Οι Αρβανίτες ξεκίνησαν από την περιοχή του Αρβάνου (σημερινή Αλβανία). Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας είναι η αρχαία Ιλλυρία, κοιτίδα των Δωριέων. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Αρβανίτες είναι απόγονοι των δωρικών ελληνικών φύλων. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής τονίζουν τις ομοιότητες στην κουλτούρα μεταξύ Αρβανιτών και Δωριέων. Οι Αρβανίτες ήταν λαός σκληρός, πολεμοχαρής και λιτός, με κύρια απασχόληση την κτηνοτροφία (χαρακτηριστικό δωρικό στοιχείο) και την αγροτιά. Κοινωνία κλειστή μη δεχόμενη επιμειξίες. Οι διάφορες φατρίες είναι μια ακόμη δωρική μορφή κοινωνικής συγκρότησης. Τα ελληνικά αρβανίτικα από μελέτες που έχουν γίνει περιέχουν πλήθος ομηρικών λέξεων, η δε δομή της γλώσσας είναι λιτή και «βαριά». Είναι πολύ πιθανό να πρόκειται για μία δωρική γλώσσα αρχαϊκού τύπου.
Οι Βρύγες ήταν πολυάριθμος Θρακικός λαός, του οποίου η κοιτίδα ήταν η χώρα των Κικόνων (μεταξύ Έβρου και Νέστου) και η περιοχή γύρω από τις Βρυγηΐδες λίμνες (μικρή και μεγάλη Πρέσπα). Πρόκειται για τους προγόνους των Φρυγών που αρχικά κατοικούσαν στη Βαλκανική και στη συνέχεια μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία μεταβάλλοντας το όνομά τους από Βρύγες σε Φρύγες. Στην συνέχεια, περί το 700 π.Χ. οι Βρύγες εγκαταστάθηκαν στα βόρεια εδάφη της Ηπείρου, όπου και μνημονεύονται ως Ιλλυρική φυλή. Από εκεί και με αφετηρία την περιοχή γύρω από την Επίδαμνο (Δυρράχιο της Αλβανίας) απλώθηκαν στην ιλλυρική ενδοχώρα κοντά στην Λυχνίτιδα λίμνη, την σημερινή Αχρίδα, όπως διασώζει ο Σκύμνος ο Χίος, στην Αδριατική θάλασσα, όπου συναντώνται οι Βρυγηΐδες νήσοι, καθώς και στους ομοφύλους τους Παίονες, στις όχθες του Εριγώνα ποταμού. Πρωτεύουσα των Βρυγών έγινε η Έδεσσα της Μακεδονίας και παρέμεινε για 350 χρόνια (1150-800 π.Χ.), σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Ν. Χάμμοντ, της οποίας η κεντρική και φυσικώς οχυρά θέση συνετέλεσαν ασφαλώς στην επιλογή της. Αυτοί έδωσαν και το όνομα της πόλης από την φρυγική λέξη για το νερό = βέδυ- (Fεδυ). Το δεύτερο μέρος της Φρυγικής κυριαρχίας, η Ύστερη Φρυγική Περίοδος τοποθετείται μεταξύ 950 - 800 π.Χ. Την περίοδο αυτήν σημειώνεται απώλεια της κυριαρχίας των Φρυγών βορείως της λίμνης Αχρίδος και του ποταμού Γενούσου (σημερινός Σκούμπι, στην κεντρική Αλβανία), λόγω της ισχυροποιήσεως και επεκτάσεως των Ιλλυρικών φύλων στις περιοχές αυτές. Οι Φρύγες, θα συνεχίσουν να επικοινωνούν μέχρι το 850 π.Χ. περίπου, με τις Δυτικές περιοχές τους στα παράλια της Αδριατικής και την Ιταλία, μέσω της πεδιάδας της Κορυτσάς, όπου η αρχαιολογική έρευνα διαπίστωσε ότι οι τελευταίες ταφές που αποδίδονται σε Φρύγες διακόπτονται τότε. Γύρω στο 800 π.Χ. σημειώνονται μεγάλες ανακατατάξεις: Οι Φρύγες αποχωρούν από την Μακεδονία και τις γύρω περιοχές και σύμφωνα με την παράδοση, μεταναστεύουν μαζικά προς την Μικρά Ασία, όπου ήδη είχε καταλήξει ένα σημαντικό τμήμα της Φρυγικής μετανάστευσης του 12ου αιώνα π.Χ. όπως προαναφέρθηκε. Οι ακριβείς λόγοι και οι συνθήκες αυτής της μετακίνησης δεν είναι γνωστοί. Ως βασική αιτία πιθανολογείται η εντεινόμενη πίεση των πολεμοχαρών Ιλλυρικών φύλων.
Η φρυγική γλώσσα μάς είναι γνωστή από επιγραφές δύο εποχών: η παλαιοφρυγική (8ος-3ος αι. π.Χ.) αντιπροσωπεύεται από περίπου 250 επιγραφές, γραμμένες στο παλαιό φρυγικό αλφάβητο που αποτελείται από 17 σημεία, τα οποία ως επί το πλείστον αντιστοιχούν στα ελληνικά πρωτότυπά τους. Όμως δύο σημεία, που αντιπροσωπεύουν τους φθόγγους "j" και "ts", είναι φρυγικής επινόησης. Περισσότερες από 100 νεοφρυγικές επιγραφές σε ελληνικό αλφάβητο είναι γραμμένες ανάμεσα στον 1ο και 4ο αιώνα μ.Χ. Η τρίτη σημαντική πηγή γνώσης μας για τη φρυγική γλώσσα είναι λέξεις που καταγράφηκαν από διάφορους Έλληνες συγγραφείς. Η τελευταία μαρτυρία για την χρήση της Φρυγικής συνδέεται με τον επίσκοπο Σωκράτη, του οποίου η μητέρα ήταν φρυγικής καταγωγής. Στους επόμενους δύο αιώνες η Φρυγική αφομοιώνεται ολοκληρωτικά από την ελληνική γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι η φρυγική λογοτεχνία μάς είναι άγνωστη, το έργο ενός Φρύγα διαβάζεται μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο Αίσωπος, ο οποίος έζησε στην αυλή του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου. Χρονολογικά, τα κείμενα ανήκουν στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. (750-720) τα παλαιότερα και φθάνουν μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Είναι γραμμένα στην Παλαιο-Φρυγική γραφή που αποτελείται από 17 γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου, με δύο ακόμη γράμματα που τα συναντάμε στις δυτικές περιοχές, καθώς και δύο ακόμη σύμβολα άγνωστης προέλευσης. Χάρη στις εργασίες του Γάλλου γλωσσολόγου Michel Lejeune, αποδείχθηκε ότι το Φρυγικό αλφάβητο προήλθε από το Ελληνικό.
Μετά από ένα χάσμα πέντε περίπου αιώνων, επανεμφανίζονται φρυγικές επιγραφές στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας, στον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. γραμμένες στο Ελληνικό αλφάβητο εκείνης της εποχής. Η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, έχει αποδείξει ότι η Φρυγική γλώσσα είναι χωρίς αμφιβολία μέλος της Αριοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του καθηγητή της Ελληνικής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων O. Masson, ο οποίος επισημαίνοντας τα πολλά κοινά γλωσσικά στοιχεία στην σύνταξη και στο λεξιλόγιο μεταξύ Φρυγικής και Ελληνικής γλώσσας, καταλήγει στο θεμελιώδες ερώτημα: «…Οι εκπληκτικές ομοιότητες αυτές, που μέχρι ένα σημείο δικαιολογούνται διότι ανάγονται στους στενούς προϊστορικούς δεσμούς μεταξύ των δύο γλωσσών, οφείλονται απλώς στο γεγονός ότι οι δύο λαοί συνοικούσαν επί αιώνες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο ή στο γεγονός ότι Φρυγική και Ελληνική ανήκουν στον ίδιο κλάδο της Αριοευρωπαϊκής;». Κατά τον ίδιο επιστήμονα, με τον μελλοντικό εμπλουτισμό των γνώσεών μας για την Φρυγική, πιθανόν να καταλήξουμε κάποια μέρα να αναφερόμαστε στον «Ελληνο–Φρυγικό» κλάδο της Αριοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών.
Τα αρβανίτικα θεωρούνται τυπικά από την συμβατική Ιστορία και Γλωσσολογία ως ένας κλάδος της αλβανικής γλώσσας, μία διάλεκτος της. Οι Αλβανοί θεωρούν τα αρβανίτικα ως μία αρχαία αλβανική γλώσσα. Η αλήθεια όμως δεν είναι ακριβώς έτσι… Ο γράφων κατάγεται από ένα αρβανιτοχώρι της Αττικής, από μία παραδοσιακή αγροτική οικογένεια και έχοντας μάθει πολλά μόνος του για την αρβανίτικη παράδοση έκανε πολύχρονες έρευνες πάνω στο αντικείμενο…Τα Αρβανίτικα δεν είναι διάλεκτος της επίσημης Αλβανικής γλώσσας, αλλά αντίθετα η αρβανίτικη είναι μία αρχαία γλώσσα από την οποία κατάγεται η νεώτερη τοσκική διάλεκτος, που υιοθετήθηκε από το αλβανικό κράτος ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Η αρβανίτικη είναι γλώσσα αυτόνομη και η σημερινή αλβανική γλώσσα μία διάλεκτος της. Απλά οι Αρβανίτες ποτέ δεν θεώρησαν τους εαυτούς τους ξεχωριστό έθνος από τους Έλληνες, όπου και να βρέθηκαν στην γη, σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο, εδώ και χιλιάδες χρόνια. Έγραφαν με ελληνικό αλφάβητο, μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά και στις αρβανίτικες εκκλησίες υπήρχε το ελληνορθόδοξο τυπικό πάντα. Ενώ ο πληθυσμός του αλβανικού κράτους, που ιδρύθηκε το 1913, θέλησε να υιοθετήσει ξεχωριστό αλφάβητο, να κάνει μία νότια αλβανική γλώσσα της Βορείου Ηπείρου επίσημη γλώσσα με πολλά δάνεια από τα τουρκικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Για να δηλώσει ότι είναι πραγματικό έθνος και για να μην αφομοιωθεί με τους συγγενείς Έλληνες των γειτονικών περιοχών.
Τα αρβανίτικα έχουν δεχτεί επιρροές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα από διαφορετικές ιστορικές γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπως τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά κυρίως από ποικίλες ελληνικές διαλέκτους διαφόρων περιοχών και εποχών. Αρχαϊκά στοιχεία που έχουν εκλείψει σε άλλες γλώσσες διατηρούνται στα Αρβανίτικα, γεγονός που τα καθιστά μια πολύτιμη πηγή για τους γλωσσολόγους. Αυτές οι επιρροές αποδεικνύουν επίσης τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία διαβίωσαν οι ομιλητές τους, οι Αρβανίτες, στο πέρασμα των αιώνων. Η ονομασία είναι προσαρμογή του παλαιότερου arbërisht στα ελληνικά. Η ονομασία της γλώσσας ως "αρβανίτικα" έχει πλέον καθιερωθεί και στις ίδιες τις γλωσσικές κοινότητες ως arvanite, όχι όμως σε όλες, καθώς σε αρκετές αρβανιτόφωνες κοινότητες, ειδικά μάλιστα στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο, χρησιμοποιείται ο όρος arbërisht. Στο Κυριάκι Βοιωτίας χρησιμοποιείται ο όρος arvanite από τους σύγχρονους ομιλητές της γλώσσας, αναφέρεται όμως ότι οι παλιότερες γενιές (δηλαδή όσοι ήταν γεννημένοι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα) χρησιμοποιούσαν τον παλιότερο όρο arbërisht. Στην Άνδρο χρησιμοποιείτο και ο όρος arbërishtiqë. Αντίθετα, οι αλβανόφωνοι ομιλητές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης που προαναφέραμε προσδιορίζουν τη γλώσσα τους με τον νεότερο όρο shqip, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι άγνωστος στους αρβανιτόφωνους της νότιας Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη, τα αρβανίτικα δεν είναι ομοιόμορφα. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Πολύ χαρακτηριστικό της επιμειξίας γηγενών και Αρβανιτών Ελλήνων στη διαμόρφωση των αλβανοφώνων της Ελλάδος είναι το γεγονός, ότι το αρβανίτικο γλωσσικό ιδίωμα δεν ήταν ομοιόμορφο και κοινό σε όλα τα αρβανιτοχώρια της Ελλάδος, αλλά πολύ διαφορετικό από τόπο σε τόπο. Και τούτο, γιατί άλλα στοιχεία έτυχε να παρθούν από την ελληνική γλώσσα και αλλιώς να παραμορφωθούν στον ένα τόπο και άλλα στον άλλο. Είναι γεγονός ότι οι ίδιοι οι αρβανιτόφωνοι έτειναν ή τείνουν να μεγιστοποιούν τις διαλεκτικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων περιοχών στις οποίες ομιλείτο ή ομιλείται η αρβανίτικη γλώσσα. Στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, η συνεννόηση μεταξύ αρβανιτόφωνων ομιλητών από διαφορετικές κοινότητες, ακόμη και γεωγραφικά απομακρυσμένες μεταξύ τους, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Στην έκδοση του 2008 του λεξικού του, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης αναφέρει για τα αρβανίτικα: «Πρόκειται για µια Αρβανίτικης προέλευσης διάλεκτο, η οποία βαθµηδόν - µια και οι Αρβανίτες ήταν πάντοτε δίγλωσσοι, αν δεν ήταν µονόγλωσσοι (οµιλητές της Ελληνικής)- υποχώρησε µπροστά στο γόητρο και στην επικοινωνιακή δύναµη της επίσηµης γλώσσας (της Ελληνικής). Σήµερα είναι πολύ λίγοι οι οµιλητές των Αρβανίτικων, µερικά µεγάλης ηλικίας άτοµα, τελευταία αποµεινάρια µιας διαλέκτου που µιλήθηκε πολύ περιορισµένα, σκόρπια και άτακτα επί πέντε και πλέον αιώνες, έχοντας διασωθεί για µακρό διάστηµα χρόνου µέσα από την προφορική παράδοση». Συστηματική κατάταξη των διαλέκτων της αρβανίτικης γλώσσας έκανε ο Γερμανός γλωσσολόγος Καθηγ. Hans-Jürgen Sasse (Institut für Linguistik - Universität zu Köln, Κολωνία) στη μονογραφία Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland. Όσο αφορά στην δυνατότητα κατανόησης των Αρβανιτών με τους Αλβανούς της Αλβανίας, οι εκτιμήσεις διαφέρουν. Σύμφωνα με τον Peter Trudgill η συνεννόηση είναι εύκολη, ενώ σύμφωνα με το Ethnologue η συνεννόηση με ομιλητές της τόσκικης διαλέκτου είναι εν μέρει δυνατή, ενώ με ομιλητές της γκέκικης διαλέκτου η συνεννόηση είναι πολύ δύσκολη. Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να είναι και η ορθότερη. Σύμφωνα με το Ethnologue πάλι, τα αρβανίτικα ομιλούνται από 150.000 ομιλητές (εκτίμηση του 2005). Η Αρβανίτικη γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην περιοχή της Ιλλυρίας πριν την Οθωμανική κατάκτηση γι’ αυτό και διαφέρουν από τα αλβανικά σε σημαντικό βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί Αλβανοί χαρακτηρίζουν την αρβανίτικη γλώσσα ως αρχαία αλβανικά. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι η αρβανίτικη γλώσσα χρησιμοποιεί ελληνικό συντακτικό κι ως γνωστόν το συντακτικό, γλωσσικά δεν «δανείζεται».
Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Η συρρίκνωσή τους επιταχύνθηκε μετά τη δεκαετία του 1970 από κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες. Την συρρίκνωση της αρβανίτικης γλώσσας ευνόησε έμμεσα η πολιτική του ελληνικού κράτους, η οποία ευνοούσε τη μονογλωσσία. Παράλληλα όμως υπήρξε και υπάρχει σημαντική απροθυμία των ίδιων των αρβανιτόφωνων να μεταδώσουν τη μητρική τους γλώσσα στους απογόνους τους. Σήμερα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες αρβανιτόφωνες περιοχές της Ελλάδας, τα αρβανίτικα επιβιώνουν περισσότερο ως ζωντανή γλώσσα σε χωριά της Βοιωτίας, με σημαντικότερα ίσως κέντρα αρβανιτοφωνίας το Κυριάκι και δευτερευόντως το Στείρι, την Αγία Άννα, τον Ελικώνα (Ζερίκι) και το Μαυρομμάτι στη νήσο Αγκίστρι, σε χωριά της ανατολικής Κορινθίας (Σοφικό, Αγγελόκαστρο, Κόρφος, Άγιος Ιωάννης, Αθήκια, Γαλατάκι κ.α.), στις Λίμνες και το Αραχναίο (Χέλι) της Αργολίδας, στη χερσόνησο των Μεθάνων (σε μικρότερο μάλλον βαθμό), καθώς και σε χωριά της περιοχής του Κάβο Ντόρο στην Εύβοια. Στην Άνδρο, περισσότερο από όλους τους αρβανιτόφωνους οικισμούς του νησιού, η αρβανίτικη γλώσσα επιβίωσε ως γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας μέχρι και τη δεκαετία του 1970 στο χωριό Καλιβάρι της κοινότητας Μακροταντάλου. Σε μικρότερο βαθμό, τα αρβανίτικα ομιλούνταν σποραδικά μέχρι τη δεκαετία του 1980 στα χωριά Πάνω Γαύριο, Ψωριάρεζα, Σιδόντας, Άρνη, Βουρκωτή κ.α. Στην Αττική, ο σημαντικότερος ίσως πυρήνας αρβανιτοφωνίας σήμερα, από την άποψη του μέσου όρου ηλικίας των ομιλητών ή όσων έχουν παθητική γνώση της γλώσσας, εντοπίζεται ενδεχομένως στη Φυλή (Χασιά) και δευτερευόντως σε άλλες πόλεις και οικισμούς της δυτικής κυρίως Αττικής, όπως η Μάνδρα, τα Βίλια και ο Ασπρόπυργος. Εντούτοις, οι παθητικοί γνώστες της αρβανίτικης γλώσσας είναι πολυάριθμοι σε ολόκληρο σχεδόν τον νομό Αττικής.
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτικη_γλώσσα
http://www.arxeion-politismou.gr/2017/04/arvanites-kai-arvanitiki-glossa.html
http://heterophoton.blogspot.gr/2015/04/blog-post_28.html
http://ethnologic.blogspot.gr/2009/12/blog-post_05.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βρύγες
http://ethnologic.blogspot.gr/2009/12/blog-post_06.html
https://ellas2.wordpress.com/2013/05/10/αρβανίτες-έλληνες-ή-αλβανοί/
https://olympospress.blogspot.gr/2013/12/blog-post_643.html
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018
Αρβανίτικα : Μια αρχαία ελληνική διάλεκτος στα σημερινά Βαλκανια και η εξέλιξη της στον χρόνο
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018
Ρωμανός Διογένης : Ο Βυζαντινός "Λεωνίδας" που πολέμησε ηρωικά τους βαρβάρους στις "Θερμοπύλες" τις Μικράς Ασίας
Δεν είχε κρύψει ποτέ την αντιπάθειά του για τον σάπιο πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας ο οποίος διασπάθιζε τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου, με λαιμαργία ίδια με εκείνη που οι Τούρκοι λεηλατούσαν τα σύνορα. Αυτά ήταν χρήματα που προέρχονταν από τους φόρους εκείνων των χωρικών που έβλεπαν τις καλύβες τους να πυρπολούνται και τα παιδιά τους να οδηγούνται αλυσοδεμένα στα τούρκικα σκλαβοπάζαρα. Τώρα βέβαια, διοχετεύονταν σε αμεσότερες κρατικές ανάγκες, όπως οι επαύλεις των συγκλητικών. Ο Καππαδόκης στρατηγός ήταν ανέκαθεν ύποπτος συνωμοσίας και ο κυριότερος εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία για τα τελευταία 40 χρόνια επιχειρούσε να επανέλθει στην εξουσία. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας αποτελούσε προσωπική επιλογή της Ευδοκίας. Ήταν γενναίος στρατηγός και ικανός ηγέτης. Συνειδητοποιούσε την βαρύτητα της Σελτζουκικής απειλής και περιφρονούσε όσους δεν είχαν πιάσει ξίφος στα χέρια δίκαια αφού ότι είχε επιτύχει μέχρι τότε, το είχε επιτύχει πολεμώντας. Εργαζόταν άοκνα για την πολιτική και στρατιωτική εξυγίανση του κράτους και δεν είχε καμία πρόθεση να μετατραπεί σε σιωπηλό μάρτυρα της σήψης. Μετά τον θάνατο του Βασίλειου Β΄, μια σειρά εννέα Αυτοκρατόρων, είχε κατορθώσει μέσα σε 40 χρόνια αυτό που δεν είχαν καταφέρει αναρίθμητοι βαρβαρικοί λαοί επί 650 χρόνια να διαλύσουν την Αυτοκρατορία. Οι συνοριακές φρουρές σταδιακά αποσύρονταν, τα ανατολικά Θέματα αφέθηκαν στη μοίρα τους. Τώρα μόνος του εκείνος τάραξε τα στάσιμα νερά της γενικής αδιαφορίας και εναντιώθηκε στους αρνησιπάτριδες πολιτικούς. Ο αγώνας του θα ήταν αιματηρός και μοναχικός. Για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη η σωτηρία της Αυτοκρατορίας ήταν ζήτημα αρχής και θανάτου. Ο Ρωμανός Δ΄ καλούνταν να αντιμετωπίσει δύσκολες και περίπλοκες περιστάσεις, τόσο στο εξωτερικό από τις επιδρομές των Σελτζούκων, τους οποίους ο βυζαντινός στρατός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, όσο και στο εσωτερικό μέτωπο: αν και βασίλευε από κοινού με τους γιους του Κωνσταντίνου Ι΄, ο Ρωμανός έπρεπε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις της οικογένειας των Δουκών, οι οποίοι, με επικεφαλής τον Ιωάννη Δούκα, τον καίσαρα, αδελφό του αποθανόντα αυτοκράτορα, υπονόμευαν συνεχώς τις προσπάθειές του. Αιτία αυτής της αντιπολίτευσης ήταν ο φόβος των Δουκών μήπως ο Ρωμανός ιδρύσει νέα δυναστεία, παραγκωνίζοντας τους νόμιμους διαδόχους του Κωνσταντίνου Ι΄. Πρωταρχικό μέλημα του νέου αυτοκράτορα ήταν να ανασυγκροτήσει το στρατό και να θέσει τον κρατικό μηχανισμό σε πολεμική ετοιμότητα, εγχείρημα δύσκολο από τη φύση του και ακόμη δυσκολότερο λόγω της αντίδρασης των Δουκών. Μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ανακήρυξε συμβασιλείς τους τρεις γιους του Κωνσταντίνου Ι΄. Όμως, όταν απέκτησε και ο ίδιος δύο γιους με την Ευδοκία, τους ανακήρυξε κι αυτούς συμβασιλείς. Έτσι, η αυτοκρατορία διοικούνταν από το Διογένη, την Ευδοκία και πέντε συμβασιλείς, δείγμα της πολιτικής ρευστότητας που επικρατούσε στο εσωτερικό του κράτους.
Τελικά, ο Ρωμανός φτάνει το καλοκαίρι του 1071 στην περιοχή της πόλης Μάντζικερτ. Εκεί, αφού απορρίπτει τις προτάσεις εκεχειρίας του Αλπ-Αρσλάν, προετοιμάζεται για μάχη. Έτσι, την Παρασκευή 26 Αυγούστου του 1071, λαμβάνει χώρα η μάχη που θα ζημιώσει μακροπρόθεσμα την Ανατολία. Ο Βυζαντινός στρατός αποτελείτο από περίπου 35.000 στρατιώτες με ένα τμήμα να είναι πίσω σε εφεδρεία υπό τον αντίπαλο του Διογένη, Ανδρόνικο Δούκα (υιό του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα που είχε εξοριστεί) με εντολή να μην αφήνει μεγάλη απόσταση από τον υπόλοιπο στρατό ώστε να μην παρεισφρήσουν οι εχθροί. Ο αυτοκράτορας είχε τεθεί επικεφαλής του κέντρου που αποτελείτο από τους δικούς του Καππαδόκες, την αυτοκρατορική φρουρά και το κατάφρακτο ιππικό. Το αριστερό μέρος που αποτελείτο πρώτιστα από τα βαλκανικά τμήματα το ανέθεσε στον Νικηφόρο Βρυέννιο, ενώ το δεξιό που αποτελείτο από τα Μικρασιατικά θέματα και τους Αρμένιους το ανέθεσε στον Θεόδωρο Αλυάτη, με το ελαφρύ ιππικό (μισθοφόροι) να καλύπτει τα πλευρά της στρατιάς. Το αντίστοιχο σχέδιο του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν προέβλεπε ότι ο έμπιστος του Ταράγκ με 23.000 ιππείς θα εξαπέλυε πλευρικές επιθέσεις, προσπαθώντας να αποφύγει μάχη σώμα με σώμα, ενώ ο ίδιος με 7.000 άντρες θα παρακολουθούσε από ψηλά την εξέλιξη πράττοντας ανάλογα. Αν και η μάχη ξεκίνησε με καλές προοπτικές για τους Βυζαντινούς, ο εχθρός επιμελώς απέφευγε την κατά μέτωπο σύγκρουση, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς με ένα είδος ανορθόδοξου πολέμου. Η επίθεση της αυτοκρατορικής στρατιάς είναι ορμητική αλλά και οι αντίπαλοι του επιδέξιοι απέφευγαν την κύκλωση τους ενώ με τους ικανούς τοξότες τους δημιουργούσαν αρκετά προβλήματα. Κατά το δειλινό, και ενώ δεν είχε γίνει ουσιαστική μάχη, ένα σήμα επιστροφής του Ρωμανού Δ΄, προκάλεσε σύγχυση στο στράτευμα. Τη σύγχυση πιθανόν ενέτειναν οι προδοτικές φήμες που διέδωσε ο στρατηγός Ανδρόνικος Δούκας για συντριβή της εμπροσθοφυλακής. Το χάος που επακολούθησε έδωσε τη δυνατότητα στον ικανότατο και οξύνου Τούρκο φύλαρχο να εξαπολύσει αντεπίθεση και να συντρίψει τους Βυζαντινούς. Με την ολοκληρωτική διάλυση των δύο άκρων όλο το Σελτζουκικό ιππικό έπεσε πάνω στο κέντρο του αυτοκρατορικού στρατού που εξακολουθούσε να μάχεται συντεταγμένα, όμως η μάχη ήταν πλέον άνιση. Ο Διογένης με τους Καππαδόκες και την αυτοκρατορική φρουρά έδιναν σκληρό αγώνα όμως οι Σελτζούκοι έσφιγγαν τον κλοιό όλο και περισσότερο, για να καταφέρουν τελικά να συλλάβουν τραυματισμένο τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Φόρεσε λοιπόν ο αυτοκράτορας την πανοπλία του, γύμνωσε το ξίφος εναντίον των εχθρών και σκότωσε πλήθος εχθρών και άλλους τόσους έτρεψε σε φυγή. Εν συνεχεία όμως εκείνοι, που έβαλλαν εναντίον του, τον αναγνώρισαν και τον περικύκλωσαν. Τότε πληγωμένος γλιστράει από το άλογο και πιάνεται αιχμάλωτος. Ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων οδηγείται δορυάλωτος στους εχθρούς και το στράτευμα διαλύεται. Λίγοι ήταν αυτοί που διέφυγαν. Οι περισσότεροι είτε πέρασαν δια στόματος μαχαίρας είτε αιχμαλωτίσθησαν. Ο ίδιος ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ρωμανός Δ' Διογένης, μαζί με πολλούς στρατηγούς, πιάστηκε αιχμάλωτος. Η απώλεια της Ανατολίας, βασικού τροφοδότη σε έμψυχο υλικό και τρόφιμα, σημαίνει την ανεπανόρθωτη αποδυνάμωση μεγάλου τμήματος της Βυζαντινής επικράτειας, που αν και μπόρεσε να ορθοποδήσει, ποτέ ξανά δεν έφτασε τα επίπεδα ακμής της δυναστείας των Μακεδόνων. Η ήττα οφειλόταν, κατά μεγάλο μέρος, στην προδοτική στάση στρατιωτικών και πολιτικών όπως οι (Ιωάννης Δούκας, Ανδρόνικος Δούκας, Μιχαήλ Ψελλός. Η Σελτζουκική νίκη ήταν πλήρης αφού εκτός από τον αιχμάλωτο Αυτοκράτορα είχαν στην κατοχή τους αρκετούς αιχμαλώτους αλλά και σχεδόν απείραχτο το αντίπαλο στρατόπεδο αποκομίζοντας μεγάλες ποσότητες λάφυρων και εφοδίων. Ακόμα και την ύστατη ώρα, το κακό θα μπορούσε να είχε αποσοβηθεί. Ο Αλπ Αρσλάν, για στρατηγικούς λόγους, πρότεινε όρους ειρήνης μάλλον ευνοϊκούς στο Ρωμανό, και τον άφησε ελεύθερο. Μετά τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης με το Σελτζούκο σουλτάνο, η οποία άφηνε εδαφικά σχεδόν ανέπαφη τη βυζαντινή Μικρά Ασία, ο Ρωμανός Διογένης απελευθερώθηκε και πήρε την οδό της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη.
Στην πρωτεύουσα όμως και πριν την επιστροφή του αυτοκράτορα, οι εχθροί του με αρχηγό τον Ιωάννη Δούκα, και επηρεαζόμενοι από τον Μιχαήλ Ψελλό, με πρόφαση την ήττα του Ρωμανού έστεψαν βασιλέα τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Απέρριψαν κοντόφθαλμα και ασυζητητί τους όρους του Αρσλάν, πολιτική που καταδεικνύει τόσο την έλλειψη διορατικότητας, όσο και την άσβεστη προσωπική τους φιλοδοξία. Η Ευδοκία εξορίστηκε σε μοναστήρι στην Πρίγκηπο. Με εισήγηση του καταχθόνιου Ψελλού, αποκηρύχθηκε ο Ρωμανός και σε συνεργασία με τον Καίσαρα Ιωάννη Δούκα και τούς γιούς του Ανδρόνικο και Κωνσταντίνο, αναγόρευσαν τον γιό της Ευδοκίας Μιχαήλ Ζ’ Δούκα, ως Αυτοκράτορα, ενώ την ίδια την εξανάγκασαν να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα. Τάχιστα απέστειλαν διάταγμα προς όλες τις ανατολικές επαρχίες με το οποίο τις καλούσαν να συλλάβουν τον Ρωμανό, ενώ έδειξαν μία σπουδή άνευ προηγουμένου, για να συγκροτήσουν στρατιωτική δύναμη προκειμένου να τον αντιμετωπίσουν. Μία σπουδή πού ουδέποτε είχαν δείξει όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν τούς ξένους εισβολείς. Η συνέχεια έμελλε να είναι οδυνηρή για τον Ρωμανό. Η μοίρα τον καταδίωκε αλύπητα. Ενώ συγκέντρωσε αξιόλογο στράτευμα πού αποτελείτο από τούς έμπιστους Καππαδόκες, καθυστέρησε να κινηθεί προς την Βασιλεύουσα, και κατευθύνθηκε προς την Καππαδοκία. Στις μάχες πού ακολούθησαν, οι κυβερνητικοί επικουρούμενοι από τούς Φράγκους μισθοφόρους του Κρισπίνου, νίκησαν κατά κράτος τα στρατεύματα του Ρωμανού και έδειξαν την απανθρωπιά τους τυφλώνοντας τον στρατηγό Θεόδωρο Αλυάτη και τον Αρμένιο Δούκα της Αντιοχείας Χατατούριο, πού είχαν συμμαχήσει με τον ηττημένο του Μαντζικέρτ. Ο ίδιος ο Ρωμανός παραδόθηκε στούς διώκτες του, και παρά την αρχική συμφωνία πού είχε γίνει για την σωματική του ακεραιότητα, τον τύφλωσαν, τον μετέφεραν στη νήσο Πρώτη της Προποντίδος, όπου και πέθανε τον Αύγουστο του 1072, μέσα σε αφόρητους πόνους πού είχαν προκαλέσει οι πληγές του. Έτσι η έκφυλη άρχουσα τάξη της αριστοκρατίας και των πλουσίων, άνοιξε τις πύλες προς τούς Ασιάτες νομάδες πού έμελλε να κυριαρχήσουν στην Μικρά Ασία, να την ερημώσουν και να σβήσουν όλα τα σημάδια προηγούμενων πολιτισμών πού είχαν φωτίσει με τα φώτα τους ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η κοιτίδα της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και επιστημών, η γενέτειρα του Ομήρου, του Θαλή, του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Διογένη, αλλά και η κοιτίδα της Ορθοδοξίας, αφού εκεί δίδαξε ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Μέγας Φώτιος έμελλε να χάσει την Ελληνική της ταυτότητα.
Πηγή : http://www.istorikathemata.com/2012/08/battle-of-matzikert.html
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=6007
https://chilonas.com/2012/08/25/httpwp-mep1op6y-pd/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ρωμανός_Δ΄_Διογένης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μαλαζγκίρτ
Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018
Θεμιστοκλής και Αριστείδης : Οι δύο σπουδαίοι πολιτικοί αντίπαλοι στην αρχαία Αθήνα στα χρόνια των Περσικών πολέμων και της Αθηναϊκής ηγεμονίας
Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία είναι το πολίτευμα που δικαιούνται κυριολεκτικά και απόλυτα να αποκαλείται δημοκρατία. Μόνο σ' αυτό ο "δήμος" (λαός) "κρατεί" (έχει, την εξουσία). Κανένα άλλο σημερινό δεν δικαιούται κάτι τέτοιο. Αρκετές πλάνες συνδέουν την αθηναϊκή δημοκρατία με τον Περικλή. Οι τρεις, πιο διαδεδομένες, είναι ότι ο Περικλής εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία, ήταν για πολλά χρόνια "πρόεδρος" ή "πρωθυπουργός" της και διοικούσε περίπου δικτατορικά (το τελευταίο επειδή ο Θουκυδίδης, αυτός ο ανυπέρβλητος δάσκαλος της πολιτικής και ιστορικής σκέψης, γράφει ότι "εγίγνετό τε λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή"). Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα τις πλάνες αυτές. Ο Περικλής ολοκλήρωσε, ασφαλώς, τους δημοκρατικούς θεσμούς και συνέβαλε αποφασιστικά, ως πράγματι μέγας πολιτικός άνδρας, στην άψογη λειτουργία τους κατά το μακρό χρόνο της θητείας του. Ομως οι "πατέρες της δημοκρατίας", που προηγήθηκαν, ήταν ο Σόλων, ο Κλεισθένης και ο Εφιάλτης, κυρίως δε οι δύο τελευταίοι. Ο Περικλής δεν ήταν "πρόεδρος" ή "πρωθυπουργός". Εκλεγόταν ως στρατηγός (μαζί με άλλους 9) για ένα μόνο χρόνο θητείας και επανεκλεγόταν από το λαό στο αξίωμα αυτό επί δεκαετίες. Και, βέβαια, δεν φανταζόταν ότι μερικοί θα τον αποκαλούσαν κάποτε "δικτάτορα". Οπως δεν το φανταζόταν κι ο Θουκιδίδης, όταν κατέγραφε το γεγονός της "υπό του πρώτου ανδρός αρχής" σε μία παράγραφο όπου αποτιμά τις εξαιρετικές πολιτικές ικανότητες και την αρετή του Περικλή. Η "ενός ανδρός αρχή" του Περικλή είχε την παρατεταμένη και κατ' έτος ανανεούμενη έγκριση του λαού. Άλλωστε ο Θουκιδίδης επιφυλάσσει μόνο στον Περικλή τη μοναδικότητα της "δημηγορίας" χωρίς αντίλογο -όλες οι άλλες δημηγορίες είναι αμφίπλευρες- κι αυτό λέει πολλά για την εκτίμηση του Θουκυδίδη στο πρόσωπό του. Η δημοκρατία δεν "φύτρωσε" ξαφνικά στην ελληνική πολιτική σκέψη. Τα πρώτα σπέρματά της ανάγονται στην αυγή της εμφάνισης του λαού αυτού, στη μυθολογία του. Δεν είναι του παρόντος να αρχίσουμε από εκεί. Θα σταθούμε μόνο σε ένα γεγονός: η "εκκλησία του δήμου" υπάρχει και λειτουργεί πολύ πριν εμφανιστεί η δημοκρατία. Έστω και αν οι δικαιοδοσίες της είναι, ακόμη, πολύ περιορισμένες: να εγκρίνει ή όχι τις προτάσεις των βασιλέων ή άλλων αρχόντων. Η Αθήνα δεν ήταν, τότε, η μοναδική δημοκρατική πολιτεία. Όμως το υπόδειγμα που προσέφερε ήταν τόσο τέλειο, που περιττεύει η αναφορά και σε άλλα. Ο Σόλων ήταν ο πρώτος που αναμόρφωσε ριζικά τους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς στην Αθήνα (594-593 π.Χ.). Με μια σειρά από επαναστατικά επανορθωτικά μέτρα, που όλα μαζί ονομάστηκαν "σεισάχθεια" (απόσειση βαρών) επανέφερε την κοινωνική γαλήνη: ακύρωσε τις οφειλές προς το δημόσιο ή ιδιώτες, κατάργησε το δανεισμό "επί σώμασιν", απελευθέρωσε όσους πολίτες είχαν δουλωθεί και αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων. Στο καθαρά πολιτικό επίπεδο (όπου ενεργοί πολίτες ήταν μόνον όσοι ανήκαν στις δύο ανώτερες τάξεις των "ευγενών") έδωσε πολιτικά δικαιώματα και στην τελευταία τάξη, τους "θήτες", έδωσε στην εκκλησία του δήμου το δικαίωμα εκλογής αρχόντων και καθιέρωσε την τακτική σύγκλησή της, ίδρυσε δεύτερη βουλή (επί πλέον της προύπάρχουσας βουλής του -Αρείου Πάγου) αποτελούμενη από 400 πολίτες (100 από κάθε φυλή) με προβουλευτική (εισηγητική) αρμοδιότητα, ίδρυσε λαϊκά δικαστήρια με δικαίωμα προσφυγής σ' αυτά όσων δεν ήθελαν να δικαστούν από τους άρχοντες και έδωσε δικαίωμα στους πολίτες να κινούν δίκη κατά οποιουδήποτε (και άρχοντα) που βλάπτει οποιονδήποτε (και δούλο). Ηταν, ασφαλώς, πολλές και ριζοσπαστικές οι αλλαγές αυτές. Και δίκαια θεωρήθηκε από πολλούς ο Σόλων ως "πατέρας της δημοκρατίας" (ο Αριστοτέλης γράφει ότι -από τον Σόλωνα "αρχή δημοκρατίας εγένετο"). Ωστόσο, παρέμενε ακόμη πολύς δρόμος να διανυθεί. Στις ανώτατες δημόσιες θέσεις εκλέγονταν μόνο πρόσωπα από τις δύο ανώτερες τάξεις των ευγενών ("πεντακοσιομέδιμνοι" και "ιππείς") ενώ από τις υπόλοιπες δύο τάξεις, οι μεν "ζευγίτες" ήταν εκλόγιμοι μόνο σε κατώτερες αρχές ενώ οι "θήτες" σε καμμία. Το πολίτευμα παρέμενε "τιμοκρατικό". Ο Κλεισθένης ήταν αυτός που μεταρρύθμισε ριζικά το αθηναϊκό πολίτευμα (508-507 π.Χ.) και σφράγισε το δημοκρατικό του χαρακτήρα. Προχώρησε σε τρία, καίρια πολιτικά επίπεδα. Στα θεμέλια της πολιτείας, περιόρισε τη δυνατότητα επηρεασμού των ασθενεστέρων πολιτών και μείωσε τις τοπικιστικές τάσεις. Στη διοίκηση, μετέφερε στη λαϊκή Βουλή τις εξουσίες των αρχόντων. Στην κορυφή, απογύμνωσε από όλες τις εξουσίες τον "επώνυμο άρχοντα", ένα πρόσωπο φύσει και θέσει πολύ ισχυρό, υποκαθιστώντας τον με ένα απλό βουλευτή-πολίτη, που κληρωνόταν στη θέση αυτή για μία μόνο ημέρα. Το δυσκολοτερο από τα εγχειρήματα αυτά ήταν το πρώτο. Για να το επιτύχει, ο Κλεισθένης επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή μια πραγματική πολιτικο-κοινωνική ανατροπή. Μέχρι τότε, οι πολίτες υπάγονταν σε 4 φυλές, καθεμιά από τις οποίες ήταν ένωση "φρατριών" (αδελφοτήτων κοινής καταγωγής) και χωριζόταν, πληθυσμιακά σε 3 "τριττυές" (1/3 φυλής άρα 1/12 του πληθυσμού). Αθηναίος πολίτης γινόταν μόνον όποιος ανήκε σε κάποια φρατρία και η ιδιότητα του μέλους της φρατρίας δεν ήταν επίκτητη αλλά συγγενης. Ο Κλεισθένης παρέκαμψε τις παραδοσιακές φρατρίες και φυλές. στη θέση των φρατριών εισήγαγε, γαι την εκλογική διαδικασία, τους δήμους [150 - 170 συνολικά], οι οποίοι κατανεμήθηκαν σε 10 ομάδες, που ονομάστηκαν επίσης φυλές. Επειδή οι νέες, τεχνητές φυλές θα χρησίμευαν ως εκλογικές λέσχες, γαι να επιτευχθεί ο σκοπός της μεταρρύθμισης έπρεπε οι φυλές α) να έχουν ίσο περίπου αριθμό εκλογέων β) να μην εκφράζουν τοπικιστικές τάσεις και συμφέρονται των εκλογέων και γ) να εμπο δίζουν την άσκηση πιέσεων στους εκλογείς από τοπικούς παράγοντες, Το σχήμα που θεσμοθετήθηκε, γαι να εξασφαλιστούν οι τρείς αυτές προυποθέσεις, προέβλεπε το χωρισμό της αθηναϊκής επικράτειας σε τρείς περιοχές: το "άστυ", την "παραλία" και τη "μεσογαία". Με πληθυσμιακά κριτήρια, οι δήμοι κάθε περιοχής υπήχθησαν σε 10 (ισάριθμες προς τις φυλές) νέες "τριττύες", ώστε όλες οι κατά περιοχή τριττύες να έχουν ίσο περίπου αριθμό εκλογέων. Έπειτα από κλήρωση, κάθε φυλή απαρτίστηκε από τρείς τριττύες, μία του άστεος μία της παραλίας και μία της μεσογαίας. Η διασπορά ήταν πλήρης. Κάθε φυλή αναλάμβανε την "πρυτανεία" για το 1/10 του έτους, δηλαδή για 36 περίπου ημέρες. Γιατί λοιπόν ο Κλεισθένης δεν δημιούργισε 12 νέες φυλές, αντί 10, ώστε το πολιτικό "ημερολόγιο" να συμπίπτει με το πραγματικό και καθε μιά φυλή να πρυτανεύει επί ένα μήνα; Διότι τότε, καθεμιά από τις 12 νέες φυλές θα περιλάμβανε το 1/12 του πληθυσμού, αρά θα συνέπιπτε με την παλαιά τριττύ (τριττύς=1/3 της καθεμιάς από τις 4 παλαιές φυλές = 1/12 πληθυσμού) και οι πολιτικο-κοινωνικές δομές θα παρέμεναν αναλλοίωτες. Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη διαμορφώθηκε ο βασικός κορμός της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η εκκλησία του δήμου όχι μόνον απορρίπτει η τροποποιεί τις προτάσεις των αρχόντων και δέχεται προτάσεις πολιτών, αλλά και επικυρώνει ή ακυρώνει θανατικές καταδίκες δικαστηρίων, ακόμη και του Αρείου Πάγου. Η Βουλή διευρύνεται (500 μέλη, 50 από κάθε φυλή) και, πέραν της προβουλευτικής της αρμοδιότητας, αναλαμβάνει, σε σύμπραξη με τους άρχοντες, και τη διοίκηση της πολιτείας. Δίνονται πολιτικά δικαιώματα σε νέους πολίτες θεσπίζεται ο "οστρακισμός". Τόσο οι φυλές όσο και οι δήμοι αποκτούν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, με δική τους εκκλησία, αιρετές/κληρωτές αρχές, περιουσία, ταμείο και αρχεία. Μόνον οι τριττύες έχουν απλούστερη οργάνωση, ενώ οι παλαιές φυλές και φρατρίες, απογυμνωμένες από κάθε πολιτική εξουσία, παραμένουν για παραδοσιακούς και μόνο λόγους. Η Κλεισθένεια δημοκρατία είναι πια ολοκληρωμένη κατά τα δύο από τα τρία θεμέλια βάθρα της: η "ισηγορία" και "ισονομία" έχουν εξασφαλιστεί. Πάσχει μόνο το τρίτο βάθρο: η "ισοκρατία" (ισότητα ισχύος των πολιτών). Κι αυτό ακριβώς ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Εφιάλτης με τον Περικλή κάποιες δεκαετίες μετά.
Η αρχαία Αθήνα πρωταγωνίστησε στους Περσικούς πολέμους, ηγήθηκε της συμμαχίας της Δήλου, καθώς και της μιας από τις δύο συμμαχίες οι οποίες συγκρούστηκαν κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Λίγο μετά την λήξη των Περσικών πολέμων η Πανελλήνια συμμαχία που είχε συσταθεί το 481 με σκοπό την αντιμετώπιση των Περσών διασπάστηκε. Κύρια αιτία ήταν η συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών από πλευράς Αθηναίων, ενώ οι Πελοποννήσιοι δεν επιθυμούσαν την συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων. Έτσι όταν οι Αθηναίοι έπλευσαν στον Ελλήσποντο για να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις της περιοχής, οι Σπαρτιάτες με τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους αποχώρησαν. Χωρίς την βοήθεια των υπόλοιπων Ελλήνων οι Αθηναίοι προχώρησαν στην πολιορκία της Σηστού και την κατέλαβαν το 478 π.Χ. Την ίδια χρονιά ή πιθανόν ένα χρόνο μετά, το 477 π.Χ. η Αθήνα προχώρησε στην ίδρυση της Δηλιακής συμμαχίας ή πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας. Μετά τη λήξη των Μηδικών πολέμων η Αθήνα εκμεταλλευόμενη τις νέες συνθήκες της εποχής, κυρίως όμως το φόβο των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και του Αιγαίου για τον περσικό κίνδυνο και τη δυσαρέσκειά τους προς τη Σπάρτη -εξαιτίας της αποτυχημένης εκστρατείας του σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία εναντίον των Περσών (478 π.Χ.)- ανέλαβε την πρωτοβουλία να ενώσει όλες τις ελληνικές πόλεις και να δημιουργήσει το 478/7 π.Χ. τη Δηλιακή ή Α' Αθηναϊκή συμμαχία. Πρόφαση για τη δημιουργία της συμμαχίας ήταν να εκδικηθούν οι Έλληνες τους Πέρσες για τις καταστροφές που έπαθαν κατά τους Μηδικούς πολέμους. Κύρια επιδίωξή τους όμως, ήταν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και να απελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν κάτω από την περσική κυριαρχία. Θα διατηρούσαν μια κοινή επιθετική και αμυντική πολιτική και για το λόγο αυτό ορκίστηκαν να έχουν όλα τα μέλη της συμμαχίας τους ίδιους εχθρούς και φίλους. Αρχικά, συμμετείχαν περίπου εκατόν σαράντα πόλεις, οι οποίες σύμφωνα με την κατάταξή τους στους φορολογικούς καταλόγους της Αθήνας, χωρίζονταν σε πέντε γεωγραφικές περιφέρειες: την Ιωνία, τον Ελλήσποντο, τη Θράκη, την Καρία και τα Νησιά. Οι πόλεις θα ήταν αυτόνομες και ισόψηφες, θα διατηρούσαν δηλαδή τους νόμους τους και θα είχαν τον ίδιο αριθμό ψήφων, ώστε να μην επηρεάζονται οι αποφάσεις της συμμαχίας μόνον από τις ισχυρότερες πόλεις. Καθορίστηκε ο αριθμός των πλοίων που θα διέθεταν οι σύμμαχοι, όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος και το ποσό του φόρου που θα κατέβαλλαν οι πόλεις που δε διέθεταν ναυτικό. Η είσπραξή του ανατέθηκε σε δέκα οικονομικούς αξιωματούχους, τους "Ελληνοταμίες", που θα ήταν αθηναίοι πολίτες, θα εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου και θα ήταν υπόλογοι σε αυτήν. Ως τόπος για τη συνάντηση των αντιπροσώπων των σύμμαχων πόλεων και για τη φύλαξη του ταμείου τους, επιλέχτηκε το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο. Την επιλογή αυτή επέβαλαν λόγοι θρησκευτικοί, καθώς αποτελούσε κέντρο λατρείας των ιωνικών πόλεων, πολιτικοί, επειδή δεν είχε ιδιαίτερες πολιτικές φιλοδοξίες το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, αλλά και πρακτικοί, αφού ήταν λιμάνι και βρισκόταν σε κεντρικό σημείο του Αιγαίου. Όταν αργότερα το ταμείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, τοποθετήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. Με την ίδρυση της συμμαχίας αυτής οι Αθηναίοι επισφράγισαν την υπεροχή τους στην θάλασσα. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων και την αποχώρηση των Περσών η Αθήνα ήταν κατεστραμμένη πόλη. Την περίοδο αυτή άρχισε η ανέγερση των τειχών της πόλης. Η Σπάρτη αντέδρασε στην ανέγερση των τειχών και απαίτησε από τους Αθηναίους να μην προχωρήσουν στην οχύρωση της πόλης. Ο Θεμιστοκλής τότε πήγε στην Σπάρτη για να διαπραγματευτεί το θέμα δίνοντας εντολή στους Αθηναίους να συνεχίσουν την ανέγερση των τειχών. Ο ίδιος καθυστέρησε τις διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες μέχρι το τείχος να φτάσει σε ένα ικανό ύψος για να αποκρούσει επιθέσεις και τότε τους αποκάλυψε πως η Αθήνα έχει ήδη τειχιστεί. Στην συνέχεια οχυρώθηκε και ο Πειραιάς. Στα χρόνια μετά τη λήξη των Περσικών πολέμων κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής. Ακολουθεί η βιογραφία των δύο μεγάλων πολιτικών αντιπάλων κατά την γέννηση της αθηναϊκής ηγεμονίας, του Θεμιστοκλή και του Αριστειδη.
Πολλοί συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν εκτενώς με το φαινόμενο "Θεμιστοκλής", προσπαθώντας να ερμηνεύσουν πώς ο γιος ενός πένητα Aθηναίου κατόρθωσε να πετύχει τόσα πολλά. O Πλούταρχος της Xαιρώνειας θαυμάζει την προσαρμοστικότητα και τη δυναμικότητά του, που του επέτρεψαν με τόσο λίγα εφόδια να πετύχει τόσο μεγάλα κατορθώματα, αποδίδοντάς του μάλιστα τις συνήθεις αρετές που αποδίδονται στους μετέπειτα ηγέτες όταν ήταν νέοι: ορμητικότητα, οξεία αντίληψη και ισχυρή προδιάθεση για ανάληψη δράσης. Ο Θεμιστοκλής ανήκει σε εκείνη τη μικρή ομάδα ανθρώπων που με τις πράξεις τους καθόρισαν το μέλλον της ανθρωπότητας. Oχι άδικα, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τους περισσότερους Δυτικούς ιστορικούς ως το κομβικό σημείο στην αιώνια διαμάχη Aνατολής - Δύσης (ή, για να το πούμε με αρχαιοελληνικούς όρους, Aσίας και Eυρώπης). Aπό τον Kρήζυ έως τον Xάνσον, οι δυτικοί ιστορικοί υμνούν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας ως εκείνη που καθόρισε ότι ο ελληνικός κόσμος, που ήταν και ο "πατέρας" του "δυτικού πολιτισμού", θα επιβίωνε της αρχαιότητας αυτοτελής, αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος, θα αφηνόταν να δημιουργήσει το "κλασικό θαύμα" και να θέσει τις βάσεις για την επιστημονική σκέψη που θα κυριαρχούσε αιώνες μετά. Aν υποκύψουμε στις θελκτικές αυτές σειρήνες της "Δύσης" και δώσουμε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το βάρος που προκύπτει εξ αυτών των διαπιστώσεων, τότε ο Θεμιστοκλής του Nεοκλέος ο Aθηναίος, οι πράξεις του οποίου κυρίως έδωσαν τη νίκη στον ενωμένο ελληνικό στόλο, ανάγεται σε μία από τις πλέον επιδραστικές φυσιογνωμίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποιος ήταν αυτός ο μεγάλος άνδρας, ο πραγματικός αρχιτέκτονας του ελληνικού θριάμβου; O Θεμιστοκλής γεννήθηκε είτε το 527 είτε το 525 π.X., γιος του Nεοκλή - ενός πολίτη για τον οποίο δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε - και μίας "βάρβαρης", αφού η μητέρα του ήταν από τη Θράκη ή την Kαρία. O Θεμιστοκλής είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα ραγδαίας ανόδου, κοινωνικής και πολιτικής, που επιτρέπει ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφού η οικογένειά του ήταν μάλλον ασήμαντη και δεν ανήκε στην παραδοσιακή αθηναϊκή αριστοκρατία. Eξαιτίας αυτής της καταγωγής του, η μόρφωσή του δεν ήταν αυτή που λάμβαναν συνήθως οι γόνοι της αθηναϊκής άρχουσας τάξης, ωστόσο, φαίνεται ότι κατόρθωσε να μορφωθεί πέρα από τα όρια της τάξης του. Εξαιτίας του ότι η οικογένειά του δεν ήταν αρκετά σημαντική, υπάρχει και μία έλλειψη επαρκών αναφορών για τα παιδικά και νεανικά χρόνια του. Tο πρώτο σημαντικό γεγονός στο οποίο φέρεται να έχει λάβει μέρος είναι η μάχη του Mαραθώνα, κάποιες πηγές μάλιστα τον θέλουν να είναι στρατηγός της φυλής του. Aυτό δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές και έτσι μπορεί να πρόκειται για μεταγενέστερο εφεύρημα. Kαθώς ήδη πριν από τον Mαραθώνα είχε ξεκινήσει την πολιτική του καριέρα, είναι πιθανόν να είχε υπηρετήσει ως "άρχων" λίγα χρόνια νωρίτερα. Πάντως, ακόμη δεν ήταν κεντρικό πρόσωπο της αθηναϊκής πολιτικής σκηνής. Ωστόσο, είχε επιδείξει μία προσήλωση στο μεγαλείο και μία φιλοδοξία που έφθανε στα όρια του τυχοδιωκτισμού. H πλέον χαρακτηριστική της φιλοδοξίας του μαρτυρία είναι η περίφημη φράση που φέρεται να είπε, φθονώντας τη δόξα του ηγέτη των Eλλήνων στο Mαραθώνα, του Mιλτιάδη: "Oυκ εά με καθεύδειν το του Mιλτιάδου τρόπαιον". Kαι πραγματικά ο Θεμιστοκλής δεν θα ησύχαζε, πριν πετύχει ένα κατόρθωμα ακόμη μεγαλύτερο σε αξία από το θρίαμβο του Mιλτιάδη.
Τα πρότυπα στη ζωή μας λειτουργούν ως δάσκαλοι. Ένα πρότυπο διαχρονικό και πάντα επίκαιρο σπουδαίου πολιτικού άνδρα είναι ο Αριστείδης, ο επονομαζόμενος Δίκαιος, από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες της αρχαίας Αθήνας. Ο Αριστείδης, γιος του Λυσιμάχου, γεννήθηκε το 550 π. Χ. περίπου. Από μικρός προσχώρησε στο αριστοκρατικό κόμμα. Βασικός του πολιτικός αντίπαλος ήταν ο Θεμιστοκλής. Ως επιμελητής των δημοσίων εξόδων, αποκάλυψε οικονομικά σκάνδαλα που αφορούσαν τον Θεμιστοκλή και τους συνεργάτες του. Ο Θεμιστοκλής αντέδρασε και προσπάθησε να τον κατηγορήσει για άλλα σκάνδαλα, χωρίς όμως να το πετύχει. Ήταν ένας από τους δέκα στρατηγούς που εκλέχθηκαν, πριν από τη μάχη στον Μαραθώνα, 490 π. Χ. Όμως, επειδή έκρινε ότι ο Μιλτιάδης ήταν ο πιο ικανός, παραιτήθηκε από τη στρατηγία και έπεισε και τους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο υπέρ του Μιλτιάδη. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή δίπλα στον πολιτικό του αντίπαλο Θεμιστοκλή. Οι Έλληνες με αρχηγό τον Μιλτιάδη συνέτριψαν τους Πέρσες. Μετά το τέλος της μάχης, ο Αθηναϊκός στρατός με επικεφαλής τον Μιλτιάδη έσπευσε στην Αθήνα για να την υπερασπιστεί σε περίπτωση Περσικής επίθεσης. Ο Αριστείδης ορίστηκε να παραμείνει με ένα στρατιωτικό τμήμα στο πεδίο της μάχης και να φυλάσσει τους αιχμαλώτους εχθρούς και τα λάφυρα. Η συμπεριφορά του ήταν άψογη. Δεν καταχράστηκε το παραμικρό ούτε επέτρεψε σε κανέναν οπλίτη να κλέψει κάτι. Μετά τη νίκη του Μαραθώνα, η πολιτική αντιπαράθεση Αριστείδη και Θεμιστοκλή εντάθηκε, γιατί ο Θεμιστοκλής επεδίωκε τη στροφή της Αθήνας στη θάλασσα και στο εμπόριο, ενώ ο Αριστείδης υποστήριζε ότι οι Αθηναίοι δεν έπρεπε να απομακρυνθούν από τη γη τους. ο Θεμιστοκλής κατάφερε να τον εξοστρακίσει το 483 π. Χ. στην Αίγινα. Όμως, ο Αριστείδης δεν κράτησε μνησικακία για τους συμπολίτες του ούτε για τον Θεμιστοκλή. Το 480 π. Χ. ο Ξέρξης εκστράτευσε κατά της Ελλάδας. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτρέψουν την επιστροφή των εξόριστων. Ο Αριστείδης επέστρεψε και στήριξε την πολιτική του αντιπάλου του Θεμιστοκλή και του έδωσε πολύτιμες πληροφορίες και συμβουλές, λίγο πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Πολέμησε κι εδώ γενναία και συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη των Ελλήνων. Επίσης, συνέβαλε τα μέγιστα στη νίκη των Ελλήνων εναντίον των Περσών, στις Πλαταιές, το 479 π. Χ., καταφέρνοντας να συμβιβάσει τις πολλές ενδοελληνικές φιλονικίες, πριν από τη μάχη. Οι Ελληνικές πόλεις, μετά την εκδίωξη των Περσών, συσπειρώθηκαν γύρω από την Αθήνα. Οι περισσότερες από αυτές έδιναν χρήματα. Ο Αριστείδης καθόρισε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα το ύψος των εισφορών κάθε πόλης, κερδίζοντας την εκτίμηση όλων. Στάθηκε επιεικής και μεγαλόψυχος απέναντι στον Θεμιστοκλή, όταν ο Θεμιστοκλής έπεσε στη δυσμένεια του δήμου και εξοστρακίστηκε. Δεν χάρηκε ποτέ για την κακοτυχία του πολιτικού του αντιπάλου. Ο Αριστείδης, τοποθέτησε το συμφέρον της πατρίδας του πάνω από οποιαδήποτε προσωπική του σκοπιμότητα. Παρέμεινε πάμπτωχος ως το τέλος της ζωής του, παρά τα υψηλότατα δημόσια αξιώματα που ανέλαβε και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που διαχειρίστηκε. Πέθανε, στην Αθήνα το 467 π. Χ., σε ηλικία 73 ετών, τιμώμενος από τους συμπολίτες του. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, οι θυγατέρες του προικίστηκαν με δαπάνες του δημοσίου, ενώ ο γιος του Λυσίμαχος έλαβε από την πολιτεία ένα χρηματικό ποσό και δημόσια γη για να καλλιεργήσει.
Πηγή : http://www.tetraktys.org/genika/mid%20atheniandemo06.htm
http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/politics/211ath_alliance.html
https://magnesianews.gr/arthra/αριστείδης-ο-δίκαιος-ένα-αρχαίο-πρότυ.html
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/172
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Αθήνα