Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Φρούραρχος Μιχαήλ Σπανός : Ο πραγματικός ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Μέρος Α)

Οι νομάδες Τούρκοι, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί, προέρχονταν από την Κεντρική Ασία. Ωθούμενοι από τους Μογγόλους, μετακινήθηκαν προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν κοντά στην Προύσα (1281). Η μικροσκοπική αυτή ηγεμονία προσέλκυσε πλήθος από μισθοφόρους που αναζητούσαν λάφυρα και από καλλιεργητές που αναζητούσαν κτήματα. Ιδρυτής του Οθωμανικού κράτους θεωρείται ο Οσμάν ή Οθμάν (1289-1326), ο οποίος έκανε τις πρώτες κατακτήσεις, αξιοποιώντας τον παλιό ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (φανατικών πολεμιστών της πίστης). Οι κατακτήσεις του Οσμάν διευκολύνθηκαν από τη διάλυση των βυζαντινών ακριτικών σωμάτων μετά το 1261. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουση του Οσμάν με τα βυζαντινά στρατεύματα έγινε το 1301 κοντά στην Προύσα. Το 1326 η Προύσα καταλήφθηκε από τον Ορχάν, διάδοχο του Οσμάν, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του.
Ο Οσμάν Α΄ ή Οσμάν Γαζής (Ghazi σημαίνει "ιερός πολεμιστής"), (1258 - 1326) ήταν ιδρυτής και σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ και της Χαλιμέ Χατούν. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός της νομαδικής φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία (ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Κεντρικής Ασίας, Περσίας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία, ο Οσμάν, επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου Μαχσούντ Β΄ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε Σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Προύσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326. Η πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ (Μαύρο Κάστρο?) ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Απεβίωσε το 1326 ενώ πολιορκούσε την βυζαντινή πόλη Προύσα σε ηλικια 68 ετων. 
Η βυζαντινή και οθωμανική κουλτούρα είναι ένα πολιτισμικό συνεχές κατά τον Αχμέτ Ερτούγκ, μία φυσιογνωμία του εκδοτικού χώρου. Πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι βυζαντινοί άρχοντες ζούσαν στην περιοχή της Προύσας και πάντρευαν τις θυγατέρες τους με Οθωμανούς πρίγκιπες. Εχω πεισθεί ότι αυτές οι ευγενείς γυναίκες επηρέασαν τους συζύγους τους ώστε να ακολουθήσουν τα πρότυπα πλούτου και αρχιτεκτονικής που έθετε η Κωνσταντινούπολη.
Από παλιά βυζαντινή οικογένεια –το εξισλαμισθέν όνομά της σημαίνει Ουρανός– ο ιδρυτής της δυναστείας, Γαζή Εβρενός, μαζί με έναν άλλο Βυζαντινό αξιωματούχο, τον Κιοσέ [Σπανός, στα ελληνικά] Μιχαήλ, συνέπηξαν στη Βιθυνία «ανίερη συμμαχία» με τον πρώτο σουλτάνο Οσμάν, τον γενάρχη της δυναστείας, και από μιαν άποψη υπήρξαν συνιδρυτές της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών.
Στην οργάνωση του νέου κρατιδίου, των Οθωμανών Τούρκων, θα βοηθήσει σημαντικά και καταλυτικά ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, Μιχαήλ Σπανός, γνωστός ως Κιοσέ Μιχαήλ , διοικητής του φρουρίου της Κερμεγκίας (Chirmenkia) στη Βιθυνία (σημερινό Harmankaya), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Οσμάν, ωστόσο γίνεται στενός φίλος και συνεργάτης του Οσμάν. Ο Μιχαήλ μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του φρουρίου ασπάστηκαν το Ισλάμ, ακολουθώντας την κύρια πολιτική του Οσμάν, η οποία ήταν ο εξισλαμισμός του Βυζαντινού Πληθυσμού και κυρίως αξιωματούχων. Ήταν ο πρώτος σημαντικός βυζαντινός αποστάτης και εξισλαμισμένος αξιωματούχος που μπήκε στην Οθωμανική υπηρεσία. Είναι επίσης γνωστός ως Gazi Mihal και Abdullah Mihal Gazi. Ο Μιχαήλ Σπανός ήταν Έλληνας στην καταγωγή και κυβερνήτης της Κερμεγκίας. Το κάστρο του ήταν στις πλαγιές του Βιθυνικου Ολύμπου (Uludağ) στην Βηλοκώμη (Bilecik). Πρίν τον εξισλαμισμό διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον φύλαρχο Οσμάν, ήταν σύμμαχος του στο πόλεμο και ήταν ηγέτης του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Επίσης ήταν σύμβουλος και διπλωματικός αντιπρόσωπος του Οσμάν. Ο εξισλαμισμός του έγινε μεταξύ 1304 και 1313, την εποχή της εκστρατείας των Καταλανών εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία ή λίγο αργότερα. Μέχρι την κατάκτηση της Παρούσας, της πρώτης μεγάλης πόλης που κατέκτησαν και πρώτης πρωτεύουσας των Τούρκων, ο Μιχαήλ Σπανός έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν διπλωματικός αντιπρόσωπος του διαδόχου σουλτάνου, του Ορχάν. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ίδρυσε δυναστεία δική του μέσα στο νέο κράτος, τους Mihaloğlu που ήταν διάσημοι τους πρώτου αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (15-16ος αιώνας). Ήταν πολιτικά και στρατιωτικά δυνατή οικογένεια στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλά δεν ανέβηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας. Ο εγγονός του Μιχαήλ Σπανού λεγόταν Ghazi Mihal Bey, κρατώντας το ελληνικό όνομα του παππού του. Στις 5 Δεκεμβρίου 2020, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι το σπαθί του Μιχαήλ Σπανού καταγράφηκε ως το παλαιότερο οθωμανικό χειροποίητο τεχνούργημα και μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
https://www.google.gr/amp/s/www.kathimerini.gr/opinion/996843/en-thessaloniki/amp/
http://turkeyhistory.blogspot.com/2013/03/blog-post_19.html?m=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%83%CE%BC%CE%AC%CE%BD_%CE%91%CE%84
https://en.m.wikipedia.org/wiki/K%C3%B6se_Mihal
https://www.google.gr/amp/s/www.kathimerini.gr/culture/278632/vyzantio-kai-othomanoi-einai-mia-synecheia/amp/
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2698/Istoria_B-Lykeiou_html-empl/index4_6.html

Φρούραρχος Μιχαήλ Σπανός : Ο πραγματικός ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Μέρος Β)

Οι νομάδες Τούρκοι, που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί, προέρχονταν από την Κεντρική Ασία. Ωθούμενοι από τους Μογγόλους, μετακινήθηκαν προς τα δυτικά και εγκαταστάθηκαν κοντά στην Προύσα (1281). Η μικροσκοπική αυτή ηγεμονία προσέλκυσε πλήθος από μισθοφόρους που αναζητούσαν λάφυρα και από καλλιεργητές που αναζητούσαν κτήματα. Ιδρυτής του Οθωμανικού κράτους θεωρείται ο Οσμάν ή Οθμάν (1289-1326), ο οποίος έκανε τις πρώτες κατακτήσεις, αξιοποιώντας τον παλιό ισλαμικό θεσμό των γαζήδων (φανατικών πολεμιστών της πίστης). Οι κατακτήσεις του Οσμάν διευκολύνθηκαν από τη διάλυση των βυζαντινών ακριτικών σωμάτων μετά το 1261. Η πρώτη νικηφόρα σύγκρουση του Οσμάν με τα βυζαντινά στρατεύματα έγινε το 1301 κοντά στην Προύσα. Το 1326 η Προύσα καταλήφθηκε από τον Ορχάν, διάδοχο του Οσμάν, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσά του.
Ο Οσμάν Α΄ ή Οσμάν Γαζής (Ghazi σημαίνει "ιερός πολεμιστής"), (1258 - 1326) ήταν ιδρυτής και σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ και της Χαλιμέ Χατούν. Ο πατέρας του ήταν αρχηγός της νομαδικής φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία (ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Κεντρικής Ασίας, Περσίας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας). Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία, ο Οσμάν, επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου Μαχσούντ Β΄ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε Σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Προύσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326. Η πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ (Μαύρο Κάστρο?) ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Απεβίωσε το 1326 ενώ πολιορκούσε την βυζαντινή πόλη Προύσα σε ηλικια 68 ετων. 
Η βυζαντινή και οθωμανική κουλτούρα είναι ένα πολιτισμικό συνεχές κατά τον Αχμέτ Ερτούγκ, μία φυσιογνωμία του εκδοτικού χώρου. Πριν πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι βυζαντινοί άρχοντες ζούσαν στην περιοχή της Προύσας και πάντρευαν τις θυγατέρες τους με Οθωμανούς πρίγκιπες. Εχω πεισθεί ότι αυτές οι ευγενείς γυναίκες επηρέασαν τους συζύγους τους ώστε να ακολουθήσουν τα πρότυπα πλούτου και αρχιτεκτονικής που έθετε η Κωνσταντινούπολη.
Από παλιά βυζαντινή οικογένεια –το εξισλαμισθέν όνομά της σημαίνει Ουρανός– ο ιδρυτής της δυναστείας, Γαζή Εβρενός, μαζί με έναν άλλο Βυζαντινό αξιωματούχο, τον Κιοσέ [Σπανός, στα ελληνικά] Μιχαήλ, συνέπηξαν στη Βιθυνία «ανίερη συμμαχία» με τον πρώτο σουλτάνο Οσμάν, τον γενάρχη της δυναστείας, και από μιαν άποψη υπήρξαν συνιδρυτές της Αυτοκρατορίας των Οθωμανών.
Στην οργάνωση του νέου κρατιδίου, των Οθωμανών Τούρκων, θα βοηθήσει σημαντικά και καταλυτικά ένας Βυζαντινός αξιωματούχος, Μιχαήλ Σπανός, γνωστός ως Κιοσέ Μιχαήλ , διοικητής του φρουρίου της Κερμεγκίας (Chirmenkia) στη Βιθυνία (σημερινό Harmankaya), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Οσμάν, ωστόσο γίνεται στενός φίλος και συνεργάτης του Οσμάν. Ο Μιχαήλ μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό του φρουρίου ασπάστηκαν το Ισλάμ, ακολουθώντας την κύρια πολιτική του Οσμάν, η οποία ήταν ο εξισλαμισμός του Βυζαντινού Πληθυσμού και κυρίως αξιωματούχων. Ήταν ο πρώτος σημαντικός βυζαντινός αποστάτης και εξισλαμισμένος αξιωματούχος που μπήκε στην Οθωμανική υπηρεσία. Είναι επίσης γνωστός ως Gazi Mihal και Abdullah Mihal Gazi. Ο Μιχαήλ Σπανός ήταν Έλληνας στην καταγωγή και κυβερνήτης της Κερμεγκίας. Το κάστρο του ήταν στις πλαγιές του Βιθυνικου Ολύμπου (Uludağ) στην Βηλοκώμη (Bilecik). Πρίν τον εξισλαμισμό διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον φύλαρχο Οσμάν, ήταν σύμμαχος του στο πόλεμο και ήταν ηγέτης του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Επίσης ήταν σύμβουλος και διπλωματικός αντιπρόσωπος του Οσμάν. Ο εξισλαμισμός του έγινε μεταξύ 1304 και 1313, την εποχή της εκστρατείας των Καταλανών εναντίον των Τούρκων στην Μικρά Ασία ή λίγο αργότερα. Μέχρι την κατάκτηση της Παρούσας, της πρώτης μεγάλης πόλης που κατέκτησαν και πρώτης πρωτεύουσας των Τούρκων, ο Μιχαήλ Σπανός έπαιξε σημαντικό ρόλο σαν διπλωματικός αντιπρόσωπος του διαδόχου σουλτάνου, του Ορχάν. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ίδρυσε δυναστεία δική του μέσα στο νέο κράτος, τους Mihaloğlu που ήταν διάσημοι τους πρώτου αιώνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (15-16ος αιώνας). Ήταν πολιτικά και στρατιωτικά δυνατή οικογένεια στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Αλλά δεν ανέβηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας. Ο εγγονός του Μιχαήλ Σπανού λεγόταν Ghazi Mihal Bey, κρατώντας το ελληνικό όνομα του παππού του. Στις 5 Δεκεμβρίου 2020, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας ανακοίνωσε ότι το σπαθί του Μιχαήλ Σπανού καταγράφηκε ως το παλαιότερο οθωμανικό χειροποίητο τεχνούργημα και μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
https://www.google.gr/amp/s/www.kathimerini.gr/opinion/996843/en-thessaloniki/amp/
http://turkeyhistory.blogspot.com/2013/03/blog-post_19.html?m=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CF%83%CE%BC%CE%AC%CE%BD_%CE%91%CE%84
https://en.m.wikipedia.org/wiki/K%C3%B6se_Mihal
https://www.google.gr/amp/s/www.kathimerini.gr/culture/278632/vyzantio-kai-othomanoi-einai-mia-synecheia/amp/
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2698/Istoria_B-Lykeiou_html-empl/index4_6.html

Βρετανία 400-600 Μ.χ. - Το τέλος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνορωμαϊκής Αλβιωνας (Μέρος Δ)

Η περίοδος που ακολούθησε την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είδε ορισμένες από τις σημαντικότερες τέτοιες αλλαγές.  Με την αποχώρηση των λεγεώνων προς την Ευρώπη στις αρχές του 5ου αιώνος η Britannia, ρωμαϊκή επαρχία επί αιώνες, έμεινε έκθετη σε εχθρικές επιδρομές.  Οι εκλατινισμένοι και εκχριστιανισμένοι Κελτο-Ρωμαίοι άρχισαν να δέχονται ολοένα και περισσότερο την πίεση των γερμανικών φυλών που έπλεαν από τα ανατολικά, αναζητώντας τη δική τους τύχη στη λεγόμενη «Μεγάλη Μετανάστευση των Λαών».  Από την περιοχή της σημερινής Δανίας και βορείου Γερμανίας οι φυλές των Άγγλων (Angli, Angles), των Σαξόνων (Saxons, Sassenach, Saeson) και των Ιούτων (Jutes), μαζί με Φρισίους από την Ολλανδία, έφθαναν κατά κύματα στα βρετανικά εδάφη.  Ένας μακρύς και επίμονος αγώνας ξεκίνησε ανάμεσα σε γηγενείς και εισβολείς:  η αντίσταση των «πολιτισμένων» Κελτο-Ρωμαίων χριστιανών εναντίον των «βαρβάρων» Αγγλοσαξόνων παγανιστών θα αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη βρετανική συλλογική μνήμη μέσα από το θρύλο του βασιλιά Αρθούρου.
Μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνος οι αγγλοσαξονικές φυλές είχαν ολοκληρώσει την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Βρετανίας.  Γεωργοί όντας, όπως είχαν συνηθίσει από τις ηπειρωτικές τους πατρίδες, εγκαταστάθηκαν στα βοσκοτόπια και τις εύφορες πεδιάδες της ανατολής.  Οι Κέλτες περιορίστηκαν στα ορεινά της Ουαλίας, της Κορνουάλης και των σκωτικών συνόρων, διαμορφώνοντας περίπου τα σύγχρονα σύνορα της Αγγλίας.  Η ερήμωση των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων, η καταστροφή των εκκλησιών και οι σφαγές που συνόδευσαν την κατάκτηση οδήγησαν στην πτώση του κλασσικού πολιτισμού του νησιού και τη βίαιη λήξη της κελτικής «Εποχής των Αγίων».  Η οικονομική και κοινωνική ζωή μαράζωσαν, ενώ η παρακμή της μόρφωσης είχε ως αποτέλεσμα ο πρώιμος αγγλικός μεσαίωνας να έχει εξαιρετικά περιορισμένα γραπτά μνημεία, οδηγώντας στο χαρακτηρισμό του ως «σκοτεινών χρόνων».
Εν μέσω των ερειπίων οι Αγγλοσάξονες εδραιώθηκαν και άρχισαν να οικοδομούν τον δικό τους κόσμο.  Κατά παράδοση οργανώνονταν σε επίπεδο κοινότητας και φυλής, σε μία συμφωνία ελευθέρων αγροτών με ηγεμονίσκους-πολεμιστές (earls).  Συν τω χρόνω δημιουργήθηκαν βασίλεια, μεγαλύτερες και πιο συγκεντρωτικές δομές.  Ο αριθμός και η έκταση των βασιλείων άλλαζε συχνά διότι, όπως θα φανεί παρακάτω, οι βασιλείς πολλές φορές διαιρούσαν τα εδάφη τους μεταξύ των διαδόχων τους, ύστερα επανενώνονταν κτλ.  Ύστερα από τις ανακατατάξεις των πρώτων χρόνων, σχηματίστηκε ένα σύστημα αγγλοσαξονικών βασιλείων που αργότερα οι ιστορικοί επονόμασαν «Επταρχία».  Ξεκινώντας από το βορρά προς το νότο, αποτελείτο από τη Νορθουμβρία, τη Μερκία, την Ανατολική Αγγλία (East Anglia), το Έσσεξ (Ανατολικοί Σάξονες), το Κεντ, το Σάσσεξ (Νότιοι Σάξονες) και το Ουέσσεξ (Δυτικοί Σάξονες).  Αυτά τα βασίλεια (πρωτόγονα και εντελώς υποτυπώδη ακόμη και για δυτικοευρωπαϊκά δεδομένα) βρίσκονταν σε έναν διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους και με τους Κέλτες, εμποδίζοντας ή καθιστώντας θνησιγενείς οποιαδήποτε εγχειρήματα για νησιωτική ενότητα (αν θεωρήσουμε πως απασχολούσαν τους εκάστοτε ηγεμόνες, πέραν της επέκτασης της δικής τους επικρατείας).  Τον 7ο αιώνα, ύστερα από δραστήριες ιεραποστολές από τη Ρώμη, επετεύχθη ο εκχριστιανισμός των Αγγλοσαξόνων.  Από το σημείο εκείνο ξεκινά η ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμού, με επίκεντρο πλούσια και δραστήρια μοναστήρια όπως του Λίντισφαρν στις βορειοανατολικές ακτές της Νορθουμβρίας.  Με τη βοήθεια Ελλήνων και Λατίνων κληρικών η μάθηση και η κλασσική παιδεία άρχισαν να ανακάμπτουν στη Βρετανία.  Η άνθιση της τέχνης (χρυσοχοΐα, μικρογραφία κ.α.), της παραγωγής βιβλίων και η πρώτη μεταφορά της παλαιάς αγγλικής γλώσσας σε γραπτή μορφή κάνουν τους ιστορικούς να ομιλούν για μια μικρή «Χρυσή Εποχή» μέσα στη γενική οπισθοδρόμηση του πρώιμου Μεσαίωνος.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν αναλυθεί μέχρι στιγμής οι Βρετανοί διαθέτουν υψηλό αριθμό γερμανικών αρσενικών προγόνων. Οι ερευνητικές προσπάθειες έδειξαν ότι η γενετική δεξαμενή του βρετανικού πληθυσμού της χώρας περιέχει κατά 50 έως 100% γερμανικά φυλοκαθοριστικά χρωμοσώματα Y. H αγγλοσαξονική επικράτηση, ωστόσο, έχει προκαλέσει πολλές απορίες στους ερευνητές καθώς όπως υποδεικνύουν αρχαιολογικά ευρήματα εκείνη την περίοδο ο αριθμός των εισβολέων ήταν περιορισμένος. Σύμφωνα με υπολογισμούς αυτοί οι άνθρωποι, που βρέθηκαν στη Βρετανία κατά τη διάρκεια του 5ου έως τον 7ο αιώνα μ.Χ. ξεπερνούσαν τους 10 έως 200 χιλιάδες. Οι αυτόχθονες ξεπερνούσαν τα δύο εκατομμύρια άτομα.
https://cognoscoteam.gr/%CE%B7-%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%83%CE%B1%CE%BE%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF/
https://www.google.gr/amp/s/www.kathimerini.gr/world/257421/vretaniko-apartchaint-sta-mesaionika-chronia/amp/

Βρετανία 400-600 Μ.χ. - Το τέλος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνορωμαϊκής Αλβιωνας (Μέρος Γ)

Οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τη Βρετανία κατά τον πρώιμο 5ο αι. αφήνοντας πίσω τους το Τείχος του Αδριανού και άλλα δημόσια κτίσματα μαζί με μια σειρά πόλεων, δρόμων και στρατοπέδων. Εντούτοις, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, αυτό που κράτησε περισσότερο από αυτούς βρίσκεται στα χρωμοσώματα των Βρετανών, καθώς ένα εκατομμύριο Βρετανών ανδρών φαίνεται ότι κατάγεται από τους εισβολείς. 
Μια γενετική μελέτη σε δείγμα 5.000 ατόμων έδειξε ότι πάνω από πέντε εκατομμύρια Άγγλοι και Ουαλοί φέρουν ξεχωριστές γενετικές υπογραφές που βρίσκονται συχνά, και μάλλον έχουν τις απαρχές τους, στην Ιταλία. Ακόμη, τα γενετικά χαρακτηριστικά αυτά είναι σπάνια σε περιοχές που γνώρισαν λίγο ή καθόλου τη ρωμαϊκή κατάκτηση, όπως η Σκωτία και η Ιρλανδία. Έτσι, αν και η επιστήμη δεν μπορεί ακόμη να βρει το πότε εισήχθησαν τα γενετικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου, οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι ο ερχομός των Ρωμαίων ευθύνεται για το λιγότερο το ένα τέταρτο των συνολικών ιταλικών χαρακτηριστικών.
Οι Ρωμαίοι έφτασαν στη Βρετανία το 43 μ.Χ, για να απαρτίσουν με τον ερχομό τους το 8% του συνολικού ανδρικού πληθυσμού της χώρας. Όπως αναφέρει το άρθρο της εφημερίδας Telegraph, «Οι επιστήμονες ανέλυσαν γενετικό υλικό από το χρωμόσωμα Υ που κληρονομείται στους άνδρες και ταύτισαν πέντε σπάνιους τύπους που είναι όμως ασυνήθιστα συχνοί μεταξύ Άγγλων, Ουαλών και Ιταλών ανδρών. Ο πιο χαρακτηριστικός αυτός τύπος είναι ο Αλπικός (R1b-S28), που βρίσκεται στο 13% των Ιταλών, στο 6,5% των Άγγλων και Ουαλών αλλά μόνο στο 4,3 των Σκωτσέζων και το 1,8 των Ιρλανδών. Εφαρμόζοντας τους αριθμούς αυτούς στον συνολικό πληθυσμό, συστήνεται ότι 1,6 εκ. Άγγλοι και Ουαλοί φέρουν το Αλπικό γενετικό αποτύπωμα. 2,3 εκ. περισσότεροι επίσης φέρουν μία από τις τέσσερις άλλες γενετικές υπογραφές που ταύτισε η έρευνα». Και ο συνολικός αριθμός θα πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερος δεδομένου ότι οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους που σχετίζονται με τους Ρωμαίους μόνο μέσω των αρσενικών προγόνων τους.
Μετά την εγκατάλειψη της Βρετανίας από τους Ρωμαίους (410 μ.Χ.) ο Geoffrey παρουσιάζει τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην ανάληψη της εξουσίας από τον Αρθούρο. Η αποχώρηση των Ρωμαίων δημιουργεί κενό εξουσίας, το οποίο εκμεταλλεύεται ο Vortigern σφετεριζόμενος  το θρόνο από τους νόμιμους διαδόχους (Aurelius Ambrosius, Uther Pendragon). Μάλιστα, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του καλεί σαξονικά φύλα να μεταναστεύσουν στη Βρετανία με αντάλλαγμα τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Ωστόσο, ο Vortigern δεν μπορεί να ελέγξει τους Σάξονες οι οποίοι επιδίδονται σε καταστροφές. Ο Vortigern καταφεύγει στην Ουαλία, όπου ο Merlin προλέγει το χαμό του.
Την εξουσία αναλαμβάνουν αρχικά ο Aurelius Ambrosius και στη συνέχεια ο Uther Pendragon. Ο Αρθούρος αναφέρεται ως γιος του Uther και παρουσιάζεται ως  ένα είδος σωτήρα από τη σαξονική λαίλαπα. Σύμφωνα με τον Geoffrey η σύλληψη του Αρθούρου έγινε στο κάστρο του Tintagel, όταν ο Uther «κοιμήθηκε» με την Igraine (ή Ygraine), αφού πήρε τη μορφή του συζύγου της, Gorlois, με τη βοήθεια του Merlin. O Αρθούρος ανέβηκε στο θρόνο σχετικά νέος και αφού κατανίκησε τους Σάξονες και τα συμμαχικά σε αυτούς φύλα (Πίκτοι και Σκώτοι) εισέβαλε και κατάκτησε και το νησί της Ιρλανδίας. Μετά από μία περίοδο ειρήνης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Αρθούρος παντρεύεται την Guinevere και δημιουργεί το οχυρό του στο Caerleon, εισβάλλει στη Γαλατία, την οποία προσθέτει στο βασίλειό του. Ακολουθεί ακόμα ένα διάστημα ειρήνης και ο Αρθούρος εκστρατεύει εκ νέου στη Γαλατία για να αντιμετωπίσει τον Ρωμαίο άρχοντα Lucius, αφήνοντας αντικαταστάτη στο θρόνο τον ανιψιό του Mordred. Ο Αρθούρος επικρατεί του Lucius στη Βουργουνδία αλλά πίσω στη Βρετανία ο Mordred σφετερίζεται το θρόνο και τη γυναίκα του Αρθούρου. Οι δύο αντίπαλοι πολεμούν στις όχθες του ποταμού Camel στην Κορνουάλη με τον Αρθούρο να σκοτώνει τον Mordred αλλά και ο ίδιος να τραυματίζεται σοβαρά. Ο Geoffrey στη διήγησή του μεταφέρει τον Αρθούρο στο Νησί του Avalon (Insula Avallonis) προκειμένου να θεραπευθεί. Η ονομασία του Avalon αποτελεί πιθανόν παράφραση της ουαλικής λέξης «Avallach» (Τόπος των Μήλων). Η βασιλεία του κατά τον Geoffrey κράτησε περίπου 25 χρόνια. Ο Geoffrey δεν αναφέρει τίποτα για το θάνατο του Αρθούρου, υιοθετώντας έτσι έναν ουαλικό θρύλο, σύμφωνα με τον οποίο αναμένεται η Επιστροφή του Βασιλιά. Κατά μία άλλη εκδοχή ο Αρθούρος πέθανε στη μάχη του Camlann και θάφτηκε στο Αβαείο του Glastonbury.
https://www.archaiologia.gr/blog/2013/05/10/%CE%B2%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%81%CF%89%CE%BC%CE%B1/
https://www.e-telescope.gr/history/world-history/king-arthur

Βρετανία 400-600 Μ.χ. - Το τέλος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνορωμαϊκής Αλβιωνας (Μέρος Β)

Ο χρόνος άμβλυνε την αντιπαλότητα. Ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής κυριάρχησε στον Νότο, ενώ δυο τείχη ορθώθηκαν από ακτή σε ακτή για να ασφαλίσουν τη ρωμαϊκή επαρχία από τους εισβολείς του Βορρά. Το Λονδίνο εξελίχθηκε σε μεγαλούπολη με 60.000 κατοίκους. Στη Ρώμη, όμως, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι. Οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι αποσύρονταν από τη Βρετανία για να χρησιμοποιηθούν στις μάχες για την κυριαρχία. Ο τελευταίος Ρωμαίος στρατιώτης εγκατέλειψε το νησί στα 442. Οι Κέλτες του Βορρά, ξεχύθηκαν στο Νότο. Ο άρχοντας, Βορτέγερνος (Βόρντιγκερν), κάλεσε τους Γερμανούς να τον βοηθήσουν. Ήρθαν, τσάκισαν τους εισβολείς κι έμειναν αυτοί κυρίαρχοι της χώρας. Ήταν γύρω στα 516, όταν ξεπρόβαλε η μορφή του θρυλικού βασιλιά Αρθούρου, του πιο γνωστού από τους ήρωες των Κελτών. Ο «τελευταίος από τους Δρυίδες», ο μάγος Μέρλιν, έφταιγε γι’ αυτό. Κελτικοί μύθοι και χριστιανισμός μπερδεύονται στους θρύλους που τους συνδέουν. 
Ο ισχυρισμός ότι ο Αρθούρος είναι πραγματικό πρόσωπο ενισχύεται από το γεγονός ότι το «Άρθουρ/Arthur» είναι Ουαλικό όνομα προερχόμενο από το Ρωμαϊκό οικογενειακό όνομα Αρτόριος/Artorius. Η φιγούρα του Αμβρόσιου Αυρηλιανού, σύμφωνα με ισχυρισμούς, θα μπορούσε να έχει το όνομα Αρτόριος. Σημειώνεται ότι τα Ρωμαϊκά ονόματα ήταν διαδεδομένα στη Βρετανία μετά την κατάκτηση από τον Κλαύδιο το 43 μ.Χ.
Η Ρώμη άρχισε να αποσύρει τα στρατεύματά της τον 3ο αιώνα για να προστατεύσει την αυτοκρατορία από εισβολές βαρβάρων. Οι βαρβαρικές απειλές συνεχίστηκαν για περίπου 200 χρόνια και η Ρώμη μείωνε σταδιακά τις φρουρές της στη Βρετανία, καθώς χρειαζόταν ενισχύσεις στην ηπειρωτική χώρα. Μέχρι το 410 μ.Χ., την χρονιά που οι Γότθοι πολιόρκησαν τη Ρώμη, όλες οι Ρωμαϊκές φρουρές είχαν αποσυρθεί από τη Βρετανία.
Η απόφαση της Ρώμης να απομακρύνει τα στρατεύματα άφησε τους Βρετανούς ανυπεράσπιστους. Ο Ρωμαϊκός στρατός κατά μήκος του Τείχους του Αδριανού και σε άλλες περιοχές προστάτευε τους Βρετανούς για περισσότερα από 300 χρόνια. Με την εξουσία της Ρώμης να παρακμάζει, οι βόρειοι Πίκτες και Σκωτσέζοι βρήκαν ευκαιρία και άρχισαν εφόδους σε Βρετανικά αγροκτήματα και χωριά.
Την ίδια περίπου εποχή, διασπάστηκε η Σαξονική συνομοσπονδία και άρχισαν να εμφανίζονται στη νοτιοανατολική ακτή της Βρετανίας Σάξονες μετανάστες και επιδρομείς . Το Αγγλοσαξονικό Χρονικό αναφέρει: «Το 443 μ.Χ. μετέβησαν οι Βρετανοί στη Ρώμη και ικέτευσαν για βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Πίκτες, αλλά δεν βρήκαν ανταπόκριση, διότι οι Ρωμαίοι ήταν σε πόλεμο με τον βασιλιά των Ούνων Αττίλα. Μετά απευθύνθηκαν στους Άγγλους και ζήτησαν το ίδιο από τους ευγενείς αυτού του έθνους».
Χωρίς βοήθεια από τη Ρώμη, ένας Βρετανός βασιλιάς ονόματι Βόρτιγκερν στράφηκε στους Σάξονες για να αποκρούσει τους Πίκτες και τους Σκώτους. Οι Σάξονες συμφώνησαν αλλά αφού νίκησαν τους εισβολείς, αποφάσισαν να παραμείνουν.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς Γκίλντα/Gildas (500-570) Βέδα/Bede (672-735) και Νέννιο/Nennius (9ος αιώνας) – καθώς και άλλους – η Σαξονική συνδρομή κατέληξε σε εισβολή (ισχυρισμός που αμφισβητήθηκε από σύγχρονους μελετητές) κατά την οποία η Βρετανία πολιορκήθηκε και λεηλατήθηκε.
Εκείνη την εποχή εμφανίστηκε ένας μεγάλος Βρετανός ηγέτης, ο οποίος συσπείρωσε τους ανθρώπους γύρω του και νίκησε τους Σάξονες στη μάχη του Μπάτον Χίλ/Badon Hill. Ο ηγέτης αναφέρεται ως Αμβρόσιος Αυρηλιανός, από τους Χίλντα και Βέδα και ως Αρθούρος από τον Νέννιο, ο οποίος είναι ο πρώτος ιστορικός που αναφέρει το όνομά του.
https://www.protagon.gr/themata/flashback/oi-keltes-kai-oi-agwnes-tou-londinou-16685000000
https://chilonas.com/2021/03/08/https-wp-me-p1op6y-eul/amp/

Βρετανία 400-600 Μ.χ. - Το τέλος της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνορωμαϊκής Αλβιωνας (Μέρος Α)

Στο μεταξύ, εξεγέρσεις ξέσπασαν στη Γαλατία και στη Βρετανία όπου ο στρατός στασίασε εναντίον του διοικητή του (ο τίτλος του οποίου ήταν “Comes Britanniae”) και επέλεξε ως διάδοχό του έναν στρατιώτη, τον Κωνσταντίνο. Αυτός ανακήρυξε τον εαυτό του Αυτοκράτορα (Κωνσταντίνος Γ’) και αφού πήρε μαζί του τον κύριο όγκο του στρατού της Βρετανίας, διέσχισε το στενό της Μάγχης το 407 για να καταλάβει τον αυτοκρατορικό Θρόνο.....
Ο αυτοανακηρυχθείς Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Γ’ αναχώρησε από τη Βρετανία το 407, κατά την έναρξη της μεγάλης κρίσης παίρνοντας μαζί τους περισσότερους από τους comitatensis που ήταν ο πυρήνας της άμυνας της επαρχίας. Η φιλοδοξία του να μπει στη Ρώμη τελικά απέτυχε και σε λίγα χρόνια σκοτώθηκε (το 411, στην Αρελάτη της Γαλατίας). Το βασικό του “επίτευγμα” ήταν ότι άφησε τη Βρετανία ευάλωτη.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επαρχία δεν είχε τους υπερασπιστές της. Οι φρουροί των ακτών και του Τείχους παρέμειναν καλλιεργώντας εδάφη γύρω από τα οχυρά τους αφού δεν πληρώνονταν από την κεντρική κυβέρνηση. Ήταν σαφώς δευτερεύουσες μονάδες, ικανές να κρατήσουν μόνο τα τείχη και τίποτε περισσότερο.
Τον 4ο αιώνα, το Τείχος του Αδριανού είχε υποβαθμιστεί και δεν αποτελούσε πλέον τη συνεχή αμυντική γραμμή που κάλυπτε τον ρωμαϊκό νότο από τον βαρβαρικό βορρά. Ήταν πλέον μια ασυντήρητη δομή ανάμεσα σε οχυρά που έμοιαζαν περισσότερο σαν ένοπλα και πυκνοκατοικημένα χωριά. Το ίδιο το Τείχος, οι πυργίσκοι και τα οχυρά εγκαταλείφθηκαν και κατοικούνταν από οικογένειες κληρονομικών συνοριακών φρουρών, οπότε ακόμη και αν η αυτοκρατορική κυβέρνηση στη Ραβέννα διέταζε την αποχώρησή τους από τη Βρετανία, οι φρουρές θα είχαν στασιάσει. Ενώ ο τακτικός στρατός είχε αποσυρθεί (ακολουθώντας τον Κωνσταντίνο Γ’), οι δυνάμεις αυτές παρέμειναν στις θέσεις τους και στη διάθεση μιας μελλοντικής βρετανικής ηγεσίας.
Τις δύο πρώτες δεκαετίες μετά τη ρωμαϊκή απόσυρση, η πολιτική κατάσταση στη Βρετανία ήταν σκοτεινή. Το ερώτημα που αναδύεται είναι ποιά θα ήταν η νέα αρχή. Ίσως ορισμένοι από τους ανώτερους Ρωμαίους αξιωματούχους που παρέμειναν στην επαρχία, διατήρησαν τη θέση τους στην μεταρωμαϊκή ιεραρχία. Στον Bορρά, πολλοί από τους μεταγενέστερους Κέλτες ηγεμόνες όριζαν την καταγωγή τους στον “Coel Hen” (ή “Παλαιός Βασιλιάς Cole”). Έχει προταθεί ότι αυτός ήταν ο τελευταίος “Dux Britanniarum” (σ.τ.Μ. : o Coilus ή Coelius Votepacus, Διοικητής του Τείχους του Αδριανού). Ως εκ τούτου, είχε σημαντική επιρροή και στις δύο πλευρές του Τείχους, άρα ήταν σε θέση να κυριαρχήσει στις υποθέσεις της βόρειας Βρετανίας τα χρόνια μετά τη ρωμαϊκή αποχώρηση. Μπορεί να ήταν ο κύριος ηγέτης στη χώρα μέχρι το 420 περίπου, αν και η επιρροή που είχε νότια από την έδρα του στο Eburacum (σημ. York) είναι άγνωστη. Οι πηγές δείχνουν ότι ένα “Συμβούλιο της Βρετανίας” που αποτελείτο από εκπροσώπους των διαφόρων φυλών, των πόλεων (civitates) και των στρατιωτικών διοικητών (όπως ο Coel), προσπάθησε να οργανώσει μια κοινή άμυνα. Αυτό το έργο βαλλόταν από τα γεγονότα καθώς η χώρα βυθιζόταν από καταστροφικές επιδρομές σε όλες τις πλευρές. Από τα βόρεια, πρώτοι οι Πίκτοι παρέκαμψαν την προστατευτική ζώνη των φρουρών του Τείχους και των φιλικών προς τη Ρώμη φυλών που βρίσκονταν βόρεια αυτού και ρίχθηκαν στα πλούσια βρετανικά εδάφη στο νότο.
Στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα από τις επιδρομές βαρβαρικών λαών και ουσιαστικά βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο πριν από την κατάρρευσή του. Το 410 μ.Χ. αποσύρονται από τη Βρετανία τα τελευταία ρωμαϊκά στρατεύματα, για να ενισχύσουν την άμυνα της Ρώμης ενάντια στους Βησιγότθους. Την εποχή αυτή, η οποία σε γενικές γραμμές συμπίπτει χρονικά με την άφιξη των πρώτων Αγγλοσαξόνων, οι κύριοι κάτοικοι των νησιών είναι λαοί κελτικής προέλευσης, όπως οι Σκώτοι και οι Πίκτοι στον βορρά, και οι Βρετανοί καθώς και κάποιοι εναπομείναντες ρωμαϊκοί πληθυσμοί στον νότο. Οι λαοί αυτοί, μετά την απόσυρση των ρωμαϊκών λεγεώνων άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους. Στη σύγκρουση αυτή, οι Βρετανοί με τη βοήθεια μισθοφόρων από τις νεοφερμένες γερμανικές φυλές κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους Πίκτους και τους Σκώτους. Ωστόσο, οι Αγγλοσάξονες, μετά τη νίκη τους αυτή και αφού δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα εδάφη που έλαβαν ως αποζημίωση, βρήκαν κάποιο πρόσχημα και εγκατέλειψαν τους Βρετανούς συμμαχώντας με τους Πίκτους. Από το σημείο αυτό, αρχίζουν να κατακτούν σταδιακά την ενδοχώρα. Η κατάκτηση αυτή θα είναι μια αργή διαδικασία που θα διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%BB%CE%BF%CF%83%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%82
https://cognoscoteam.gr/%CE%BF%CE%B9-%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%84%CE%B5%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CE%AF-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%B7-%CE%BA%CE%B1/

Η άγνωστη Βυζαντινή - Μεσαιωνική ιστορία του Πειραιά

Η ανατροπή της παραδοσιακής οικονομικής ζωής της Αττικής που επήλθε με τις επιδρομές από βορρά (οι Γερμανοί Έρουλοι στα τέλη του 3ου αιώνα, οι Γερμανοί Γότθοι στα τέλη του 4ου , οι Γερμανοί Βάνδαλοι κατά τον 5ο αιώνα, οι Σλάβοι μετά τα μέσα του 6ου αιώνα, οι Άραβες Σαρακηνοί τον 8ο αιώνα και αργότερα), δημιούργησαν την κατάσταση μιας υποτονικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Υπόγεια ρεύματα της Ιστορίας έφεραν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κώνσταντα τον Β΄ να διαχειμάσει στην πόλη των Αθηνών το έτος 662/663 μ.Χ., ενώ δύο γυναίκες επιφανών οικογενειών της Αθήνας -δείγμα ύπαρξης τοπικής αριστοκρατίας- η Ειρήνη και η ανεψιά της Θεοφανώ ανέβηκαν στο θρόνο του Βυζαντίου (στα τέλη 8ου και στον 9ο αιώνα αντίστοιχα). Και βέβαια, ο Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος εδώ εόρτασε τη νίκη του επί των Βουλγάρων, αποδίδοντας τιμή στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που δεν είναι άλλος από τον Παρθενώνα. Κατά την Φραγκοκρατία το επίνειο της Αθήνας, ο Πειραιάς είχε την ίδια τύχη με την Αθήνα. Πρωτεύουσα σ΄ αυτούς τους χρόνους υπήρξε η Θήβα και το επίνειό της η Λιβαδόστρα της Βοιωτίας υπήρξε το λιμάνι των Φράγκων στον κόλπο των Αλκυονίδων τον Κορινθιακό κόλπο. Η δυναστεία των Ντελαρός δεν ενδιαφέρθηκαν να συγκροτήσουν στόλο. Δεν υπήρξε καμιά ναυτική δύναμη στον Πειραιά. Σε όλα τα παράλια της Αττικής οι πειρατές είχαν πειρατικές φωλιές κι έκαναν καλά την δουλειά τους (όπως εξ΄ άλλου παντού στον Ελλαδικό χώρο). Με την κάθοδο των Καταλανών, κανένα σκάφος δεν επιτρεπόταν να πλεύσει στον Σαρωνικό. Οι Βενετοί ήσαν αυτοί που εμπόδιζαν την ανάπτυξη τόσο του Πειραιά όσο και της Αθήνας. Ο Πειραιάς ήταν σε πλήρη παρακμή και είχε απομονωθεί από ένα Βενετικό φρούριο. Οι Βενετοί έναντι ανταλλαγμάτων πάντα, έφερναν εμπόδια ακόμα και στους Καταλανούς της Αίγινας να μην πλέουν γαλέρες στον Πειραιά. Ήθελαν την πλήρη ερήμωσή του. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης του 1319 μεταξύ Βενετών – Καταλανών, όλο το εμπόριο θα γινόταν από την Λιβαδόστρα! Δεν είχαν κανένα δικαίωμα οι Καταλανοί να εξοπλίζουν πλοία στον Σαρωνικό. Περεμπόδιζαν έτσι και τον Καταλανικό στόλο που φοβόντουσαν για την εξαπλωσή του και παράλληλα ήθελαν ταχεία προσπέλαση όλων, στα λιμάνια της Νότιας Ιταλίας!
Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιήθηκε, βέβαια, κατά καιρούς, ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου ή των πειρατικών πλοίων, που τότε – όπως και αργότερα – λυμαίνονταν το Αιγαίο. Αλλά για κάποια, έστωκαι περιορισμένη, λιμενική κίνηση, δεν μπορει να γίνει λόγος. Κι από το 1318 μ.Χ. ο Πειραιάς έχασε και το αρχαίο όνομα του. ‘Εγινε το λιμάνι του Λιονταριού το “PORTO LEONE”, το “PORTO DRACO” των Φράγκων και από το 1456 το “Ασλάν λιμάνι” των Τούρκων (λιμάνι λέοντος), από το μαρμάρινο άγαλμα Λέοντος, που βρισκόταν περίπου στη θέση όπου χτίστηκε αργότερα το Παλαιό Δημαρχείο (Ρολόι) – και το οποίο “απήγαγε” το 1688, στη διάρκεια της γνωστής εκστρατείας του κατά των Αθηνών, ο Φρ. Μοροζίνι και μετέφερε στο Ναύσταθμο της Βενετίας, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται. Το άγαλμα του Λέοντος, του οποίου δεν γνωρίζουμε ούτε τον γλύπτη που το φιλοτέχνησε, ούτε τον χρόνο της κατασκευής του, ή, έστω, της τοποθέτησής του στον Πειραιά, “με το υπερφυσικόν μέγεθος, με την ανθρωπίνην μορφήν και τας μυστηριώδεις επιγραφάς αποτελεί – όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ιωάννης Αλ Μελετόπουλος- και θα αποτελέσει ίσως εσαεί ένα από τα άλυτα μυστήρια της ιστορίας…”.
Επειδή όμως το άγαλμα αυτό έχει συνθεθεί άρρηκτα με μια μακρά ιστορική περίοδο της πόλης, οι Πειραιώτες δεν έπαψαν να διακδικούν την επιστροφή του. Επανειλημμένα διαβήματα έγιναν, κατά το περελθόν, από το Δήμο και άλλους τοπικούς συλλογικούς φορείς, χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία, με τη συγκρότηση της “Συντονιστικής Επιτροπής για την επιστροφή του Λέοντος του Πειραιώς” το θέμα ήρθε και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η Επιτροπή, με τη συγκέντρωση με “χορηγίες” του απαραίτητου χρηματικού ποσού προχώρησε στην κατασκευή πιστού μαρμάρινου αντιγράφου του αγάλματος, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γ. Μέγκουλας, με στόχο μα προσφερθεί τούτο στη Βενετία για την επιστροφή του πρωτοτύπου. Ο “νεότευκτος’ αυτός Λέων τοποθετήθηκε προσωρινά σε καίρια θέση του Κεντρικού Λιμένα, με τη φροντίδα και με δαπάνες του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς.
https://piraeus.gov.gr/centuries/
http://byzantineattica.eie.gr/byzantineattica/
https://www.google.gr/amp/s/ellas2.wordpress.com/2013/09/27/%25CE%25BF-%25CF%2580%25CE%25B5%25CE%25B9%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25B9%25CE%25AC%25CF%2582-%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25B7%25CE%25BD-%25CE%25B4%25CE%25B9%25CE%25AC%25CF%2581%25CE%25BA%25CE%25B5%25CE%25B9%25CE%25B1-%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582-%25CF%2586%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25BA%25CE%25BF%25CE%25BA%25CF%2581/amp/

Γεώργιος ο Αντιοχεύς: Ο Έλληνας ουσιαστικός ιδρυτής του Νορμανδικου Βασιλείου των Δύο Σικελιων στην Ιταλία

Ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς είναι μια ξεχωριστή και ενδιαφέρουσα μορφή της μεσαιωνικής ιστορίας του ευρωμεσογειακού κόσμου. Κατά την διάρκεια της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του υπηρέτησε ως γραφειοκράτης, αξιωματούχος και διοικητής, αρχικά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εν συνεχεία τους Άραβες Ζιρίδες εμίρηδες της Ιφρίκιας (Αφρικής) (σημ.Τυνησία) και τελικά τον Νορμανδο Ρογήρο του Ωτβίλ, κόμη και αργότερα βασιλιά της Σικελίας. Στη Σικελία η σταδιοδρομία του Γεωργίου έφτασε στο απόγειότης: υπεύθυνος για τα οικονομικά του κράτους, μεγάλος μεταρρυθμιστής και επί χρόνια επικεφαλής του κρατικού διοικητικού συστήματος, διπλωμάτης, στρατιωτικός ηγέτης και ναύαρχος του σικελικού στόλου. Παράλληλα με την πολιτική και στρατιωτική δραστηριότητά τουο Γεώργιος ο Αντιοχεύς αναδείχθηκε σε βασικό διαμεσολαβητή μεταξύτης νέας νορμανδολατινικής κυρίαρχης ελίτ της Σικελίας και των υπηκόων της, οι οποίοι διέφεραν από αυτή στη γλώσσα (ελληνικά, αραβικά) και τη θρησκεία (ορθόδοξοι χριστιανοί, μουσουλμάνοι). Ο Γεώργιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 1064. Ο πατέρας του λεγόταν Μιχαήλ και ήταν γραφειοκράτης στην υπηρεσία της βυζαντινής κρατικής διοίκησης στην Αντιόχεια και σε άλλες περιοχές της βυζαντινής Συρίας. Η μητέρα του λεγόταν Νύμφη, αλλά αργότερα, στη Σικελία, έγινε μοναχή και πήρε το όνομα Θεοδούλη. Ο Γεώργιος είχε τουλάχιστον έναν αδελφό, ονόματι Συμεών. Νυμφεύθηκε κάποια Ειρήνη, πιθανώς όταν ζούσε ακόμη στη Συρία, με την οποία απέκτησε τρεις γιους, τον Μιχαήλ, τον Συμεών και τον Ιωάννη, και μία κόρη, την Μαρία, που έγινε και αυτή μοναχή στη Σικελία. Οι αραβικές πηγές αναφέρουν ότι τα μέλη της οικογένειας του Γεωργίου ήταν όλοι «λογιστές» (ḥuṣṣāb στα αραβικά), φαινόμενο σύνηθες στον Μεσαίωνα, όταν ειδικές γνώσεις και ικανότητες μεταδίδονταν από πατέρα σε γιο και ορισμένα επαγγέλματα ασκούνταν οικογενειακώς. Άλλωστε, οι χριστιανοί της Συρίας είχαν μεγάλη παράδοση ως γραφειοκράτες και διοικητικοί υπάλληλοι στα διάφορα ισλαμικά κράτη που διαδέχθηκαν το ένα το άλλο στην περιοχή από τον 7ο μέχρι τον 12ο αιώνα.
Σε δύο έγγραφα του Φεβρουαρίου του 1133, ένα στα ελληνικά και το άλλο στα λατινικά, ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς εμφανίζεται για πρώτη φορά με τους τίτλους ἄρχων τῶν ἀρχόντων καὶ ἀμηρᾶς τῶν ἀμηράδων, και admiratus admiratorum αντίστοιχα (εμίρης= Αμιράς= admiral= ναύαρχος). Από τότε φαίνεται να άρχισε η περίοδος της παντοδυναμίας του στη νορμανδική αυλή του Παλέρμο. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Γεωργίου είχαν ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη μείωση της σημασίας και του αριθμού του ελληνόφωνου στοιχείου στην κρατική διοίκηση της νορμανδικής Σικελίας προς όφελος κυρίως του αραβόφωνου. Από τα πρώτα χρόνια της νορμανδικής κατάκτησης της Σικελίας ως την τρίτη δεκαετία του 12ου αιώνα, οι υψηλότερες θέσεις στην κρατική διοίκηση είχαν επανδρωθεί με ελληνόφωνους αξιωματούχους από τη Σικελία και από τη γειτονική Καλαβρία. Με τον Γεώργιο τον Αντιοχέα και ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατο του Ρογήρου Β΄, το 1154, η σημασία των Ελλήνων μειώθηκε αισθητά. Η πολιτική άνοδος του Γεωργίου πρέπει να ευνόησε την έλευση στη Σικελία άλλων χριστιανών από τη Συρία.
Ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς δεν περιορίστηκε στην αναδιοργάνωση των διοικητικών δομών του νορμανδικού κράτους της Σικελίας. Κατά την εποχή του παρατηρείται έντονη «ανατολικοποίηση» της βασιλικής εξουσίας, με την υιοθέτηση βυζαντινών και αραβοϊσλαμικών προτύπων. Ο al-Maqrīzī γράφει χαρακτηριστικά ότι ο Γεώργιος: Έκρυψε με ένα πέπλο τον Ρογήρο από τους υπηκόους του και του υπέδειξε να ντύνεται με ρούχα παρόμοια με εκείνα των μουσουλμάνων, να μην ιππεύει έξω από το παλάτι και να μην εμφανίζεται δημοσίως παρά μόνο στις γιορτές … να είναι κάτω από ανεξήλιο (ομπρέλα ?) και να φέρει πάντατο στέμμα. Με τον Γεώργιο τον Αντιοχέα η εξωτερική πολιτική του νορμανδικού Βασιλείου της Σικελίας απέκτησε και αυτή νέες διαστάσεις καινέες μεθόδους. Ο εδαφικός επεκτατισμός αποτελούσε παράδοση των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας, αρχικά σε ατομικό επίπεδο και με περισσότερο τυχοδιωκτικό χαρακτήρα, αργότερα μεθοδικότερα και μεσαφή γεωπολιτικό στόχο την ενοποίηση ολόκληρης της νότιας Ιταλίας υπό τη νορμανδική κυριαρχία. Από τη δεκαετία του 1120 όμως, με κέντρο τη Σικελία, ο νορμανδικός επεκτατισμός απέκτησε μια εντονότερη θαλάσσια διάσταση, με στόχο την εδραίωση της νορμανδικής ηγεμονίας στην κεντρική Μεσόγειο, γεγονός που αναπόφευκτα έφερε τους Νορμανδούς σε σύγκρουση με το Βυζάντιο και τους συμμάχουςτου Βενετούς και Γερμανούς, και συγχρόνως με τις ισλαμικές δυνάμεις της βόρειας Αφρικής. Αυτές οι εκστρατείες σηματοδότησαν τη μέγιστη προσπάθεια των Νορμανδών της Σικελίας για εδραίωση της ηγεμονίας τους στη Μεσόγειο. Εμφανίστηκε τότε στις πηγές ο σικελικός στόλος, νεολογισμός που εξέφραζε έναν νέο γεωπολιτικό παράγοντα. Η Σικελία είχε γίνει, για πρώτη και τελευταία φορά στην μακρόχρονη ιστορία της, ενεργό υποκείμενο και όχι παθητικό αντικείμενο ιστορικών εξελίξεων.
Το 1147, μεγάλος νορμανδικός στόλος (70 γαλέρες) με ναύαρχο τον Γεώργιο τον Αντιοχέα σαλπάρει από το Οτράντο (Υδρουντα Απουλίας): καταλαμβάνει την Κέρκυρα (το νησί κατελήφθηκε λόγω των βυζαντινών φόρων και των υποσχέσεων του Γεωργίου), περιπλέει την Πελοπόννησο και λεηλατεί τις ακτές της Εύβοιας, της Αττικής και της Βοιωτίας. Μετά τη Θήβα (λαφυραγώγησε τις βιοτεχνίες μεταξιού και μετέφερε τους Εβραίους υφαντές μεταξωτών μαζί του), λεηλατείται και η Κόρινθος. Σε επίπεδο εκφοβισμού και συλλογής πλιάτσικου, η ελληνική εκστρατεία συνιστά απόλυτη επιτυχία. Δεν πρόκειται, όμως, να οδηγήσει ούτε σε μόνιμες εδαφικές κτήσεις ούτε, φυσικά, στην ανατροπή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός θα αντιδράσει γρήγορα και τελικά θα αναγκάσει τον στόλο του Γεώργιου σε υποχώρηση. Πάντως, η Θήβα και η Βοιωτία συνήλθαν πολύ γρήγορα από τη λεηλασία αυτή: Το 1165 ο Βενιαμίν της Τουδέλας, ένας Εβραίος περιηγητής, συνάντησε εδώ μια ακμάζουσα μεταξοβιοτεχνία και μια κοινότητα 2.000 Εβραίων. Η πόλη είχε ξαναβρεί το ρυθμό της ευημερίας που είχε προ της νορμανδικής επιδρομής. Το 1149 η Κέρκυρα επέστρεψε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία· ο Γεώργιος με 40 πλοία έφθασε στον Βόσπορο, μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Προσπάθησε να βγει στη στεριά, αλλά απέτυχε· λεηλάτησε μερικές επαύλεις στην Ασιατική ακτή και εκτόξευσε βέλη εναντίον του Ιερού Παλατίου. 
Στο εσωτερικό του Βασιλείου της Σικελίας σημαντικότατος υπήρξε ο ρόλος που ο Γεώργιος ο Αντιοχεύς διαδραμάτισε ως πρόσωπο αναφοράς για τους αραβόφωνους χριστιανούς του νησιού, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν όλο και φαινόμενο των μουσουλμάνων Σικελών που γίνονταν ορθόδοξοι χριστιανοί ασπαζόμενοι το ορθόδοξο δόγμα και όχι το καθολικό των Νορμανδών κυρίαρχων, εξηγείται αφενός από την πολιτισμική και πνευματική εγγύτητα που υπήρχε μεταξύ των μουσουλμάνων και των ορθόδοξων Σικελών, αφετέρου απότην αυξανόμενη έχθρα που χώριζετους μουσουλμάνους από τους Λατίνους, ιδίως τους Λομβαρδούς, τους μετανάστες από τη βόρεια, κυρίως, αλλά και τη νότια Ιταλία, που οι νορμανδικές αρχές προσκαλούσαν στη Σικελία, προσφέροντάς τους γαίες και προνόμια στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής τους πρωταρχικός στόχος της οποίας ήταν η διάσπαση της εδαφικής εγγύτητας μεταξύ των περιοχών όπου υπερτερούσε το ισλαμικό στοιχείο, αλλά επίσης μεταξύ των ισλαμικών και των ορθόδοξων περιοχών.
Για  τους μουσουλμάνους της Σικελίας οι αποστάσεις με τους Λατίνους χριστιανούς ήταν μεγάλες και αγεφύρωτες, ενώ φαίνονταν πολύμικρότερες και όχι ανυπέρβλητες με τους αραβόφωνους ή τους δίγλωσσους —αραβόφωνους και ελληνόφωνους—ορθοδόξους συντοπίτεςτους. Όσοι μουσουλμάνοι της Σικελίας αποφάσιζαν να εγκαταλείψουντην πίστη τους θεωρούσαν ευκολότερη, και κατά κάποιον τρόπο αξιοπρεπέστερη, τηνμετάβαση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι αραβόφωνοι μουσουλμάνοι της Σικελίας αντιλαμβάνονταν τους ελληνόφωνουςκαι αραβόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς συντοπίτες τους, τους Σικελούς Ρουμ (Ρωμηους), ως γλωσσικά και πολιτισμικά συγγενείς τους, γεγονόςπου ευνόησε τη στροφή τους προς το ελληνορθόδοξο στοιχείο. Σε αυτή την εξέλιξη σημαντικό ρόλο έπαιξαν το κύρος και η επιρροή του Γεωργίου και άλλων ατόμων του κύκλου του, κυρίως Σύρων από την Αντιόχεια —και αυτοί Ρουμ (Ρωμηοι)— οι οποίοι κατά κανόνα ήταν δίγλωσσοι, ελληνόφωνοι και αραβόφωνοι.
http://boeotia.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=12774
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%87%CE%AD%CE%B1%CF%82
https://rogerios.wordpress.com/tag/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%87%CE%B5%CF%8D%CF%82/
https://www.academia.edu/42027771/Miotto_%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%87%CE%B5%CF%8D%CF%82_Byzantiaka_34_201720200

Αρχαίοι Έλληνες πελταστές : Τα κομάντο της αρχαιότητας σε δράση

Κατά την κλασική περίοδο, οι Θράκες ήταν διαιρεμένοι σε πολυάριθμες φυλές. Ισχυρά βασίλεια παρέμειναν αυτά των Οδρυσών και της Δακίας. Αυτή την περίοδο (5ος - 4ος αιώνας π.Χ.), οι Θράκες ήταν περιζήτητοι από τις ελληνικές πόλεις-κράτη ως μισθοφόροι πελταστές. Οι πελταστές ήταν εξοπλισμένοι με την πέλτη, δηλ. μικρή ασπίδα η οποία είχε μία εσοχή σαν μισοφέγγαρο, και τρία ακόντια, τα οποία κρατούσαν το ένα στο ένα χέρι και τα άλλα δύο στο άλλο χέρι μαζί με την ασπίδα. Λόγω του ότι οι Θράκες ήταν επιδέξιοι και άφοβοι πολεμιστές, έγιναν επιθυμητοί και σεβαστοί μονομάχοι. Αυτός ο τύπος μονομάχου ονομαζόταν και Θραξ. Ο γνωστός μονομάχος και αρχηγός των σκλάβων Σπάρτακος καταγόταν από τη Θράκη.
Οι πελταστές, αντιθέτως με τους ψιλούς, συμβατικά χαρακτηρίζονται ως ελαφρύ πεζικό, απλώς διότι ήταν ελαφρύτεροι των οπλιτών. Στην πραγματικότητα οι πελταστές ήταν πεζικό πολλαπλών ρόλων, ένας ενδιάμεσος τύπος ανάμεσα στο βαρύ πεζικό και στους ακροβολιστές. Οι πελταστές ήταν ο κύριος τύπος πεζικού των θρακικών και πρώιμων μακεδονικών ελληνικών στρατών.
Ήταν εξοπλισμένοι με ένα αριθμό ακοντίων, ελαφρά ασπίδα και σπαθί. Η ασπίδα των Θρακών πελταστών έφερε έλλειψη στο δεξιό της πλευρό και ομοίαζε με αυτή των Μυκηναίων πολεμιστών που εικονίζονται στο αγγείο των Πολεμιστών. Από την ιδιόμορφη αυτή τους ασπίδα, την πέλτη, οι πελταστές έλαβαν και το όνομα τους. Ορισμένοι έφεραν και κράνος. Οι πελταστές τάσσονταν σε χαλαρή τάξη, πυκνότερη όμως της αντίστοιχης των ψιλών, σε βάθος όχι μεγαλύτερο των 8 ζυγών.
Λόγω του ελαφρού οπλισμού τους και του τρόπου παράταξής τους ήταν ταχείς και ευέλικτοι σε κάθε τύπο εδάφους. Ήταν σε δύσβατα όμως εδάφη όπου ήταν κυριολεκτικά ακατανίκητοι. Η πυκνότερη τάξη τους προσέδιδε σαφές πλεονέκτημα έναντι των ψιλών και η ταχύτητα και η ευελιξία τους, τους καθιστούσε ιδιαιτέρως επικίνδυνους αντιπάλους για τους οπλίτες.
Όπως και οι ψιλοί οι πελταστές έτρεμαν μόνο την έφοδο ιππικού εναντίον τους, σε ομαλό έδαφος. Από το βαρύ πεζικό δεν είχαν λόγο να φοβούνται, γιατί λόγω ταχύτητας, μπορούσαν να εμπλέκονται ή να απεμπλέκονται μαζί του κατά το δοκούν.
Εμπνευσμένοι από τους Μακεδόνες και Θράκες πελταστές και οι ισχυρές νοτιοελληνικές πόλεις άρχισαν να αναπτύσσουν σταδιακά τμήματα πελταστών. Συνήθως μίσθωναν τμήματα Θρακών τα οποία, μετά το πέρας των επιχειρήσεων επέστρεφαν στην Θράκη. Αργότερα όμως συγκρότησαν και οι ίδιες τμήματα πελταστών, από πολίτες τους τα οποία εντάχθηκαν κανονικά στις μόνιμες δυνάμεις της κάθε πόλης.
Η Σπάρτη άργησε περισσότερο των άλλων πόλεων να αναπτύξει πελταστικά σώματα και κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου στηρίχθηκε σε μισθοφορικά βορειοελλαδίτικα πελταστικά σώματα. Ακόμα και στον Πελοποννησιακό Πόλεμο πάντως ο αριθμός των πελταστών που ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις τους, συνολικώς, ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον αριθμό των οπλιτών ή των ψιλών και περίπου ανάλογος με τον αριθμό των ιππέων.
Αντίθετα με τους ψιλούς, οι οποίοι τάσσονταν εμπρός από τη φάλαγγα και λειτουργούσαν ως «ελαφρύ πυροβολικό», οι πελταστές δρούσαν κυρίως ανεπτυγμένοι στα πλευρά της φάλαγγας, ως ευκίνητες πλαγιοφυλακές. Πολλές φορές δρούσαν σε στενή συνεργασία με το ιππικό. Ως πλαγιοφυλακή έδρασαν και οι 1.000 περίπου πελταστές της στρατιάς των Μυρίων στην περίφημη μάχη στα Κούναξα της Βαβυλώνας το 401 π.Χ.
Εκεί οι Έλληνες πελταστές κάλυπταν το δεξιό πλευρό της ελληνικής φάλαγγας, ταγμένοι μεταξύ των οπλιτών και του Ευφράτη ποταμού. Στη θέση αυτή και έχοντας εξαντλήσει τα ακόντια τους, οι Έλληνες πελταστές δέχθηκαν την επέλαση του περσικού ιππικού, την οποία όμως και παρά το ομαλό έδαφος, αντιμετώπισαν με υποδειγματική ψυχραιμία, μόνο με τα σπαθιά, νικηφόρα.
Ο ρόλος πάντως των πελταστών έμελλε να αναβαθμιστεί ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη. Αυτός εξόπλισε τους πελταστές εφοδιάζοντας τους και με δόρυ. Με τον τρόπο αυτό οι πελταστές έγιναν πραγματικά ικανοί να μάχονται στο πλάι των οπλιτών σχεδόν ως όμοιοι τους.
Οι μεταρρυθμίσεις που αποδίδονται στον Ιφικράτη μάλλον είχαν λάβει χώρα νωρίτερα, στο μεσοδιάστημα από τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (404 π.Χ.) έως την περίφημη μάχη του Λέχαιου (390 π.Χ.). στη μάχη του Λέχαιου αθηναϊκός στρατός με επικεφαλής τους Ιφικράτη και Καλία, επιτέθηκε σε μια απομονωμένη σπαρτιατική μόρα οπλιτών και την αποδεκάτισε, χάρις στους πελταστές του.
Το γεγονός προκάλεσε κατάπληξη σε όλη την τότε Ελλάδα και ακόμα και σήμερα θεωρείτε μεγάλο κατόρθωμα. Τα πράγματα όμως είναι ελαφρώς διαφορετικά. Πρώτον οι Αθηναίοι υπερείχαν αριθμητικά των Λακώνων σε αναλογία 6:1. Δεύτερον απέναντι στη βροχή βλημάτων των Αθηναίων πελταστών οι Σπαρτιάτες δεν είχαν τίποτα να αντιτάξουν.
Το μόνο που τους ανακούφιζε προσωρινά ήταν η διενέργεια εφόδου κατά των πελταστών. Οι τελευταίοι όμως δεν στέκονταν να εμπλακούν με τους οπλίτες σε μάχη εκ του συστάδην. Απέφευγαν την έφοδο υποχωρώντας και επανέρχονταν αμέσως μετά. Τελικά τα υπολείμματα των Σπαρτιατών οπλιτών διεσώθησαν από την εμφάνιση του σπαρτιατικού ιππικού.
Οι πελταστές εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο στη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. όταν γεννήθηκε ένας νέος τύπος, ο θυρεοφόρος πελταστής. Οι θυρεοφόροι ήταν εξοπλισμένοι με μακρύ δόρυ, μήκους 3 μέτρων, αριθμό ακοντίων (συνήθως 4), σπαθί, κράνος και μια νέα ασπίδα, μεγάλου μεγέθους, τον θυρεό, από την οποία πήραν και το όνομα τους. Ο θυρεός θεωρείτε γαλατικής εμπνεύσεως. Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι εισήχθη στο ελληνικό οπλοστάσιο μετά την γαλατική επιδρομή των στιφών του Βρένου.
Ο θυρεός ομοίαζε με βοιωτική ασπίδα, χωρίς όμως τα πλάγια ανοίγματά της, τεμνόμενης κατά μήκος από κεντρική νεύρωση, ακριβώς όπως και οι μυκηναϊκές οκτώσχημες ασπίδες.  Οι θυρεοφόροι πελταστές, χάρη στα μακρά τους δόρατα, ήταν ικανοί να αντιμάχονται με ευνοϊκούς, αν και όχι ίσους, όρους τους οπλίτες.
Και αυτοί τάσσονταν σε χαλαρούς σχηματισμούς, βάθους έως 8 ζυγών, ήταν όμως ικανοί να πυκνώνουν τους σχηματισμούς τους, σχηματίζοντας κατ’ ουσία μια ελαφρότερη φάλαγγα. Αρχικά δεν έφεραν θώρακες. Προς τα τέλη του 3ου αιώνα όμως εξοπλίστηκαν με θώρακες. Οι φέροντες θώρακα θυρεοφόροι ονομάστηκαν θωρακίτες.
Ένας τελευταίος τύπος πελταστή που έδρασε στην ύστερη ελληνιστική περίοδο ήταν ο Θράκας ρομφαιφόρος πελταστής. Οι ρομφαιοφόροι έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό με τους θυρεοφόρους. Αντί όμως του δόρατος ήταν εξοπλισμένοι με τη ρομφαία. Η ρομφαία ήταν ένα θλαστικό όπλο, ουσιαστικά μια δρεπανοειδής λεπίδα, στηριγμένη επί μακρού ξύλινου στειλεού, ικανό να τεμαχίζει τον αντίπαλο.
https://www.history-point.gr/peltastes-to-peziko-pollaploy-roloy-tis-archaias-elladas
http://4gym-iliou.att.sch.gr/thraki.htm

Δυναστεία των Αγγέλων : Οι τελευταίοι αυτοκράτορες πρίν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Βενετούς και τους Σταυροφόρους (1204 Μ.χ)

Ο Οίκος των Αγγέλων ήταν επιφανής Βυζαντινή οικογένεια που έβγαλε τρείς Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, Δεσπότες της Ηπείρου, Αυτοκράτορες της Θεσσαλονίκης, μέλη της επίσης κυβέρνησαν την Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία, την Μακεδονία και την Θράκη. Γενάρχης της Οικογένειας ήταν ο Βυζαντινός αριστοκράτης Κωνσταντίνος Άγγελος από την Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας.Ο Κωνσταντίνος Άγγελος παντρεύτηκε την Θεοδώρα Κομνηνή, τέταρτη κόρη του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού του πρώτου Βυζαντινού αυτοκράτορα από την Δυναστεία των Κομνηνών και της Ειρήνης Δούκαινας. Ο γάμος έγινε λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα της Θεοδώρας παρά την σκληρή αντίδραση της μητέρας της για την χαμηλή καταγωγή του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος Άγγελος μετά τον γάμο ανέβηκε ταχύτατα στις τάξεις της Βυζαντινής αριστοκρατίας και πήρε τον τίτλο του "Σεβαστουπέρτατου". Ο τίτλος δόθηκε στους συζύγους των μικρότερων θυγατέρων του αυτοκράτορα, ο Κωνσταντίνος Άγγελος ήταν ένας από τους πρώτους κατόχους. Οι γιοι του Κωνσταντίνου Άγγελου και της Θεοδώρας Σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Δούκας και Ανδρόνικος Άγγελος διακρίθηκαν ιδιαίτερα όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο ξάδελφος τους Μανουήλ Α΄ Κομνηνός Τα δυο αδέλφια πολέμησαν στην Βυζαντινή εκστρατεία στο Σουλτανάτο του Ρουμ που κατέληξε στην συντριβή του αυτοκρατορικού στρατού από τους Σελτζούκους στην Μάχη του Μυριοκέφαλου (17 Σεπτεμβρίου 1176). Ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός σφετερίστηκε τον θρόνο από τον ανήλικο ανιψιό του Αλέξιο Β΄ Κομνηνό (1183) και κυβέρνησε τυραννικά την επόμενη διετία (1183 - 1185), τα μέλη του Οίκου των Αγγέλων ήρθαν σε σύγκρουση μαζί του όπως και η υπόλοιπη αριστοκρατία. Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος έκτος και μικρότερος γιος του Ανδρόνικου Άγγελου παρότρυνε τον λαό της Κωνσταντινούπολης σε εξέγερση εναντίον του αυτοκράτορα (11 Σεπτεμβρίου 1185). Ο Ανδρόνικος Α΄ ανατράπηκε την ίδια μέρα και δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο από το εξαγριωμένο πλήθος, ο Ισαάκιος Β΄ στέφτηκε την ίδια μέρα ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας από τον Οίκο των Αγγέλων.
Ο Ισαάκιος Β' (1185-1195) που εκπροσωπούσε, όπως λέει ο Gelzer, «την ενσάρκωση της κακής συνείδησης, η οποία καθόταν τώρα στον σάπιο θρόνο των Καισάρων», δεν είχε καμιά απολύτως διοικητική ικανότητα. Η μεγάλη πολυτέλεια και οι ανοησίες της αυλής, οι αυθαιρεσίες, οι ανυπόφορες βίαιες πράξεις και η έλλειψη ισχυρής θέλησης και συγκεκριμένου προγράμματος διοίκησης του κράτους και αντιμετώπισης των εξωτερικών του υποθέσεων, και κυρίως του κινδύνου που δημιουργούσε στη Βαλκανική χερσόνησο η εμφάνιση του δεύτερου βασιλείου της Βουλγαρίας και στη Μικρά Ασία η επιτυχής προώθηση των Τούρκων - όλα αυτά, δημιούργησαν στη χώρα ατμόσφαιρα δυσχέρειας και ταραχής. Κατά καιρούς ξεσπούσαν επαναστάσεις προς χάρη του ενός ή του άλλου διεκδικητή του θρόνου. Είναι όμως πιθανόν, η κύρια αιτία της γενικής δυσαρέσκειας να ήταν «η κόπωση που αισθανόταν ο πληθυσμός καθώς ανεχόταν τα δύο κακά που τόσο καλά αντιλήφθηκε ο Ανδρόνικος: Το ακόρεστο του δημόσιου ταμείου και η αλαζονεία των πλούσιων».
Ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος κυβέρνησε την επόμενη δεκαετία (1185 - 1195) και η διακυβέρνηση του συνάντησε σημαντικούς κινδύνους. Η Βουλγαρική Εξέγερση των Ασέν και Πέτρου έπειτα από μακροχρόνιους πολέμους δημιούργησε την Δεύτερο Βουλγαρικό Βασίλειο με τον Οίκο των Ασέν. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα ζήτησε από τον Ισαάκιο Β΄ την άδεια (1189) να περάσουν τα στρατεύματα του που συμμετείχαν στην Γ΄ Σταυροφορία από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Ισαάκιος Β΄ που υποψιάζοταν πως ο Φρειδερίκος ήθελε να κατακτήσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία, έλεγξε στενά τη πορεία των σταυροφορικών στρατευμάτων. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα κατέλαβε ως απάντηση πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας όπως την Φιλιππούπολη και λεηλάτησε βάναυσα τη Μακεδονία και την Θράκη. Ωστόσο βλέποντας πως ο Ισαάκιος με τις διαρκής παρενοχλήσεις του στρατού του, του είχε προκαλέσει αξιόλογες ζημιές και επειδή βιαζόταν να φτάσει στη Μέση Ανατολή, ήρθε σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιου Β΄ Αλέξιος Γ΄ Άγγελος τρίτος γιος του Ανδρόνικου Άγγελου ανέτρεψε και τύφλωσε τον αδελφό του (1195) παρά το ότι είχε πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση του. 
Ο Αλέξιος Γ΄ κυβέρνησε την περίοδο (1195 - 1203) και ήταν ένας μέτριος αυτοκράτορας, που ρήμαξε το θησαυροφυλάκιο με αποτέλεσμα να φέρει την αυτοκρατορία σε οικονομική κατάρρευση και φορολόγησε άγρια τον λαό. Οι ικανότητες και οι δυνατότητες του νέου αυτοκράτορα πολύ λίγο διέφεραν από αυτές του αδελφού του. Οι ίδιες ανόητες σπατάλες, η ίδια έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων και ενδιαφέροντος για τη διοίκηση του κράτους και η ίδια στρατιωτική ανικανότητα οδήγησαν την αυτοκρατορία με μεγάλη ταχύτητα στο δρόμο της αποσύνθεσης και της ταπείνωσης. Με κάποια κακεντρεχή ειρωνεία, ο Νικήτας Χωνιάτης παρατηρεί, καθώς αναφέρεται στον Αλέξιο Γ' ότι, «οποιοδήποτε έγγραφο παρουσιαζόταν για υπογραφή υπογραφόταν αμέσως από τον αυτοκράτορα, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν μέσα στο έγγραφο αυτό υπήρχε μια ανόητη συσσώρευση λέξεων ή αν επρόκειτο για ένα αίτημα σχετικό με την καλλιέργεια της θάλασσας ή τη μεταφορά των βουνών στη μέση της θάλασσας ή όπως φημολογείται, για την τοποθέτηση του Άθω πάνω στον Όλυμπο». Η συμπεριφορά του αυτοκράτορα βρήκε μιμητές ανάμεσα στους ευγενείς, οι οποίοι συναγωνίζονταν στα έξοδα και στην πολυτέλεια. Ταραχές ξεσπούσαν τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις επαρχίες και οι ξένοι που έμεναν στην πρωτεύουσα συχνά έβλεπαν στους δρόμους αιματηρές συμπλοκές. Οι εξωτερικές σχέσεις υπήρξαν επίσης ατυχείς.
Αν ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε το Βυζάντιο την εποχή του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα ήταν μεγάλος, έγινε ακόμα μεγαλύτερος την περίοδο που βασίλευσε στη Γερμανία ο Ερρίκος ΣΤ', ο οποίος, έχοντας την ιδέα των Hohenstaufen ότι κατείχε απεριόριστη δύναμη που του είχε δοθεί από τον Θεό, δεν μπορούσε, για το λόγο αυτόν και μόνο, να έχει φιλικές σχέσεις με έναν άλλον αυτοκράτορα, δηλαδή με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, που διεκδικούσε την ίδια απεριόριστη εξουσία. Στο πρόσωπο του Ερρίκου ΣΤ' ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου «δεν έπρεπε να φοβάται μόνον τον αυτοκράτορα της Δύσης, τον διάδοχο των Νορμανδών βασιλέων, αλλά πάνω από όλα, έναν εκδικητή εκ μέρους του έκπτωτου Ισαάκιου και της οικογένειάς του». 
Τα σχέδιά του περιλάμβαναν την κατάκτηση όλης της χριστιανικής Ανατολής και του Βυζαντίου. Την κρίσιμη στιγμή πήρε το μέρος του Βυζαντίου ο Πάπας, ο οποίος αντιλήφθηκε πολύ καλά ότι, σε περίπτωση που το όνειρο των Hohenstaufen για μια παγκόσμια μοναρχία, που θα συμπεριλάμβανε και το Βυζάντιο, γινόταν πραγματικότητα, ο παπισμός θα καταδικαζόταν σε οριστική αδράνεια. Στο μεταξύ ο Ερρίκος έστειλε στον Αλέξιο Γ' ένα απειλητικό μήνυμα όμοιο με εκείνο που είχε στείλει πριν στον Ισαάκιο. Ο Αλέξιος μπορούσε να εξαγοράσει την ειρήνη πληρώνοντας στον Ερρίκο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, για την εξασφάλιση του οποίου ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου καθιέρωσε σε όλο το κράτος έναν ειδικό φόρο που ονομαζόταν «αλαμανιακός», παίρνοντας συγχρόνως από τους αυτοκρατορικούς τάφους την πολύτιμη διακόσμησή τους. Μόνο με αυτήν την ταπείνωση κατόρθωσε ο Αλέξιος να εξαγοράσει από τον φοβερό του αντίπαλο την ειρήνη. Στα τέλη του θέρους του 1197 ο Ερρίκος έφτασε στη Μεσσήνη, για να ασχοληθεί προσωπικά με την αναχώρηση των Σταυροφόρων. Ένας τεράστιος στόλος είχε συγκεντρωθεί, που κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε ως σκοπό του τους Αγίους Τόπους, αλλά την Κωνσταντινούπολη. Τη στιγμή αυτή όμως ο νεαρός και δυναμικός Ερρίκος έπεσε άρρωστος με πυρετό και πέθανε το φθινόπωρο του ίδιου έτους, 1197. Με το θάνατο του Ερρίκου τα φιλόδοξα σχέδιά του απέτυχαν για δεύτερη φορά. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Ανατολή διέφυγε τον κίνδυνο των Hohenstaufen. Το Βυζάντιο έμαθε τα νέα του θανάτου του Ερρίκου και την απαλλαγή από τον «αλαμανιακό φόρο» με μεγάλη χαρά. Ο Πάπας επίσης ανέπνευσε με ανακούφιση. Η δράση του Ερρίκου, που έδειξε τον πλήρη θρίαμβο των πολιτικών ιδεών στις προσπάθειες των Σταυροφόρων, ήταν πολύ σημαντική για το μέλλον του Βυζαντίου. «Ο Ερρίκος έθεσε οριστικά το πρόβλημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η λύση του οποίου επρόκειτο να γίνει γρήγορα μια βασική προϋπόθεση της επιτυχίας των Σταυροφοριών» (Bréhier).
Ο νέος μεγάλος κίνδυνος για την αυτοκρατορία ήταν οι Φράγκοι, συγκεντρώθηκαν στην Βενετία και ο Δόγης Ενρίκο Ντάντολο ανακήρυξε την Δ΄ Σταυροφορία (1202). Ο νεαρός Αλέξιος Δ΄ Άγγελος γιος του Ισαάκιου Β΄ που ήθελε να εκδικηθεί την ανατροπή και την τύφλωση του πατέρα του ζήτησε την βοήθεια των Σταυροφόρων για να ανατρέψει τον θείο του, τους υποσχέθηκε τεράστια οικονομικά ανταλλάγματα και υποταγή της Ορθόδοξης εκκλησίας στον πάπα. Ο νεαρός Αλέξιος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στο Δυρράχιο ως Αλέξιος Δ΄ και ο στόλος των Σταυροφόρων υπό την ηγεσία του υπέργηρου δόγη τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη (3 Ιουνίου 1203). Ο δειλός Αλέξιος Γ΄ δραπέτευσε, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν εύκολα την πόλη (17 Ιουλίου 1203) και ανέβασαν στον θρόνο τον Αλέξιο Δ΄. Η υποταγή της Ορθόδοξης εκκλησία στην Δύση και η τεράστια φορολογική επιδρομή του Αλέξιου Δ΄ στους Έλληνες για να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούσαν οι Σταυροφόροι οδήγησαν σε λαϊκή εξέγερση. Ο ηγέτης του αντί-Λατινικού κινήματος Αλέξιος Ε΄ Δούκας ανέτρεψε, σκότωσε τον Αλέξιο Δ΄ και ανέβηκε ο ίδιος στην θέση του αυτοκράτορα (5 Φεβρουαρίου 1204). Η κυριαρχία του Αλέξιου Μούρτζουφλου θα διατηρηθεί μονάχα δυο μήνες, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και δημιούργησαν την Λατινική Αυτοκρατορία (12 Απριλίου 1204), οι Σταυροφόροι θανάτωσαν τον Αλέξιο Μούρτζουφλο σαν υπεύθυνο για τον θάνατο του Αλεξίου Δ΄.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%91%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CF%89%CE%BD
http://byzantin-history.blogspot.com/2011/06/blog-post_15.html?m=1
http://byzantin-history.blogspot.com/2011/06/blog-post_15.html?m=1

Σάββατο 14 Αυγούστου 2021

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Σάμος

Η Σάμος βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους και απέχει περί τα 1200 μέτρα από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Είναι καταπράσινο και με πολλά δάση νησί. Οι πολλοί ειδυλλιακοί κόλποι και αμμουδερές παραλίες, που περιβάλλουν το νησί με την βλάστηση που φτάνει μέχρι την θάλασσα, γοητεύουν τον επισκέπτη. Τα ιστορικά μνημεία όλων των εποχών, που υπάρχουν στο νησί είναι αξιόλογα και παρουσιάζουν μεγάλο παλαιοντολογικό, αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκταση της είναι 477 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έχει μάκρος 44 χιλιόμετρα και πλάτος 19 χιλιόμετρα και οι ακτές της έχουν μήκος 140 χιλιόμετρα. Βρίσκεται σε γεωγραφικό ανατολικό μήκος 27ο από Greenwich σε βόρειο πλάτος 37ο και ανήκει στο σύμπλεγμα των ανατολικών Σποράδων. Η Σάμος έχει 33,000 (περίπου) κατοίκους και αποτελείται από τέσσερις δήμους με πρωτεύουσα το Βαθύ (ή Σάμο).

Ο μεγαλύτερος κόλπος της Σάμου είναι αυτός του Βαθέως (ή Σάμου). Φυσικά στα παράλια του νησιού υπάρχουν κι’ άλλοι μικρότεροι. Σάμος είναι ορεινή και έχει δυο βουνά, τον άγριο και βραχώδη Κέρκη στο δυτικό τμήμα του νησιού, ύψους 1443 μέτρα και την κατάφυτη Άμπελο ή Καρβούνη στο ανατολικό τμήμα του νησιού ύψους 1160 μέτρα. Στον Κέρκη υπάρχουν πολλές σπηλιές. Σπουδαιότερες απ’ αυτές είναι: Η σπηλιά του Κακοπέρατου (Κακό πέρασμα), η σπηλιά της Παναγίας της Σαραντασκαλιώτισσας, η σπηλιά της Παναγίας της Μακρινής, η Τρύπα του Πανάρετου, η σπηλιά Καντήλι και η σπηλιά του Πυθαγόρα όπου σύμφωνα με την παράδοση κατέφυγε σ’ αυτήν ο Πυθαγόρας, κυνηγημένος από τον Τύραννο της Σάμου Πολυκράτη. Οι πεδινές περιοχές είναι λίγες, με μεγαλύτερη την πεδιάδα της Χώρας, η οποία βρίσκεται στην Νότια πλευρά του νησιού και περικλείεται από τα χωριά Χώρα, Πυθαγόρειο, Μύλοι, Παγώνδας.


Τα ψηλά βουνά συντελούν στο να πέφτουν πολλές βροχές τον χειμώνα και σε αυτό οφείλεται η πλούσια βλάστηση και οι πολλές και πλούσιες πηγές. Τα πολλά νερά και η πλούσια βλάστηση ήταν ο λόγος που στην αρχαιότητα την ονόμαζαν“Υδρήλη”. Δεν έχει ποτάμια στο νησί, υπάρχουν όμως χείμαρροι που έχουν νερό και το καλοκαίρι. Ένας από αυτούς τους χείμαρρους είναι ο Ίμβρασος ή Παρθένιος ή ποτάμι των Μύλων, στις όχθες του οποίου σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά Ήρα. Έχει τα περισσότερα νερά και χύνεται στο Ηραίτη κόλπο. Πηγές έχει πολλές το νησί. Οι πιό γνωστές είναι: της Νεροτρουβιάς στο χωριό Μύλοι, του Πνακά στο χωριό Βουρλιώτες, η Μάνα στο Κοκκάρι, το Κρύο νερόή του “Στουρνάρη” και η Καριτσά στον Παγώνδα. Η φλέβα στο χωριό Κουμαραδαίοι, του Γεροβάσου και της Αγίας Ειρήνης στην Υδρούσα, του χωριού Καστανιά και του Μαραθοκάμπου. Η ιαματική πηγή, που είναι στην θέση Ποτάμι στο Καρλόβασι δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί. Η Σάμος παράγει πολλών ειδών προϊόντα και γι’ αυτό το λόγο οι αρχαίοι έλεγαν ότι “και ορνίθων γάλα παράγει η νήσος“. Τα κυριότερα προϊόντα της είναι το ξακουστό Σαμιώτικο κρασί και το λάδι. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά και ο τουρισμός, κατατάσσοντας την Σάμο σε μία από τις κυριότερες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας.


Η Σάμος αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα κοιτίδα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, χαρίζοντάς μας όχι μόνο πληθώρα αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων αλλά και σπουδαίους επιστήμονες όπως ο Πυθαγόρας, ο Επίκουρος και ο Αρίσταρχος. Μέσα στους θησαυρούς που έχει να προσφέρει το νησί ξεχωρίζει ο μεγαλύτερος ναός αφιερωμένος στη θεά Ήρα στην Ελλάδα χτίστηκε το 550 π.Χ. στις όχθες του ποταμού Ιμβράσου, που θεωρούνταν ως ο τόπος γέννησής της. Ιωνικού ρυθμού με 155 κολώνες, από τις οποίες σήμερα σώζεται μόνο μια που στέκει μόλις στο ήμισυ του αρχικού της μεγέθους. Λαξευμένος σε σαμιακό μάρμαρο με λευκότεφρες νευρώσεις ο εντυπωσιακός, καλοδιατηρημένος Κούρος ύψους 5 μέτρων, με το γλυκό του χαμόγελο στεκόταν κάποτε αγέρωχος στην Ιερά Οδό Σάμου. Η κατασκευή του Ευπαλινείου Ορύγματος ανατέθηκε από τον Πολυκράτη στον Ευπαλίνο για την υδροδότηση της αρχαίας πόλης του νησιού. Με κατάλληλους μαθηματικούς υπολογισμούς κατασκευάζεται το «αμφίστομο όρυγμα», μήκους 1036 μ. μέσα σε μόλις 8 χρόνια, παρά τις δυσκολίες που προέκυψαν από την ανάγκη αλλαγής κατεύθυνσης και από τις δύο πλευρές διάνοιξής του, καθιστώντας το 8ο θαύμα της μηχανικής.


Η λατρεία της θεάς Ήρας στη Σάμο μαρτυρείται από την Εποχή του Χαλκού και συγκεκριμένα στην περίοδο του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αρχικά στο χώρο υπήρχε ένας μικρός λίθινος βωμός και ένα ναόσχημο κτίσμα για την προστασία του ξύλινου λατρευτικού αγάλματος. Τον 8ο αι. π.Χ. ο βωμός γίνεται ορθογώνιος και περιβάλλεται με πλακόστρωση. Δυτικά του βωμού κτίζεται ο πρώτος ναός της Ήρας, ο λεγόμενος Εκατόμπεδος επειδή το μήκος του ήταν 100 πόδια, και με αναλογία μήκους -πλάτους 5:1. Οι τοίχοι του ήταν πλίνθινοι, στηρίζονταν σε χαμηλό λίθινο βάθρο και η κεραμοσκέπαστη σαμαρωτή στέγη του στηριζόταν σε μια σειρά από ξύλινα υποστηρίγματα. Τον 7ο αι. π.Χ. ο Εκατόμπεδος ξανακτίζεται με δαπανηρό λίθινο κρηπίδωμα και ξύλινη περίσταση. Συγχρόνως γίνεται ανακαίνιση του βωμού. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. παρατηρήθηκε μεγάλη οικοδομική αναμόρφωση του Ιερού. Στα 570-560 π.Χ. με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Ροίκου και του καλλιτέχνη Θεόδωρου ιδρύθηκε το γιγαντιαίο κτήριο του ναού της Ήρας, του οποίου οι διαστάσεις το έκαναν μοναδικό. Ο Εκατόμπεδος ναός επικαλύφθηκε από το νέο κτήριο. Ο νέος ναός ήταν δίπτερος, διαστάσεων 52,5x105 μ. Ο σηκός είχε μήκος ίσο με το πλάτος του ναού και ο πρόναος ήταν τετράγωνος. Εσωτερικοί κίονες χώριζαν το σηκό και τον πρόναο σε τρία μέρη, τα κλίτη. Οι θαυμάσιες ραβδώσεις των κιόνων έγιναν στο μαλακό ασβεστόλιθο με περιστροφικό τροχό που επινόησε ο Θεόδωρος. Οι κίονες υπολογίζεται ότι είχαν ύψος 18 μ., ήταν πώρινοι και ραβδωτοί. Ο θριγκός ήταν από ξύλο και η στέγη καλυπτόταν από οπτά κεραμίδια, ενώ οι γωνίες της στολίζονταν με ανθεμωτά ακροκέραμα. Ο μοναδικός αυτός ναός χαρακτηρίστηκε θαύμα της ιωνικής αρχιτεκτονικής αλλά καταστράφηκε από σεισμό λίγα χρόνια μετά την αποπεράτωσή του.

Στα χρόνια της τυραννίας του Πολυκράτη άρχισαν οι εργασίες για ένα ναό μεγαλύτερων διαστάσεων από τον προηγούμενο. Για το ναό αυτό θα γράψει ο Ηρόδοτος «ο μέγιστος νηός ων ημείς ίδμεν». Ήταν δίπτερος με διαστάσεις 55,16x108,63 μ. Η διαφορά στο μέγεθος από το ναό του Ροίκου οφειλόταν στην τοποθέτηση στην πρόσθια οπίσθια πλευρά μίας ακόμη σειράς κιόνων, ο αριθμός των οποίων έφθασε τους 155. Από αυτούς σήμερα σώζεται μέρος μόνον του ενός στη νότια πλευρά του ναού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών το αρχικό ύψος των κιόνων έφθασε τα 20 μ. Οι κίονες ήταν κατασκευασμένοι από μάρμαρο, ενώ το υπόλοιπο κτήριο ήταν από πωρόλιθο. Οι μελετητές πιστεύουν ότι ο ναός αυτός δεν αποπερατώθηκε ποτέ διότι μετά το θάνατο του Πολυκράτη το 522 π.Χ. άρχισαν οι εσωτερικές διαμάχες των διαδόχων με αποτέλεσμα η πολιτική και οικονομική δύναμη της Σάμου να παρακμάσει. Πιθανόν πολλά δομικά υλικά του ναού να χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τειχών και άλλων κτηρίων. Το κέντρο της λατρείας ήταν ο Βωμός, ο οποίος είχε μνημειακό μέγεθος με διαστάσεις 36,5x16,5 μ. Η αρχική ανωδομή του ήταν από ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια ανακαινίστηκε με μάρμαρο. Ο Βωμός ήταν μια αυλή ανοιχτή προς το ναό και περιβαλλόταν από τις τρεις πλευρές από προστατευτικό τοίχο ύψους 5-7 μ. που κατέληγε επάνω σε κυμάτια. Εσωτερικά ήταν διακοσμημένος με ανάγλυφη ζωφόρο με παραστάσεις θηριομαχιών και Σφιγγών. Τα δύο άκρα του τοιχώματος ήταν στολισμένα με πλούσια επίκρανα. Στο επάνω μέρος ο Βωμός καλυπτόταν με πλάκα από πυρίμαχο οφείτη πράσινου χρώματος.
Οικονομική ανάκαμψη και επομένως οικοδομική δραστηριότητα παρουσιάζεται στο Ηραίο όταν το 322 π.Χ. με ψήφισμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Σαμιώτες εξόριστοι επαναπατρίζονται. Οι εργασίες στο ναό της Ήρας επαναλαμβάνονται και ανεγείρονται ορισμένα κτήρια. Στα ελληνιστικά χρόνια ο χώρος του Ιερού γίνεται τόπος αυτοπαρουσίασης των Σαμίων πολιτικών, η πίστη στους αρχαιοελληνικούς θεούς εξασθενεί και εμφανίζονται νέες θεότητες ανατολικής προέλευσης. Τον 1ο αι. π.Χ. η Σάμος γίνεται ρωμαϊκή επαρχία, κατάσταση η οποία οπωσδήποτε επηρεάζει και το Ιερό. Μετά το τέλος των ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων, το 31 π.Χ. παρατηρείται κάποια άνθηση στο Ηραίο περιορισμένης έκτασης. Στα χρόνια του Αυγούστου οι Σάμιοι ανεγείρουν στην πόλη ναό προς τιμήν αυτού και της Ρώμης και προχωρούν σε διαμόρφωση του ναού και του βωμού της Ήρας. Ο μεγάλος ναός γίνεται αποθήκη παλαιότερων αναθημάτων και κτίζεται ένας περίπτερος ναός στον οποίο φυλάσσεται το λατρευτικό άγαλμα. Συγχρόνως ανακαινίζεται με μάρμαρο ο αρχαϊκός βωμός. Αυτά τα χρόνια φαίνεται ότι λατρεύτηκε στο Ηραίο από κοινού με τη θεά Ήρα, μετά το θάνατό της, η σύζυγος του Αυγούστου Λιβία, όπως μαρτυρείται επιγραφικά. Στα τέλη του 1ου και αρχές του 2ου αι. μ.Χ. το Ιερό είχε γίνει ασήμαντο. Στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. οικοδομήθηκε στο χώρο ένας μικρός κορινθιακός ναός διαστάσεων 7,4x12 μ., για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σε ποια θεότητα ήταν αφιερωμένος, και τον 3ο αι. μ.Χ. οικοδομείται ο τελευταίος ναός του χώρου. Πρόκειται για ρωμαϊκού τύπου ναό με πόδιο από χυτή τοιχοποιία με ορθομαρμάρωση που έφερε πάνω και κάτω χαρακτηριστικά κυμάτια. Το σημαντικότερο έργο που έγινε το 2ο και 3ο αι. μ.Χ. ήταν η επίστρωση της Ιεράς Οδού, μήκους 6 χλμ., που ένωνε το Ιερό με την αρχαία πόλη, με την οποία ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο.

Από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. και μετά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του τεμένους καλύπτεται από κατοικίες μονώροφες και διώροφες με μικρές περίστυλες εσωτερικές αυλές, μωσαϊκά και συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης. Στον οικισμό αυτό υπήρχε και εγκατάσταση θερμών. Γύρω στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε εξαιτίας καταστρεπτικού σεισμού το 262 μ.Χ. και της λεηλασίας του νησιού από περιπλανώμενα γερμανικά φύλα. Τον 4ο αι. μ.Χ. κατεδαφίζονται αρχαία οικοδομήματα και το δομικό υλικό πωλείται στη Μικρά Ασία. Τον 5ο ή 6ο αι. μ.Χ. κτίζεται στο χώρο μια τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική χρησιμοποιώντας ως δομικό υλικό αρχιτεκτονικά μέλη κτηρίων της αρχαίας θρησκείας και θραύσματα αναθημάτων. Αυτή η βασιλική είχε καταστραφεί στο τέλος της 1ης χιλιετίας μ.Χ. και στη θέση της το 16ο αιώνα κτίστηκε μια νέα βασιλική σταυροειδής με τρούλο, από την οποία φαίνεται σήμερα η αψίδα. Η λατρεία συνεχίστηκε στον ίδιο χώρο και το 18ο αιώνα, οπότε κτίζεται στην ίδια θέση ένα μικρό παρεκκλήσι, το οποίο κατεδαφίστηκε με την έναρξη των ανασκαφών στο χώρο του Ιερού. Εκτός από τα προαναφερθέντα οικοδομήματα, στο χώρο του τεμένους υπήρχαν και άλλα κτίσματα αφιερωμένα στη μεγάλη θεά αλλά και σε άλλους θεούς.
Η ανασκαφή στο χώρο μαρτυρεί ότι δεν επρόκειτο περί πανελλήνιου ιερού αλλά ενός ιερού με παγκόσμια φήμη. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την εισροή επισκεπτών από όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου: Αίγυπτο, Συρία, Ασσυρία, Βαβυλώνα, Μεσοποταμία, Περσία, Φοινίκη, Λακωνία, Αττική, Κρήτη, Κύπρο. Τα αναθήματα στη θεά αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης, που ξεχωρίζουν για τη μοναδικότητά τους και την εκπληκτική τεχνική τους. Ένα πολυάριθμο σύνολο αφιερωμάτων από μάρμαρο, πηλό, γυαλί, χαλκό, ξύλο, ελεφαντόδοντο, χρυσό, που έχει έλθει στο φως, αποδεικνύει περίτρανα τη διεθνή ακτινοβολία του σαμιακού Ηραίου. Κολοσσικοί κούροι ήταν τοποθετημένοι στη βόρεια παρυφή της Ιεράς Οδού και αποτελούσαν τους άγρυπνους φρουρούς του Ιερού. Μικρά ναόσχημα κτίσματα, οι θησαυροί, αποτελούσαν τα θησαυροφυλάκια για την ασφάλεια των πολύτιμων αφιερωμάτων στη μεγάλη θεά της γονιμότητας και της ευφορίας.
Πηγή http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=2366
https://www.neasamos.gr/?page_id=94
https://m.naftemporiki.gr/story/1698179

Ελληνικά νησιά με αρχαίους ιερούς τόπους : Ρόδος

Το νησί της Ρόδου βρίσκεται στο σταυροδρόμι δυο μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, ανάμεσα στο Αιγαίο πέλαγος και των ακτών της Μέσης Ανατολής όπως είναι η Κύπρος και η Αίγυπτος. Ως σημείο συνάντησης τριών πολιτισμών, η Ρόδος έχει γνωρίσει πολλούς πολιτισμούς. Μέσω της μακραίωνης της ιστορίας, όλοι οι διαφορετικοί λαοί που κατοίκησαν στη Ρόδο έχουν αφήσει το σημάδι τους σε όλες τις πλευρές του πολιτισμού του νησιού: στην τέχνη, τη γλώσσα, την αρχιτεκτονική. Η στρατηγική του θέση απέφερε στο νησί μεγάλο πλούτο και κατέστησε την πόλη της Ρόδου μια από τις εξέχουσες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
Η Ρόδος είναι το μεγαλύτερο νησί της Δωδεκανήσου. Η πρωτεύουσα του νησιού βρίσκεται στο βόρειο άκρο του και αποτελεί την πρωτεύουσα του νομού έχοντας στο κέντρο της την Μεσαιωνική Πόλη. Το 1988, η Μεσαιωνική Πόλη αναγνωρίστηκε ως Πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Μεσαιωνική Πόλη είναι μείγμα διαφορετικών αρχιτεκτονικών από διάφορες ιστορικές περιόδους με δεσπόζουσα την περίοδο της παραμονής στο νησί του τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη καθώς και αυτής των Οθωμανών. Σήμερα, αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης πόλης όπου αναπτύσσονται εμπορικές, τουριστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες ενώ περιλαμβάνει και κατοικήσιμες περιοχές.
Τόση πολλή ομορφιά συγκεντρωμένη σε ένα τόπο δεν θα μπορούσε παρά να εξάψει τη φαντασία των κατοίκων της και να γεννήσει εξίσου όμορφους Μύθους που αφορούν τη γέννηση της και την πορεία της στο χρόνο. Ένας από τους μύθους σύμφωνα με τον Πίνδαρο, λέει ότι όταν ο Δίας επικράτησε των Γιγάντων, αποφάσισε να μοιράσει τη γη στους Ολύμπιους Θεούς. Ο Ήλιος όμως απουσίαζε από τη μοιρασιά σουλατσάροντας στο ημερήσιο ουράνιο ταξίδι του και έτσι έμεινε χωρίς δική του γη. Ο Δίας θέλοντας να είναι δίκαιος είπε ότι θα ξανακάνει τη μοιρασιά, αλλά ο ταξιδιάρης Ήλιος τότε απάντησε ότι θα γινόταν δική του η γη που θα αναδυόταν από την θάλασσα με την ανατολή του το επόμενο πρωινό. Έτσι και έγινε. Μόλις ανέτειλε είδε ένα πανέμορφο και κατάφυτο νησί, τη Ρόδο, να αναδύεται από τα γαλαζοπράσινα νερά. Γοητευμένος από τα κάλλη της την έλουσε με τις ηλιαχτίδες του. Έκτοτε η λαμπερή Ρόδος είναι το νησί του Ήλιου, αφού ο Ήλιος παντρεύτηκε την όμορφη νύμφη Ρόδο. Στο νησί ο Ήλιος μαζί με τη Νύμφη Ρόδο απέκτησαν επτά γιους, τους Ηλιάδες (τον Όχιμο, τον Κέρκαφο, τον Μάκαρ, τον Ακτίονα, τον Τενάγη, τον Τρίοπα, τον Κάνδαλο και μια κόρη την Ηλεκτρώνη). Οι απόγονοι του Κέρκαφου ήταν ο Κάμειρος, ο Ιαλυσός και ο Λίνδος, οι οποίοι κληρονόμησαν το νησί και το χώρισαν σε τρία κομμάτια, ώστε να έχει ο καθένας τη δική του πόλη, στην οποία έδωσαν και το όνομα τους. 
Το νησί κατοικήθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4.000 π.Χ.). Το 408 π.Χ. οι τρεις μεγάλες πόλεις του νησιού, Ιαλυσός, Κάμιρος και Λίνδος, ίδρυσαν την πόλη της Ρόδου. Οι τρεις αιώνες που ακολούθησαν αποτέλεσαν την «χρυσή περίοδο» της Ρόδου. Το θαλάσσιο εμπόριο, η ναυσιπλοΐα καθώς και οι συνετές και προοδευτικές πολιτικές και διπλωματικές κινήσεις διατήρησαν την πόλη δυνατή και ακμάζουσα μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Την ίδια περίοδο, η Ρόδος παράγει εξαιρετική τέχνη. Το πιο ονομαστό δημιούργημα ήταν ο Κολοσσός, ένα από τα εφτά θαύματα του κόσμου, ο οποίος φτιάχτηκε ανάμεσα στο 304 π.Χ. με 293 π.Χ. από τον Λίνδιο γλύπτη Χάρη. Η κατασκευή του Κολοσσού διήρκεσε 12 χρόνια και ολοκληρώθηκε το 282 π.Χ. Για πολλά έτη, το άγαλμα ήταν τοποθετημένο, πιθανότατα, στην είσοδο του λιμανιού και προσωποποιούσε τον θεό Ήλιο μέχρι την στιγμή που ένας δυνατός σεισμός χτύπησε την Ρόδο το 226 π.Χ. Η πόλη υπέστη σοβαρότατες ζημιές και το άγαλμα του Κολοσσού κατέρρευσε.
Το πολεοδομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης της Ρόδου βασίστηκε στις πολεοδομικές και φιλοσοφικές ιδέες του διάσημου αρχαίου Έλληνα πολεοδόμου Ιππόδαμου. Το σχέδιο των δρόμων της αρχαίας πόλης είναι γνωστό χάρη σε αρχαιολογικές ανασκαφές δεκαετιών. Τα οικοδομικά τετράγωνα (insulae) είχαν τις ακόλουθες διαστάσεις 47,70×26,50 m και είχαν όλα το ίδιο μέγεθος. Καθένα από αυτά περιελάμβανε τρία σπίτια και περιτριγυριζόταν από δρόμους πλάτους 5-6 μέτρων. Μεγαλύτερες οικοδομικές ενότητες σχημάτιζαν περιοχές οι οποίες περικλείονταν από μεγαλύτερους δρόμους πλάτους 8-11 μέτρων. Κάθε τέτοια περιοχή αποτελούταν από 36 insulae ή 108 σπίτια. Η αρχαία πόλη είχε ένα εκτεταμένο και καλά δομημένο αποχετευτικό δίκτυο καθώς και δίκτυο υδροδότησης. Η ανεξαρτησία της πόλης τερματίστηκε όταν η Ρόδος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ., η Ρόδος διατήρησε σε μεγάλο βαθμό το μεγαλείο της και εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα γνώσης, επιστήμης και τέχνης. Πέρα από τις γραπτές πήγες που διασώζονται έως τις μέρες μας, οι αρχαιολογικές ανασκαφές που συνεχίζονται ακόμη δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα του πολιτισμού που άκμασε την περίοδο αυτή.
Η Ακρόπολη της Λίνδου είναι αρχαιολογικός χώρος που βρίσκεται χτισμένος πάνω σε έναν απότομο βράχο ύψους 116 μ, δεσπόζοντας πάνω από τον παραδοσιακό οικισμό της Λίνδου στη Ρόδο. Η πλούσια ιστορία, σε συνδυασμό με την μοναδικής ομορφιάς, φυσική θέα του χώρου καθιστούν την ακρόπολη της Λίνδου ως έναν από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, καθώς κατατάσσεται τρίτη σε σειρά επισκεψιμότητας. Κατά την αρχαιότητα, η ακρόπολη της Λίνδου είχε ως κεντρικό λατρευτικό χώρο τον ναό της Λινδίας Αθηνάς. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, όταν ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο με τις κόρες του, κατέπλευσε στη Λίνδο, όπου έγινε δεκτός με θέρμη από τους κατοίκους. Αυτός ήταν που έχτισε το ιερό της Λινδίας Αθηνάς και αφιέρωσε ένα άγαλμα στη θεά, πριν εκπλεύσει για το Άργος. Κατά την κλασική και την ελληνιστική εποχή το ιερό της Λινδίας Αθηνάς είχε πανελλήνια φήμη· χαρακτηριστικό είναι πως στη Λινδία Αθηνά ανέθεσαν αφιερώματα φημισμένοι βασιλείς - Αλέξανδρος ο Μέγας, Πτολεμαίος ο Σωτήρ, Πύρρος, Φίλιππος Ε΄. Την περίοδο της μεγάλης ακμής της Ροδιακής Πολιτείας, η ακρόπολη της Λίνδου εξωραΐστηκε περαιτέρω, καθώς χτίστηκαν εντυπωσιακά Προπύλαια, Στοά και τείχος. Αξιοσημείωτο είναι και το ανάγλυφο τριημιολίας που σώζεται στη βάση του αρχαιολογικού χώρου της ακρόπολης και χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ.
Ο παράλιος οικισμός της Λίνδου βρίσκεται στη νοτιανοτολική πλευρά του νησιού και σε απόσταση 55 χιλ. από την πόλη της Ρόδου. Η αρχαία πόλη ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού, μεταξύ της ακρόπολης και του ακρωτηρίου Κράνα. Η Λίνδος είναι ο κυριότερος αρχαιολογικός χώρος της Ρόδου με κέντρο το βράχο της όπου δεσπόζει και η ακρόπολη της, και μια από τις πιο σημαντικές πόλεις του νησιού. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τις Δαναϊδες, τις 50 κόρες του επώνυμου ήρωα των Αργείων Δαναού, που έκτισαν στη Λίνδο ναό της Αθηνάς ερχόμενες στο νησί από την Αίγυπτο όπου ζούσαν. Ο ήρωας Δαναός είχε καταφύγει στην Αίγυπτο για να ξεφύγει από τη ζήλεια της θεάς Ήρας. Η περίοδος της μεγάλης ακμής της πόλης είναι η αρχαϊκή (7ος - 6ος αι. π.Χ.). Η ακρόπολη της Λίνδου αποτελούσε πάντα το κέντρο της ζωής του οικισμού. Το προελληνικό όνομα της, καθώς και λίγα προϊστορικά λείψανα μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής στο χώρο ήδη από τη νεολιθική εποχή. Η λατρεία της θεάς Αθηνάς πρέπει να εγκαταστάθηκε στην ακρόπολη κατά τον 9ο αι. π.Χ., στα γεωμετρικά χρόνια. Κατά την αρχαϊκή περίοδο το νησί πρωτοστατεί στην αποικιακή κίνηση. Τον 6ο αι. π.Χ. κυριαρχεί στη Λίνδο η μορφή του τυράννου Κλεόβολου, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Τότε έγιναν σημαντικά έργα υποδομής στην πόλη και οικοδομήθηκε ο αρχαϊκός ναός της Αθηνάς στην ακρόπολη σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο.
Η περσική εξάπλωση στο Αιγαίο και αργότερα ο συνοικισμός της Ρόδου, στον οποίο συμμετείχε και η Λίνδος με τις δυο άλλες πόλεις του νησιού, την Ιαλυσό και την Κάμιρο, οδήγησαν στη σταδιακή μείωση της οικονομικής και πολιτικής σημασίας της Λίνδου. Ωστόσο το φημισμένο ιερό της παρέμεινε σε όλη την ελληνιστική αλλά και ρωμαϊκή περίοδο κέντρο λατρείας και το πρώτο ανάμεσα στα παραδοσιακά ιερά. Ο χώρος της λινδιακής ακρόπολης, από τόπος αφιερωμένος αποκλειστικά στη λατρεία στην αρχαιότητα, αποτέλεσε στη συνέχεια ασφαλές καταφύγιο σε περίοδο κρίσεων, για να καταλήξει όλο και περισσότερο με την πάροδο των αιώνων σε οχυρωμένη ακρόπολη με μόνιμη φρουρά. Οι ανασκαφές στη Λίνδο έγιναν κατά την περίοδο 1900-1914 από το ίδρυμα Carlsberg της Δανίας υπό τη διεύθυνση των Kinch και Blinkenberg την πρώτη περίοδο και του E. Dyggve τη δεύτερη. Κατά την πρώτη περίοδο ερευνήθηκε συστηματικά ο χώρος ως το φυσικό βράχο και αποκαλύφτηκαν όλα τα μνημεία της ακρόπολης καθώς και η νεκρόπολη της Λίνδου που εκτείνεται στους γύρω λόφους. Τη δεύτερη περίοδο πραγματοποιήθηκε συστηματικότερη μελέτη των ήδη αποκαλυφθέντων μνημείων.
Πηγή : https://www.rhodes.gr/i-poli-mas/istorika-stichia/
http://rokar-rokar.blogspot.com/2020/02/blog-post_82.html
http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2383
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9B%CE%AF%CE%BD%CE%B4%CE%BF%CF%85