Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Ησίοδος - Έργα και ημέραι: Γάμος, φιλία και νοικοκυριό

Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις,
μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια,
μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
Τέσσερα χρόνια να ᾽ναι η γυναίκα έφηβη, τον πέμπτο να παντρεύεται.
Να παντρευτείς παρθένα, για να της μάθεις φρόνιμες συνήθειες,
κι αυτήν προπάντων να παντρεύεσαι, που κάθεται κοντά σου,
αφού τα πάντα γύρω απ᾽ αυτήν καλά τα μάθεις, μην τύχει για τους γείτονες χαρά να παντρευτείς.
Απ᾽ τη γυναίκα την καλή τίποτε πιο καλό δεν αποκτά ο άντρας,
και τίποτε πάλι φοβερότερο απ᾽ την κακή, που το φαΐ παραμονεύει:
αυτή το σύζυγό της, και δυνατός να είναι ακόμα,
δίχως δαυλό τον καίει και πρόωρα γηρατειά τού δίνει.
Καλά φυλάξου από των μακάριων αθανάτων την εκδίκηση.
Το φίλο με τον αδερφό σου μην τον κάνεις ίσο.
Μα κι αν τον κάνεις, πρώτος εσύ να μην τον βλάψεις,
κι ούτε ψεύτικη εύνοια στα λόγια να του δείξεις.
Μα αν εκείνος κάνει αρχή και πει λόγια ή κάνει πράξεις δυσάρεστες,
θυμήσου τα διπλά να του ανταποδώσεις. Κι αν πάλι για συμφιλίωση
το πρώτο βήμα κάνει και θέλει να σου δώσει ικανοποίηση, να το δεχτείς.
Ο ελεεινός ο άνθρωπος κάθε φορά και άλλον φίλο κάνει.
Ο χαρακτήρας σου να μη διαψεύδει την εμφάνισή σου.
Μήτε να λέγεσαι άνθρωπος που φιλοξενεί πολλούς, μήτ᾽ αφιλόξενος,
μήτε και φίλος των κακών, μήτε και των καλών κατήγορος,
μήτε ποτέ σου να τολμήσεις την ψυχοφθόρα φτώχεια ενός ανθρώπου
την καταραμένη να ονειδίσεις: είναι κι αυτή δοσμένη απ᾽ τους θεούς που ζουν αιώνια.
Άριστος θησαυρός μες στους ανθρώπους η φειδωλή η γλώσσα,
που σαν προχωράει με μέτρο είναι πολύ μεγάλη η χάρη της.
Αν πεις κακία, γοργά κι ο ίδιος θ᾽ ακούσεις μεγαλύτερη.
Δυσάρεστος μην είσαι σε τραπέζι που φιλοξενεί πολλούς:
από κοινό τραπέζι αντλείς πάρα πολλή χαρά μ᾽ ελάχιστη δαπάνη.
Ούτε ποτέ με την αυγή να κάνεις σπονδή στο Δία λαμπερό κρασί
με χέρια άνιφτα, ούτε στους άλλους αθανάτους.
Γιατί βέβαια τότε δε σ᾽ ακούν και τις ευχές σου αποστρέφονται.
Μήτε στραμμένος προς τον ήλιο όρθιος να ουρείς.
Κι απ᾽ τη στιγμή που δύει —να το θυμάσαι— μέχρι ν᾽ ανατείλει,
ούτε στο δρόμο επάνω ούτε έξω από το δρόμο, όταν περπατάς, να ουρείς,
μήτε ξεγυμνωμένος: είναι των μακάριων θεών και οι νύχτες.
Ο θεϊκός ο άνθρωπος, με το μυαλό το φρόνιμο, καθισμένος κατουρά
ή πλησιάζοντας στον τοίχο μιας αυλής καλοφραγμένης.
Κι ούτε το αιδοίο σου από σπέρμα μολυσμένο
ν᾽ αφήνεις να φαίνεται μες στο σπίτι, στην εστία κοντά, αλλά να τ᾽ αποφεύγεις.
Μήτε γυρίζοντας από ταφή δυσοίωνη
να σπέρνεις απογόνους, μα από ευωχία των αθανάτων επιστρέφοντας.
Κι ούτε στα νερά των ποταμών να κατουράς που ρέουν προς τη θάλασσα,
ούτε στις κρήνες. Αυτό πολύ να τ᾽ αποφεύγεις.
Μήτε και να αποπατείς. Δεν είναι τούτο το καλύτερο.
Κι ούτε ποτέ των αέναων ποταμών το καλλίροο νερό
με τα πόδια να περάσεις, προτού προσευχηθείς κοιτάζοντας στα ωραία ρείθρα,
αφού τα χέρια σου ένιψες με το νερό το καθαρό, το πολυέραστο.
Όποιος διαβεί ποτάμι δίχως να ᾽χει ξεπλύνει την αθλιότητα και τα χέρια του,
αυτόν θα τον μισήσουν οι θεοί και λύπες κατόπιν θα του δώσουν.
Σε πλούσιο των θεών συμπόσιο απ᾽ το πεντόκλαδο να μην κόβεις
το ξερό απ᾽ το χλωρό με σίδερο που αστράφτει.
Ούτε ποτέ να βάζεις την οινοχόη επάνω απ᾽ τον κρατήρα
την ώρα που πίνουν. Μοίρα ολέθρια σ᾽ αυτή την πράξη υπάρχει.
Μήτε σαν φτιάχνεις σπίτι να το αφήσεις ατελές,
μήπως και πάει να κάτσει κρώζοντας καμιά κουρούνα που πολύ κραυγάζει.
Από μια χύτρα με πόδια που σε θυσία δε χρησιμοποίησες μην πάρεις
για να φας, μήτε να λουστείς. Υπάρχει και για τούτη την πράξη τιμωρία.
Μη βάζεις να καθίσει πάνω σε μέρη ιερά, καλό δεν είναι,
δωδεκάμερο παιδί — αυτό τον άνδρα τον κάνει άνανδρο—
ούτε δωδεκάμηνο. Το ίδιο ολέθρια και τούτη η πράξη είναι.
Μήτε ο άντρας το σώμα του με γυναικείο λουτρό
να καθαρίζει. Γιατί κι εδώ θα ᾽ρθει εν καιρώ ολέθρια τιμωρία.
Ούτε αν τύχει να βρεθείς σε θυσίες που καίγονται
να βλασφημείς ολέθρια. Και γι᾽ αυτό ο θεός οργίζεται
Έτσι να πράττεις. Κι απ᾽ την κακή τη φήμη των ανθρώπων να φυλάγεσαι.
Γιατί η κακοφημία είναι άσχημη, κι ελαφριά που να μπορείς να τη σηκώσεις εύκολα πολύ, μα να την κουβαλάς βαριά, και δύσκολη να την αποτινάξεις.
Φήμη καμιά δε χάνεται ολότελα που άνθρωποι πολλοί
τη διαδώσουν. Μία θεά είναι κι αυτή επίσης.
Τις μέρες του Δία καλά αφού φυλάξεις κι όπως πρέπει,
δίνε στους δούλους σου οδηγίες. Είναι η τριακοστή του μήνα μέρα άριστη,
για να ελέγχεις τις δουλειές και να μοιράζεις το σιτηρέσιό τους,
αν βέβαια οι άνθρωποι την αλήθεια διακρίνοντας τηρούνε.
Τούτες οι μέρες από το συνετό το Δία είναι:
Πρώτον, η πρώτη και η τέταρτη και η έβδομη του μήνα είναι μέρες ιερές
—γιατί την έβδομη γέννησε η Λητώ το χρυσοσπάθη Απόλλωνα—
και η όγδοη και η ένατη. Όμως του μήνα που αυξάνει δυο είναι οι μέρες
για να ασχοληθείς κατεξοχήν με τα ανθρώπινα έργα:
η ενδέκατη και η δωδέκατη. Είναι κι οι δυο καλές
για να κουρεύεις πρόβατα και να μαζεύεις τον ευφρόσυνο καρπό.
Μα η δωδέκατη απ᾽ την ενδέκατη πολύ καλύτερη είναι.
Γιατί σ᾽ αυτή γνέθει τα νήματα η αράχνη που ίπταται ψηλά,
όταν η μέρα είναι πλήρης, όταν κι ο γνωστικός μαζεύει το σωρό του.
Αυτή τη μέρα να στήνει και η γυναίκα αργαλειό και στη δουλειά αρχή να κάνει.Τη δέκατη τρίτη μέρα απ᾽ την αρχή του μήνα ν᾽ αποφεύγεις
ν᾽ αρχίσεις τη σπορά. Φυτά όμως να φυτέψεις είναι άριστη.
Η έκτη από τη μέση είναι πολύ ανώφελη για τα φυτά,
μα για τη γέννηση αγοριού είναι καλή. Μα για κορίτσι ανώφελη είναι
και για να γεννηθεί και για να παντρευτεί.
Ούτε κι η πρώτη έκτη είναι κατάλληλη να γεννηθεί κορίτσι,
μα είναι ευνοϊκή να μουνουχίσεις ερίφια και κοπάδια πρόβατα,
και μαντρί για να σηκώσεις γύρω₋γύρω για τα ποίμνια.
Είναι καλή για γέννηση αγοριού που θ᾽ αγαπάει να μιλά πειραχτικά,
να λέει ψέματα, λόγια κολακευτικά, θα αγαπά και τις κρυφές παρέες.
Την όγδοη του μήνα να μουνουχίζεις κάπρο και βόδι
που δυνατά μουγκρίζει, και τη δωδέκατη τα καρτερικά μουλάρια.
Πηγή : https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=26
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=27
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=134&page=28

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Δ) - Η περιγραφή της φυλακής των Ταρτάρων στην κοίλη Γη, η μάχη του Δία με τον Τυφωέα και η γέννηση ημίθεων ηρώων

Εκεί  στη  σειρά,  της  μαύρης  γης  και  του  κατασκότεινου  Τάρταρου  και  του  ατέλειωτου Πόντου  και  του  ουρανού  που  είναι  γεμάτος  αστέρια,  βρίσκεται  η  αρχή  και  το  τέλος,  τόποι μουχλιασμένοι  που  τους  αποφεύγουν  ακόμη  κι  οι  θεοί,  χάσμα  μεγάλο,  που  αν  κάποιος περάσει  απ’  τις  πύλες  του,  δεν  θάφτανε  στον  πυθμένα  του  ούτε  σ’  ένα  χρόνο.  Αλλά  θα  τον πήγαινε  από  δω  κι  από  κει  φοβερή  θύελλα  πάνω  στη  θύελλα.  Αυτό  το  φαινόμενο  είναι φοβερό  ακόμα  και  για  τους  αθανάτους.  Εκεί  βρίσκεται  ο  οίκος  της  σκοτεινής  Νύχτας ζωσμένος  απ’  τα  μαύρα  σύννεφα.  Μπροστά  της,  ο  γυιός  του  Ιαπετού,  σηκώνει  με  το κεφάλι,  και  τ’  ακούραστα  χέρια  του  τον  πλατύ  ουρανό,  χωρίς  να  λυγίζει.  Εκεί  η  Νύχτα  και η  Ημέρα  συναντιούνται  και  αλληλοχαιρετιούνται,  περνώντας  το  χάλκινο  σκαλοπάτι.  Η  μια μπαίνει  μέσα  κι  η  άλλη  βγαίνει  έξω,  γιατί  ποτέ  και  τις  δυο  μαζί  δεν  τις  σηκώνει  το  σπίτι. Αλλά  ενώ  η  μια  είναι  έξω  και  περιφέρεται  στη  γη,  η  άλλη  μένει  μέσα  και  περιμένει  την  ώρα της  για  να  βγει.  Η  μια  κρατώντας  το  Φως  που  το  βλέπουν  όλοι,  κι  η  άλλη  η  ολοσκότεινη Νύχτα,  τυλιγμένη  σε  μαύρο  σύννεφο,  έχοντας  στα  χέρια  της  τον  Ύπνο  τον  αδελφό  του Θανάτου.  Εκεί  είναι  η  κατοικία  των  παιδιών  της  μαύρης  Νύχτας,  του  Ύπνου  και  του Θανάτου,  θεοί  φοβεροί  που  ποτέ  σ’  αυτούς  ο  λαμπερός  Ήλιος  δεν  ρίχνει  τις  ακτίνες  του, ούτε  όταν  ανεβαίνει  στον  ουρανό,  ούτε  όταν  κατεβαίνει  απ’  αυτόν.  Ο  ένας  απ’  αυτούς, ήρεμος  και  γλυκός  τριγυρίζει  τη  γη,  και  την  απέραντη  θάλασσα  ενώ  ο  άλλος  έχει  καρδιά από  σίδερο  και  ψυχή  χάλκινη  κι  ανελέητη  μέσα  στα  στήθεια  του,  κι  όποιον  αρπάξει  απ’ τους  ανθρώπους  δεν  τον  αφήνει  κι  είναι  εχθρός  ακόμα  και  στους  αθάνατους  θεούς.  Εκεί μπροστά  υψώνονται  τα  βροντερά  ανάκτορα  του  πανίσχυρου  Άδη  και  της  φοβερής Περσεφόνης  κι  ένας  τρομερός  σκύλος  τα  φυλάει  μπροστά,  αδυσώπητος  με  πανούργο τέχνασμα.  Σ’  όσους  έρχονται  κουνά  την  ουρά  και  τα  δυο  αυτιά  του  φιλικά,  όμως  πάλι  να βγει  έξω  δεν  τον  αφήνει,  αλλά  παραφυλάει  και  τρώει  όποιον  πιάσει  να  βγαίνει  έξω  απ’  την πύλη  (του  πανίσχυρου  Άδη  και  της  φοβερής  Περσεφόνης).  Εκεί  κατοικεί  η  μισητή  για  τους αθάνατους,  η  φοβερή  Στύγα,  η  μεγαλύτερη  θυγατέρα  του  Ωκεανού  που  τα  ρέματα  του κυλούν  κυκλικά.  Κατοικεί  μακρυά  απ’  τους  θεούς,  σε  ξακουστά  ανάκτορα  σκεπασμένα  με ψηλούς  βράχους.  Και  τριγύρω  κολώνες  ασημένιες  τα  στηρίζουν  στον  ουρανό.  Καμμιά φορά  έρχεται  η  θυγατέρα  του  Θαύμαντα  η  γοργοπόδαρη  Ίρις,  να  φέρει  κάποιο  μήνυμα  απ’ την  απέραντη  θάλασσα.  Όποτε  σηκωθεί  καυγάς  κι  έχθρα  ανάμεσα  στους  αθάνατους  κι όποιος  απ’  όσους  κατοικούν  στα  Ολύμπια  δώματα  ψεύδεται,  ο  Ζευς  στέλνει  την  Ίριδα  να φέρει  από  μακρυά  τον  μέγα  όρκο  των  θεών,  το  φημισμένο  παγωμένο  νερό  μέσα  σε  χρυσή στάμνα,  που  κυλά  από  ψηλό,  κρεμαστό  βράχο.  Κι  είναι  παρακλάδι  του  ιερού  ποταμού  του Ωκεανού,  που  κυλά  άφθονο  μέσα  στη  μαύρη  νύχτα,  κάτω  απ’  τη  πλατειά  γη.  Γιατί  έχει μερδικό  το  ένα  δέκατο.  Τα  άλλα  εννιά  γύρω  απ’  τη  γη  και  την  απέραντη  θάλασσα  με  δίνες ασημένιες  τα  περικυκλώνει  (ο  Ωκεανός)  και  χύνεται  στη  θάλασσα,  κι  αυτό  το  ένα  δέκατο, κυλά  απ’  τον  βράχο  κι  είναι  συμφορά  μεγάλη  για  τους  θεούς.  Όποιος  απ’  τους  αθάνατους που  κατέχουν  την  Κορφή  του  χιονισμένου  Ολύμπου  ορκιστεί  ψεύτικα  χύνοντας  το  νερό, για  ένα  ολόκληρο  χρόνο  κείτεται  χωρίς  πνοή.  Και  δεν  φέρνει  ποτέ  νέκταρ  και  αμβροσία για  να  τραφεί,  αλλά  κείτεται  χωρίς  ανάσα  και  φωνή  πάνω  στα  στρωσίδια  και  τον  τυλίγει μια  τρομερή  παράλυση.  Κι  όταν  περάσει  η  αρρώστεια  ύστερα  από  έναν  μακρύ  χρόνο,  τον περιμένουν  άλλα  κι  άλλα,  φοβερώτερα  βάσανα.  Εννιά  χρόνια  μένει  χωρισμένος  απ’  τους θεούς  που  ζουν  αιώνια  κι  ουδέποτε  παίρνει  μέρος  στα  συμβούλια  και  στα  συμπόσια,  για εννιά  ολόκληρα  χρόνια.  Στον  δέκατο  όμως  παίρνει  πάλι  μέρος  στα  συμβούλια  των αθανάτων  που  έχουν  τα  Ολύμπια  ανάκτορα.  Τέτοιο  όρκο  έθεσαν  οι  θεοί  στο  άφθαρτο  και παμπάλαιο  νερό  της  Στύγας  που  τρέχει  μέσα  σε  τραχύ  τόπο.  (Εκεί  στη  σειρά,της  μαύρης γης  και  του  κατασκότεινου  Τάρταρου  και  του  ατέλειωτου  Πόντου  και  τ’  ουρανού  που  είναι γεμάτος  αστέρια,  βρίσκεται  η  αρχή  και  τέλος,  τόποι  μουχλιασμένοι  που  τους  αποφεύγουν ακόμη  κι  οι  θεοί.  Εκεί  είναι  οι  μαρμάρινες  πύλες  και  το  ακλόνητο  χάλκινο  κατώφλι, στερεωμένο  σε  ρίζες  χωρίς  τέλος,  μακρυές,  που  βρίσκεται  εκεί  από  πάντα.  Εκεί  μπροστά, μακρυά  απ’  όλους  τους  θεούς,  κατοικούν  οι  Τιτάνες,  πέρα  απ’  το  ζοφερό  χάος.  Ενώ  οι ξακουστοί  σύντροφοι  του  βροντερού  Δία  ο  Κόττος  και  ο  Γύης,  κατοικούν  σε  δώματα  στα θεμέλια  του  Ωκεανού.  Και  τον  Βριάρεω,  για  τη  γενναιότητα  του,  τον  έκαμε  γαμπρό  του  ο βαρύκτυπος  Γαιοσείστης  (ο  Ποσειδώνας)  και  του  έδωσε  γυναίκα  του  την  Κυμοπόλεια,  τη δική  του  θυγατέρα. 
Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια των φοβερών κεφαλιών, κάτω  απ΄τα  φρύδια  έβγαινε  φλογερή  φωτιά,  (κι  απ’  όλα  τα  κεφάλια  καθώς  κοίταζε καιγόταν  φωτιά).  Κι  έβγαιναν  απ’  όλα  τα  τρομερά  κεφάλια  φωνές  κάθε  είδους,  αφήνοντας απερίγραπτο  βουητό.  Γιατί  άλλοτε  μιλούσε  έτσι  που  να  καταλαβαίνουν  οι  θεοί,  κι  άλλοτε με  φωνή  αγέρωχη  σαν  βρυχηθμό  περήφανου  ταύρου  που  τίποτα  δεν  σταματά  την  ορμή του.  Άλλοτε  σαν  σκληρόκαρδο  λιοντάρι,  άλλοτε  σαν  σκυλάκια,  θαύμα  να  τ΄ακούς,  κι άλλοτε  πάλι  σφύριζε  κι  αντηχούσαν  τα  μακρυά  βουνά.  Κι  εκείνη  τη  μέρα  θα  συνέβαινε  ένα γεγονός  ανεπανόρθωτο,  θα  γινόταν  δηλαδή  αυτός  βασιλιάς  σε  θνητούς  κι  αθανάτους,  αν δεν  τον  αντιλαμβανόταν  ο  οξυδερκής  πατέρας  θεών  και  ανθρώπων.  Και  βρόντησε  σκληρά και  δυνατά,  κι  αντήχησε  τρομακτικά  τριγύρω  η  Γη,  και  ο  πλατύς  Ουρανός  από  ψηλά,  και  ο Πόντος  και  τα  ρέματα  του  Ωκεανού  και  τα  Τάρταρα  τη  γης.   Και  κάτω  απ’  τ’  αθάνατα  πόδια  του  άρχοντα  που  σηκωνόταν,  τραντάζόταν  ο  μέγας Όλυμπος  και  στέναζε  η  γη.  Κι  απ΄τους  δυό  φοβερή  ζέστη  κυρίεψε  τον  σκοτεινό  πόντο,  απ’ τη  βροντή  και  την  αστραπή,  κι  απ’  τη  φωτιά  που  έβγαινε  απ’  το  πελώριο  τέρας (μανιασμένοι  άνεμοι  και  φλογερός  κε-  ραυνός),  και  κόχλαζε  ολ’  η  γη,  ο  ουρανός  κι  η θάλασσα.  Κι  από  παντού  μαίνονταν  πελώρια  κύμα-  τα  στις  ακτές,  απ’  την  ορμή  των αθανάτων,  κι  ένας  σεισμός  ατέλειωτος  σηκώθηκε.  Έτρεμε  ο  Άδης  που  είναι  άρχοντας στους  νεκρούς  του  κάτω  κόσμου,    και  οι  Τιτάνες  μέσα  στον  Τάρταρο,  που  βρίσκονται γύρω  απ’  τον  Κρόνο  (απ’  το  ατέλειωτο  βουητό  και  τον  φοβερό  αγώνα).  Ο  Ζεύς,  όταν κορυφώθηκε  η  ορμή  του,  και  πήρε  τα  όπλα,  τη  βροντή,  την  αστραπή  και  τον  καπνογόνο κεραυνό,  τον  χτύπησε  πηδώντας  απ’  τον  Όλυμπο  κι  έκαψε  ένα  γύρω  όλα  τα  απερίγραπτα κεφάλια  του  φοβερού  τέρατος.  Κι  όταν  τον  δάμασε  απ’  τα  χτυπήματα,  έπεσε κομματιασμένος  κι  αναστέναξε  η  πελώρια  γη.  Κι  απ’  αυτόν  τον  κεραυνωμένο  άρχοντα, ξεπήδησε  φλόγα,  μέσα  στα  σκοτεινά  και  βραχώδη  φαράγγια  του  βουνού  όπου  είχε πληγωθεί.  Και  σε  μεγάλη  έκταση  καιγόταν  η  πελώρια  γη,  μέσα  σε  απερίγραπτους  ατμούς, κι  έλοιωνε  σαν  κασσίτερος  ζεσταμένος  από  ικανούς  τεχνίτες  σε  καλοτρυπημένες  χοάνες,  ή σαν  σίδερο  που  είναι  το  πιο  στέρεο,  και  που  μέσα  στα  φαράγγια  του  βουνού,  δαμασμένο απ’  τη  φλογερή  φωτιά,  λοιώνει  στο  θεϊκό  χώμα,  απ’  την  τέχνη  του  ΄Ηφαιστου.  Έτσι έλοιωνε  κι  η  γη  απ’  τη  λάμψη  της  φλογερής  φωτιάς.  Και  τον  έριξε  (ο  Δίας)  με  ψυχή θυμωμένη  μέσα  στον  απέραντο  Τάρταρο.  Απ’  αυτόν,  τον  Τυφώνα,  βγαίνει  η  υγρή  ορμή των  ανεμών  όταν  φυσούν,  εκτός  απ’  τον  Νοτιά,  τον  Βοριά  και  τον  Ζέφυρο  που  φέρνει ξαστεριά,  γιατί  αυτοί  έχουν  γεννηθεί  απ’  τους  θεούς,  καλό  μεγάλο  για  τους  θνητούς.  Οι άλλοι  άστατα  φυσούν  μεσ’  τη  θάλασσα.  Είναι  αυτοί  που  ρίχνονται  μέσα  στον  ομιχλώδη πόντο,  κακό  μεγάλο  για  τους  θνητούς,  και  μαίνονται  σ’  άγρια  θύελλα.  Και  φυσούν  εδώ  κι εκεί  σκορπίζοντας  τα  καράβια  και  πνίγοντας  τους  ναυτικούς.  Και  σ’  αυτό  το  κακό  δεν βοηθά  η  παλληκαριά  των  ανδρών,  αν  τους  συναντήσουν  (τους  ανέμους)  στην  ανοιχτή θάλασσα.  Άλλοι  άνεμοι  πάλι  πάνω  στην  ανθόσπαρτη  και  άπειρη  γη,  καταστρέφουν  τα ωραία  έργα  των  ανθρώπων  που  γεννήθηκαν  χαμηλά,  γεμίζοντας  τα  με  σκόνη  κι  οδυνηρή βουή.  Όταν  λοιπόν  οι  μακάριοι  θεοί  κανόνισαν  με  τη  βία  τις  διαφορές  τους  για  τα αξιώματα  με  τους  Τιτάνες,  τότε  παρώτρυναν  τον  πανεπόπτη  Δία  τον  Ολύμπιο,  να  βασιλεύει και  να  άρχει  με  τις  συμβουλές  της  Γης,  μέσα  στους  αθάνατους.  Κι  ο  Ζευς,  ο  βασιλιάς  των θεών,  πρώτη  γυναίκα  του  πήρε  τη  Μήτιδα  που  γνώριζε  περισσότερα  απ’  τους  θεούς  και τους  θνητούς  ανθρώπους.  Όταν  όμως  ήταν  να  γεννήσει  τη  γλαυκομάτα  θεά  Αθηνά,  τότε εξαπατώντας  την  λαρδιά  της  με  δόλο  και  γλυκόλογα,  την  έρριξε  στην  κοιλιά  του,  κατά πως  τον  συμβούλεψε  η  Γη  και  ο  γεμάτος  αστέρια  Ουρανός.  Και  τον  συμβούλεψαν  έτσι  για να  μη  πάρει  άλλος  απ’  τους  αιώνιους  θεούς  το  βασιλικό  αξίωμα.  Γιατ’  ήταν  πεπρωμένο  να γεννήσει  παιδιά  γεμάτα  φρόνηση.  Πρώτη  τη  γλαυκομάτα  κόρη  την  Τριτογένεια,  ορμητική και  με  σοφή  σκέψη,  όσο  κι  ο  πατέρας  της.  Έπειτα  έμελλε  να  γεννήσει  έναν  γυιό,  με ακατανίκητη  ψυχή,  που  θα  γινόταν  βασιλιάς  θεών  κι  ανθρώπων.  Αλλά  πρόλαβε  ο  Ζευς  και την  έρριξε  μέσα  στην  κοιλιά  του,  για  να  του  λέει  η  θεά  τα  καλά  και  τα  κακά  που  τον περιμένουν.  Δεύτερη  (γυναίκα)  πήρε  τη  λαμπρή  Θέμιδα  που  γέννησε  τις  Ώρες,  την Ευνομία,  τη  Δίκη  και  την  ανθοστολισμένη  Ειρήνη,  που  ρυθμίζουν  τα  έργα  των  θνητών ανθρώπων,  και  τις  Μοίρες,  που  τους    έδωσε  ο  σοφός  Δίας  τη  μεγαλύτερη  τιμή,  την Κλωθώ,  τη  Λάχεσι  και  την  Άτροπο,  που  δίνουν  στους  θνητούς  ανθρώπους  και  τα  καλά  και τα  κακά. 
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφρο- σύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια (απ΄τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο όμορφο είναι το βλέμμα τους κάτω απ΄τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της πολυθρέφτρας Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ΄τη μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την ομορφομάλλα Μνημοσύνη, απ’ την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμέ- νες Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της, γέννησε τον ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος. Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα του κατοικεί ο δείνος θεός σε χρυσά ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους φοβερούς Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές φάλαγγες των ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλόκαρδος Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι, γέννησε τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου, σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος αυτός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον ισχυρό Ηρακλή, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη. Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους άθλους, την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσηίς, την Κίρκη, και στον βασιλιά Αιήτη. Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους, παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστράγαλη Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές που αν και αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά, σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο μέσα στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στην πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο και του δίνει πολλά αγαθά.   
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την ομορφομάγουλη Αγαυή και την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης Αρισταίος, και τον Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα. (Η Καλλιρόη η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας εξ αιτίας του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς, τον Γηρυόνη, που τον σκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για τις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα από παντού). Και στον Τιθωνό, γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα, με το χάλκινο κράνος, τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα Ημαθίωνα. Έπειτα για τον Κέφαλο έφερε έναν ξακουσμένο γυιό, τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα όμοιο με τους θεούς. Αυτόν όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη, παιδί με τρυφερή ψυχή, τον άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη, και στους ιερούς ναούς της τον έλανε φύλακα τη νύχτα, αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που ανατράφηκε απ΄ τον Δία, ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη, αφού εξετέλεσε τους βαρυστέναχτους άθλους, που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο μεγάλος βασιλιάς, ο αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις. Κι όταν τους εξετέλεσε έφθασε στην Ιωλκό, ύστερα από πολλούς κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο καράβι την παιχνιδομάτα κόρη (τη Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα, τον οδηγητή των λαών, γέννησε ένα παιδί τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων ο γυιός της Φιλύρας. Έτσι πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο του Δία. Έπειτα απ’ τις κόρες του Νηρέα, του γέροντα της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο με τον έρωτα του Αιακού, χάρη στη χρυσή Αφροδίτη. Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού. Κι η ομορφοστεφανωμένη Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία, στις πολύπτυχες κορφές της δασωμένης Ίδης. Η Κίρκη, η θυγατέρα του ΄Ηλιου του γυιού του Υπερίωνα, γέννησε από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα, τον Άγριο και τον Λατίνο τον άψοχο και τον κρατερό, (γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης). Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό των ιερών νήσων, βασίλευαν σ’ όλους τους δοξασμένους Τυρρηνούς. Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά, γέννησε τον Ναυσίθοο και τον Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα. Αυτές λοιπόν οι θεές, που αν και αθάνατες πλά- γιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Τώρα όμως τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες Μούσες Ολυμπιάδες, θυγατέρες του Δία του Αιγίοχου.   
Πηγή : Πηγές  κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια  :  Αθανάσιος  Γιάννης,  Leipzig,  Germany,  Σεπτέμβριος  2010)   

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Γ) - Η οργή του Δία εναντίον του Προμηθέα και των ανθρώπων και η επική Τιτανομαχία

Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γυιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’ όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του απάντησε με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του και χολή ήρθε στη ψυχή του καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε: « Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη της απάτης». Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φω- τιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι κάτω της έρριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει). Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το’χε φτειάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του (και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία), θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα αφού έφτειαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄αυτή κρατά το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. 
Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου πετούν γοργά και αποθέτουν τα λευκά  κεριά  τους,  ενώ  αυτοί  μένουν  μέσα  στις  θολωτές  κυψέλες  καταπίνοντας  τον  ξένο κόπο.  Τέτοιο  κακό  για  τους  θνητούς  άνδρες  έφτειαξε  ο  Δίας,  που  βροντά  από  ψηλά,  τις γυναίκες,  συντρόφους  κακών  έργων,  κι  έδωκε  άλλο  ένα  κακό  για  το  καλό  που  πήραν. Όποιος  αποφεύγει  τον  γάμο  και  τα  βάσανα  για  τη  φροντίδα  της  γυναίκας  και  δεν  θέλει  να παντρευτεί  και  να  φτάσει  στα  καταραμένα  γεράματα  χωρίς  να  έχει  κάποιον  να  τον γηροκομήσει,  τότε  δεν  θα  στερηθεί  το  βιός  του,  αλλά  μετά  το  θάνατό  του  θα  μοιραστούν την  περιουσία  του  μακρινοί  συγγενείς.  Όποιος  πάλι  του  ΄γραψε  η  μοίρα  να  παντρευτεί  και να  πάρει  σύντροφο  φρόνιμη  και  λογική,  και  τότε  σ’  όλη  του  τη  ζωή  θ’  αγωνίζεται  να ισοφαρίσει  το  κακό  με  το  καλό.  Όποιου  πάλι  του’  τυχε  γέννημα  ολέθριο,  ζει  έχοντας  στα στήθεια  του,  στη  ψυχή  και  στην  καρδιά  αβάσταχτο  πόνο,  που  είναι  κακό  αγιάτρευτο. Επειδή  δεν  είναι  δυνατό  να  ξεγελάσει  κανείς  το  νου  του  Δία,  ούτε  να  του  ξεφύγει,  έτσι ούτε  ο  γυιός  του  Ιαπετού,  ο  άκακος  Προμηθεύς.  Ξέφυγε  απ΄την  τρομερή  οργή  του,  και παρά  τη  σοφία  του,  εξαναγκάστηκε  να  τον  κρατούν  βαρειά  δεσμά.  Τον  Βριάρεω,  τον Κόττο  και  τον  Γύη,  τους  μίσησε  ο  πατέρας  τους  (ο  Ουρανός)  απ΄την  πρώτη  μέρα,  και  τους έδεσε  με  γερά  δεσμά,  φθονώντας  την  ασύγκριτη  ανδρεία  τους,  το  παρουσιαστικό  τους  και το  ανάστημά  τους  και  τους  έχωσε  μέσα  στην  πλατειά  γη.  Εκεί  κατοικούσαν  μέσα  στον πόνο,  βαθειά  στα  έσχατα  της  γης,  στα  πέρατα  της  μεγάλης  γης,  με  μεγάλο  πόνο  στη  ψυχή και  μαυρισμένη  την  καρδιά.  Αλλά  ο  γυιός  του  Κρόνου  και  οι  άλλοι  θεοί  που  γέννησε  η ομορφομάλλα  Ρέα  απ΄τον  έρωτα  του  Κρόνου,  ακολουθώντας  τη  συμβουλή  της  Γαίας,  τους ανέβασαν  πάλι  στο  φως.  Γιατί  αυτή  τους  εξιστόρησε  με  λεπτομέρεια  ότι  μόνο  μαζί  μ’ εκείνους  θα  έπαιρναν  τη  νίκη  και  τη  λαμπρή  δόξα. 
Γιατί πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο, συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε δυνατές μάχες, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο, οι μεν λαμπροί Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε θεοί οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον Όλυμπο. Αυτοί τότε έχοντας ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς δέκα ολόκληρα χρόνια, και δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά και για τους δυο το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο. Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους Εκατόγχειρες) όλα τα απαραίτητα, νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε στα στήθεια τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή. (Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη γλυκειά αμβροσία) τότε τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ακούστε με λαμπρά τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού, για να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’ τα στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε ολημερίς μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννηθήκαμε απ’ τον Κρόνο, για τη νίκη και την επιβολή. Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας στην τρομερή μάχη εναντίον των Τιτάνων, έχοντας στη μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει, και πως απ΄τη δική μας θέληση ήλθατε πάλι στο φως, απ’ τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό». Έτσι είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος: «Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις τους αθάνατους θεούς απ΄την παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας, μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό και τώρα, μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη, θ’ αγωνιστούμε για να επικρατήσεις στον φοβερό πόλεμο, πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες». ‘Ετσι είπε και τον επάινεσαν οι θεοί οι δωρητές των αγαθών, μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο τώρα τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί, σήκωσαν τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες, οι Τιτάνες οι θεοί κι όσοι γεννήθηκαν απ΄τον Κρόνο, τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ΄το υποχθόνιο Έρεβος, φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ. Απ΄τους ώμους τους τινάζονταν εκατό χέρια κι απ΄τον ώμο του καθενός πενήντα κεφάλια ξεφύτρωναν στα στιβαρά μέλη τους. 
Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά χέρια τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να κάνουν με την ισχύ των χεριών τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη Τάρταρο, απ΄το τρομερό ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά. Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του πλημμύρισε μ’ ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ΄τον Ουρανό κι απ’ τον Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ΄ το στιβαρό χέρι του έπεφταν συνέχεια οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ΄τη φωτιά. Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και καυτή πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια και άκουγαν τ’ αυτιά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς Ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά. Τόσος ήταν ο κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν το χώμα, τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα βέλη του μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην ίδια θέση, χτυπιόταν σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν γενναία ψυχή. Τόσο βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ΄τη γη (γιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο). Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ΄τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο. Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος φραγμός και γύρω απ΄τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι θεοί, κάτω απ΄τον ομιχλώδη ζόφο, απ΄τη θέληση του Δία που μαζεύει τα νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο, γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού. Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία που κρατά την ασπίδα. 
Πηγή : Πηγές  κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια  :  Αθανάσιος  Γιάννης,  Leipzig,  Germany,  Σεπτέμβριος  2010)   

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Β) - Η γέννηση των Ολυμπίων θεών και η συμπεριφορά του Προμηθέα

Κι εκεί κρατήθηκε στον τόπο των Αρίμων, κάτω απ’ τη γη η ολέθρια Έχιδνα, η αθάνατη νύμφη που δεν γερνά ποτέ. Λένε ότι ο φοβερός, ο ανόσιος και ο άνομος Τυφώνας έσμιξε ερωτικά μ’ αυτήν την παιχνιδομάτα κόρη κι αυτή αφού έμεινε έγκυος, γέννησε σκληρόκαρδους γυιούς. Γέννησε πρώτο τον Όρθρο, τον σκύλο του Γηρυόνη. Δεύτερο γέννησε τον ακαταμάχητο, τον ακατανόμαστο, τον σαρκοβόρο Κέρβερο, τον σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο, με τα πενήντα κεφάλια, ανήλεο και κρατερό. Τρίτη γέννησε την Λερναία Ύδρα που ο νους της ήταν πάντα στο κακό, την οποία ανάθρεψε η λευκοχέρα Ήρα με ασίγαστη οργή για τον ισχυρό Ηρακλή. Αυτήν όμως τη θανάτωσε με το αλύπητο χάλκινο σπαθί του ο γυιός του Δία, απ’ τη γενιά του Αμφιτρύωνα, ο Ηρακλής μαζί με τον πολεμοχαρή Ιόλαο και τη συμπαράσταση της Αθηνάς που δίνει τα λάφυρα. Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την τεράστια Χίμαιρα, τη γοργοπόδαρη και δυνατή, που αναπνέει ακατάσχετη φωτιά. Είχε τρία κεφάλια, το ένα λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά, το άλλο γίδας και το άλλο φιδιού, δράκοντα τρομερού. (Μπροστά το λιοντάρι, πίσω το φίδι και στη μέση η γίδα απέπνεαν φλογερή φωτιά). Αυτήν τη σκότωσε ο Πήγασος και ο ανδρείος Βελλερεφόντης. Επίσης σμίγοντας με τον Όρθρο γέν- νησε την ολέθρια Φίκα (Σφίγγα), την καταστροφή για τον λαό του Κάδμου, και τον Λέοντα της Νεμέας που ανάθρεψε η Ήρα, η τιμημένη ομοκρέβατη του Δία και τον φώλιασε στους λόφους της Νεμέας, για τους ανθρώπους συμφορά. Εκεί έμενε και κατέστρεφε τους ανθρώπους κυριαρχώντας στον Τρητό και στον Απέσαντα. Αλλά κι αυτόν τον νίκησε η ισχύς του Ηρακλή. Και τέλος η Κητώ σμίγοντας ερωτικά με τον νεότατο Φόρκυ, γέννησε ένα τρομερό φίδι, που στα σκοτεινά βάθη της γης, στην άκρη του κόσμου, φυλάει τα ολόχρυσα μήλα. Αυτή λοιπόν είναι η γενιά της Κητούς και του Φόρκυ. Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλι- στούς ποταμούς, τον Νείλο, τον Αλφειό, τον βαθυστρόβιλο Ηριδανό, τον Στρυμόνα, τον Μαίανδρο, τον ομορφορρέματο Ίστρο, τον Φάση, τον Ρήσο, τον Αχελώο με τις ασημένιες δίνες, τον Νέσσο, τον Ρόδιο, τον Αλιάκμονα, τον Επτάπορο, τον Γρανικό, τον Αίσηπο, τον θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο, τον ομορφόροο Κάϊκο, τον μέγα Σαγγάριο, τον Λάδωνα, τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον Άρδησκο και τον θεϊκό Σκάμανδρο. Και γεννά την ιερή γενιά των θυγατέρων του, που απ’ τον Δία τους Έλαχε το έργο ν’ αναθρέψουν τους νέους με τη βοήθεια του άρχοντα Απόλλωνα και των Ποταμών, την Πειθώ, την Αδμήτη, την Ιάνθη, την Ηλέκτρα, τη Δωρίδα, την Πρυμνώ, τη θεϊκή Ουρανία, την Ιππώ, την Κλυμένη, τη Ρόδεια, την Πασιθόη, την Πληξαύρη, τη Γαλαξαύρη, τη γλυκειά Διώνη, τη Μηλόβοσι, τη Θόη, την όμορφη Πολυδώρη, την Κερκηίδα με το όμορφο παράστημα, τη γλυκειά Πλουτώ, τη μεγαλομάτα Περσηίδα, την Ιάνειρα, την Ακάστη, τη Ξάνθη, την Πετραία, την ερωτική Μενεσθώ, την Ευρώπη, τη Μήτιδα, την Ευρυνόμη, την Τελεστώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, τη Χρυσηϊδα, την Ασία, τη λαχταριστή Καλυψώ. την Ευδώρη, την Τύχη, την Αμφιρώ, την Ωκιρόη και τη Στύγα που είναι η ανώτερη απ’ όλες. Αυτές λοιπόν γεννήθηκαν πρώτες οι θυγατέρες του Ωκεανού και της Τηθύος, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Γιατί υπάρχουν τρεις χιλιάδες ομορφοπόδαρες Ωκεανίδες που είναι σκορπισμένες στη γη και στα βάθη των λιμνών και φροντίζουν όλους το ίδιο, τα λαμπρά τέκνα θεαινών. Υπάρχουν κι άλλοι τόσοι ποταμοί που τρέχουν με βουητό, γυιοί του Ωκεανού που γέννησε η σεβαστή Τηθύα. Για θνητό άνθρωπο είναι δύσκολο να πει όλα τα ονόματά τους. Τα γνωρίζουν όσοι κατοικούν τριγύρω τους. Κι η Θεία αφού αναγκάστηκε, έσμιξε ερωτικά, με τον Υπερίωνα και γέννησε τον μέγα Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη και την Αυγή που φέρνει το φως σ’ όλους πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που κατέχουν τον πλατύ Ουρανό. Ενώ η Ευρυβία, η σεβαστή θεά, σμίγοντας ερωτικά με τον Κρίο, γέννησε τον Αστραίο, τον Πάλλαντα, και τον Πέρση που ξεπερνά όλους σε γνώση. 
Και η Ηώ με τον Αστραίο, γέννησε τους ανέμους τους σκληρόκαρδους, τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, τον γρηγοροκίνητο Βοριά και τον Νότο, αφού θεά πλάγιασε ερωτικά με θεό. Μετά η Ηριγένεια (Ηώ) γέννησε τον αστέρα Εωσφόρο και τα λαμπρά αστέρια που στεφανώνουν τον Ουρανό. Η Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας με τον Πάλλαντα γέννησε στο παλάτι τον Ζήλο και την ομορφοπόδαρη Νίκη. Επίσης γέννησε το Κράτος και τη Βία, ξακουστά παιδιά. Μακρυά απ’ τον Δία δεν υπάρχει γι’ αυτά ούτε σπίτι, ούτε μέρος να σταθούν, ούτε ο δρόμος που να μη τους οδηγεί ο θεός. Και πάντα κάθονται πλαϊ στον βροντερό Δία. Έτσι απεφάσισε η Στύγα η αθάνατη Ωκεανίδα τη μέρα που ο αστραποβόλος Ολύμπιος κάλεσε όλους τους αθάνατους θεούς στον ψηλό Όλυμπο και είπε πως όποιος απ΄ τους θεούς μαχόταν τους Τιτάνες μαζί του, δεν θα έχανε κανένα αξίωμα που είχε πριν, μέσα στους αθάνατους θεούς. Και είπε πως όποιος είχε μείνει χωρίς τιμή και αξίωμα απ’ τον Κρόνο, θα έπαιρνε τιμές και αξιώματα όπως ήταν δίκαιο. Πρώτη λοιπόν έφθασε στον Όλυμπο η αθάνατη Στύγα μαζί με τα παιδιά της, ακούγοντας τη συμβουλή του αγαπημένου της πατέρα. Κι ο Ζευς την τίμησε δίνοντάς της περίσσια δώρα. Γιατί όρισε αυτή να είναι των θεών ο μεγαλύτερος όρκος. Και τα παιδιά της να μένουν πάντα μαζί του. Κι όπως τα υποσχέθηκε έτσι ακριβώς τα εκτέλεσε. Γιατί αυτός εξουσιάζει και βασιλεύει. Η Φοίβη ήλθε στο κρεββάτι του πολυπόθητου Κοίου και από έρωτα θεάς με θεό έμεινε έγκυος και γέννησε τη Λητώ με τα γαλάζια πέπλα, πάντα γλυκειά, γλυκειά απ’ την πρώτη μέρα, που είναι η πιο καταδεκτικιά μέσα στον Όλυμπο και τρυφερή στους ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς. Γέννησε και την Αστερία με το ωραίο όνομα που κάποτε ο Πέρσης την οδήγησε στο μεγάλο παλάτι του να γίνει η αγαπημένη του σύντροφος. Κι αυτή έμεινε έγκυος και γέννησε την Εκάτη, που αυτήν πάνω απ’ όλους τίμησε ο Ζευς, ο γυιός του Κρόνου και της χάρισε λαμπρά δώρα να ορίζει απ’ τη γη και απ’ την ακένωτη θάλασσα. Αλλά και στον γεμάτο αστέρια Ουρανό πήρε αξίωμα και τιμάται πιο πολύ απ’ όλους τους αθάνατους θεούς. Γιατί και μέχρι τώρα όποιος άνθρωπος στη γη προσφέρει κατά τη συνήθεια, εξιλαστήρια θυσία προσκαλεί την Εκάτη. Κι εύκολα η θεά δείχνει την εύνοιά της σ’ αυτόν που δέχτηκε την προσευχή του και του χαρίζει ευτυχία, γιατί έχει τη δύναμη. Επειδή όσοι γεννήθηκαν απ’ τη Γαία και τον Ουρανό κι έχουν κάποιο αξίωμα, σ’ όλους αυτούς έχει μερδικό. Κι ούτε σε τίποτα ο γυιός του Κρόνου την εξεβίασε, ούτε της στέρησε ό,τι της είχε λάχει μέσα στους πρωτύτερους θεούς τους Τιτάνες, αλλά κατέχει ότι απ’ την αρχή ήταν το μερδικό της, μερίδιο στη γη, στον ουρανό και στη θάλασσα. Και δεν τιμήθηκε λιγότερο η θεά επειδή ήταν μοναχοπαίδι, αντίθετα πολύ περισσότερο γι’ αυτό την τιμά ο Ζευς. Αυτόν που θέλει τον βοηθά πολύ και τον ωφελεί. Στις δίκες κάθεται πλάι στους σεβαστούς βασιλιάδες, και στις συνελεύσεις του λαού προβάλλει αυτόν που θέλει. Κι όταν ζώνονται τ’ άρματα οι άνδρες για τον φονικό πόλεμο, κι εκεί η θεά βοηθά όποιους θέλει και πρόθυμα δίνει τη νίκη και προσφέρει τη δόξα. Κι είναι καλή όταν παραβγαίνουν άνδρες σε αγώνα κι εκεί τους βοηθά και τους ωφελεί. Κι αυτός που θα νικήσει με ισχύ κι επιμονή, το ωραίο έπαθλο πρόθυμα και με χαρά παίρνει κάνοντας τους γονιούς του περήφανους. Αλλά και μέσα στους ιππείς βοηθά όποιον θέλει. Κι αυτούς που δουλεύουν στη γαλάζια ανεμοδαρμένη θάλασσα, και προσεύχονται στην Εκάτη και τον Γαιοσείστη (Ποσειδώνα), εύκολα η δοξασμένη θεά τους φέρνει μεγάλη ψαριά, αλλά κι εύκολα την εξαφανίζει, αν το θελήσει, κι ας φαίνεται δικιά τους (η ψαριά). Κι είναι καλή στους στάβλους όπου πληθαίνει τα ζώα μαζί με τον Ερμή. Τα κοπάδια των γελαδιών, τα πλατιά κοπάδια των γιδιών και τα κοπάδια με τα πυκνόμαλλα αρνιά, αν θέλει τα λίγα τα αυξάνει και τα πολλά τα ελαττώνει. Έτσι λοιπόν, αν η μάνα της την έκανε μοναχοπαίδι, ανάμεσα σ’ όλους τους αθάνατους τιμάται μ’ αξιώματα. Μα κι ο γιος του Κρόνου την όρισε τροφό των νέων, που μαζί της ανοίγουν τα μάτια τους στο φως της ολοφώτιστης Αυγής. Έτσι απ’ την αρχή ήταν τροφός των νέων και είχε αυτές τις τιμές. 
Η Ρέα εξαναγκασμένη από τον Κρόνο, του γέννησε τέκνα δοξασμένα, την Εστία, τη Δήμητρα, την Ήρα με τα χρυσά πέδιλα, τον δυνατό Άδη που κατοικεί στο παλάτι του κάτω απ’ τη γη κι έχει ανελέητη καρδιά, τον βροντερό Γαιοσείστη και τον σοφό Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων που τραντάζει την πλατειά γη με την βροντή του. Κι αυτούς τους κατάπινε ο μέγας Κρόνος μόλις ο καθένας κατέβαινε απ’ την ιερή κοιλιά της μάνας του στα γόνατα της. Φοβόταν μήπως κάποιος απ’ τους δοξασμένους Ουρανίωνες του έπαιρνε το βασιλικό αξίωμα μέσα στους αθάνατους. Γιατί είχε μάθει απ’ την Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό ότι ήταν γραφτό να ηττηθεί κάποτε απ’ το παιδί του, παρ’ όλο που ο ίδιος ήταν ισχυρός –απ’ το θέλημα του μεγάλου Δία. Έτσι παραφύλαγε με άγρυπνα μάτια και κατάπινε τα παιδιά του. Τη Ρέα όμως την κατείχε αβάσταχτος πόνος. Αλλ’ όταν ήταν για να γεννήσει τον Δία, τον πατέρα θεών και ανθρώπων, τότε παρακαλούσε τους αγαπημένους της γονείς, τη Γαία και τον γεμάτο αστέρια Ουρανό, να σκεφτούν ένα τρόπο για να γεννήσει κρυφά τον αγαπημένο της γυιό, για να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του και τα παιδιά του, που τα κατάπινε ο δόλιος Κρόνος. Αυτοί άκουσαν με μεγάλη προσοχή την αγαπημένη τους θυγατέρα, πείστηκαν και της αφιέρωσαν όσα ήταν πεπρωμένο να συμβούν γύρω απ’ τον βασιλιά Κρόνο και τον γυιό με την ατρόμητη ψυχή. Την έστειλαν λοιπόν στη Λύκτο, τον πλούσιο τόπο της Κρήτης, όταν επρόκειτο να γεννήσει το τελευταίο απ’ τα παιδιά της, τον μεγάλο Δία. Και τον δέχτηκε η πελώρια Γαία μέσα στην πλατειά Κρήτη, να τον θρέψει και να τον φροντίζει. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι της γρήγορης Νύχτας, τον έφερε πρώτα στη Λύκτο και τον έκρυψε με τα χέρια της σε απάτητο άντρο, στα βάθη της ιερής γης, στο πυκνοδασωμένο Αιγαίο βουνό. Και στον γυιό του Ουρανού, τον μεγάλο άνακτα, τον πρώτο βασιλιά ανάμεσα στους θεούς, σπαργάνωσε μια μεγάλη πέτρα. Κι εκείνος αρπάζοντας την στα χέρια του, την έριξε ο δύστυχος στην κοιλιά του. Δεν του πέρασε απ’ το μυαλό του πως έμενε πίσω αντί για πέτρα ο γυιός του, ανίκητος και χωρίς να πολυσκοτίζεται, που έμελλε γρήγορα με την ισχύ και τα χέρια του να τον νικήσει, να του πάρει τα αξιώματα και να βασιλέψει ανάμεσα στους αθάνατους. Έπειτα, γρήγορα μεγάλωναν η ορμή και τα λαμπρά μέλη αυτού του άρχοντα. Και με το κύλισμα του χρόνου (ξεγελασμένος από τις παμπόνηρες συμβουλές της Γαίας), τον γόνο του ανέβασε από μέσα του ο μέγας Κρόνος, ο πανούργος, νικημένος απ΄την επινοητικότητα και την ισχύ του γυιού του. Πρώτα εξέμεσε την πέτρα που είχε κατα- πιεί τελευταία και την οποία ο Ζευς τη στήριξε στην πλατειά γη, στην αγία Πυθώνα, στις πλαγιές του Παρνασσού, σημάδι για το μέλλον να το θαυμάζουν οι θνητοί άνθρωποι. (Κι έλυσε τους αδελφούς του πατέρα του, τους Ουρανίδες, απ’ τα μαύρα δεσμά που τους είχε δέσει ο πατέρας τους, μέσα στην παραφροσύνη του. Κι αυτοί δε λησμόνησαν τη χάρη της ευεργεσίας και του έδωσαν τη βροντή, τον κεραυνό που όλα τα καίει και την αστραπή, που πριν τα έκρυβε η πελώρια Γαία. Μ’ αυτά βασιλεύει (ο Δίας) στους θνητούς και στους αθάνατους θεούς). Κι ο Ιαπετός πήρε την κόρη, την Ωκεανίδα με τους όμορφους αστραγάλους, την Κλυμένη και μαζί της ανέβηκε στο ίδιο κρεβάτι. Κι αυτή του γέννησε τον Άτλαντα, γυιό με ατρόμητη ψυχή. Και γέννησε και Τον υπερφίαλο Μενοίτιο, τον εύστροφο και επινοητικό Προμηθέα, και τον μπερδεμένο Επιμηθέα, που έκανε απ’ την αρχή μεγάλο κακό στους άνδρες που τρέφονται με ψωμί. Γιατί πρώτος δέχτηκε την παρθένα γυναίκα που έπλασε ο Δίας. Τον αυθάδη Μενοίτιο ο Δίας που τα βλέπει όλα, τον γκρέμισε στο Έρεβος, χτυπώντας τον με τον κεραυνό που βγάζει καπνούς, για την ασέβειά και την υπεροπτική δύναμή του. Ο Άτλας υποχρεώθηκε από μεγάλη ανάγκη να κρατά τον πλατύ ουρανό, στα πέρατα της γης, μπροστά στις Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, όρθιος, με το κεφάλι του και με τ’ ακούραστα χέρια του. Γιατί αυτή τη μοίρα του όρισε ο σοφός Ζευς. Τον Προμηθέα με τις πολλές ιδέες, τον έδεσε με άλυτα και βασανιστικά δεσμά τυλίγοντας κολώνα στη μέση και ξεσηκώνοντας εναντίον του αετό με μακρυά φτερά. Κι αυτός του έτρωγε το αθάνατο συκώτι, αλλ’ αυτό ξαναγινόταν το ίδιο τη νύχτα, όσο είχε φάει τη μέρα το όρνιο με τα μακρυά φτερά. Κι αυτό το σκότωσε ο Ηρακλής, ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, και λύτρωσε απ’ τη φρικτή αυτή αρρώστεια τον γυιό του Ιαπετού και τον λευτέρωσε απ’ το μαρτύριο, μα όχι χωρίς τη θέληση του Ολύμπιιου Δία, που βασιλεύει ψηλά, γιατί ήθελε να δοξαστεί περισσότερο από πριν ο Θηβογεννημένος Ηρακλής, πάνω στην πολυθρέφτα γη. Με τέτοια φροντίδα τίμησε τον δοξασμένο γυιό του και παρά την οργή του σταμάτησε την πίκρα που είχε πριν επειδή συναγωνιζόταν (ο Προμηθέας) τον παντοδύναμο γυιό του Κρόνου. Γιατί τότε που θεοί και θνητοί άνθρωποι, στη Μηκώνη τακτοποιούσαν τις σχέσεις μεταξύ τους, τότε (ο Προμηθέας) μοίρασε ένα μεγαλόσωμο βόδι με χαρά, θέλοντας να ξεγελάσει την κρίση του Δία. Στο μεν ένα έβαλε τα παχιά εντόσθια και τα κρέατα μέσα στο λίπος και τα σκέπασε με την κοιλιά του βοδιού. Στο άλλο τοποθέτησε με μεγάλη πονηριά τα άσπρα κόκκαλα του βοδιού και τα ακούμπησε κάτω αφού τα σκέπασε με λευκό λίπος. 
Πηγή : Πηγές  κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια  :  Αθανάσιος  Γιάννης,  Leipzig,  Germany,  Σεπτέμβριος  2010)   

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Α) - Η δημιουργία του κόσμου και η γέννηση των πρώτων θεών

Χαίρετε  τέκνα  του  Δία  και  δώστε  το  μαγευτικό  τραγούδι.  Δοξάστε  την  ιερή  γενιά  των αιώνιων  αθανάτων  που  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γη  και  τον  γεμάτο  αστέρια  Ουρανό  και  τη Νύχτα  τη  σκοτεινή,  κι  αυτούς  που  έτρεφε  ο  Πόντος  ο  αλμυρός.  Και  πείτε  πως  πρώτα γεννήθηκαν  οι  θεοί  κι  η  Γη  κι  οι  ποταμοί  και  ο  απέραντος  Πόντος  με  τα  μανιασμένα  κύματα και  τ’  αστέρια  τα  λαμπρά,  κι  ο  Ουρανός  ψηλά  ο  πλατύς  κι  αυτούς  που  γεννήθηκαν  απ’ τους  θεούς,  τους  δωρητές  των  αγαθών,  και  πως  μοιράστηκαν  τα  πλούτη  και  χώρισαν  τ’ αξιώματα  και  πως  ακόμη  κατάκτησαν  τον  Όλυμπο  με  τις  πολλές  χαράδρες.  Αυτά  να  μου αφηγηθείτε  Μούσες  που  έχετε  τ’  ανάκτορα  του  Ολύμπου,  απ’  την  αρχή  και  λέγοντας  μου ποιό  έγινε  πρώτα  απ’  αυτά.  Στην  αρχή  γεννήθηκε  το  Χάος,  κι  έπειτα  η  πλατύστηθη  Γαία παντοτινός  και  ασφαλής  τόπος  των  αθανάτων  που  εξουσιάζουν  τις  χιονισμένες  κορφές  του Ολύμπου  και  τα  σκοτεινά  Τάρταρα  στα  βάθη  της  γης  με  τους  πλατείς  δρόμους.  Μετά  ο Έρως  που  είναι  ο  ωραιότερος  ανάμεσα  στους  αθάνατους  θεούς,  που  λύνει  τα  μέλη  όλων των  θεών  και  των  ανθρώπων  και  δαμάζει  στα  στήθεια  την  καρδιά  και  τον  νου.  Από  το Χάος  ακόμη  δημιουργήθηκαν  το  Έρεβος  κι  η  μαύρη  νύχτα.  Κι  απ’  τη  Νύχτα  γεννήθηκε  ο Αιθέρας  κι  η  Ημέρα,  που  τα  γέννησε  σμίγοντας  ερωτικά  με  το  Έρεβος.  Η  Γη  πρώτα γέννησε  τον  γεμάτο  αστέρια  Ουρανό,  ίσο  με  αυτήν  να  την  καλύπτει  από  παντού  και  να είναι  για  πάντα  ασφαλής  τόπος  για  τους  μακάριους  θεούς.  Και  γέννησε  τα  ψηλά  Όρη, χαριτωμένους  τόπους  των  Νυμφών,  των  θεαινών  που  κατοικούν  στα  δασωμένα  βουνά.  Κι αυτή  γέννησε  και  τον  Πόντο,  το  ατέλειωτο  πέλαγος,  με  τα  μανιασμένα  κύματα,  χωρίς ερωτικό  σμίξιμο.  Έπειτα  αφού  πλάγιασε  με  τον  Ουρανό,  γέννησε  τον  βαθύ  Ωκεανό,  τον Κοίο,  τον  Κριό,  τον  Υπερίωνα,  τον  Ιαπετό,  τη  Θεία,  τη  Ρέα,  τη  Θέμιδα,  τη  Μνημοσύνη,  τη χρυσοστεφανωμένη  Φοίβη,  και  τη  χαριτωμένη  Τηθύα.  Μετά  απ’  αυτούς  γεννήθηκε  ο δόλιος  Κρόνος,  ο  φοβερώτερος  απ’  όλους  τους  γυιούς,  που  μίσησε  τον  θαλερό  γονιό  του. Και  γέννησε  μετά  τους  Κύκλωπες  με  την  ατρόμητη  καρδιά,  τον  Βρόντη,  τον  Στερόπη  και τον  ορμητικό  Άργη,  οι  οποίοι  έδωσαν  στον  Δία  τη  βροντή  και  έφτειαξαν  τον  κεραυνό.  Κι ήσαν  όμοιοι  σ’όλα  με  τους  θεούς,  μόνο  που  είχαν  ένα  μάτι  στη  μέση  του  μετώπου  τους.  Κι ήταν  γνωστοί  με  τ’  όνομα  Κύκλωπες  γιατ’  είχαν  στο  μέτωπό  τους  το  στρογγυλό  μάτι.  Ήταν ισχυροί  κι  ορμητικοί  και  επινοητικοί  στα  έργα  που  έκαναν  και  τους  είχαν  μεγαλώσει  και μάθει  να  μιλούν  οι  θεοί.  Μετά  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γαία  και  τον  Ουρανό,  άλλοι  τρεις  γυοί μεγάλοι  και  φοβεροί  –καλύτερα  μη  τους  βάζεις  στο  στόμα  σου-,  ο  Κόττος,  ο  Βριάρεως  και ο  Γύης  παιδιά  υπερήφανα.  Απ’  τους  ώμους  τους  σάλευαν  εκατό  χέρια  που  δεν  μπορούσες να  τα  ζυγώσεις  και  για  τον  καθένα  πενήντα  κεφάλια  φύτρωναν  απ΄τους  ώμους  πάνω  στα στιβαρά  τους  μέλη.  Κι  είχαν  ισχύ  ακατανίκητη  και  φοβερή  όσο  το  ανάστημά  τους.  Τους φοβερώτερους  γυιούς,  απ’  όσους  γεννήθηκαν  απ’  τη  Γαία  και  τον  Ουρανό,  τους εχθρευόταν  απ’  την  αρχή  ο  πατέρας  τους  και  μόλις  γεννιόταν  ο  καθένας  τον  έκρυβε  στα έγκατα  της  Γης  και  δεν  τους  άφηνε  ν’  ανέβουν  στο  φως.  Και  χαιρόταν  με  το  κακό  του  έργο ο  Ουρανός.  Αλλά  η  πελώρια  Γη  βαρυγγομούσε  από  μέσα  της  και  σκέφτηκε  ένα  δόλιο  και κακό  τέχνασμα.  Αμέσως  γέννησε  το  γκρίζο  ατσάλι  κι  έφτιαξε  ένα  μεγάλο  δρεπάνι  κι εξήγησε  στους  αγαπημένους  της  γυιούς  τι  να  κάνουν.  Και  δίνοντας  τους  θάρρος  και  με πόνο  στην  καρδιά  τους  είπε:  «Παιδιά  δικά  μου  που  έχετε  πατέρα  κακούργο,  αν  θέλετε  να μ’ακούσετε,  μπο-  ρούμε  να  τιμωρήσουμε  την  αδικία  του  πατέρα  σας  μιας  κι  αυτός  άρχισε πρώτος  τις  άτιμες  πράξεις».   
Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο  που  δίνουν  το  καλό  και  το  κακό  στους  θνητούς  όταν  γεννιούνται),  που  κυνηγούν τα  παραπτώματα  θεών  κι  ανθρώπων  και  δεν  σταματούν  ποτέ  οι  θεές  την  τρομερή  οργή τους  πριν  να  ξεπληρωσει  το  χρέος  του  όποιος  έχει  αμαρτήσει.  Και  γέννησε  τη  Νέμεση, συμφορά  για  τους  θνητούς  ανθρώπους  η  ολέθρια  Νύχτα,  και  μετά  την  Απάτη  και  τη Φιλότητα,  το  καταραμένο  Γήρας  και  την  ακατάβλητη  Έριδα.  Μετά  η  μισητή  Έρις  γέννησε τον  βασανιστή  Πόνο,  τη  Λήθη,  την  Πείνα  και  τις  Οδύνες  που  φέρνουν  δάκρυα,  τις Συμπλοκές,  τις  Μάχες,  τους  Φόνους,  τους  Ανδροσκοτωμούς,  τις  Φιλονικίες,  τις Ψευδολογίες,  τις  Διαφωνίες,  την  Κακονομία,  την  Άτη  που  πάνε  συνήθως  μαζί,  και  τον Όρκο  που  τυρρανά  τους  πιο  πολλούς  ανθρώπους  στη  γη,  όταν  με  τη  θέλησή  τους  γίνονται επίορκοι. 
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της. 
Πηγή : Πηγές κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Leipzig, Germany, Σεπτέμβριος 2010)   


Προκοπίου Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία - Συνωμοσίες και όργια στο Βυζάντιο

Όλα όσα συνέβησαν ως τις μέρες μας στο γένος των Ρωμαίων στη διάρκεια των πολέμων τα έχω διηγηθεί, συνδέοντάς τα πάντα, όσο μου ήταν δυνατό, με το χρόνο και τον τόπο στον οποίο διαδραματίστηκαν· όσα όμως συνέβησαν από δω και πέρα δεν θα τα εκθέσω με τον ίδιο τρόπο, γιατί εδώ θα καταγραφούν όλα, όσα έτυχε να συμβούν σε κάθε σημείο της Ρωμαϊκής επικράτειας. (2) Ο λόγος είναι ότι δεν ήταν δυνατόν να καταγραφούν οι πράξεις με τον αρμόζοντα τρόπο, όσο οι αυτουργοί τους ήταν εν ζωή. Γιατί δεν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγω από τα πλήθη των κατασκόπων, ούτε εάν με έπιαναν να μην πεθάνω με τον χειρότερο θάνατο. Και δεν μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη ούτε στους πιο κοντινούς μου συγγενείς. (3) Αλλά και για πολλά από όσα προηγουμένως είπα μιλήσει αναγκάστηκα να αποκρύψω τις αιτίες. Θα χρειαστεί, λοιπόν, εδώ να αποκαλύψω τις αιτίες όχι μόνο όσων παρασιώπησα πριν, αλλά και εκείνων που προανέφερα. (4) Αλλά καθώς πρόκειται να μπω σε έναν άλλο αγώνα δύσκολο και άνισο, καθώς έχει να κάνει με το βίο και το έργο του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, συχνά τρέμω και κάνω πίσω, (5) όσο αναλογίζομαι ένα πράγμα, ότι δηλαδή τώρα πια πρόκειται να γράψω τέτοια συμβάντα που ούτε πιστευτά ούτε φυσικά θα φανούν στις επόμενες γενιές, καθώς, μάλιστα, όταν περάσει πολύς χρόνος από τότε που συνέβη κάτι, το ακούμε σαν παραμύθι, φοβάμαι μήπως με περάσουν για μυθοπλάστη και με κατατάξουν στους τραγικούς ποιητές. Δεν πρόκειται, ωστόσο, να δειλιάσω μπροστά στον όγκο του έργου, γιατί υπάρχει κάτι που μου δίνει θάρρος, ότι δηλαδή οι σύγχρονοί μου, που είναι ενήμεροι μάρτυρες των πράξεων, θα μεταβιβάσουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο στις επόμενες γενιές την πεποίθηση ότι τα γεγονότα έχουν αποδοθεί σωστά. […] 
Κεφάλαιο 8
Αυτά λοιπόν διεξήχθησαν και στην Κωνσταντινούπολη και σε κάθε άλλη πόλη. Γιατί, όπως ακριβώς σε κάθε άλλη αρρώστια, έτσι κι αυτό το κακό έπεσε πάνω σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. (2) Ο βασιλιά, όμως, ελάχιστα ενδιαφερόταν γι’ αυτά που συνέβαιναν, αφού στον άνθρωπο αυτό δεν υπήρχε καμία συναίσθηση, αν και υπήρξε αυτόπτης  μάρτυρας  όσων  συνέβαιναν  πάντα  στις  ιπποδρομίες.  (3)  γιατί  ήταν υπερβολικά  ηλίθιος  και  μάλιστα  παρόμοιος  με  τεμπέλικο  γαϊδούρι,  έτοιμο  να ακολουθήσει  αυτόν  που  του  τραβούσε  το  χαλινάρι,  κουνώντας  συχνά  τα  αυτιά  του. (4)  Ο  Ιουστινιανός  όχι  μόνο  έκανε  αυτά  αλλά  και  όλα  τα  άλλα  τα  ανακάτευε.  Αυτός ακριβώς,  που  μόλις  έλαβε  στα  χέρια  του  την  εξουσία  του  θείου  του,  έσπευσε  αμέσως να  ξοδέψει  το  δημόσιο  χρήμα  χωρίς  καμία  ντροπή,  επειδή  απλά  ήταν  ιδιοκτήτης  του. (5)Και  κάθε  φορά  που  συναντούσε  Ούννους  τους  πρόσφερε  μεγάλα  ποσά  για  τις καλές  τους  υπηρεσίες.  Γι’  αυτό  το  λόγο  συνέβαιναν  συχνά  στη  γη  των  Ρωμαίων έφοδοι.  Γιατί  όταν  οι  βάρβαροι  αυτοί  γεύτηκαν  τον  πλούτο  των  Ρωμαίων,  δεν μπορούσαν  πια  να  μείνουν  μακριά  από  τον  δρόμο  που  οδηγούσε  εκεί.  […] (12)  Νομίζω  ότι  δεν  είναι  άκαιρο  να  περιγράψω  την  εμφάνιση  αυτού  του  ανθρώπου. Στο  σώμα  δεν  ήταν  ούτε  ψηλός  ούτε  πολύ  κοντός,  αλλά  ήταν  μέτριος,  όχι  αδύνατος αλλά  λίγο  παχουλός,  στρογγυλοπρόσωπος  και  όχι  άσχημος·  γιατί  ήταν  ροδαλός ακόμα  και  μετά  από  δύο  ημέρες  νηστείας.  (13)  Για  να  περιγράψω  δηλαδή  τη συνολική  του  εμφάνιση,  έμοιαζε  πολύ  με  τον  Δομιτιανό,  το  γιο  του  Βεσπασιανού, που  τόσα  απόλαυσαν  οι  Ρωμαίοι  από  την  κακοήθειά  του,  ώστε  ούτε  όταν  τον κατακρεούργησαν  ξεθύμαναν  την  οργή  εναντίον  του,  αλλά  εκδόθηκε  απόφαση  της συγκλήτου  να  μην  αναγράφεται  ούτε  το  όνομά  του  στα  έγγραφα  και  να  μην  διασωθεί καμία  εικόνα  του.  […]   (22)  Στην  εμφάνιση,  λοιπόν,  τέτοιος  ήταν·  τον  χαρακτήρα  του  όμως  δεν  θα  μπορούσα με  ακρίβεια  να  περιγράψω.  Γιατί  ήταν  άνθρωπος  κακούργος  και  μωρόπιστος,  αυτός που  ονομάζεται  κουτοπόνηρος,  και  ούτε  ο  ίδιος  ήταν  ειλικρινής  με  όσους  τον συναναστρέφονταν,  αλλά  πάντοτε  όλα  του  τα  λόγια  και  τα  έργα  έκρυβαν  δόλιες σκέψεις,  αν  και  ο  ίδιος  έπεφτε  πολύ  εύκολα  θύμα  εξαπάτησης  όσων  το  επιθυμούσαν. Και  μέσα  του  υπήρχε  από  τη  φύση  του  ένα  ασυνήθιστο  μείγμα  ανοησίας  και κακοήθειας.  […] 
Κεφάλαιο  9 
Αυτά,  λοιπόν,  είναι  τα  σχετικά  με  τον  χαρακτήρα  του  Ιουστινιανού,  όσα  βέβαια μπορώ  να  πω.  Και  παντρεύτηκε  γυναίκα,  για  την  οποία  εγώ  θα  σας  εξηγήσω  πώς   γεννήθηκε  και  ανατράφηκε  και  πώς,  αφού  παντρεύτηκε  αυτόν  τον  άνθρωπο,  αφάνισε ολότελα  το  ρωμαϊκό  κράτος.  (2)  Υπήρχε  στο  Βυζάντιο  κάποιος  Ακάκιος  φύλακας των  θηρίων  στις  θηριομαχίες,  που  ανήκε  στην  ομάδα  των  Πρασίνων,  απ’  αυτούς  που ονομάζουν  αρκουδιάρηδες.  (3)  Αυτός  ο  άντρας  όταν  ήταν  αυτοκράτορας  ο Αναστάσιος  πέθανε  από  ασθένεια  και  άφησε  ορφανά  τρία  κορίτσια,  την  Κομιτώ,  τη Θεοδώρα  και  την  Αναστασία,  από  τα  οποία  η  μεγαλύτερη  ακόμα  δεν  είχε  γίνει  επτά χρονών.  (4)  Η  γυναίκα  του  αφού  ξέπεσε,  παντρεύτηκε  άλλον  άνδρα,  ο  οποίος  θα αναλάμβανε  μαζί  της  τη  φροντίδα  του  σπιτιού  και  την  εργασία  του  Ακακίου.  (5)  Ο πρωτοχορευτής,  όμως,  των  Πρασίνων,  ονόματι  Αστέριος,  αφού  πληρώθηκε  από κάποιον  για  να  τους  διώξει  από  τη  θέση  αυτή,  χωρίς  καμία  δυσκολία  την  έδωσε  στον άνθρωπο  που  του  έδωσε  τα  χρήματα.  Γιατί  οι  χορευτές  μπορούσαν  να  κανονίζουν τέτοιες  υποθέσεις  όπως  ήθελαν.  (6)  Όταν  όμως  η  γυναίκα  είδε  ότι  όλος  ο  λαός  ήταν συγκεντρωμένος  στον  χώρο  των  θηριομαχιών,  αφού  τοποθέτησε  στο  κεφάλι  και  στα δυο  χέρια  των  κοριτσιών  της,  τα  έβαλε  να  καθίσουν  ως  ικέτισσες.  (7)  Αλλά  οι Πράσινοι  αρνήθηκαν  να  δεχτούν  την  ικεσία,  οι  Βένετοι  όμως  τους  έδωσαν  μια ανάλογη  θέση,  καθώς  ο  δικός  τους  φροντιστής  θηρίων  είχε  πρόσφατα  πεθάνει.  (8) Όταν,  λοιπόν,  τα  κορίτσια  αυτά  έφταναν  στην  εφηβεία,  η  μητέρα  τους  τα  έβγαζε  στη σκηνή  γιατί  ήταν  όμορφα,  όχι  όμως  όλα  μαζί  ταυτόχρονα,  αλλά  τη  στιγμή  που καθεμιά  της  φάνηκε  να  είναι  ώριμη.    (9)  Η  πρώτη,  λοιπόν,  η  Κομιτώ,  είχε  ήδη διακριθεί  ανάμεσα  στις  εταίρες  του  καιρού  της·  η  δεύτερη,  όμως,  η  Θεοδώρα, φορώντας  έναν  κοντό  χιτώνα  με  μανίκια  σαν  αυτούς  που  φοράνε  οι  μικρές  σκλάβες, την  ακολουθούσε  υπηρετώντας  την  σε  καθετί  και  κουβαλώντας  στους  ώμους  της  το σκαμνί,  πάνω  στο  οποίο  εκείνη  συνήθιζε  να  κάθεται  στις  δημόσιες  συγκεντρώσεις. (10)  Η  Θεοδώρα  ακόμα  τότε  δεν  είχε  ωριμάσει  και  έτσι  δεν  ήταν  σε  θέση  να ξαπλώσει  σε  κρεβάτι  με  άνδρα  ούτε  να  συνευρεθεί  ως  γυναίκα.  Γι’  αυτό  επιδιδόταν σε  ένα  είδος  ασέλγειας  ανδρικού  τύπου  με  κάτι  άθλιους  ανθρώπους  και  μάλιστα δούλους,  που  ακολουθούσαν  τους  αφέντες  τους  στο  θέατρο  και  έβρισκαν περιστασιακά  την  ευκαιρία  να  κάνουν  την  ολέθρια  αυτή  πράξη·  αλλά  και  στο μπορντέλο  ασχολούνταν  αρκετές  ώρες  με  αυτήν  την  παρά  φύση  σωματική  εργασία. (11)  όταν  όμως  έφτασε  στην  εφηβεία  και  ήταν  ήδη  ώριμη,  άρχισε  να  ασχολείται  με  το θέατρο  και  αμέσως  έγινε  πόρνη,  απ’  αυτές  που  οι  παλιοί  άνθρωποι  ονομάζουν  του δρόμου.    (12)  γιατί  δεν  ήταν  ούτε  αυλητρίδα,  ούτε  τραγουδίστρια,  ούτε  ασχολούνταν με  το  χορό,  αλλά  μόνο  πρόσφερε  τα  τρυφερά  της  νιάτα  σε  όποιον  τύχαινε  ασκώντας το  επάγγελμα  με  όλο  της  το  σώμα.  (13)  
Αργότερα  συναναστρεφόταν  συνέχεια  με τους  μίμους  του  θεάτρου  και  να  συμμετέχει  μαζί  τους  στις  ασχολίες  τους,  βοηθώντας τους  γελωτοποιούς  με  διάφορες  βωμολοχίες.  Γιατί  ήταν  ιδιαίτερα  αστεία  και περιπαικτική  και  γι’  αυτά  τα  καμώματά  της  έγινε  γρήγορα  περιζήτητη.  (14)Γιατί  σ’ αυτήν  δεν  υπήρχε  καμιά  ντροπή  και  κανένας  δεν  την  είδε  ποτέ  να  κοκκινίζει,  αλλά προσέφερε αναίσχυντες υπηρεσίες χωρίς κανένα δισταγμό και ήταν τέτοια ώστε αν κάποιος την χαστούκιζε ή της έριχνε καμιά στο κεφάλι, εκείνη χαριεντιζόταν και χασκογελούσε και, βγάζοντας τα ρούχα της, τα έδειχνε όλα στον καθένα, και από μπρος και από πίσω, πράγματα που είναι σωστό να μένουν κρυμμένα και αφανέρωτα στους άντρες. […] (20) Πολλές φορές και στο θέατρο με θεατές όλο το λαό έβγαζε τα ρούχα της στη μέση της σκηνής, φορώντας μόνο μια ποδίτσα γύρω από τους βουβώνες και τα αιδοία, όχι όμως επειδή ντρεπόταν ακόμα κι αυτά να δείξει στον κόσμο, αλλά επειδή δεν επιτρεπόταν σε κανένα να παρουσιάζεται εντελώς γυμνός εκεί, παρά μονάχα φορώντας τουλάχιστον μια ποδίτσα γύρω από τους βουβώνες και το αιδοίο. (21) Με αυτό λοιπόν το ντύσιμο, αφού έπεφτε στο έδαφος, έμενε ανάσκελα. Και κάποιοι μισθωτοί εργάτες , στους οποίους είχε ανατεθεί αυτό το έργο, έριχναν πάνω στο αιδοίο της κριθάρι, που το έπιαναν σπυρί σπυρί με το στόμα τους και το έτρωγαν χήνες, οι οποίες ήταν γυμνασμένες γι’ αυτό. (22) Έπειτα εκείνη σηκωνόταν χωρίς να κοκκινίζει αλλά μάλιστα έμοιαζε να καμαρώνει για την πράξη της αυτή. Γιατί δεν ήταν μόνο αδιάντροπη αλλά και περισσότερο απ’ όλους ήθελε να παρασύρει τους άλλους στην αδιαντροπιά. (23)Πολλές φορές μάλιστα αφού γδυνόταν, στεκόταν μαζί με τους μίμους πάνω στη σκηνή και πότε γέρνοντας προς τα πίσω το σώμα της και πότε τουρλώνοντας τον πισινό της και προς αυτούς που την είχαν χαρεί και προς τους άλλους που δεν την είχαν ακόμα πλησιάσει, επεδείκνυε με καμάρι τα συνηθισμένα της γυμνάσματα. (24) Και με τόση ακολασία καμάρωνε για το κορμί της, ώστε φαινόταν ότι δεν είχε το αιδοίο της στη φυσική του θέση, όπως οι άλλες γυναίκες, αλλά στο πρόσωπο. […] 
(29) Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε και ανατράφηκε η γυναίκα αυτή και έτσι έγινε περιβόητη ανάμεσα σε πολλές δημόσιες γυναίκες και σε όλους τους ανθρώπους. (30) Αμέσως, όμως, μόλις έφτασε στο Βυζάντιο, την ερωτεύτηκε ο Ιουστινιανός με έρωτα σφοδρό και στην αρχή τη συναναστρεφόταν ως ερωμένη, μολονότι την είχε ανυψώσει στο αξίωμα της πατρικίας. (31) Η Θεοδώρα, λοιπόν, αμέσως κατάφερε να αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη και τεράστια πλούτη. Γιατί στον άνθρωπο αυτό, όπως συμβαίνει με όλους τους υπερβολικά ερωτευμένους, το πιο γλυκό πράγμα στον κόσμο φαινόταν να κάνει όλα τα χατίρια της αγαπημένης του και να της προσφέρει όλα τα πλούτη του κόσμου. (32) Έτσι όλο το κράτος έγινε προσάναμμα αυτού εδώ του έρωτα. Και μαζί με αυτήν εκείνος προξενούσε ακόμα μεγαλύτερες καταστροφές στο λαό, όχι μόνο στο Βυζάντιο αλλά και σε όλα τα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. […] (47) Όσο, λοιπόν, ζούσε ακόμα η βασίλισσα, ο Ιουστινιανός δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να πάρει ως νόμιμη σύζυγό του τη Θεοδώρα. Γιατί μόνο σε αυτό του εναντιώθηκε η βασίλισσα, αν και στα άλλα ποτέ δεν του έφερε αντιρρήσεις. (48) Γιατί η γυναίκα αυτή δεν είχε ίχνος κακίας και ήταν εντελώς άξεστη και από βαρβαρικό γένος, όπως έχω προαναφέρει. […] (51) Τότε λοιπόν προχώρησε στον αρραβώνα με την Θεοδώρα. Επειδή, όμως, ήταν αδύνατο ένας άνδρας που είχε φτάσει στο αξίωμα του συγκλητικού να παντρευτεί μια εταίρα, πράγμα που ήταν απαγορευμένο από τους παμπάλαιους νόμους της πρώιμης εποχής, ανάγκασε τον βασιλιά με άλλο νόμο να καταργήσει τους νόμους αυτούς και από τότε ζούσε με τη Θεοδώρα ως νόμιμη σύζυγό του και έδωσε και σε άλλους την ευχέρεια να παντρεύονται εταίρες και ύστερα αμέσως καταχράστηκε την αυτοκρατορική εξουσία βρίσκοντας πρόσχημα για να συγκαλύψει την βιαιότητα της πράξης του. (52) Γιατί τον αναγόρευσαν αυτόν αυτοκράτορα των Ρωμαίων μαζί με τον θείο του, οι ανώτεροι αξιωματικοί, οδηγημένοι στην απόφαση αυτή από υπερβολικό φόβο. Έτσι, λοιπόν, ο Ιουστινιανός και η Θεοδώρα αναγορεύτηκαν αυτοκράτορες τρεις μέρες πριν από την εορτή του Πάσχα, όταν ακριβώς δεν επιτρεπόταν ούτε να ασπαστείς κανένα ούτε να χαιρετήσεις λέγοντας «ειρήνη υμίν». (54) Και λίγες μέρες αργότερα πέθανε από ασθένεια ο Ιουστίνος, έπειτα από εννέα έτη στην εξουσία, και μόνος πια ο Ιουστινιανός με τη Θεοδώρα είχαν την βασιλεία. 
Κεφάλαιο 12 […] 
(18) Λένε μάλιστα ότι και η ίδια του η μητέρα είχε πει σε κάποιους από τους δικούς της ανθρώπους ότι ο Ιουστινιανός δεν ήταν γιος του άνδρα της του Σαββατίου ούτε κανενός άλλου ανθρώπου. (19) Λίγο πριν μείνει έγκυος σ’ αυτόν, την επισκεπτόταν ένα αόρατο δαιμόνιο, που της έδινε την εντύπωση ότι την πλησίαζε όπως ένας άνδρας μια γυναίκα και έπειτα σαν όνειρο εξαφανιζόταν. (20) Αλλά και μερικοί από αυτούς που κάθονταν σε κάποιες προχωρημένες ώρες της νύχτας και συνομιλούσαν μαζί μ’ αυτόν, άνθρωποι που η ψυχή τους ήταν αγνή, νόμισαν ότι είδαν μπροστά τους αντί για εκείνον κάποιο άγνωστο σ’ αυτούς δαιμόνιο. […] (24) Λένε επίσης ότι και κάποιο μοναχό, πολύ αγαπητό στον θεό, τον έπεισαν εκείνοι που ζούσαν μαζί του στην έρημο να πάει στο Βυζάντιο για να υπερασπίσει τους κατοίκους της γύρω περιοχής, που υπέφεραν τα πάνδεινα από την κακομεταχείριση και την αδικία. Όταν έφτασε εκεί του δόθηκε αμέσως η άδεια να δει τον βασιλιά· (25) όταν, όμως επρόκειτο να τον συναντήσει, πάτησε με το ένα πόδι το κατώφλι και ξαφνικά άρχισε να περπατά ανάποδα και έκανε πίσω. (26) Ο ευνούχος, βέβαια, που τον είχε οδηγήσει μέσα και όσοι ήταν παρόντες εκεί τον παρακινούσαν να επιμονή να προσωρήσει μπροστά, αυτός όμως, όχι μόνο δεν απάντησε τίποτα, αλλά και έφυγε από εκεί, μοιάζοντας με παραπληγικό, και πήγε στο δωμάτιο όπου είχε καταλύσει· όταν οι ακόλουθοι προσπάθησαν να πληροφορηθούν για ποιον λόγο το έκανε αυτό, λένε πως εκείνος είπε ότι είχε δει στο Παλάτι να κάθεται στο θρόνο ο άρχοντας των δαιμόνων, με τον οποίο δε θα μπορούσε ούτε να συνυπάρξει ούτε να ζητήσει κάτι από αυτόν. (27) Γιατί πώς θα ήταν δυνατό να μην είναι ένας αχρείος δαίμονας αυτός ο άνθρωπος που ποτέ δε χόρτασε ποτό, φαγητό ή ύπνο, αλλά αφού δοκίμαζε κάτι λίγο από τα παρατιθέμενα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα περιπλανιόταν στα ανάκτορα, μολονότι είχε ακόρεστο πάθος για τις ερωτικές απολαύσεις; 
Πηγή : Προκοπίου Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία (αποσπάσματα) Μετάφραση
https://www.google.com/url?sa=t&source=web&rct=j&url=https://student.cc.uoc.gr/uploadFiles/177-%25CE%2592%25CE%25A5%25CE%2596%25CE%25A6193/%25CE%25A0%25CF%2581%25CE%25BF%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2580%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585%2520%25CE%2591%25CE%25BD%25CE%25AD%25CE%25BA%25CE%25B4%25CE%25BF%25CF%2584%25CE%25B1%2520%25CE%25AE%2520%25CE%2591%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BA%25CF%2581%25CF%2585%25CF%2586%25CE%25B7%2520%25CE%2599%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25B1%2520%25CE%25BC%25CE%25B5%25CF%2584%25CE%25AC%25CF%2586%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2583%25CE%25B7.pdf&ved=2ahUKEwjG5ZPx5uT7AhXrQfEDHUosCrcQFnoECBMQAQ&usg=AOvVaw0sOEdAgYHQFWSSmgNo_06Z
https://byzantium.gr/keimena/anekdota.php

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

Γεώργιος Μανιάκης : Ένας ηρωικός προστάτης του Βυζαντινού ελληνισμού σε Ανατολή και Δύση

Ο Γεώργιος Μανιάκης ήταν ένδοξος Βυζαντινός στρατηλάτης του 11ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε και πού γεννήθηκε. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι γεννήθηκε γύρω στο 1.000 μ.Χ. ή και λίγο αργότερα. Σημαντικότερο όμως είναι το πρόβλημα της καταγωγής του. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (πέθανε μεταξύ 1081 και 1092) γράφει ότι ήταν γιος του αξιωματούχου Γουδέλη (ο Γουδελίου του Μανιάκη υιός), μέλους δηλαδή μιας βυζαντινής οικογένειας γαιοκτημόνων που είχαν σημαντική επιρροή στη Μικρά Ασία. Ο Μιχαήλ Ψελλός αντίθετα γράφει ότι δεν καταγόταν από επιφανή οικογένεια και ότι η άνοδός του σε ψηλά στρατιωτικά αξιώματα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αξία και τις προσωπικές του διακρίσεις. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Μανιάκηδες ζούσαν στο θέμα των Ανατολικών στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στο τμήμα της χερσονήσου νοτιοδυτικά του κέντρου της. Οι Μανιάκηδες στο θέμα των Ανατολικών, ήταν μία από τις πολυάριθμες ομάδες βυζαντινών αριστοκρατικών οίκων. Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε επιβλητικό παράστημα και στεντόρεια φωνή. Ο Μιχαήλ Ψελλός στη Χρονογραφία του γράφει:
"Εγώ αυτόν τον άνδρα τον είδα και τον θαύμασα. Η φύση είχε συναρμόσει πάνω του όσα ταιριάζουν σε επίδοξο στρατηγό. Ήταν δέκα πόδια ψηλός το ανάστημα και όσοι τον κοιτούσαν έπρεπε να σηκώσουν το κεφάλι σαν να αντίκριζαν καμιά κολόνα ή καμιά βουνοκορφή. Δεν υπήρχε τίποτα τρυφερό, τίποτε μειλίχιο στη μορφή του- έμοιαζε αντιθέτως σαν καταστροφικός ανεμοστρόβιλος. Δεν μιλούσε, βροντούσε ενώ τα χέρια του μπορούσαν και τείχη να σείσουν και χάλκινες πύλες να συντρίψουν. Σαν λιοντάρι ορμούσε κοιτώντας με τρομακτική βλοσυρότητα".
Στα τέλη του 1029 και το 1030 δύο μεγάλες βυζαντινές στρατιές υπό τον «κατεπάνω» Αντιόχειας Μιχαήλ Σπονδύλη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ’ Αργυρό (1028-1034) υπέστησαν συντριπτικές ήττες στη βόρεια Συρία από τους Άραβες του Χαλεπίου που πήραν θάρρος και αποφάσισαν να επεκτείνουν τις επιδρομές τους μέχρι τις περιοχές του Ταύρου στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Ο Ρωμανός υποχρεώθηκε τον επόμενο χρόνο (1031) να υπογράψει μαζί τους συνθήκη ειρήνης. Την ίδια περίπου εποχή μεταξύ 1029 και 1030 ο Μανιάκης αν και πολύ νέος είχε ήδη διοριστεί στρατηγός-κυβερνήτης των πόλεων του ακριτικού θέματος Τελούχ (Telouch), που βρισκόταν στα σύνορα της ΝΑ Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας. Έδρες του Μανιάκη ήταν οι ακριτικές πόλεις Δολίχη/Τελούχ (σημ. Ντολούκ) και Σαμόσατα/Αρσαμόσατα (Sumaysat/Samsat), γενέτειρα του ρήτορα και σατιρικού συγγραφέα Λουκιανού (2ος αι.). Μετά την ήττα του το 1030 ο Ρωμανός Γ’ πήρε μια, ίσως τη μοναδική (Ι. Καραγιαννόπουλος) ,σωστή απόφασή του στον βυζαντινοισλαμικό πόλεμο. Ανέθεσε στον Μανιάκη αποκλειστικά τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων διορίζοντάς τον «κατεπάνω» (πρόκειται τίτλος ανώτατου στρατιωτικού και πολιτικού άρχοντα στο Βυζάντιο) και αρχιστράτηγο των βυζαντινών δυνάμεων του ανατολικού μετώπου και των ευφρατίδιων (δηλ. που βρίσκονταν κοντά στον Ευφράτη) πόλεων. 


Ο μεγάλος στρατηγός του 11ου αιώνα Γεώργιος Μανιάκης εμφανίζεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο μετά την ολέθρια ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Αζαζίου από τους Μιρδασίδες Άραβες του Χαλεπίου, τον Αύγουστο του 1030. Εκείνη την περίοδο ο Μανιάκης ήταν στρατηγός στην πόλη Τελούχ. H πόλη ήταν έδρα στρατηγίδος (η στρατηγίς ήταν υποδιαίρεση θέματος). Μετά τη νίκη τους στο Αζάζιον οι Άραβες σάρωναν και λεηλατούσαν τις αφύλακτες πλέον Βυζαντινές περιοχές βορειοανατολικά από την Αντιόχεια. Ένα απόσπασμα από 800 Άραβες εμφανίσθηκε στην Τελούχ και απαίτησε από τον Μανιάκη μετά γαύρου του φρονήματος (όπως λέει ο Ιωάννης Σκυλίτζης) να τους παραδώσει την πόλη. Ο Μανιάκης προθυμοποιήθηκε να τους την παραδώσει την επομένη, και αποβραδίς τους έστειλε φαγητά και κρασί. Όταν οι Άραβες μέθυσαν και κοιμήθηκαν, οι Βυζαντινοί τους κατέσφαξαν. Ο Μανιάκης έστειλε στον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ που είχε φτάσει ήδη στην Καππαδοκία, τα αυτιά και τις μύτες των νεκρών μαζί με 280 καμήλες από τα λάφυρα που οι Άραβες είχαν πάρει από τον Βυζαντινό στρατό στο Αζάζιον. Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός πολύ τα εκτίμησε όλα αυτά και διόρισε τον Μανιάκη Κατεπάνω Κάτω Μηδίας με έδρα τα Σαμόσατα της Οσροηνής. Παράλληλα, ο Μανιάκης πήρε τον τιμητικό τίτλο του Πρωτοσπαθάριου.


Το 1031, ο Μανιάκης, με την ιδιότητα του Κατεπάνω ηγήθηκε εκστρατείας εναντίον της Έδεσσας, η οποία ανήκε στο κουρδικό εμιράτο των Μαρουανιδών (ή Μερβανιδών). Στο παρελθόν ήταν σπουδαία ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή πόλη μέχρι την κατάληψή της από τους Άραβες το 640. Κυβερνήτης της το 1031 ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Σουλεϊμάν («Σαλαμάνης ο Τούρκος» κατά τον Σκυλίτζη – αλλά μάλλον ήταν Κούρδος), ο οποίος είχε διοριστεί στη θέση αυτή από τον Μαρουανίδη εμίρη της Μαρτυρουπόλεως. Ο Σουλεϊμάν δωροδοκήθηκε από τον Μανιάκη και του παρέδωσε την πόλη μέσα στη νύκτα. Για κάποιο λόγο που δεν είναι ξεκάθαρος, ο Μανιάκης σε εκείνη τη φάση δεν πήρε όλη την πόλη, αλλά κατέλαβε μόνο μέρος των τειχών με τρεις οχυρούς πύργους. Προφανώς είτε ο Μανιάκης δεν είχε επαρκή δύναμη είτε η παράδοση δεν ήταν πλήρης εξαρχής. O Απομερβάνης, ο Κούρδος εμίρης του Μιεφερκείμ (της Μαρτυροπόλεως), όταν πληροφορήθηκε αυτήν την εξέλιξη, έσπευσε στην Έδεσσα με μεγάλο στρατό. Οι Μουσουλμάνοι προσπάθησαν να επιτεθούν στο τμήμα της οχύρωσης που κατείχαν οι Βυζαντινοί αλλά αποκρούσθηκαν. Βλέποντας ότι η άμυνα του αντιπάλου ήταν πολύ αποτελεσματική και μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, ο Απομερβάνης κατέστρεψε τα ωραιότερα κτίρια της πόλης, τη λεηλάτησε και φορτώνοντας τα λάφυρα σε καμήλες, πυρπόλησε την υπόλοιπη πόλη και επέστρεψε στη Μαρτυρόπολη. Έχοντας το πεδίο ελεύθερο, ο Μανιάκης κατέλαβε την ακρόπολη που βρισκόταν στη μέση της πόλης, πάνω σε ένα βραχώδη λόφο, κάλεσε ενισχύσεις και ολοκλήρωσε με ασφάλεια την κατάληψη της Έδεσσας. Ήταν μια ακόμα εντυπωσιακή ενέργεια του Μανιάκη, που όπως έδειξε και η μετέπειτα πορεία του, ήταν πραγματικά χαρισματικός στρατηγός.


Ο μανιάκης ανακάλυψε στην Εδεσσα ένα ανεκτίμητο κειμήλιο: την ιδιόχειρη επιστολή που ο Ιησούς Χριστός είχε γράψει στα αραμαϊκά προς τον κυβερνήτη της έδεσσας Αύγαρο (ιδιόγραφον επιστολὴν του δεσπότου και κυρίου ιησού χριστού, την προς τον αύγαρον πεφθείσαν). Ο Μανιάκης έστειλε αμέσως το εύρημα στον αυτοκράτορα στην κωνσταντινούπολη. το γεγονός αυτό μαζί με αυτή καθαυτή την κατάληψη την έδεσσας που ήταν πολύ σημαντική, τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή. Η 
Έδεσσα υπήρξε η τελευταία προσθήκη εδαφών που έγινε στη Βυζαντινή επικράτεια στα νοτιοανατολικά. Τα επόμενα χρόνια, και μέχρι το τέλος, το Βυζάντιο είχε μόνο απώλειες εκεί. Η Έδεσσα έμεινε στα χέρια των Βυζαντινών, με διαλείμματα, για 50 χρόνια περίπου. Αργότερα απετέλεσε μέρος του Αρμενικού βασιλείου της Κιλικίας. Μετά την πήραν οι Σελτζούκοι και το 1099 έγινε έδρα Σταυροφορικού κρατιδίου. Οι Μουσουλμάνοι την ξαναπήραν το 1144.


Ο ικανότατος Γεώργιος Μανιάκης, ο Κατεπάνω της Κάτω Μηδίας, το 1031 κατέκτησε την πόλη ΄Εδεσσα και συνέχισε να έχει επιτυχίες τα επόμενα χρόνια εναντίον των Μουσουλμάνων στην άνω Μεσοποταμία και στις ανατολικές επαρχίες. Το 1038, ο Μανιάκης εκλήθη να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δυτικό μέτωπο, στη Σικελία. Η Σικελία, μια από τις πιο «ελληνικές» περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας, είχε χαθεί για τους Βυζαντινούς από τον 9ο αιώνα, όταν κατακτήθηκε από τους Άραβες.
Οι Βυζαντινοί από την εποχή του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου είχαν αρχίσει να σκέφτονται την ανάκτηση της Σικελίας. Υπήρχαν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό, ιδιαίτερα όταν Κατεπάνω Ιταλίας ήταν ο Βασίλειος Βοϊωάννης (1017-1027). Όμως κάποιες προσπάθειες που έγιναν τελικά το 1026 και το 1031, αποκρούσθηκαν από τους Μουσουλμάνους, που στη συνέχεια άρχισαν να επιτίθενται στα παράλια της Απουλίας και της Καλαβρίας. Το εμιράτο της Σικελίας ήταν τότε πρακτικά ανεξάρτητο, με χαλαρούς δεσμούς με το Βερβερικό εμιράτο της Ιφρικίγια, απέναντι στην σημερινή Τυνησία, όπου τυπικά υπαγόταν. Το 1034 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Σικελία. Ο εμίρης Γιουσούφ Αλ-Ακχάλ (1019-1036) προσπάθησε να αυξήσει τους φόρους και αυτό έδωσε αφορμή να ξεσπάσει εξέγερση με ηγέτη τον Αμπού Χαφς (ο Σκυλίτζης τον αποκαλεί «Απόχαψ» και είναι η μόνη ιστορική πηγή που αναφέρει ότι ήταν αδερφός του εμίρη). Ο Εμίρης Αλ-Μουίζ του Καϊρουάν (δηλ. της Ιφρικίγια) που έψαχνε ευκαιρία να παρέμβει, έστειλε τον γιο του Αμπντουλάχ με 6.000 πολεμιστές για να υποστηρίξει τους στασιαστές. Ο Αλ-Ακχάλ ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση ζήτησε τη βοήθεια των Βυζαντινών, οι οποίοι δεν είχαν καμία αντίρρηση. Έτσι, υπεγράφη συμφωνία ειρήνης το 1035, ενώ ο Αλ-Ακχάλ έλαβε τον τίτλο του μαγίστρου. Συγχρόνως, το Βυζάντιο δεσμεύθηκε να στείλει στρατό για να βοηθήσει.


Ο Γεώργιος Μανιάκης μετά από μεσολάβηση της αυτοκράτειρας Ζωής τέθηκε επικεφαλής με τον τίτλο Στρατηγός Αυτοκράτωρ. Δεν ήταν όμως μόνος του στη ηγεσία. Συναρχηγός στην εκστρατεία ήταν ο Στέφανος, αδερφός του αυτοκράτορα (και συζύγου της Ζωής) Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα με τον τίτλο Άρχων του Στόλου. Στην εκστρατεία συμμετείχαν στρατιώτες από τα τάγματα του τακτικού στρατού και επιπλέον Αρμένιοι και Παυλικανοί. Επίσης συμμετείχαν 500 από τη φρουρά των Βαράγγων με αρχηγό τον μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας Χάραλντ Χαρντράαντε. Όταν έφτασαν στη Σικελία οι Βυζαντινοί ενισχύθηκαν από ντόπιους Κονταράτους (ή Κονδεράτους —επίστρατους αγρότες με ελαφρύ οπλισμό) της Απουλίας και της Καλαβρίας με επικεφαλής τον Λομβαρδό Αρδουίνο. Επίσης ο πρίγκιπας του Σαλέρνο, ο οποίος ήταν σύμμαχος των Βυζαντινών, έστειλε 300 Νορμανδούς μισθοφόρους. Αρχηγός των Νορμανδών ήταν ο Γουλιέλμος ντε Ωτβίλ ο Σιδηρόχειρ. Στο μεταξύ το 1036 ή το 1037 ο Αλ Αλκάλ σκοτώθηκε, και ηγέτης των Μουσουλμάνων της Σικελίας («Βαλής») έγινε ο Αμπντουλάχ, ο γιος του Αλ Μουίζ. Οι Βυζαντινές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Ρήγιο της Νότιας Ιταλίας το 1038 και το ίδιο έτος πολιορκήθηκε και κατελήφθη η Μεσσήνη (Messina).


Οι Άραβες της νήσου όταν είδαν πώς εξελίσσεται η κατάσταση, παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές και προσπάθησαν να οργανώσουν από κοινού την άμυνά τους έχοντας λάβει και ενισχύσεις 50.000 ανδρών (το νούμερο είναι ίσως λίγο υπερβολικό) από τον εμίρη Αλ-Μουίζ της Τυνησίας. Συγκέντρωσαν έτσι ένα πολυάριθμο στράτευμα το οποίο έσπευσε να αντιμετωπίσει τον Βυζαντινό στρατό. Δεν είναι γνωστό ποιος ήταν ο αρχηγός του Μουσουλμανικού σε αυτήν την πρώτη μάχη. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη θέση «Ρήματα» κοντά στην πόλη Ρομέττα(2), πολύ κοντά στη Μεσσήνη. H Ρομέττα ήταν σε θέση κλειδί για το πέρασμα προς την ενδοχώρα της Σικελίας και είχε γίνει και κατά το παρελθόν θέατρο συγκρούσεων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Ήταν μια μεγάλη και αιματηρή μάχη. Οι Βάραγγοι και κυρίως οι Νορμανδοί μισθοφόροι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο (σύμφωνα με δυτικές πηγές). Οι Άραβες νικήθηκαν κατά κράτος και είχαν βαρύτατες απώλειες. Το φονικό ήταν τέτοιο, που ο παρακείμενος ποταμός βάφτηκε κόκκινος από το αίμα.
Όπως το περιγράφει ο Σκυλίτζης: «και τρέπεται κατά κράτος τους Καρχηδονίους ο Μανιάκης, τοσούτου γενομένου φόνου, ως τον παραρρέοντα ποταμόν πλημμυρήσαι τω αίματι.» Στη μάχη συμμετείχε και ως αρχηγός του Βυζαντινού ιππικού και ο μετέπειτα διακεκριμένος στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος.


Σύμφωνα με τον Ψελλό, ο Μανιάκης είχε ύψος 10 πόδια, δηλαδή πάνω από 3 μέτρα! (10 πόδια μάλλον είναι αντίστοιχο της σημερινής έκφρασης «δίμετρος», που σημαίνει, αόριστα, πολύ ψηλός)Υπερβολικό βεβαίως, αλλά ήταν σίγουρα πελώριος.
Ήταν ταπεινής καταγωγής, αυτοδημιούργητος. Ασυγκράτητος πολεμιστής στη μάχη, με τεράστια χέρια, βροντερή φωνή, με άγρια όψη, πιθανότατα μονόφθαλμος. Προκαλούσε φόβο και δέος σε εχθρούς και φίλους (ακόμα και στους Βαράγγους). Είχε υψηλή νοημοσύνη και ήταν εξαίρετος. Μετά τη νίκη στη Ρομέττα, ο Μανιάκης κατέκτησε πολύ γρήγορα 13 πόλεις της Σικελίας. Η ήττα των Αράβων ήταν μεγάλη αλλά όχι οριστική. Αντιστέκονταν ακόμα σε αρκετές πόλεις στα δυτικά (όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν πλέον Μουσουλμάνοι). Ο επόμενος στόχος ήταν οι Συρακούσες, που οι Βυζαντινοί πολιορκησαν, αλλά χωρίς άμεσα αποτελέσματα.


Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε αποβιβαστεί στη Σικελία με ισχυρό στρατό το 1038. Την ίδια χρονιά είχε κατακτήσει τη Μεσσήνη και νίκησε ένα μεγάλο αραβικό στρατό στη Ρομέττα. Μετά από εκείνη τη μάχη, κατέκτησε πολύ γρήγορα άλλες 13 πόλεις στη Σικελία. Σταδιακά, μέσα σε δύο χρόνια, οι Βυζαντινοί είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους την ανατολική πλευρά της Σικελίας. Ο επόμενος στόχος ήταν οι Συρακούσες, όπου όμως η πολιορκία τραβούσε σε μάκρος. Οι Άραβες που ακόμα αντιστέκονταν στο υπόλοιπο νησί πήραν και πάλι σημαντικές ενισχύσεις από τη Βόρεια Αφρική. Ένας μεγάλος στρατός με επικεφαλής τον Αμπντουλάχ, γιο του εμίρη του Κουεράν (στη σημερινή Τυνησία), κινήθηκε προς τα νοτιοανατολικά, στα μετόπισθεν του Βυζαντινού στρατού. Ο Μανιάκης αντέδρασε γρήγορα και παίρνοντας τον στρατό από τις Συρακούσες κινήθηκε εναντίον τους. Το κλίμα στον Βυζαντινό στρατό δεν ήταν καθόλου καλό λόγω των αντιθέσεων μεταξύ του Γεωργίου Μανιάκη και του Στέφανου Καλαφάτη, συναρχηγού της εκστρατείας και αδερφού του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’.


Οι Άραβες είχαν στρατοπεδεύσει σε μία ομαλή και εκτεταμένη πεδιάδα (υπτία και αναπεπταμένη), η οποία ονομαζόταν Δραγίναι ή Δραγγίναι, στις δυτικές πλαγιές της Αίτνας, 15χλμ βορειοανατολικά από την πόλη Τροίνα, τηρώντας στάση αναμονής (ο Καρχηδόνιος... εκαιροσκόπει τον πόλεμον). Ο Μανιάκης που ήθελε να έχει πάντα την πρωτοβουλία κινήσεων βάδισε εναντίον τους. Προηγουμένως έδωσε οδηγίες στον Στέφανο να φυλάξει με τον στόλο τα παράλια, για να μην έχουν οι Άραβες τρόπο διαφυγής. O Μανιάκης παρέταξε τον στρατό του σε 3 πτέρυγες που επιτέθηκαν η μία μετά την άλλη. Την ώρα της μάχης μια δυνατή καταιγίδα σήκωσε σύννεφο σκόνης που τύφλωσε και αποδιοργάνωσε τελείως τους Άραβες. Οι Βυζαντινοί, για να αποφύγουν τα τριβόλια (μεταλλικές αγκαθωτές παγίδες) που είχαν σκορπίσει οι Άραβες στο πεδίο της μάχης, φόρεσαν στα πόδια των αλόγων μεταλλικές θήκες, σαν παπούτσια. Η μέθοδος αυτή αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική, καθώς οι Σαρακηνοί δεν ήταν προετοιμασμένοι να αμυνθούν σε επίθεση ιππικού και μάλιστα μέσα σε πυκνό σύννεφο σκόνης. Σύντομα η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή. Κατά τον Σκυλίτζη, οι απώλειες των Αράβων ήταν και πάλι (όπως στη Ρομέττα) πάνω από 50.000!
Όμως ο αρχηγός των Σαρακηνών, ο Αμπντουλάχ, διέφυγε από το πεδίο της μάχης και φτάνοντας στην ακτή επιβιβάστηκε σε ένα γρήγορο πλοιάριο και κατόρθωσε να ξεφύγει από τον στόλο του Στεφάνου. Όταν ο Μανιάκης έμαθε πως ο Αμπντουλάχ απέδρασε έγινε έξω φρενών. Θεώρησε υπεύθυνο τον Στέφανο, τον οποίο έβρισε και προπηλάκισε δημοσίως αποκαλώντας τον άνανδρο, τεμπέλη και προδότη. Επιπλέον τον χτύπησε κατ’ επανάληψιν στο κεφάλι με τον σειρομάστη (είδος μαστιγίου με πολλά λουριά και σφαιρίδια στις άκρες). Παρόμοιο επεισόδιο σημειώθηκε και με τον Λομβαρδό αρχηγό των Ιταλών επιστράτων, τον Αρδουίνο: ο Μανιάκης έδωσε εντολή να μαστιγωθεί εξαιτίας ενός αλόγου που ο Αρδουίνος ήθελε να κρατήσει για λάφυρο αρνούμενος να το δώσει στον Μανιάκη.


Τα δύο αυτά επεισόδια είχαν καταστρεπτικές συνέπειες. Κατ’ αρχήν ο Αλδουίνος με τους Λομβαρδούς και τους Κονταράτους αποχώρησαν άμεσα από τον στρατό του Μανιάκη. Το χειρότερο, ο Στέφανος έγραψε επιστολή στον αδελφό του τον Ιωάννη τον Ορφανοτρόφο, που εκείνη την περίοδο ήταν ο ισχυρός άνδρας του Βυζαντίου, συκοφαντώντας τον Μανιάκη ότι συνωμοτεί εναντίον του αυτοκράτορα με σκοπό να σφετεριστεί τον θρόνο. Λίγο μετά οι Βυζαντινοί κατέλαβαν επιτέλους τις Συρακούσες, αλλά ενώ ο Μανιάκης ετοιμαζόταν να συνεχίσει προς το Παλέρμο, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου διαπομπεύτηκε και φυλακίστηκε. Τη διοίκηση του στρατού στη Σικελία ανέλαβε ο Στέφανος μαζί με κάποιον ευνούχο πραιπόσιτο ονόματι Βασίλειος Πεδιαδίτης.


Ο Μανιάκης έχτισε ναό στο πεδίο της μάχης στον οποίο δώρισε εικόνα αγιογραφημένη από τον ίδιο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο ναός, μετά την αποτυχία της εκστρατείας, έμεινε πολλά χρόνια ερημωμένος. Πολύ αργότερα, το 1172 η Μαργαρίτα της Ναβάρας, μητέρα του Νορμανδού βασιλιά της Σικελίας, έχτισε εκεί τη μονή Abbazia di Santa Maria di Maniace (Σάντα Μαρία του Μανιάκη), που υπάρχει μέχρι σήμερα και λειτουργεί ως μουσείο. Επίσης η επαρχία της Κατάνιας γύρω από το σημείο ακόμα και σήμερα λέγεται Maniace. Η νίκη σε αυτήν τη μάχη ήταν πολύ μεγάλη, αλλά η κακή συμπεριφορά του Μανιάκη πυροδότησε εξελίξεις που τελικά έφεραν την καταστροφή. Μετά την αποχώρηση και φυλάκιση του Μανιάκη, η πλήρης ανικανότητα των αντικαταστατών του είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν όλα τα κέρδη των προηγούμενων 2 χρόνων. Πολύ γρήγορα, όλες οι πόλεις ανακτήθηκαν από τους Άραβες εκτός από τη Μεσσήνη. Ο Στέφανος σκοτώθηκε και ο Βασίλειος κατέφυγε στην Απουλία. Στο μεταξύ άρχισαν τα προβλήματα με Λομβαρδούς και Νορμανδούς.
Πηγή :
https://www.protothema.gr/stories/article/1014492/georgios-maniakis-o-endoxos-vuzadinos-stratigos-tou-11ou-aiona-kai-to-adoxo-telos-tou/
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_05
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_06
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_06a