Ενώ ο Πλάτων είναι σαφής και συγκεκριμένος για τις αρετές του ηγέτη, που αφορούν και τον κάθε άνθρωπο, για τις αρχές της ηγεσίας δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο με τις αρετές, οπότε αφήνεται στον μελετητή του να συμπεράνει αυτές μέσα από τις βασικές φιλοσοφικές σκέψεις του, που έχει διατυπώσει για διάφορα άλλα θέματα. Όσον αφορά όμως την τέχνη της ηγεσίας, ασχολείται ιδιαίτερα στο έργο του με τον τίτλο «Πολιτικός», την οποία τέχνη ταυτίζει με την επιστήμη και ως πρώτη τέτοια επιστήμη στην ιεραρχία αυτών θεωρεί κατ’ αρχή την πολιτική και αμέσως μετά από αυτήν την στρατηγική. Εφόσον γνωρίσαμε τις θεμελιώδεις αρετές κατά τον Πλάτωνα και αυτές όπως είδαμε κατά σειρά προτεραιότητας είναι: η φρόνηση, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη και η ανδρεία, θα προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε και να καταγράψουμε και τις αρχές της ηγεσίας, σύμφωνα πάλι κατά κύριο λόγο, με τις σκέψεις του Πλάτωνα, αφού πρώτα γίνει κάποια σύντομη αναφορά στην εξελικτικότητα των απόψεών του για τη δυνατότητα διδαχής αυτών των αρχών και της επιστήμης της ηγεσίας. Το θέμα εάν ο ηγέτης γεννιέται ή γίνεται μας έχει απασχολήσει και πάλιν, με το ίδιο πνεύμα όμως θα προσπαθήσουμε να εμπλουτισθούν αυτές οι άλλες σκέψεις και με τις παρούσες του Πλάτωνα, οι οποίες, όπως και οι προηγούμενες, ακολουθούν μία εξελικτική πορεία, ανάλογα προφανώς με την ηλικία του, αλλά και με τις συνθήκες κάθε χρονικής περιόδου. Έτσι στα πρώϊμα έργα του, όπως είναι αυτό που αναφέρεται στον «Μένωνα», υποστηρίζει ότι οι αρετές και η επιστήμη της ηγεσίας δεν είναι διδακτές, καθόσον δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι δάσκαλοι για να τις διδάξουν. Αλλά και διότι θεωρεί την ορθή γνώμη ισάξια με την επιστήμη, όταν η καθεμία επεξεργάζεται το δικό της έργο κατά αποτελεσματικό τρόπο, θέλοντας προφανώς ο Πλάτων να τονίσει ότι για τον ηγέτη πρωταρχικό προσόν για τις σωστές αποφάσεις του είναι η ορθογνωμία και δευτερευόντως έρχεται η επιστήμη στην αντιμετώπιση των ποικίλων θεμάτων της ηγεσίας του. Προς επιβεβαίωση αυτών των απόψεών του ο Πλάτων επικαλείται τον Περικλή, τον Θεμιστοκλή και τους άλλους ικανούς άρχοντες των Αθηνών, οι οποίοι δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη επιστήμη, ώστε να ηγούνται της πόλης με τόσο μεγάλη επιτυχία. Την ίδια γνώμη, ότι η ηγετική τέχνη δεν διδάσκεται και δεν μεταφέρεται σε άλλους ανθρώπους, ο Πλάτων θα επαναλάβει στο διάλογό του με τον «Πρωταγόρα», ο οποίος βέβαια είχε αντίθετες απόψεις περί του θέματος, σαν γνήσιος σοφιστής που ήταν, δίδοντας πρωταρχική σημασία στην πειθώ του λόγου και της διδασκαλίας. Ενώ ο Πλάτων, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, θα επικαλεσθεί τις περιπτώσεις εκείνες που οι άρχοντες προκειμένου να αποφασίσουν για κάποιο θέμα που έχει σχέση με τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τις συμβουλές οποιουδήποτε πολίτη, αδιακρίτως αν είναι κτίστης, χαλκωματάς ή βυρσοδέψης, έμπορος ή πλοίαρχος, πλούσιος ή φτωχός, ευγενής ή ταπεινός, αρκεί να έχει ορθογνωμία και το θάρρος να συμβουλεύει και ας μην είχε κάποιο δάσκαλο επί των διοικητικών θεμάτων της πόλης. Μάλιστα, θα συμπληρώσει ο Πλάτων, επειδή δεν διδάσκεται από ορισμένους η επιστήμη αυτή της διοίκησης δεν είναι ούτε ισχυρή, ούτε ηγεμονική, αλλά ούτε και αρχηγική. Έτσι και εδώ στις απόψεις του περί της διδαχής ή όχι της ηγετικής επιστήμης ο Πλάτων εξελίσσεται και στο πλέον ώριμο έργο του, που είναι η «Πολιτεία», προτείνει τον φιλόσοφο-άρχοντα της πόλης, στον οποίον δεν αρκούν μόνον η ευγενής φύση και τα θεϊκά ηγετικά χαρίσματα αυτού, αλλά πρέπει επιπροσθέτως, οι προοριζόμενοι για ηγετικούς ρόλους στην πόλη, να δέχονται την αρίστη αγωγή στη ψυχή, στο σώμα και στο πνεύμα, όπως αναλυτικά αυτή καθορίζεται από τον ίδιο στην «Πολιτεία» του. Ενώ δεν θα παραλείψει στον «Αλκιβιάδη» να διορθώσει προηγούμενες άλλες απόψεις του, δηλώνοντας ότι αυτός που πράγματι κατέχει την επιστήμη της ηγεσίας, έχει συγχρόνως και τη δύναμη να μεταδώσει αυτή και σε άλλους κατάλληλους στη φύση για ηγέτες. Με το ίδιο επίσης πνεύμα θα μιλήσει ο Πλάτων όπως είδαμε και στον «Πολιτικό», έργο κατ’ εξοχήν αφιερωμένο στην επιστήμη και στην τέχνη της ηγεσίας και στο οποίο πάλι τονίζει την αξία απόκτησης αυτής της επιστήμης από άτομα που έχουν από τη φύση τους τη θεία δωρεά του «βασιλικού γένους», δηλαδή το χάρισμα να είναι ηγέτες και η οποία δωρεά υπάρχει στους ανθρώπους ανεξάρτητα εάν είναι άρχοντες ή απλοί πολίτες.
Διότι τη «βασιλική» αυτή τέχνη, δηλαδή την πρώτη και αρχηγική ανάμεσα σε όλες τις άλλες τέχνες, ούτε το πλήθος των πλουσίων, ούτε και όλοι οι πολίτες ανεξαιρέτως θα μπορέσουν ποτέ να λάβουν και να χαρούν ως πολιτική επιστήμη, καθόσον αυτή είναι «βασιλική» τέχνη και ανήκει μόνο στους εκλεκτούς ανθρώπους του «βασιλικού γένους», στους οποίους ταιριάζει. Αυτή όμως η αρχηγική επιστήμη και τέχνη είναι μία και έχει αρχές και κανόνες οι οποίοι με ευελιξία μπορούν να προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε μορφή διοίκησης, είτε αυτή αφορά τη φροντίδα της πόλης, οπότε καλείται πολιτική επιστήμη, είτε αφορά την οικονομία και αποτελεί την οικονομική επιστήμη και τέχνη. Απαραίτητο είναι όμως ο κάθε άρχοντας να κατέχει αυτή τη επιστήμη και την τέχνη της ηγεσίας, ώστε στη διοίκησή του να είναι αυτάρκης και να μην εξαρτάται από τις συμβουλές των άλλων για θέματα της διοίκησής του. Αυτές οι τελευταίες σκέψεις του Πλάτωνα, με κάποια ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσαν να διατυπωθούν και ως εξής: Ενας άλλος επιστήμων ο οποίος είναι είτε οικονομολόγος, είτε νομικός ή μηχανικός κλπ και ο οποίος είναι κατάλληλος εκ φύσεως και επιδιώκει ηγετικούς ρόλους, πρέπει συγχρόνως να κατέχει και την τέχνη της διοίκησης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στα ηγετικά επιστημονικά του καθήκοντα. Ποια είναι η μορφή αυτής της τέχνης της ηγεσίας, ο Πλάτων σαφώς περιγράφει αυτή στον «Πολιτκό» και την αποδίδει με μία συνοπτική εικόνα παρομοιάζοντας αυτή με την κατάλληλη πλοκή του στημονιού και του υφαδιού, από την οποία παράγεται ένα ολοκληρωμένο υφαντό και το οποίο θα μπορούσε να είναι και το έργο του αποτελέσματος μίας καλής ηγεσίας με εφαρμογή των αρχών της. Αρχές οι οποίες, όπως κατέληξε ο Πλάτων, δύνανται να διδάσκονται μόνον από αυτούς που κατέχουν την επιστήμη και να τις δέχονται άνθρωποι οι οποίοι είναι εκ φύσεως προορισμένοι για ηγέτες. Αυτή η αρχή, αποτελεί και δίκαιον κατά τον Πλάτωνα, δηλαδή ο καθένας να κάνει στην πόλη αυτό που ταιριάζει από τη φύση του, δεχόμενος την ανάλογη επιστήμη και τέχνη για αυτόν τον σκοπό. Έτσι λοιπόν σήμερα οποιοσδήποτε λειτουργός της πολιτείας και ιδιαίτερα οι ηγέτες αυτής, καλούνται στα καθήκοντά τους να εφαρμόζουν αυτό το διώνυμο της αρχής, αφενός μεν της απόλυτης πειθαρχίας προ στους ισχύοντας νόμους και αφετέρου της ανάπτυξης πρωτοβουλιών εκεί που ο νόμος δεν προβλέπει για κάποιες περιπτώσεις, προκειμένου η πολιτεία και γενικότερα η κοινωνία να λειτουργεί ομαλά, αρμονικά και προοδευτικά, χωρίς τριβές, εμπόδια και οπισθοδρομήσεις. Όσον όμως και αν είναι διακριτά τα όρια μεταξύ της πειθαρχίας και της πρωτοβουλίας, δεν παύει να εμπεριέχουν ασάφεια, ώστε ορθά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αντιφατικές αρχές και δικαίως η αξία ενός ηγέτη κρίνεται σε αυτές τις οριακές θέσεις, όταν ενεργεί όχι προς ίδιον όφελος, αλλά προς όφελος της πόλης, όπως ο Πλάτων έλεγε και ως εξ αυτού η απόφαση του ηγέτη σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτεί επιστήμη και αρετές. Τέλος, ιδιαίτερα ασχοληθείς ο Πλάτων με την πολιτική φιλοσοφία, κατ΄ εξοχήν επιστήμη της ηγεσίας, δεν παύει σε όλα τα παρόμοια έργα του να τονίζει με έμφαση για την αρμονική λειτουργία της πόλης, αφενός την αξία των αρίστων νόμων οι οποίοι να αποβλέπουν στο καλό και μόνο του κοινωνικού συνόλου και αφετέρου στην επιλογή και στην εκλογή των κατάλληλων επιστημόνων και ενάρετων αρχηγών, οι οποίοι να διακατέχονται από τη συνείδηση και μόνο προσφοράς προς την κοινωνία και όχι προς εξυπηρέτηση προσωπικών ωφελειών και επιδιώξεων, τότε λειτουργεί ομαλότερα και το διώνυμο των αρχών της πρωτοβουλίας και της πειθαρχίας στους νόμους.
Η τριμερής διαίρεση της ιδανικής πολιτείας σε παραγωγούς, φύλακες και βασιλείς-φιλοσόφους, έχει άμεση συνάρτηση με το διαχωρισμό της ψυχής σε επιθυμητικόν, θυμοειδές και λογιστικόν αντίστοιχα. Και αφού σε αυτή τη διαίρεση, το λογιστικόν μέρος ενδιαφέρεται και προωθεί το γενικό και μακροπρόθεσμο καλό, ελκύεται από τις ευχαριστήσεις που παρέχει η γνώση και η διανοητική απασχόληση και είναι το μόνο που μπορεί να ορίσει τον τρόπο μεγιστοποίησης της ικανοποίησης, μέσω του θυμοειδούς ή του επιθυμητικού, είναι προφανείς οι ιδιότητες, οι οποίες αποδίδονται στους φιλοσόφους, ως μόνους άξιους να κυβερνήσουν το κοινωνικό σύνολο. Στο υπό εξέταση κείμενο, ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την αλληγορία και τον μύθο για να μπορέσει να κάνει κατανοητές τις θεωρίες του. Από τον ορατό κόσμο της φύσης μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τον μη ορατό, ιδεατό κόσμο της νόησης. Στην κορωνίδα των αισθήσεων, ο Πλάτωνας τοποθετεί την όραση. Η όραση όμως, από μόνη της, δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς την συμβολή του φωτός, το οποίο προέρχεται από τον ήλιο.
Ο θεός Ήλιος θεωρείται μέγιστο αγαθό στον πραγματικό κόσμο. Και όπως εκείνος φωτίζει, γεννάει, αναπτύσσει και τρέφει τα πάντα, έτσι και η έννοια του Αγαθού, το οποίο, σ’ έναν ιδεατό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον νου, γίνεται η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας όλων των γνωστικών όντων. Ότι είναι παράλογο και ψευδές μας προβληματίζει και μας μπερδεύει, όπως οι εικόνες των ορατών πραγμάτων στο σκοτάδι. Όπως η Ήλιος βασιλεύει στον ορατό κόσμο, έτσι και το Αγαθό, η Δικαιοσύνη και η Αλήθεια βασιλεύουν στο νοητό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν δύο κόσμοι; Ο Πλάτωνας, μέσω της θεωρίας του περί Ιδεών, ξεχωρίζει τον κόσμο των αισθητών από τον κόσμο των Ιδεών. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η ιδανική του πολιτεία βρίσκεται σ’ έναν νοητό κόσμο, ο οποίος διακατέχεται από την Ιδέα του Αγαθού. Αυτός όμως, που καλείται να γνωρίσει και να εφαρμόσει το πρότυπο του αγαθού στην πολιτειακή πραγματικότητα, θα πρέπει να ενεργεί με βάση τη φρόνηση και τη γνώση, να ξέρει να διακρίνει το καλό από το κακό, την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το απατηλό. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός, εκτός από τον φιλόσοφο; Για να αναδειχτεί όμως κάποιος φιλόσοφος, θα πρέπει να έχει περάσει με επιτυχία από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, τα οποία ορίζονται από τον θεμελιωτή της πολιτείας. Υπέρτατο αντικείμενο γνώσης του φιλοσόφου είναι η έννοια του Αγαθού. Η γνώση του Αγαθού αποτελεί και τον κυρίαρχο στόχο της εκπαίδευσης. Ο Πλάτωνας, μέσα από την αλληγορική εικόνα του ήλιου και τον μύθο του σπηλαίου, επανέρχεται στο θέμα της παιδείας, ως απαραίτητο στοιχείο του φιλοσόφου-βασιλέως. Κατοχυρώνει έτσι το παιδαγωγικό του επιχείρημα προς «την κατάδειξη της θεωρίας περί του φιλοσόφου ως βασιλέως της αρίστης πολιτείας». Ο εν δυνάμει φιλόσοφος είναι αυτός, ο οποίος ελευθερώνεται από τα δεσμά του σπηλαίου και βγαίνει στο φως, το οποίο στο νοητό κόσμο ισοδυναμεί με την αλήθεια, που γεννήθηκε από τη γνώση του Αγαθού. Παρά την οδυνηρή εμπειρία της έκθεσης από το σκοτάδι στο φως, εξαναγκάζεται να στρέψει σε αυτό, όχι μόνο το βλέμμα και το κεφάλι αλλά και ολόκληρο το σώμα και στη συνέχεια την ψυχή του, μέχρι να τον καταλάβει ολόκληρο η δύναμη της αλήθειας. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σημαντική η συμβολή του θεμελιωτή της αρίστης πολιτείας. Είναι αυτός, ο οποίος, με όχημα την συνεχή εκπαίδευση και με σκοπό την κατάκτηση της γνώσης, θα τον εξαναγκάσει σχεδόν να ανεβεί από τον κακοτράχαλο δρόμο προς την κορυφή και δεν θα τον αφήσει να φοβηθεί και να γυρίσει πίσω στο σκοτάδι. Θα γυρίσει μόνο, όταν πια είναι κάτοχος της γνώσης του αγαθού, για να μπορέσει να την μεταδώσει και στους υπόλοιπους συνδεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν μόνο τις σκιές και ν’ ακούν τον αντίλαλο των αληθινών πραγμάτων. Επισημαινουμε την αναφορά του Πλάτωνα στις πολιτικές συνθήκες της εποχής του αλλά και στη μοίρα που επιφυλάχθηκε στο Σωκράτη από την πολιτεία. Οι δεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι έχουν μια ψευδή και λανθασμένη γνώση της πραγματικότητας, έχουν θεσπίσει νόμους και έχουν ορίσει μια κοινωνική ιεραρχία. Όταν αυτός, που ελευθερώθηκε από τα δεσμά και ξαναγύρισε για να αποκαλύψει στους άλλους την αλήθεια, κινδυνεύει να τον σκοτώσουν αν τους ελευθερώσει, μας έρχεται στο νου η δίκη και ο θάνατος του Σωκράτη, γεγονός που είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Πλάτωνα. Ο εν δυνάμει φιλόσοφος-βασιλιάς της αρίστης πολιτείας κουβαλά στην ψυχή του, ως «εργαλείο», τη δύναμη της γνώσης. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει τη στροφή προς την Αλήθεια και το φως, και να ολοκληρωθεί ως άριστος και ιδεατός κυβερνήτης, απαραίτητη κρίνεται η εκπαίδευση. Η συνεχής και επίπονη εκπαίδευση είναι ο μοναδικός δρόμος επίτευξης του τελικού στόχου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι λογικό να εξαιρούνται οι αμόρφωτοι, οι δίχως καμία εμπειρία της αλήθειας, ή οι θεωρητικοί της φιλοσοφίας. Οι πρώτοι γιατί δεν έχουν θέσει τον πολιτικό εκείνο σκοπό, στον οποίο πρέπει να τείνουν οι πράξεις τους και οι δεύτεροι γιατί στερούνται της πρακτικής εκείνης πλευράς, η οποία θεωρείται απαραίτητη στην πολιτική πράξη. Ο φιλόσοφος-βασιλιάς του Πλάτωνα, λαμβάνει την καλύτερη εκπαίδευση από την πολιτεία, γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι αυτοδύναμος και συνεπώς απαλλαγμένος από τα πολιτικά βαριά καθήκοντα, αλλά έχει την υποχρέωση προς την πολιτεία να γίνει οδηγητής της και ανιδιοτελής κυβερνήτης του σμήνουςτων πολιτών, προς όφελος όλων, κυβερνώντας με σοφία και σύνεση. Γιατί έχει λάβει παιδεία πιο ολοκληρωμένη, και σε θέματα πολιτικής αλλά και φιλοσοφίας, πράγμα που τον καθιστά δυνατότερο από τους άλλους φιλοσόφους. Το παράδειγμα του Σωκράτη μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι παράλληλα με τη γνώση, η εξουσία κρίνεται απαραίτητη. Η αξία ενός φιλοσόφου - βασιλιά έγκειται, επίσης, στο ενδιαφέρον του για την καλυτέρευση, την ευημερία και την ενίσχυση της ενότητας ολόκληρης της πόλης και όχι στο προσωπικό του όφελος. Γι’ αυτό πρέπει να κατέβει και πάλι στη σπηλιά και να φωτίσει τους άλλους μεταδίδοντάς τους τη γνώση, έτσι ώστε η αλήθεια να γίνει το ίδιον της ιδανικής πολιτείας και όχι μια ουτοπική κατάσταση, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι πολεμούν μάταια για σκιές, εικασίες και ασύδοτη εξουσία. Γιατί ο φιλόσοφος-βασιλιάς δεν έχει εξουσιαστικές τάσεις, αλλά θεωρεί την ανάληψη της εξουσίας σαν αναγκαία και αναπόφευκτη για το καλό της πόλης. Η ευδαιμονία, γι’ αυτόν, ολοκληρώνεται μέσα από την ολοκλήρωση των ηθικών του καθηκόντων. Ο πλούτος δεν είναι το χρήμα ή ο χρυσός, αλλά η αγάπη και η άσκηση της αρετής και της σοφίας. Γιατί ο έρωτας για την εξουσία, όπως επίσης και η ανάληψή της από ανθρώπους στερημένους από πνευματικές αρετές, προκαλεί αντιζηλίες και πολέμους και καταλήγει στην καταστροφή της πόλης. Οι φιλόσοφοι λοιπόν, για τον Πλάτωνα, είναι οι μόνοι ικανοί να κυβερνήσουν την πολιτεία, διότι είναι οι μόνοι οι οποίοι όχι μόνο έχουν δοκιμάσει καλύτερη ζωή και τιμές από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό, αλλά έχουν στοχαστεί καλύτερα, μέσα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης, για την καλύτερη διακυβέρνηση της πολιτείας.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε να ανακηρυχτεί σε ηλικία 20 χρονών Αρχηγός των Ελλήνων, πλην των Λακαιδεμονίων. Να ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις κάτω από μία αρχή, μία εξουσία, έτσι ώστε το εκστρατευτικό σώμα που θα περνούσε τον Ελλήσποντο να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ένα αρμονικό σώμα το οποίο θα είχε ένα κεφάλι, ένα μυαλό, τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια κατάφερε να ενώσει όλους τους λαούς τους οποίους κατέκτησε κάτω από μία αρχή. Και όπως γράφει ο Πλούταρχος: «Δίδαξε τους Υρκανούς να κάνουν νόμιμους γάμους, τους Αραχωσίους να καλλιεργούν την γή των, τους Σογδιανούς έπεισε να τρέφουν και όχι να φονεύουν τους γέροντες γονείς των, τους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες των και να μην τις νυμφεύονται. Έπεισε τους Ινδούς να λατρεύουν τους Θεούς της Ελλάδας, τους Σκύθες να θάβουν τους νεκρούς των αντί να τους τρώγουν». Έτσι ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να εξημερώσει την Ασία και να διαδώσει τον Ελληνικό πολιτισμό από τον Ελλήσποντο ως την Ινδία. Κατάφερε να εφαρμόσει το πολιτειακό σύστημα του Ζήνωνος, του Ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας. Δηλαδή, να μην κατοικούν οι άνθρωποι κατά πόλεις χωρισμένες, με διαφορετικούς νόμους, αλλά να θεωρούνται όλοι οι άνθρωποι συμπολίτες και πολίτες του ίδιου κράτους και να υπάρχει μία τάξη και ένα δίκαιο για όλους. Αυτό ο Ζήνων το διατύπωσε σαν ένα όνειρο για επίτευξη, σαν μια διδασκαλία προς εφαρμογή, την Φιλοσοφική Πολιτεία. Ο Μέγας Αλέξανδρος το εφάρμοσε στην πράξη. Ίδρυσε και θεμελίωσε περίπου 70 πόλεις, οι οποίες αποτέλεσαν κέντρα ανάπτυξης και διάδοσης του Ελληνικού πολιτισμού. Θαυμαστό παράδειγμα είναι η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μία πόλη που έμελλε να γίνει με την αρχική ώθηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου πνευματική μήτρα της Ελληνιστικής περιόδου. Μπορεί να παρομοιαστεί με έναν Θησέα, Ιδρυτή της Αθήνας, με έναν Περσέα, Ιδρυτή των Μυκηνών. Ο Πλούταρχος γράφει: «και διέταξε να χαράξουν το σχέδιο της πόλης προσαρμόζοντάς το στην τοποθεσία. Και επειδή δεν υπήρχε λευκό χώμα, πήραν αλεύρι και σχημάτισαν στη μαύρη γή μία κυκλική καμπύλη της οποίας την περιφέρεια όριζαν ευθείες βάσεις που, ξεκινώντας σαν από στρόγγυλο κράσπεδο και σχηματίζουν χλαμύδες και ίσες στο μέγεθος συνέπιπταν μεταξύ τους.» Ο τρόπος σχεδίασης και ορισμού του σημείου ίδρυσης της πόλης φανερώνει γνώσεις και εφαρμογή αντιλήψεων Ιδρυτή πόλης που συναντάμε μόνο σε ίδρυση Ναών ή Ιερών πόλεων. Εκεί δεν παίρνονται υπόψη μόνο γεωγραφικοί παράγοντες, αλλά και οδηγίες που έχουν σχέση με την Ιερότητα του χώρου. Είναι γνωστό πως στην ακολουθία του Αλέξανδρου βρισκόταν πλήθος ανθρώπων του πνεύματος. Από τον μάντη Αρίστανδρο μέχρι τον γυμνόσοφο Κάλανο. Ο Αλέξανδρος είχε μεγάλη εκτίμηση στους φιλοσόφους και τους συμπεριφερόταν ανάλογα. Ο Πλούταρχος γράφει: «Είναι ίδιον ψυχής φιλοσόφου να αγαπά την σοφία και μάλιστα να θαυμάζει σοφούς άνδρας. Κανείς άλλος από τους Βασιλείς δεν έμοιασε τον Αλέξανδρο ως προς αυτό. Είναι γνωστή η Αγάπη του για τον Αριστοτέλη και η εκτίμηση που είχε για τον μουσικό Ανάξαρχο. Στον Πύρρωνα τον Ηλείο, όταν τον είδε για πρώτη φορά, του έδωσε 10.000 χρυσά νομίσματα, στον Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα, έστειλε 50 τάλαντα δώρο, τον Ονησίκριτο, μαθητή του Διογένη, διόρισε άρχοντα των κυβερνητών του στόλου». Πλήθος άλλων προσφορών και δωρεών αποδεικνύουν όχι μόνο την γενναιόδωρη φύση του Μ. Αλέξανδρου γενικά, αλλά την γενναιοδωρία του ειδικά προς τους φιλόσοφους. Μια γενναιοδωρία που πήγαζε από μια ψυχή που έδινε περισσότερη αξία στα πνευματικά αγαθά από ό,τι στα υλικά. Όταν ξεκίνησε την εκστρατεία για την Ασία δώρισε όλα τα υπάρχοντά του και κράτησε για τον εαυτό του μόνο την "Ελπίδα". Μετά τη νίκη επί του Δαρείου και αφού ανακηρύχτηκε Βασιλιάς της Ασίας, ήρθαν στην κατοχή του στρατού τόσα πλούτη, που οι Μακεδόνες άρχισαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια. Αποφάσισε λοιπόν, λίγο πριν την εκστρατεία για την Ινδία, να δωρίσει όλα τα πλεονάζοντα υλικά αγαθά και να κάψει όλα όσα του ήταν εμπόδιο για την εκστρατεία. Το ίδιο έκαναν και οι Αξιωματικοί του αφού έβλεπαν το παράδειγμα ενός ανθρώπου που όχι μόνο τους έλεγε ποιό ήταν το σωστό, αλλά αυτός πρώτος το εφάρμοζε. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η καθημερινή ζωή του. Όταν δεν πολεμούσε, ακόμα και κατά τη διάρκεια που βρισκόταν σε πορεία, αυτός εκπαιδευόταν στα όπλα, ανεβοκατέβαινε από άρματα και άλογα, πήγαινε κυνήγι και γενικά βρισκόταν σε μια διαρκή εγρήγορση. Κάτι που συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της μάχης. Στο Γρανικό ένα σπαθί, κόβοντας την περικεφαλαία του, έφτασε μέχρι το τριχωτό του κεφαλιού του. Στην Γάζα δέχθηκε ένα βέλος στον ώμο. Στη Μαράκανδα ένα βέλος έσπασε το κόκαλο της κνήμης του. Στην Υρκανία χτυπήθηκε από λίθο, χάνοντας την όρασή του για πολλές ημέρες. Στη μάχη του Ισσού πληγώθηκε από ξίφος στο μηρό. Στη χώρα των Μαλλών ένα βέλος τρύπησε το στήθος του και δέχτηκε χτύπημα από λοστό στο κεφάλι. Και για όλους αυτούς τους τραυματισμούς ήταν πολύ υπερήφανος. Τους θεωρούσε σαν απόδειξη της ανδρείας του και της γενναιότητάς του. Αν και Βασιλιάς έμπαινε πρώτος στην μάχη, δίνοντας το παράδειγμα στους στρατιώτες του. Ένας Βασιλιάς που δεν ήξερε μόνο να διατάζει αλλά και να εκτελεί ο ίδιος τις διαταγές που έδινε. Θεωρούσε πως η μεγαλύτερη νίκη που μπορεί να πετύχει κάποιος είναι η νίκη στον εαυτό του για να μπορεί να τον ελέγχει. Αποτέλεσμα αυτής της νίκης του Αλέξανδρου είναι η εγκράτειά του προς τις ηδονές. Δεν δέχθηκε καμία γυναίκα δίπλα του παρά μόνο αυτήν που είχε παντρευτεί. Αν και πολλές φορές οι φίλοι του τον παρότρυναν να γευτεί την ηδονή με διάφορες γυναίκες ή αγόρια.Ήταν τόσο εγκρατής και μεγαλόψυχος που ανάγκασε τον Δαρείο, τον Βασιλιά που ουσιαστικά κατέστρεψε, να δηλώσει: «Θεοί, προστάτες της γέννησης των ανθρώπων και της τύχης των Βασιλέων, δώστε να μην εγκαταλείψω την τύχη των Περσών, αλλά αφού νικήσω να ανταμείψω τις ενέργειες του Αλέξανδρου, τις οποίες νικημένος δέχθηκα από αυτόν στους πιο αγαπημένους μου. Αν όμως έφτασε κάποιος χρόνος μοιραίος, από θεία εκδίκηση και μεταβολή να πάψει η βασιλεία των Περσών, κανείς άλλος άνθρωπος ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου πλην του Αλέξανδρου.» Αυτή τη δήλωση την έκανε αφού έμαθε την μεγαλόψυχη συμπεριφορά του Αλέξανδρου προς την οικογένειά του που είχε αιχμαλωτίσει. Ο Αρριανός γράφει πως ο Αλέξανδρος εγκαθιστούσε τη Δημοκρατία ως πολίτευμα σε κάθε χώρα που κατακτούσε. Μια Δημοκρατία που βοηθούσε στη λειτουργία των τοπικών θεσμών κάθε πόλης, κάτω όμως από μια κοινή Αρχή. Καταργούσε τους υπερβολικούς φόρους και κατάφερνε να κατακτά εκπολιτίζοντας και όχι καταστρέφοντας. Το μόνο που κατέστρεφε ήταν το παλιό, αυτό που είχε φθαρεί και δεν δεχόταν να αλλάξει προς το καλύτερο. Έδινε περισσότερη σημασία στις ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου, όπως τη σοφία, τη δικαιοσύνη, τη μεγαλοψυχία, την Ανδρεία, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν εχθρός ή φίλος. Έτσι όταν καταλάβαινε πως ο κυβερνήτης της πόλης που κατακτούσε ή ο βασιλιάς του έθνους το οποίο νικούσε είχε αυτές τις αρετές, τον διόριζε πάλι άρχοντα, ανεξάρτητα αν είχε παραδοθεί ή νικηθεί μετά από μάχη. Δίκαια λοιπόν ο Πλούταρχος γράφει: «Εάν δε μέγιστος έπαινος της φιλοσοφίας είναι ότι σκληρά και αμόρφωτα ήθη εξημερώνει και εξευγενίζει, ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι εκπολίτισε τόσους λαούς αγρίους και ατίθασους που δικαίως δύναται να θεωρηθεί φιλόσοφος».
Οι Έλληνες της Αρχαιότητας, σε σύγκριση με τους Έλληνες της ρωμαϊκής περιόδου έχουν ένα λαμπρό παρελθόν στο οποίο οι Ρωμαίοι γενικά αναγνωρίζουν τις οφειλές τους· έχουν ανεπτυγμένη θεωρητική σκέψη και «λέγειν», αλλά υστερούν στην πράξη και την πρακτική εφαρμογή· είναι εύστροφοι, έχουν αίσθηση της κομψότητας και ξέρουν «να ζουν τη ζωή τους», αλλά έχουν ευμετάβλητο χαρακτήρα, είναι «καταφερτζήδες» και κάνουν πως τα ξέρουν όλα· δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, τους λείπει η αυτογνωσία, η πειθαρχία και η συστηματικότητα, και είναι προγονόπληκτοι.
Ο Αδριανος ήταν από τους σημαντικότερους ρωμαίους αυτοκράτορες, γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Γεννήθηκε το 76 μ.χ. στην πόλη Ιταλική, της Ισπανίας. Καταγόταν από την πόλη Αδρία της Ιταλίας (Άτρι), εξ ου και το όνομά του Αδριανός. Ήταν γιος συγκλητικού κι εξάδελφος του αυτοκράτορα Τραϊανού. Το πλήρες όνομά του ήταν Πόπλιος Αίλιος Τραϊανός Αδριανός. Έλαβε άρτια εκπαίδευση και από μικρός είχε γνώση της ελληνικής γραμματείας, γι’ αυτό του δόθηκε το προσωνύμιο «Γκρεκούλους» (Ελληνάκι). Επί βασιλείας Δομητιανού, ο Αδριανός κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στις περιοχές της Γερμανίας, της Πανονίας (Ουγγαρίας), διακρίθηκε στους πολέμους κατά των Δακών και Πάρθων, ενώ διετέλεσε κυβερνήτης της Συρίας. Λέγεται ότι συνδύαζε την ελληνική λεπτότητα και τη ρωμαϊκή σταθερότητα. Ο Αδριανός ανέβηκε στο θρόνο το 117, σε ηλικία 41 ετών, με την υποστήριξη του στρατού και της Συγκλήτου. Ήταν ευνοούμενος της Πλωτίνας, συζύγου του εξαδέλφου του Τραϊανού, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον έχρισε διάδοχό του. Υπάρχει η άποψη ότι η Πλωτίνα και ο Αδριανός πλαστογράφησαν τα έγγραφο της υιοθεσίας, με σκοπό να πείσουν τη Σύγκλητο ότι ο διάδοχος του θρόνου είχε την υποστήριξη του Τραϊανού. Η πρώτη ενέργεια του Αδριανού ήταν η διαγραφή των καθυστερούμενων φόρων, ένα μέτρο που ανακούφισε τους υπηκόους του και τον έκανε αγαπητό στο λαό. Άλλωστε, ο ίδιος είχε ως προγραμματική αρχή τη ρήση του «Ο ηγεμών είναι για τον λαό και όχι ο λαός για τον ηγεμόνα». Η βασιλεία του συνέπεσε με μία ειρηνική περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις ήταν περιορισμένες και ο Αδριανός βρήκε την ευκαιρία να θωρακίσει την αυτοκρατορία, κατασκευάζοντας τείχη (limes) κατά μήκος των συνόρων, με πιο ονομαστά αυτά της Βρετανίας, του Δούναβη και του Ρήνου. O Αδριανός εξασφάλισε τις κατακτήσεις του Τραϊανού στη Μεσοποταμία, ενώ συνήψε ειρήνη με τους Πάρθους στα ανατολικά της αυτοκρατορίας. Κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων υπό τους Μπαρ Κόχμπα και ραβίνο Ακίβα (132-135), συνεχίζοντας στη θρησκευτική τους καταπίεση. Μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και τους απαγόρευσε να την επισκέπτονται, επί ποινή θανάτου. Περίπου 600.000 Εβραίοι θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν από τις λεγεώνες του Αδριανού. Το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του το πέρασε ταξιδεύοντας, προκειμένου να επιβλέπει και να δίνει οδηγίες για τα μεγάλα δημόσια έργα που κατασκευάζονταν σε διάφορα μέρη της αχανούς αυτοκρατορίας. Πίστευε ότι η αυτοκρατορία θα θωρακισθεί καλύτερα από τους εχθρούς της με έργα υποδομής, παρά με κατακτητικούς πολέμους. Ο Αδριανός λάτρευε τον ελληνικό πολιτισμό και το 124 ήλθε για πρώτη φορά στην Αθήνα, για να λάβει μέρος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Έγινε Αθηναίος Πολίτης και προίκισε την Αθήνα με σημαντικά μνημεία και έργα. Έχτισε την Αψίδα, ως μέρος του τείχους που χώριζε την παλιά από τη νέα πόλη, την οποία σήμερα ονομάζουμε Πύλη του Αδριανού και αποπεράτωσε το Ναό του Ολυμπίου Διός, ο οποίος είχε ξεκινήσει να ανεγείρεται επί Πεισιστράτου, πριν από περίπου 600 χρόνια (οι σημερινοί «Στύλοι του Ολυμπίου Διός»). Η σημαντικότερη και ευεργετικότερη προσφορά του στην Αθήνα ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο, σχεδόν το μόνο μέσο ύδρευσης της πρωτεύουσας μέχρι το 1930. Διαπλάτυνε τη μεταξύ Κορίνθου και Μεγάρων δύσβατη οδό («Κακιά Σκάλα»), τόσο, ώστε να μπορούν άνετα να κινούνται δύο άρματα εξ αντιθέτων διευθύνσεων. Προσπάθησε να ενώσει όλες τις ελληνικές πόλεις υπό το «Πανελλήνιον», αλλά απέτυχε. Μετά τις περιοδείες του, που κράτησαν 13 χρόνια (121-134), επανήλθε στη Ρώμη, όπου αποσύρθηκε στην πολυτελή του έπαυλη, κοντά στα Τίβουρα (σημερινό Τίβολι), την οποία εκόσμησε με αναπαραστάσεις ελληνικών μνημείων. Έπασχε από υδρωπικία και είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν νευρικός, ευερέθιστος καχύποπτος και μισάνθρωπος. Ο Αδριανός παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά. Πέθανε σε ηλικία 62 ετών το 138 στην πατρική του οικία στην Ιταλική, αφού υιοθέτησε κι έχρισε ως διάδοχό του τον Αντωνίνο τον Ευσεβή.
Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν από τους σπουδαιότερους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Βασίλευσε από το 161 έως το 180 μ.Χ. Επί των ημερών του η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της. Ανάμεσα στα άλλα θεωρείται και σπουδαίος στωικός φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο «Τα εις εαυτόν» που αρχικά είχε το χαρακτήρα ενός προσωπικού οδηγού διακυβέρνησης και αυτοβελτίωσης. Σήμερα θεωρείται από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά έργα της ύστερης αρχαιότητας. Το έργο χωρίζεται σε 12 βιβλία και είναι γραμμένο στην Κοινή Ελληνική. Γνωστό ως Meditations («Στοχασμοί» ή «Διαλογισμοί»). Είναι γραμμένο στην Ελληνική -τη γλώσσα των μορφωμένων Ρωμαίων-και παραδίδεται διαιρεμένο σε δώδεκα βιβλία. Εκτός από το πρώτο βιβλίο, το οποίο, αν και γράφτηκε τελευταίο, προτάχθηκε εκ των υστέρων ως εισαγωγή και αναφέρεται στις οφειλές του Αυρηλίου σε συγγενείς και δασκάλους, τα υπόλοιπα έχουν τη μορφή σκόρπιων στοχασμών σε αφοριστικό ύφος, παραινέσεων εἰς ἑαυτόν χωρίς καμιά συστηματική κατάταξη. Ως προς το περιεχόμενο το έργο εντάσσεται στην παράδοση της στωικής φιλοσοφίας με ιδιαίτερα έκδηλη την επίδραση του Επικτήτου (55-120 μ.Χ). Ο Μάρκος Αυρήλιος στο αγωνιώδες ερώτημα της εποχής, πώς μπορεί κανείς να κατακτήσει την ευδαιμονία, απαντά ως γνήσιος στωικός: η απαλλαγή από τα πάθη και τα έντονα συναισθήματα (ηδονή, πόνος), η απάθεια έναντι του εξωτερικού κόσμου, η αδιαφορία για τα υλικά αγαθά συντείνουν στην κατάκτηση της εσωτερικής γαλήνης. Ένα αίσθημα που ενισχύεται από την πεποίθηση ότι η ζωή του ανθρώπου διέπεται εν τέλει από την ίδια αρμονία που διέπει τον κόσμο ως ολότητα, και η οποία οφείλεται στην ύπαρξη του Λόγου. Από το έργο του δεν απουσιάζουν οι έννοιες της παροδικότητας του χρόνου, του εφήμερου της ζωής, της πλήρους αβεβαιότητας, μόνο που δεν σχετίζονται με μια απαισιόδοξη θεώρηση του κόσμου. Αντίθετα, αποτελούν την παραδοχή από την οποία εκκινεί κανείς για να αναζητήσει μέσω της φιλοσοφίας την ευδαιμονία.
Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Μ. Κωνσταντίνο (324-337 μ.Χ.) το πολιτικό και πολιτιστικό επίκεντρο της οικουμένης μεταφέρεται και πάλι από τη Δύση στην Ανατολή, εκεί που βρίσκονταν και τα νευραλγικά σημεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το νέο Imperium Romanum θα συγχωνεύσει σε ένα κράμα τη χριστιανική πίστη και το χριστιανικό ηθικό νόμο, την πνευματική παράδοση του ελληνισμού, το ρωμαϊκό δίκαιο και τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση, τα οποία θα αποτελέσουν και τη νομική βάση των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας. Η "σύλληψη" του τότε πολιτισμένου κόσμου ως οικουμένης δεν ήταν βέβαια καινούργια. Οι Ρωμαίοι, των οποίων οι Βυζαντινοί ποτέ δεν έπαψαν να πιστεύουν πως είναι οι αυθεντικοί κληρονόμοι και συνεχιστές τους, στηριζόμενοι στη στωϊκή-ελληνιστική ιδέα του κόσμου ως πόλης, στην οποία ανήκουν όλα τα έλλογα όντα, έδωσαν στην έννοια οικουμένη μια πολιτική διάσταση: η οικουμένη είναι ο κόσμος (orbisterrae) στον οποίο και επί του οποίου καλείται η Ρώμη να κυριαρχήσει. Με αυτή την ιδέα συντάχτηκε και η χριστιανική αντίληψη της οικουμένης: η οικουμένη είναι ο κόσμος στο σύνολό του, στον οποίο πρέπει να διαδοθεί η διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο νέος κόσμος που θα δημιουργηθεί, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα συνέχεται από τις συνεκτικές δυνάμεις της ορθοδοξίας και της ελληνοφωνίας. Η αναγνώριση της χριστιανικής εκκλησίας από τον Μ. Κωνσταντίνο και ο προσεταιρισμός του ελληνικού και εξελληνισμένου στοιχείου, που θα στελεχώσει την αυτοκρατορική διοίκηση, θα σχηματίσει τη βάση για την ανάπτυξη του οικουμενικού κράτους της χριστιανοσύνης, ανταποκρινόμενο στις θρησκευτικές και πολιτικές προσδοκίες της ρωμαϊκής ανατολής. Η ιδέα ότι το Imperium πραγματώνει το έργο της Θείας Πρόνοιας «αποκλείει να υπάρχουν περισσότερες από μια αυτοκρατορίες πάνω στη γη». Η ύπαρξη, ωστόσο, και άλλων ηγεμόνων έξω από τα όρια της βυζαντινής κυριαρχίας δεν αντιστρατευόταν στις αντιλήψεις των Βυζαντινών την ιδέα της μιας νόμιμης αυτοκρατορίας, επειδή ο βυζαντινός κόσμος έχει μια κάθετη οργάνωση και η βυζαντινή κοινωνία διατήρησε πάντα τη μορφή μιας αξιοκρατικής κοινωνίας, κάτι που εύκολα διαπιστώνεται ακόμη και αν κοιτάξει κανείς την ιεράρχηση των εικονογραφικών προγραμμάτων των εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων. Έτσι, «η οικουμένη αποτελεί μια τεράστια ιεραρχημένη οικογένεια λαών και ηγεμόνων με επικεφαλής τον "βασιλέα των Ρωμαίων", δηλαδή τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Μετά από αυτόν ακολουθούν με σειρά "συγγενείας", τα "πνευματικά τέκνα" του, οι "πνευματικοί αδερφοί", οι "φίλοι" τουκαι τέλος οι "δούλοι" του. Όλοι αυτοί, όμως, είναι ολοφάνερα κατώτεροι από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, δεν έχουν καν τον τίτλο του "βασιλέως" (= αυτοκράτορα) και γι' αυτό δεν διασπούν την ιδέα της μιας και μοναδικής, πραγματικής και γνήσιας αυτοκρατορίας». Γι' αυτό και στο Βυζάντιο αναπτύχθηκε η έννοια του δίκαιου πολέμου (justum bellum). Οποιοσδήποτε πόλεμος της αυτοκρατορίας είχε αμυντικό χαρακτήρα και ο στρατός της οικουμενικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προστάτευε την ασφάλεια των πολιτών, επιβάλλοντας την τάξη και την ειρήνη. Παράλληλα οι διεκδικήσεις, εδαφικές ή οικονομικές, προσέβαλαν την επί της γης ουράνια βασιλεία, που αντιπροσωπεύονταν από τον αυτοκράτορα. Η ρωμαϊκή τάξη και η ρωμαϊκή ειρήνη εμπλουτισμένες με το πανανθρώπινο μήνυμα της νέας θρησκείας ερμηνεύουν έτσι τη βυζαντινή πολιτική της οικουμενικότητας: ο "βασιλεύς-αυτοκράτορας", που είναι η εικόνα του Χριστού επί της γης και με βασιλική εξουσία επί του συνόλου της οικουμένης, αντιπροσωπεύει την ειρήνη. Κάθε αμφισβήτηση της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας πρέπει να τιμωρείται από το νόμο. Μόνο έτσι μπορεί να πραγματωθεί ο στόχος της βυζαντινής πολιτείας που είναι η σωτηρία της ψυχής των πολιτών με την καθημερινή ηθική άσκηση. Ενώ παλαιότερα οι αντιλήψεις για τον αυτοκράτορα απόληγαν στην θεοποίησή του, ο χριστιανισμός μεταβάλλει τις αντιλήψεις αυτές και έτσι ο αυτοκράτορας γίνεται "δούλος Θεού", επειδή τον αυτοκράτορα τον εκλέγει ο Θεός και μόνο χάρη σε Αυτόν μπορεί να ασκήσει την εξουσία του. Είναι ο «αξιωματούχος του Θεού στη γη, είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού». Τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας, η σταυροφόρος σφαίρα, το σκήπτρο και το αυτοκρατορικό στέμμα, είναι τα σύμβολα της θεϊκής προέλευσης της εξουσίας. Το στέμμα, άλλωστε, στην ιεροτελεστία της στέψης, προσφέρεται ευλογημένο από τον πατριάρχη, που στη γλώσσα των θεσμών σημαίνει πως ο πατριάρχης απονέμει την εξουσία στον αυτοκράτορα και έτσι η διαδικασία εκλογής ερμηνευόταν ως αποκάλυψη της θείας θέλησης.
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου (913-959), της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και της παλλακίδας του, Ζωής Καρβονοψίνας. Έμεινε στην ιστορία περισσότερο για τις επιδόσεις του στα γράμματα, παρά για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν οι πραγματείες «Ιστορική διήγησις του Βίου του Βασιλείου Α'», που αναφέρεται στη ζωή του παππού του Βασιλείου Α', ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, «Προς τον ίδιον υιόν», με συμβουλές προς τον γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό Β', «Περί Βασιλείου Τάξεως, το οποίο αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια και το «Περί Θεμάτων», σχετικό με τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας. Άφησε, επίσης, στίχους, ποιήματα, λόγους και επιστολές. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για την παιδεία επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας, που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1391-1425), από τους πιο αξιόλογους της δυναστείας των Παλαιολόγων. Όλα τα χρόνια της εξουσίας του προσπάθησε να αντιμετωπίσει την Οθωμανική απειλή, αλλά ήταν φανερό ότι η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία που είχε συρρικνωθεί σημαντικά και έπνεε τα λοίσθια δεν είχε τις δυνάμεις να αντισταθεί και να αντιστρέψει την κατάσταση. Ο Μανουήλ σε προφανή αδυναμία εμπιστεύτηκε τις τύχες της Αυτοκρατορίας στον ανιψιό του Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγο, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του, και αναχώρησε το 1399 σε μια πολύχρονη περιοδεία στις Αυλές της Δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Επισκέφθηκε τη Βενετία, το Παρίσι και το Λονδίνο, με πενιχρά αποτελέσματα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που βυζαντινός αυτοκράτορας επισκεπτόταν την Αγγλία. Οι ντόπιοι χρονικογράφοι εντυπωσιάσθηκαν από τη μόρφωση, την ευγενική μορφή και την αρχοντιά του Μανουήλ, που «άλλαζε άλογα και δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα».
Πηγή: http://ellinonfilosofia.blogspot.gr/2011/05/blog-post.html
http://enneaetifotos.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6.html
http://users.sch.gr/ikomninou/platon_Aristotelis.htm
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/rome/page_094.html
https://www.sansimera.gr/biographies/180
http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=152
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=503
http://constantinoskyriakis.blogspot.gr/2013/08/blog-post_19.html
https://www.sansimera.gr/biographies/261
https://www.sansimera.gr/biographies/267
Διότι τη «βασιλική» αυτή τέχνη, δηλαδή την πρώτη και αρχηγική ανάμεσα σε όλες τις άλλες τέχνες, ούτε το πλήθος των πλουσίων, ούτε και όλοι οι πολίτες ανεξαιρέτως θα μπορέσουν ποτέ να λάβουν και να χαρούν ως πολιτική επιστήμη, καθόσον αυτή είναι «βασιλική» τέχνη και ανήκει μόνο στους εκλεκτούς ανθρώπους του «βασιλικού γένους», στους οποίους ταιριάζει. Αυτή όμως η αρχηγική επιστήμη και τέχνη είναι μία και έχει αρχές και κανόνες οι οποίοι με ευελιξία μπορούν να προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε μορφή διοίκησης, είτε αυτή αφορά τη φροντίδα της πόλης, οπότε καλείται πολιτική επιστήμη, είτε αφορά την οικονομία και αποτελεί την οικονομική επιστήμη και τέχνη. Απαραίτητο είναι όμως ο κάθε άρχοντας να κατέχει αυτή τη επιστήμη και την τέχνη της ηγεσίας, ώστε στη διοίκησή του να είναι αυτάρκης και να μην εξαρτάται από τις συμβουλές των άλλων για θέματα της διοίκησής του. Αυτές οι τελευταίες σκέψεις του Πλάτωνα, με κάποια ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσαν να διατυπωθούν και ως εξής: Ενας άλλος επιστήμων ο οποίος είναι είτε οικονομολόγος, είτε νομικός ή μηχανικός κλπ και ο οποίος είναι κατάλληλος εκ φύσεως και επιδιώκει ηγετικούς ρόλους, πρέπει συγχρόνως να κατέχει και την τέχνη της διοίκησης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στα ηγετικά επιστημονικά του καθήκοντα. Ποια είναι η μορφή αυτής της τέχνης της ηγεσίας, ο Πλάτων σαφώς περιγράφει αυτή στον «Πολιτκό» και την αποδίδει με μία συνοπτική εικόνα παρομοιάζοντας αυτή με την κατάλληλη πλοκή του στημονιού και του υφαδιού, από την οποία παράγεται ένα ολοκληρωμένο υφαντό και το οποίο θα μπορούσε να είναι και το έργο του αποτελέσματος μίας καλής ηγεσίας με εφαρμογή των αρχών της. Αρχές οι οποίες, όπως κατέληξε ο Πλάτων, δύνανται να διδάσκονται μόνον από αυτούς που κατέχουν την επιστήμη και να τις δέχονται άνθρωποι οι οποίοι είναι εκ φύσεως προορισμένοι για ηγέτες. Αυτή η αρχή, αποτελεί και δίκαιον κατά τον Πλάτωνα, δηλαδή ο καθένας να κάνει στην πόλη αυτό που ταιριάζει από τη φύση του, δεχόμενος την ανάλογη επιστήμη και τέχνη για αυτόν τον σκοπό. Έτσι λοιπόν σήμερα οποιοσδήποτε λειτουργός της πολιτείας και ιδιαίτερα οι ηγέτες αυτής, καλούνται στα καθήκοντά τους να εφαρμόζουν αυτό το διώνυμο της αρχής, αφενός μεν της απόλυτης πειθαρχίας προ στους ισχύοντας νόμους και αφετέρου της ανάπτυξης πρωτοβουλιών εκεί που ο νόμος δεν προβλέπει για κάποιες περιπτώσεις, προκειμένου η πολιτεία και γενικότερα η κοινωνία να λειτουργεί ομαλά, αρμονικά και προοδευτικά, χωρίς τριβές, εμπόδια και οπισθοδρομήσεις. Όσον όμως και αν είναι διακριτά τα όρια μεταξύ της πειθαρχίας και της πρωτοβουλίας, δεν παύει να εμπεριέχουν ασάφεια, ώστε ορθά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αντιφατικές αρχές και δικαίως η αξία ενός ηγέτη κρίνεται σε αυτές τις οριακές θέσεις, όταν ενεργεί όχι προς ίδιον όφελος, αλλά προς όφελος της πόλης, όπως ο Πλάτων έλεγε και ως εξ αυτού η απόφαση του ηγέτη σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτεί επιστήμη και αρετές. Τέλος, ιδιαίτερα ασχοληθείς ο Πλάτων με την πολιτική φιλοσοφία, κατ΄ εξοχήν επιστήμη της ηγεσίας, δεν παύει σε όλα τα παρόμοια έργα του να τονίζει με έμφαση για την αρμονική λειτουργία της πόλης, αφενός την αξία των αρίστων νόμων οι οποίοι να αποβλέπουν στο καλό και μόνο του κοινωνικού συνόλου και αφετέρου στην επιλογή και στην εκλογή των κατάλληλων επιστημόνων και ενάρετων αρχηγών, οι οποίοι να διακατέχονται από τη συνείδηση και μόνο προσφοράς προς την κοινωνία και όχι προς εξυπηρέτηση προσωπικών ωφελειών και επιδιώξεων, τότε λειτουργεί ομαλότερα και το διώνυμο των αρχών της πρωτοβουλίας και της πειθαρχίας στους νόμους.
Η τριμερής διαίρεση της ιδανικής πολιτείας σε παραγωγούς, φύλακες και βασιλείς-φιλοσόφους, έχει άμεση συνάρτηση με το διαχωρισμό της ψυχής σε επιθυμητικόν, θυμοειδές και λογιστικόν αντίστοιχα. Και αφού σε αυτή τη διαίρεση, το λογιστικόν μέρος ενδιαφέρεται και προωθεί το γενικό και μακροπρόθεσμο καλό, ελκύεται από τις ευχαριστήσεις που παρέχει η γνώση και η διανοητική απασχόληση και είναι το μόνο που μπορεί να ορίσει τον τρόπο μεγιστοποίησης της ικανοποίησης, μέσω του θυμοειδούς ή του επιθυμητικού, είναι προφανείς οι ιδιότητες, οι οποίες αποδίδονται στους φιλοσόφους, ως μόνους άξιους να κυβερνήσουν το κοινωνικό σύνολο. Στο υπό εξέταση κείμενο, ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί την αλληγορία και τον μύθο για να μπορέσει να κάνει κατανοητές τις θεωρίες του. Από τον ορατό κόσμο της φύσης μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για τον μη ορατό, ιδεατό κόσμο της νόησης. Στην κορωνίδα των αισθήσεων, ο Πλάτωνας τοποθετεί την όραση. Η όραση όμως, από μόνη της, δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά χωρίς την συμβολή του φωτός, το οποίο προέρχεται από τον ήλιο.
Ο θεός Ήλιος θεωρείται μέγιστο αγαθό στον πραγματικό κόσμο. Και όπως εκείνος φωτίζει, γεννάει, αναπτύσσει και τρέφει τα πάντα, έτσι και η έννοια του Αγαθού, το οποίο, σ’ έναν ιδεατό κόσμο, αντιπροσωπεύει τον νου, γίνεται η αιτία της επιστήμης και της αλήθειας όλων των γνωστικών όντων. Ότι είναι παράλογο και ψευδές μας προβληματίζει και μας μπερδεύει, όπως οι εικόνες των ορατών πραγμάτων στο σκοτάδι. Όπως η Ήλιος βασιλεύει στον ορατό κόσμο, έτσι και το Αγαθό, η Δικαιοσύνη και η Αλήθεια βασιλεύουν στο νοητό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν δύο κόσμοι; Ο Πλάτωνας, μέσω της θεωρίας του περί Ιδεών, ξεχωρίζει τον κόσμο των αισθητών από τον κόσμο των Ιδεών. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η ιδανική του πολιτεία βρίσκεται σ’ έναν νοητό κόσμο, ο οποίος διακατέχεται από την Ιδέα του Αγαθού. Αυτός όμως, που καλείται να γνωρίσει και να εφαρμόσει το πρότυπο του αγαθού στην πολιτειακή πραγματικότητα, θα πρέπει να ενεργεί με βάση τη φρόνηση και τη γνώση, να ξέρει να διακρίνει το καλό από το κακό, την αλήθεια από την πλάνη, το πραγματικό από το απατηλό. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι αυτός, εκτός από τον φιλόσοφο; Για να αναδειχτεί όμως κάποιος φιλόσοφος, θα πρέπει να έχει περάσει με επιτυχία από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, τα οποία ορίζονται από τον θεμελιωτή της πολιτείας. Υπέρτατο αντικείμενο γνώσης του φιλοσόφου είναι η έννοια του Αγαθού. Η γνώση του Αγαθού αποτελεί και τον κυρίαρχο στόχο της εκπαίδευσης. Ο Πλάτωνας, μέσα από την αλληγορική εικόνα του ήλιου και τον μύθο του σπηλαίου, επανέρχεται στο θέμα της παιδείας, ως απαραίτητο στοιχείο του φιλοσόφου-βασιλέως. Κατοχυρώνει έτσι το παιδαγωγικό του επιχείρημα προς «την κατάδειξη της θεωρίας περί του φιλοσόφου ως βασιλέως της αρίστης πολιτείας». Ο εν δυνάμει φιλόσοφος είναι αυτός, ο οποίος ελευθερώνεται από τα δεσμά του σπηλαίου και βγαίνει στο φως, το οποίο στο νοητό κόσμο ισοδυναμεί με την αλήθεια, που γεννήθηκε από τη γνώση του Αγαθού. Παρά την οδυνηρή εμπειρία της έκθεσης από το σκοτάδι στο φως, εξαναγκάζεται να στρέψει σε αυτό, όχι μόνο το βλέμμα και το κεφάλι αλλά και ολόκληρο το σώμα και στη συνέχεια την ψυχή του, μέχρι να τον καταλάβει ολόκληρο η δύναμη της αλήθειας. Σε αυτό το σημείο κρίνεται σημαντική η συμβολή του θεμελιωτή της αρίστης πολιτείας. Είναι αυτός, ο οποίος, με όχημα την συνεχή εκπαίδευση και με σκοπό την κατάκτηση της γνώσης, θα τον εξαναγκάσει σχεδόν να ανεβεί από τον κακοτράχαλο δρόμο προς την κορυφή και δεν θα τον αφήσει να φοβηθεί και να γυρίσει πίσω στο σκοτάδι. Θα γυρίσει μόνο, όταν πια είναι κάτοχος της γνώσης του αγαθού, για να μπορέσει να την μεταδώσει και στους υπόλοιπους συνδεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι εξακολουθούν να βλέπουν μόνο τις σκιές και ν’ ακούν τον αντίλαλο των αληθινών πραγμάτων. Επισημαινουμε την αναφορά του Πλάτωνα στις πολιτικές συνθήκες της εποχής του αλλά και στη μοίρα που επιφυλάχθηκε στο Σωκράτη από την πολιτεία. Οι δεσμώτες της σπηλιάς, οι οποίοι έχουν μια ψευδή και λανθασμένη γνώση της πραγματικότητας, έχουν θεσπίσει νόμους και έχουν ορίσει μια κοινωνική ιεραρχία. Όταν αυτός, που ελευθερώθηκε από τα δεσμά και ξαναγύρισε για να αποκαλύψει στους άλλους την αλήθεια, κινδυνεύει να τον σκοτώσουν αν τους ελευθερώσει, μας έρχεται στο νου η δίκη και ο θάνατος του Σωκράτη, γεγονός που είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Πλάτωνα. Ο εν δυνάμει φιλόσοφος-βασιλιάς της αρίστης πολιτείας κουβαλά στην ψυχή του, ως «εργαλείο», τη δύναμη της γνώσης. Για να μπορέσει να ολοκληρώσει τη στροφή προς την Αλήθεια και το φως, και να ολοκληρωθεί ως άριστος και ιδεατός κυβερνήτης, απαραίτητη κρίνεται η εκπαίδευση. Η συνεχής και επίπονη εκπαίδευση είναι ο μοναδικός δρόμος επίτευξης του τελικού στόχου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι λογικό να εξαιρούνται οι αμόρφωτοι, οι δίχως καμία εμπειρία της αλήθειας, ή οι θεωρητικοί της φιλοσοφίας. Οι πρώτοι γιατί δεν έχουν θέσει τον πολιτικό εκείνο σκοπό, στον οποίο πρέπει να τείνουν οι πράξεις τους και οι δεύτεροι γιατί στερούνται της πρακτικής εκείνης πλευράς, η οποία θεωρείται απαραίτητη στην πολιτική πράξη. Ο φιλόσοφος-βασιλιάς του Πλάτωνα, λαμβάνει την καλύτερη εκπαίδευση από την πολιτεία, γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι αυτοδύναμος και συνεπώς απαλλαγμένος από τα πολιτικά βαριά καθήκοντα, αλλά έχει την υποχρέωση προς την πολιτεία να γίνει οδηγητής της και ανιδιοτελής κυβερνήτης του σμήνουςτων πολιτών, προς όφελος όλων, κυβερνώντας με σοφία και σύνεση. Γιατί έχει λάβει παιδεία πιο ολοκληρωμένη, και σε θέματα πολιτικής αλλά και φιλοσοφίας, πράγμα που τον καθιστά δυνατότερο από τους άλλους φιλοσόφους. Το παράδειγμα του Σωκράτη μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι παράλληλα με τη γνώση, η εξουσία κρίνεται απαραίτητη. Η αξία ενός φιλοσόφου - βασιλιά έγκειται, επίσης, στο ενδιαφέρον του για την καλυτέρευση, την ευημερία και την ενίσχυση της ενότητας ολόκληρης της πόλης και όχι στο προσωπικό του όφελος. Γι’ αυτό πρέπει να κατέβει και πάλι στη σπηλιά και να φωτίσει τους άλλους μεταδίδοντάς τους τη γνώση, έτσι ώστε η αλήθεια να γίνει το ίδιον της ιδανικής πολιτείας και όχι μια ουτοπική κατάσταση, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι πολεμούν μάταια για σκιές, εικασίες και ασύδοτη εξουσία. Γιατί ο φιλόσοφος-βασιλιάς δεν έχει εξουσιαστικές τάσεις, αλλά θεωρεί την ανάληψη της εξουσίας σαν αναγκαία και αναπόφευκτη για το καλό της πόλης. Η ευδαιμονία, γι’ αυτόν, ολοκληρώνεται μέσα από την ολοκλήρωση των ηθικών του καθηκόντων. Ο πλούτος δεν είναι το χρήμα ή ο χρυσός, αλλά η αγάπη και η άσκηση της αρετής και της σοφίας. Γιατί ο έρωτας για την εξουσία, όπως επίσης και η ανάληψή της από ανθρώπους στερημένους από πνευματικές αρετές, προκαλεί αντιζηλίες και πολέμους και καταλήγει στην καταστροφή της πόλης. Οι φιλόσοφοι λοιπόν, για τον Πλάτωνα, είναι οι μόνοι ικανοί να κυβερνήσουν την πολιτεία, διότι είναι οι μόνοι οι οποίοι όχι μόνο έχουν δοκιμάσει καλύτερη ζωή και τιμές από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό, αλλά έχουν στοχαστεί καλύτερα, μέσα από ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης, για την καλύτερη διακυβέρνηση της πολιτείας.
Ο Αλέξανδρος κατάφερε να ανακηρυχτεί σε ηλικία 20 χρονών Αρχηγός των Ελλήνων, πλην των Λακαιδεμονίων. Να ενώσει όλες τις Ελληνικές πόλεις κάτω από μία αρχή, μία εξουσία, έτσι ώστε το εκστρατευτικό σώμα που θα περνούσε τον Ελλήσποντο να αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ένα αρμονικό σώμα το οποίο θα είχε ένα κεφάλι, ένα μυαλό, τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια κατάφερε να ενώσει όλους τους λαούς τους οποίους κατέκτησε κάτω από μία αρχή. Και όπως γράφει ο Πλούταρχος: «Δίδαξε τους Υρκανούς να κάνουν νόμιμους γάμους, τους Αραχωσίους να καλλιεργούν την γή των, τους Σογδιανούς έπεισε να τρέφουν και όχι να φονεύουν τους γέροντες γονείς των, τους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες των και να μην τις νυμφεύονται. Έπεισε τους Ινδούς να λατρεύουν τους Θεούς της Ελλάδας, τους Σκύθες να θάβουν τους νεκρούς των αντί να τους τρώγουν». Έτσι ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να εξημερώσει την Ασία και να διαδώσει τον Ελληνικό πολιτισμό από τον Ελλήσποντο ως την Ινδία. Κατάφερε να εφαρμόσει το πολιτειακό σύστημα του Ζήνωνος, του Ιδρυτή της στωικής φιλοσοφίας. Δηλαδή, να μην κατοικούν οι άνθρωποι κατά πόλεις χωρισμένες, με διαφορετικούς νόμους, αλλά να θεωρούνται όλοι οι άνθρωποι συμπολίτες και πολίτες του ίδιου κράτους και να υπάρχει μία τάξη και ένα δίκαιο για όλους. Αυτό ο Ζήνων το διατύπωσε σαν ένα όνειρο για επίτευξη, σαν μια διδασκαλία προς εφαρμογή, την Φιλοσοφική Πολιτεία. Ο Μέγας Αλέξανδρος το εφάρμοσε στην πράξη. Ίδρυσε και θεμελίωσε περίπου 70 πόλεις, οι οποίες αποτέλεσαν κέντρα ανάπτυξης και διάδοσης του Ελληνικού πολιτισμού. Θαυμαστό παράδειγμα είναι η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μία πόλη που έμελλε να γίνει με την αρχική ώθηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου πνευματική μήτρα της Ελληνιστικής περιόδου. Μπορεί να παρομοιαστεί με έναν Θησέα, Ιδρυτή της Αθήνας, με έναν Περσέα, Ιδρυτή των Μυκηνών. Ο Πλούταρχος γράφει: «και διέταξε να χαράξουν το σχέδιο της πόλης προσαρμόζοντάς το στην τοποθεσία. Και επειδή δεν υπήρχε λευκό χώμα, πήραν αλεύρι και σχημάτισαν στη μαύρη γή μία κυκλική καμπύλη της οποίας την περιφέρεια όριζαν ευθείες βάσεις που, ξεκινώντας σαν από στρόγγυλο κράσπεδο και σχηματίζουν χλαμύδες και ίσες στο μέγεθος συνέπιπταν μεταξύ τους.» Ο τρόπος σχεδίασης και ορισμού του σημείου ίδρυσης της πόλης φανερώνει γνώσεις και εφαρμογή αντιλήψεων Ιδρυτή πόλης που συναντάμε μόνο σε ίδρυση Ναών ή Ιερών πόλεων. Εκεί δεν παίρνονται υπόψη μόνο γεωγραφικοί παράγοντες, αλλά και οδηγίες που έχουν σχέση με την Ιερότητα του χώρου. Είναι γνωστό πως στην ακολουθία του Αλέξανδρου βρισκόταν πλήθος ανθρώπων του πνεύματος. Από τον μάντη Αρίστανδρο μέχρι τον γυμνόσοφο Κάλανο. Ο Αλέξανδρος είχε μεγάλη εκτίμηση στους φιλοσόφους και τους συμπεριφερόταν ανάλογα. Ο Πλούταρχος γράφει: «Είναι ίδιον ψυχής φιλοσόφου να αγαπά την σοφία και μάλιστα να θαυμάζει σοφούς άνδρας. Κανείς άλλος από τους Βασιλείς δεν έμοιασε τον Αλέξανδρο ως προς αυτό. Είναι γνωστή η Αγάπη του για τον Αριστοτέλη και η εκτίμηση που είχε για τον μουσικό Ανάξαρχο. Στον Πύρρωνα τον Ηλείο, όταν τον είδε για πρώτη φορά, του έδωσε 10.000 χρυσά νομίσματα, στον Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα, έστειλε 50 τάλαντα δώρο, τον Ονησίκριτο, μαθητή του Διογένη, διόρισε άρχοντα των κυβερνητών του στόλου». Πλήθος άλλων προσφορών και δωρεών αποδεικνύουν όχι μόνο την γενναιόδωρη φύση του Μ. Αλέξανδρου γενικά, αλλά την γενναιοδωρία του ειδικά προς τους φιλόσοφους. Μια γενναιοδωρία που πήγαζε από μια ψυχή που έδινε περισσότερη αξία στα πνευματικά αγαθά από ό,τι στα υλικά. Όταν ξεκίνησε την εκστρατεία για την Ασία δώρισε όλα τα υπάρχοντά του και κράτησε για τον εαυτό του μόνο την "Ελπίδα". Μετά τη νίκη επί του Δαρείου και αφού ανακηρύχτηκε Βασιλιάς της Ασίας, ήρθαν στην κατοχή του στρατού τόσα πλούτη, που οι Μακεδόνες άρχισαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια. Αποφάσισε λοιπόν, λίγο πριν την εκστρατεία για την Ινδία, να δωρίσει όλα τα πλεονάζοντα υλικά αγαθά και να κάψει όλα όσα του ήταν εμπόδιο για την εκστρατεία. Το ίδιο έκαναν και οι Αξιωματικοί του αφού έβλεπαν το παράδειγμα ενός ανθρώπου που όχι μόνο τους έλεγε ποιό ήταν το σωστό, αλλά αυτός πρώτος το εφάρμοζε. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η καθημερινή ζωή του. Όταν δεν πολεμούσε, ακόμα και κατά τη διάρκεια που βρισκόταν σε πορεία, αυτός εκπαιδευόταν στα όπλα, ανεβοκατέβαινε από άρματα και άλογα, πήγαινε κυνήγι και γενικά βρισκόταν σε μια διαρκή εγρήγορση. Κάτι που συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της μάχης. Στο Γρανικό ένα σπαθί, κόβοντας την περικεφαλαία του, έφτασε μέχρι το τριχωτό του κεφαλιού του. Στην Γάζα δέχθηκε ένα βέλος στον ώμο. Στη Μαράκανδα ένα βέλος έσπασε το κόκαλο της κνήμης του. Στην Υρκανία χτυπήθηκε από λίθο, χάνοντας την όρασή του για πολλές ημέρες. Στη μάχη του Ισσού πληγώθηκε από ξίφος στο μηρό. Στη χώρα των Μαλλών ένα βέλος τρύπησε το στήθος του και δέχτηκε χτύπημα από λοστό στο κεφάλι. Και για όλους αυτούς τους τραυματισμούς ήταν πολύ υπερήφανος. Τους θεωρούσε σαν απόδειξη της ανδρείας του και της γενναιότητάς του. Αν και Βασιλιάς έμπαινε πρώτος στην μάχη, δίνοντας το παράδειγμα στους στρατιώτες του. Ένας Βασιλιάς που δεν ήξερε μόνο να διατάζει αλλά και να εκτελεί ο ίδιος τις διαταγές που έδινε. Θεωρούσε πως η μεγαλύτερη νίκη που μπορεί να πετύχει κάποιος είναι η νίκη στον εαυτό του για να μπορεί να τον ελέγχει. Αποτέλεσμα αυτής της νίκης του Αλέξανδρου είναι η εγκράτειά του προς τις ηδονές. Δεν δέχθηκε καμία γυναίκα δίπλα του παρά μόνο αυτήν που είχε παντρευτεί. Αν και πολλές φορές οι φίλοι του τον παρότρυναν να γευτεί την ηδονή με διάφορες γυναίκες ή αγόρια.Ήταν τόσο εγκρατής και μεγαλόψυχος που ανάγκασε τον Δαρείο, τον Βασιλιά που ουσιαστικά κατέστρεψε, να δηλώσει: «Θεοί, προστάτες της γέννησης των ανθρώπων και της τύχης των Βασιλέων, δώστε να μην εγκαταλείψω την τύχη των Περσών, αλλά αφού νικήσω να ανταμείψω τις ενέργειες του Αλέξανδρου, τις οποίες νικημένος δέχθηκα από αυτόν στους πιο αγαπημένους μου. Αν όμως έφτασε κάποιος χρόνος μοιραίος, από θεία εκδίκηση και μεταβολή να πάψει η βασιλεία των Περσών, κανείς άλλος άνθρωπος ας μην καθίσει στον θρόνο του Κύρου πλην του Αλέξανδρου.» Αυτή τη δήλωση την έκανε αφού έμαθε την μεγαλόψυχη συμπεριφορά του Αλέξανδρου προς την οικογένειά του που είχε αιχμαλωτίσει. Ο Αρριανός γράφει πως ο Αλέξανδρος εγκαθιστούσε τη Δημοκρατία ως πολίτευμα σε κάθε χώρα που κατακτούσε. Μια Δημοκρατία που βοηθούσε στη λειτουργία των τοπικών θεσμών κάθε πόλης, κάτω όμως από μια κοινή Αρχή. Καταργούσε τους υπερβολικούς φόρους και κατάφερνε να κατακτά εκπολιτίζοντας και όχι καταστρέφοντας. Το μόνο που κατέστρεφε ήταν το παλιό, αυτό που είχε φθαρεί και δεν δεχόταν να αλλάξει προς το καλύτερο. Έδινε περισσότερη σημασία στις ουσιαστικές δυνάμεις του ανθρώπου, όπως τη σοφία, τη δικαιοσύνη, τη μεγαλοψυχία, την Ανδρεία, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν εχθρός ή φίλος. Έτσι όταν καταλάβαινε πως ο κυβερνήτης της πόλης που κατακτούσε ή ο βασιλιάς του έθνους το οποίο νικούσε είχε αυτές τις αρετές, τον διόριζε πάλι άρχοντα, ανεξάρτητα αν είχε παραδοθεί ή νικηθεί μετά από μάχη. Δίκαια λοιπόν ο Πλούταρχος γράφει: «Εάν δε μέγιστος έπαινος της φιλοσοφίας είναι ότι σκληρά και αμόρφωτα ήθη εξημερώνει και εξευγενίζει, ο Αλέξανδρος φαίνεται ότι εκπολίτισε τόσους λαούς αγρίους και ατίθασους που δικαίως δύναται να θεωρηθεί φιλόσοφος».
Οι Έλληνες της Αρχαιότητας, σε σύγκριση με τους Έλληνες της ρωμαϊκής περιόδου έχουν ένα λαμπρό παρελθόν στο οποίο οι Ρωμαίοι γενικά αναγνωρίζουν τις οφειλές τους· έχουν ανεπτυγμένη θεωρητική σκέψη και «λέγειν», αλλά υστερούν στην πράξη και την πρακτική εφαρμογή· είναι εύστροφοι, έχουν αίσθηση της κομψότητας και ξέρουν «να ζουν τη ζωή τους», αλλά έχουν ευμετάβλητο χαρακτήρα, είναι «καταφερτζήδες» και κάνουν πως τα ξέρουν όλα· δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, τους λείπει η αυτογνωσία, η πειθαρχία και η συστηματικότητα, και είναι προγονόπληκτοι.
Ο Αδριανος ήταν από τους σημαντικότερους ρωμαίους αυτοκράτορες, γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα. Γεννήθηκε το 76 μ.χ. στην πόλη Ιταλική, της Ισπανίας. Καταγόταν από την πόλη Αδρία της Ιταλίας (Άτρι), εξ ου και το όνομά του Αδριανός. Ήταν γιος συγκλητικού κι εξάδελφος του αυτοκράτορα Τραϊανού. Το πλήρες όνομά του ήταν Πόπλιος Αίλιος Τραϊανός Αδριανός. Έλαβε άρτια εκπαίδευση και από μικρός είχε γνώση της ελληνικής γραμματείας, γι’ αυτό του δόθηκε το προσωνύμιο «Γκρεκούλους» (Ελληνάκι). Επί βασιλείας Δομητιανού, ο Αδριανός κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στις περιοχές της Γερμανίας, της Πανονίας (Ουγγαρίας), διακρίθηκε στους πολέμους κατά των Δακών και Πάρθων, ενώ διετέλεσε κυβερνήτης της Συρίας. Λέγεται ότι συνδύαζε την ελληνική λεπτότητα και τη ρωμαϊκή σταθερότητα. Ο Αδριανός ανέβηκε στο θρόνο το 117, σε ηλικία 41 ετών, με την υποστήριξη του στρατού και της Συγκλήτου. Ήταν ευνοούμενος της Πλωτίνας, συζύγου του εξαδέλφου του Τραϊανού, ο οποίος τον υιοθέτησε και τον έχρισε διάδοχό του. Υπάρχει η άποψη ότι η Πλωτίνα και ο Αδριανός πλαστογράφησαν τα έγγραφο της υιοθεσίας, με σκοπό να πείσουν τη Σύγκλητο ότι ο διάδοχος του θρόνου είχε την υποστήριξη του Τραϊανού. Η πρώτη ενέργεια του Αδριανού ήταν η διαγραφή των καθυστερούμενων φόρων, ένα μέτρο που ανακούφισε τους υπηκόους του και τον έκανε αγαπητό στο λαό. Άλλωστε, ο ίδιος είχε ως προγραμματική αρχή τη ρήση του «Ο ηγεμών είναι για τον λαό και όχι ο λαός για τον ηγεμόνα». Η βασιλεία του συνέπεσε με μία ειρηνική περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις ήταν περιορισμένες και ο Αδριανός βρήκε την ευκαιρία να θωρακίσει την αυτοκρατορία, κατασκευάζοντας τείχη (limes) κατά μήκος των συνόρων, με πιο ονομαστά αυτά της Βρετανίας, του Δούναβη και του Ρήνου. O Αδριανός εξασφάλισε τις κατακτήσεις του Τραϊανού στη Μεσοποταμία, ενώ συνήψε ειρήνη με τους Πάρθους στα ανατολικά της αυτοκρατορίας. Κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων υπό τους Μπαρ Κόχμπα και ραβίνο Ακίβα (132-135), συνεχίζοντας στη θρησκευτική τους καταπίεση. Μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και τους απαγόρευσε να την επισκέπτονται, επί ποινή θανάτου. Περίπου 600.000 Εβραίοι θανατώθηκαν ή εξορίστηκαν από τις λεγεώνες του Αδριανού. Το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του το πέρασε ταξιδεύοντας, προκειμένου να επιβλέπει και να δίνει οδηγίες για τα μεγάλα δημόσια έργα που κατασκευάζονταν σε διάφορα μέρη της αχανούς αυτοκρατορίας. Πίστευε ότι η αυτοκρατορία θα θωρακισθεί καλύτερα από τους εχθρούς της με έργα υποδομής, παρά με κατακτητικούς πολέμους. Ο Αδριανός λάτρευε τον ελληνικό πολιτισμό και το 124 ήλθε για πρώτη φορά στην Αθήνα, για να λάβει μέρος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Έγινε Αθηναίος Πολίτης και προίκισε την Αθήνα με σημαντικά μνημεία και έργα. Έχτισε την Αψίδα, ως μέρος του τείχους που χώριζε την παλιά από τη νέα πόλη, την οποία σήμερα ονομάζουμε Πύλη του Αδριανού και αποπεράτωσε το Ναό του Ολυμπίου Διός, ο οποίος είχε ξεκινήσει να ανεγείρεται επί Πεισιστράτου, πριν από περίπου 600 χρόνια (οι σημερινοί «Στύλοι του Ολυμπίου Διός»). Η σημαντικότερη και ευεργετικότερη προσφορά του στην Αθήνα ήταν το Αδριάνειο Υδραγωγείο, σχεδόν το μόνο μέσο ύδρευσης της πρωτεύουσας μέχρι το 1930. Διαπλάτυνε τη μεταξύ Κορίνθου και Μεγάρων δύσβατη οδό («Κακιά Σκάλα»), τόσο, ώστε να μπορούν άνετα να κινούνται δύο άρματα εξ αντιθέτων διευθύνσεων. Προσπάθησε να ενώσει όλες τις ελληνικές πόλεις υπό το «Πανελλήνιον», αλλά απέτυχε. Μετά τις περιοδείες του, που κράτησαν 13 χρόνια (121-134), επανήλθε στη Ρώμη, όπου αποσύρθηκε στην πολυτελή του έπαυλη, κοντά στα Τίβουρα (σημερινό Τίβολι), την οποία εκόσμησε με αναπαραστάσεις ελληνικών μνημείων. Έπασχε από υδρωπικία και είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν νευρικός, ευερέθιστος καχύποπτος και μισάνθρωπος. Ο Αδριανός παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά. Πέθανε σε ηλικία 62 ετών το 138 στην πατρική του οικία στην Ιταλική, αφού υιοθέτησε κι έχρισε ως διάδοχό του τον Αντωνίνο τον Ευσεβή.
Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν από τους σπουδαιότερους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Βασίλευσε από το 161 έως το 180 μ.Χ. Επί των ημερών του η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της. Ανάμεσα στα άλλα θεωρείται και σπουδαίος στωικός φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο «Τα εις εαυτόν» που αρχικά είχε το χαρακτήρα ενός προσωπικού οδηγού διακυβέρνησης και αυτοβελτίωσης. Σήμερα θεωρείται από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά έργα της ύστερης αρχαιότητας. Το έργο χωρίζεται σε 12 βιβλία και είναι γραμμένο στην Κοινή Ελληνική. Γνωστό ως Meditations («Στοχασμοί» ή «Διαλογισμοί»). Είναι γραμμένο στην Ελληνική -τη γλώσσα των μορφωμένων Ρωμαίων-και παραδίδεται διαιρεμένο σε δώδεκα βιβλία. Εκτός από το πρώτο βιβλίο, το οποίο, αν και γράφτηκε τελευταίο, προτάχθηκε εκ των υστέρων ως εισαγωγή και αναφέρεται στις οφειλές του Αυρηλίου σε συγγενείς και δασκάλους, τα υπόλοιπα έχουν τη μορφή σκόρπιων στοχασμών σε αφοριστικό ύφος, παραινέσεων εἰς ἑαυτόν χωρίς καμιά συστηματική κατάταξη. Ως προς το περιεχόμενο το έργο εντάσσεται στην παράδοση της στωικής φιλοσοφίας με ιδιαίτερα έκδηλη την επίδραση του Επικτήτου (55-120 μ.Χ). Ο Μάρκος Αυρήλιος στο αγωνιώδες ερώτημα της εποχής, πώς μπορεί κανείς να κατακτήσει την ευδαιμονία, απαντά ως γνήσιος στωικός: η απαλλαγή από τα πάθη και τα έντονα συναισθήματα (ηδονή, πόνος), η απάθεια έναντι του εξωτερικού κόσμου, η αδιαφορία για τα υλικά αγαθά συντείνουν στην κατάκτηση της εσωτερικής γαλήνης. Ένα αίσθημα που ενισχύεται από την πεποίθηση ότι η ζωή του ανθρώπου διέπεται εν τέλει από την ίδια αρμονία που διέπει τον κόσμο ως ολότητα, και η οποία οφείλεται στην ύπαρξη του Λόγου. Από το έργο του δεν απουσιάζουν οι έννοιες της παροδικότητας του χρόνου, του εφήμερου της ζωής, της πλήρους αβεβαιότητας, μόνο που δεν σχετίζονται με μια απαισιόδοξη θεώρηση του κόσμου. Αντίθετα, αποτελούν την παραδοχή από την οποία εκκινεί κανείς για να αναζητήσει μέσω της φιλοσοφίας την ευδαιμονία.
Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από τον Μ. Κωνσταντίνο (324-337 μ.Χ.) το πολιτικό και πολιτιστικό επίκεντρο της οικουμένης μεταφέρεται και πάλι από τη Δύση στην Ανατολή, εκεί που βρίσκονταν και τα νευραλγικά σημεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το νέο Imperium Romanum θα συγχωνεύσει σε ένα κράμα τη χριστιανική πίστη και το χριστιανικό ηθικό νόμο, την πνευματική παράδοση του ελληνισμού, το ρωμαϊκό δίκαιο και τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση, τα οποία θα αποτελέσουν και τη νομική βάση των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας. Η "σύλληψη" του τότε πολιτισμένου κόσμου ως οικουμένης δεν ήταν βέβαια καινούργια. Οι Ρωμαίοι, των οποίων οι Βυζαντινοί ποτέ δεν έπαψαν να πιστεύουν πως είναι οι αυθεντικοί κληρονόμοι και συνεχιστές τους, στηριζόμενοι στη στωϊκή-ελληνιστική ιδέα του κόσμου ως πόλης, στην οποία ανήκουν όλα τα έλλογα όντα, έδωσαν στην έννοια οικουμένη μια πολιτική διάσταση: η οικουμένη είναι ο κόσμος (orbisterrae) στον οποίο και επί του οποίου καλείται η Ρώμη να κυριαρχήσει. Με αυτή την ιδέα συντάχτηκε και η χριστιανική αντίληψη της οικουμένης: η οικουμένη είναι ο κόσμος στο σύνολό του, στον οποίο πρέπει να διαδοθεί η διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο νέος κόσμος που θα δημιουργηθεί, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα συνέχεται από τις συνεκτικές δυνάμεις της ορθοδοξίας και της ελληνοφωνίας. Η αναγνώριση της χριστιανικής εκκλησίας από τον Μ. Κωνσταντίνο και ο προσεταιρισμός του ελληνικού και εξελληνισμένου στοιχείου, που θα στελεχώσει την αυτοκρατορική διοίκηση, θα σχηματίσει τη βάση για την ανάπτυξη του οικουμενικού κράτους της χριστιανοσύνης, ανταποκρινόμενο στις θρησκευτικές και πολιτικές προσδοκίες της ρωμαϊκής ανατολής. Η ιδέα ότι το Imperium πραγματώνει το έργο της Θείας Πρόνοιας «αποκλείει να υπάρχουν περισσότερες από μια αυτοκρατορίες πάνω στη γη». Η ύπαρξη, ωστόσο, και άλλων ηγεμόνων έξω από τα όρια της βυζαντινής κυριαρχίας δεν αντιστρατευόταν στις αντιλήψεις των Βυζαντινών την ιδέα της μιας νόμιμης αυτοκρατορίας, επειδή ο βυζαντινός κόσμος έχει μια κάθετη οργάνωση και η βυζαντινή κοινωνία διατήρησε πάντα τη μορφή μιας αξιοκρατικής κοινωνίας, κάτι που εύκολα διαπιστώνεται ακόμη και αν κοιτάξει κανείς την ιεράρχηση των εικονογραφικών προγραμμάτων των εκκλησιαστικών καθιδρυμάτων. Έτσι, «η οικουμένη αποτελεί μια τεράστια ιεραρχημένη οικογένεια λαών και ηγεμόνων με επικεφαλής τον "βασιλέα των Ρωμαίων", δηλαδή τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Μετά από αυτόν ακολουθούν με σειρά "συγγενείας", τα "πνευματικά τέκνα" του, οι "πνευματικοί αδερφοί", οι "φίλοι" τουκαι τέλος οι "δούλοι" του. Όλοι αυτοί, όμως, είναι ολοφάνερα κατώτεροι από τον βυζαντινό αυτοκράτορα, δεν έχουν καν τον τίτλο του "βασιλέως" (= αυτοκράτορα) και γι' αυτό δεν διασπούν την ιδέα της μιας και μοναδικής, πραγματικής και γνήσιας αυτοκρατορίας». Γι' αυτό και στο Βυζάντιο αναπτύχθηκε η έννοια του δίκαιου πολέμου (justum bellum). Οποιοσδήποτε πόλεμος της αυτοκρατορίας είχε αμυντικό χαρακτήρα και ο στρατός της οικουμενικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προστάτευε την ασφάλεια των πολιτών, επιβάλλοντας την τάξη και την ειρήνη. Παράλληλα οι διεκδικήσεις, εδαφικές ή οικονομικές, προσέβαλαν την επί της γης ουράνια βασιλεία, που αντιπροσωπεύονταν από τον αυτοκράτορα. Η ρωμαϊκή τάξη και η ρωμαϊκή ειρήνη εμπλουτισμένες με το πανανθρώπινο μήνυμα της νέας θρησκείας ερμηνεύουν έτσι τη βυζαντινή πολιτική της οικουμενικότητας: ο "βασιλεύς-αυτοκράτορας", που είναι η εικόνα του Χριστού επί της γης και με βασιλική εξουσία επί του συνόλου της οικουμένης, αντιπροσωπεύει την ειρήνη. Κάθε αμφισβήτηση της χριστιανικής ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας πρέπει να τιμωρείται από το νόμο. Μόνο έτσι μπορεί να πραγματωθεί ο στόχος της βυζαντινής πολιτείας που είναι η σωτηρία της ψυχής των πολιτών με την καθημερινή ηθική άσκηση. Ενώ παλαιότερα οι αντιλήψεις για τον αυτοκράτορα απόληγαν στην θεοποίησή του, ο χριστιανισμός μεταβάλλει τις αντιλήψεις αυτές και έτσι ο αυτοκράτορας γίνεται "δούλος Θεού", επειδή τον αυτοκράτορα τον εκλέγει ο Θεός και μόνο χάρη σε Αυτόν μπορεί να ασκήσει την εξουσία του. Είναι ο «αξιωματούχος του Θεού στη γη, είναι ο αντιπρόσωπος του Χριστού». Τα σύμβολα της αυτοκρατορικής εξουσίας, η σταυροφόρος σφαίρα, το σκήπτρο και το αυτοκρατορικό στέμμα, είναι τα σύμβολα της θεϊκής προέλευσης της εξουσίας. Το στέμμα, άλλωστε, στην ιεροτελεστία της στέψης, προσφέρεται ευλογημένο από τον πατριάρχη, που στη γλώσσα των θεσμών σημαίνει πως ο πατριάρχης απονέμει την εξουσία στον αυτοκράτορα και έτσι η διαδικασία εκλογής ερμηνευόταν ως αποκάλυψη της θείας θέλησης.
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου (913-959), της δυναστείας των Μακεδόνων. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ' του Σοφού και της παλλακίδας του, Ζωής Καρβονοψίνας. Έμεινε στην ιστορία περισσότερο για τις επιδόσεις του στα γράμματα, παρά για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Από το συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν οι πραγματείες «Ιστορική διήγησις του Βίου του Βασιλείου Α'», που αναφέρεται στη ζωή του παππού του Βασιλείου Α', ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, «Προς τον ίδιον υιόν», με συμβουλές προς τον γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανό Β', «Περί Βασιλείου Τάξεως, το οποίο αποτελεί τη βασική πηγή των ιστορικών σχετικά με το πολύπλοκο πρωτόκολλο που ακολουθούσαν οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι και κυρίως η Αυτοκρατορική οικογένεια και το «Περί Θεμάτων», σχετικό με τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας. Άφησε, επίσης, στίχους, ποιήματα, λόγους και επιστολές. Το μεγάλο του ενδιαφέρον για την παιδεία επικεντρώθηκε στην αναδιοργάνωση του Πανδιδακτηρίου της Μαγναύρας, που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα πανεπιστήμια στον κόσμο.
Ο Μανουήλ Παλαιολόγος ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1391-1425), από τους πιο αξιόλογους της δυναστείας των Παλαιολόγων. Όλα τα χρόνια της εξουσίας του προσπάθησε να αντιμετωπίσει την Οθωμανική απειλή, αλλά ήταν φανερό ότι η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία που είχε συρρικνωθεί σημαντικά και έπνεε τα λοίσθια δεν είχε τις δυνάμεις να αντισταθεί και να αντιστρέψει την κατάσταση. Ο Μανουήλ σε προφανή αδυναμία εμπιστεύτηκε τις τύχες της Αυτοκρατορίας στον ανιψιό του Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγο, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει τις σχέσεις του, και αναχώρησε το 1399 σε μια πολύχρονη περιοδεία στις Αυλές της Δυτικής Ευρώπης, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια. Επισκέφθηκε τη Βενετία, το Παρίσι και το Λονδίνο, με πενιχρά αποτελέσματα. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που βυζαντινός αυτοκράτορας επισκεπτόταν την Αγγλία. Οι ντόπιοι χρονικογράφοι εντυπωσιάσθηκαν από τη μόρφωση, την ευγενική μορφή και την αρχοντιά του Μανουήλ, που «άλλαζε άλογα και δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα».
Πηγή: http://ellinonfilosofia.blogspot.gr/2011/05/blog-post.html
http://enneaetifotos.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6.html
http://users.sch.gr/ikomninou/platon_Aristotelis.htm
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/rome/page_094.html
https://www.sansimera.gr/biographies/180
http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=152
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=503
http://constantinoskyriakis.blogspot.gr/2013/08/blog-post_19.html
https://www.sansimera.gr/biographies/261
https://www.sansimera.gr/biographies/267
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου