Θεοδωρίχου) και τους Βησιγότθους-Tervingi, με επικεφαλής δικούς τους αρχηγούς, οι οποίοι υπάγονταν στους Αμαλούς. Οι πρώτοι καταλαμβάνουν τα εδάφη στην Aνατολή, ανάμεσα στο Δνείστερο και τον Ντόνετς· οι δεύτεροι στη Δύση, ανάμεσα στο Δνείστερο και το Δούναβη. Το 375-376 οι Γότθοι υφίστανται την εισβολή των Ούννων. Οι Βησιγότθοι απωθούνται στα νότια του Δούναβη, ενώ οι Οστρογότθοι παραμένουν υπό την κυριαρχία των Ούννων στην Ουκρανία. Η μετακίνηση των Ούνων μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο είχε ως φυσική συνέπεια τις αλυσιδωτές μεταναστεύσεις των γερμανικών φύλων προς τα δυτικά, στα εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι μετακινήσεις αυτές έμειναν γνωστές στην ιστορία ως η μεγάλη μετανάστευση των λαών. Όταν άρχισε η προέλαση των Ούνων προς το Δούναβη, ένα μεγάλο μέρος των Βησιγότθων, που η γραπτή παράδοση το υπολογίζει σε διακόσιες χιλιάδες, ζήτησε από τον αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος να τους επιτρέψει την είσοδο και την εγκατάσταση σε εδάφη της αυτοκρατορίας (376 μ.Χ.). Το αίτημά τους έγινε δεκτό. Τους δόθηκε η άδεια να περάσουν το Δούναβη και να εγκατασταθούν στην περιοχή της σημερινής Β. Βουλγαρίας. Οι πρώτες επιδρομές των Γότθων πραγματοποιήθηκαν στην πόλη της Μαρκιανούπολης. Οι Ρωμαίοι δεν κατάφεραν να αντιδράσουν. Ο αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ουάλης, αντιμετώπιζε τους Πέρσες στην Ανατολή. Ο κόμης της Θράκης Λουπικίνιος προσκάλεσε τους Γότθους πολέμαρχους στη Μαρκιανούπολη για μια διπλωματική συνάντηση, με σκοπό να τους δολοφονήσει. Το σχέδιό του όμως κατέληξε σε αποτυχία και από αυτή την απόπειρα δολοφονίας διέφυγε ο Φριτίγερνος, ηγέτης των Βησιγότθων. Ακολούθησε η μάχη της Μαρκιανούπολης με τους Ρωμαίους να ηττώνται κατά κράτος από τους Γότθους. Η Μάχη της Αδριανούπολης (378 μ.χ.) διεξήχθη μεταξύ ενός ρωμαϊκού στρατού, υπό την ηγεσία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Ουάλη, και Γότθων επαναστατών με επικεφαλής τον Φριτίγερνο. Η μάχη διεξήχθη κοντά στην Αδριανούπολη της Θράκης, κατά τους Γοτθικούς πολέμους. Τελικώς οι Γότθοι περικύκλωσαν τους καταδικασμένους Ρωμαίους. Η μάχη έληξε με μεγάλη νίκη των Γότθων ενώ ο ίδιος ο Ρωμαίος αυτοκράτορας σκοτώθηκε. Οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν πολύ μεγάλες.
Ο νέος αυτοκράτορας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, Θεοδόσιος Α', μετά από αποτυχημένες προσπάθειες να αντιμετωπίσει τους εισβολείς, ήρθε σε συνδιαλλαγή μαζί τους, επιτρέποντάς τους να εγκατασταθούν, αυτόνομοι, στα βαλκανικά εδάφη της αυτοκρατορίας, με την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικά τμήματα κατά τους πολέμους των Ρωμαίων. Αυτή η κατάληξη ενέτεινε ήδη υπάρχουσα διαδικασία γερμανοποίησης/βαρβαροποίησης του Ρωμαϊκού στρατού σε Ανατολή και Δύση όπου η στρατιωτική εξουσία μεταφέρθηκε σιγά σιγά στα χέρια «μιξοβαρβάρων». Όταν το 394 μ.Χ. ο ανατολικός αυτοκράτορας, ο χριστιανός Θεοδόσιος Α΄ συγκρούστηκε με τον δυτικό διεκδικητή ειδωλολάτρη Ευγένιο στην μάχη του ποταμού Frigidus  οι πλειοψηφία των στρατιωτών και από τα δύο στρατεύματα ήταν Γερμανικής καταγωγής (Γότθοι, Φράγκοι κλπ.), όπως και οι σημαντικότεροι αξιωματικοί που τους διέταζαν. Στην Ανατολή, ο πρώτος που μίλησε για ανάγκη «αποσκυθοποίησης» του Ρωμαϊκού στρατού ήταν ο Συνέσιος ο Κυρηναίος στην ομιλία του προς τον αυτοκράτορα Αρκάδιο. Στην ομιλία αυτή μιλάει για ανάγκη «εκκαθαρισμού του Ρωμαϊκού στρατού» και εκδίωξης των «σισυροφόρων κοκκινοτρίχιδων βαρβάρων» πέρα από το Δούναβη, ώστε να πουν στους άλλους υπερδουνάβιους βαρβάρους ότι οι Ρωμαίοι δεν θα είναι πια φιλικοί προς αυτούς. Ο Συνεσιος γραφεί για τον γοτθικό κίνδυνο : Θα πρέπει, αντί να δεχόμαστε να οπλοφορούν οι Σκύθες (οι Γότθοι), να αναζητήσουμε στρατιώτες από την τάξη των γεωργών, που θα πολεμήσουν για να υπερασπιστούν τη γη τους. Αυτούς να εντάξουμε στο στρατό για αρκετό χρόνο. Παράλληλα να ξεσηκώσουμε τους φιλόσοφους, που ασχολούνται με τις μελέτες τους, και τους βιοτέχνες, που δε σηκώνουν κεφάλι από την καθημερινή δουλειά, και το νωθρό λαό, που, επειδή δεν έχει τι να κάνει, περνάει την ώρα του στα θέατρα. Όλους αυτούς να τους πείσουμε, πριν οδηγηθούν από το γέλιο στο κλάμα, να φροντίσουν να περάσει η στρατιωτική δύναμη στα χέρια των Ρωμαίων, χωρίς να έχουν κανένα δισταγμό, είτε είναι άνθρωποι ασήμαντοι είτε σημαντικοί. Γιατί στις πολιτείες συμβαίνει ό,τι ακριβώς και στα σπίτια· οι άντρες αναλαμβάνουν την υπεράσπιση τους και οι γυναίκες ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού. Πώς λοιπόν είναι δυνατό να ανεχθείτε το ρόλο του άνδρα να τον έχουν οι ξένοι; Δεν είναι μεγάλη ντροπή ν' αφήνετε την πιο μεγάλη ανδρική αρετή, τη φιλοτιμία στους πολέμους, σε άλλους; Εγώ τουλάχιστον, αν οι ξένοι μισθοφόροι κέρδιζαν πολλές νίκες για δικό μου όφελος, θα ντρεπόμουν γι' αυτό. Και σκέπτομαι κάτι που βρίσκεται πολύ κοντά σε όσους έχουν μυαλό. Αν οι άντρες και οι γυναίκες που αναφέραμε σαν παράδειγμα δεν ανήκουν στο ίδιο έθνος, ούτε σε έθνη συγγενικά, τότε θα είναι αρκετή μια μικρή πρόφαση, για να θελήσουν αυτοί που οπλοφορούν, να επιβάλουν την κυριαρχία τους στους πολίτες. Τότε όμως θα χρειαστεί ν' αγωνιστούν άνθρωποι απόλεμοι, οι πολίτες, εναντίον εκείνων που είναι εξασκημένοι στον πόλεμο, δηλαδή των ξένων μισθοφόρων. Πριν λοιπόν η κατάσταση φτάσει προς τα εκεί που βαδίζει, πρέπει εμείς να αποκτήσουμε πάλι το υψηλό ρωμαϊκό φρόνημα και να συνηθίσουμε να κερδίζουμε τις νίκες οι ίδιοι. Όσο για τους βαρβάρους, να μην τους δεχόμαστε ανάμεσά μας και να τους απομακρύνουμε από παντού. (Συνέσιος, Λόγος περί Βασιλείας). Εκείνο που υποστήριζε ο Συνέσιος, αντιμετωπίζοντας τη γερμανική απειλή, ήταν η απέλαση των Γότθων από το στρατό, ο σχηματισμός ενός εγχώριου στρατού και η εγκατάσταση των Γότθων ως απλών καλλιεργητών της γης. Για την περίπτωση που οι βάρβαροι δε δέχονταν το σχέδιο αυτό, ο Συνέσιος προτείνει να διωχθούν οι Γότθοι από την αυτοκρατορία και να σταλούν εκεί από όπου ήρθαν. Υπήρξε τότε πολιτικό κόμμα με εχθρικές διαθέσεις τόσο για τους Γερμανούς, όσο και για τον Ευτρόπιο και με μέλη συγκλητικούς, υπουργούς και την πλειονότητα του κλήρου. Το κόμμα αυτό αντιπροσώπευε την εθνικιστική και θρησκευτική ιδεολογία, η οποία ήταν αντίθετη προς τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή των ξένων και των βαρβάρων. Φυσικά η κίνηση αυτή, που αρχηγός της ήταν ο Αυρηλιανός, αρνήθηκε να δώσει την υποστήριξή της στον τραχύ αριβίστα Ευτρόπιο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη ο Συνέσιος διαπίστωσε πολύ καλά τη γερμανική απειλή και συνέταξε τη διατριβή του, η οποία, όπως τονίζει ένας ιστορικός, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιγερμανικό μανιφέστο του Εθνικού κόμματος του Αυρηλιανού.
Ο Γαϊνάς (; – περ. 400 μ.Χ.). Γότθος στρατηγός του Βυζαντίου. Ήταν αρχηγός των Γότθων που κατέκλυσαν στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, και πιο συγκεκριμένα αυτών που είχαν εγκατασταθεί στη Θράκη. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ στη δυτική Ευρώπη (394) και στη συνέχεια πολέμησε μαζί με τον επίτροπο του Ονωρίου Στιλίχωνα εναντίον του βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχου. Εκτελώντας την επιθυμία του φίλου του, Στιλίχωνα, υποκίνησε τη δολοφονία (395) του αντιπάλου του, Ρουφίνου, που ήταν σύμβουλος του νέου αυτοκράτορα Αρκάδιου, και απέκτησε έτσι μεγάλη δύναμη. Λίγο αργότερα ενίσχυσε την εξουσία του πείθοντας τον Αρκάδιο να καθαιρέσει τον Ευτρόπιο, και να τον εξορίσει στην Κύπρο (399). Στη συνέχεια συμμάχησε με τον εχθρό του αυτοκράτορα, Τριβιγίλδη, και απαίτησε την καθαίρεση των υπάτων Αυρηλιανού και Ιωάννη. Πράγματι, ο Αρκάδιος έσπευσε να δεχτεί και αυτή την αξίωση, ανήμπορος να αντιδράσει στη δύναμη του Γότθου αρχηγού, ο οποίος εισέβαλε τελικά πανίσχυρος στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον στρατό του. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος και οι Έλληνες κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου, αλλά ο Γαϊνάς, παρά τις επιτυχίες του, αποδείχθηκε ανίκανος να κρατήσει την κυριαρχική του θέση στην πρωτεύουσα. Ενώ έλλειπε μακριά από αυτήν ξέσπασε μια ξαφνική επανάσταση, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν πολλοί Γότθοι, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επιστροφή του Γαϊνά στην πρωτεύουσα. Ο Αρκάδιος, παίρνοντας θάρρος από τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων, έστειλε εναντίον του Γαϊνά τον πιστό του Γότθο Φραβίττα, ο οποίος νίκησε τον επαναστάτη τη στιγμή που προσπαθούσε να πάει στη Μικρά Ασία. Ο Γαϊνάς προσπάθησε να ξεφύγει στη Θράκη, αλλά εκεί έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Ούννων, ο οποίος του έκοψε το κεφάλι και το έστειλε για δώρο στον Αρκάδιο. Έτσι αποκρούστηκε η απειλή χάρη στις προσπάθειες ενός Γερμανού, ο οποίος τιμήθηκε, όπως έπρεπε, για τη μεγάλη του υπηρεσία προς την αυτοκρατορία. Η σκληρή τακτική του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη του Χρυσοστόμου εναντίον των Αρειανών Γότθων, της οποίας παράδειγμα είναι η άρνησή του να τους παραχωρηθεί μια από τις εκκλησίες της πρωτεύουσας, δημιουργούσε κι αυτή εχθρούς. Ο Χρυσόστομος σεβόταν πολύ τους Ορθόδοξους Γότθους, στους οποίους έδωσε μια από τις εκκλησίες της πόλης.
Το πρώτο βήμα ήταν η δολοφονία του Άσπαρ του Αλανού που προκάλεσε την εξέγερση των Θρακών Γότθων. Ο Φλαβιος Αρδαβουριος Ασπαρ (π. 400 - 471) ήταν Γερμανός πατρίκιος της ανατολικής αυτοκρατορίας και, ως στρατηγός Γερμανών μισθοφόρων σε Ρωμαϊκή υπηρεσία, είχε σημαντική επιρροή στις αποφάσεις τριών αυτοκρατόρων (Θεοδόσιο Β΄, Μαρκιανό, Λέων Α΄). Ο ίδιος μάλιστα ανέβασε τον τελευταίο στο θρόνο ελπίζοντας ότι θα συνέχιζε να επηρεάζει της εξέλιξής εντός και εκτός της αυτοκρατορίας καθώς επειδή ήταν Αρειανός και «βάρβαρος» δεν μπορούσε να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας. Συμμετείχε στην εκστρατεία των Ρωμαίων στην Αφρική κατά των Βανδάλων που κατέληξε σε αποτυχία. Η Στάση του Άσπαρ ήταν μία εξέγερση που έγινε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 470, ο Άσπαρ ήταν Αλανός στην καταγωγή και μάγιστρος. Με την βοήθεια του γιου του Αρνατμπούρ, έκαναν εξέγερση του στρατού στην Θράκη με σκοπό ο γιος του Αρνατμπούρ να γίνει αυτοκράτορας, η οποία όμως απέτυχε. Ο Άσπαρ δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αφού προσπάθησε να εκθρονίσει τον Λέοντα για να βάλει στην θέση του τον γιο του Αρνατμπούρ, ο οποίος επίσης δολοφονήθηκε. Με τον θάνατό του έφτασε το τέλος της γερμανικής κυριαρχίας στην πολιτική της ανατολικής αυτοκρατορίας. Το 471 με εντολή του αυτοκράτορα Λέων Α΄ του Θραξ οι Άσπαρ και ο γιος του Αρνατμπούρ θανατώθηκαν από ευνούχους στην Κωνσταντινούπολη, δολοφονήθηκε ή τραυματίστηκε και ο άλλος του γιος Ιούλιος Πατρίκιος. Το πρόβλημα της «εκκαθάρισης του Ρωμαϊκού στρατού» ήταν ότι δεν υπήρχαν εκείνη την στιγμή «ιθαγενή» Ρωμαϊκά στρατεύματα. Το κενό καλύφθηκε μέσα από την στρατολόγηση των Ισαύρων, ορεινής κτηνοτροφικής φυλής των ειδωλολατρών της Μικράς Ασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στα μέσα του 5ου αιώνα, η αυτοκρατορία ήταν τυχερή και κατάφερε να στρατολογήσει Ισαύρους που σιγά σιγά αντιστάθμισαν και εξαφάνισαν την «γερμανοκρατία» από τον στρατό. Στην Δύση, ο αυτοκράτορας Ονώριος το 408 οργάνωσε τη σφαγή/εξορία 30.000 Γερμανών foederati και των οικογενειών τους. Οι επιζήσαντες ενώθηκαν με τους Γότθους του Αλάριχου στην Παννονία, ο οποίος λίγο αργότερα (410 μ.Χ.) πολιόρκησε και εκπόρθησε την Ρώμη ως αντίποινο. Ή Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύθηκε από γερμανούς μισθοφόρους το 476 μ.χ. ύστερα από εισβολές, εμφυλιους πολέμους και επαναστάσεις.
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A102/45/335,1360/
http://blacksea.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=11871
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A102/45/335,1361/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_της_Αδριανούπολης
https://smerdaleos.wordpress.com/2014/11/14/γιατί-επιβίωσε-η-ανατολική-ρωμαϊκή-αυ/
http://byzantin-history.blogspot.gr/2009/11/395-408.html
http://www.ygeiaonline.gr/component/k2/item/20539-gainas
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Στάση_του_Άσπαρ_(470)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άσπαρ

Τα φαλλικά σύμβολα στην Αρχαία Ελλάδα, η ακροβυστια των Ελλήνων και το έθιμο της περιτομής στην Ανατολή

Φαλλός αποκαλείται το πέος που βρίσκεται σε στύση, αλλά και τα ομοιώματά του. Η λέξη προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά, αλλά σήμερα χρησιμοποιείται στις περισσότερες γλώσσες. Αντικείμενα που μοιάζουν με φαλλό ονομάζονται φαλλόσχημα ή φαλλικά αντικείμενα. Ο φαλλός είναι πανάρχαιο σύμβολο. Μια από τις πρώτες αναπαραστάσεις φαλλού ηλικίας 28.000 ετών βρέθηκε στη σπηλιά Χόλε Φελς (Hohle Fels) στη νοτιοδυτική Γερμανία. Στην αρχαία Ελλάδα, ο φαλλός ήταν σύμβολο γονιμότητας. Ο Παν και ο Πρίαπος εμφανιζόταν σε παραστάσεις πάντα σε στύση, αλλά και θεότητες όπως ο Διόνυσος και ο Ερμής παριστάνονταν ιθυφαλλικοί. Εκτός από σύμβολο γονιμότητας, ο φαλλός χρησιμοποιείτο και ως φυλακτήριο από τη βασκανία. Ο φαλλός ήταν σύμβολο της Αφροδίτης. Στύλοι στο ιερό του Διονύσου στη Δήλο είχαν σχήμα φαλλού. Για το ναό του Απόλλωνος στα Δίδυμα της Μικράς Ασίας, αναφέρεται ότι μεγάλα φαλλικά γλυπτά υπήρχαν κατά μήκος των δύο τμημάτων της Ιεράς Οδού. Στην Αρχαία Ελλάδα ο φτερωτός (και μή) φαλλός συνδέεται άρρηκτα με τη Διονυσιακή λατρεία. Προφανέστερο παράδειγμα οι μεγάλοι φαλλοί αφιερώματα στη Δήλο. Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν ενθουσιωδώς το φτερωτό φαλλό και τον ονόμασαν fascinum, μια λέξη ετυμολογικά συγγενή με τη βασκανία. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι οι Εστιάδες Παρθένες που κρατούσαν ζωντανή την ιερή φλόγα στο ναό της Εστίας στην Αγορά της Ρώμης είχαν στο σκευοφυλάκιο μαζί με άλλα ιερά αντικείμενα και τον fascinum populi Romani, προφανώς κάποιο ομοίωμα φαλλού που συνδεόταν άρρηκτα με την ιστορία και την τύχη της πόλης. Όχι τυχαία ο φαλλός ήταν το σύμβολο μιας θεότητας που προστάτευε τον γάμο και λεγόταν Mutinus Titinus. Από τις πάμπολλες χρήσεις των φαλλικών απεικονίσεων, κυρίως σε λυχνάρια και κοσμήματα (ήταν δημοφιλή ως περίαπτα για αγοράκια), ξεχωρίζω ως πιο πρωτότυπο το tintinnabulum (μια ωραία ηχοποίητη λέξη), ένα αντικείμενο που κρεμούσαν σε κήπους και στις εισόδους σπιτιών και καταστημάτων. Είναι ο λεγόμενος μελωδός ή ανεμόκρουστο, ένα αντικείμενο με κρεμαστά στοιχεία ή κουδουνάκια που παράγει έναν γλυκό ήχο με το απαλό φύσημα του ανέμου. Τρεις είναι οι κύριες μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται ο Διόνυσος στη λατρεία του. Με έμβλημα τον φαλλό, το δένδρο -εξ ου και η προσωνυμία δενδρίτης- ή τον ταύρο είναι θεός της γονιμότητας και προστάτης των καλλιεργειών, κυρίως της αμπέλου. Στη δεύτερη μορφή του είναι ο ενθουσιαστικός Διόνυσος, με εμβλήματα τον θύρσο και τη δάδα, όπως επίσης την ακολουθία, των Μαινάδων, των Βακχών, των Θυιάδων, των Ληνών και των Βασσαριδών, όπως τις μετέφερε η μυθολογική αφήγηση. Στην τρίτη και αρχαιότερη μορφή του είναι οντότητα του Κάτω Κόσμου και φέρει την προσωνυμία Ζαγρεύς (ο μέγας κυνηγός). Είναι γιος του καταχθόνιου Δία και της Περσεφόνης. Σε αυτή την τρίτη μορφή οι Ορφικοί τον ενσωμάτωσαν ως κυριότερη θεότητά τους, ερχόμενοι σε αντίθεση με τους διονυσιαστές, τους οπαδούς του ενθουσιαστικού Διονύσου. Με τον Διόνυσο θεό των δένδρων και των φυτών πραγματοποιείται η επιστροφή στο «ζωώδες πάθος» της φύσης, μακριά από τους περιορισμούς και τις αποκρυσταλλώσεις που επιβάλλει ο εξορθολογισμός, κάτι που διακρίνεται άμεσα στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Η ακροποσθία αποτελεί το τμήμα του δέρματος του πέους που καλύπτει την βάλανο. Η ακροποσθία αφού περιβάλλει την βάλανο μέχρι την κορυφή της ανακάμπτει γιά να καταλήξει μέχρι 2-3 χιλ πίσω από την στεφάνη της βαλάνου. Η διόρθωση των ανωμαλιών των έξω γεννητικών οργάνων στον άνδρα απαιτεί σε πολλές περιπτώσεις την ύπαρξη  περίσσειας δέρματος γιά την κάλυψη χειρουργικών τραυμάτων και τον σχηματισμό νεοουρήθρας. Ηδη, από τους αρχαιοτάτους χρόνους ήταν γνωστό ότι η ακροποσθία δεν επιτελούσε καμιά λειτουργία και γιά αυτό εθυσιάζετο σε θρησκευτικές τελετές ή  και απλώς γιά λόγους καθαριότητας. Η γνώση των μεθόδων γιά την διόρθωση των συγγενών διαμαρτιών των έξω γεννητικών οργάνων άρχισε κατά τρόπο αντίστροφο με μιά ακρωτηριαστική επέμβαση όπως είναι η περιτομή. Οι Αιγύπτιοι συνήθιζαν να συλλέγουν τα γεννητικά όργανα από τους ηττημένους εχθρούς τους και να απαριθμούν με ακρίβεια στους τοίχους του ναού Καρνάκ την ποσότητα που είχαν κόψει από τους Λιβύους, τους Σικελούς, τους Ετρούσκους (Τους Λαούς της Θάλασσας και τους συμμάχους τους δηλαδή). Από την άλλη μεριά, οι αρχαίοι Εβραίοι έκαναν περιτομή σε ένδειξη προσέγγισης του θεού, ενώ και οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν ότι το πέος αποτελούσε ένα τρόπο προσέγγισης της “θεϊκής δύναμης”. Αντιθέτως, οι αρχαίοι Ρωμαίοι, οι στρατηγοί των οποίων προωθούσαν τους στρατιώτες ανάλογα με το μέγεθος των γεννητικών τους οργάνων, το θεωρούσαν ένδειξη “επίγειας δύναμης”».
Στην Αίγυπτο η περιτομή ήταν γνωστή ήδη από το 1550 π.Χ., όπως μαρτυρά ένας από τους αρχαιότερους και σημαντικότερους για ιατρικά θέματα παπύρους που έχουν βρεθεί ως σήμερα. Περιτομή έχει διαπιστωθεί και σε μούμιες και πιστεύεται πως αποτελούσε τελετουργική πράξη που εκτελείτο αρχικά από ιερείς προς ιερείς. Στη συνέχεια, στη διαδικασία εντάχθηκαν βασιλείς, πολεμιστές και αργότερα όλος ο αρσενικός πληθυσμός, με αποτέλεσμα στα χρόνια που κατασκευάσθηκε το συγκεκριμένο αγγείο, τον 5ο αιώνα π.Χ., να αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό των Αιγυπτίων. Λέγεται πως όταν ο Πυθαγόρας επισκέφθηκε την Αίγυπτο, αναγκάστηκε να κάνει περιτομή για να του επιτραπεί η είσοδος στους ναούς. Η τεχνική και η τελετουργική σημασία της περιτομής μεταδόθηκαν από τους αρχαίους Αιγύπτιους στους Εβραίους πριν από το 1300 π.Χ. Ο Ηρόδοτος δεν μπορούσε να πει αν η πατρότητα της περιτομής ανήκε στους Αιθίοπες ή τους Αιγύπτιους, διότι και στους δυο λαούς η συγκεκριμένη παράδοση είναι πολύ παλιά. Εκτός από τους Αιγυπτίους, στην αρχαιότητα περιτομή έκαναν και οι Σύριοι της Παλαιστίνη και οι Φοίνικες. Δεν εφάρμοζαν μόνο οι Αιγύπτιοι την περιτομή, αλλά και οι Μωαβίτες, οι Αμμωνίτες και οι Εδωμίτες (νομάδες γείτονες των Εβραίων). Αργότερα, οι Σαμαρείτες, λαος της Παλαιστινης, οι οποίοι συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις που εκτίθενται στην Πεντάτευχο των Εβραίων, περιτέμνονταν επίσης. Απεναντίας, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Έλληνες και, ιδίως, οι Φιλισταίοι δεν εφάρμοζαν την περιτομή. Μάλιστα οι τελευταίοι, και όχι οι Χαναναίοι γενικά, αποκαλούνται υποτιμητικά «οι απερίτμητοι», από μια μάχη δε με αυτούς λήφθηκαν ως τρόπαια ακροβυστίες. Ο Νόμος των Εβραίων απαιτούσε να περιτέμνονται οι αλλοεθνείς προτού τους επιτραπεί να φάνε το Πάσχα. Δύο αιώνες μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη Βαβυλώνα, η ελληνική επιρροή άρχισε να κυριαρχεί στη Μέση Ανατολή και πολλοί λαοί σταμάτησαν να περιτέμνονται. Αλλά όταν ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ (ο Επιφανής) απαγόρευσε την περιτομή, διαπίστωσε ότι οι Ιουδαίες μητέρες ήταν διατεθειμένες να πεθάνουν παρά να στερήσουν από τους γιους τους το «σημείο της διαθήκης». Χρόνια αργότερα ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Αδριανός ήρθε αντιμέτωπος με την ίδια κατάσταση όταν απαγόρευσε στους Ιουδαίους να περιτέμνουν τα αγόρια τους. Εντούτοις, μερικοί Ιουδαίοι αθλητές που επιθυμούσαν να συμμετέχουν σε ελληνιστικούς αγώνες (στους οποίους οι δρομείς έτρεχαν γυμνοί) προσπαθούσαν να γίνουν “απερίτμητοι” μέσω μιας επέμβασης που επιχειρούσε να αποκαταστήσει κάποια απομίμηση της ακροβυστίας ώστε να μη γίνονται στόχος περιφρόνησης και χλευασμού από τους Έλληνες. Ο Ηρόδοτος, περιγράφει ότι οι Αιγύπτιοι περιτέμνοντω όπως και οι κάτοικοι της Φοινίκης και μάλιστα οτι οι Αιγύπτιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες, όπως επίσης περιτομή έκαναν και οι Κόλχοι, λαός της Μικράς Ασίας στα σύνορα με την Αρμενία και τον Καυκάσο, που έλεγαν πως είναι Αιγυπτιακής καταγωγής. Κατά τον Εβραίο ιστορικό Ιώσηπο οι Υκσώς ήταν πρόγονοι των Εβραίων αλλά και την ίδια καταγωγή διεκδικούσαν και τα ιερατεία των Αιγυπτίων.! Στις Πράξεις φαίνεται πόσο απασχολούσε τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες το θέμα της ομαλής ένταξης των μη Εβραίων προσύλητων στην Εκκλησία. Για τους Εβραίους πιστούς του Ιησού ήταν πολύ δύσκολο να αποδεχθούν την συνύπαρξη με αδελφούς οι οποίοι δεν είχαν υποστεί περιτομή, ούτε είχαν υποχρέωση να τηρούν τον μωσαϊκό νόμο, όπως έπρατταν οι ίδιοι. Αγανακτούσαν μάλιστα με τον Παύλο ο οποίος δίδασκε τους νέους χριστιανούς εξ Εβραίων ότι η περιτομή είναι περιττή. Το σοβαρότατο ζήτημα της περιτομής λύθηκε ουσιαστικά όταν καταστράφηκε από τους Ρωμαίους η Ιερουσαλήμ. Ο απόστολος Παύλος έγραψε υπό θεϊκή έμπνευση τα εξής σχετικά με την περιτομή υπό το Μωσαϊκό Νόμο: «Κλήθηκε κανείς ενώ ήταν περιτμημένος; Ας μη γίνεται απερίτμητος. Έχει κληθεί κανείς ενώ ήταν απερίτμητος; Ας μην περιτέμνεται. Η περιτομή δεν σημαίνει τίποτα και η μη περιτομή δεν σημαίνει τίποτα, αλλά η τήρηση των εντολών του Θεού έχει σημασία. Σε όποια κατάσταση κλήθηκε ο καθένας, ας παραμένει σε αυτήν». Έτσι οι χριστιανοί δεν έκαναν περιτομή ακολουθώντας την ελληνική συνήθεια.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φαλλός
http://www.lifo.gr/team/evrymata/35020
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Διόνυσος
http://www.mixanitouxronou.gr/i-peritomi-efarmozotan-stous-andres-apo-tin-epochi-tis-archeas-egiptou-i-apikonisi-tou-gimnou-irakli-me-egiptious-apodiknii-oti-efarmozotan-apo-ton-5o-eona-p-ch/
http://alfeiospotamos.gr/?p=5980
http://theo_kononas.tripod.com/prepuce.htm
http://www.espressonews.gr/περιεχόμενο/489/ξεφυλλίζοντας-την-ιστορία-του-πέους
https://wol.jw.org/el/wol/d/r11/lp-g/2007403
https://panosz.wordpress.com/2008/07/18/cut/
https://wol.jw.org/el/wol/d/r11/lp-g/1200000977