Πρίν από μερικές εβδομάδες, το διμηνιαίο περιοδικό 1843 του Economist δημοσίευσε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ για την κατάσταση που επικρατεί στον Ασπρόπυργο Αττικής, υπό τον σαφής τίτλο «Europe’s Heart Of Darkness». Ο δημοσιογράφος Alexander Clapp και ο φωτογράφος Simon Norfolk επισκέφθηκαν την περιοχή και κατέγραψαν όλα όσα είδαν, τα οποία ήταν κάτι παραπάνω από συγκλονιστικά. Πόλεμος συμμοριών, απαγωγές, διακίνηση ναρκωτικών, διακίνηση παράνομων προϊόντων, κάθε λογής γκέτο, εκμετάλλευση παράτυπων μεταναστών και η Χρυσή Αυγή σε ρόλο αυτόκλητου σερίφη αλλά και…διαιτητή κάθε παράνομης πράξης. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, στον Ασπρόπυργο υπηρετούν μόλις 40 αστυνομικοί, οι οποίοι προφανώς αδυνατούν να θέσουν κανόνες στο χάος, με τον επικεφαλής τους να δηλώνει ότι «δεν καταλαβαίνουν πολλοί τι ακριβώς συμβαίνει εδώ». Όλα αυτά όχι σε κάποια δύσβατη ορεινή περιοχή της Πίνδου ή σε κάποιο απομακρυσμένο νησί. Στον Ασπρόπυργο, ελάχιστα έξω από την Αθήνα (20 Km). Όταν διάβασα για πρώτη φορά το ρεπορτάζ, σημείωσα την ημερομηνία δημοσίευσης του και περίμενα να δω πότε και αν θα υπάρξει κάποια επίσημη αντίδραση από τους αρμόδιους φορείς. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα. Δεν επιλέχθηκε καν κάποια πατροπαράδοτη συνταγή διάψευσης του τύπου «υπερβολές, δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα, οι ξένοι μας συκοφαντούν». Η σιωπή της κυβέρνησης εξυπηρετήθηκε και από τη σιωπή των ΜΜΕ, τα οποία είτε δεν πρόσεξαν καν ότι η χώρα μας απασχολεί κατά τον τρόπο αυτό τον Economist είτε έκριναν ότι δεν άξιζε τον κόπο να το αναδημοσιεύσουν. Ζούμε, εξάλλου, στην εποχή που με τίτλους «ΣΟΚ! Δείτε τι συνέβη» περιγράφονται συνήθως τα κατορθώματα συμπαθών τετράποδων κι όχι η μετατόπιση ενός προαστίου της Αθήνας στην Άγρια Δύση. Μετανάστευση, αφοσίωση στη φυλή, λαθρεμπόριο ναρκωτικών και εθνικισμός τα προβλήματα μιας ηπείρου αντηχούν μέσα από μια μικρή ελληνική πόλη. Ο Αλεξάντερ Κλαπ ταξιδεύει στον Ασπρόπυργο. Ακολουθεί το δημοσίευμα του Ecomonist σε πρόχειρη μετάφραση: Η σκοτεινή καρδιά της Ευρώπης.
Μια νύχτα τον περασμένο Απρίλη ο Κωνσταντίνος Ποτουρίδης εξαφανίστηκε από το σπίτι του στον Ασπρόπυργο, μια βιομηχανική πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Δυο βδομάδες αργότερα, ο θείος του Κώστας έλαβε ένα τηλεφώνημα από τους απαγωγείς του. «Είπαν ότι ο ανιψιός μου είναι ακόμα ζωντανός,» εξηγεί ο Κώστας, «αλλά θέλουν 1.500 ευρώ για την επιστροφή του.» Ο Κώστας δεν επικοινώνησε με τις αρχές. Η μητέρα του είχε σκοτωθεί σε ένα τροχαίο ατύχημα με εγκατάλειψη του θύματος λίγα χρόνια νωρίτερα, αλλά η αστυνομία τον είπε ψεύτη και αρνήθηκε να λάβει υπόψη την υπόθεσή του. «Ποτέ μην εμπιστεύεσαι την αστυνομία στον Ασπρόπυργο», λέει. «Λένε ψέματα για να πάρουν προαγωγή.» Έτσι αργά εκείνη τη νύχτα, βρέθηκε να περιμένει στην άκρη της εθνικής οδού. Ένας άντρας με μαύρο σπορ αμάξι σταμάτησε δίπλα του. Ο Κώστας παράδωσε τα χρήματα και το αμάξι απομακρύνθηκε σβέλτα. Όμως ο Κωνσταντίνος δεν εμφανίστηκε ποτέ. Μια βδομάδα μετά, η αστυνομία τηλεφώνησε στον Κώστα και του είπε ότι ο ανιψιός του είχε βρεθεί δεμένος με χειροπέδες, τρυπημένος με σφαίρες και αλυσοδεμένος σε ένα σάκο με πέτρες στον πάτο του καναλιού του Μόρνου στους λόφους πάνω από την πόλη. «Ο ανιψιός μου έγινε πολύ επιδειξίας με τα χρήματά του,» λέει ο Κώστας. «Είχε το μεγαλύτερο σπίτι στο συγκρότημα, έξι ταξί, μοτοσυκλέτες. Ήταν ένας κινούμενος στόχος.» Αυτή δεν είναι μια ασυνήθιστη ιστορία στον Ασπρόπυργο, όμως ούτε ο Ασπρόπυργος είναι ένα συνηθισμένο μέρος. Είκοσι χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αθήνας, είναι αποκομμένος από την υπόλοιπη χώρα με θάλασσα από τη μια πλευρά και με ένα τόξο βουνών απ’ την άλλη. Το ελληνικό κράτος στριμώχνει μέσα σε αυτή τη βραχώδη πεδιάδα, που απλώνεται σε μήκος 1.000 σταδίων (5 Km), οτιδήποτε είναι υπερβολικά θορυβώδες ή βρόμικο για να μπει στην πρωτεύουσα. Ο Ασπρόπυργος είναι η πατρίδα των κυριότερων Ελληνικών χαλυβουργείων, κεραμοποιείων, λατομείων, σιλό τσιμέντου, εργοστασίων παραγωγής ενέργειας και διυλιστηρίων. «Πουθενά αλλού δεν ήταν δυνατό να βρεις γη τόσο κοντά στην Αθήνα και τόσο φτηνά,» μου λέει ένας τοπικός χασάπης ονόματι Ειρηναίος. «Τώρα αυτά τα βοσκοτόπια φτύνουν χρυσό.» Το κανάλι του Μόρνου είναι ο κυριότερος προμηθευτής νερού της Αθήνας και το μεγαλύτερο φράγμα της Ελλάδας βρίσκεται σε ένα υψίπεδο στα βορειοδυτικά. Αποτελώντας λιγότερο από το 1% της επιφάνειας εδάφους της χώρας, ο Ασπρόπυργος και το περιβάλλον Θριάσιο Πεδίο ευθύνονται για το περίπου 40% της βιομηχανικής παραγωγής της Ελλάδας. Όμως ο Ασπρόπυργος είναι κάτι περισσότερο από ένα βιομηχανικό κέντρο· είναι μια αποθήκη. Κάθε χρόνο, 3 εκατομμύρια κοντέινερ γεμάτα εμπορεύματα κυκλοφορούν μέσω Ασπροπύργου χωρίς να αφήνουν κάποιο σημάδι. Ενδύματα που κρέμονται στα παζάρια των Σκοπίων και του Βουκουρεστίου, καρέκλες παραλίας που ανοίγονται στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, ψυγεία που αγκομαχούν στις κουζίνες των Βαλκανίων τα περισσότερα έχουν περάσει τις πρώτες τους νύχτες στην ευρωπαϊκή ήπειρο στον Ασπρόπυργο. Σκορπισμένες στην ενδοχώρα είναι πάνω από 3.000 εταιρικές αποθήκες. Αποθηκεύουν το περιεχόμενο σχεδόν όλων των εμπορευματοκιβωτίων που φτάνουν στην Ελλάδα δια θαλάσσης. Το εμπόριο που αντιστοιχεί σε διψήφιο κομμάτι του ελληνικού ΑΕΠ φτάνει από τον κοντινό Πειραιά, το μεγαλύτερο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στην ανατολική Μεσόγειο, μέσω του παράκτιου δρόμου που είναι γνωστός ως Ιερά Οδός. Στην αρχαιότητα αυτή οδηγούσε τους Αθηναίους κάθε φθινόπωρο στην Ελευσίνα για να επιτελέσουν τις θρησκευτικές τους τελετές (Ελευσίνια Μυστήρια). Τώρα η εθνική οδός φέρνει πάνω από 20.000 18τροχα (φορτηγά) για τις αποθήκες του Ασπροπύργου καθημερινά. Σχεδόν κάθε μεγάλη διεθνής εταιρία ειδών κατανάλωσης, από την EstéeLauder ως την AstraZeneca, λειτουργεί από μία. Τα προϊόντα κάθονται για μέρες, μερικές φορές για βδομάδες, προτού περάσουν στην υπόλοιπη Ελλάδα και στην Ευρώπη πάνω σε διαφορετικά φορτηγά. Μια μεγάλη αναλογία αυτών αργότερα επιστρέφει στον Ασπρόπυργο για να αποσυντεθεί στη χωματερή του. Οι αποθήκες είναι στοιχειώδεις τσιμεντένιες κατασκευές, κυρίως στο μέγεθος ενός υπόστεγου αεροσκαφών, και οι περισσότερες προστατεύονται από ένα συνδυασμό συρματοπλέγματος, ιδιωτικής ασφάλειας και αλυσοδεμένων σκύλων. «Ακόμα και οι εγκαταλειμμένες αποθήκες προσελκύουν τους κλέφτες,» μου λέει ο Αντρέας Παπαδάκης, ο διευθυντής μιας αποθήκης που φυλάσσει τα ιατρικά αρχεία της Αθήνας. «Ξηλώνουν και την παραμικρή ίνα καλωδίωσης και σωλήνωσης.» Οι 40 αστυνομικοί του Ασπρόπυργου είναι αριθμητικά πολύ λίγοι για να περιπολούν τις αποθήκες συστηματικά αλλά είναι κοινό μυστικό ότι πολλές αποθήκες περιέχουν περισσότερα από όσα ισχυρίζονται. Κάποιες είναι εγγεγραμμένες σε εταιρίες που δεν υπάρχουν. Άλλες έχουν μυστικούς ανελκυστήρες και υπόγεια. Ένα νεότευκτο εμπόριο ανθρώπων εξαπατά Ασιάτες πρόσφυγες από το Αιγαίο, τους κρύβει προσωρινά στον Ασπρόπυργο, και μετά τους σπρώχνει προς την Αδριατική και την Ιταλία. Όπλα συνηθίζεται να έρχονται με πλοίο από την Αλβανία ή την Ουκρανία. Χασίς φτάνει από την Κρήτη, ηρωίνη από τα τουρκικά σύνορα, κοκαΐνη σε μέρη του αυτοκινήτου εισηγμένη από τη Νότια Αμερική. Η επιχείρηση λαθρεμπορίας τσιγάρων ένα εμπόριο που φέρνει μόνο του 1 δις ευρώ παράνομου κέρδους στην Ελλάδα είναι μια βιομηχανία στην οποία ειδικεύεται αυτή η πόλη. Μόνο σ’ ένα μέρος σαν τον Ασπρόπυργο, όπου η συντριπτική ποσότητα του παγκόσμιου εμπορίου χρησιμοποιείται σαν καμουφλάζ, θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν αυτές οι δραστηριότητες με σχεδόν εταιρική αποδοτικότητα. Οι άνθρωποι, όπως και τα αγαθά, έχουν έρθει από απομακρυσμένες γωνιές της Ευρώπης και της Ασίας. Η πλειονότητα των 40.000 κατοίκων έφτασαν από απλή ιστορική σύμπτωση, σπρωγμένοι από κλιματικά γεγονότα πάνω στα οποία είχαν μικρό έλεγχο. Πολλοί δε μιλούν ελληνικά. Ακούς μια κακοφωνία αλβανικών, ρωσικών, Ελληνικών και Τσιγγάνικων διαλέκτων ακατανόητων για τους περισσότερους κατοίκους της Αθήνας στην άλλη πλευρά των βουνών. Καθώς τα πρόσφατα δεινά της Ελλάδας έχουν οδηγήσει σε μια υποτροπή του εθνικισμού, ο Ασπρόπυργος έχει γίνει μάρτυρας της ανόδου εθνικών εντάσεων, που έχουν αποδειχτεί ανεξέλεγκτες από το αποδυναμωμένο κράτος. Πόλεμοι επικράτησης που προετοιμάστηκαν στη Σοβιετική Ένωση και τα Βαλκάνια ξεχειλίζουν στις γειτονιές του, σε πολλές απ’ τις οποίες η αστυνομία αρνείται να μπει. Δολοφονίες βεντέτας και διαμελισμοί σωμάτων είναι συχνό φαινόμενο. Το 2009, ο 74χρονος ολιγάρχης Περικλής Παναγόπουλος απάχθηκε υπό την απειλή όπλου απ’ την οικία του στην Αθήνα· βρέθηκε, ύστερα από δυο βδομάδες και με 15 εκ. ευρώ λύτρα, έξω από μια αποθήκη του Ασπροπύργου. Υπάρχουν οι απαγωγές «τίγρεις», στις οποίες οι Τσιγγάνοι παίρνουν Πακιστανούς μετανάστες ομήρους και αποσπούν λύτρα από τους συγγενείς τους πίσω στην πατρίδα. Γεωργιανοί και Κριμαίοι Ρώσοι πυροβολούν αστυνομικούς ατιμώρητα. Αλβανικές και βουλγαρικές συμμορίες μεταφέρουν Τσιγγάνους εκτελεστές από την πόλη για να τρομοκρατούν τις γειτονιές της ανώτερης κοινωνικής τάξης της Αθήνας. Και η αναπτυσσόμενη σύγκρουση ανάμεσα στους Τσιγγάνους και τους Ελληνοπόντιους μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση έχει δημιουργήσει μια ευκαιρία την οποία η Χρυσή Αυγή, το ελληνικό εθνικιστικό κόμμα, έχει αξιοποιήσει στο έπακρο. «Δεν καταλαβαίνει πολύς κόσμος όλα όσα γίνονται εδώ,» λέει ο Άγγελος Τζιώλας, ο τοπικός αρχηγός της αστυνομίας. Μέσα σ’ αυτό το πλούσιο μείγμα επιχειρούν οι πιο πρόσφατοι νεοεισερχόμενοι της πόλης, οι Κινέζοι. Η China Ocean Shipping Company (COSCO) έχει γερές βλέψεις για τον Ασπρόπυργο. Ελπίζει να κάνει την πόλη το πρωταρχικό της ευρωπαϊκό σημείο διανομής πάνω στη «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» το ενοποιημένο δίκτυο δια του οποίου η Κίνα σχεδιάζει να διασφαλίσει ένα σημαντικό μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Οι Κινέζοι έχουν ήδη εξασφαλίσει την πλειοψηφική συμμετοχή στον γειτονικό Πειραιά και βρίσκονται στη διαδικασία μετατροπής του σε ένα καθαρά εμπορικό δίαυλο που θα απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της θαλάσσιας κίνησης που εισέρχεται στη Μεσόγειο από την Ασία. Ο Ασπρόπυργος είναι το λιγότερο γνωστό αλλά εξίσου σημαντικό project των Κινέζων στην Ελλάδα. Πάνω σε ένα φιλέτο του Θριάσιου Πεδίου που πρόσφατα συνδέθηκε με ράγες με τις προβλήτες του Πειραιά, οι Κινέζοι σχεδιάζουν να επενδύσουν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στο μεγαλύτερο σιδηροδρομικό κόμβο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Θα μεταφέρουν φορτία στον Ασπρόπυργο με τραίνο, κατόπιν στην Πράγα μέσω της νέας σιδηροδρομικής γραμμής, διανέμοντας αγαθά στις χώρες καθοδόν εάν, δηλαδή καταφέρουν να πάρουν το μέρος υπό τον έλεγχό τους. Ο Κώστας Ποτουρίδης, θείος του δολοφονημένου Κωνσταντίνου, είναι ένας άνεργος μηχανικός με γερακίσιο μελαμψό πρόσωπο και στόμα διακοσμημένο με χρυσά δόντια. Όταν έφτασε στον Ασπρόπυργο στα τέλη του 1989, γνώριζε «λιγότερα από τους τουρίστες» για την Ελλάδα. Οι πρόγονοί του είχαν εγκαταλείψει τις ακτές της στην αρχαιότητα για να αποικήσουν την ακτογραμμή του Εύξεινου Πόντου. Για γενιές ζούσαν εύπορα στις βόρειες ακτές της Τουρκίας μέχρι την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Μη όντας πλέον υπήκοοι της αχανούς πολυεθνικής αυτοκρατορίας, οι γονείς του Κώστα κατευθύνθηκαν έφιπποι στον Καύκασο κι έγιναν υπήκοοι μιας άλλης. Στη Σοβιετική Αμπχαζία, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής του Εύξεινου Πόντου, εργάζονταν στις καπνοφυτείες. Ξεριζώθηκαν ξανά λίγο το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυτή τη φορά στο Καζακστάν αφού ο Στάλιν στιγμάτισε τους ομοίους τους σαν πεμπτοφαλαγγίτες. Ο Χρουστσόφ αργότερα τους απαγόρεψε να αφήσουν τη Σοβιετική Ένωση συνολικά. Ο Κώστας μεγάλωσε σε ένα χωριό κοντά στο Ουζμπεκιστάν, ανάμεσα σε ανθρώπους που του φαινόντουσαν «τρελοί» Τούρκοι αγρότες, Μοσχοβίτες πεζικάριοι και Αρμένιοι έμποροι. Μιλούσε ρωσικά, σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός και υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Εσθονία. Η ζωή του ήταν «τόσο σοβιετική όσο δε μπορείς να φανταστείς». Όμως ο Κώστας ήταν βαθιά προσαρμοσμένος στο τι σημαίνει να είσαι Έλληνας. Γενιές προγόνων του είχαν διατηρήσει τις παραδόσεις τους για πολύ καιρό αφότου αυτοί και οι άλλοι Ελληνοπόντιοι οι Έλληνες του Πόντου, της Μαύρης Θάλασσας είχαν ξεχάσει τη θέα και τους ήχους της πατρίδας τους. Οι τελετουργίες τους, διατηρημένες για χιλιάδες χρόνια, στοιχειώνονταν από την αδράνεια ενός λαού που ονειρευόταν την πατρίδα αλλά ποτέ δεν επιχειρούσε να επιστρέψει. Στους χορούς τους οι Ελληνοπόντιοι ένωναν τους αγκώνες τους κλώτσαγαν τα πόδια τους σε έναν κύκλο θεαματικών τακουνιών. Στα τραγούδια τους, τις μελαγχολικές τους μπαλάντες, θρηνούσαν την πτώση της Κωνσταντινούπολης με την ανατριχιαστική στριγκλιά της λύρας. Στην ποντιακή γλώσσα, διατήρησαν τις γραμματικές δομές των αρχαίων Ελληνικών που είχαν για καιρό απορριφθεί από τα ευρωπαϊκά τους ξαδέλφια τα οποία, σύμφωνα με τον Κώστα, είχαν αλλοιωθεί από κύματα εισβολέων. Οπουδήποτε και αν είχε εγκατασταθεί η οικογένεια Ποτουρίδη, προσδιόριζε τον εαυτό της σαν Ρωμαίοι πολίτες του Βυζαντίου, την ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τελικά, στα 1989, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και οι Ελληνοπόντιοι μπορούσαν να ταξιδεύουν κατά βούληση. Ο Κώστας άδραξε την ευκαιρία για να επιστρέψει στην πατρίδα. «Η Ελλάδα μας κάλεσε πίσω, αλλά δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό», λέει. «Σήμαινε να ζεις σ’ έναν τόπο και να λες ‘είμαι από δω’ και αυτό να είναι πραγματικότητα.» Φόρτωσε τη μητέρα, τη γυναίκα, την κόρη του και τα υπάρχοντά του στο μπλε Lada του και οδηγούσε δυτικά για έξι μέρες. Το ταξίδι αναβίωνε τις μετακινήσεις των προγόνων του, μέσα από τις στέπες, πάνω απ’ την Κασπία Θάλασσα, μέσα απ’ την Αμπχαζία και τις καπνοφυτείες όπου είχαν εργαστεί οι γονείς του, κατά μήκος της τουρκικής ακτής και προσπερνώντας το χωριό των παππούδων του, έξω από την Κωνσταντινούπολη προτού, τελικά, καταλήξει στον Ασπρόπυργο κατά μήκος του Αιγαίου από τη Μίλητο, την αρχαία πόλη-κράτος από όπου οι πρόγονοί του είχαν ενδεχομένως ξεκινήσει σχεδόν τρεις χιλιετίες νωρίτερα. «Κι εδώ», λέει ο Κώστας, «είναι που άρχισαν τα προβλήματα.» Το πρώτο πράγμα που έκανε εντύπωση στον Κώστα σχετικά με τον Ασπρόπυργο ήταν ότι σχεδόν κανένας από τους κατοίκους του δεν πήρε στα σοβαρά τον ισχυρισμό του ότι είναι Έλληνας. «Μας αποκαλούσαν Σλάβους,» λέει, «και μας συμπεριφέρονταν ανάλογα.» Το υποβαθμισμένο τοπίο δεν έμοιαζε σε τίποτα με τη φωτεινή μητέρα πατρίδα που οι Ελληνοπόντιοι είχαν εξυμνήσει στην εξορία. Η θάλασσα ήταν υπερβολικά μολυσμένη με πετρέλαιο για να κολυμπήσεις. Τα βουνά ήταν στρωμένα με απορρίμματα. Ο αέρας είχε μια έντονη μπόχα. Όπως και αρκετές άλλες χώρες με χαμένη διασπορά στη Σοβιετική Ένωση, η Ελλάδα είχε ενθαρρύνει εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοπόντιους να επιστρέψουν στην πατρίδα. Αλλά, στον Ασπρόπυργο, δεν έκανε τίποτα για να τους βοηθήσει αφού εγκαταστάθηκαν. Οι Ελληνοπόντιοι οδηγήθηκαν σε μια λωρίδα πεδιάδας που ονομάζεται Γκορυτσά, επιβαρυμένη από καταυλισμούς Τσιγγάνων στη μια πλευρά και μια σειρά διυλιστηρίων στην άλλη, και τους είπαν να χτίσουν τα σπίτια τους οι ίδιοι. Ο Κώστας έφτιαξε το σπίτι του, ένα δαιδαλώδες οικοδόμημα από γυμνά τούβλα και τσιμέντο, ένα δωμάτιο τη φορά. Έπιασε δουλειά σα μηχανικός, σχεδιάζοντας τις κατοικίες άλλων Ελλήνων Ποντίων. Έχοντας τελικά φτάσει στην πατρίδα, οι Ελληνοπόντιοι άρχισαν να γεμίζουν με νοσταλγία για τη γη που είχαν αφήσει πίσω. Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 30 χρόνια αφότου εγκαταστάθηκαν στον Ασπρόπυργο, η Γκορυτσά μοιάζει με σοβιετικό θύλακα τοποθετημένο στην ακτή του Αιγαίου. Οι δρόμοι παίρνουν την ονομασία τους από τα λιμάνια του Καυκάσου. Μεγάλα λευκά δορυφορικά πιάτα μεταδίδουν ειδησεογραφικά κανάλια από τη Μόσχα. Σουπερμάρκετ πουλούν λουκάνικα από την Ουκρανία και σοκολάτες από τις Βαλτικές. Άντρες με αθλητική φόρμα παίζουν σκάκι σε τραπέζια του πικνίκ και μαλώνουν στην κοινή τους γλώσσα της Μαύρης Θάλασσας ένα βραχνό συρφετό ρωσικών και ελληνικών και ποντιακών. Δεν είναι να απορεί κανείς που άνθρωποι σαν τον Κώστα επέλεξαν να λατρέψουν αυτό το παρελθόν όταν η Ελλάδα τους είχε απογοητεύσει. Είναι χωρίς δουλειά από το 2013 και τώρα υποστηρίζεται από τις δυο του κόρες. Μια εγχείριση καρκίνου, τον οποίο αποδίδει στη βιομηχανική μόλυνση, του έχει ξυρίσει φέτες από τη μύτη και το αυτί του. Δεν ελπίζει σε τίποτα καλό για το μέλλον. Δεν προκαλεί σχεδόν καθόλου έκπληξη, δεδομένων των φρικτών συνθηκών, το ότι πολλοί Ελληνοπόντιοι έχουν στραφεί σε παράνομους δρόμους για να βγάλουν τα προς το ζην. Επαφές στις καπνοφυτείες της Αμπχαζίας τους πρόσφεραν πρόσβαση στο λαθρεμπόριο τσιγάρων. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τα τσιγάρα μεταφέρονταν με τράτες από την Οδησσό και το Μπατούμι. Αργότερα, όταν ο δακτύλιος του Εύξεινου Πόντου ενώθηκε σε ένα διεθνές δίκτυο που εκτείνεται ως την Κίνα, οι αποστολές έφταναν στα ίδια σκάφη που έφερναν αστραφτερά καινούργια προϊόντα στις αποθήκες της πόλης. Ο Κώστας πιστεύει ότι ο ανιψιός του σκοτώθηκε από τα αφεντικά των γεωργιανών συμμοριών που ελέγχουν το εμπόριο: «Χρωστούσε πολλά στους προμηθευτές του, και δε θα εκπλησσόμουν εάν ερχόντουσαν σε μένα για τα χρήματα.» Οι Έλληνες Πόντιοι είχαν σαστίσει και ενοχληθεί από τους γείτονές τους Τσιγγάνους, αλλά οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν παρόλα αυτά χτυπητές. Ο αριθμός τους είναι σχεδόν ισοδύναμος περίπου 15.000 η καθεμιά και είχαν και οι δυο φτάσει στον Ασπρόπυργο περίπου την ίδια στιγμή. Στη δεκαετία του ’80, μόλις οι αποθήκες άρχισαν να ξεφυτρώνουν στην ενδοχώρα του Ασπρόπυργου, το ελληνικό κράτος μετέφερε τις κοινότητες των Τσιγγάνων από την Αθήνα σε καταυλισμούς στα περίχωρα της πόλης. Όσον αφορά τους Ελληνοπόντιους, δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να τους βοηθήσει έκτοτε.
Συναντώ το Λάμπρο Καραχάλιο ένα πρωί καθώς περιμένει στην ουρά σε ένα υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς. Έχει πελώρια καστανά μάτια και στομάχι που βγαίνει έξω από τη ζώνη του τζιν του. «Πώς;» λέει, γυρίζοντας προς εμένα. «Ήθελες να δεις Τσιγγάνο να δουλεύει σε ΑΤΜ;» Ο Λάμπρος απαιτεί 6.000 ευρώ για να με οδηγήσει στον καταυλισμό του. Τον παζαρεύω ως τα 20 ευρώ. Μπαίνουμε στο φορτηγό του, ένα ασημί Toyota αγροτικό που συχνά χαϊδεύει με τρυφερότητα. Στον πάτο του φορτηγού κείται μια στρώση από λουλούδια και θάμνους. Τα περισσότερα πρωινά ο Λάμπρος οδηγεί στην Αθήνα για να πουλήσει το εμπόρευμά του στους ανθοπώλες. Ο πατέρας του έκανε την ίδια δουλειά, και ο Λάμπρος τη μαθαίνει στους τρεις γιους του. Η γυναίκα του τον άφησε για να μείνει στη βόρεια Ελλάδα με άλλον άντρα. Βήχει ελαφρά όποτε ρωτάω για κείνη και κουνά το χέρι του μπροστά από τη μύτη, σα να διώχνει φυσώντας ένα άσχημο άρωμα. Οι Τσιγγάνοι δεν έχουν καμία διεκδίκηση στο ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας ή στις σύγχρονες φιλοδοξίες της. Γι’ αυτούς, το να είσαι Έλληνας σημαίνει να καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί η χώρα στην πράξη. Ο Λάμπρος μπορεί να λέει σα νεράκι τις μέρες που λειτουργούν διαφορετικές υπαίθριες αγορές στην Αθήνα. Η αντίληψή του για το εθνικό οδικό δίκτυο και τους εποχιακούς ανέμους είναι εκτενής. Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εξορμά σε μοναστήρια ανά τα νησιά και αποκτά εικόνες από το καθένα. Αυτές τακτοποιούνται σε μια γωνιά του σπιτιού του και βγαίνουν στο προσκέφαλό του σε ημέρες εορτών. «Μυστικά πράγματα!» λέει. Το σπίτι του είναι μια παράγκα από λευκά πλαστικά δοκάρια και παράθυρα από καθαρό μουσαμά. «Έλα να δεις το μπάνιο μου,» λέει, δείχνοντας μια μάνικα κρεμασμένη στο Κανάλι του Μόρνου. Λίγα μέτρα μακρύτερα, δυο παρεκκλήσια τιμούν τη μνήμη παιδιών που πέθαναν από ηλεκτροπληξία προσπαθώντας να πάρουν ρεύμα από μια ηλεκτροφόρα γραμμή. Αγροτικά φορτηγά αναπηδούν σε στριγκούς ήχους Ρομάνι (τσιγγάνικης) τζαζ. Το τοπικό σχολείο είναι μια συνάθροιση εμπορευματοκιβωτίων που πιάνουν σκουριά. Αλλά ο Λάμπρος ισχυρίζεται ότι έτσι κι αλλιώς κανένας δε στέλνει τα παιδιά του εκεί. «Οι Τσιγγάνοι μπορούν να διδάξουν τους εαυτούς τους όλα όσα χρειάζεται να ξέρουν,» λέει. Ο καταυλισμός του Λάμπρου ονομάζεται Σοφός. Μετακόμισε εκεί πριν πέντε χρόνια αφότου ο προηγούμενος καταυλισμός του κάηκε ολοσχερώς σε αντίποινα για το βιασμό ενός κοριτσιού, Ελληνοπόντιας, από μερικούς άντρες Τσιγγάνους. «Οι Πόντιοι έφεραν όλο τον κόσμο τους γι’ αυτό,» είπε. «Ήρθαν λεωφορεία απ’ τη Θεσσαλονίκη.» Οι δρόμοι του Σοφού είναι γεμάτοι σκουπίδια περιστρεφόμενες καρέκλες, κούκλες βιτρίνας, στερεοφωνικά ηχεία που είχαν έρθει πρώτη φορά στην Ελλάδα μέσω Πειραιά. «Μαζεύουμε αυτά τα πράγματα από το σκουπιδότοπο και πετάμε ό,τι δε μπορούμε να πουλήσουμε.» Οι Τσιγγάνοι αψηφούν υπερήφανα ένα κράτος που δε θα τους βοηθήσει και σε γείτονες που αρνούνται να τους προσλάβουν. Έχουν μάθει πώς να εκμεταλλεύονται τα πλούτη του Ασπρόπυργου. Ορισμένοι ληστεύουν αποθήκες. Άλλοι στρέφονται στο λαθρεμπόριο. Όμως οι περισσότεροι δουλεύουν στο εμπόριο μετάλλων ο κύριος λόγος γιατί, παρά τις αψιμαχίες τους με τους Ελληνοπόντιους, οι Τσιγγάνοι έχουν παραμείνει στον Ασπρόπυργο. Οι πρόγονοί τους πέρασαν αιώνες φτιάχνοντας κασσίτερο και χαλκό, αλλά στον Ασπρόπυργο βγαίνει περισσότερο χρήμα μαζεύοντάς τα από σκουπιδοτενεκέδες. Η δουλειά είναι παράνομη όμως οι ελληνικές αρχές σπάνια τους ενοχλούν. Οι πλαγιές του βουνού λαμπυρίζουν από τα παιδιά ρακοσυλλέκτες που χτενίζουν το έδαφος για οτιδήποτε μεταλλικό, από πλυντήρια ρούχων έως μαχαιροπίρουνα, που μπορούν να πουληθούν σε τοπικές μάντρες. Η ίδια η Αθήνα προσφέρει έναν ακόμα μεγαλύτερο πόλο έλξης: Τσιγγάνοι από όλη την Ελλάδα λεηλατούν τα πάντα από σιφόνια έως παρκαρισμένα αμάξια. «Τα παιδιά μας συνήθως μας βοηθούσαν,» λέει ο Λάμπρος με θλίψη. «Όμως το Χαμόγελο του Παιδιού» μια ελληνική ΜΚΟ «τα μάζεψε και τα έκλεισε σε άσυλα. Μας πήρε βδομάδες για να τα πάρουμε πίσω». Η προσφυγική κρίση έχει επιτρέψει στους Τσιγγάνους να στρατολογούν Πακιστανούς και Σύριους με υποσχέσεις, που σπάνια τηρούνται, περί γάμων και διαβατηρίων της ΕΕ. Το μέταλλο ταξινομείται «άμα τη αφίξει», έχοντας μεταφερθεί στον Ασπρόπυργο από ένα στόλο αγροτικών οχημάτων και μηχανοκίνητων καροτσιών. Οτιδήποτε άλλο παρμπρίζ, πλαστικές εγκαταστάσεις, ελαστικά καίγεται σε φωτιές που φωταγωγούν τους λόφους κάθε νύχτα. Το μέταλλο πωλείται σε μια από τις 200 μάντρες που είναι διάσπαρτες στον Ασπρόπυργο, πολλές από τις οποίες τις λειτουργούν Ελληνοπόντιοι. Ζυγίζεται και δημοπρατείται στα πελώρια χαλυβουργεία της ακτής, όπου λιώνεται και φορτώνεται σε πλοία με προορισμό τα μεγάλα λιμάνια της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Ένα μέρος του θα επιστρέψει στην Ελλάδα κατεργασμένο σε συσκευές ή εμπορευματοκιβώτια και ο κύκλος θα αρχίσει ξανά.
Η οικονομική κρίση έκανε τη ζωή των Ασπροπυργιωτών σκληρότερη από ποτέ. Οι σχέσεις μεταξύ των Ελληνοπόντιων και των Ρομά έγιναν όλο και πιο εχθρικές, καθώς η κάθε ομάδα κατηγορούσε την άλλη για τα δεινά της. «Κοίτα πόσο παραβατικοί είναι,» λέει ο Κώστας για τους Τσιγγάνους γείτονές του. «Αμολούν τα σκουπίδια τους και τα παιδιά τους παντού.» Ο Λάμπρος βλέπει τους ανθρώπους σαν τον Κώστα ως εισβολείς. «Κανένα κακό δεν είχε έρθει από τη θάλασσα πριν φτάσουν αυτοί εδώ», λέει. Μέσα στο κενό που άφησε το αποστεωμένο και αμελές κράτος πάτησε η Χρυσή Αυγή, το εθνικιστικό κόμμα που έχει ευδοκιμήσει πάνω στην αποστροφή της λιτότητας. Η Χρυσή Αυγή προσελκύει σχεδόν έναν στους τρεις ψήφους στον Ασπρόπυργο. Ο Κώστας την υποστηρίζει με ενθουσιασμό· έτσι κάνει σχεδόν κάθε άλλος Ελληνοπόντιος που συναντώ. Πολλοί επιδοκιμάζουν την προθυμία της Χρυσής Αυγής να βάλει τους Τσιγγάνους στη θέση τους, συχνά με ωμή βία. Αλλά ακόμα πιο ελκυστική για τους Ελληνοπόντιους είναι ο σεβασμός από τη Χρυσή Αυγή της ιδιαίτερής τους ταυτότητας. Αντιστεκόμενοι στην αφομοίωση και διατηρώντας τις παραδόσεις τους για χιλιάδες χρόνια, οι Ελληνοπόντιοι επιβεβαιώνουν το κεντρικό δόγμα της Χρυσής Αυγής: ότι οι Έλληνες είναι ανώτερος λαός. Διατηρεί τη σύνδεση αυτή ως την εποχή της αρχαιοελληνικής υπεροχής. Ενώ οι άλλοι τους αντιμετωπίζουν σαν παρείσακτους, η Χρυσή Αυγή τους υψώνει στο επίπεδο του αριστοκράτη. Κανένας άλλος πολιτικός δεν τους είχε μιλήσει ποτέ προηγούμενα μ’ αυτό τον τρόπο. Η Χρυσή Αυγή έχει μονομερώς αναστήσει μερικές δημόσιες υπηρεσίες που το κράτος δεν αντέχει να υποστηρίξει και έχει κάνει διανομές φαγητού. Ο Κώστας θεωρεί τη δράση της καθησυχαστική. Η Χρυσή Αυγή περιπολεί τη γειτονιά του και κρατά έξω τους κλέφτες Τσιγγάνους. Κυνηγά τους αλβανούς εμπόρους ναρκωτικών από το σταθμό του τρένου. Απειλεί τοπικά αφεντικά που προσλαμβάνουν Βούλγαρους και Ουκρανούς πριν από τους Έλληνες. Σε αντίθεση με άλλα κόμματα, τα οποία είναι σχεδόν ανύπαρκτα, η Χρυσή Αυγή είναι προσωπικά γνωστή στους Ασπροπυργιώτες. Τα διώροφα γραφεία της φαίνονται από την Ιερά Οδό. Οι πιο γνωστοί βουλευτές της είναι τακτικοί επισκέπτες.
Μια εναλλακτική λύση στα προβλήματα του Ασπρόπυργου έχει εμφανιστεί από την άλλη μεριά του κόσμου. Λίγα χιλιόμετρα δυτικά της πόλης βρίσκεται το λιμάνι του Πειραιά. Οι εμπορευματικοί τερματικοί σταθμοί του είναι υπό τον έλεγχο της COSCO, της ναυτιλιακής εταιρίας που ανήκει στην κινεζική κυβέρνηση, για μεγάλο διάστημα την τελευταία δεκαετία. Τώρα η COSCO έχει βάλει στο στόχαστρο τον Ασπρόπυργο. Παρότι η πόλη μπορεί να είναι απείθαρχη, ακόμα και έμφυτα ατίθαση, η κινέζικη επένδυση στον Πειραιά θα καταλήξει στο κενό χωρίς την πρόσβαση σ’ αυτή την ενδοχώρα. Αρκετό από το φορτίο που εισάγει η COSCO χρειάζεται να μεταφερθεί στον Ασπρόπυργο για αποθήκευση. Η πόλη είναι επίσης κομβικό σημείο για τις κινεζικές εμπορικές βλέψεις στην Ευρώπη. Ένας νέος σιδηρόδρομος εμπορευματικών μεταφορών, που τώρα απλώνεται για 1.500 χλμ προς τη Βουδαπέστη και τελικά θα καταλήγει στην Πράγα, αναχωρεί από δω. Οι Κινέζοι είναι αφοπλιστικά ειλικρινείς στην πρόθεσή τους να αντιστρέψουν έναν αιώνα ταπεινώσεων στα χέρια των Ευρωπαίων. Για να καταλάβω τη δυνητική μεταμόρφωση που επίκειται για τους Ασπροπυργιώτες, συναντώ τον Τσανγκ Ανμίνγκ, έναν από τους επτά αξιωματούχους του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος υπεύθυνο για τη διεύθυνση του Πειραιά. Είναι ένας αδύνατος, σοβαρός άντρας που διεύθυνε μια χούφτα κινεζικών λιμανιών πριν έρθει στην Ελλάδα. Από ένα γραφείο διακοσμημένο με τοιχογραφίες που παραθέτουν τεχνουργήματα από τη δυναστεία Χαν και την κλασική Αθήνα, έχει το νου του σε μια σχολαστικά οργανωμένη εργασία, στην οποία δεκάδες χιλιάδες μεταλλικά κοντέινερ πλοίων στοιβάζονται σε πύργους. «Ανά πάσα στιγμή, μπορούμε να πούμε πού είναι το καθένα από αυτά τα κοντέινερ,» με ενημερώνει ο Τσανγκ, δείχνοντας μια οθόνη τηλεόρασης που παρακολουθεί τις κινήσεις μεμονωμένων κοντέινερ δορυφορικά. Δεν είναι η πρώτη ανάμιξη της COSCO στην Ευρώπη. Δυο δεκαετίες πριν οι Κινέζοι ρίχτηκαν στη Νάπολη με παρόμοια αποφασιστικότητα για να εγκαθιδρύσουν ένα προγεφύρωμα στην ακτογραμμή. Αυτό το εγχείρημα πήγε στραβά το 2007 όταν εκατοντάδες κινέζοι και ιταλοί επιχειρηματίες του λαθρεμπορίου συνελήφθησαν για παρασκευή πλαστών επώνυμων αγαθών. Δυο χρόνια αργότερα, έχοντας απεγνωσμένα πολιορκηθεί από την πληγμένη απ’ τη λιτότητα κυβέρνηση και τις ναυτιλιακές ελίτ της Ελλάδας, οι Κινέζοι μετακόμισαν στον Πειραιά. Όμως οι ισχυρισμοί που κυνήγησαν τους Κινέζους από τη Νάπολη ήδη ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Η COSCO έχει έναν εκπληκτικό βαθμό ανεξαρτησίας στους τελωνειακούς ελέγχους του λιμανιού και περίεργα καινούργια προϊόντα καταφτάνουν στην Ελλάδα από μια σειρά λιμανιών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η ηγεσία της αστυνομίας του Ασπρόπυργου μου είπε ότι μέσα στο καλοκαίρι σταμάτησε τυχαία ένα φορτηγό που έφερε εμπορευματοκιβώτιο απ’ τον Πειραιά και το ερεύνησε. Μέσα υπήρχαν δεκάδες κουτιά γεμάτα με σήματα κροκόδειλος Lacoste. «Φαίνεται ότι οι Κινέζοι παράγουν τα προϊόντα στις αποθήκες του Ασπρόπυργου ή στις κινεζικές συνοικίες της Αθήνας,» λέει. «Προσαρμόζουν ένα κουμπί, ένα γιακά, και το ονομάζουν ευρωπαϊκό προϊόν, αφορολόγητα». Το αδύναμο κράτος δικαίου στον Ασπρόπυργο ίσως ενισχύει τη γοητεία του σημείου. Ο Τσανγκ, ωστόσο, αρνείται κάθε παράνομη δραστηριότητα. «Τι νόημα έχει να επενδύεις 500 εκ. ευρώ σε ένα λιμάνι απλά για να προσαρμόσεις μερικά ψεύτικα κουμπιά εδώ κι εκεί;»αναρωτιέται. Οι περισσότεροι Ελληνοπόντιοι είναι σίγουροι ότι τα προτερήματα της τελικής άφιξης της COSCO θα αντισταθμίσουν τα όποια μειονεκτήματα. Πιστεύουν ότι οι Κινέζοι θα καθαρίσουν την πόλη και θα επιβάλουν την τάξη, αλλά δε θα μπλοκάρουν το λαθρεμπόριο τσιγάρων τους. Οι Ρομά, ωστόσο, φοβούνται. Λίγοι απ’ αυτούς τολμούν να λεηλατήσουν το νέο κινεζικό σιδηρόδρομο για παλιοσίδερα. «Αυτοί οι άνθρωποι λατρεύουν το κέρδος ακόμα περισσότερο από τους πολιτικούς μας», λέει ο Λάμπρος. «Θα κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν θα σκοτώσουν αδέσποτα, θα καταστρέψουν τα βουνά». Όμως όποιες κι αν είναι οι ακριβείς επιπτώσεις, κανένας δεν αμφισβητεί ότι, για το κακό ή για το χειρότερο, έρχεται ένας νέος σερίφης σ’ αυτή την κακοφορμισμένη πόλη.
Πηγή : http://www.athensvoice.gr/politics/375687_sygklonistiko-reportaz-gia-ton-aspropyrgo-poy-den-diavastike-pote
https://xaidarisimera.gr/economist-aspropyrgos-skotini-kardia-tis-evropis/