Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017

Οι δέκα (10) μεγαλύτεροι κατακτητές και ηγέτες της Παγκόσμιας ιστορίας

Τι ορίζει έναν μεγάλο κατακτητή; Ένα από τα βασικότερα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύνταξη της παρακάτω λίστας είναι το συνολικό μέγεθος των εκτάσεων που κατέκτησε, χωρίς ωστόσο να είναι το μοναδικό. Το ιστορικό πλαίσιο, οι τακτικές αρετές και η διάρκεια κυριαρχίας έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο. Για παράδειγμα, θα παρατηρήσετε ότι ο Χίτλερ λείπει από τη λίστα παρόλο που κατέκτησε εκτενέστατες περιοχές. Η απουσία του δεν οφείλεται στην ανηθικότητά του αλλά στο γεγονός ότι ο επεκτατισμός του κόπηκε πολύ σύντομα, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς τον παραλογισμό των επιλογών του και τις τεράστιες αυταπάτες του. Για κάποιους ήταν ήρωες, για άλλους τύραννοι. Ο καθένας κρίθηκε από την ιστορία και τα επιτεύγματα ή εγκλήματά του. Κυβέρνησαν τους λαούς τους σε διάφορες περιόδους της ιστορίας και πέτυχαν τους σκοπούς τους πατώντας κάποιοι από αυτούς τις περισσότερες φορές επί πτωμάτων. Για να πετύχουν τους στόχους τους δεν δίστασαν μπροστά σε τίποτα. Εξόντωσαν πολλές φορές με απίστευτα απάνθρωπες μεθόδους τους αντιπάλους τους ή όσους στάθηκαν εμπόδιο στα σχέδιά τους. Σε πολλές περιπτώσεις κάποιοι από αυτούς αφάνισαν εκατομμύρια ανθρώπους από προσώπου γης. «Αυτός που για έναν άνδρα είναι ήρωας για κάποιον άλλο είναι τύραννος», αναφέρει ένας πολύ γνωστός αφορισμός... Το να παραγγείλει, κανείς να χτιστεί ένας πύργος φτιαγμένος από ζωντανούς ανθρώπους ανάμεσα σε τούβλα είναι μάλλον κτηνώδες. ΄Ισως γι' αυτό ο Αττίλας ο Ούνος να ονομάστηκε λόγω των αποτρόπαιων πράξεών του «Μάστιγα του Θεού». Ποιοί άλλοι ηγέτες έμειναν στην ιστορία δια μέσου των αιώνων για τις απίστευτα αποτρόπαιες και απάνθρωπες πράξεις τους; Παρακάτω θα αναφέρουμε πέντε (5) Έλληνες και πέντε (5) ξένους μεγάλους κατακτητές της Παγκόσμιας Ιστορίας. Σύνολο δέκα, οι 10 μεγαλύτεροι κατακτητές όλων των εποχών.
1) Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (356 π.Χ - 323 π.Χ.) ή Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλιάς της Μακεδονίας, Ηγεμών της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, Φαραώ της Αιγύπτου, Βασιλιάς της Ασίας και της Ινδίας, του οποίου οι κατακτήσεις αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του. Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β', και του παππού του Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το Μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του Ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασσικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής. Η συνολική επικράτεια της αυτοκρατορίας του, στη μεταλύτερή της έκταση κατά το 323 π.Χ., υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και περιλάμβανε κομμάτια από 27 σημερινές χώρες (Ελλάδα, Αλβανία, ΠΓΔΜ, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Λιβυη, Αφγανιστάν, Ιράκ, Ιράν, Αρμενία, Αζερμπαιτζαν, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Ινδία, Ιορδανία, Κουβέιτ, Μπαχρειν, Κιργιστάν, Λίβανος, Πακιστάν, Συρία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν). Πέθανε στην Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία ακριβώς 32 ετών και 11 μηνών. Το σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του Αριστοτέλη. Η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε το βασιλικό οίκο των Μολοσσών μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα. Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του. Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών για τις στρατιωτικές επιτυχίες του, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Μαζί με τους Ασόκα, Ταμερλάνο, Σκιπίωνα Αφρικανό, Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και Αλεξάντερ Σουβόροφ, ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους ελάχιστους στρατηγούς στην ιστορία που δεν έχασαν ποτέ μια μάχη. Επίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και την μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι. Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το Ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία. Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες ιδίως στον τομέα της ψυχολογικής στρατηγικής. Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας και ο Ναπολέων τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Σάχης Αλαντίν Μουχάμαντ Β', ιδρυτής της μεγάλης περσικής Αυτοκρατορίας των Χωρεσμίων (13ος αιώνας), που επί εποχής του κάλυπτε έκταση από την Κασπία Θάλασσα και το Καζακστάν ως τον Ινδικό Ωκεανό, είχε κόψει νομίσματα με τη μορφή του ως νέου Αλεξάνδρου και την επιγραφή Iskandar i Thani (Δεύτερος Αλέξανδρος). Η συνολική επιρροή του, συχνά τον φέρνει μεταξύ των προσωπικοτήτων με τη μεγαλύτερη επιρροή διεθνώς. Στην αραβοπερσική παράδοση ο Αλέξανδρος ονομάζεται Σικαντέρ στα περσικά και Ισκαντάρ στα αραβικά και έχει την προσωνυμία « Δίκερως » (Dhul-Qarnayn), λόγω της εμφάνισής του σε νομίσματα με κέρατα κριού, κατά το αιγυπτιακό πρότυπο αφού θεωρούνταν γιος του Άμμωνα. Υπάρχουν αρκετές φυλές στα μέρη από όπου πέρασε ο Αλέξανδρος που ισχυρίζονται πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος αναφέρεται, σύμφωνα με ερευνητές, με το όνομα Δίκερως και στο Κοράνι στη σούρα al-Kahf (Η Σπηλιά) ως μεγάλος βασιλιάς που κατασκεύασε πύλες για να προστατέψει τους αθώους ανθρώπους από τους βάρβαρους Γωγ και Μαγώγ και επίσης αναφέρεται ότι ταξίδεψε ως το μέρος όπου δύει ο Ήλιος. Στοιχεία από την ιστορία σχετικά με το σφράγισμα των πυλών που αφηγείται το Κοράνι υπάρχουν και στα προγενέστερα έργα του Ψευδοκαλλισθένη, του Ιώσηπου, και του Ιερώνυμου. Επίσης στους στίχους 18:95 και 18:98 παρουσιάζεται ως μονοθεϊστής και θεωρείται προφήτης του Ισλάμ.
2) Ο Μίνωας ήταν βασιλιάς της Κρήτης, γιός του θεού Δια. Το βασίλειο του Μίνωα περιελάμβανε ολόκληρη την Κρήτη, που είχε εκατό πόλεις, και τις Κυκλάδες, που λέγονταν Μινωίδες. Πρωτεύουσα του μινωικού βασιλείου ήταν η Κνωσός, που βρίσκεται 6 χλμ έξω από το Ηράκλειο Κρήτης. Εκεί ήταν τα περίφημα ανάκτορα του Μίνωα, που μέρος τους σώζεται ακόμα σήμερα. Τα ανάκτορα αυτά αποτελούσαν μια ολόκληρη σχεδόν πόλη, με ξενώνες, εξωτερικά λουτρά, ιερά, εργαστήρια βιοτεχνών για τη διακόσμηση και την περιποίηση των ανακτόρων, αποθήκες τροφίμων, αίθουσες των βασιλέων, αίθουσα του θρόνου, υπασπιστήρια, αίθουσες για δεξιώσεις και τελετές με αναρίθμητες σκάλες και βεράντες. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο Μίνωας ήταν πολύ σοφός και με αξιόλογο νομοθετικό έργο. Επιπλέον ο Όμηρος του πλέκει το εγκώμιο, κάτι που σύμφωνα πάντα με τον Πλάτωνα δεν συνήθιζε. Αναφέρει ότι ο Μίνωας έπαιρνε τους νόμους από τον ίδιο τον Δία κάθε εννιά χρόνια σε σπηλιά της Δίκτης, στο περίφημο Δικταίον Άντρον. Η διοίκηση του Μίνωα θεωρήθηκε ανθρωπιστική και δίκαιη και γι' αυτό το λόγο, σύμφωνα με το μύθο, ορίστηκε ως ένας από τους κριτές του Άδη μαζί με τον αδερφό του Ραδάμανθυ και τον Αιακό . Ο Μίνωας όμως λάμβανε τις τελικές αποφάσεις. Ολα μιλάνε για μια θαλασσοκρατορία. Οι ατείχιστες πόλεις της Κρήτης προϋποθέτουν αδιάκοπη επαγρύπνηση στη θάλασσα και η μινωική εξάπλωση στη Μεσόγειο και έξω από αυτήν δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς τη συστηματική οργάνωση στόλου, η οποία εξασφάλιζε τη μεταφορά των αγαθών και απομάκρυνε τους πειρατές. Τι εμπορεύονταν οι Μινωίτες; Εξήγαν κρασί, λάδι, ξυλεία από κυπαρίσσια και κέδρους, οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αμφορείς, φάρμακα, εισήγαν ελεφαντόδοντο, πολύτιμους λίθους, γυαλί, κασσίτερο... Το εμπόριο, κατά τον αρχαιολόγο Στ. Αλεξίου, ήταν ουσιαστικά βασιλικό και οι έμποροι κατά κάποιον τρόπο υπάλληλοι του βασιλιά. Η διαμετακόμιση προς και από την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή γινόταν από τα λιμάνια της Κρήτης Μάταλα, Κομμό και Ιεράπετρα. Η Ζάκρος συνδεόταν με το Ανατολικό Αιγαίο, ενώ τα Μάλια και η Αμνισός της Κνωσού με το υπόλοιπο Αιγαίο. Σημαντικότατη πάντως παράμετρος της ανάπτυξης του μινωικού πολιτισμού, εμπορίου και θαλασσοκρατορίας πρέπει να ήταν η ανάπτυξη της μεταλλουργίας. Σύμφωνα με τον Αιγύπτιο ιερέα και συγγραφέα Μανέθων ο Μίνωας βασίλεψε στην Αίγυπτο πριν τον κατακλυσμό. Ο Μίνωας μαζί με τους επτά επόμενους βασιλείς απογόνους του βασίλεψαν 253 έτη, η ηγεμονία τους ήταν μετά τη βασιλεία των θεών σε αυτή των ημίθεων. Ο Μήνης ή Ναρμέρ, ήταν, κατά την παράδοση, ο πρώτος βασιλιάς της Αρχαίας Αιγύπτου. Ένωσε τα βασίλεια της Άνω Αγύπτου και Κάτω Αιγύπτου, έγινε ο πρώτος βασιλιάς της Αιγύπτου και ιδρυτής της 1ης Δυναστείας (3.200 π.Χ.). Ο Μήνης καταγόταν από τη Θίνιδα, γι αυτό αναφέρεται και ως Θινίτης, ενώ η περίοδος των δύο πρώτων δυναστειών ονομάζεται και θινιτική. Ανασκαφές στη νεκρόπολη της Σακκάρας στη Μέμφιδα έχουν φέρει στο φως τάφους της εποχής της 1ης δυναστείας, ενώ τάφοι ή κενοτάφια των βασιλιάδων της έχουν βρεθεί στη νεκρόπολη της Αβύδου, κοντά στην περιοχή όπου εκτιμάται ότι βρισκόταν η αρχαία Θίνις. Ο Ηρόδοτος τον αναφέρει ως Μήνα και ιδρυτή της πρωτεύουσας Μέμφιδας που βρισκόταν στα παλιά σύνορα των δύο βασιλείων και έγινε η νέα πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Του πιστώνεται η ίδρυση πολλών ναών και κατασκευές φραγμάτων. Λέγεται ότι βασίλευσε επί 28 ή 30 ή, κατά τον Ευσέβιο, 60 έτη. Ο Ευσέβιος, σε κείμενο που διασώζει από το έργο του Μανέθωνα, αναφέρει ότι έκανε εκστρατεία έξω από τα σύνορα της χώρας και δοξάστηκε για τα κατορθώματά του. Κατά το ίδιο έργο, ο θάνατός του προήλθε από επίθεση ιπποπόταμου και τον διαδέχτηκε ο γιος του Άθωθις.
3) Ο Διόνυσος, γιος του θεού Δία, ανήκει στις ελάσσονες πλην όμως σημαντικές θεότητες του αρχαιοελληνικού πανθέου, καθώς η λατρεία του επηρέασε σημαντικά τα θρησκευτικά δρώμενα της ελλαδικής επικράτειας. Παρόλο που δεν είναι ολύμπιος θεός και ο Όμηρος δείχνει να τον αγνοεί, ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., αναπαρίσταται μαζί με τους Ολυμπίους, αν και εμφανίζεται σχετικά απόμακρος. Ενίοτε απεικονίζεται να κάθεται δεξιά του πατρός του στα ολύμπια δώματα. Ο Διόνυσος ως μυθολογική οντότητα «δεν είναι μήτε παιδί ούτε άντρας, αλλά αιώνιος έφηβος, καταλαμβάνοντας μια θέση ανάμεσα στα δύο» . Με αυτή τη μορφή, αντιπροσωπεύει «το πνεύμα της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης του παιχνιδιού» γεμάτο πονηριά, εξαπάτηση και στρατηγικές που υποδεικνύουν είτε τη θεϊκή σοφία ή το αρχέτυπο του Κατεργάρη, παρόν σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες του κόσμου. Ο θεός περιπλανάται στην Αίγυπτο και τη Συρία, τρελός από το μίσος της Ήρας. Θεραπεύεται από τη Ρέα στη Φρυγία. Η Ρέα, επίσης, είναι εκείνη που τον διδάσκει την τελετουργική λατρεία και ορίζει το ένδυμα του θεού και των Μαινάδων ακολούθων του. Η ακολουθία του θεού συμπληρώνεται με τους Σατύρους και τους Σειληνούς. Θεός εκπολιτιστής ο Διόνυσος συνέχισε την περιπλάνησή του, διδάσκοντας ανά τον κόσμο τις ιδιαίτερες τελετές του και την καλλιέργεια της αμπέλου. Αλλού έγινε δεκτός ως θεός, αλλού ως τυχοδιώκτης άνθρωπος, γεγονός που προκάλεσε σύμφωνα με τον μύθο και ανάλογες αντιδράσεις εκ μέρους του, ευνοώντας τους φίλους και τιμωρώντας τους εχθρούς, όπως φαίνεται στο παράδειγμα του Προίτου, βασιλέα της Τίρυνθας, των τριών θυγατέρων του βασιλέα Μινύα στον Ορχομενό ή τις κόρες του αττικού δήμου των Ελευθερών. Τα «Διονυσιακά» ή «Διονυσιακών βιβλία μη΄» (48) είναι ελληνικό επικό ποίημα του Νόννου του Πανοπολίτη. Αποτελείται από 21.419 στίχους σε 48 βιβλία. Περιγράφει την ζωή και τον θρίαμβο του θεού Διονύσου, και κυρίως την εκστρατεία του στην Εγγύς Ανατολή και στις Ινδίες. Οι σκηνές που περιγράφονται εκτυλίσσονται σε όλα τα τότε γνωστά μέρη της Γης. Ο Δίας διατάζει τον Διόνυσο να κάνει εκστρατεία κατά των Ινδών για να συμπεριληφθεί στον Όλυμπο. Η Ρέα στέλνει τον Κορύβαντα Πυρρίχιο να επιστρατεύσει πολεμιστές. Ακολουθεί αναλυτική αναφορά των λαών, με την πατρίδα τους και τον αρχηγό τους. Η Ρέα επιστρατεύει και θεούς για να πολεμήσουν στο πλευρό του Διονύσου. Η Ήρα όμως θα πάει με το μέρος των Ινδών. Ακολουθεί αναλυτική αναφορά των στρατευμάτων και των οπλισμών τους. Στην όχθη του ποταμού Αστακού γίνεται μάχη, κατά την οποία ο Διόνυσος μετατρέπει τα ύδατα του ποταμού σε κρασί, μεθώντας και εξουδετερώνοντας με αυτό τον τρόπο τους αντιπάλους του. Οι μεθυσμένοι εχθροί κάνουν ένα σωρό παράλογα καμώματα και τελικά πέφτουν εξουθενωμένοι για ύπνο. Ο Διόνυσος διατάζει τότε να τους δέσουν όλους χειροπόδαρα.
4) Ο Ηρακλής ή Αλκαίος ή Αλκείδης ήταν αρχαίος μυθικός ήρωας, ο μέγιστος των Ελλήνων ηρώων. Γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του Δία και της Αλκμήνης, κόρης της Αναξώς, κόρης του Αλκαίου (γιος του Περσέα και της Ανδρομέδας) και της
Αστυδάμειας. Στο πλαίσιο των άθλων, ο Ηρακλής σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας, σκότωσε τη Λερναία Ύδρα, έπιασε το γοργό ελάφι της Κερύνειας, σκότωσε τον
Ερυμάνθιο Κάπρο, καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, σκότωσε τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης, έκλεψε τα άγρια άλογα του Διομήδη, πήρε τη ζώνη της Ιππολύτης, έφερε τα βόδια του Γηρυόνη στον Ευρυσθέα, άρπαξε τα μήλα των Εσπερίδων, και τέλος έφερε τον Κέρβερο από τον Άδη. Εκτός από τους άθλους, ο Ηρακλής πραγματοποίησε κι άλλα μυθικά κατορθώματα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία κι ελευθέρωσε την Ησιόνη, κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα, από ένα θαλάσσιο τέρας. Δεν συνέχισε όμως μέχρι τέλους την εκστρατεία. Στη Λιβύη (Αφρικη) νίκησε τον γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης , ο οποίος ήταν πολύ δυνατός, επειδή έπαιρνε δύναμη πατώντας στη Γη, το κορμί της μητέρας του. Ο Ηρακλής, καταλαβαίνοντας σε τι οφειλόταν η δύναμή του, τον σήκωσε στον αέρα με τα δυνατά μπράτσα του και τον έπνιξε χωρίς δυσκολία. Ύστερα από αυτό το κατόρθωμα, ο Ηρακλής, κουρασμένος, έπεσε να κοιμηθεί. Τότε οι Πυγμαίοι, ένας λαός νάνων στην κεντρική Αφρικη, τον αλυσόδεσαν και τον κάρφωσαν στη γη. Όταν ξύπνησε ο Ηρακλής, τινάχτηκε επάνω κι αρπάζοντάς τους στη χούφτα του, τους τύλιξε όλους στο τομάρι του λέοντα της Νεμέας που φορούσε. Ο Ηρακλής ελευθέρωσε ακόμα και τον Προμηθέα, που τον είχε δέσει ο Δίας στον Καύκασο για να τον τιμωρήσει επειδή είχε χαρίσει στους ανθρώπους το μυστικό της φωτιάς και σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Τιτάνα. Αυτός έφερε την Άλκηστη από τον Άδη, αφού πάλεψε με τον Χάρο και την ελευθέρωσε. Η Άλκηστη ήταν γυναίκα του βασιλιά των Φερών Αδμήτου, η οποία, για να σώσει τον άντρα της, δέχτηκε να πεθάνει αντί γι' αυτόν. Ο Ηρακλής έτυχε να περνά εκείνες τις μέρες από τις Φερές και πέρασε να επισκεφτεί τον φίλο του τον βασιλιά. Μαθαίνοντας τη μεγάλη συμφορά που είχε βρει το παλάτι του, έτρεξε και, προλαβαίνοντας τον Χάρο, πάλεψε μαζί του κι έφερε στη ζωή ξανά την όμορφη Άλκηστη. Ο Ηρακλής σκότωσε, ακόμα, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την τυραννία, τον αιμοβόρο τύραννο της Αιγύπτου Βούσιρι που έκανε ανθρωποθυσίες. Ελευθέρωσε τον Θησέα από τη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο. Το τελευταίο κατόρθωμα του Ηρακλή ήταν ο φόνος του κενταύρου Νέσσου, ο οποίος προσπάθησε να κλέψει τη γυναίκα του ήρωα, την όμορφη Διηάνειρα. Μετά το θάνατό του, ο Ηρακλής αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή θεός της δύναμης και της ρώμης, και αρχηγός των ηρώων. Ο Δίας τον πήρε στον Όλυμπο και τον πάντρεψε με τη θεά της νιότης, την Ήβη. Η Ήρα τον έκανε παιδί της.
Τον Ηρακλή οι αρχαίοι Έλληνες τον παρίσταναν συνήθως ντυμένο με τη λεοντή, να κρατά ένα ρόπαλο στο χέρι, με παράστημα γίγαντα και σώμα δυνατό, νεανικό και εύρωστο. O Ηρακλής θεωρείται σύμφωνα με τους Ορφικούς ο δημιουργός του Θεών και του Κόσμου και λέγεται "Δράκων ελικτός". Από τον Ηρακλή κατάγονταν οι βασιλικές δυναστείες της Σπάρτης, της Πελοποννήσου, της Μακεδονίας, της Λυδιας, της Σκυθιας, της Γαλατιας και άλλες. Κατά τις εκστρατείες του διέσχισε την Ευρώπη μέχρι τον Ατλαντικο, πέρασε τον Ωκεανό και έφτασε στην Αμερική. Νότια διέσχισε όλη την Αφρικη μέχρι την Αιγύπτο. Στον Βορρά έφτασε μέχρι την Ρωσία (Σκυθια) και τον Καυκασο. Ανατολικά έφτασε μέχρι την Ινδία όπου τον λατρεύουν ως θεό Σίβα.
5) Ο Βασίλειος Β' (958 - 1025), ο Βουλγαροκτόνος, ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας, ο οποίος βασίλεψε από τις 10 Ιανουαρίου 976 έως το θάνατό του στις 15 Δεκεμβρίου 1025, χαρίζοντας την τελευταία περίοδο πολιτικής ακμής στην αυτοκρατορία. Το πρώτο μέρος της μακράς βασιλείας του χαρακτηρίστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε πανίσχυρους στρατηγούς από την αριστοκρατία της Μικράς Ασίας. Μετά την υποταγή τους, ο Βασίλειος επέβλεψε τη σταθεροποίηση και την επέκταση των ανατολικών συνόρων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και, πάνω απ' όλα, την τελική και πλήρη υποταγή της Βουλγαρίας , τον κυριότερο ευρωπαϊκό εχθρό της αυτοκρατορίας. Γι' αυτό και ονομάστηκε ως Βουλγαροκτόνος. Κατά το θάνατό του, η αυτοκρατορία εκτεινόταν από τη Νότια Ιταλία μέχρι τον Καύκασο και από το Δούναβη μέχρι την Παλαιστίνη. Παρά τους σχεδόν συνεχείς πολέμους, ο Βασίλειος Β' έδειξε επίσης διοικητικές ικανότητες, μειώνοντας τη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων, που κυριαρχούσαν στη διοίκηση και στο στρατό, και γεμίζοντας τα θησαυροφυλάκια της αυτοκρατορίας. Πολύ μεγάλης σημασίας ήταν η απόφαση του Βασιλείου να προσφέρει το χέρι της αδελφής του, Άννας, στον Βλαδίμηρο Α' του Κιέβου, σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική του υποστήριξη, γεγονός που οδήγησε στον εκχριστιανισμό των Ρως και την ενσωμάτωση της Ρωσίας στην πολιτιστική σφαίρα του Βυζαντίου. Ως ώριμος άνδρας είχε ασκητικές συνήθειες και δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τη μεγαλοπρέπεια και τις τελετές της αυτοκρατορικής αυλής, ενώ συνήθως ήταν ντυμένος με στρατιωτική στολή. Ήταν ικανότατος στην κρατική διοίκηση και αποτελεί μοναδική περίπτωση μεταξύ των στρατιωτικών αυτοκρατόρων που πεθαίνοντας άφησε γεμάτα τα ταμεία της αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος Β' περιφρονούσε τη λογοτεχνία και γενικότερα τον πολιτισμό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ενεργοί πολλοί ρήτορες και φιλόσοφοι. Ο στρατός τον λάτρευε, καθώς ο αυτοκράτορας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του εκστρατεύοντας με τον στρατό αντί να στέλνει τις διαταγές του από το παλάτι, όπως έκαναν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Έζησε τη ζωή του απλού στρατιώτη, σε σημείο που έτρωγε το ίδιο φαγητό με τους στρατιώτες του. Ο Βασίλειος Β' ήταν δημοφιλής και στους αγρότες της χώρας. Η τάξη αυτή παρήγαγε το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών του στρατού και παρείχε τους περισσότερους στρατιώτες. Για να διασφαλίσει τη συνέχεια, ο Βασίλειος Β' εισήγαγε νόμους που προστάτευαν τη μικρή αγροτική ιδιοκτησία και μείωσε τους φόρους των αγροτών. Ο ασκητισμός του Βασίλειου είχε ως αποτέλεσμα να αφήσει ως διάδοχο τον αδελφό του και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, που αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί ως ηγέτες. Παρ' όλα αυτά, ακολούθησαν 50 χρόνια ευημερίας και πνευματικής ανάπτυξης χάρη στους πόρους του κράτους. Υπό τον Βασίλειο Β', η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πιθανόν έναν πληθυσμό 18.000.000 κατοίκων και, χάρη στη συνετή του διαχείριση, το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο συσσώρευσε εκατομμύρια νομίσματα, τα σύνορα ήταν ασφαλή από εισβολείς και η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγνωρίστηκε απ' όλους ως το πιο εύπορο και καλά διοικούμενο βασίλειο του χριστιανικού κόσμου.
6) Ο Αττίλας (406 - 453) ήταν βασιλιάς των Ούννων από το 434 έως το θάνατό του το 453. Ήταν ηγέτης της αυτοκρατορίας των Ούννων, μίας φυλετικής συνομοσπονδίας αποτελούμενης, μεταξύ άλλων, από Ούννους, Οστρογότθους και Αλανούς, στο έδαφος της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ήταν ένας από τους φοβερότερους εχθρούς της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Διέσχισε τον Δούναβη δύο φορές και λεηλάτησε τα Βαλκάνια, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. υπό τον βασιλιά Αττίλα, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία το 445, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, έφτασε το κράτος των Ούννων από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον ποταμό Ρήνο. Από τον πυρήνα του κράτους, στην ουγγρική πεδιάδα πραγματοποιούσε ο Αττίλας επιδρομές λεηλασίας στα Βαλκάνια, την Ιταλία και τη Γαλατία. Τον Αττίλα τον αντιμετώπισε στα 451, στα Καταλανικά Πεδία ο Αέτιος, αρχηγός στρατού που τον αποτελούσαν Ρωμαίοι, Γαλάτες, Βουργουνδοί και Βησιγότθοι. Στην περίφημη σύγκρουση, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Μάχη των Εθνών, ο Αττίλας νικήθηκε με φοβερές απώλειες. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, μπήκε στην Ιταλία κι έφτασε μπροστά στα τείχη του Μιλάνου. Επειδή όμως μια φοβερή αρρώστια αποδεκάτισε το στρατό του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Μετά το θάνατο του Αττίλα το 453, το κράτος των Ούννων διαλύθηκε και έσβησαν τα ίχνη του στην Ιστορία.
7) Ο Χαρούν αλ-Ρασίντ (763 - 809), ή αλλιώς Χαρούν αρ-Ρασίντ, Ααρών ο Δίκαιος, ήταν ο 5ος και πιο γνωστός αββασίδης Χαλίφης. Γεννήθηκε στην πόλη Ρέι, κοντά στην Τεχεράνη, και μεγάλωσε στη Βαγδάτη, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του έζησε στην πόλη Ράκκα στο μέσο ρου του ποταμού Ευφράτη. Κυβέρνησε το Χαλιφάτο από το 786 έως το 809. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του υπήρξε άνθιση των επιστημών και γενικώς πολιτιστική και θρησκευτική ακμή. Οι Τέχνες επίσης έφτασαν στη μέγιστη ακμή τους εκείνη την εποχή. Έχτισε επίσης την περίφημη βιβλιοθήκη Μπαγίτ αλ-Χίκμα. Ο Χαρούν ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος και η ζωή του στο Παλάτι έγινε η αφορμή για τη δημιουργία μύθων. Ένα παράδειγμα πραγματικής ιστορίας είναι το ρολόι που έστειλε ο Χαρούν ανάμεσα σε άλλα δώρα στον αυτοκράτορα Καρλομάγνο. Ανάμεσα στις φανταστικές ιστορίες βρίσκεται το πασίγνωστο έργο Χίλιες και μία Νύχτες, που περιγράφει φανταστικά γεγονότα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χαρούν η Βαγδάτη εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και ομορφότερες πόλεις στον τότε γνωστό κόσμο. Από τους φόρους υποτελείας που εισέπραττε από διάφορα βασίλεια μπορούσε να προαγάγει την αρχιτεκτονική και τις τέχνες. Ο Χαρούν επηρεαζόταν στις αποφάσεις του από τη γνώμη της μητέρας του, έως το θάνατό της το 789. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να μεταφέρει το κέντρο του Χαλιφάτου στη Ράκα ήταν ότι ήταν κοντά στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποτελώντας έτσι σταυροδρόμι οδικών και ποταμίσιων δικτύων που ένωναν τη Δαμασκό με τη Ράκα και τη Ράκα με τη Βαγδάτη, η δε αγροτική παραγωγή της περιοχής ικανοποιούσε τις ανάγκες του παλατιού και το στρατηγικό σημείο της περιοχής επέτρεπε στον Χαρούν να ελέγχει τυχόν επαναστάσεις. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άνοιξε μέτωπο εναντίον των Σιιτών και προσπάθησε να τους εξαλείψει. Επέβαλε επίσης δυσβάσταχτους φόρους στους αγρότες, τους εμπόρους και τους τεχνίτες ενώ ο ίδιος συντηρούσε περίπου 4.000 σκλάβες και ερωμένες στο παλάτι του.
8) O Καρλομάγνος (747 - 814), γνωστός και ως Κάρολος ο Μέγας, ήταν βασιλιάς των Φράγκων. Ήταν επίσης βασιλιάς της Ιταλίας από το 774 και από το 800 ο πρώτος αυτοκράτορας στη Δυτική Ευρώπη μετά την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν από τρεις αιώνες. Το εκτεταμένο Φραγκικό κράτος που ίδρυσε ονομάζεται Αυτοκρατορία των Καρολιδών (ή Καρολίγγεια Αυτοκρατορία). Ο Καρλομάγνος συνέχισε την πολιτική του πατέρα του προς τον παπισμό και έγινε προστάτης του, απομακρύνοντας τους Λομβαρδούς από την εξουσία στη βόρεια Ιταλία και ηγούμενος μιας εισβολής στη Μουσουλμανική Ισπανία. Εξεστράτευσε επίσης κατά των λαών στα ανατολικά του, εκχριστιανίζοντάς τους, επί ποινή θανάτου, με κατά καιρούς κατάληξη σε γεγονότα όπως η Σφαγή του Βέρντεν (4.500 Σαξόνων αιχμαλώτων στη Κάτω Σαξονία). Ο Καρλομάγνος έφθασε στο απόγειο της δύναμής του το 800 όταν στέφθηκε ΄΄αυτοκράτορας΄΄ από τον Πάπα Λέοντα Γ΄ την Ημέρα των Χριστουγέννων στην Παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Αποκαλούμενος "Πατέρας της Ευρώπης", ο Καρλομάγνος ένωσε το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, για πρώτη φορά μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία . Το κράτος του έδωσε ώθηση στην Καρολίγγεια Αναγέννηση, μια περίοδο πολιτιστικής και πνευματικής δραστηριότητας εντός της Καθολικής Εκκλησίας. Τόσο οι Γαλλικές όσο και οι Γερμανικές μοναρχίες θεωρούσαν τα βασίλειά τους απογόνους της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. Ο Καρλομάγνος πέθανε το 814, έχοντας κυβερνήσει ως αυτοκράτορας για λίγο πάνω από δεκατρία χρόνια.
9) Ο Τζένγκις Χαν ( "καθολικός κυβερνήτης", 1162 - 1227 ) ήταν Μογγόλος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Ένωσε τις μογγολικές φυλές και ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Μογγόλων (1206 -1368), μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. Γεννημένος στη φυλή Μποργιτζήν, δημιούργησε έναν ισχυρό στρατό και έγινε ένας απο τους σημαντικότερους και πλέον επιτυχημένους στρατιωτικούς ηγέτες στην ιστορία. Παρά το γεγονός ότι ο Τζένγκις Χαν σε πολλές περιοχές του κόσμου θεωρείται κατ' εξοχήν αιμοβόρος κατακτητής, στη Μογγολία είναι μια αγαπητή προσωπικότητα και θεωρείται ως ο πατέρας του μογγολικού έθνους. Πριν γίνει
Χαν (φύλαρχος), εξόντωσε και κατόπιν ένωσε πολλές από τις νομαδικές φυλές της ανατολικής και κεντρικής Ασίας και τους έδωσε ταυτότητα ως Μογγόλους. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τεμουζίν, και σε ηλικία δεκατριών χρονών έγινε αρχηγός τριάντα μογγολικών φυλών, μετά το θάνατο του πατέρα του. Συνάντησε βίαιη αντίδραση από το μέρος των υποτελών του φυλών, αλλά όταν παντρεύτηκε την κόρη του μεγάλου Χαν των Κοραϊτών Μογγόλων Ουνγκ και πήρε βοήθεια και υποστήριξη από αυτόν, γρήγορα επιβλήθηκε κι απέδειξε τις έξοχες στρατιωτικές του ικανότητες. Τόση μεγάλη ήταν η δύναμη που απέκτησε, ώστε ο πεθερός του άρχισε να φοβάται για την αρχή του και διέταξε να τον σκοτώσουν. Ο Τζένγκις Χαν όμως δραπέτευσε και κατόρθωσε μετά από πολλές συγκρούσεις να ανακηρυχθεί Χαν και να στραφεί ενάντια στην Κίνα. Κατέλαβε το Πεκίνο κι ύστερα τη Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη και έφτασε μέχρι τη Ρωσία. Πέθανε αφού νίκησε ολοκληρωτικά το βασιλιά της βορειοδυτικής Κίνας. Ήταν ανεξίθρησκος και ενδιαφερόταν να μάθει φιλοσοφικά και ηθικά διδάγματα από άλλες θρησκείες. Για να το καταφέρει, συμβουλεύτηκε βουδιστές μοναχούς, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς ιεραπόστολους, και τον ταοϊστική μοναχό Τσίου Τσουζί. Η Μυστική Ιστορία των Μογγόλων εξιστορεί τον Τζένγκις να προσεύχεται στο βουνό Μπουρχάν Χαλντούν.
10) Ο Ταμερλάνος ήταν ο τελευταίος των μεγάλων νομάδων κατακτητών της Κεντρικής Ασίας κατά τον 14ο αιώνα. Μεθυσμένος από εξουσία και αίμα, ο εκτουρκισμένος μογγόλος ήρωας μετατράπηκε σε ανελέητο τύραννο. Λεηλάτησε
τη Βαγδάτη και τη Δαμασκό. Στο Ισπαχάν δεν σεβάστηκε το ότι η πόλη παραδόθηκε και πρόσταξε να σκοτώσουν τους 70.000 κατοίκους του. Στο Δελχί ο τρόμος ήταν τόσος που αναφώνησε: «Εγώ δεν το ήθελα αυτό». Η είσοδος του Ταμερλάνου στην ιστορία ήταν αργή και ο ίδιος άφησε πίσω του μια αύρα ηρωισμού και σκληρότητας που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή σήμερα. Ο λόγος που ο Κρίστοφερ Μάρλοου τού αφιέρωσε μια εκτεταμένη ηρωική εποποιία στα τέλη του 15ου αιώνα ήταν για να κατανοήσει τις σφαγές που έκανε στο Ισπαχάν, στη Βαγδάτη, στο Αστραχάν, στη Δαμασκό ή στο Δελχί, στις οποίες υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί, κάποιοι μιλούν ακόμη και για εκατομμύρια. Ο Ταμερλάνος ήξερε να κρατάει την ισορροπία στους επικίνδυνους δρόμους από τους οποίους περνούσαν τα καραβάνια που μετέφεραν το μετάξι, τα μπαχαρικά και άλλα στρατηγικής σημασίας προϊόντα από την Κίνα στην Ευρώπη. Εκμεταλλεύτηκε αυτή τη διασύνδεση εμπορικών διαδρομών και δικτύων για να θεμελιώσει μια αυτοκρατορία με τουρκική κουλτούρα, μογγολική παιδεία και ισλαμική θρησκεία, μια αυτοκρατορία από τον Ινδικό Καύκασο ως τη Μεσόγειο, ανάλογη εκείνης που είχε δημιουργήσει ο Μέγας Αλέξανδρος αιώνες πριν. Ηταν πεπεισμένος από την πρώτη στιγμή ότι θα καταλάμβανε μια εξέχουσα θέση στην Ιστορία και ένιωθε ευχαρίστηση κάθε φορά που ένα γεγονός επιβεβαίωνε αυτή την απόφαση. Προτιμούσε να συγκρουστεί με τον κόσμο προτού παραδεχτεί μια αποτυχία. Πάντα ήθελε περισσότερα, ως το τέλος του. Αυτή τη συμπεριφορά μερικοί την αποκαλούν πολιτική φιλοδοξία. Αλλοι, υπέρμετρη υπερηφάνεια, ξεθάβοντας την αρχαία έκφραση της «ύβρεως» που οι Έλληνες φιλόσοφοι απέδιδαν στους ανθρώπους που δεν έθεταν όρια στις πράξεις τους. «Τιμούρ ο Χωλός».
Πηγή: http://westcult.gr/index.php/plus/dogma-lists/oi-9-megalyteroi-kataktites-olon-ton-epoxon
http://www.fortunegreece.com/photo-gallery/i-pio-adistakti-igetes-stin-istoria/#2
http://www.thetoc.gr/magazine/oi-pio-aimostageis-igetes-pou-gnwrise-i-istoria
http://www.tovima.gr/science/article/?aid=182947
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=283068
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τζένγκις_Χαν
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καρλομάγνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χαρούν_αλ_Ρασίντ
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αττίλας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλέξανδρος_ο_Μέγας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μίνωας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Διόνυσος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ηρακλής_(μυθολογία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βασίλειος_Β´
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μήνης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Διονυσιακά

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Ελληνισμός και Ισλαμ : Η πολύπλοκη ιστορική σχεση των δύο πολιτισμών από τον Μεσαίωνα έως σήμερα

Μια σπάνια επιστολή ντοκουμέντο από τον ιδρυτή του Ισλάμ, Μωάμεθ, προς τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (Βυζάντιο), Ηράκλειο, με σαφή απειλητικό ύφος έφερε πρόσφατα (Νοέμβριος 2015) στο φως ο τουρκικός τύπος. Η επιστολή αυτή που για πρώτη φορά γίνεται ευρέως γνωστή, έχει μεγάλη ιστορική αξία όπως αναφέρεται και περιγράφει ουσιαστικά την πρώτη επαφή του Ισλάμ με τον Χριστιανισμό, ενώ χαρακτηρίζεται από ένα απειλητικό ύφος ότι αν δεν δεχτούν οι χριστιανοί να γίνουν μουσουλμάνοι, τότε τους περιμένουν μεγάλες συμφορές. Όπως αναφέρεται, η επιστολή αυτή που σήμερα αναζητείται το πρότυπο της, γράφτηκε αφού είχε επικρατήσει το Ισλάμ σε όλη την αραβική χερσόνησο και άρχιζε την μεγάλη του εξόρμηση προς βορά, ανατολή και δύση. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η επιστολή αυτή του Μωάμεθ επιδόθηκε το έτος 628 μ Χ. από τον πρέσβη του Μωάμεθ, Diheytül Kalbi, στον αυτοκράτορα Ηράκλειο στην Κωνσταντινούπολη. Το περιεχόμενο της επιστολής είναι χαρακτηριστικό. Ο Μωάμεθ αφού κάνει γνωστό στον αυτοκράτορα Ηράκλειο την ίδρυση της νέας θρησκείας και την μοναδικότητα του Αλλάχ που ο ίδιος πρεσβεύει, τον προτρέπει το δυνατόν συντομότερο να γίνει μουσουλμάνος αυτός και οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας του. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αν δηλαδή ο αυτοκράτορας Ηράκλειος δεν υπακούσει στις προτροπές του ιδρυτή της νέας θρησκείας, τότε θα το μετανιώσει και μεγάλες συμφορές θα επέλθουν στην αυτοκρατορία του. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος απάντησε στην επιστολή αυτή του Μωάμεθ όπου του αναφέρει με σαφήνεια ότι δεν υπάρχει άλλο ιερό βιβλίο εκτός από τα Ευαγγέλια τα οποία παρουσίασαν τον γιο της Μαρίας, τον Ιησού, σαν τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα της ανθρωπότητας. Στην επιστολή του ο Ηράκλειος αναφέρει ότι ρώτησε τους ανθρώπους του αλλά κανένας δεν δέχτηκε να συζητήσει για την πιθανή αποδοχή της νέας θρησκείας. Τέλος εύχεται στον Μωάμεθ να υπάρξει συνεργασία μεταξύ τους. Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο εστάλει από τον Μωάμεθ και μια άλλη επιστολή στον βασιλιά της Περσίας, Χοσρόη τον δεύτερο, προτρέποντας τον και εκείνο να ασπαστεί το Ισλάμ ειδεμή θα βρει την τιμωρία του Θεού. Η κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας από τους Άραβες 23 χρόνια μετά, το 651 μΧ, θεωρήθηκε σαν εκπλήρωση της προφητείας του Μωάμεθ γιατί οι Πέρσες αρνήθηκαν την μόνη αληθινή θρησκεία. Το ενδιαφέρων είναι πως το πρότυπο της επιστολής του Μωάμεθ προς τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, όπως υποστηρίζουν Τούρκοι ιστορικοί και ειδικοί ερευνητές, όπως ο Üstat Radi Dikici, πρέπει να βρίσκεται κρυμμένο κάπου στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και εκεί θα πρέπει να αναζητηθεί. Η απάντηση του αυτοκράτορα Ηράκλειου, που σημειωτέον  την περίδο της βασιλείας του  η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πήρε καθαρα ελληνικό χαρακτήρα,  δείχνει την σταθερή πιστή του αυτοκράτορα στον Ιησού Χριστό και στην χριστιανική Αποκάλυψη και την σαφή απόρριψη της νέας θρησκείας. Ήταν η πρώτη απόριψη   του Ισλάμ, που τότε εξορμουσε ακάθεκτο για να επιβληθει μέσω του πολέμου και της βίας.
Με τον όρο χαλιφάτο εννοείται το πολιτικό-θρησκευτικό κράτος, ιστορική πλέον μορφή κεντρικής διακυβέρνησης του Ισλάμ, που διαμορφωνόταν από τη μουσουλμανική κοινότητα τη γη και τους διαφορετικούς λαούς που είχε υπό την κυριαρχία της η ισλαμική αυτοκρατορία , κατά τους αιώνες που ακολούθησαν τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ το 632. Το όνομα αντλείται από την αραβική λέξη χαλίφα που σημαίνει «υπηρέτης του θεού » ή «διάδοχος του Προφήτη του». Προτεραιότητες αυτής της κεντρικής διακυβέρνησης ήταν η επιβολή του νόμου (σαρία), η άμυνα και η επέκταση της επικράτειας του Ισλάμ, και η γενική επίβλεψη σε οικονομικά θέματα. Παρόλο που δεν ήταν πνευματικό λειτούργημα, ο θεσμός του χαλιφάτου ήταν εμποτισμένος με πολιτικό και θρησκευτικό συμβολισμό, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε στην ενότητα του μουσουλμανικού κόσμου. Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων απο τον θάνατο του Μωάμεθ, η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων. Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές. Την εποχή του Κώνστα Β' , τα αραβικά πλοία του Μωαβία άρχισαν τις επιδρομές τους στην περιοχή του Βυζαντίου και κατέλαβαν την Κύπρο, το σπουδαίο αυτό ναυτικό κέντρο. Κοντά στις ακτές της Μ. Ασίας νίκησαν το στόλο του Βυζαντίου, που διοικείτο από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, κατέλαβαν τη Ρόδο (654), κατέστρεψαν εκεί τον περίφημο Κολοσσό του νησιού και έφτασαν σχεδόν μέχρι την Κρήτη και τη Σικελία, απειλώντας το Αιγαίο πέλαγος και την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Οι αιχμάλωτοι που συνελήφθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των επιδρομών, και ιδίως αυτοί από τη Σικελία, μεταφέρθηκαν στην αραβική πόλη Δαμασκό. Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό. Με την επιτυχημένη αντιμετώπιση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και με την πλεονεκτική για το Βυζάντιο συνθήκη ειρήνης, ο Κωνσταντίνος δεν πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία μόνο στην αυτοκρατορία του, αλλά και στη Δυτική Ευρώπη, η οποία με τον τρόπο αυτό απαλλάχθηκε από τη σοβαρή απειλή των Μουσουλμάνων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι η επιτυχία του Κωνσταντίνου έκανε μεγάλη εντύπωση στη Δύση. Όπως λέει ένας χρονογράφος, όταν τα νέα των επιτυχιών του Κωνσταντίνου έφτασαν στον Χαν των Αβάρων και στους άλλους ηγέτες της Δύσης, « οι τελευταίοι έστειλαν πρεσβευτές με δώρα προς τον αυτοκράτορα ζητώντας του να καθιερώσει μαζί τους σχέσεις αγάπης και ειρήνης... και άρχισε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης στην Ανατολή και στη Δύση ». Τον 7ο αιώνα, συγχρόνως με τις προσπάθειες που γίνονταν για την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης στην ανατολή, οι Άραβες άρχισαν στη Β. Αφρική τις κινήσεις τους προς τη δύση. Στα τέλη του 7ου αιώνα οι Άραβες πήραν την Καρχηδόνα, την πρωτεύουσα του εξαρχάτου της Αφρικής και στις αρχές του 8ου αιώνα κατέλαβαν το σημερινό οχυρό της Ισπανίας Θέουτα, κοντά στις Στήλες του Ηρακλέους. Σχεδόν συγχρόνως οι Άραβες, υπό την ηγεσία του στρατηγού τους Ταρίκ, πέρασαν από την Αφρική στην Ισπανία και γρήγορα πήραν από τους Βησιγότθους το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου. Από το όνομα του Ταρίκ προήλθε η σύγχρονη αραβική ονομασία του Γιβραλτάρ που σημαίνει « το βουνό του Ταρίκ ». Έτσι στις αρχές του 8ου αιώνα η Μουσουλμανική απειλή παρουσιάστηκε στην Ευρώπη από διαφορετική κατεύθυνση, δηλαδή από τη χερσόνησο των Πυρηναίων. Το 699, οπότε η αραβική γλώσσα καθιερώθηκε ως υποχρεωτική για το λαό, αποτελεί για την Αίγυπτο το τέλος της ελληνικής και αιγυπτιακής φιλολογίας.
Μετά την μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 και την ήττα των Βυζαντινών, πολλές νομαδικές ληστρικές φυλές των Σελτζούκων, οι λεγόμενοι Τουρκομάνοι, εκμεταλλευόμενοι τις εμφύλιες συρράξεις των Βυζαντινών, εισήλθαν στη Μικρά Ασία. Ο Σουλεϊμάν, που έλαβε τον τίτλο του τοπικού σουλτάνου, μέλος της σελτζουκικής δυναστείας, είχε κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στην περιοχή, που περιελάμβανε το Βόσπορο δυτικά ώς τη Βόρεια Συρία ανατολικά. Μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν (1085 ή 1086), η περιοχή χωρίστηκε σε μικρά κρατίδια υπό τον έλεγχο διάφορων εμίρηδων, μέχρι την άφιξη του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν Α' , που εγκατέστησε σχετικά ενιαία διοίκηση με πρωτεύουσα τη Νίκαια. Το σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ βρισκόταν σε μόνιμο πόλεμο με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το σουλτανάτο του Ρουμ γνώρισε σχετική ακμή επί Κιλίτζ Αρσλάν Β' (1156-1192), όμως από τα μέσα του 13ου αιώνα έπεσε σε σταδιακή παρακμή, μέχρι που καταλύθηκε το 1308. Από τις αρχές του 14ου αιώνα, τη Μικρά Ασία είχαν κατακλύσει πλήθος τουρκομανικών κρατιδίων (εμιράτων), με κυριότερο αυτό του Οσμάν, που εξελίχθηκε στη μετέπειτα Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 14ου αιώνα. Η επίσημη έκφραση της τουρκικής κοινωνίας ήταν μουσουλμανική, η λαϊκή της όμως μορφή, είχε έντονα βυζαντινά χαρακτηριστικά . Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, οι ηττημένοι υπήκοοι των Τούρκων ήταν οι χριστιανοί Μικρασιάτες. Οι απαιτήσεις των τουρκικών πολιτικών, οικονομικών, φεουδαλικών και θρησκευτικών θεσμών κατέστρεψαν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική βάση του βυζαντινού κόσμου στην Μικρά Ασία ( και στα Βαλκάνια), έτσι ώστε ο πολιτισμός αυτός περιορίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε λαϊκό πολιτισμό. Η πιο σημαντική επίπτωση των τουρκικών κατακτήσεων, ήταν η αφομοίωση του μεγαλύτερου μέρους του βυζαντινού πληθυσμού με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό και τον γλωσσικό εκτουρκισμό. Η τουρκική κατάκτηση προκάλεσε τον εξισλαμισμό και τον εκτουρκισμό των μικρασιατικών πληθυσμών και την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η εξάλειψη της Ελληνικής γλώσσας στη Μικρά Ασία και της Αραβικής στην Ισπανία, συνοδεύτηκε από την απόπειρα να αποδοθούν τα Ισπανικά με Αραβικούς χαρακτήρες και τα Τουρκικά με το Ελληνικό αλφάβητο (Καραμανλήδικα).
Η ομιλία του Πάπα Βενέδικτου XVI στο Πανεπιστήμιο του Regensburg της Γερμανίας, έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2006, στην οποία μνημόνευσε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1350 - 1425) και η οποία δημιούργησε εντάσεις, λόγω των «ακραίων» αναφορών της για το Ισλάμ. Διαδηλώσεις, βανδαλισμοί, αλλά και μια δολοφονία ιταλίδας καλόγριας στην Σομαλία φέρεται να αποτέλεσαν απάντηση στην «προσβολή». Στην ιταλική Καθολική εφημερίδα Il Foglio,ο αρθρογράφος, Camillo Langone, έγραψε ότι ο κόσμος οφείλει μια συγνώμη στον Πάπα Βενέδικτο και τον Αυτοκράτορα Παλαιολόγο, μια απολογία για την αντίδραση του σε εκείνη την ομιλία. «Σήμερα, όταν καταφθάνουν οι ειδήσεις ​​από το πρώην-Ιράκ και δείχνουν σε όποιον έχει μάτια για να δει τι πάει να πει το Κοράνι μεταφρασμένο σε δράση, θα πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη από τους δύο σας». Επιστρέφοντας σε εκείνη την ομιλία, υπό τα σημερινά φρικτά δεδομένα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο ήπια αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού. Ο Πάπας Βενέδικτος μίλησε για μια συζήτηση, διάλογο, που έγινε ίσως το 1391 στους χειμερινούς στρατώνες κοντά στην Άγκυρα - από τον πολυμαθή και θεολόγο βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο, σχετικά με το θέμα του Ισλάμ, την απειλή που είχε αυτό, με τη μορφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και του διογκούμενου βίαιου επεκτατισμού της. Έχει καταγραφεί ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ, στον οποίον αναφέρθηκε ο Βενέδικτος, είχε μια συζήτηση με έναν Πέρση λόγιο, η οποία είχε θέμα τα πιστεύω του Ισλάμ και του Χριστιανισμού και ανέφερε: «Δείξε μου τι νέο έφερε ο Μωάμεθ και εκεί θα βρεις μόνον πράγματα διαβολικά και απάνθρωπα, όπως η διαταγή του να διαδοθεί η πίστη που κήρυττε με το σπαθί». Ο Βενέδικτος σημείωσε ότι αυτό το σχόλιο καταγράφεται την εποχή «της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης μεταξύ 1394 και 1402». Είπε επίσης ότι ο αυτοκράτορας μίλησε με «κάποια ωμότητα, που θεωρούμε απαράδεκτη». Αλλά είναι εμφανές ότι ο αυτοκράτορας ήταν ένας άνθρωπος που ήταν σε θέση να μιλήσει από προσωπική εμπειρία. Τα αυτάρεσκα δυτικά κοσμικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, απασχολημένα με τις επιθέσεις τους σε έναν από τους αγαπημένους τους στόχους, ξέχασαν να αναφέρουν το υπόλοιπο της παραγράφου. «Ο αυτοκράτορας, αφού εκφράστηκε τόσο απότομα, προσπάθησε να εξηγήσει λεπτομερώς τους λόγους που η διάδοση της πίστεως διά της βίας είναι κάτι παράλογο. Η βία είναι ασύμβατη με τη φύση του Θεού και τη φύση της ψυχής», δήλωσε ο Βενέδικτος. Αναφέρθηκε στα λόγια του Παλαιολόγου: «Ο Θεός ... δεν είναι ευχαριστημένος από το αίμα - και το να ενεργείς όχι εύλογα (συν λόγω) είναι αντίθετο προς τη φύση του Θεού. Η πίστη γεννιέται από την ψυχή, όχι από το σώμα. Όποιος θα οδηγήσει κάποιον στην πίστη χρειάζεται την ικανότητα να μιλήσει καλά και να συζητήσει  σωστά, χωρίς βία και απειλές ... Για να πείσουμε μια λογική ψυχή, δεν χρειάζεται ένα δυνατό χέρι ή όπλα οποιουδήποτε είδους, ή οποιαδήποτε άλλα μέσα με τα οποία θα απειλούμε ένα άτομο με θάνατο ...». Οι πηγές στις οποίες αναζητήθηκαν στοιχεία για την τεκµηρίωση της επιλεγείσας οπτικής γωνίας κατατάσσονται σε δύο µεγάλα σύνολα. Το πρώτο είναι, φυσικά, εκείνο που περιέχει τα έργα του αυτοκράτορα, ειδικότερα, τους Διάλογους µε έναν Πέρση, που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του χειµώνα του 1391-1392, σε αττικίζουσα γλώσσα, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ελληνίζοντα χαρακτήρα της ρωµαϊκής κουλτούρας, µε την συχνότατη χρήση αρχαϊσµών. Οι συγκεκριµένοι Διάλογοι αποτελούν ένα ακόµη δείγµα της έντονης πολεµικής κατά του Ισλάµ, η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνα, και της οποίας, όπως καταφαίνεται στο έργο του, από τους πρώτους υποστηρικτές ήταν ο Ιωάννης Δαµασκηνός. Οι Επιστολές µας φέρνουν αντιµέτωπουςµε την προσωπικότητα, µε τις δοκιµασίες των καιρών που βίωσε και µε την προσπάθεια νααντιµετωπίσει τον Μανουήλ Β´. Για τον λόγο αυτό θεωρούνται ως µία από τις πλέοναξιόπιστες πηγές, όχι µόνο για τη γνώση της πολιτικής ατµόσφαιρας της Ρωµανίας, αλλά καιγια την ψυχολογία της προσωπικότητας που µας απασχολεί. Ένα από τα σηµεία στα οποία βασίζεται η πολεµική κατά του Ισλάµ, είναι εκείνη που τοπαρουσιάζει ως θρησκεία που επεκτείνεται µέσω της βιαιότητας. Υπό αυτήν την έννοιαείναι σηµαντικό να εξεταστεί η Οθωµανική επέκταση, ως ένας ιερός πόλεµος, το Τζιχάντ, που πραγµατοποιήθηκε από τους ghuzât, (ενικ. ghâzî), δηλαδή, εκείνους που πολεµούνεναντίον αιρετικών και απίστων, τίτλο που κατείχαν οι πρώτοι εµίρηδες, οι οποίοι θεωρούσαν εαυτούς ως όργανα του Θεού και του Προφήτη του για την εξάπλωση της αληθινής πίστης. Ο Μανουήλ Παλαιολόγος δεν µπορεί να κατηγορηθεί ότι έγραψε υποκινουµένος από τα στερεότυπα που επικρατούσαν περί του µουσουλµανικού φανατισµού. Ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να πολεµήσει µε τον Βαγιαζήτ κατά την διάρκεια τηςεκστρατείας του στην Μικρά Ασία εναντίον των Τουρκομανικων ηγεμονιών της Μικράς Ασίας και υπήρξε µάρτυρας της σκληρότητας και βαναυσότητας του Οθωµανικού στρατού, γεγονός που περιγράφει σε µια επιστολή του προς τον Κυδώνη τον χειµώνα του 1391. Δεν υπάρχει έλεος για κανέναν και όλα είναι δικαιολογηµένα από τις θρησκευτικές αρχές της µαυλάνας. Είναιη εκδίκησή τους για τα δεινά που υπέφεραν οι Τούρκοι µουσουλµάνοι στα χέρια των χριστιανών. Ο δε Δούκας περιγράφει τον Οθωμανο εµίρη ως έναν τύπο βαθιά αντιχριστιανό: «[...] και φανατικό οπαδό του Μωάµεθ, του οποίου τις εντολές ακολουθούσε µέχρι του σηµείου να ξενυχτά µηχανορραφώντας εναντίον του πνευµατικού ποιµνίου του Χριστού». Η συµµετοχή του Μανουήλ Β΄ στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τούρκου εµίρη έγινε αιτία να αµφισβητηθεί παρά να θεωρηθεί προστάτης της Ορθοδοξίας, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη στάση του Ρώσου πρίγκιπα Βασιλείου Α΄ της Μόσχας (1389-1425) προςτην αυτοκρατορική εξουσία. Το πέρασµα των στρατευµάτων του Βαγιαζήτ από τη Μικρά Ασία περιγράφεται, στηνίδια επιστολή, ως ένα είδος ταξιδιού στην «καρδιά του σκότους», που ως µοναδικό στόχο είχε την καλλιέργεια τρόµου στους αντιπάλους και στους πιθανούς συµµάχους, και την αποτροπή από κάθε προσπάθεια προδοσίας. Στον Διάλογο γίνεται αναφορά στην δυνατότητα επιλογήςενός εκ των τριών όρων που έδινε ο ισλαµικός στρατός στους κατακτηµένους λαούς: τον προσηλυτισµό στο Ισλάµ, την αποδοχή του dhimma υποταγής ή την εξολόθρευση. Το τελευταίο ο Μανουήλ το θεωρεί παράλογο, δεδοµένου ότι ο Θεός των χριστιανών δεν ευχαριστείται µε το αίµα. Η βαναυσότητα του Θεού των ισλαµιστών που απαιτεί το αίµα ως φόρο τιµής, είναι αντίθετη προς την καλοσύνη του Θεού των χριστιανών. Ένας τρόπος να αναγνωρισθεί η ανωτερότητα του Χριστιανισµού απέναντι στο Ισλάµ είναι η σύγκριση του πολιτισµού της Ρωµανίας µε την βαρβαρότητα των Οθωμανών. Η βαρβαρότητα των Τούρκων είναι παρούσα και στην αχαλίνωτη λαγνεία τους που φτάνει µέχρι την οµοφυλοφιλία και την ζωοφιλία, αλλάκαι στις παρά φύσιν σχέσεις µε γυναίκες. Εκτός της βαναυσότητας της φύσης τους οι χρονικογράφοι τους αποδίδουν και λίγη ευαισθησία, όχι όµως εξαιρούµενη από το στίγµα του «ρατσισµού», την οποία εκφράζουν µε το θαυµασµό τους πρός την οµορφιά των Ελληνίδων και Ιταλίδων, η οποία δεν συγκρινόταν µε αυτήν των γυναικών της Τουρκίας, τις οποίες και απεχθάνονταν. Η ιδέα του Μανουήλ περί της θεότητας δεν είναι εκείνη ενός εκδικητικού, αλλά ενόςφιλάνθρωπου Θεού, που αγαπάει την ανθρωπότητα και την παραδειγµατίζει µε τηνδιδασκαλία των Ευαγγελίων και µε την επανάληψη της συγγνώµης µέχρι 70 φορές επί 723, όπως γράφει ο Ματθαίος. Είναι µια ιδέα που απέχει από αυτήν του µεσαίωνα και προσεγγίζει την έννοια «Θεός»,  το ανθρωπιστικό ρεύµα τηςεποχής του, που τόσα οφείλει στους Ρωµαίους της Ανατολής.. Ωστόσο, η ιδέα του εκδικητικού Θεού, χαρακτηριστική στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν αυτή που πίστεψε η πλειοψηφία του πληθυσµού. Για πολλούς, η κατάσταση που βίωναν προήλθε εξ αιτίας των αµαρτιών των Ρωμαίων, ειδικότερα της δυναστείας των Παλαιολόγων, όπως τονίζει ο Δούκας. Από την άλλη, οι Τούρκοι δεν ήταν άµοιροι αυτής της ιδέας, όπως αναφέρει ορωµαίος ιστορικός και αποδείχτηκε από την ήττα του Βαγιαζήτ από τον Ταµερλάνο στην µάχη της Άγκυρας το 1402. Η ήττα των σταυροφόρων στην Νικόπολη προκαλεί την αλλαγή της συµπεριφοράς τουΜανουήλ Β´, που καταφαίνεται στην ερώτηση που απευθύνει στον δάσκαλο του σε µία απότις επιστολές του, όταν ο τελευταίος βρίσκεται ήδη στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1396: «Είναι αυτό έργο της κακής τύχης ή του Θεού, ο οποίος τα ορίζει όλα για το καλύτερο;». Την γραµµήτης ιερής αυτοκρατορίας ακολουθεί ο Μανουήλ όταν εκφράζεται µέσω του δεύτερου ψαλµούτου Δαβίδ. Η απατηλή δόξα του οθωµανικού εµιράτου έπρεπε να καταστραφεί από τοσιδηρούν ραβδί που ο Πατέρας θα παρέδιδε στον Υιό για την τιµωρία των βλασφήµων. Όµως, εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο τους Ρωµαίους είναι η ταχύτατη εδαφική εξάπλωση των Τούρκων, αναµφίβολο θείο σηµάδι. Και είναι πολύ σηµαντικό το ότι ο Μανουήλ λαµβάνει υπ’ όψιν του το ότι οι τούρκοι είναι απλοί άνθρωποι και, κατά συνέπεια, είναι υποχρεωµένοι να αντικρούσουν την τρέλα, στην οποία έχουν περιπέσει εξ αιτίας της λανθασµένης διδασκαλίας του Μωάµεθ, τον οποίον ονοµάζει «στρατηγό και µαθητή του Σατανά». Εν τούτοις, αν και µπορεί να φανεί περίεργο, ούτε σε αυτή την επιστολή ούτεστους Διάλογους χρησιµοποιεί την ζωή του Προφήτη, ως βάση των επιθέσεών του κατά της ισλαµικής πίστης, αλλά περιορίζεται να δηλώσει ότι ο Μωάµεθ έκανε κακή αντιγραφή του Ιουδαϊσµού και του Χριστιανισµού. Είναι πολλοί αυτοί που, προ της επέλασης των τουρκικών στρατευµάτων, παραδίδονται και δεν προστατεύουν την θρησκεία τους από τις επιθέσεις που υφίσταται. Ο Μανουήλ επικαλείται την (αντί)δραση, επειδή είναι ο µόνος τρόπος µε τον οποίο ο Θεός τους βοηθάει εναντίον των βαρβάρων, οι οποίοι ακολουθούν έναν Προφήτη µε προσωπείο της αλήθειας, πίσω από την οποία κρύβεται το ψέµα. Τον 14ο αιώνα στο πρόσωπο του Μωάµεθ βλέπουν ακόµη τον Αντίχριστο, τον οποίον πρέπει να πολεµήσουν, επειδή δεν υπάρχει κανείς ο οποίος προστατεύει µε λογικό τρόπο το Ισλάµ. Χριστιανοί ηγεµόνες µέσω των γαµήλιων συµµαχιών με τους Οθωμανούς προσπαθούσαν να διασώσουν τη δική τους εξουσία.Τόσο η απειλή εκ Δύσεως, όσο και η προέλαση των τούρκων ενδυνάµωσαν τη λατρεία του λαού προς τα κειµήλια, γεγονός αισθητό από την αρχή της εξουσίας της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο Μανουήλ Β´ παρουσίασε ήδη στους Διάλογους του 1391-1392 τον ισλαµισµό ως µια πραγµατιστική πίστη, συνυφασµένη µε την ύλη, σε αντίθεση µε την πνευµατικότητα του Χριστιανισµού. Σύµφωνα µε την τριµερή διαίρεση της ανθρωπότητας που κάνει οαυτοκράτορας, οι µουσουλµάνοι κατατάσσονται στην τρίτη κατηγορία, εκείνη των αµαρτωλών, στους οποίους δεν υπάρχει τίποτα καλό, αφού είναι αντίθετοι προς τις ανώτερες εντολές του Χριστιανισµού και κατά συνέπεια δεν θεωρούνται αληθινοί πιστοί. Μάλιστα, ο αυτοκράτορας καθιστά σαφείς τις οµοιότητες µεταξύ του Ισλάµ και του Ιουδαϊσµού, ενθυµίζοντας εντολές που ο Χριστός κατήργησε, όπως η ανταπόδοση ή Νόµος των αντιποίνων. Παρουσιάζει το Ισλάµ ως µία κανούρια θρησκεία που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αντιγραφή µιας παλαιότερης, γεγονός που τον οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ιδεών: αν η ισλαµική θρησκεία είναι παρόµοια µε την ιουδαϊκή κι αν ο Μωάµεθ αναγνωρίζει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου επί της Πεντατεύχου, τότε ο Χριστιανισµός είναι ανώτερος του Ισλάµ. Συνεπώς, το Ισλάµ και οι Τούρκοι, και η σύγκρουσή τους µε την Ρωµανία είναι ταυτόχρονα πολιτική και θρησκευτική υπόθεση, σηµαδεµένη από τα ιστορικά γεγονότα του τέλους του 14ου αιώνα, κατάσταση που θα άλλαζε ελαφρώς κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόµενου αιώνα. Αν και ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ αναγνωρίζει ότι οι αντίπαλοι διαθέτουν µια σχετική παιδεία, πρόκειται για την αιώνια µάχη µεταξύ της βαρβαρότητας και του πολιτισµού, και τονίζοντας το χαρακτηριστικό του ρωµαϊκού λαού, ως εκλεκτός λαός του Θεού, δεν γίνεται προσπάθεια να µεταπεισθεί ο εχθρός, αλλά να επαναπροσδιοριστεί η στάση των ίδιων των Ρωμαίων για την αντιµετώπιση των Τούρκων που κάθε φορά γινόταν πιο περίπλοκη λόγω της αποµόνωσης στην οποία βρισκόταν η Ρωµανία.
Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα ή Τουρκοκρατία, χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και σε πολλές περιοχές κατοικούμενες από Έλληνες. Συμβατικά η οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και Νότια Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Εάν θεωρήσουμε ότι αυτός ο χώρος ήταν όλη η Μικρά Ασία και η ελληνική χερσόνησος, τότε η η οθωμανική κυριαρχία θεωρητικά αρχίζει από το 1071, αν και η παρουσία των Οθωμανών στην περιοχή εδραιώνεται μόνο κατά τον 15ο αιώνα. Η εξάπλωση των Οθωμανών στον χώρο αυτόν ήταν σταδιακή και προοδευτικά κατέκτησαν όλη την έκταση της Ελλάδας, εκτός των Ιονίων νήσων . Οι Έλληνες έκαναν αρκετές επαναστάσεις κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η τελευταία ήταν η Επανάσταση του 1821, μετά την οποία ιδρύθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν και ήταν απόλυτος μονάρχης, στην πραγματικότητα δεσμευόταν από την παράδοση και άλλες κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, που αφορούσαν ενίοτε στην κληρονομική μεταβίβαση του αξιώματός του. Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα». Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, κάτι που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη. Το κατακτημένο έδαφος μοιράστηκε σε οθωμανούς ευγενείς, οι οποίοι το διατηρούσαν ως φέουδα (τιμάρια και ζιαμέτ) απευθείας υπό την εξουσία του σουλτάνου. Οι μη-μουσουλμάνοι θεωρητικά απαγορευόταν να μεταφέρουν όπλα, αλλά αυτό το μέτρο εν γένει αγνοήθηκε, ειδικότερα στην Κρήτη. Ωστόσο, η φορολογία της οθωμανικής διοίκησης ήταν βαριά, περιλαμβάνοντας και «προσφορά παιδιών». Οι οθωμανοί απαιτούσαν ένα αρσενικό παιδί στα πέντε σε κάθε χριστιανική οικογένεια να οδηγείται μακριά από την οικογένεια στο σώμα των Γενιτσάρων για στρατιωτική εκπαίδευση στον στρατό του σουλτάνου. Την οθωμανική διοίκηση ενίσχυαν πολλοί κατασταλτικοί νόμοι και ενίοτε διεπράχθησαν σφαγές κατά του άμαχου πληθυσμού. Επίσης, σε περίπτωση δικαιοπραξίας, ο λόγος των Ελλήνων στο δικαστήριο δεν μετρούσε ενάντια στον λόγο των Οθωμανών. Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στον [σαρία|Ισλαμικό νόμο. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι (dhimmi ή zimmi), ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Δεν ήταν ελεύθεροι να αναμιγνύονται με τη μουσουλμανική κοινωνία ούτε να έχουν κάποια αξιόλογη συμμετοχή στην πνευματική ζωή των μουσουλμάνων. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μη μουσουλμάνοι υφίσταντο ένα πλήθος περιορισμών, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες. Η νέα τάξη Οθωμανών γαιοκτημόνων μείωσε τους ελεύθερους Έλληνες καλλιεργητές, οδηγώντας πολύ κόσμο από τις πεδιάδες σε ορεινές επικράτειες όπου η γη ήταν λιγότερο γόνιμη αλλά υπήρχε περισσότερη ασφάλεια. Οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον κύριο όγκο του πληθυσμού, βυθίστηκαν στην εξαθλίωση. Στη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης έγινε εξισλαμισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές. Τα αίτια κυρίως ήταν η νομικά κατώτερη θέση των μη μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία, οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων κλπ. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων, με παιδομάζωμα κ.ά. Περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στην Κρήτη. Σε κάποιες περιπτώσεις γινόταν μαζικός εξισλαμισμός ολόκληρων χωριών με μια απλή τελετή από έναν χότζα. Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Με το Xάτι Xουμαγιούν του 1856 πολλοί κρυπτοχριστιανοί επανήλθαν στον χριστιανισμό αλλά υπέστησαν διώξεις από το τουρκικό κράτος. Αντίρροπα προς τον εξισλαμισμό λειτουργούσε η ανάγκη για ύπαρξη μη μουσουλμάνων ώστε από αυτούς να εισπράττει φόρους το κράτος. Ο εξισλαμισμός είναι γνωστός και ως τούρκεμα ή εκτουρκισμός.
Στην Πίζα ο Αλεξάνδρος Μαυροκορδάτος έγραψε ένα μοναδικό κείμενο με τίτλο «Συνοπτικά περί Τουρκίας», με το οποίο ανέλυε την κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και προέβλεπε τη διάλυσή της. Σκόπευε να το εκδώσει, αλλά ο Καρατζάς τον απέτρεψε, για να μην αντιδράσουν οι Αυστριακοί, οι οποίοι υποστήριζαν αναφανδόν την ακεραιότητα της επικράτειας του Σουλτάνου.  Κυκλοφόρησε, ωστόσο, σε περιορισμένο αλλά άγνωστο αριθμό αποδεκτών. Με βάση την έννοια του έθνους, ο πληθυσμός της Τουρκίας φτάνει τα είκοσι τρία εκατομμύρια, όπου επτά εκατομμύρια είναι Τούρκοι, έξι εκατομμύρια είναι Έλληνες, δύο εκατομμύρια είναι Σέρβοι, Βλάχοι, Μολδαβοί, ένα εκατομμύριο είναι Αλβανοί, τέσσερα εκατομμύρια είναι Άραβες, και τρία εκατομμύρια είναι Εβραίοι, Τουρκομάνοι και Δρούζοι. Συμπέρασμα: «Το σύνολο των μουσουλμάνων, οπαδών του Μωάμεθ, είναι κάτω από τοι μισό του συνόλου των κατοίκων. Οι Τούρκοι, ως κυρίαρχο έθνος, δεν αποτελούν ούτε το ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας τους». Περνώντας στην πληθυσμιακή καταμέτρηση της ευρωπαϊκής περαιτέρω Τουρκίας, οι αριθμοί είναι υποβλητικοί: επί συνόλου εννέα εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων κατοίκων, έχουμε δύο εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες Τούρκους, τρία εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες Έλληνες, δύο εκατομμύρια Σέρβους, Βλάχους, Μολδαβούς, ένα εκατομμύριο Αλβανούς, πεντακόσιες χιλιάδες Αρμένιους και τριακόσιες χιλιάδες Εβραίους. Σε κάθε δύο Τούρκους αντιστοιχούν επτά άτομα άλλων εθνοτήτων. Κατά περιοχές η μειονεξία του τουρκικού στοιχείου είναι εμφανέστερη: στη Βλαχία και στη Μολδαβία δεν υπάρχει ούτε ένας Τούρκος’ τα ίδια περίπου στη Σερβία’ στη Βουλγαρία η αναλογία είναι ένας προς δύο ντόπιους’ στην Ήπειρο και στον Μωριά ένας Τούρκος αντιστοιχεί σε οχτώ Έλληνες. Ο Μαυροκορδάτος δεν διστάζει να κάνει λόγο για το δικαίωμα της ελληνικής εθνικής ομάδας σε «συλλογική αυτοδικία», δηλαδή σε επανάσταση. Προτείνει λοιπόν τη δημιουργία μιας «ελληνικής αυτοκρατορίας», η οποία θα περιλάμβανε την ευρωπαϊκή Τουρκία και τη Μικρά Ασία. Δικαιολογεί αυτή τη μεγαλεπήβολη απαίτηση συνδέοντας τους Έλληνες του καιρού του με την αρχαία Ελλάδα – και αγνοώντας το βυζάντιο. Γράφει: Δεν είμαστε, αναρωτιούνται, οι πραγματικοί αυτόχθονες αυτής της χώρας; Δεν είμαστε οι φυσικοί κληρονόμοι του εδάφους που ανήκε στους προγόνους μας; (…) Αυτοί οι Ασιάτες κατακτητές δεν έχουν κανένα δικαίωμα ιθαγένειας’ ήρθαν να αποσπάσουν με τη βία εκείνα τα οποία κατείχαμε και δια της βίας εμείς πρέπει να τα ανακτήσουμε» Αυτά όμως τα έγραφαν και τα έλεγαν κι άλλοι. Εκείνο που κάνει το Μαυροκορδάτο να ξεχωρίζει είναι η οξυδερκής σύνδεση της επικείμενης επανάστασης όχι με τη Ρωσία (όπως ευελπιστούσε η Φιλική Εταιρεία), αλλά με τις δυνάμεις της Δύσης. Η οποία Δύση όφειλε να μην αφήσει τη Ρωσία να κυριαρχήσει, όφειλε δηλαδή να συνδράμει αυτή τις επικείμενες επαναστατικές διαδικασίες. Βλέπουμε ότι ο Μαυροκορδάτος ήξερε πολύ καλά την κατάσταση της Τουρκίας, προέβλεπε τις επαναστατικές κινήσεις στα Βαλκάνια που θα οδηγούσαν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας και είχε εξαρχής ξεκάθαρο δυτικό προσανατολισμό.
Μια από τις θρυλικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821, υπήρξε ο Γεώργιος Καραισκάκης. Αρχικά υπήρξε Αρματολός και στην συνέχεια αρχιστράτηγος της Ρούμελης (Στερεά Ελλάδα) και ένας εκ των κορυφαίων στρατηγών του Αγώνα. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, αλλά δεν το ξέχασε ποτέ αυτό, λέγοντας χαρακτηριστικά συχνά ως ενήλικος: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο». Τα ηρωικά κατορθώματα των αγωνιστών του ‘21  είναι γνωστά.  Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι το  ότι  βωμολοχούσαν και έβριζαν. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς. Η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Πρωταθλητής όλων ήταν  ο Γεώργιος Καραισκάκης του οποίου  ασύγκριτη και παροιμιώδης ήταν η  αθυροστομία του. Γενικά ήταν αυτό που θα λέγαμε πολύ μεγάλος «χωρατατζής». Προς τον απεσταλμένο του Σιλιχτάρ Μπόδα, αρχηγό του τουρκικού στρατού στα Τρίκαλα: «Έλα, σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύ­φτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατα σας γαμώ την πίστιν σας και τον Μουχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε, κερατάδες. Δεν  εντρέπεστε να ζητείτε  από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην να τον χέσω και αυτόν και τόν Βεζύρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι είναι μουσουλμάνοι που μιλούν ελληνικά και βρίσκονται στην Τουρκία, στην Κύπρο και στην Ελλάδα, αλλά και στο Λίβανο και στη Συρία. Ελληνόφωνο, αν και δίγλωσσο, είναι ένα μεγάλο μέρος της αυτόχθονης μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας. Ιστορικά, κατά την διαδικασία αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ήταν οργανωμένη σε θρησκευτικές κοινότητες, τα μιλλέτ (millet, "έθνος"), η μουσουλμανική κοινότητα ταυτίστηκε με το τουρκικό έθνος ενώ από την ορθόδοξη κοινότητα, το ελληνόφωνο κομμάτι δημιούργησε το ελληνικό έθνος-κράτος. Έτσι, καθώς επικράτησε η θρησκεία, οι περισσότεροι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Ελλάδας μετανάστευσαν στην Τουρκία στη δεκαετία του 1920 με τις ανταλλαγές πληθυσμών της Συνθήκης της Λωζάνης, με εξαίρεση των μουσουλμάνων της Θράκης οι οποίοι αποτελούν επισήμως αναγνωρισμένη μειονότητα. Ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι ήταν και οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Στην Τουρκία οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι διακρίνονται σε αυτούς του Πόντου, οι οποίοι ομιλούν την ποντιακή διάλεκτο με έντονες επιδράσεις από την τουρκική («ρωμαίικα», Rumca), σε μουσουλμάνους από την Κρήτη (Τουρκοκρητικοί), σε μουσουλμάνους από την Ήπειρο (Τουρκογιαννιώτες) και σε Κύπριους μουσουλμάνους.
Πηγή: http://nikosxeiladakis.gr/επιστολη-απειλη-του-μωαμεθ-προσ-αυτοκ/
https://national-pride.org/2012/10/11/οι-βωμολοχιεσ-του-καραϊσκακη/
http://xletsos-basilhs.blogspot.gr/2014/03/blog-post_25.html
https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/03/12/gcw-77/
http://redskywarning.blogspot.gr/2014/08/2006.html
Με το βλέµµα στο Ισλάµ.Ο διάλογος µεταξύ Μανουήλ Β´ και ενός Mudarris∗Carlos Martínez Carrasco∗∗ Ο Carlos Martínez Carrasco είναι υπότροφος έρευνας του Εθνικού Προγράµµατος “Formación delProfesorado Universitario (F.P.U.)” του Υπουργείου Παιδείας της Ισπανίας, ενταγµένος στο ΤµήµαΜεσαιωνικής Ιστορίας και Επιστηµών και Τεχνικών της Ιστοριογραφίας του Πανεπιστηµίου της Γρανάδα, καιυποψήφιος διδάκτορας του ίδιου τµήµατος. Επίσης είναι συνεργάτης του Κέντρου Βυζαντινών, Νεοελληνικώνκαι Κυπριακών Σπουδών της Γρανάδα.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οθωμανική_περίοδος_στην_Ελλάδα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χαλιφάτο
http://byzantin-history.blogspot.is/2011/02/8.html?m=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σελτζούκοι
http://www.antibaro.gr/article/5489
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ελληνόφωνοι_μουσουλμάνοι

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Η στρατηγική διπλωματία του Μανουήλ Παλαιολόγου και η γιγάντια μαχη των Οθωμανών και των Μογγολων στην Άγκυρα

Υιός του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και της Ελένης Καντακουζηνού, ο Μανουήλ Β΄, όγδοος αυτοκράτορας της δυναστείας των Παλαιολόγων και προ προτελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, γεννήθηκε, σε μία ταραχώδη εποχή εισβολών, στις 27 Ιουνίου του 1352. Έχοντας πλήρη συνείδηση της δυσοίωνης αυτής εποχής, κατά την οποία του έτυχε να μεγαλώσει και αργότερα να εξασκήσει την εξουσία, ο Μανουήλ με λύπη γράφει σε ένα από τα έργα του: «Βγαίνοντας μόλις από την παιδική ηλικία και λίγο πριν αγγίξω την ενηλικίωση, βρέθηκα εν μέσω μιας ζωής γεμάτης κακών και αναταραχών, που ωστόσο επέτρεπε να προβλέψουμε πως το μέλλον θα μας έκανε να θεωρήσουμε το παρελθόν ως μία εποχή απόλυτης ηρεμίας». Πιστός στον πατέρα του, παρόλο που δεν είχε το προνόμιο του πρωτογέννητου, ο Μανουήλ συμμετείχε στην άσκηση της εξουσίας από την παιδική ακόμη ηλικία. Ήδη από την ηλικία των πέντε ετών κατείχε τον τίτλο του δεσπότη. Ανάμεσα στις αναρίθμητες υπηρεσίες που πρόσφερε από την εφηβεία του στον αυτοκράτορα, μπορεί να υπολογιστεί και εκείνη η περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο Ιωάννης είχε ταξιδέψει στη Βενετία στην προσπάθειά του να ζητήσει βοήθεια έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής του Αμουράτη, βρέθηκε φυλακισμένος λόγω αφερεγγυότητας. Ενώ ο Ανδρόνικος δίστασε να προσφέρει βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη στον πατέρα του βλέποντας στη φυλάκισή του μία ευνοϊκή περίσταση για τον ίδιο ώστε να καταλάβει τον θρόνο, ο Μανουήλ πήγε αμέσως στην Ιταλία πληρώνοντας τα λύτρα και ελευθερώνοντας με τον τρόπο αυτό τον πατέρα του. Για το κατόρθωμα αυτό του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δεσπότη της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του έτους 1369, καθώς και ο τίτλος του συναυτοκράτορα, ξεπερνώντας έτσι στην ιεραρχία τον μεγαλύτερο αδερφό του Ανδρόνικο, δύο χρόνια αργότερα. Στη νεαρή ηλικία των εικοσιτριών ετών, ως αναγνώριση του ταλέντου και της πίστης του, ο πατέρας του τον ονόμασε διάδοχο αυτοκράτορά του στις 25 Σεπτεμβρίου του 1373. Ωστόσο η ανάληψη της εξουσίας δεν ήταν απλή διαδικασία. Τόσο οι εσωτερικές διαμάχες για την βυζαντινή εξουσία όσο και η ενδυνάμωση της εξωτερικής πολιτικής της τουρκικής αυτοκρατορίας καθυστέρησαν την πραγματική ανάβασή του στον θρόνο. Ο ίδιος ο Μανουήλ αναγκάστηκε να παραμείνει στην αυλή του σουλτάνου και να του προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση του πατέρα του και του αδερφού του. Ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια στη ζωή του Μανουήλ ήταν  η στρατιωτική συμμετοχή του στην τουρκική εισβολή στη Φιλαδέλφεια, η τελευταία βυζαντινή πόλη στην Μικρά Ασία. Έπειτα από την φυγή του από την αυλή του Βαγιαζήτ στην οποία παρέμενε ως υποτελής στον σουλτάνο, ο Μανουήλ ανέλαβε τελειωτικά την εξουσία το 1391. Η είδηση του θανάτου του πατέρα του τον παρακίνησε να επιστρέφει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνοντας στα χέρια του, τον ίδιο χρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη, μία Αυτοκρατορία γεωγραφικά συρρικνωμένη και πολιτικά εξαρτημένη από τις αποφάσεις της ισχυρής εκείνη την εποχή Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η επίσημη στέψη από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με όλη την πολιτικο- θρησκευτική τελετουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τελετουργικό, τελέστηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1392, ημέρα κατά την οποία συνήψε γάμο με την πριγκίπισσα της Σερβίας Helena Dragas, Ελένη Δραγατση.
Εκ μέρους του Μανουήλ από τον βυζαντινό θρόνο, η πολιτική τακτική χαρακτηρίστηκε από την αναζήτηση συμμαχιών τόσο με τις δυτικές δυνάμεις όσο και με τους ίδιους τους Τούρκους, από τις εσωτερικές διαμάχες για τη διαδοχή στο θρόνο, οι οποίες οδήγησαν στην περαιτέρω αποδυνάμωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, από μία αξιοσημείωτη ώθηση στον πνευματικό τομέα τόσο στη λογοτεχνία όσο και γενικότερα στις τέχνες, από μία ισχυρή θρησκευτική πίστη και υπεράσπιση της εκκλησίας και των δογμάτων της και κυρίως από μία βαθύτατη πίστη, ακόμη και μετά την αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας, στην οικουμενικότητα και στη διαιώνιση του ελληνικού πολιτισμού και της ορθοδοξίας. Δυστυχώς οι διπλωματικές προσπάθειές του δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και έτσι με τον θάνατο του Μανουήλ το 1425, η άλλοτε πανίσχυρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιοριζόταν, πρακτικά και ουσιαστικά, γύρω από την πρωτεύουσά της. Εκτός από την πολιτική του ιδιότητα ως δεσπότης, συναυτοκράτορας και βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Μανουήλ “...καλλιεργημένος αυτοκράτορας και με ταλέντο στα γράμματα, μας είναι γνωστός για την ποιότητα των λογοτεχνικών συνθέσεών του, που κατά τη γνώμη του Krumbacher, τοποθετούνται ανάμεσα στις πλέον αξιόλογες των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου. Πιστός στη μόρφωσή του, ο Μανουήλ συνέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής του σημαντικά έργα, κυρίως ρητορικά και επιστολές, οι οποίες διατηρήθηκαν μέσω της χειρόγραφης παράδοσης. Εκτός από τον «Κάτοπτρον Ηγεμόνος» που μας απασχολεί, οι (Υποθήκαι βασιλικής αγωγής Υποθήκαι βασιλικής αγωγής, έργο απευθυνόμενο στον γιο του Ιωάννη, καθώς και τα ακόλουθα: Διάλογος με έναν Πέρση, θεωρούμενο ως ένα από τα βασικά έργα που εξετάζουν την βυζαντινή πολεμικής απέναντι στον τουρκικό κόσμο και αποδεικνύει την εκ του σύνεγγυς γνώση που είχε ο Μανουήλ Β’ σχετικά με το Ισλάμ. Ενα σύνολο  Επιστολών που διατηρήθηκαν, οι οποίες μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε το προσωπικό του ενδιαφέρον για την πολιτική, εκκλησιαστική και πνευματική ζωή της εποχής του καθώς και ένα corpus Δοκιμών σχετικά με το καλό, την ρητορική τέχνη και την ελευθερία της βούλησης. Ο Μανουήλ Β΄, ο οποίος ήταν πολιτικός και συγγραφέας παράλληλα η τέχνη της διακυβέρνησης με την τέχνη της φιλολογίας. Εκπληρώνεται, στις παρυφές του νέου ελληνισμού και κάτω από την διακυβέρνηση ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, το όνειρο ενός Έλληνα της αρχαιότητας, το ιδανικό που δίδασκε ο Πλάτωνας: πως η πολιτική θα επιτύχει το κοινό καλό μόνο όταν οι φιλόσοφοι κυβερνήσουν ή οι άρχοντες ξεκινήσουν να φιλοσοφούν.
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ απάντησε με άμεση πολιορκία της Πόλης το 1394, η οποία έμελλε να κρατήσει με κυμαινόμενη ένταση, για πολλά χρόνια. Την ίδια περίπου εποχή, η Δύση κινητοποίησε στρατεύματα που έφταναν τις 100.000 κατά των Τούρκων. Η ήττα των νέων Σταυροφόρων στη Νικόπολη του Δούναβη το 1396, σήμανε και το τέλος των ουσιωδών προσπαθειών της Δύσης. Ο Μανουήλ πάντως, συνέχισε τις διπλωματικές του προσπάθειες, ερχόμενος σε επαφή με το Λουδοβίκο της Γαλλίας, ο οποίος τον προσκάλεσε για επίσημη επίσκεψη. Γρήγορα φρόντισε να συμφιλιωθεί με τον παλαιό του αντίπαλο Ιωάννη Ζ', τον οποίο άφησε στη θέση του στη Βασιλεύουσα, και αφού μετέφερε την οικογένειά του στον ασφαλή περίγυρο του Μυστρά, ξεκίνησε για το Παρίσι το 1399. Οι τελετές για την υποδοχή του Μανουήλ, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντίστοιχες που είχαν γίνει κατά την περιοδεία του πατέρα του το 1370. Ο Ιωάννης Ε' είχε πάει σαν ζητιάνος, ενώ ο Μανουήλ ως περήφανος άρχοντας. Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος «αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, ίσως και Σταυροφορίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας και το μαρτυρικό θάνατο του Σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό, ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.
Ο Βαγιαζήτ Α΄ (1360 - 1403), αποκαλούμενος Ο Κεραυνός, ήταν Οθωμανός σουλτάνος από το 1389 έως το 1402. Ήταν γιος του Μουράτ Α΄ και της Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, τον οποίο διαδέχτηκε το 1389 μετά τον θάνατό του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ενώ προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ για να μη διεκδικήσει το θρόνο. Το 1390 υποχρέωσε τον Σέρβο βασιλιά να καταστεί υποτελής του και να του δώσει την κόρη του για σύζυγο, ενώ το 1393 κατέκτησε τη Βουλγαρία, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο να καταβάλλει ετήσιο φόρο και να καταστεί υποτελής του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1394 παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την κόμισσα των Σαλωνων Μαρία Φαντρίκ η οποία πέθανε το επόμενο έτος (1395). Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1396 νίκησε στη μάχη της Νικόπολης τα στρατεύματα της Γαλλο-Ουγγρικής συμμαχίας. Τον επόμενο χρόνο, το 1397, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχε εξαιτίας της Μογγολικής εισβολής στη Μικρά Ασία με αρχηγό τον Ταμερλάνο. Η μάχη της Άγκυρας πραγματοποιήθηκε το 1402 ανάμεσα στους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τους Οθωμανούς Τούρκους και τους Σέρβους του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' στην Άγκυρα κατά τις εκστρατείες του Ταμερλάνου. Ο Ταμερλάνος (ή Τιμούρ Λενγκ), ο διάσημος Μογγόλος κατακτητής, άρχισε τις κατακτήσεις προσπαθώντας να εκδιώξει τους συναγωνιστές του στην Κεντρική Ασία. Ο Τιμούρ (1336 - 1405), ιστορικά γνωστός ως Ταμερλάνος, ήταν Μογγόλος κατακτητής και ιδρυτής αυτοκρατορίας στην Περσία και την Κεντρική Ασία. Προερχόταν από τις περιοχές της Σαμαρκάνδης. Ονομαζόταν επίσης Τιμούρ Λενκ, δηλαδή Τιμούρ ο κουτσός. Ήταν εκτουρκισμένος Μογγόλος, γεννημένος στο σημερινό Ουζμπεκιστάν και αναδείχθηκε στην υπηρεσία του Τσαγκατάι Χαν, τον οποίο περιθωριοποίησε στα χρόνια 1364 -1370 προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία. Ανακήρυξε το κράτος του ως διάδοχο εκείνου του Τζένγκις Χαν και διεκδίκησε την άμεση καταγωγή του από τον Τζένγκις Χαν. Ο Ταμερλάνος είχε τη φήμη σκληρού κατακτητή. Όταν καταλάμβανε ορισμένες πόλεις, σφάγιαζε δεκάδες χιλιάδες από τους υπερασπιστές της και έκτιζε πυραμίδες με τα κρανία τους. Αν και Μουσουλμάνος, δεν ήταν λιγότερο σκληρός προς τους ομόθρησκούς του. Ανάμεσα στα θετικά του επιτεύγματα συγκαταλέγονται η ενθάρρυνση των τεχνών, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, καθώς και η κατασκευή τεράστιων δημοσίων έργων, κυρίως εκτεταμένων εγκαταστάσεων άρδευσης, που έδωσαν τη δυνατότητα αγροτικής ανάπτυξης στη χώρα. Ελπίζοντας ότι η αυτοκρατορία του θα έμενε ανέπαφη, μοίρασε λίγο πριν το θάνατό του την επικράτειά του στους γιους του, θεμελιώνοντας έτσι τη Δυναστεία των Τιμουριδών στην Κεντρική Ασία. Είχε καταλάβει μέχρι το 1369 ολόκληρη την περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα του κράτους του, τη Σαμαρκάνδη. Έκανε εκστρατείες κατά των Περσών και το 1392 προχώρησε κατά μήκος του Ευφράτη κατακτώντας πολλές περιοχές. Στη συνέχεια εισέβαλλε στη νότια Ρωσία. Νικώντας πολλούς λαούς, μπροστά του βρισκόταν η κατάκτηση του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας. Τελικά όμως δεν επιχείρησε την κατάληψή του και επέστρεψε στο κράτος του. Κατόπιν στράφηκε στην κατάκτηση της Ινδίας το 1398 και κατάφερε να καταστρέψει το Σουλτανάτο του Δελχί. Κατέλαβε το Δελχί και διέλυσε το ομώνυμο σουλτανάτο, αλλά αποσύρθηκε με λίγα οφέλη για την αυτοκρατορία του αφού γρήγορα αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στην πρωτεύουσα του στις στέππες για να αντιμετωπίσει συνασπισμό εναντίον του, τον οποίον είχαν συμπήξει ο σουλτάνος της Αιγύπτου και ο αρχηγός των Τούρκων Βαγιαζήτ.
Το 1400 ο Μογγόλος κατακτητής επιτέθηκε στη Συρία και στο Ιράκ. Κατάφερε να καταλάβει το Χαλέπι, την Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Επίσης κατέλαβε και τη Σεβάστεια της Καππαδοκίας, η οποία τότε ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' βλέποντας τον Ταμερλάνο να επεκτείνεται προς τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι Οθωμανοί, έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Στο κρίσιμο αυτό στάδιο, κατέφθασαν νέα στον Βαγιαζήτ. Ο Ταμερλάνος, ο Μέγας Χαγάνος των Μογγολων και επικυρίαρχος όλου του Μουσουλμανικού Κόσμου, είχε εισβάλει στην Ανατολική Μικρά Ασία με 600.000 άνδρες! Τα χρονικά- των Οθωμανών αναφέρουν πώς ο Βαγιαζήτ, ενώ πολιορκούσε την Βασιλεύουσα, παρέλαβε έγγραφο από τον Ταμερλάνο με την απαίτηση να ζητήσει συγνώμη από τον «Αυτοκράτορα των Ελλήνων» για όλα τα δεινά που του προκάλεσε, να του επιστρέψει τα εδάφη που του πήρε και αφού του ζητήσει γονυπετής συγχώρεση για δεύτερη φορά, να επιστρέψει στην πρωτεύουσα του την Άγκυρα και να ζητήσει έλεος από τον Ταμερλάνο για την απόφαση του να κάνει πόλεμο με τους Έλληνες χωρίς την άδειά του. Ο Ταμερλάνος, ως Μογγόλος Χαγάνος, ακολουθώντας πιστά τις παρακαταθήκες των προγόνων του, έβλεπε τα Τουρκικά φύλα ως υποδεέστερα των Μογγολων, διότι σύμφωνα με τους αρχαίους νόμους της Στέππας, οι Τούρκοι ήσαν ανέκαθεν δούλοι των Μογγολων, αναγκασμένοι να ζητούν την άδεια των ανωτέρων τους για οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια! Διακατεχόμένος από φόβο και πανικό ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως η οποία, σύμφωνα με τα πρωτογενή αρχεία, ήταν έτοιμη να υποκύψει, και επικεφαλής 120.000-250.000 ανδρών κατευθύνθηκε στην Άγκυρα για να δώσει μάχη. Ο Ταμερλάνος ξεχειμώνιασε στο Καραμπάχ του Καυκάσου. Ο Βαγιαζήτ διέθετε πολλούς άνδρες ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν 20.000 Σέρβοι άνδρες, καθώς η χώρα τους ήταν υποδουλωμένη στο Σουλτάνο. Ο τελευταίος έφτασε με το στρατό του στην πεδιάδα του Τσουμπούκ κοντά στην Άγκυρα. Την Άγκυρα την πολιορκούσε ο Ταμερλάνος (1402), ο οποίος κατέστρεψε τα πηγάδια της περιοχής για να μην ανεφοδιάζονται οι Τούρκοι, ενώ άλλαξε τη ροή του ποταμού Τσουμπούκ και έτσι διέθετε άφθονο νερό για τους στρατιώτες του. Εκεί ο Ταμερλάνος απέκοψε τον Βαγιαζήτ από το πόσιμο νερό, τον υπερφαλάγγισε χάρις στις συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις του και τον περιεκύκλωσε μέσα στην τότε άγονη πεδιάδα Σουβούκ, πλησίον της Άγκυρας. Η εμπροσθοφυλακή των Μογγόλων είχε αρχηγούς τον Αμπού Μπακρ στα δεξιά και τον Χουσάυν στα αριστερά. Πίσω από την εμπροσθοφυλακή βρισκόταν το κύριο σώμα των Μογγόλων με αρχηγό στο κέντρο τον Ταμερλάνο. Στα δεξιά έταξε τον γιο του Μιράν Σαχ και στα αριστερά τον επίσης γιο του Σαχ Ρουχ. Ακόμη είχε μια εφεδρεία με αρχηγό τον Μωάμεθ. Μάλιστα διέθετε και 32 ελέφαντες. Οι Οθωμανοί είχαν παρατάξει στα αριστερά το ιππικό τους υπό το γιο του Βαγιαζήτ, το Σουλεϊμάν. Στη δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν 20.000 Σέρβοι ιππείς και μέρος πεζικού υπό τον Στέφανο Λαζάρεβιτς, ηγεμόνα της Σερβίας. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 γενίτσαροι υπό τον ίδιο το Βαγιαζήτ αλλά και τους γιους του. Πίσω από την παράταξη των Τούρκων υπήρχε και εφεδρεία. Η μάχη άρχισε με τους Οθωμανούς να πιέζουν τους Μογγόλους και να τους αναγκάζουν σε υποχώρηση. Στην αριστερή πλευρά του τουρκικού στρατού όμως, οι Τάταροι, άλλαξαν στρατόπεδο και προσχώρησαν στον Ταμερλάνο. Αυτή η εξέλιξη στη μάχη ανέτρεψε τα δεδομένα για τους Οθωμανούς και το ιππικό των τελευταίων στα αριστερά εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός οι Μογγόλοι, περικύκλωσαν και νίκησαν κατά κράτος τον οθωμανικό στρατό. Επακολούθησε μια φριχτή σφαγή, κατά την οποία ελάχιστοι Τούρκοι επιβίωσαν για να γίνουν εκ νέου σκλάβοι των Μογγολων. Μετά τη μάχη οι Μογγόλοι και οι Οθωμανοί, μετρούσαν απώλειες του ύψους των 40.000 ανδρών. Αλλά οι πρώτοι είχαν κερδίσει μια τεράστια νίκη. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο, υπέστη βασανιστήρια και πέθανε. Ο Ταμερλάνος του υπενθύμισε την ιστορική θέση των Τούρκων έναντι των Μογγολων, τον μετέφερε στην Σαμαρκάνδη μέσα σε σιδερένιο κλουβί, όπου ο Βαγιαζήτ απεβίωσε με τον πλέον αξιοθρήνητο τρόπο. Οι Μογγόλοι μετά τη νίκη τους έφθασαν μέχρι την Σμύρνην, αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, καθώς ο Ταμερλάνος, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Κίνα. Τελικά όμως ο θάνατός του δεν του επέτρεψε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση. Η νίκη των Μογγόλων στη Μάχη της Άγκυρας είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Βυζαντινούς, καθώς καθυστέρησε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί όμως δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία. Στη μάχη της Άγκυρας την 28η Ιουλίου του 1402 ο Βαγιαζήτ συνετρίβη από τον Ταμερλάνο και ύστερα από μια μικρή περιπέτεια αιχμαλωτίστηκε. Κλείστηκε σε ένα κλουβί, όπου καθημερινά χλευαζόταν από τους Μογγόλους. Οκτώ μήνες μετά την αιχμαλωσία του, στις 8 Μαρτίου του 1403, αυτοκτόνησε σε ηλικία 43 ετών, μη μπορώντας να αντέξει τον εξευτελισμό τον οποίο είχε υποστεί. Ο θάνατός του θεωρήθηκε ως παράδειγμα προς αποφυγή από τους επόμενους ηγεμόνες, μιας και θεωρείται ότι ο Θεός τον τιμώρησε για όλες τις πράξεις του που έρχονταν σε αντίθεση με τον ιερό νόμο.
Το 1402 η Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας κατελήφθη από τον Ταμερλάνο ο οποίος έκτισε τείχος με τα σώματα των αιχμαλώτων του, η πόλη παρήκμασε χωρίς όμως να εξαλειφθεί ο χριστιανικός της πληθυσμός, ο οποίος, αν και γλωσσικά σιγά σιγά εκτουρκίζεται, διατηρεί τη Μητρόπολη και τους ιερείς του. Σημαντικό πλήγμα δέχτηκε το χριστιανικό στοιχείο της πόλης κατά την κατάληψή της από τον Ταμερλάνο (1402), οπότε μαρτυρείται ότι και ο μητροπολίτης αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει· πάντως, ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης δεν εξαλείφθηκε και, στη συνέχεια, η πόλη εξακολούθησε να έχει μητροπολίτες, όπως άλλωστε συνάγεται από την καταγραφή της στα βεράτια του 1483 και του 1525. Η πολιορκία της Σμύρνης (Δεκέμβριος 1402) είδε τους στρατούς του Ταμερλάνου να καταλαμβάνουν το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ηπειρωτική χώρα της Μικράς Ασίας. Η εκστρατεία του Ταμερλάνου στην Ανατολία ήταν εναντίον του οθωμανικού σουλτάνου Βαγιαζητ, τον οποίο νίκησε και κατέλαβε στην Άγκυρα τον Ιούλιο του 1402. Με την εξάλειψη του οθωμανικού στρατού, οι άνδρες του Ταμερλάνου έπληξαν τότε την Μικρά Ασία, φτάνοντας στη Σμύρνη προς το τέλος του έτους. Η Σμύρνη είχε καταληφθεί από τους Ιωαννίτες Ιωαννίτες το 1344 και έκτοτε είχε αντισταθεί σε διάφορες οθωμανικές επιθέσεις, οπότε όταν ο Ταμερλάνος προσφέρθηκε να τους αφήσει με αντάλλαγμα για ένα μεγάλο φόρο, οι Ιππότες αρνήθηκαν. Τον Ιούλιο η Σμύρνη είχε οχυρωθεί από 200 ιππότες υπό την εντολή του Inigo του Alfaro. Έκτοτε ο Μπουφίλο Πανϊζάζτι είχε σταλεί για να ενισχύσει τις άμυνες, αλλά οι Ιωαννίτες είχαν υποτιμήσει τις ικανότητες του Ταμερλάνου ως πολιορκητή. Η πολιορκία διήρκεσε μόνο δεκαπέντε ημέρες. Την εποχή εκείνη οι άνδρες της Ταμερλάνου εμποδίζουν την είσοδο του λιμανιού με πέτρες, εμποδίζοντας την άφιξη περισσότερων ενισχύσεων, ενώ οι τοίχοι χτυπούνταν από πολιορκημένες μηχανές και υπονομεύονταν. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 1402 η πόλη έπεσε σε επίθεση. Όπως ήταν σχεδόν πάντα στην περίπτωση όταν παίρνει μια πόλη από έφοδο, ο Ταμερλάνος διέταξε σφαγή του πληθυσμού και κατέστρεψε τις οχυρώσεις. Το κείμενο του βυζαντινού ιστορικού Δούκα για την βυζαντινή Σμύρνη είναι τόσο εύγλωττο, τόσο πολύ φέρνει στο νου σκηνές του 1922, που αξίζει να το διαβάσουν. Τότε στα πλοία ήταν οι Ιωαννίτες ιππότες, που έφευγαν για να γλιτώσουν την οργή του Ταμερλάνου. «…όσοι είχαν καταφύγει στο κάστρο για να φυλαχτούνε, όλοι Χριστιανοί με γυναίκες και παιδιά, άλλοι έπεφταν στη θάλασσα, άλλοι κρατούσαν τα πηδάλια των πλοίων, άλλοι τα κουπιά, άλλοι τα σχοινιά της πλώρης και τις άγκυρες και φώναζαν στους επιβαίνοντες: ‘Λυπηθείτε μας, είμαστε Χριστιανοί μη μας εγκαταλείπετε’! Όμως εκείνοι χτύπησαν με ρόπαλα τα γαντζωμένα χέρια, άνοιξαν πανιά και τους εγκατέλειψαν μισοπεθαμένους».
Δυστυχώς οι Αυτοκράτορες μας απώλεσαν αυτήν την μεγάλη ευκαιρία που τους χάρισε ο Ταμερλάνος και δεν κατόρθωσαν να ισχυροποιηθούν ώστε να επιτύχουν την οριστική και αμετάκλητη καταστροφή της Τουρκικής παρουσίας στα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία. Η Οθωμανική Μεσοβασιλεία ή Οθωμανικός εμφύλιος πόλεμος (1402 - 1413) ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στους γιους του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, που ξεκίνησε μετά την ήττα του στην Μάχη της Άγκυρας στις 20 Ιουλίου 1402 από τον Ταμερλάνο. Παρά το γεγονός ότι ο Ταμερλάνος αναγνώρισε ως νέο σουλτάνο τον Μεχμέτ Τσελεμπή, τα αδέρφια του αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μεχμέτ ως σουλτάνο και ο καθένας άρχισε να διεκδικεί τον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που κράτησε 11 χρόνια μέχρι τη Μάχη του Τσαμουρλού στις 5 Ιουλίου 1413, όταν ο Μεχμέτ Τσελεμπή αναδείχτηκε νικητής και στέφτηκε σουλτάνος ως Μωάμεθ Α΄.
Πηγή: http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2015/06/1350-1425.html
http://elthraki.gr/2016/03/όταν-ο-ταμερλάνος-έσωσε-την-κωνπολη/
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=6602
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μανουήλ_Β´_Παλαιολόγος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βαγιαζήτ_Α΄

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ταμερλάνος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_της_Άγκυρας

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οθωμανική_Μεσοβασιλεία

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φιλαδέλφεια_(Μικρά_Ασία)

http://www.pmeletios.com/newSite/index.php/23-εθνικα-θεματα/415-σμυρνη-1402-του-γιάννη-ζερβού

http://www.historyofwar.org/articles/siege_smyrna.html

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Storia della Grecia : L'invasione doriana, gli secoli oscuri e la età geometrica

L'invasione doriana è un concetto ideato dagli storici della Grecia antica per spiegare la sostituzione dei dialetti e delle tradizioni pre-classiche nel sud Grecia da quelli che hanno dominato la Grecia classica. Questi ultimi sono stati nominati Dorian dagli antichi scrittori greci, dopo i Dorici, la popolazione storica che le parlava. La leggenda greca afferma che i Dorici hanno preso possesso del Peloponneso in un evento chiamato il ritorno degli eracleidi. Gli studiosi classici hanno visto nella leggenda un possibile evento reale chiamato l'invasione doriana. Il significato del concetto è cambiato parecchie volte, come gli storici, i filologi e gli archeologi lo hanno usato nel tentativo di spiegare le discontinuità culturali espressa nei dati dei loro campi. Il modello d'arrivo della cultura Doriana su alcune isole del Mediterraneo, come Creta, non è ancora ben compreso. I Dorici colonizzarono un certo numero di siti su Creta come Lato. Nonostante quasi 200 anni di indagine, la storicità di una migrazione di massa di Dorici in Grecia non è mai stata stabilita e l'origine dei Dorici rimane sconosciuta. Alcuni hanno collegato loro o le loro vittime con l'emergere dei altrettanto misteriosi popoli marini. Il significato della frase "invasione Doriana" come spiegazione della rottura culturale dopo il periodo miceneo è diventato in qualche misura amorfo. Le indagini in esso hanno servito principalmente per escludere varie speculazioni, anche se la possibilità di una reale invasione Doriana rimane aperta.
La storiografia moderna chiama Medioevo ellenico o secoli oscuri o età oscura (dark age, nell'espressione inglese originaria) o anche età geometrica, il periodo nella storia della Grecia antica che si apre con l'invasione dei Dori e la fine della civiltà micenea e si prolunga fino alla nascita delle polis e all'età di Omero (circa dal XII all' VIII secolo a.C.). La distruzione della civiltà micenea dovuta forse all'invasione dei popoli del mare, e la successiva discesa dei Dori in Grecia segnano l'inizio di un periodo di transizione che inizia intorno al 1200 a.C. e si prolunga fino a verso l' 800 a.C. La popolazione dorica si stanziò principalmente in Peloponneso, Epiro, Focide, Etolia e a Creta. Si ampliarono i flussi migratori verso le isole e le coste dell'Asia Minore spopolando la Grecia: vennero fondate città come Efeso e Mileto. Si ebbe una diminuzione degli scambi commerciali esterni alle mura cittadine, un ritorno alla pastorizia e la scomparsa della scrittura, dell'architettura e dell'economia di palazzo micenea: tutte le attività rinacquero a livello locale. Tutto questo comportò una radicale riforma delle istituzioni. L'espressione "secoli oscuri" divenne popolare con i libri The Dark Age (1971) di Anthony Snodgrass e The Greek Dark Ages (1972) di R.A. Desborough. In quest'epoca la fine del XIII secolo a.C. appariva come l'irrimediabile tracollo della civiltà micenea, che venne conosciuta come "la catastrofe". Al contrario l' VIII secolo a.C. sembrava una vera e propria epoca rinascimentale per la Grecia. Secondo Desborough, questo ritrarsi si spiegava con grandi fenomeni di invasione, mentre Snodgrass si mostrava più prudente; entrambi comunque tracciavano un quadro apocalittico del periodo: calo demografico drammatico, perdita della scrittura e delle tecniche architettoniche, povertà, ecc. In effetti i grandi palazzi micenei furono distrutti da incendi a Micene stessa, a Tirinto, a Pylos e a Tebe. Ad eccezione di Creta, non furono più intraprese grandi costruzioni in pietra e le grandi tombe collettive furono sostituite da tombe individuali, molto più modeste, o dal rito dell' incinerazione. La lavorazione del bronzo scomparve, a causa della mancanza di contatti con l'esterno necessari per l'importazione del rame e dello stagno, si sviluppò però la produzione del ferro. Rimase come traccia materiale della cultura dell'epoca solo la ceramica, con lo stile definito geometrico: per questo motivo, per designare questo periodo, si è diffusa l'espressione età geometrica, alternativa a "Medioevo ellenico". La Lineare B sparì dovunque tranne che a Cipro successivamente venne adottato l' alfabeto fenicio, che permise la trascrizione dell'apparato mitologico-religioso-culturale elaborato nel medioevo ellenico. Infine grandi regioni si trovarono quasi del tutto spopolate, come la Laconia e la Messenia e alcune popolazioni cessarono di coltivare la terra e si dedicarono esclusivamente all' allevamento. A partire dall'epoca di Snodgrass e di Desborough, gli storici si mostrano oggi molto più prudenti rispetto ad un quadro che non manca di richiamare l'immagine a lungo tempo vista negativamente del Medioevo occidentale. È importante evidenziare ad esempio che durante questa epoca e più precisamente attorno al 1050 a.C. si ebbe l'introduzione del ferro tra le comunità dell' Asia Minore.
L' archeologia più recente ha esaminato con maggiore attenzione le vestigia lasciate dai secoli oscuri, ed è invalsa, nello studio di questo periodo, la suddivisione in Tardo Elladico III C (corrispondente grosso modo al XII secolo a.C.) Submiceneo (fino circa al 1050 a.C. o, secondo un'altra coronologia, fino al 1015 a.C.), Protogeometrico (fino al 950 a.C. circa) e Geometrico, che si estende fino alla fine del IX secolo a.C. o ai primi decenni dell' VIII. In primo luogo sono state esplorate le stratigrafie e le strutture dei monumenti: sono in tal modo apparse tracce di edifici templari. Sono inoltre stati scavati luoghi situati ad una certa distanza dai grandi palazzi micenei, che restavano poco conosciuti per l'epoca achea , e sono stati messi in luce siti importanti, tra cui, di primaria importanza, l' heroon di Lefkandi, in Eubea. Si tratta di un grande edificio fondato su una costruzione in pietra, sormontata da muri in mattoni crudi e da un colonnato esterno in legno strutturale. Il complesso, lungo più di 40 m, rappresentava la sepoltura di un personaggio rilevante, che subì il rito dell'incinerazione secondo modalità molto simili a quelle descritte da Omero, ed è datato alla fine del X secolo a.C. Lo stesso heroon è circondato da una necropoli in cui la maggior parte delle tombe sono riccamente decorate. Tra gli altri siti possono essere citati quello di Kalapodi (santuario a cielo aperto), di Isthmia, presso Corinto, di Assiros Toumba in Macedonia , di Nichoria in Messenia, ecc. Gli studi etnografici hanno permesso di supplire alla mancanza di resti: per comprendere l'evoluzione della società greca dell'epoca sono state suggerite comparazioni con società oggi osservabili. Così l'esempio dei pastori Sarakatsani in Epiro è stato utilizzato come modello per ricostruire la società pastorale della fine del periodo, mentre la struttura gerarchica delle popolazioni della Melanesia è stata utile per illuminare le relazioni di potere mostrate dai testi omerici, mentre una conferma archeologica dovrebbe in seguito convalidare la pertinenza degli accostamenti. L'esempio di Atene si distacca tuttavia dagli altri: secondo la mitologia greca, infatti, Atene sfuggì alla regressione post-micenea poiché era stata il luogo dove si erano rifiugiati i Neleidi, discendenti di Neleo, cacciato da Pilo, e in effetti la città conservò un'agricoltura e un'attività artistica di primo piano, di cui resta traccia nella sua ceramica protogeometrica. Attraverso l'evoluzione della decorazione nella ceramica dipinta, si distingue quindi un periodo "protogeometrico", che ha la sua conclusione con l'emergere di Atene come centro culturale, intorno all' 875 a.C., e vede lo sviluppo di un nuovo stile ceramico, conosciuto come geometrico. I "secoli oscuri" sembrerebbero oggi un periodo di cambiamento, più che di declino: apparvero nuovi culti e nuove pratiche rituali (in particolare l'incinerazione) e non sembra plausibile che la polis greca sia comparsa all'improvviso nell' VIII secolo: figura già in filigrana nei testi omerici. Durante il "medioevo ellenico" la guerra divenne per i villaggi della Grecia una costante, in quanto per l'etica dominante (di cui resta traccia nei poemi omerici) il cimentarsi nella guerra era motivo di onore. Le guerre non erano di conquista e di espansione, a quanto pare, dato che la Grecia era ancora organizzata in comunità prestatali basate su legami personali (prova ne sia il fatto che le popolazioni non prendevano il nome dalla città o dal territorio). Degli scontri in atto in quest'epoca non abbiamo alcuna notizia certa, e dobbiamo rifarci oltre che ai poemi omerici (non per gli eventi, ma per la Weltanschauung sottesa), a testi di storici e geografi posteriori Erodoto, Pausania, e a qualche reminiscenza presente nei componimenti dei poeti di epoca arcaica, come Tirteo e Archiloco.
Il medioevo ellenico (1104 a.C.-800 a.C. ca.) si riferisce al periodo della storia greca che va dalla presunta invasione dorica e la conseguente fine della civiltà micenea (XI secolo a.C.) al sorgere delle prime città-stato greche (IX secolo a.C.). A ciò si unisce l'attestazione dei poemi omerici, i più antichi documenti scritti alfabetici in greco nell' VIII secolo a.C. Il collasso della civiltà micenea coincide con la caduta di molti altri grandi imperi del vicino oriente, i più notevoli dei quali l' ittita e l' egiziano. la causa di ciò può essere attribuita a un'invasione dei cosiddetti popoli del mare, i quali maneggiavano armi di ferro. Quando i Dori dal nord scesero nella Grecia, anch'essi erano equipaggiati con le superiori armi di ferro, disperdendo facilmente così i già indeboliti micenei. Il periodo che segue questi eventi è collettivamente noto come il "periodo buio greco" e più precisamente, facendo un parallelo con i secoli considerati "bui" del medioevo dell'era volgare, medioevo ellenico. I re governarono per tutto questo periodo fino a che essi non furono sostituiti da una classe aristocratica, e dunque ancora più tardi, in alcune aree, da un'aristocrazia dentro l'aristocrazia un élite dell'élite. La gestione dello stato di guerra si spostava da un nucleo basato sulla cavalleria a una forza di fanteria, che assumeva così una grande importanza. Per la sua convenienza ad essere prodotto e la disponibilità locale, il ferro rimpiazzò il bronzo, diventando il metallo prescelto nella manifattura di armi e utensili. Lentamente crebbe l'uguaglianza tra le differenti classi sociali, portando alla deposizione dei vari re e accrescendo l'importanza delle famiglia. Alla fine di questo periodo di stagnazione, la civiltà greca venne incanalata in un rinascimento che fece espandere il mondo greco dal Mar Nero fino alla Spagna. La scrittura fu ripresa dai fenici, con l'alfabeto riadattato alla lingua ellenica, e si espanse a nord in Italia e nelle Gallie.
Con arte geometrica si intende la produzione materiale della civiltà greca tra il
900 e il 700 a.C., che prende il nome dal termine tradizionalmente usato per la produzione ceramica dello stesso periodo. Durante l' VIII secolo a.C. con la ripresa dei commerci in oriente e la fondazione delle prime colonie in occidente la popolazione greca uscì da un periodo di relativo isolamento acquisendo nuove capacità e nuove conoscenze (tecniche nuove per la lavorazione dei metalli, l'alfabeto fenicio); nella seconda metà del secolo si stabilizzò una nuova forma di aggregazione politica e sociale chiamata polis che portò alla formazione di una nuova tradizione figurativa. Le testimonianze per il periodo sono prevalentemente archeologiche benché si utilizzino notizie provenienti dalle fonti letterarie più recenti. La documentazione materiale è inoltre costituita in gran parte da oggetti in ceramica, uno dei pochi materiali non deperibili utilizzati durante la prima età del ferro.
Πηγή: https://it.m.wikipedia.org/wiki/Medioevo_ellenico

https://it.m.wikipedia.org/wiki/Storia_della_Grecia

https://it.m.wikipedia.org/wiki/Arte_geometrica

https://en.m.wikipedia.org/wiki/Dorian_invasion