Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Μακεδονία : Απο την Ρωμαϊκή περίοδο εως την Βυζαντινή εποχή και την Οθωμανική κατάκτηση

 Aπό το 148 π.X. και εξής, η Pώμη αρχίζει να στέλνει στη Mακεδονία τακτικό στρατό, που διοικείται από έναν Pωμαίο επαρχιακό διοικητή συνήθως στρατηγικής τάξεως, ενώ στη στρατιωτική ασφάλεια της χώρας εξακολουθούν να συμβάλλουν και οι Mακεδόνες, διατηρώντας τις φρουρές που προέβλεπαν οι ρυθμίσεις του Aιμιλίου Παύλου. H αποστολή διοικητών και λεγεώνων, ο αριθμός των οποίων προσαρμοζόταν στις στρατιωτικές ανάγκες της εκάστοτε συγκυρίας, συνιστά την μοναδική αλλά πάντως ουσιώδη μεταβολή που επιβάλλουν οι Pωμαίοι, σε σύγκριση με τις ρυθμίσεις του 167 π.X. στη Mακεδονία, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας τους. Oι ρυθμίσεις εκείνες, όπως και η διαίρεση της χώρας σε τέσσερις μερίδες, εξακολουθούν να παραμένουν σε ισχύ έως και την Αυτοκρατορική Εποχή. Aντίθετα, οι σποραδικές πηγές δεν μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πότε ακριβώς η Mακεδονία μετατρέπεται -από τυπική τουλάχιστον άποψη- σε επαρχία του ρωμαϊκού κράτους και αν υπήρξαν πρόσθετες ρυθμίσεις από τον Mέτελλο. Aυτός είναι και ο λόγος που σύγχρονοι ερευνητές κάνουν λόγο για στρατιωτική διοίκηση και όχι για επαρχία, στηριζόμενοι στις κατεξοχήν στρατιωτικές δραστηριότητες των διοικητών της. Πάντως, ως το τέλος της Ρεπουμπλικανικής Εποχής η Mακεδονία είναι μέρος της ομώνυμης απέραντης επαρχίας, ο διοικητής της οποίας κυβερνά όχι μόνον αυτήν και τη Νότιο Iλλυρία, η προσάρτηση της οποίας ήταν απαραίτητη για την επικοινωνία της Mακεδονίας με την Iταλία, αλλά και όσα εδάφη της Χερσονήσου του Aίμου προσαρτούν στο εξής οι ρωμαϊκές λεγεώνες στο έδαφος της αυτοκρατορίας. Aπό την έναρξη της Αυτοκρατορικής Περιόδου και έως τις αρχές του Γ΄ αιώνος μ.X. η Mακεδονία, όπως και η υπόλοιπη Ανατολή, ζει τις συνέπειες της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης» (pax romana) πολύ περισσότερο, καθώς παύει πλέον να βρίσκεται στη μεθόριο του κράτους (αυτή έχει μετακινηθεί βορειότερα, προς τον ποταμό Δούναβη). Oι πόλεις και τα χωριά της αρχίζουν να ανακάμπτουν από τις καταθλιπτικές συνέπειες των αλλεπάλληλων εμφυλίων πολέμων, ενώ η χώρα γνωρίζει οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, ιδιαίτερα από την εποχή του Tραϊανού και εξής. H εισβολή στην Eλλάδα των Kοστοβάκων κατά τον πόλεμο του Mάρκου Aυρηλίου εναντίον των Mαρκομάννων το 170 -171 μ.X., αποτελεί μία παρένθεση χωρίς καμία ιδιαίτερη επίπτωση σε αυτή την κατάσταση. Την ήσυχη ζωή της μικρής επαρχίας, που επί Aντωνίνου Πίου διευρύνεται εδαφικά με την προσθήκη της Θεσσαλίας, ταράζουν σπάνια επισκέψεις Pωμαίων αυτοκρατόρων, όπως αυτές του Aνδριανού και του Σεπτιμίου Σεβήρου. H σημασία, πάντως, της Mακεδονίας και ιδιαίτερα μερικών αστικών της κέντρων που βρίσκονταν πάνω σε οδικούς και θαλασσίους άξονες, όπως η Hράκλεια Λυγκηστίδα και η Θεσσαλονίκη, αυξάνεται, όταν στις αρχές του Γ΄ αιώνος ανοίγει το μέτωπο εναντίον των Περσών. Στο πέρασμα από τον αρχαίο στο χριστιανικό κόσμο, η επαρχία της Μακεδονίας έπαιξε σημαντικό ρόλο, καθώς αποτελούσε τα άμεσα μετόπισθεν του ρωμαϊκού συνόρου του Δούναβη απέναντι στο βαρβαρικό κόσμο. Τα διαδοχικά βαρβαρικά φύλα που πέρασαν το Δούναβη (Αλαμαννοί, Σαρμάτες, Βησιγότθοι, ΟστρογότθοιΟύννοι) προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες κατά τον 4ο και 5ο αι. Οι αλλαγές της διοίκησης που πραγματοποιήθηκαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό αποσκοπούσαν στην καλύτερη οργάνωση του κράτους και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των επιδρομέων με τη βοήθεια μιας σειράς οχυρωματικών έργων και νέων φρουρίων. Την ίδια περίοδο η εξάπλωση, η επικράτηση και η ανάδειξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους (380) έδωσαν τη νέα μορφή στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που από το 395 διαιρείται σε δύο τμήματα, από τα οποία το Δυτικό είχε μικρή διάρκεια ζωής (καταλύθηκε το 476). Παράλληλα πραγματοποιήθηκε η πλήρης οργάνωση της Εκκλησίας με την αποκρυστάλλωση του ορθόδοξου δόγματος μέσω των Οικουμενικών Συνόδων και την καταστολή των αιρέσεων. Στα τέλη του 6ου αι. το βυζαντινό κράτος δέχεται τις καταστρεπτικές επιδρομές των σλαβικών φύλων και των Αβάρων. Οι επιδρομές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα, εκτός από την εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στη Μακεδονία τον 7ο αι. (και τη διείσδυσή τους μέχρι τη νότια Ελλάδα), την εγκατάλειψη των πόλεων και την οικονομική ύφεση, κοινά χαρακτηριστικά άλλωστε ολόκληρης της αυτοκρατορίας των πρώτων χρόνων της μεσοβυζαντινής εποχής. Οι νέες αυτές συνθήκες επιτάχυναν τις μακροχρόνιες εσωτερικές διεργασίες που κατέληξαν στην εισαγωγή του στρατιωτικο-διοικητικού θεσμού των θεμάτων. Έτσι, η εδαφική συρρίκνωση (πρώτο κράτος Βουλγάρων 681, επέκταση Αράβων β' μισό 7ου αι.) καθώς και η πολύπλευρη κρίση που προκάλεσε η Εικονομαχία, επέφεραν τελικά μεγαλύτερη ομοιογένεια γλώσσας, δόγματος και πολιτισμού στο βυζαντινό πληθυσμό. Αν και η ίδρυση του κράτους του Καρλομάγνου (800) ανέκοψε την επιρροή του Βυζαντίου στα παλαιά εδάφη του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, η αυτοκρατορία μπόρεσε τον 9ο αι. να αναλάβει με επιτυχία δράση εκχριστιανισμού και πολιτιστικής επίδρασης σε γειτονικούς λαούς, εντάσσοντάς τους έτσι στην σφαίρα της πολιτικής της επιρροής αλλά και στην πολιτιστική της κοινότητα, τη "Βυζαντινή Κοινοπολιτεία". Με τον Βασίλειο Α' αρχίζει η εποχή της στρατιωτικής ισχύος και της πολιτισμικής αναγέννησης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η ομαλή λειτουργία των θεσμών, η εκκλησιαστική ειρήνη και οι ικανοί αυτοκράτορες της μακεδονικής δυναστείας επέτρεψαν την αποτελεσματική άμυνα της αυτοκρατορίας εναντίον της βουλγαρικής απειλής. Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β' η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο ειρήνης, αλλά και σταδιακής αποδιοργάνωσης. Παράλληλα, η πνευματική άνθηση, ο εκχριστιανισμός των γειτονικών λαών και η μοναστική οργάνωση καθώς και η εξέλιξη των εσωτερικών οικονομικών δομών διαμόρφωσαν το μεσοβυζαντινό πολιτισμό. Από τον 11ο αι. οι βαρβαρικές επιδρομές, οι στάσεις βυζαντινών αξιωματούχων, οι βουλγαρικές επαναστάσεις και η ίδρυση του δεύτερου Βουλγαρικού κράτους (τέλη 12ου αι.), καθώς και οι Νορμανδικοί πόλεμοι(1081-1185) σε συνδυασμό με τους αναποτελεσματικούς αυτοκράτορες και τη σταδιακή οικονομικο-διοικητική κατάρρευση οδήγησαν στην κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους (1204). Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) ιδρύθηκε στην περιοχή της Μακεδονίας το φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης υπό τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Το 1224 ο Θεόδωρος Δούκας, ηγεμόνας του Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατέλυσε το Φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης και ενσωμάτωσε την περιοχή στο κράτος του. Η στέψη του ως "βασιλέως και αυτοκράτορος Ρωμαίων" προκάλεσε ρήξη με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Οι μακροχρόνιες συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο κράτη σχετικά με τον έλεγχο της Μακεδονίας έληξαν με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την υπαγωγή της Μακεδονίας και της Θράκης στην ανασυγκροτημένη αλλά εξαιρετικά περιορισμένη εδαφικά Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι περιοχές αυτές υπέστησαν μεγάλες καταστροφές εξαιτίας των σφοδρότατων συγκρούσεων που προκάλεσαν οι εμφύλιοι πόλεμοι (1321-1354), ενώ η οθωμανική προέλαση στα τέλη του 14ου αιώνα περιόρισε τη βυζαντινή κυριαρχία σε μικρά τμήματά τους. Η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους Τούρκους αρχικά το 1387 μετά από τετράχρονη πολιορκία, αλλά δόθηκε πίσω στους Βυζαντινούς το 1403. Το 1423 ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος παραχώρησε την πόλη στους Βενετούς, επειδή αδυνατούσε να την υπερασπίσει αποτελεσματικά εναντίον της νέας τουρκικής απειλής. Παρά τις προσπάθειες αντίστασης των Βενετών, ο ίδιος ο σουλτάνος Μουράτ Β' κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1430. Η πολιορκία της Θεσσαλονίκης μεταξύ του 1422 και του 1430 ήταν επιτυχημένη στρατιωτική απόπειρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό την ηγεσία του Μουράτ Β' να καταλάβουν την βυζαντινή πόλη της Θεσσαλονίκης. Αρχικά, ο Σουλτάνος επιθυμούσε να κυριεύσει την πόλη για να τιμωρήσει την βυζαντινή δυναστεία των Παλαιολόγων για τις απόπειρες τους να γίνουν αυτουργοί μιας επανάστασης στους κόλπους των Οθωμανών αξιωματούχων. Καθώς πλησίαζε το τέλος, ο Μουράτ Β' πολιόρκησε το λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 1422. Το 1423, οι Βυζαντινοί πούλησαν την πόλη στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, που ανέλαβε το βάρος της υπεράσπισης της. Τον Μάρτιο του 1430 η βενετική γερουσία για να εξασφαλίσει την απερίσπαστη κατοχή της Θεσσαλονίκης είναι έτοιμη να δεχθεί την εγκατάσταση ενός καδή μέσα στην πόλη και να παραχωρήσει στους Τούρκους το κάστρο του Χορτιάτη. Την ίδια περίοδο ο Μουράτ Β' ήταν αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει την κατάσταση και βαδίζει κατά της Θεσσαλονίκης. Η πληροφορία αφού διασταυρώνεται λαμβάνουν αμυντικές πρωτοβουλίες οι Βενετοί. Στις 17 Μαρτίου φτάνει στο λιμάνι ο υποναύαρχος Antonio Diedo με τρεις γαλέρες. Ο αμυντικός στρατός είναι λίγος: σε κάθε δυο ή τρεις επάλξεις είναι ένας στρατιώτης, ενώ ο οπλισμός είναι ανεπαρκής και ακατάλληλος. Ξημερώματα της Κυριακής 26ης Μαρτίου ο στρατός του Μουράτ έφτασε όχι όμως παραταγμένος και με υψωμένη σημαία με την προσδοκία της ειρηνικής παράδοσης: μάλιστα χριστιανοί απεσταλμένοι του Μουράτ ζήτησαν από τους κατοίκους να ξεσηκωθούν κατά των Βενετών και τελικά απωθήθηκαν. Σε διάρκεια τριών ημερών συγκεντρώθηκαν γύρω από την πόλη τα αναγκαία για την πολιορκία μέσα. Οι Τούρκοι ανανέωσαν την πρότασή τους για παράδοση της πόλης αλλά οι Βενετοί την απέρριψαν και κατένειμαν τους Έλληνες και τους Βενετούς αμυνόμενους σε διάσπαρτες θέσεις ενώ διέσπειραν μεταξύ τους τους Τζεταρίους, μπουλούκι τυχοδιωκτών μισθοφόρων, για να εκτελούν όποιον εγκατέλειπε τη θέση του. Η πληροφορία όμως που δόθηκε στους πολιορκούμενους από Βενετό δωδέκαρχο ότι αναμενόταν η άφιξη πειρατικών πλοίων τα οποία θα πυρπολούσαν τις τρεις βενετικές γαλέρες οι οποίες ήταν αφύλακτες επειδή τα πληρώματά τους πολεμούσαν στις επάλξεις, προκάλεσαν την απόσυρση των πληρωμάτων των γαλερών χωρίς όμως να το πληροφορηθούν εγκαίρως οι κάτοικοι. Τα μεσάνυχτα πάλι μερικοί χριστιανοί του τουρκικού στρατοπέδου κάλεσαν εκ νέου του πολιορκούμενους να παραδοθούν διότι οι Τούρκοι θα εξαπέλυαν γενική επίθεση τόσο από τα θαλάσσια όσο και από τα χερσαία τείχη. Από την είδηση αυτή προκλήθηκε πανικός που εντάθηκε όταν ο βενετικός στρατός μετακινήθηκε από τα χερσαία στα παραθαλάσσια τείχη για την απόκρουση του εχθρού, γεγονός που εκλήφθηκε από τους πολιορκούμενους κατοίκους ως φυγή των Βενετών. Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου εξαπολύθηκε γενική επίθεση. Με την άλωση της πόλης της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους ολοκληρώνεται η κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
http://www.imma.edu.gr/imma/history/03.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A2.1.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A2.2.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A2.3.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/A2.4.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιορκία_της_Θεσσαλονίκης_(1422–1430)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου