Οι Αρβανίτες πρωτοεμφανίζονται στην Πελοπόννησο στα μέσα του 14ου αιώνα, μετά από τη μαύρη πανώλη (1347), όταν ο δεσπότης Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380) τους εγκατέστησε στην περιοχή της Βελιγοστής, απ' όπου και εξαπλώθηκαν αργότερα μέσα στην Μεσσηνία. Η εκτενής μετανάστευση τους ωστόσο λαμβάνει χώρα στις αρχές του 15ου αιώνα (1405), όταν ο δεσπότης Θεόδωρος Α' Παλαιολόγος (1383-1407) δέχτηκε δέκα χιλιάδες Αρβανίτες. Μια τρίτη διείσδυση επισημαίνεται αργότερα (μετά το 1418). Οι νεοφερμένοι, ημινομάδες κτηνοτρόφοι οργανωμένοι σε πάτριες (φάρες), κατοικούσαν σε προσωρινού χαρακτήρα μικροσυνοικισμούς, «κατούνες», τις οποίες αποτελούσαν «τέντες», ποιμενικές καλύβες δηλαδή με κάλυψη από χοντρό υφαντό τραγόμαλο. Σύντομα πολλαπλασιάστηκαν δημογραφικά, Λατίνοι και Έλληνες, χρησιμοποίησαν τις μισθοφορικές στρατιωτικές τους ικανότητες και τους παραχώρησαν γη σε ακατοίκητα μέρη. Οι οικισμοί τους δεν άργησαν να αποκτήσουν μορφή μόνιμων χωριών. Από ένα τουρκικό κατάστιχο των τιμαρίων της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, που ανάγεται στα έτη 1461/1463, αμέσως δηλαδή μετά την οθωμανική κατάκτηση, αντλούνται πληροφορίες για την εθνολογική συγκρότηση και την οικιστική μορφή σ' αυτό το τμήμα της χώρας. Το ενδιαφέρον στο παραπάνω είναι ότι διακρίνει τα χωριά που σημειώνει σε Ελληνικά και Αρβανίτικα. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος που το επεξεργάστηκε διαπιστώνει: «Ο ελληνικός πληθυσμός (48,69%) ήταν συγκεντρωμένος σ' οχυρωμένες κωμοπόλεις ή αρκετά μεγάλα χωριά», αντιθέτως οι Αρβανίτες (51,31%) κατοικούσαν σε μεγάλο αριθμό μικρών διάσπαρτων χωριών 193. Το γεγονός συμφωνεί με όσα γράφει για τις οικιστικές προτιμήσεις των Αρβανιτών και ο ανώνυμος πανηγυριστής των Παλαιολόγων: <Καί τανϋν> φκισται σποράδην <έκείνη> καί κατά/ μικρόν υπ' 'Αλβανών, γένους Ιλλυρικού ξύμπασα καί κωμηδόν/ νομαδικόν γαρ το γένος καί λυπρόβιον, ου πόλεσιν, ου φρουρίοις,/ ου κώμαις, ουκ άργοϊς, ουκ άμπελώσιν, αλλ' δρεσι χαΐρον καί/ πεδιάσιν. Αϊ δέ πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το έλληνικόν γένος. Το ίδιο κατάστιχο καταγράφει και δυο αρβανίτικα χωριά του ναχιέ (nahiye) της Αρκαδίας. Ένας δεύτερος τόμος που αποτελεί συνέχεια του πιο πάνω, καταγράφει άλλα 12 χωριά και 2 αγροτικές περιοχές (mezraa) του ίδιου ναχιέ195. Από τις 341 συνολικά εστίες στα 14 χωριά (kariye) της Αρκαδίας οι 66 (19,3%) ήταν αρβανίτικες. Πολύ αργότερα στα χρόνια της Βενετοκρατίας (1685-1715), ο προνοητής Θαδδαίος/ Tadio Gradenigo στην έκθεση του (1692), γράφει ότι ο πληθυσμός του Βασιλείου του Μορέως (116.000) «συνίστανται σε Έλληνες καί σε γηγενείς 'Αρβανίτες (Albanesi nativi)» 196 και ο προκάτοχος του στην ίδια θέση Ιάκωβος Κορνέρ/ Corner (1691), ότι «οί χωρικοί πού λέγονται Αρβανιτες δεν γνωρίζουν άλλο επάγγελμα από την καλλιέργεια της γης καί μισούν τις λέξεις στρατιώτης καί πόλεμος». Ο σύνδικος καταστιχωτής Μαρίνο Μικιέλ/ Michiel, γράφει (1691), ότι η πεδιάδα των Λάκκων (Lacus) «εΐναι κατάσπαρτη από χωριά, πού κατοικούνται από Αρβανίτες». Αρβανίτες της Μεσσηνίας περιγράφει το 1797 και ο Αντουάν Λωράν Καστελλάν/ Castellan. Η ανάμιξη και συμβίωση ωστόσο, των Αρβανιτών με τους Έλληνες κάτω απ' τους Οθωμανούς, κυρίως η ομοδοξία τους στην Ορθοδοξία, άμβλυνε τις διαφορές των δύο κοινοτήτων και σταδιακά τους αφομοίωσε. Αναφερθήκαμε ήδη στην αλβανόφωνη νησίδα της Τριφυλίας. Η τοπωνυμική εξέταση επίσης επιβεβαιώνει την αρβανίτικη παρουσία και σε ορισμένα χωριά των Κοντοβουνίων, όπως η Μάλη (βουνό), το Λούμι (ποτάμι) ή άλλα, με ονόματα προερχόμενα από γνωστά αρβανίτικα επώνυμα, όπως των Μουζάκη (Muzaqi) και Βαριμπόπη (Varibopi).
Με την ονομασία Καλύβια-Κότσικα, εκατοικείτο ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Οικογένειες απο το πρώτο αυτό χωριό, Καστρίτες που μετακινήθηκαν από τον οικισμό του Κάστρου της Ωριάς γύρω στο 1700 και οικογένειες που μετακινήθηκαν από το ιστορικό Ρουπάκι μεταξύ 1750 και 1800 έφτιαξαν το σημερινό μας χωριό. Η περιοχή όμως κατοικείται από τους αρχαϊκούς χρόνους γι’ αυτό αξίζει να σημειώσουμε ολόκληρη την εικόνα της ιστορίας μας. Όπως αναφέρει ο συγχωριανός μας Παναγιώτης Μανιάτης στο βιβλίο του «Πολιτισμός της Υπαίθρου»: “Η ευρύτερη περιοχή του σημερινού οικισμού του Τουρκολέκα, η νότια περιοχή του σημερινού Δήμου Μεγαλόπολης εκατοικείτο από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους. Η ιστορική της ιδιαιτερότητα, οφείλεται αφ’ ενός στο ότι τα φυσικά της προνόμια (εκτενές οροπέδιο), την έκαναν κατάλληλη για αγροτική καλλιέργεια, δασική εκμετάλλευση, αυτοδύναμη οικονομία και μόνιμη κατοίκηση. Αφ’ ετέρου στο στρατηγικής σημασίας πέρασμα/δρόμο μήκους 5 χιλιομέτρων που από τους Νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας οδηγεί στην Μεσσηνία, που δεν είναι άλλο από το σημερινό «Στενό» και το φυσικό οχύρωμα που συναντάμε σε αυτόν τον δρόμο, που στην Αρχαιότητα ονομαζόταν Άμφεια και σήμερα Κάστρο της Ωριάς.
Το Ρουπάκι βρισκόταν 1 χιλιόμετρο βoρειανατολικά του Τουρκολέκα και μέχρι το 1670 είχε την ονομασία Κότσικας. Υπήρχε από τα βυζαντινά χρόνια πριν το 1200μχ. και το όνομά του προερχόταν απο μια ισχυρή οικογένεια του χωριού. Κατά παράδοση απο τον Κότσικα διακινούνταν όλα τα αγαθά (δημητριακά, σταφύλια και μούστος απο τους αμπελώνες της περιοχής και κυρίως τα Μεστιάνικα) προς το Κάστρο της Ωριάς. Τα Μεστιάνικα ήταν επίσης οικισμός από τα Βυζαντινά χρόνια. Στην απογραφή του 1461-63 που πραγματοποιήθηκε το χωριό Κότσικας, μετέπειτα Ρουπάκι-, αναφέρεται ότι είχε αμιγή Ρωμαϊκό ( Ελληνικό) πληθυσμό και αριθμούσε 21 σπίτια. Στον χώρο που σήμερα είναι το χωριό μας, υπήρχε επίσης οικισμός με το ίδιο όνομα Καλύβια (μαντριά) Κότσικα,-που ήταν η πρώτη ονομασία του σημερινού Τουρκολέκα, και καταγράφηκε στην ίδια απογραφή να έχει 5 σπίτια. Την εποχή του Σελίμ του Α' (1512-1520) τα Καλύβια Κότσικα είχαν 13 οικογένειες. Στην απογραφή του 1566-1574 το χωριό Κότσικα έχει 17 οικογένειες, ενώ τα Καλύβια Κότσικα, ονομάζονται Μπότσικα με 7 οικογένειες. Η ονομασία των χωριών αυτών ως Κότσικα και Μπότσικα κρατάει χρόνια, ώς το 1670. Το χρονικό διάστημα απο την πτώση του Κάστρου της Ωριάς (1461) έως το 1821 έγιναν περίπου 85 μικροεπαναστάσεις. Τα χωριά Κότσικας και Καλύβια Μπότσικας αντιδρούσαν δυναμικά κατά του κατακτητή και πάντα συμμετείχαν σε οποιαδήποτε εξέγερση, μερική ή γενική. Για τους λόγους αυτούς απο τα χωριά αυτά ξεπήδησαν άντρες γενναίοι, λεβέντες δυνατοί και ξακουστοί όπως οι Κολοκοτρωναίοι απο το Κότσικα-μετέπειτα Ρουπάκι, και ο Νικηταράς και άλλοι καπεταναίοι απο το Τουρκολέκα. Το Κότσικα είναι η γενέτειρα του γεννάρχη της οικογένειας των Κολοκοτρωναίων, που αρχικά είχαν το επώνυμο Τσεργίνης. Το Κότσικα, μετέπειτα Ρουπάκι, εγκαταλείφθηκε απο τις περισσότερες οικογένειες που το κατοικούσαν το 1532. Λεπτομέρειες για την ιστορία και την «καταστροφή» του Ρουπακίου καταγράφει ο συμπατριώτης μας Αντώνης Παναγιωτόπουλος, Θεολόγος, Φιλόλογος, Ιστορικός Ερευνητής και συγγραφέας. Μία ιστορική θέση είναι πως το 1532 το κατάστρεψαν οι Τούρκοι μετά την αναχώρηση του Γενουάτη Ναύαρχου Ανδρέα Ντόρια από την Πελοπόννησο, μετα την ανεπιτυχή προσπάθεια ξεκινήματος επανάστασης κατά των Τούρκων. Η δική μας θέση είναι, πως οι κάτοικοι με τον ερχομό του Ντόρια διχάστηκαν, άλλοι επαναστάτησαν και άλλοι μετριοπαθείς ‘έκατσαν στ’ αυγά τους’. Ο Τριαντάφυλλος (ή Τριανταφυλλάκος) Τσεργίνης, -πρωτοπαλήκαρο που έπαιζε ηγετικό ρόλο στο χωριό-, ακολούθησε την επαναστατική πορεία του Ανδρέα Ντόρια με φιλελεύθερα ανυπότακτα παληκάρια του Κότσικα και του Μπότσικα. Φεύγοντας ο Ντόρια από τον Μωριά οι επαναστάτες δεν τον ακολούθησαν, αντίθετα επέστρεψαν στα χωριά τους. Ο Τσεργίνης γύρισε στο Κότσικα, πικραμένος από μερικούς συγχωριανούς του ως επαναστάτης και αυτό ξεκίνησε τις αντιπαραθέσεις με εκείνους που δεν τον ακολούθησαν και που τελικά οδήγησε στο αιματοκύλισμα και τον θάνατο πολλών παληκαριών την Δευτέρα της Λαμπρής. Η παράδοση λέει πως εκεί στη θέση Γιορτορόγγι, στην Εκκλησιά μια Δευτέρα της Λαμπρής έγινε μεγάλη παρεξήγηση. Σαράντα καβαλαραίοι τράβηξαν τα σπαθιά τους. Συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν, μέσα και έξω από την εκκλησιά. Όσοι έμειναν στον Κότσικα δεν είχαν μάτια να κοιταχτούν. Πολλοί έφυγαν απ’ το χωριό. Η εκκλησιά κλείστηκε. Έτσι χάλασε το χωριό". Ο Τσεργίνης μετά από την σφαγή έφυγε και πήγε στο Λιμποβίσι, όπου έμεινε και παντρεύτηκε, όπως λέει και το σχετικό δημοτικό τραγούδι «.. απ’ το Ρουπάκι ένας αϊτός πετά στο Λιμποβίσι και την φωλιά του έχτισε κοντά σε κρύα βρύση …». Είναι αλήθεια πως οι Τσεργίνηδες, μετέπειτα Μποτσικαίοι και μετά Κολοκοτρωναίοι δεν έκοψαν τον ομφάλιο λώρο με το χωριό τους Κότσικα και μετέπειτα Ρουπάκι. Οι Κολοκοτρωναίοι διατήρησαν την συγγενική -φιλική σχέση και την συνεργασία με τις οικογένειες Βενέτη, Φτέρη, Λιάκου, Ντούρου, Τρίγκα, κλπ του Ρουπακιού και του Τουρκολέκα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την τοπική παράδοση του Τουρκολέκα, που θεωρεί τους Κολοκοτρωναίους ανθρώπους του Ρουπακιού, δικούς του ανθρώπους. Μετά την καταστροφή του 1532 οι κάτοικοι του χωριού σκόρπισαν. Μερικές οικογένειες λέγεται ότι κατέφυγαν σε απόμερη δασώδη περιοχή κοντά στα Συρρακέϊκα και έμειναν εκεί ανώνυμα. Άλλοι πήγαν σε πιο μακρινά μέρη. Έτσι έμειναν στο Κότσικα λίγες οικογένειες. Οι απόγονοι των εναπομεινάντων,- αν και συμφιλιώθηκαν-, δεν έπαψαν να κρυφοκουβαλούν παράπονα και πόνου και έχθρας που εκδηλώνονταν μεταξύ τους κατά καιρούς, με περιφόνηση και αντιπαράθεση. Το 1780 οι τελευταίοι κάτοικοι του χωριού μετακινήθηκαν προς το Τουρκολέκα και το Ρουπάκι έσβησε. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς το χωριό Κότσικα μετονομάστηκε σε Ρουπάκι. ¨οσο για την προέλευση του ονόματος υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εικασίες. i)Οτι προέρχεται από τις πολλές αυτοφυείς βελανιδιές που έβγαιναν εκεί, δέντρο που όταν είναι μικρό-θάμνος ονομάζεται ρουπάκι, ii) ότι βγαίνει από την μονάδα μέτρησης ρούπι, γιατί εκεί μετρούσαν και ζύγιζαν αγαθά (δημητριακά, μούστο, χαλκό κλπ) iii) ότι προέρχεται απο το ρήμα ρουπώνω που σημαίνει μεταξύ άλλων χορταίνω γιατί εκεί υπήρχε άφθονο νερό και έτσι χόρταιναν άνθρωποι και ζώα. Μια τελευταία εκδοχή είναι γιατί οι κάτοικοί του ρούπωσαν (δηλαδή πλήρωσαν) τον Τούρκο φορατζή Λέκα που αρνήθηκαν να πληρώσουν οι κάτοικοι του Μπότσικα. Το χωριό Καλύβια Κότσικα και μετέπειτα Μπότσικα ονομάστηκε Τουρκολέκα, γύρω στα 1670. Το 1659 χωριά της ευρύτερης περιοχής όπου ανήκαν το Μπότσικα και το Κότσικα επαναστάτησαν κατά των Τούρκων λόγω της βαρειάς φορολογίας, που περιλάμβανε και παιδομάζωμα. Η τελευταία πράξη του παιδομαζώματος παίχτηκε στο Μπότσικα όπου οι κάτοικοί του εξεγέρθηκαν και σκότωσαν τον Τούρκο φορατζή Λέκα μαζί με την συνοδεία του, όταν αποπειράθηκε να κάνει παιδομάζωμα. Η σφαγή του Τούρκου Λέκα τοποθετείται το 1662, ενώ το 1670 το χωριό βρίσκεται για πρώτη φορά καταγεγραμμένο με το σημερινό του όνομα, Τουρκολέκα. Από αυτό το περιστατικό προκύπτει και η τελευταία εκδοχή για το όνομα Ρουπάκι. Σύμφωνα με αυτήν οι κάτοικοί του ρούπωσαν, δηλαδή πλήρωσαν τους φόρους στον Τούρκο φορατζή Λέκα, κάτι που δεν έγινε στου Μπότσικα. Μετά από αυτό γινόταν για χρόνια λόγος για την ρουπακιά (δηλαδή το ρούπωμα) του Τούρκου και έτσι έμεινε ρουπακιά Ρουπάκια. Ο αείμνηστος καθηγητής Απόστολος Φωτόπουλος στο βιβλίο του Νικηταράς, γράφει ότι το Τουρκολέκα χτίστηκε γύρω στα 1700 από λίγους κατοίκους που ανήκαν στην ίδια οικογένεια φερμένοι από το Κάστρο της Ωριάς, το οποίο καταστράφηκε το 1717 με την πλήρη αποχώρηση των Ενετών από τα κάστρα φρούρια της Μεσσηνίας. Ήταν 8 οικογένειες, κατά την παράδοση 8 αδέλφια, οι Καστρίτες. Προφανώς, μια και το χωριό υπήρχε πριν απο αυτή την ημερομηνία-, οι Καστρίτες δεν ξεκίνησαν το χωριό, αλλά προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες οικογένειες Ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος αναφέρει ότι το 1700 το Τουρκολέκα είχε 10 οικογένειες με 40 άτομα, το Ρουπάκι είχε 9 οικογένειες με σύνολο κατοίκους 42 και τα Μεστιάνικα 7 οικογένειες με 29 κατοίκους. Σταδιακά, οι Ρουπακιώτες που είχαν μείνει στο Ρουπάκι, εγκαταστάθηκαν στο Τουρκολέκα αυτό φαίνεται να αποδίδει η ονομασία του Ρουπακιού σαν Παλιοτουρκολέκα. Μάλιστα, σύμφωνα με την εγχώρια παράδοση, στο Τουρκολέκα μετακινήθηκαν και οι Ρουπακιώτες που μετά την σφαγή του Ρουπακίου, είχαν καταφύγει στην περιοχή κοντά στα μετέπειτα Συρρακέϊκα. Ήταν καμιά 20αριά οικογένειες που έμειναν ανώνυμα στην περιοχή που ήταν τότε πολύ δασώδης και απρόσιτη και μεταξύ 1750-1800 σταδιακά μετακινήθηκαν προς το Τουρκολέκα. Το Τουρκολέκα είναι στενά συνδεδεμένο με πολλές σημαντικές προσωπικότητες και στιγμές της Ελληνικής Επανάστασης του 21, με αναμφισβήτητο ρόλο στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι κάτοικοι του ζούσαν διαρκώς με το τουφέκι στο χέρι, καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές , αναγκαζόμενοι να καταφεύγουν στα βουνά. Είναι από εκείνη την περίοδο που έχει μείνει η έκφραση «Δώδεκα Τουρκολεκαίοι δεκατρείς Καπεταναίοι». Και τούτο γιατί ο 13ος ήταν ο Καπετάνιος και αρχηγός και των 12. Το όνομα του χωριού μας έφερνε σαν δεύτερο επίθετο ο ήρωας Νικηταράς που ονομαζόταν Τουρκολέκας ή Τουρκοπελέκας. Εκτός από πατρίδα Νικηταρά και άλλων αγωνιστών καπεταναίων, το Τουρκολέκα ήταν βασικό λημέρι των κλεφτών, όχι μόνο του γειτονικού Λεονταρίου αλλά και ολόκληρης της Αρκαδίας. Τα βουνά του ήταν καταφύγιο των κλεφτών σε διωγμούς. Εδώ μάλιστα κατέφυγε ο Κωσταντής Κολοκοτρώνης με την έγγυο γυναίκα του Ζαμπιά για να γλυτώσουν από τους Τούρκους μετά τα Ορλωφικά (1770) η οποία και γέννησε τον Θοδωρή Κολοκοτρώνη στο Ραμοβούνι ή Λαφοβούνι, κοντά σε ένα δέντρο και σπηλιά, γνωστά σαν δέντρο και σπηλιά του Κολοκοτρώνη.
Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων καταγόταν από το χωριό Ρουπάκι της Μεγαλόπολης, το οποίο ερημώθηκε "προ 300 ετών περίπου ", όπως έγραφε τότε η εφημερίδα, δηλαδή περί τα μέσα του 16ου αιώνα. Ένας εκ των διασωθέντων κατοίκων του χωριού ήταν ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης, όπως ξέρουμε σήμερα, αλλά του οποίου το όνομα η εφημερίδα τότε το αγνοούσε, και ο οποίος κατέφυγε στο χωριό Λιμποβίσι της Γορτυνίας. Όπως σημείωνε ο ΑΙΩΝ, η ονομασία του χωριού ήταν "σλαβωνικής μεν καταγωγής, σημαίνουσαν δε Όρος Δόξης. Τις δεν βλέπει προωρισμένην οιονεί την εν αυτώ γέννησιν ενός των ενδόξων ανδρών της πατρίδος; ". Εγγονός του Τριανταφυλλάκου, ήταν ο Δήμος Τσεργίνης, προπάππους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, από τον οποίο αρχίζει η γνωστή ιστορία της οικογένειας. Ο Δήμος είχε πρωτοστατήσει σε πολλές εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: " Προς της αλώσεως της Πελοποννήσου υπό των Τούρκων επί των 1714 μετέβη ο Δήμος πλησίον των Αρματωλών του Ολύμπου και της άλλης Στερεάς, και μετά 12 έτη επανήλθεν, ότε έκλινε γόνυ η Πελοπόννησος ενώπιον της Τουρκικής δυναστείας. Ο Δήμος προσέβαλε τότε μετά 300 Γορτυνίων τους Τούρκους κατά τον Παλαιόπυργον της Βυτίνης, και μετά της Τουρκικής εξουσίας δεν συμβιβάζεται πλέον η οικογένεια αύτη". Ο γιος του Δήμου, Ιωάννης, ο " πρώτος επονομασθείς Κωλοκοτρώνης", διαμελίστηκε από τους Τούρκους, όταν τον συνέλαβαν στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας, ενώ και ο γιος του Κωνσταντίνος, ο πατέρας του οπλαρχηγού της Επανάστασης, "κατέστη διάσημος κατά την εποχήν εκείνην, απαλλάξας επαρχίας πολλάς από την μάστιγα εκείνων των αγρίων τυραννίσκων, οίτινες ως άλλοι Πιτυοκάμπται, κατείχον τας διαφόρους στενωπούς και οδούς της Χερσονήσου ". Μάλιστα, συμμάχησε με τον πολυάριθμο στρατό του Πασά Γαζή Χασάν "σπείραντα επί κεφαλής 4000 οπλοφόρων τον θάνατον και την φρίκην εις τους Αλβανούς κατά τα Τρικόρυφα πρώτον και μέχρι του Ισθμού ακολούθως. Του μεγάλου εμπνευσθέντος έκτοτε τρόμου απόδειξις πρόκεινται οι ίδιοι Αλβανοί, ομνύοντες "εις το σπαθί του Κωλοκοτρώνη" ". Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1769 " υπό εν δένδρον του όρους λεγόμενου το Βουνί του Ράμα, και άνωθεν του χωρίου Μπούγα της Μεσσηνίας κειμένου ". Στην περιοχή της Μάνης έμεινε μέχρι την ηλικία των 9 ετών, όταν ο πατέρας τους σκοτώθηκε στην Καστάνιτσα. Στη συνέχεια, η οικογένεια του μετακόμισε στην Αλωνίσταινα. Εκείνη την περίοδο συνέβη το περίφημο περιστατικό με τον Τούρκο που τον χαστούκισε, ενώ μετέφερε ξύλα κατευθυνόμενος στην Τρίπολη "Αγανακτήσας ηγόρασεν αντί άλατος και αλεύρου μάχαιραν, την οποίαν και ακονών επί πέτρας εραπίσθη εκ δευτέρου παρ' άλλου Τούρκου. Δρομαίος τότε εξήλθε της πόλεως εκδίκησιν πνεών. Τις δε προέβλεπεν, ότι μετά 50 έτη έμελλε να λάβη την λαμπροτέραν ικανοποίησιν εις την ιδίας ταύτην πο΄λιν, τις λησμονεί την φρικαλέαν σκηνήν των 22 7βρίου 1821, την άλωσιν λέγομεν της Τριπόλεως; ", συμπλήρωνε η εφημερίδα. Σε ηλικία 16 ετών, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χρίστηκε Καπετάνιος από τους συντρόφους του πατέρα του. Οι Τούρκοι, όμως, δεν μπορούσαν να υποφέρουν το όνομα Κολοκοτρώνης "ως αντικείμενον του πλέον αδιαλλάκτου μίσους αυτών " κι έτσι κατεδάφισαν το σπίτι του, δήμευσαν την περιουσία του και τον κυνηγούσαν στα βουνά επί δυο χρόνια, μέχρι που αναγκάσθηκαν να τον αναγνωρίσουν ως "Αρχηγόν της Μεγαλουπόλεως, του τμήματος του Κάμπου και των βουνών της Γόρτυνος". Συνέχισαν ωστόσο να τον κατατρέχουν ψάχνοντας ευκαιρία να τον σκοτώσουν. "Τοσαύτη ήτο η βαρύτης του ονόματος τούτου εις το πνεύμα των Τούρκων, ώστε την κεφαλήν αυτού μόνον ισοτίμων με τας κεφαλάς όλων των άλλων ", σημείωνε ο συντάκτης της εφημερίδας ΑΙΩΝ. Μάλιστα, κάποτε οι Προεστώτες της περιοχής ξεγέλασαν τους Τούρκους παρουσιάζοντας τους το κεφάλι ενός γύφτου, που είχαν δολοφονήσει επίτηδες, ωσάν να ήταν το κεφάλι του Κολοκοτρώνη. Το 1805, όταν άρχισαν να λαμβάνονται αυστηρότερα μέτρα κατά των Κλεφτών, και αφού προηγουμένως οι Τούρκοι σκότωσαν τα αδέλφια, τους συγγενείς και τους συντρόφους του, ο Κολοκοτρώνης βρήκε τελικά καταφύγιο στην οικία των Δουράκιδων στη Μάνη, όπου την τελευταία στιγμή γλίτωσε "ως εκ προαισθήματος " απόπειρα δηλητηρίασης του. Φίλοι του τον μετέφεραν στη μητέρα του μετέπειτα Συνταγματάρχη Τσανετάκη, η οποία τον βοήθησε να διαφύγει στα Κύθηρα και από κει κατέληξε στην Ζάκυνθο, που τότε τη διοικούσαν οι Ρώσοι. Εκπροσωπώντας τους Έλληνες πρόσφυγες της Επτανήσου, ο Κολοκοτρώνης απέστειλε αναφορά στον τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο ζητώντας την προστασία του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ο τσάρος περιορίστηκε να ζητήσει την προστασία των Ελλήνων προσφύγων, ενώ ο Κολοκοτρώνης, που ενδιαφερόταν για πολεμική βοήθεια και όχι οικονομική, ήταν ο μόνος που την αρνήθηκε. Αργότερα, εγκατέλειψε πρόσκαιρα γυναίκα και παιδιά στη Ζάκυνθο κι έτρεξε στο Λάλο της Πελοποννήσου, προκειμένου να βοηθήσει τον πατρικό του φίλο Αλή Φαρμάκη, οθωμανικής καταγωγής, ο οποίος πολεμούσε με τον Βελή Πασά. Αργότερα, ο Αλή Φαρμάκης ανταπέδωσε τη βοήθεια κι επισκέφτηκε τον Κολοκοτρώνη στη Ζάκυνθο, όπου οι δυο φίλοι συμφώνησαν να ζητήσουν τη γαλλική βοήθεια για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου, "διά σημαίας εχούσης αφ' ενός μέρους τον Σταυρόν και αφ' ετέρου την Ημισέληνον". Άλλωστε, από το 1807 τα Επτάνησα τελούσαν υπό γαλλική επιτροπεία. Ενώ οι δυο τους ξεκίνησαν για τη Γαλλία και τον Ναπολέωντα, ο Στρατηγός Δονζελώτος τους σταμάτησε στην Κέρκυρα, ανέλαβε εκείνος να μεσολαβήσει και έδωσε χρήματα στον Κολοκοτρώνη, με τα οποία εκείνος στρατολόγησε 3.000 στρατιώτες από την Αλβανία Ωστόσο, φτάνοντας μαζί τους στη Λευκάδα πληροφορήθηκε ότι η Ζάκυνθος τελούσε πλέον υπό βρετανική διοίκηση κι επομένως δεν μπορούσε να ελπίζει στη γαλλική βοήθεια. Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά του φρουρίου της Λευκάδας υποστηρίζοντας πλέον τον αγγλικό στρατό, με την προσδοκία ότι θα χτίσει γέφυρες συνεργασίες με τους Άγγλους. Ξεχώρισε στις μάχες και τιμήθηκε από το βασιλιά της Αγγλίας με το αξίωμα του Ταγματάρχη " δυσκόλως... διδόμενον εις πάντα μη όντα Άγγλον". Τα επόμενα χρόνια, από το 1810 μέχρι το 1818, ζούσε ήσυχη ζωή στην Ζάκυνθο, μέχρι που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία. Στις 6 Ιανουαρίου 1821, και ενώ είχε πληροφορίες ότι η κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας τον υποψιαζόταν, ο Κολοκοτρώνης έφτασε στη Σκαρδαμούλα της Μάνης, όπου βρισκόταν ο παλιός του φίλος Διονύσιος Μούρτσινος ή Τρουπάκης. Για δύο μήνες περίπου επιχειρούσε να αμβλύνει τις εσωτερικές διενέξεις των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής, ενώ παράλληλα " ωργάνιζεν εις την Ανδρούσαν, Αρκαδίαν, Καρύταιναν και τα φρούρια της Μεσσηνίας προς τον σκοπόν της προσεχούς κινήσεως των όπλων". Όταν οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι ο Κολοκοτρώνης επέστρεψε στα μέρη του, ζήτησαν το κεφάλι του ή την αποπομπή του από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που ήταν ηγεμόνας της Μάνης. "Ήγγικεν όμως η ώρα. Το σύνθημα του πολέμου δίδεται και ο Κωλοκοτρώνης ρίπτεται μετά των όπλων της Μάνης εις Καλαμάς τη 23 Μαρτίου ". Η Επανάσταση ήταν πλέον γεγονός και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα της ελευθερίας.
Πηγή: http://tourkoleka.gr/to-horio/i-istoria/i-storia-tou-choriou/
http://ola-ta-kala.blogspot.nl/2013/02/1821-4-1843.html?m=1
http://www.dimos-pylou-nestoros.gr/dimos/medieval-messinia/albanian-small-vilages-messinia.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου