Το 1566 οι Κυκλάδες καταλαμβάνονται από τους Τούρκους. Ο σουλτάνος Σελίμ Β’ τα δώρισε αρχικά στον Εβραίο Μιχαήλ Ναζή και μετά τον θάνατο του τελευταίου προσαρτήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κάθε νησί αποτελούσε τότε μια μικρή αυτόνομη κοινότητα με άρχοντες τους Επιτρόπους που είχαν εξουσία δικαστική, εισέπρατταν τους φόρους κ.λ.π. Πολλά νησιά τότε άρχισαν να πλουτίζουν από την ναυτιλία και το εμπόριο και να ευημερούν. Τα προνόμια των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων. Σχετικά με την επί τουρκοκρατίας αυτοδιοίκηση στα νησιά του Αιγαίου ενδιαφέροντα στοιχεία έμμεσα όμως μας δίνουν οι σωζόμενοι σουλτανικοί προνομιακοί ορισμοί (αχτναμέδες). Τα παραχωρούμενα μάλιστα προνόμια (απαγόρευση του παιδομαζώματος, άδεια επισκευής των καταστραμμένων εκκλησιών, αναγνώριση των προηγούμενων συμβολαιογραφικών πράξεων και διαιτησιών κ. λ.) ενισχύουν την γνώμη για την ύπαρξη μιας οργανωμένης κοινωνικής ζωής και κυρίως μιας κοινοτικής αρχής των Ελλήνων επί φραγκοκρατίας, ή οποία ενδιαφέρθηκε και προσπάθησε να εξασφαλίση για τούς νησιώτες όσο το δυνατόν περισσότερες ελευθερίες και προνόμια. Βασικοί είναι οι αχτναμέδες της Χίου, οι οποίοι υπήρξαν υπόδειγμα των άλλων πού εκδόθηκαν αργότερα για τα άλλα νησιά των Κυκλάδων. Οι τελευταίοι αυτοί αχτναμέδες δημοσιεύονται στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ Γ’ (1574 - 1595) στα 1580 και Ιμπραήμ (1640 - 1648) στα 1646, οι οποίοι ανανεώνουν τα προνόμια της Νάξου, Άνδρου, Μήλου, Πάρου, Σαντορίνης, Σύρου και Σίφνου. Τα νησιά αυτά είχαν διοικηθή ως τα 1566 από ένα χριστιανό μπέη (εννοείται ό τελευταίος δούκας Ιάκωβος Δ’ Κρίσπος). Έπειτα όμως διορίστηκε από τον σουλτάνο ένας Εβραίος μπέης, ό Ιωσήφ Νάζης, ό οποίος τούς διοίκησε σύμφωνα με τα έθιμά τους. Μετά τον θάνατό του ό σουλτάνος καθόρισε να διοικούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του αχτναμέ των Χιωτών. Ανάμεσα στα διάφορα άρθρα του αχτναμέ του Μουράτ Γ’ (1574 - 1595) αξίζει να μνημονευθούν τα εξής. Οι κάτοικοι θα δίνουν τα «κεφαλοχάρατζα», όπως και στο παρελθόν, θα είναι ελεύθεροι «από καπέντα και αβαρίζι και από άλλες αγγαρείες», θα επισκευάζουν τις εκκλησίες τους, θα πληρώνουν το δέκατο των αμπελιών, περιβολιών και χωραφιών. Τα πράγματα και τα κτήματα αυτών και των κληρονόμων τους κανείς, ούτε μπέης ούτε καδής, δεν θα έχη το δικαίωμα να τα παίρνει ούτε και να τούς ενοχλή. Αναγνωρίζεται ή ατέλεια στο μετάξι, κρασί και άλλα τρόφιμα, ή ισχύς των παλιών «συνηθειών» και ή εκδίκαση των διαφορών τους σύμφωνα μ’ αυτές. Δεν θα εμποδίζεται όμως κανείς, αν θέλη να προστρέξη στην Τουρκική δικαιοσύνη ή αν θέλη να γίνη μουσουλμάνος. Επίσης είναι ελεύθεροι να κυκλοφορούν την νύχτα όσοι πηγαίνουν στις δουλειές τους κρατώντας δαδιά ή φανάρια. «Και εκείνοι όπού μαζώνουν τες αγγαρείες πηγαίνοντας εις τον δρόμον των να μην παίρνουν περισσότερον από ό,τι διορίζει ή ευγενική δικαιοσύνη και ό κανόνας και δυναστικώς να μην παίρνουν δωριανά την ζωοτροφή τους ούτε το άλογόν τους κ. λ.». Ας σημειωθή επίσης ότι οι τυχόν παραπονούμενοι εναντίον του σαντζάκ μπέη ή του καδή ή των ανθρώπων τους δεν πρέπει να εμποδίζωνται, αν θέλουν να ταξιδέψουν και να προσφύγουν στην Υψηλή Πύλη. Τα κοινά των νησιών τα διαχειρίζονται δύο, τρεις ή τέσσερες άρχοντες, οι επίτροποι ή αλλιώς σύνδικοι, οι πιο ευϋπόληπτοι και πλούσιοι κάτοικοι. Αυτοί κατανέμουν και συλλέγουν τούς φόρους και τούς κρατούν για τον καπουδάν πασά, συγκροτούν τα κοινοτικά κριτήρια και απονέμουν την δικαιοσύνη, στηριζόμενοι είτε στις Ασσίζες, πού εξακολουθούν να ισχύουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα και μετά την κατάλυση τής φραγκοκρατίας, είτε συνηθέστερα, στο πανάρχαιο εθιμικό δίκαιο, πού υφίστατο στα νησιά πριν από την φραγκική κατάκτηση. Σύμφωνοι με αυτό, ή διευθέτηση των διαφορών των κατοίκων γινόταν με διαιτησία, πού την αναλάμβαναν έντιμοι πολίτες από κοινού παραδεκτοί. Συνηθισμένες ποινές ήταν οι χρηματικές και σπάνιες - για σοβαρά αδικήματα - οι ραβδισμοί στις πατούσες με όργανο τον φάλαγγα, ό εκτοπισμός, ισόβιος ή πρόσκαιρος, και τέλος ή δήμευση τής περιουσίας. Η θητεία των επιτρόπων είναι συνήθως ενιαύσια και στο τέλος δίνουν λόγο των πράξεών τους. Εκλέγονται διά βοής σε γενική συνέλευση κληρικών και προκρίτων ή σπάνια του λαού, αφού συνήθως προηγηθή συνεννόηση των δύο πρώτων τάξεων για την ανάδειξη των κατάλληλων προσώπων. Ο λαός μπορεί να εγκρίνη την παραμονή των παλιών αρχόντων στο αξίωμα ή προτείνει νέους για το επόμενο έτος. Οι τρεις ή τέσσερες άρχοντες πού διαχειρίζονταν τα κοινά συγκαλούσαν σε κάποιο τόπο την συνέλευση, συζητούσαν τα θέματα πού τούς ενδιέφεραν και τις αποφάσεις τους τις διακοίνωναν στον βοεβόδα (αγά) Κεχαγιά του και στον καδή ή στον ένα από τούς δύο, αν το θέμα υπαγόταν μόνο στην δική του αρμοδιότητα. Εκτός από τούς επιτρόπους, πού έδρευαν στην πρωτεύουσα των νησιών, υπήρχε συνήθως σε κάθε χωριό και ένας άρχοντας πού διοικούσε δικτατορικά. Υπήρχε ακόμη και ή αρχή του «δημοσίου νοταρίου» (nodar publico) ή καγκελλαρίου (καντζιλλιέρη ή κατζιλιέρη),ή οποία ανάγεται, όπως και των επιτρόπων στα χρόνια τής φραγκοκρατίας. Ο καγκελλάριος ήταν τότε ό γραμματέας του ηγεμόνα ή γενικά τής αρχής. Στην Χίο, καθώς και στην Νάξο, έδρα του ομώνυμου δουκάτου, λειτούργησε κατά την διάρκεια τής φραγκοκρατίας και στις αρχές τής τουρκοκρατίας καλά οργανωμένο καγκελλαριακό και νοταριακό σύστημα, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενοι ως σήμερα κώδικες και τα έγγραφα. Με την επιβολή όμως των Τούρκων οι ειδικά μορφωμένοι νομικοί άρχισαν να σπανίζουν και τέλος έπαψαν να υπάρχουν. Και επί τουρκοκρατίας ό καντζιλιέρης, πού ήταν υπό τούς επιτρόπους, έκανε κυρίως καθήκοντα γραμματέα. Έκανε όμως και τον συμβολαιογράφο (όπως π.χ. στην Μήλο και στην Κέα), όταν στο νησί δεν υπήρχε ιδιαίτερος νοτάριος από την εποχή τής φραγκοκρατίας. Ο νοτάριος ή νοτάριος ή νοδάρος εκτελούσε καθήκοντα συμβολαιογράφου, υποθηκοφύλακα και ανακριτή. Έτσι και σε έγγραφο τής Νάξου του 1644 μνημονεύεται «φανερός αρχιγραμματεύς και νοτάριος», του 1645 «νοτάριος και καντζελλάριος» κ. λ.. Στην Μύκονο ό κοινοτικός καγκελλάριος υπογράφεται «καθολικός κανσιλιέρης» ή «καντζηλιέρης κοινός», στην Σύρα «κατζιλλιέρης Κοινότητας» ή «φανερός καντζελλέρης» κ. λ.. Η προσθήκη του επιθέτου «φανερός», «καθολικός», «κοινός» κ. λ. σκοπό είχε να ξεχωρίση τούς άρχοντες των κοινών από τούς γραμματικούς των διάφορων κατά τόπους προξενείων. Αλλού πάλι ό καντζιλιέρης αντιπροσώπευε την ανώτατη εξουσία• επομένως ήταν υπεύθυνος απέναντι του σουλτάνου και των αξιωματούχων του. Αυτός π.χ. στην Κύθνο μαζί με τον βοεβόδα ή τον Τούρκο ενοικιαστή των φόρων και με τούς προεστώτες (κληρικούς και λαϊκούς) συγκροτούσαν τις πολιτικές κοινοτικές αρχές, κατένεμαν τούς φόρους, δίκαζαν τις πολιτικές και ποινικές υποθέσεις και γενικά αποφάσιζαν για κάθε ζήτημα πού αφορούσε την κοινότητα. Ο επίτροπος και ό πρωτόγερος (εδώ σημαίνει κλητήρας) εξυπηρετούσαν τις αρχές. Από τα τέλη του 17ου ή αρχές του 18ου αι. το έργο του βοεβόδα (με την έννοια του διοικητή και ενοικιαστή των φόρων) το αναλάμβαναν κυρίως χριστιανοί στα περισσότερα νησιά. Οι καγκελλάριοι κατά κανόνα εκλέγονται με την ψήφο των κατοίκων των νησιών και με τον ίδιο τρόπο, πού ίσχυε και για τούς άλλους κοινοτικούς άρχοντες. Μολαταύτα κατά τόπους και κατά περιόδους παρουσιάζονται διαφορές ως προς τον τρόπο εκλογής, τον χρόνο τής θητείας και τα καθήκοντά τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ή διερεύνηση των κοινοτικών θεσμών τής Σάμου, γιατί είναι ανάγκη να καθοριστή ποια μορφή παρουσίασε το πολιτικό καθεστώς του νησιού ευθύς μετά τον ανασυνοικισμό του στα 1577. Ή Σάμος γίνεται βακούφι και τα εισοδήματά του πηγαίνουν στο τζαμί του Οικιστή της, στο Κιλίτς Αλή Τζαμισί, πού έκτισε ό ίδιος στον Γαλατά, όπου και θάφτηκε. Το νησί το διοικούσαν οι προεστοί, ένας κατά τόπο, οι οποίοι στην αρχή ασφαλώς θα ήταν πρόσωπα ευνοούμενα του Κιλίτς πασά και του πιλότου Σαρακίνη. Επομένως ή εκλογή τους, έστω και αν γινόταν ελεύθερα, ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής βίας. Έτσι στο αξίωμα αυτό ανέβαιναν συνήθως τυχοδιωκτικοί τύποι, οι οποίοι δεν δίσταζαν να κολακεύουν τούς Τούρκους, για να εξυπηρετούν Προσωπικά συμφέροντα, και να κατασκοπεύουν ακόμη και να καταδίδουν τις κινήσεις ή ελεύθερες εκφράσεις των συμπατριωτών τους. Επομένως οι προεστώτες από τις αρχές κιόλας υπήρξαν όργανα των Τούρκων και ή δουλική τους αυτή στάση έγινε για πολλά χρόνια παράδοση. Αυτοί με τούς εκπροσώπους των τουρκικών αρχών, με τον καδή (3 - 4 οικογένειες) και με τον αγά με 10 - 12 Τούρκους πού έδρευαν στην Μεγάλη Χώρα, κρατούσαν τούς κατοίκους στην φτώχεια και στην αμάθεια. Σε κάθε τόπο των νησιών, όπου εκλέγονται άρχοντες, υπάρχει και συγκαλείται κατά καιρούς, ανάλογα με τις περιστάσεις, συνέλευση των κατοίκων, για να εκλέξη τούς νέους άρχοντες, να συζητήση σπουδαία προβλήματα, όπως π.χ. το ζήτημα του φόρου κ. λ.. Σε ορισμένα μάλιστα νησιά, όπως π.χ. στην Θάσο και στην Σάμο, εκτός από τις τοπικές συνελεύσεις, καλείται κατά καιρούς και ή γενική συνέλευση για ζητήματα πού ενδιαφέρουν όλο το νησί, προ πάντων όταν πρόκειται να έλθη ό αξιωματικός ό εντεταλμένος με την είσπραξη του χαρατσιού. Αντιπρόσωποι τής Τουρκικής εξουσίας σε κάθε νησί ήταν ό καδής και ό μπέης ή ό αγάς. Ο πρώτος εκπροσωπεί την δικαστική εξουσία, ενώ ό δεύτερος φροντίζει για την εκτέλεση των αποφάσεων και απαιτεί την καταβολή των ποικίλων φόρων πού είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν οι νησιώτες. Ο αγάς όμως ή ό καδής στα νησιά αντί για το δέκατο τούς έπαιρνε το πέμπτο των προϊόντων γενικά κατά την εκδίκαση των υποθέσεων τούς καταπίεζε τόσο μαζί με τούς άρχοντες, ώστε οι Ναξιώτες π.χ. προτιμούσαν να πληρώνουν κάθε χρόνο στον σουλτάνο 16 - 20.000 χρυσά νομίσματα, για να κάνουν την συγκομιδή των προϊόντων τους ελεύθερα και να μην έχουν αγά. Στα 1710 οι κάτοικοι τής Μυκόνου διώχνουν τον καδή απογοητευμένοι από τις αδικίες του. Η παραμονή του καδή ή του αγά στα μικρά νησιά είναι επικίνδυνη, γιατί συχνά συλλαμβάνονται από πειρατές. Γι’ αυτό και δεν παρουσιάζονται πολλοί υποψήφιοι για τα αξιώματα αυτά. Αποτέλεσμα: ή τουρκική εξουσία στα νησιά γίνεται τυπική και ουσιαστικά εξαφανίζεται. Έτσι δίδεται στους κατοίκους ή ευκαιρία ν’ αναπτύξουν τα κοινοτικά τους θέσμια. Τώρα κινούνται και ενεργούν για τα ζητήματά τους με περισσότερη άνεση. Αυτός είναι ό κύριος λόγος πού από τον 17° αι. και εξής οι κοινοτικές αρχές παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα και τάση προς οργάνωση. Στην εποχή αυτή (26 Οκτωβρίου 1649) ανάγεται και ό αρχαιότερος σωζόμενος καταστατικός χάρτης του «Κοινού των Μυκονίων». Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, στα 1805, γίνεται ή καταγραφή των νομικών εθίμων τής Νάξου από τούς προεστούς της, ύστερ’ από εντολή του δραγουμάνου του τουρκικού στόλου Βαν. Μουρούζη. Με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770, παρακινημένα από την Αικατερίνη Β’ και τον Ορλώφ, πολλά νησιά ξεσηκώθηκαν. Η ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) εξασφάλισε πολλά προνόμια για την ναυτιλία και το εμπόριο των νησιωτών, που σιγά σιγά πλούτισαν τόσο, ώστε να βοηθήσουν αποτελεσματικά με χρήματα και πλοία τον αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους, που ξέσπασε το 1821. Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο , με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τον Άγγλο αξιωματικό Γκρέιγ , ο οποίος υπηρετούσε το ρωσικό ναυτικό. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός . Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ. Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο , έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο της Μάνης και κήρυξε την επανάσταση. Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μιστρά, όπου και σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό. Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοπονήσσου, αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές. Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των αντιπάλων έληξε με την καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (1770), όπου στο μεταξύ είχαν καταφθάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες. Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ , αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου, και το Ναυαρίνο εγκαταλείφθηκε στις 26 Μαρτίου 1770. Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες τους δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη. Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη νικηφόρο για τους Ρώσους ναυμαχία του Τσεσμέ (1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παράλιων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα. Κατόπιν τούτου εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο. Στη δεκαετή επέτειο (1780) σε ανάμνηση της νίκης αυτής κτίσθηκε στο Τσάρσκοε Σελό η περίφημη εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή γιατί η νίκη επιτεύχθηκε την ημέρα της γιορτής του και ανεγέρθηκε και ειδική στήλη. Οι Κυκλάδες συμμετείχαν στον επαναστατικό αγώνα με κάθε τρόπο, με μοναδική εξαίρεση τη Σύρο, που εξαιτίας της γαλλικής προστασίας έμεινε τυπικά ουδέτερη, αλλά προσέφερε στον αγώνα πολύ ουσιαστικότερες υπηρεσίες, λειτουργώντας ως κέντρο ασφαλούς υποδοχής προσφύγων και αμάχων. Ως ελεύθερο λιμάνι, ήδη κατά τη διάρκεια της επανάστασης η μικρή Σύρος εξελίχθηκε ραγδαία σε ένα διεθνούς κλίμακας εμπορικό κέντρο, που αποτέλεσε τη βασική πηγή εσόδων για το υπό σύσταση ελληνικό κράτος. H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων το 1821 στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα . H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων , σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία , που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία. Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του οθωμανικού στόλου . Kατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσμούς , εκτός από τη Pόδο , την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Aπριλίου και μετά. Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος , η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί . Oι Σπέτσες , τα Ψαρά , η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές - κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο . Στην Ύδρα μάλιστα , το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη , η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα. Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε. Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού ,ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων. Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο . Ένα τμήμα του οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης , καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο- οθωμανικού πολέμου , ένω ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-πασά . Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν , ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα) , στη Μονεμβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού . Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια . Στην πραγματικότητα , την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο , αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης . Έτσι, όταν τμήματα του οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων , φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα οθωμανικά . Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο. Αναφερόμαστε στα πυρπολικά , ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά , τα οποία προσκολλιόνταν στα οθωμανικά πλοία , αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους. O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο. Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη 1796 ή 1797 - Πάρος , Ιούλιος 1848) ήταν αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας , η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ένας εκ των προπατόρων, ο μεγάλος γιατι θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και
ηγεμόνας της Βλαχίας . Με την έναρξη της Επανάστασης η Μαντώ πήγε στην
Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων. Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο , στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας , συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία. Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο . Επίσης εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική αλλά και την Τουρκική. Η επίσημη ανακήρυξή του θα βρει τις Κυκλάδες εντός των στενών ορίων του, με τη Σύρο υποψήφια για πρωτεύουσα. Αν και προκρίθηκε η Αθήνα, η Σύρος προχώρησε σε ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα εμποροβιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας, έδρα ναυπηγείων και βιομηχανιών, και η Ερμούπολη αναδείχτηκε στο πρώτο (και ίσως μοναδικό έκτοτε) ευρωπαΐζον αστικό κέντρο του ελεύθερου ελληνισμού. Μόνο η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου (1896) μετέθεσε δυτικότερα, προς τον Πειραιά, το «σταυροδρόμι της ανατολικής Μεσογείου». Αλλά η Σύρος είχε αντιδράσει έγκαιρα με τη στροφή προς τη βιομηχανία. Ορισμένα νησιά των Κυκλάδων, με πρωτοπόρο την 'Ανδρο, στράφηκαν προς τη ναυτιλία, διαγράφοντας μια θεαματική πορεία. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι Κυκλάδες έχουν αναδειχθεί διεθνώς ως αγαπημένοι ταξιδιωτικοί προορισμοί. Επισκέπτες συρρέουν από όλα τα μέρη του κόσμου για να χαρούν την ανέπαφη φύση και το παραδοσιακό χρώμα των Κυκλάδων, να γνωρίσουν τον τρόπο ζωής των Κυκλαδιτών και να έρθουν σε επαφή με έναν ανεξάντλητο πολιτιστικό πλούτο που χάνεται στις απαρχές της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού.
Πηγή: http://www.cyclades-tour.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=3:history&Itemid=17&tmpl=component&print=1&lang=el
http://www.e-istoria.com/352.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ορλωφικά
http://www.patriotaki.net/1821-μέχρι-1970-55/η-επανάσταση-του΄21-στο-αιγαίο-315/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μαντώ_Μαυρογένους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου