Με την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ. σε δύο τμήματα, ανατολικό και δυτικό, η Κέρκυρα περιέρχεται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και ακολουθεί την τύχη και τις περιπέτειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1204, οπότε καταλύθηκε από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Κατά τις αρχές του Μεσαίωνα στην αρχαία πόλη πλάι στα αρχαία τεμένη χτίζονται τα πρώτα ιερά της νέας θρησκείας. Οι ήρεμοι ρυθμοί της αρχαίας ζωής διακόπτονται το 455 μ.Χ. από τις Βανδαλικές επιδρομές. Μέχρι τον 11ο αιώνα Ούννοι, Βάνδαλοι, Γότθοι και Άραβες απειλούν και λεηλατούν την Κέρκυρα. Η αντίδραση της Κωνσταντινούπολης για το δυτικό αυτό όριο της αυτοκρατορίας δεν ήταν πάντα άμεση. Επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού το 534 μ.Χ. ο στρατηγός του Βυζαντίου Βελισσάριος ναυλοχεί στην Κέρκυρα πηγαίνοντας εκστρατεία στην Ιταλία. Καθοριστικής σημασίας όμως για την μετέπειτα ζωή της πόλης υπήρξε η κατάληψη και λεηλασία του νησιού από τον βασιλιά των Ερούλων Γότθων Τοτίλα το 551 μ.Χ. Τότε ερειπώθηκε η Χερσούπολη και οι κάτοικοί της άρχισαν σταδιακά να την εγκαταλείπουν και δημιούργησαν μια άλλη, βορειότερα σε θέση εκ φύσεως πιο οχυρή, ανάμεσα στους βράχους της κοντινής δίκορφης χερσονήσου, η οποία σταδιακά οχυρώνεται και απ΄ όπου προέρχεται το μεσαιωνικό όνομα Κορυφώ ή Κορφοί. Κατά το μοίρασμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε 'θέματα', αρχικά η Κέρκυρα συμπεριλήφθηκε στο 'θέμα' της Νικοπόλεως, αλλά από τον 8ο αιώνα αποτελεί επαρχία του ναυτικού 'θέματος' Κεφαλληνίας. Κατά τα επόμενα χρόνια οι Σλάβοι πραγματοποιούν καταστροφικές επιδρομές. Η Κέρκυρα δέχθηκε τότε επανειλημμένες επιθέσεις σε μια εκ των οποίων το 933 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Αρσένιος επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των εχθρών. Όταν το 953 μ.Χ. εκοιμήθη, η ανακήρυξή του σε Άγιο και προστάτη του νησιού φανερώνει τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε η Κέρκυρα την εποχή αυτή. Το Βυζαντινό όνομα Κορυφώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 968 μ.Χ., όταν ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος έγραψε στην έκθεσή του: ' ad Coryphus parvenimus' (φθάσαμε στην Κορυφώ). Κατά την εποχή αυτή, που στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει η Μακεδονική Δυναστεία, η Κέρκυρα απολαμβάνει συνθήκες σχετικής ασφάλειας. Αυτό προκύπτει από την κατασκευή εκτός των οχυρώσεων, στην Παλαιόπολη, του μνημειακού ναού των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου κατά τα τέλη του 10ου αιώνα. Η ειρηνική αυτή εποχή λήγει οριστικά με την πρώτη εκδήλωση του δυτικού επεκτατισμού. Τέσσερις φορές σε διάστημα ενός αιώνα (1081 - 1185) οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γισκάρδου, κατακτητή της Νότια Ιταλίας, θα γίνουν κύριοι του νησιού, που αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Σε μια από αυτές το 1147 μ.Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες και μόνο μετά από πολλές δυσκολίες το 1149 μ.Χ. κατάφερε να ανακαταλάβει την Κορυφώ, 'πόλη οχυρωτάτη' όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή. Μετά την αποχώρηση των Νορμανδών οι Αυτοκράτορες παραχώρησαν πολλά σημαντικά φορολογικά προνόμια στον κλήρο και τους κατοίκους του κάστρου (καστρινούς), αλλά ο δυτικός επεκτατισμός δεν επρόκειτο να αφήσει την Κέρκυρα σε ηρεμία. Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τη διανομή των Βυζαντινών εδαφών από τους κατακτητές, η Κέρκυρα περιήλθε στους Βενετούς, με διαστήματα επανάκτησής της από τους Έλληνες, αλλά και πάλι κατακτήθηκε από τους Ανδεγαυούς το 1267 . Επανήλθαν οι Βενετοί το 1386 , όταν και αρχίζει για την Κέρκυρα μια μακραίωνη περίοδος ενετοκρατίας που έδωσε το χρώμα και τον αέρα που ως σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε. Αυτή την περίοδο, όπου το νησί γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και οικονομική ευημερία, η πόλη της Κέρκυρας βρισκόταν μέσα στο φρούριο, αλλά έξω είχε απλωθεί μια νέα πόλη, ατείχιστη, όμως, με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένη σε κάθε είδους επιδρομές αλλοφύλων. Αργότερα, για να αντιμετωπιστεί η οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια αποτελεσματικά, δημιουργήθηκε μια τεράστια επίπεδη έκταση μπροστά από το φρούριο, η σημερινή πλατεία Σπιανάδα . Το 1431 , για πρώτη φορά, εμφανίστηκαν Τούρκοι στο νησί και προσπάθησαν μάταια να το καταλάβουν. Το 1537, Τούρκοι, υπό τον τρομερό αρχηγό του στόλου Βαρβαρόσσα , κατέστρεψαν την εκτός των τειχών πόλη και ρήμαξαν την κερκυραϊκή ύπαιθρο παίρνοντας 20.000 αιχμαλώτους. Το 1571 επανέρχονται οι Τούρκοι και πολιορκούν με μανία την πόλη χωρίς, τελικά, αποτέλεσμα, όμως το νησί καταστρέφεται σχεδόν ολοσχερώς. Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, η Βενετία τειχίζει τη νέα πόλη με το λεγόμενο Νέο Φρούριο, προσπαθώντας να προστατέψει το νησί από τις επιδρομές των Τούρκων.
Κατά την Βυζαντινή περίοδο η Λευκάδα παρέμεινε στην αφάνεια. Μετά την πρώτη άλωση της Κων/πουλης από τους Φράγκους, η Λευκάδα πέρασε στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1293). Το 1293 δίνεται σαν προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, απ' τον ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Νικηφόρο. Ο Ορσίνι έκτισε το φρούριο της πόλης ώστε να προστατέψει το νησί απ' τις επιδρομές των πειρατών. Λίγο καιρό αργότερα κτίστηκε μέσα στο κάστρο και ο ναός της Αγίας Μαύρας απ' τον οποίο δανείστηκε το όνομά του και το κάστρο. Στη συνέχεια, η Λευκάδα πέρασε στους Ανδηγαυούς (1331-1362). Το 1357 έχουμε την εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας κατά του ηγεμόνα της Γρατιανού Τζώρτζη. Μεταξύ 1362-1479 η Λευκάδα έγινε κτήση των Τόκκων. Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από τον 14ο αι. μ.Χ. (1331) θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε στα 1810, καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 σε ναό για να καλύπτει τις λατρευτικές ανάγκες όσων από τους Ορθοδόξους κατοίκους του Κάστρου είχαν απομείνει. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σέ ειδικό προσκυνητάριο. Το 1331 το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας. Στα μέσα του 15ου αιώνα -130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ’ τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό. Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας -στην περιοχή της Απόλπαινας. Τελικά, καθώς διηγείται ο χρονικογράφος της Αλωσης, Γεώργιος Σφραντζής, εκοιμήθη στην Αγία Μαύρα, στις 7 Νοεμβρίου 1473, αφού πρώτα είχε καρεί μοναχή, παίρνοντας το όνομα «Υπομονή».
Το νησί της Κεφαλληνίας κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και κατά το μεσαίωνα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε μάλιστα και έδρα του Θέματος της Κεφαλληνίας, που περιλάμβανε και τα γειτονικά νησιά του Ιονίου.
Κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, τους Βενετούς και για λίγα χρόνια από τους
Οθωμανούς . Επανήλθε στην κυριαρχία της Βενετίας μέχρι το 1797 , οπότε την κατέλαβαν οι Γάλλοι. Το Φισκάρδο είναι χωριό στη βόρεια Κεφαλονιά , στο πλησιέστερο σημείο Κεφαλονιάς- Ιθάκης . Ανήκει στο Δήμο Ερίσου και κατά την απογραφή του 2001 είχε 205 κατοίκους. Πήρε το όνομά του από τον Νορμανδό κατακτητή Ροβέρτο Γυισκάρδο , που το 1085 πολιόρκησε την περιοχή. Το χωριό είναι από τα λίγα του νησιού που διατηρεί τον παλιό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του, καθώς δεν έπαθε σοβαρές ζημιές από το σεισμό της Κεφαλονιάς του 1953. Το Φισκάρδο είναι επίσης τόπος καταγωγής του ποιητή Νίκου Καββαδία . Ηταν η μόνη περιοχή της Κεφαλονιάς που δεν υπέστη πλήγμα από τον καταστροφικό σεισμό του 1953 . Ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος ( Robert Guiscard , 1020 - 17 Ιουλίου 1085 ) ήταν
Νορμανδός τυχοδιώκτης και κατακτητής, γνωστός για την κατάκτηση της νότιας
Ιταλίας και της Σικελίας . Μέλος του Οίκου των Ωτβίλ , διακρίθηκε στη μάχη του Τσιβιτάτε το 1053 ενάντια στον Πάπα Λέοντα τον Θ΄ και στη συνέχεια μαζί με τον αδελφό του Ρογήρο κατέκτησαν την Απουλία και την Καλαβρία και το 1059 ορίστηκε δούκας της Καλαβρίας και της Σικελίας. Κατέλαβε το Ρέτζο , τον Τάραντα και το Μπρίντιζι . Το 1061 εισέβαλε και κατέλαβε μαζί με τον Ρογήρο τη Σικελία . Το 1071 κατέλαβε το Μπάρι , το τελευταίο έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Στην τελευταία εκστρατεία του, ο Γυϊσκάρδος επιτέθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, νικώντας τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στη μάχη του Δυρραχίου το 1081 και μέχρι το 1082 είχε καταλάβει το Δυρράχιο και την Κέρκυρα , αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία για να βοηθήσει τον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄ τον οποίο πολιορκούσε ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ . Το 1085 επέστρεψε για να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε απωλέσει ο γιος του Βοημόνδος Α΄ , καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά , όπου απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1085, στην παραλία του Αθέρα.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο νησί της Ζακυνθου από την Μαρία Μαγδαληνή το 34 μ.Χ. όταν το πλοίο που την μετέφερε στην Ρώμη σταμάτησε για λίγο στην Ζάκυνθο. Στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων λεηλατείται από πειρατές και Βάνδαλους. Στα 1185 η Ζάκυνθος μαζί με την Κεφαλονιά καταλαμβάνονται από τους Νορμανδούς της Σικελίας (από το ναύαρχο Μαργαριτώνη του Βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β') οι οποίοι αποσπώντας τις από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία δημιουργούν την Παλατινή Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου κάτω από την ηγεμονία των Παλατινών Κομήτων Ορσίνι 1197 – 1325, Ανδηγαυών (d’ Anjou) 1325 – 1357 και Τόκκων 1357 – 1479. Στην συνέχεια την κατακτούν οι Βενετοί και παραμένει κάτω από την Ενετική κυριαρχία έως το 1797. Αξιοσημείωτο γεγονός της περιόδου αυτής ήταν η λαϊκή εξέγερση (ή οποία είχε απλά χαρακτήρα απείθιας απέναντι σε αγγαρείες και πρωταγωνιστές όχι φτωχούς, αλλά πλούσιους εμπόρους) γνωστή με το όνομα Ρεμπελιό των Ποπολάρων.
Η αρχή της 1ης χιλιετίας μ.Χ. είναι μια σκοτεινή περίοδος για τα Κύθηρα. Σύμφωνα με την παράδοση τα Κύθηρα ερήμωσαν εφτά φορές, αν και δεν είναι γνωστό αν είχαν ερημώσει τελείως ή κατοικούνταν από λίγες εκατοντάδες βοσκών. Από το 395 ανήκουν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία , αλλά δέχονται συνεχώς επιδρομές και ήταν ορμητήριο πειρατών. Εκείνη την περίοδο υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχεία με πολλά μνημεία, όπως το ψηφιδωτό του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από τον 7ο αιώνα μ.Χ. και το ψηφιδωτό δάπεδο του Αγίου Ιωάννη κοντά στον Ποταμό, τα οποία υποδεικνύουν ότι κοντά σε αυτούς βρίσκονταν κατοικημένες περιοχές. Η πρώτη επίσημη αναφορά του νησιού γίνεται το 530, όταν αναφέρεται ως έδρα Μητρόπολης. Επί Κώνστα τα Κύθηρα υπάγονταν στον Πάπα της Ρώμης, αλλά επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου μεταφέρθηκαν πάλι στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την κατάληψη της Κρήτης, είναι πιθανόν στα Κύθηρα να κατοικούσαν Άραβες. Μετά την κατάληψη από τους Άραβες το νησί κατοικήθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα π.Χ., μετά την κατάληψη της Κρήτης το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά , από Μονεμβασιώτες. Στην αρχή κυριάρχος των Κυθήρων ήταν ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβάσια, αλλά στη συνέχεια παρέδωσε την εξουσία στους Ευδαιμογιάννηδες από την Μονεμβασιά, οι οποίοι μέχρι το 1204 ήταν κυρίαρχοι του νησιού. Φαίνεται ότι αυτοί κατασκεύασαν το κάστρο στην Παληοχώρα (Άγιος Δημήτριος). Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, οι Βενετοί καταλαμβάνουν πολλά νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Κυθήρων. Το νησί δίνεται στον οίκο του Ενετού τυχοδιώκτη Μάρκου Βενιέρη . Για να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού το 1238 ο Βαρθολομαίος Βενιέρης παντρεύεται την κόρη του Νικόλαου Ευδαιμογιάννη και δίνει τα Κύθηρα στον Βαρθολομαίο ως προίκα. Το 1269 οι Βυζαντινοί ανακτούν τα Κύθηρα, τα οποία όμως περνούν πάλι στην κατοχή των Βενιέρων το 1310. Το 1470 το νησί ήταν άγονο και είχε 500 κατοίκους, ενώ τον 16ο αιώνα είχε φτάσει σε πληθυσμό τους 4.000 κατοίκους, οχυρωμένους σε τρεις περιοχές, τον Άγιο Δημήτριο (Παληοχώρα), τη Χώρα και το Μυλοπόταμο. Η Παληοχώρα εγκαταλείπεται οριστικά μετά την επιδρομή και την λεηλασία της το 1537 από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα , ναύαρχο του Οθωμανικού στόλου. Ο Μπαρμπαρόσα έκαψε την Παληοχώρα και οι πειρατές σκοτώνουν αμάχους και πουλούν τους αιγμαλώτους ως σκλάβους. Όσοι επέζησαν μετοίκησαν στα κοντινά χωριά. Υπάρχουν αναφορές ότι ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και τα άλλα δύο κάστρα του νησιού, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται πειστικά από τις πηγές. Το 1530 οι Ενετοί παίρνουν όλες τις εξουσίες από τους Βενιέρους και οργανώνουν το νησί σε φέουδα , όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Γινόταν τακτικά προσπάθεια από τις αρχές να προσελκύουν κατοίκους για να καλλιεργούν τη γη, για να αντικαθιστούν όσους πέθαιναν από λοιμούς και επιδρομές πειρατών. Η ανάγκη για γη για καλλιέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολύ μικρών χωραφιών ακόμη και σε δυσπρόσιτα μέρη. Τον 17ο αιώνα φτάνουν στο νησί πολλοί μετανάστες από την Κρήτη. Στο τέλος της ενετοκρατίας, το νησί αριθμούσε περίπου 7.500 κατοίκους. Με εξαίρεση την περίοδο 1715-1718 , όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς, το νησί παρέμεινε μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας μέχρι την κατάλυσή της το 1797.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κύθηρα
Κατά την Βυζαντινή περίοδο η Λευκάδα παρέμεινε στην αφάνεια. Μετά την πρώτη άλωση της Κων/πουλης από τους Φράγκους, η Λευκάδα πέρασε στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204-1293). Το 1293 δίνεται σαν προίκα στον Ιωάννη Ορσίνι, απ' τον ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Νικηφόρο. Ο Ορσίνι έκτισε το φρούριο της πόλης ώστε να προστατέψει το νησί απ' τις επιδρομές των πειρατών. Λίγο καιρό αργότερα κτίστηκε μέσα στο κάστρο και ο ναός της Αγίας Μαύρας απ' τον οποίο δανείστηκε το όνομά του και το κάστρο. Στη συνέχεια, η Λευκάδα πέρασε στους Ανδηγαυούς (1331-1362). Το 1357 έχουμε την εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας κατά του ηγεμόνα της Γρατιανού Τζώρτζη. Μεταξύ 1362-1479 η Λευκάδα έγινε κτήση των Τόκκων. Η Αγία Μεγαλομάρτυς Μαύρα από τον 14ο αι. μ.Χ. (1331) θεωρείται και τιμάται ως πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, η οποία παλιότερα ονομαζόταν «Αγία Μαύρα». Μέσα στο Φράγκικο Κάστρο, στα Βόρεια του νησιού, υπήρχε μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας, που καταστράφηκε στα 1810, καθώς οι Άγγλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το Φρούριο. Σήμερα, ένα μικρό εκκλησάκι προς τιμήν της Αγίας Μαύρας και του συζύγου της, Αγίου Τιμοθέου, υπάρχει στην θέση παλιού προμαχώνα του Φρουρίου, ο οποίος διαμορφώθηκε το 1886 σε ναό για να καλύπτει τις λατρευτικές ανάγκες όσων από τους Ορθοδόξους κατοίκους του Κάστρου είχαν απομείνει. Ο ναός αποτελεί εξωκκλήσιο της ενορίας Ευαγγελιστρίας (Μητροπόλεως) της πόλης της Λευκάδας και κάθε χρόνο, στο πανηγύρι της Αγίας, συρρέουν πλήθη προσκυνητών. Στο ναό της Ευαγγελιστρίας φυλάσσεται μάλιστα και παλαιά εικόνα της Αγίας, τοποθετημένη σέ ειδικό προσκυνητάριο. Το 1331 το νησί της Λευκάδας περνάει στην κυριαρχία του Ανδηγαυού (Φράγκου) ηγεμόνα Βάλτερου Βρυέννιου. Οι Ανδηγαυοί κατάγονταν από την κωμόπολη Sainte Maure (Αγία Μαύρα), που βρισκόταν στο νομό Intre et Loir της σημερινής Γαλλίας. Φτάνοντας στο νησί, του έδωσαν το όνομα της μακρινής πατρίδας τους και έχτισαν μικρό ναό, ρωμαιοκαθολικού δόγματος, αφιερωμένο στο όνομα της Αγίας Μαύρας. Στα μέσα του 15ου αιώνα -130 χρόνια αργότερα – έφτασε στο νησί η Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά Παλαιολόγου και σύζυγος του δεσπότη της Σερβίας Λαζάρου Βούκοβιτς. Σκοπός του ταξιδιού της ήταν ο γάμος της κόρης της, Μελίσσας, με τον Δούκα της Λευκάδας, Λεονάρδο Γ’ τον Τόκκο. Στην πορεία τους προς το νησί κινδύνεψαν από σφοδρή θαλασσοταραχή. Η ευσεβής Ελένη τάχθηκε στην Αγία Μαύρα, προς το νησί της οποίας κατευθυνόταν, να σωθεί και να της φτιάξει ναό. Πράγματι, σώθηκε και έχτισε τον περικαλλή ορθόδοξο ναό της Αγίας Μαύρας. Επίσης, έχτισε ή ανακαίνισε και το μοναστήρι της Οδηγήτριας -στην περιοχή της Απόλπαινας. Τελικά, καθώς διηγείται ο χρονικογράφος της Αλωσης, Γεώργιος Σφραντζής, εκοιμήθη στην Αγία Μαύρα, στις 7 Νοεμβρίου 1473, αφού πρώτα είχε καρεί μοναχή, παίρνοντας το όνομα «Υπομονή».
Το νησί της Κεφαλληνίας κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και κατά το μεσαίωνα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε μάλιστα και έδρα του Θέματος της Κεφαλληνίας, που περιλάμβανε και τα γειτονικά νησιά του Ιονίου.
Κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, τους Βενετούς και για λίγα χρόνια από τους
Οθωμανούς . Επανήλθε στην κυριαρχία της Βενετίας μέχρι το 1797 , οπότε την κατέλαβαν οι Γάλλοι. Το Φισκάρδο είναι χωριό στη βόρεια Κεφαλονιά , στο πλησιέστερο σημείο Κεφαλονιάς- Ιθάκης . Ανήκει στο Δήμο Ερίσου και κατά την απογραφή του 2001 είχε 205 κατοίκους. Πήρε το όνομά του από τον Νορμανδό κατακτητή Ροβέρτο Γυισκάρδο , που το 1085 πολιόρκησε την περιοχή. Το χωριό είναι από τα λίγα του νησιού που διατηρεί τον παλιό αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του, καθώς δεν έπαθε σοβαρές ζημιές από το σεισμό της Κεφαλονιάς του 1953. Το Φισκάρδο είναι επίσης τόπος καταγωγής του ποιητή Νίκου Καββαδία . Ηταν η μόνη περιοχή της Κεφαλονιάς που δεν υπέστη πλήγμα από τον καταστροφικό σεισμό του 1953 . Ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος ( Robert Guiscard , 1020 - 17 Ιουλίου 1085 ) ήταν
Νορμανδός τυχοδιώκτης και κατακτητής, γνωστός για την κατάκτηση της νότιας
Ιταλίας και της Σικελίας . Μέλος του Οίκου των Ωτβίλ , διακρίθηκε στη μάχη του Τσιβιτάτε το 1053 ενάντια στον Πάπα Λέοντα τον Θ΄ και στη συνέχεια μαζί με τον αδελφό του Ρογήρο κατέκτησαν την Απουλία και την Καλαβρία και το 1059 ορίστηκε δούκας της Καλαβρίας και της Σικελίας. Κατέλαβε το Ρέτζο , τον Τάραντα και το Μπρίντιζι . Το 1061 εισέβαλε και κατέλαβε μαζί με τον Ρογήρο τη Σικελία . Το 1071 κατέλαβε το Μπάρι , το τελευταίο έδαφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο. Στην τελευταία εκστρατεία του, ο Γυϊσκάρδος επιτέθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, νικώντας τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στη μάχη του Δυρραχίου το 1081 και μέχρι το 1082 είχε καταλάβει το Δυρράχιο και την Κέρκυρα , αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία για να βοηθήσει τον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄ τον οποίο πολιορκούσε ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ΄ . Το 1085 επέστρεψε για να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε απωλέσει ο γιος του Βοημόνδος Α΄ , καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά , όπου απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1085, στην παραλία του Αθέρα.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο νησί της Ζακυνθου από την Μαρία Μαγδαληνή το 34 μ.Χ. όταν το πλοίο που την μετέφερε στην Ρώμη σταμάτησε για λίγο στην Ζάκυνθο. Στη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων λεηλατείται από πειρατές και Βάνδαλους. Στα 1185 η Ζάκυνθος μαζί με την Κεφαλονιά καταλαμβάνονται από τους Νορμανδούς της Σικελίας (από το ναύαρχο Μαργαριτώνη του Βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β') οι οποίοι αποσπώντας τις από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία δημιουργούν την Παλατινή Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου κάτω από την ηγεμονία των Παλατινών Κομήτων Ορσίνι 1197 – 1325, Ανδηγαυών (d’ Anjou) 1325 – 1357 και Τόκκων 1357 – 1479. Στην συνέχεια την κατακτούν οι Βενετοί και παραμένει κάτω από την Ενετική κυριαρχία έως το 1797. Αξιοσημείωτο γεγονός της περιόδου αυτής ήταν η λαϊκή εξέγερση (ή οποία είχε απλά χαρακτήρα απείθιας απέναντι σε αγγαρείες και πρωταγωνιστές όχι φτωχούς, αλλά πλούσιους εμπόρους) γνωστή με το όνομα Ρεμπελιό των Ποπολάρων.
Η αρχή της 1ης χιλιετίας μ.Χ. είναι μια σκοτεινή περίοδος για τα Κύθηρα. Σύμφωνα με την παράδοση τα Κύθηρα ερήμωσαν εφτά φορές, αν και δεν είναι γνωστό αν είχαν ερημώσει τελείως ή κατοικούνταν από λίγες εκατοντάδες βοσκών. Από το 395 ανήκουν στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία , αλλά δέχονται συνεχώς επιδρομές και ήταν ορμητήριο πειρατών. Εκείνη την περίοδο υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχεία με πολλά μνημεία, όπως το ψηφιδωτό του Αγίου Γεωργίου που χρονολογείται από τον 7ο αιώνα μ.Χ. και το ψηφιδωτό δάπεδο του Αγίου Ιωάννη κοντά στον Ποταμό, τα οποία υποδεικνύουν ότι κοντά σε αυτούς βρίσκονταν κατοικημένες περιοχές. Η πρώτη επίσημη αναφορά του νησιού γίνεται το 530, όταν αναφέρεται ως έδρα Μητρόπολης. Επί Κώνστα τα Κύθηρα υπάγονταν στον Πάπα της Ρώμης, αλλά επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου μεταφέρθηκαν πάλι στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την κατάληψη της Κρήτης, είναι πιθανόν στα Κύθηρα να κατοικούσαν Άραβες. Μετά την κατάληψη από τους Άραβες το νησί κατοικήθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα π.Χ., μετά την κατάληψη της Κρήτης το 961 από τον Νικηφόρο Φωκά , από Μονεμβασιώτες. Στην αρχή κυριάρχος των Κυθήρων ήταν ο Γεώργιος Παχύς από τη Μονεμβάσια, αλλά στη συνέχεια παρέδωσε την εξουσία στους Ευδαιμογιάννηδες από την Μονεμβασιά, οι οποίοι μέχρι το 1204 ήταν κυρίαρχοι του νησιού. Φαίνεται ότι αυτοί κατασκεύασαν το κάστρο στην Παληοχώρα (Άγιος Δημήτριος). Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, οι Βενετοί καταλαμβάνουν πολλά νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων των Κυθήρων. Το νησί δίνεται στον οίκο του Ενετού τυχοδιώκτη Μάρκου Βενιέρη . Για να αποκτήσουν την κυριότητα του νησιού το 1238 ο Βαρθολομαίος Βενιέρης παντρεύεται την κόρη του Νικόλαου Ευδαιμογιάννη και δίνει τα Κύθηρα στον Βαρθολομαίο ως προίκα. Το 1269 οι Βυζαντινοί ανακτούν τα Κύθηρα, τα οποία όμως περνούν πάλι στην κατοχή των Βενιέρων το 1310. Το 1470 το νησί ήταν άγονο και είχε 500 κατοίκους, ενώ τον 16ο αιώνα είχε φτάσει σε πληθυσμό τους 4.000 κατοίκους, οχυρωμένους σε τρεις περιοχές, τον Άγιο Δημήτριο (Παληοχώρα), τη Χώρα και το Μυλοπόταμο. Η Παληοχώρα εγκαταλείπεται οριστικά μετά την επιδρομή και την λεηλασία της το 1537 από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα , ναύαρχο του Οθωμανικού στόλου. Ο Μπαρμπαρόσα έκαψε την Παληοχώρα και οι πειρατές σκοτώνουν αμάχους και πουλούν τους αιγμαλώτους ως σκλάβους. Όσοι επέζησαν μετοίκησαν στα κοντινά χωριά. Υπάρχουν αναφορές ότι ο Μπαρμπαρόσα κατέλαβε και τα άλλα δύο κάστρα του νησιού, αλλά αυτό δεν υποστηρίζεται πειστικά από τις πηγές. Το 1530 οι Ενετοί παίρνουν όλες τις εξουσίες από τους Βενιέρους και οργανώνουν το νησί σε φέουδα , όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Γινόταν τακτικά προσπάθεια από τις αρχές να προσελκύουν κατοίκους για να καλλιεργούν τη γη, για να αντικαθιστούν όσους πέθαιναν από λοιμούς και επιδρομές πειρατών. Η ανάγκη για γη για καλλιέργεια είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολύ μικρών χωραφιών ακόμη και σε δυσπρόσιτα μέρη. Τον 17ο αιώνα φτάνουν στο νησί πολλοί μετανάστες από την Κρήτη. Στο τέλος της ενετοκρατίας, το νησί αριθμούσε περίπου 7.500 κατοίκους. Με εξαίρεση την περίοδο 1715-1718 , όταν κατελήφθη από τους Οθωμανούς, το νησί παρέμεινε μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας μέχρι την κατάλυσή της το 1797.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κύθηρα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ζάκυνθος
http://www.imli.gr/metropolis/hagiology/saint_mayra/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ροβέρτος_Γυισκάρδος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κεφαλονιά
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λευκάδα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κέρκυρα
http://www.corfu.gr/web/guest/visitor/history/middle_ages
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου