Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Η Ιστορία των Ιονιων Νήσων κατά την Αρχαιότητα εως τους Ρωμαϊκούς χρόνους

Στο σύνορο Ανατολής και Δύσης, το νησί της Κέρκυρα υπήρξε αφετηρία της επέκτασης των αρχαίων Ελλήνων προς τα δυτικά, αλλά και πρωταρχικός στόχος των ηγεμόνων της Δύσης στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στην περιοχή. Οι αλλεπάλληλοι δυτικοί κατακτητές άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους, τόσο στον πολεοδομικό ιστό όσο και στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης. Στα πέτρινα, πολυώροφα, με κεραμίδια και σοφίτες σπίτια, που διατηρούν έντονα τα στοιχεία της ιταλικής, γαλλικής και αγγλικής αρχιτεκτονικής, χρωστά η Κέρκυρα μεγάλο μέρος της λαμπρής της φήμης. Στην αρχαιότητα η Κέρκυρα αναφέρεται με διάφορες ονομασίες: Δρέπανον και Δρεπάνη (για την ομοιότητά της με το σχήμα δρεπανιού), Μάκρις (για το μακρόστενο σχήμα της), Σχερία -επειδή η θεά Δήμητρα παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να σταματήσει (σχειν) τις προσχώσεις του απέναντι ποταμού, για να μην ενωθεί το νησί με την απέναντι ακτή-, Φαιακία, Κόρκυρα (δωρικός τύπος), Κέρκυρα. Ο τύπος Κέρκυρα φαίνεται πως είναι ιλλυρικής προέλευσης, ενώ μπορεί να προέρχεται και από τη λέξη "Κέρκουρος" (ονομασία ελαφρού τύπου πλοίου, ή κάποιου ψαριού). Τον Μεσαίωνα φαίνεται ότι επικράτησε η ονομασία Κορυφώ και εν συνεχεία Κορυφοί, απ' όπου προέρχεται το σημερινό Corfu/Corfou. Το 968 ο επίσκοπος Λιουτπράνδος της Κρεμόνας αναφέρει: " Ad Coriphus parvenimus ". Το Κορυφώ πρέπει να προέκυψε από τις δύο βραχώδεις κορυφές που προβάλλουν επιβλητικά πάνω από την πόλη. Έντονη ήταν η παράδοση, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., που ήθελε την Κέρκυρα ταυτισμένη με την ομηρική Σχερία, τη χώρα των Φαιάκων . Ο Ελλάνικος αναφέρει ότι ο Ποσειδώνας ερωτεύτηκε παράφορα τη νύμφη Κέρκυρα ή Κόρκυρα, κόρη του ποταμού Ασωπού , και την απήγαγε από το σπίτι της στη Βοιωτία . Την έφερε στο νησί, όπου και γεννήθηκε ο καρπός της σχέσης τους, ο Φαίακας. Τεκμήρια ανθρώπινης παρουσίας στην Κέρκυρα απαντούν από την παλαιολιθική εποχή , αλλά και από τη νεολιθική εποχή έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές λείψανα. Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι που εγκαταστάθηκαν είναι από την Ερέτρια της Εύβοιας . Κατόπιν εγκαταστάθηκαν Κορίνθιοι με αρχηγό τον Χερσικράτη το 734 π.Χ. Μαζί με τη μητρόπολη της Κορίνθου ίδρυσε την Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο . Η Κέρκυρα, που ήταν αποικία της Κορίνθου, θέλησε να ανεξαρτητοποιηθεί. Αυτό ήταν ευκαιρία για την Αθήνα να εμπλακεί, παίρνοντας το μέρος της Κέρκυρας, γεγονός που αποτέλεσε μια από τις αιτίες του ξεσπάσματος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε στην Κέρκυρα και ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τα νεανικά του χρόνια. Το νησί πολύ γρήγορα πέρασε στην κυριαρχία των Ρωμαίων, κατά τη σταδιακή εξάπλωσή τους προς ανατολάς.
Το όνομά της η Λευκάδα το πήρε απ' το ακρωτήριο Λευκάτα η αλλιώς Κάβος της Κυράς, που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του νησιού. Το ακρωτήριο στην αρχαιότητα ονομαζόταν Λευκάς πέτρα ή Λευκάς άκρα. Ένας μύθος λέει ότι η ποιήτρια Σαπφώ, απ' τη νήσο Λέσβο , πήδηξε απ' το βράχο του ακρωτηρίου για να απαλλαγεί απ' τον έρωτά της για τον Φάωνα. Κοντά σ' εκείνη την περιοχή υπάρχει και ο ναός του θεού Απόλλωνα, στον οποίον είναι αφιερωμένος ο λευκός βράχος. Πιο παλιά το νησί ονομαζόταν Αγία Μαύρα παίρνοντας το όνομα αυτό απ' τον ομώνυμο ναό που ήταν κτισμένος μέσα στο κάστρο της Αγίας Μαύρας, το οποίο βρίσκεται απέναντι απ' την πόλη της Λευκάδας και το οποίο αποτελούσε πρότυπο οχυρωματικής τέχνης. Για κάποιο μεγάλο χρονικό διάστημα η πόλη της Λευκάδας ήταν κτισμένη γύρω απ' αυτό το κάστρο, αργότερα όμως οι Βενετοί τη μετέφεραν στη σημερινή της θέση. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα πρώτα δείγματα πολιτισμού στο νησί υπάρχουν απ' την παλαιολιθική εποχή.
Από ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Γερμανός αρχαιολόγος Βίλελμ Ντέρπφελντ στην περιοχή του Νυδρίου, ανακάλυψε ευρήματα απ' την εποχή του Χαλκού (2000 π.χ.) και διατύπωσε τη θεωρία ότι η Λευκάδα είναι η Ομηρική Ιθάκη . Λίγο έξω απ' την πόλη και πιο συγκεκριμένα κοντά στο Καλλιγόνι υπάρχουν ερείπια της αρχαίας πόλης Νήρικος, η οποία υπήρξε η πρώτη πόλη του νησιού. Γύρω γύρω απ' την πόλη είχε κτιστεί ένα μεγάλο τείχος, κομμάτι του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα. Η Λευκάδα έχει πάρει μέρος σε πολλές μεγάλες μάχες στο παρελθόν, όπως η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η μάχη των Πλαταιών κατά τους περσικούς πολέμους, καθώς και στον Πελοποννησιακό πόλεμο στο πλευρό των Σπαρτιατών. Ακολούθησε πιστά και το Μέγα Αλέξανδρο στην τεράστια εκστρατεία του. Φαίνεται ότι από τους ακολούθους αυτούς ιδρύθηκε η ομώνυμη πόλη στην παραλιακή Συρία, καθώς και μια άλλη κοντά στην Δαμασκό.
Στην ελληνική μυθολογία ο `Ιθακος ήταν Κερκυραίος στην καταγωγή ήρωας, γιος του Πτερελάου και της Αμφιμήδης, και απόγονος του Δία . Αδέλφια του Ιθάκου ήταν ο Νήριτος και ο Πολύκτορας. Και τα τρία αυτά αδέλφια μαζί έφυγαν από την Κέρκυρα και πήγαν στην Ιθάκη , όπου ίδρυσαν βασίλειο. Τελικώς και το ίδιο το νησί πήρε το όνομα του Ιθάκου. Σύμφωνα με μία εκδοχή, αδελφοί του Ιθάκου ήταν και οι Τάφιος και Τηλεβόας . Στην ελληνική μυθολογία ο Αρκείσιος ήταν ο πατέρας του Λαέρτη, και επομένως ο παππούς του Οδυσσέα. Κατά μία εκδοχή, ο Αρκείσιος ήταν γιος του Δία , ωστόσο άλλη παράδοση τον θέλει γιο του Κέφαλου , του μυθικού γενάρχη των κατοίκων της Κεφαλονιάς , ο οποίος είχε ζευγαρώσει με μια αρκούδα που είχε μεταμορφωθεί σε γυναίκα. Η αρκούδα έμεινε έγκυος και γέννησε τον Αρκείσιο. Ο Αρκείσιος ήταν βασιλιάς της Ιθάκης με σύζυγό του και βασίλισσα την Χαλκομέδουσα. Ο Λαέρτης είναι ομηρικός ήρωας και βασιλιάς της Ιθάκης , γνωστότερος ως ο πατέρας του Οδυσσέα. Ονομαζόταν επίσης και Λαέρτιος. Από τον τύπο αυτό, τον οποίο βρίσκουμε στους επικούς ποιητές, δημιουργήθηκε και το πατρωνυμικό "Λαερτιάδης". Οι περισσότερες αναφορές του Λαέρτη γίνονται στην Οδύσσεια. Θεωρείται γιος του Αρκεισίου, σύζυγος της Αντίκλειας και πατέρας πολλών θυγατέρων. Ο Οδυσσέας ήταν το μόνο αρσενικό του παιδί. Ως μητέρα του Λαέρτη μνημονεύεται η Χαλκομέδουσα και ως πατέρας του ο Κέφαλος, επώνυμος ήρωας της Κεφαλλονιάς. Ο Λαέρτης ήταν ισχυρός βασιλιάς, και σύμφωνα με μεταγενέστερη παράδοση πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Κατά τον Διόδωρο πληγώθηκε στη μάχη που έγινε μεταξύ Ελλήνων και Κόλχων. Θεραπεύθηκε όμως από τη Μήδεια. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις ο Λαέρτης δεν ήταν πατέρας του Οδυσσέα γιατί η Αντίκλεια πριν από το γάμο της με το Λαέρτη βιάσθηκε από τον Σίσυφο. Τον Λαέρτη τον παντρεύθηκε ενώ ήταν έγκυος. Αφού είδε πια πως ο Οδυσσέας δεν γυρνούσε και στεναχωρημένος από τον θάνατο της Αντίκλειας, έφυγε από το παλάτι αφήνοντας την εξουσία στον εγγονό του Τηλέμαχο και πήγε να ζήσει στην εξοχή. Είχε μαζί του μόνο δυο υπηρέτες για να τον βοηθούν, επειδή ήταν πολύ γέρος. Επίσης, περνούσε όλη του την ημέρα σκάβοντας στα χωράφια, παρ' όλη την ηλικία του. Στη ραψωδία ω της Οδύσσειας περιγράφεται η συνάντηση του Οδυσσέα με τον πατέρα του μετά τη Μνηστηροφονία και ο Λαέρτης πολεμάει στο πλευρό του γιου του κατά των ξεσηκωμένων (από τον θάνατο των μνηστήρων) Ιθακησίων. Για το λόγο αυτό η Αθηνά με ένα μαγικό λουτρό έκανε πάλι νέο το Λαέρτη. Ο Λαέρτης σκότωσε και τον Ευπείθη , πατέρα του Αντινόου . Πέθανε από φυσικό θάνατο σε βαθιά γεράματα. Παραστάσεις του Λαέρτη σώζονται επάνω σε ελληνικό ανάγλυφο που βρέθηκε στη Ρώμη, επάνω σε ελληνιστικό αγγείο, όπου εικονίζονται ο Σίσυφος, η Αντίκλεια, ο πατέρας της Αντίκλειας, ο Αυτόλυκος και ο Λαέρτης. Επίσης πάνω σε μεγάλο κρατήρα, προερχόμενο από τη Λευκανία εικονίζονται οι γάμοι του Λαέρτη με την Αντίκλεια. Ο Οδυσσέας , μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης , είναι ο κυριότερος χαρακτήρας στο επικό ποίημα του Ομήρου , Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Είναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο , όπως αλληγορικά του απέδωσε ο Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας , σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου . Το γενεαλογικό δέντρο του Οδυσσέα, ενός από τους καλύτερους υπαρχηγούς του Αγαμέμνονα και ήρωα που διακρίθηκε όσο λίγοι στην Ιλιάδα, παραμένει σκοτεινό και δυσνόητο. Ο πατέρας (ή πατριός) του Λαέρτη είναι ο Αρκέσιος , γιος του Κέφαλου (γνωστού ιδρυτή της Κεφαλλονιάς), και εγγονός του Αιόλου . Στην τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι » του Ευριπίδη ο μυθικός Σίσυφος αναφέρεται ως ο πατέρας του, ενώ πιστεύεται ότι απέκτησε και ένα γιο με την
Κίρκη , τον Τηλέγονο . Η Ιθάκη ήταν ένα από τα πολλά νησιά που περιλαμβάνονταν στο βασίλειο του Οδυσσέα, μεταξύ των Ιόνιων νήσων της Αρχαίας Ελλάδας. Το βασίλειό του φαίνεται πως είχε και ένα μικρό προπύργιο στην ηπειρωτική Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Αχελώο.
Υπάρχουν στοιχεία ότι η Κεφαλλονιά κατοικείται από την παλαιολιθική εποχή. Οι πρώτοι γνωστοί κάτοικοι ήταν Λέλεγες, οι οποίοι κατοίκησαν το νησί προφανώς την εποχή του 15ου αι. π.Χ., φέρνοντας μαζί τους τη λατρεία του Ποσειδώνα. Την εποχή του χαλκού , ένας άλλος αρχαίος Ελληνικός λαός, οι Ταφίοι ή Τηλεβόες είχαν εγκατασταθεί στην γύρω θάλασσα, και κατοικούσαν στο νησί, ή διατηρούσαν εμπορική βάση στο νησί και συναλλάσσονταν στενά με τους κατοίκους του νησιού.Το νησί πήρε το όνομά του από τον μυθικό Κέφαλο, ο οποίος έφτασε στο νησί ως πρόσφυγας από την Αθήνα ή από το ελληνικό φύλο των Κεφαλλήνων ή Κεφαλλάνων. Στα Ομηρικά κείμενα δεν εμφανίζεται το όνομα της νήσου ως έχει, αλλά με άλλες ονομασίες όπως Δουλίχιον, Σάμος ή Σάμη. Σε αυτή τη μορφή διατηρείται ως το όνομα μίας εκ των πόλεων της νήσου από την αρχαιότητα έως σήμερα. Παρ' όλα αυτά ο Όμηρος αναφέρει σαφέστατα ότι ο λαός στον οποίο ηγείται ο Οδυσσέας, είναι οι Κεφαλλήνες. Κατά την αρχαιότητα άκμασαν τέσσερις πόλεις, οι οποίες ήταν ανεξάρτητα κράτη: η Κράνη, οι Πρόννοι , η Σάμη και η Πάλη . Το νησί κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και κατά το μεσαίωνα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η Ζάκυνθος, την οποία ο Όμηρος αναφέρει σαν Υλήεσσα δηλαδή δασώδη, πήρε το όνομά της από τον πρώτο εποικιστή της τον Ζάκυνθο γιο του Βασιλιά της Φρυγίας Δάρδανου . Στην συνέχεια την κατέκτησε ο Αρκείσιος, απόγονος του βασιλιά της Κεφαλονιάς Κέφαλου, πατέρας του Λαέρτη, και παππού του Οδυσσέα. Έτσι περιήλθε η Ζάκυνθος στο Βασίλειο του Οδυσσέα ο οποίος συμμετείχε με δώδεκα πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Μετά την επιστροφή του όμως και τον φόνο των μνηστήρων από τους οποίους είκοσι ήταν από την Ζάκυνθο, οι Ζακυνθινοί επαναστάτησαν και απέσπασαν το νησί τους από το Βασίλειο του Οδυσσέα. Με τα χρόνια ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής εγκαθιδρύθηκε στη Ζάκυνθο νέο πολίτευμα, η Δημοκρατία. Ίσως κατά την εποχή εκείνη οι Ζακυνθινοί να ίδρυσαν ομώνυμη αποικία στην Ιβηρική χερσόννησο. Στους Περσικούς πολέμους η Ζάκυνθος έμεινε ουδέτερη ενώ στον Πελοποννησιακό πόλεμο εμπλέκεται σαν σύμμαχος των Αθηναίων. Η Ζάκυνθος υποτάχθηκε στους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κι αργότερα στους Ρωμαίους, που της παραχώρησαν σχετική αυτονομία. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο νησί από την Μαρία Μαγδαληνή το 34 μ.Χ. όταν το πλοίο που την μετέφερε στην Ρώμη σταμάτησε για λίγο στην Ζάκυνθο.
Η γέννηση της Αφροδίτης στα Κύθηρα, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε το γεγονός εκείνο που καθόρισε και τη μετέπειτα πορεία του νησιού. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, η Αφροδίτη γεννήθηκε στους αφρούς της θάλασσας των Κυθήρων, όταν έπεσαν σε αυτήν τα αποκομμένα από τον Κρόνο γεννητικά όργανα του πατέρα του Ουρανού. Τα κύματα παρέσυραν, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή του μύθου, στη συνεχεία τη θεά, η οποία έφθασε στην Πάφο της Κύπρου , όπου επίσης λατρεύτηκε ως θεά προστάτης του νησιού. Το νησί των Κυθηρων κατοικείται τουλάχιστον από το τέλος της 6η χιλιετίας π.Χ., όπως μαρτυρά αγγείο που βρέθηκε στο σπήλαιο Αγίας Σοφίας, ενώ είναι πιθανό να κατοικούνται από την αρχή της παλαιολοθική περιόδου . Στο σπήλαιο του Χουστή κοντά στο Διακόφτι υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από το 3.800 π.Χ. Οι οικισμοί αρχίζουν να αυξάνονται κατά την 3η χιλιετία π.Χ., όταν άρχισε η επιρροή των Μινωιτών στα Κύθηρα, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι κατοικούνταν συνεχώς μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου , στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ.. Όπως δείχνουν ευρύματα ανασκαφών στο Καστρί, κοντά στον Αυλέμονα και την Παλαιόπολη, που έγιναν την δεκαετία του 1960, θεωρείται ότι το Καστρί ήταν μινωική αποικία, με μινωικά σπίτια και τάφους, ενώ στο βουνό του Αγίου Γεωργίου, σε υψόμετρο 350 μέτρων βρέθηκε το μινωικό ιερό. Στον χώρο γύρω από το ιερό βρέθηκαν σπασμένα κεραμικά διαφόρων τύπων και κομμάτια από μεγάλα πιθάρια με εντυπωσιακή διακόσμηση, περίπου 80 χάλκινα ειδώλια, διάφορα μικρότερα τέχνεργα, αντίστοιχα με τα σημερινά τάματα και πέτρινα αντικείμενα, όπως για παράδειγμα λυχνάρια. Επίσης βρέθηκε ένα μικρό αγγείο από στεατίτη πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένη Γραμμική Α . Η θέση του ιερό πάνω στο βουνό λειτουργεί ως παρατηρητήριο, καθώς μπορεί να εποπτεύει την περιοχή από τα ακρωτήρια Ταίναρο και Μάλεας μέχρι την Κρήτη, καθώς τα Λευκά όρη είναι ορατά από εκεί σε καθαρές μέρες, ενώ η ορατότητα φτάνει ακόμη μέχρι τη Μήλο και την Σαντορίνη. Έτσι ουσιαστικά ελέγχει τα ναυτικά περάσματα από δύση σε ανατολή και βορρά προς νότο. Θεωρείται ότι οι Μινωίτες χρησιμοποίησαν τα Κύθηρα σαν γέφυρα για να φτάσουν μέχρι την Πελοπόννησο. Παράλληλα με τους Μινωίτες σε άλλες περιοχές των Κυθήρων υπήρχαν ντόπιοι πολιτισμοί, οι οποίοι συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι την ανακτορική περίοδο, όταν και η επιρροή των Μινωιτών επεκτάθηκε. Τον 15ο αιώνα στα Κύθηρα αποικία έχουν και οι Φοίνικες, άγνωστο από πότε, οι οποίοι παρήγαγαν στο νησί πορφύρα . Γι' αυτό το λόγο στην αρχαιότητα τα Κύθηρα αποκαλούνταν και Πορφυρούσα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Φοίνικες έφεραν στα Κύθηρα την λατρεία της Αφροδίτης από την ίδρυση ιερού για την αντίστοιχη ανατολίτικη θεά, της Αστάρτης. Επίσης, χρησιμοποιούσαν την αποικία για ως εμπορικό σταθμό ανάμεσα στις αποικίες του. Μετά την πτώση των Μινωιτών περίπου το 1400 π.Χ., το νησί το καταλαμβάνουν αμέσως οι Μυκηναίοι. Κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. το νησί καταλαμβάνουν οι Δωριείς. Ο Όμηρος αναφέρει δύο ήρωες από τα Κύθηρα, τον Λυκόφρονα και τον Αμφιδάμαντα , ενώ αναφέρεται ότι ο Πάρις και Ωραία Ελένη πέρασαν τις πρώτες μέρες μαζί στα Κύθηρα. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι μετά από τρικυμία στο ακρωτήριο Μαλέα, ο Οδυσσέας περιπλανάται στα Κύθηρα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων , το νησί καταλαμβάνεται από το Άργος και στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. από τους Σπαρτιάτες. Λόγω της θέσης τους, τα Κύθηρα μπορούσαν να δράσουν ως ορμητήριο εναντίον της Σπάρτης και γι' αυτό το λόγο οι Σπαρτιάτες το φρόντιζαν. Ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος είχε πει το νησί θα γινόταν αίτια συμφορών για τη Σπάρτη και είχε ευχηθεί να καταποντιστεί. Ο Δημάρατος της Σπάρτης είχε προτείνει στον Ξέρξη να καταλάβει με το ναυτικό τα Κύθηρα, ώστε οι Σπαρτιάτες να αποχωρήσουν και οι ελληνικές δυνάμεις να διαχωριστούν, κάτι το οποίο όμως δεν συνέβη. Την στρατιωτική αξία του νησιού αναγνώρισαν και οι Αθηναίοι. Ο ναύαρχος των Αθηναίων Τολμίδης επιτέθηκε και κυρίευσε τα Κύθηρα και τις Βοιαί (Νεάπολη Λακωνίας) το 455 π.Χ. Το 424 π.Χ., κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ο Νικίας επιβιβάστηκε με τον Αθηναϊκό στόλο στην Σκάνδεια και με άλλο στρατό κατέλαβε την πρωτεύουσα των Κυθήρων, αν και οι Κυθήριοι αντιστάθηκαν πριν τραπούν σε φυγή. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν το νησί για επιθέσεις εναντίον των Σπαρτιατών, αλλά το παρέδωσαν πίσω στη Σπάρτη με την Νικίειο ειρήνη. Ξανακατέλαβαν τα Κύθηρα το 394 π.Χ., ενώ οι Σπαρτιάτες τα ανέκτησαν το 387 π.Χ. Φαίνεται ότι με το Κοινό των Ελευθερολακώνων τον 2ο αιώνα π.Χ., τα Κύθηρα ανεξαρτητοποιούνται και κόβουν δικό τους νόμισμα. Μετά την πτώση των Λακώνων, τα Κύθηρα παρακμάζουν αλλά συνεχίζουν να κατοικούνται κατά την διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων. Ο μεγάλος σεισμός του 365 μ.Χ. καταστρέφει την Σκάνδεια και αλλάζει την φυσιογνωμία των ακτών.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κύθηρα

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ζάκυνθος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κεφαλονιά

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ίθακος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρκείσιος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λαέρτης

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οδυσσέας

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λευκάδα

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κέρκυρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου