Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

Η καθημερινή ζωή στην Ελλάδα των Κομνηνών και η επιδρομή των Νορμανδων του Γεωργίου Αντιοχεα στην βυζαντινή Κόρινθο και Θήβα

Το θέμα Ελλάδος ήταν στρατιωτική-διοικητική περιφέρεια («θέμα») της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη σημερινή νότια Ελλάδα. Το θέμα περιλάμβανε τμήματα της Στερεάς, της Θεσσαλίας και, μέχρι περίπου το 800, της Πελοποννήσου. Δημιουργήθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα και επέζησε μέχρι τον ύστερο 11ο / 12ο αιώνα. Η δημιουργία του θέματος της Ελλάδας χρονολογείται μεταξύ του 687 και του 695, κατά την πρώτη βασιλεία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (βασ. 685-695 και 705-711), πιθανώς ως άμεση συνέπεια της εκστρατείας του εναντίον των Σλάβων το 688/689. Ο πρώτος στρατηγός της Ελλάδας μαρτυρείται το 695: ο Λεόντιος, πρώην στρατηγός του θέματος Ανατολικών, που είχε πέσει σε δυσμένεια μετά την ήττα του στη μάχη της Σεβαστουπόλεως. Αν και οι σύγχρονες πηγές δε χρησιμοποιούν τον όρο "θέμα" για την Ελλάδα πριν τον 8ο αιώνα, χρησιμοποιώντας αντ' αυτού τον όρο στρατηγία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δημιουργήθηκε εξ αρχής ως πλήρης διοικητική οντότητα, που ήλεγχε τα εδάφη της παλιάς ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας που παρέμεναν ακόμη υπό αυτοκρατορικό έλεγχο. Δεν είναι σαφές αν αρχική πρωτεύουσα ήταν η Αθήνα ή η Θήβα· πιθανότερα ήταν η Θήβα, καθώς σίγουρα εκπλήρωνε αυτό το ρόλο στον πρώιμο 10ο αιώνα. Το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, ωστόσο, η έδρα του στρατηγού μεταφέρθηκε στη Λάρισα. Κατά τον 9ο και τον πρώιμο 10ο αιώνα, η Ελλάδα υπέφερε από επιδρομές Σαρακηνών, ιδίως μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες τη δεκαετίας του 820, και από επανειλημμένες Βουλγαρικές επιδρομές υπό τον Τσάρο Συμεών (βασ. 893–927) που έφτασαν έως και στην Πελοπόννησο. Ωστόσο, από τον ύστερο 9ο αιώνα και εξής η Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη επικράτεια της σημερινής Ελλάδας, εμφανίζει σημάδια αυξημένης ευημερίας, όπως η ίδρυση νέων πόλων και η δημιουργία νέων βιοτεχνιών (κυρίως μεταξουργίας στη Θήβα). Η βουλγαρική απειλή επανεμφανίστηκε με τον Τσάρο Σαμουήλ, που κατέλαβε τη Θεσσαλία το 987 και εξαπέλυσε διαδοχικές καταστροφικές επιδρομές στη Στερεά και την Πελοπόννησο μέχρι την ήττα του στη μάχη του Σπερχειού το 997. 
Η περιοχή απήλαυσε μακρά περίοδο ειρήνης στο εξής, που διαταράχθηκε μόνο από επιδρομές κατά την Βουλγαρική Εξέγερση του Πέτρου Δελεάνου (1040–1041) και τις αποτυχημένες Νορμανδικές επιδρομές στην Θεσσαλία το 1082–1083. Κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, η Ελλάδα διοικήθηκε μαζί με την Πελοπόννησο από έναν στρατηγό και καθώς η πολιτική διοίκηση απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, η ίδια πρακτική υιοθετηθηκε και εκεί, καθώς διοριζόταν ένας πρωτονοτάριος, πραίτορας και κριτής και για τα δύο θέματα. Η Θεσσαλία φαίνεται ότι είχε αποσπαστεί από την Ελλάδα και προστέθηκε στο θέμα Θεσσαλονίκης από τον πρώιμο 11ο αιώνα μέχρι κάποιο σημείο στον πρώιμο 12ο αιώνα. Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, το ενωμένο θέμα Ελλάδος-Πελοποννήσου περιήλθε υπό τον έλεγχο του Μεγάλου Δούκα, διοικητή του Βυζαντινού ναυτικού. Εξαιτίας της απουσίας του από την περιοχή, ωστόσο, η τοπική διοίκηση ακούνταν από τον τοπικό πραίτορα, θέση που συχνά κατείχαν ανώτεροι και διακεκριμένοι αξιωματούχοι όπως οι νομομαθείς Αλέξιος Αριστηνός και Νικόλαος Αγιοθεοδωρίτης. Εμφανίστηκαν, ωστόσο, εμφανίστηκαν μικρότερες δικαιοδοσίες εντός των ορίων και των δύο θεμάτων. Αυτές τελικά εξελίχθηκαν σε μικρότερες φορολογικές περιφέρειες που ονομάζονταν όρια, χαρτουλαράτα και επισκέψειςτο 12ο αιώνα, ενώ τα παλιά θέματα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου σταδιακά εξαφανίστηκαν ως διοικητικές οντότητες. Η επικράτεια της Ελλάδας έμεινε υπό Βυζαντινό έλεγχο μέχρι τον πρώιμο 13ο αιώνα (1204–1205), όταν, μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, περιήλθε υπό τον έλεγχο των Λατινικών κρατών της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.
Ο Αλέξιος Κομνηνός κατασκεύασε νέο στόλο και το βυζαντινό ναυτικό έγινε ξανά αξιοσέβαστο και ισχυρό. Συνέφερε αποφασιστικά στην ανάκτηση των παράκτιων περιοχών της Μικράς Ασίας, που ήλεγχαν τις θαλάσσιες οδούς προς τις ακτές της Κιλικίας και της Ανατολής. Ο Αλέξιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις Σταυροφορίες ως ένα ακόμη πιόνι στην σκακιέρα, επειδή βασίζονταν αποκλειστικά στον στόλο του (και στον μηχανισμό εφοδιασμού του). Ωστόσο, ο στόλος δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να καλύψει όλα τα μέτωπα. Στη Δύση, ο Αλέξιος αποδέχτηκε πρόθυμα τη βοήθεια της Βενετίας, που με τον στόλο της που κρατούσε τους Νορμανδούς της Ιταλίας υπό έλεγχο. Ο διάδοχός του, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118-43), επίσης διατήρησε το ναυτικό για να αντιμετωπίσει τα εχθρικά λατινικά πριγκηπάτα της Έδεσσας και της Αντιοχείας (παράγωγα της Α' Σταυροφορίας) και να διασφαλίσει τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-80), εγγονός του Αλεξίου, ένας αυτοκράτορας που ήταν γνωστός για τα φιλοδυτικά αισθήματά του, κληρονόμησε αυτό το ναυτικό. Κατά τη βασιλεία του, ο βυζαντινός στόλος ήταν εντυπωσιακός, ο μεγαλύτερος μεταξύ των δυνάμεων της εποχής, ικανός να διατρανώσει την ισχύ της σεβάσμιας Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης Β΄ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α΄. Το 1119 ανακοίνωσε στον νέο Δόγη της Βενετίας, Μικιέλι, ότι αρνείτο την επικύρωση του χρυσόβουλου του 1082. Από την άλλη πλευρά όμως μείωσε τις δαπάνες για τον πολεμικό στόλο, με αποτέλεσμα τις Βενετικές επιδρομές στα παράλια της Αυτοκρατορίας από το 1122 ως το 1126. Τότε λεηλατήθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα νησιά Ρόδος, Σάμος, Κως και Κέρκυρα. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη από το 1122, με τους Βενετούς να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνία) και τα παράλια της Αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμα ισχυρές ναυτικές δυνάμεις ο Ιωάννης Β΄ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμια της τον Αύγουστο του 1126. Κρίνοντας ότι δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στο στόλο των Βενετών, ο Ιωάννης αναγκάστηκε, από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, να συνεννοηθεί με τη Βενετία και να επανέλθει στην εμπορική συνθήκη του 1082. Μετά την τελευταία επιδρομή των Βενετών ο Ιωάννης αναγκάστηκε να επικυρώσει το πολύκροτο χρυσόβουλο, προσθέτοντας μια σημαντική φράση: Στο εξής θα απαλλάσσονταν από τους δασμούς όχι μόνο οι Βενετοί, αλλά και οι Ελληνες έμποροι που συναλλάσσονταν με τους Βενετούς. Η προσθήκη αυτή φυσικά υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τη Βενετία, η οποία οδήγησε την προνομιακή θέση των εμπόρων της στα όρια της αυτοκρατορίας.
Στα τέλη του 8ου αιώνα και μετά την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας η Κόρινθος γνωρίζουμε πως ορίζεται πρωτεύουσα του θέματος της Πελοποννήσου και έδρα στρατηγού. Ως έδρα αρχιεπισκόπου είναι φυσικό πως η πόλη θα έπρεπε να διαθέτει ένα μεγάλο μητροπολιτικό ναό. Η Κόρινθος λόγω της θέσης της που ευνοούσε την ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας πρέπει να αναδείχτηκε σε σημαντικό κέντρο της μεσοβυζαντινής περιόδου. Η εύρεση νομισμάτων και θησαυρών αυτής της περιόδου δείχνουν να πιστοποιούν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Στα τέλη άλλωστε του 11ου αιώνα γνωρίζουμε πως οι Βενετοί συγκέντρωναν στην Κόρινθο φημισμένα προϊόντα της περιοχής, όπως μεταξωτά υφάσματα και λάδι, ενώ στα 1165-1171 ο Vitale Voltani, αντιπρόσωπος του Romano Mairano, μονοπωλούσε την κορινθιακή αγορά λαδιού εκ μέρους της Βενετίας. Φημισμένη ήταν η πόλη και για το εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας από τη γνωστή ποικιλία εγχώριου σταφυλιού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα ο ανοιχτός μέχρι τότε χώρος της ρωμαϊκής αγοράς καταπατείται από διάφορα κτίσματα, τα οποία παρά τις ασαφείς πλέον φάσεις οικοδόμησης, περιελάμβαναν καταστήματα, συγκροτήματα κατοικιών, λουτρών, μοναστηριών και κάποια εργαστήρια. Πιστοποιημένη είναι η ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, επεξεργασίας γυαλιού, χρυσού και ορείχαλκου, ενώ παρότι ακόμα δεν είναι επιβεβαιωμένο ανασκαφικά, υπάρχουν σαφείς αναφορές για εργαστήρια μεταξουργίας, όπου επεξεργάζονταν και έβαφαν το μετάξι. Παρά το πλήγμα που δέχεται Κόρινθος το 1147 από την πειρατική επιδρομή του στόλου του Ρογήρου της Σικελίας, η πόλη συνεχίζει την ισχυρή της παρουσία και περιγράφεται το 1154 από τον Ιντρίσι, γεωγράφο της αυλής του Ρογήρου, ως μεγάλη και ακμάζουσα, ενώ στα τέλη πλέον του 12ου αιώνα ο Χωνιάτης αναφέρει τα δύο της λιμάνια, Λέχαιο και Κεγχρεές και την ανθηρή εμπορική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν κάτω από το κάστρο του Ακροκορίνθου. Τον 13ο, κατά την έλευση των Φράγκων, η πόλη πρέπει να ήταν οχυρωμένη με πύργους και περιμετρικό τείχος, όπως δείχνουν ανασκαφικά δεδομένα, ενώ η εμπορική της δραστηριότητα παραμένει ανθηρή παρά την διοικητική αλλαγή.
Στα μέσα του 11ου αιώνα η Θήβα αποτελεί σπουδαίο διοικητικό κέντρο και τόπο διαμονής των αρχόντων που αποτελούσαν την τοπική αριστοκρατία. Το Κτηματολόγιο των Θηβών, ένα φορολογικό κατάστιχο αυτής της εποχής, μας παρέχει τα ονόματά τους και πολλές πληροφορίες για την αγροτική οικονομία της περιοχής. Η ανάπτυξη όμως στα μέσα του 11ου αιώνα περίπου της βιοτεχνίας μετάξης ήταν εκείνη που αποτέλεσε για δύο τουλάχιστον αιώνες την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της Θήβας. Ορισμένοι βασικοί παράγοντες οδήγησαν σταδιακά σε αυτή την εξέλιξη: η συστηματική καλλιέργεια της μουριάς, τα άφθονα νερά και τα φυτά από όπου προέρχονταν οι βαφές, όπως το πρινοκόκκι και το ριζάρι, που αφθονούσαν στην περιοχή. Κατά το 12ο αιώνα η Θήβα ξεπέρασε σε φήμη ως κέντρο μεταξοπαραγωγής και την ίδια τη βασιλεύουσα. Οι βυζαντινές πηγές της εποχής, ο Νικήτας Χωνιάτης και ο Ιωάννης Τζέτζης, μιλούν με θαυμασμό για την «ιστουργικήν κομψότητα» των υφαντών όσο και για το «χρωματουργείν ευφυώς» από τις Θηβαίες τεχνίτριες. Με το μετάξι όμως ασχολήθηκαν και οι Εβραίοι. Είναι γνωστό ότι από το 1135 ήταν εγκατεστημένη στη Θήβα μια ανθηρή εβραϊκή κοινότητα
Η Θήβα και η Βοιωτία, όπως άλλωστε και όλη η Νότια Ελλάδα, στα μέσα του 12ου αιώνα βρίσκονταν στη μεγαλύτερη ακμή που γνώρισαν καθ’ όλη τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μια μακρόχρονη ειρηνική περίοδος αλλά και κάποιες συγκυρίες επέτρεψαν στην περιοχή να αναδείξει και να αναπτύξει όλα τα πλεονεκτήματά της. Εδώ διασταυρώνονταν οι οδικές αρτηρίες από Θεσσαλονίκη προς Πελοπόννησο και από Κορινθιακό προς Χαλκίδα, εδώ έδρευαν οι Βυζαντινοί διοικητές του θέματος Ελλάδος, εδώ υπήρχε εύφορη γη, εδώ συνέρρεαν εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες (Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι), εδώ εγκαταστάθηκαν Δυτικοί έμποροι, η μεταξοβιοτεχνία άκμαζε και η φήμη της περιοχής είχε ξεπεράσει τα όρια της αυτοκρατορίας. Στο περιορισμένο πολιτικό περιβάλλον της Νότιας Ελλάδας όλα φαίνονταν ειδυλλιακά. Αλλά στο ευρύτερο περιβάλλον η κατάσταση ήταν ταραχώδης. Η Β΄ Σταυροφορία (1147-1149) βρισκόταν σε εξέλιξη, οι δυτικοί στρατοί διέσχιζαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, οι συμμαχίες αναδιαμορφώνονταν, η βυζαντινή διπλωματία αλλά και ο στρατός απασχολούνταν σε άλλα μέτωπα, οι πληροφορίες διακινούνταν ταχύτατα. Αυτή τη συγκυρία εκμεταλλεύτηκε ο Ρογήρος Β΄, βασιλιάς της Σικελίας. Ήταν ευκαιρία για μια αποδοτική επίθεση, αλλά συγχρόνως τιμωρία, κατά του κύριου πολιτικού και στρατιωτικού αντιπάλου του στη Μεσόγειο, του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Από την άλλη, οι Νορμανδοί είχαν από καιρό δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό βασίλειο στη Νότια Ιταλία-Σικελία με πρωτεύουσα το Παλέρμο (ελλ. Πάνορμον). Από το 1130 ηγεμόνας (ρηξ) του ήταν ο Ρογήρος Β΄. Αλλά ένας ναύαρχος, ο μονοφυσίτης χριστιανός Γεώργιος Αντιοχέας, ήταν αυτός που, υπηρετώντας το Νορμανδό βασιλιά, κατέστησε το βασίλειο αυτό ισχυρό και επίφοβο σε όλη τη Μεσόγειο, ιδιαίτερα στη θάλασσα. Τον προνομιακό αυτό χώρο επέλεξε ο Ρογήρος για να χτυπήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το φθινόπωρο του 1347 ένας ισχυρός στόλος (70 γαλέρες) κατάφορτος από πεζικό και πολιορκητικές μηχανές ξεκίνησε από το Οτράντο ή το Πρίντεζι (Βρινδήσιον) της Νότιας Ιταλίας με αρχηγό το Γεώργιο Αντιοχέα. Έφτασε στην Κέρκυρα, την κυρίευσε με τη συγκατάθεση των κατοίκων της, εγκατέστησε φρουρά και κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Επιχείρησε να καταλάβει τη Μονεμβασιά αλλά απέτυχε, οπότε λεηλάτησε τα παράλια της Δυτικής Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας έως το εσωτερικό της Αιτωλοακαρνανίας. Τελικά εισήλθε στον Κορινθιακό κόλπο. Ο στρατός ήταν πολύ καλά πληροφορημένος για τις πλούσιες πόλεις της περιοχής. Προσορμίστηκε στην Κρίσσα ή, το πιθανότερο, Κρεύση / Λιβαδόστρα, αποβιβάστηκε και σχημάτισε μια ισχυρή στρατιά πεζικού. Καθυστερώντας ελάχιστα στα ενδιάμεσα πολίσματα κατευθύνθηκε στον κύριο στόχο του, τη Θήβα. Φαίνεται ότι εκεί δεν αντιμετώπισε καμιά αντίσταση, είτε επειδή η πόλη της Θήβας δεν είχε αξιόλογα τείχη, καθώς είχε προ πολλού «ξεχειλίσει» εκτός των παλαιών τειχών, είτε επειδή οι κάτοικοί της έκριναν ότι ήταν μάταιο να προσπαθήσουν να αντισταθούν. Κυρίευσε λοιπόν την πόλη, συγκέντρωσε σε διάφορα σημεία όλους τους πολίτες της, πλούσιους και φτωχούς, και αναζήτησε πρώτα πρώτα πάνω τους κρυμμένα τιμαλφή και νομίσματα. Ταυτόχρονα οι στρατιώτες ερεύνησαν όλα τα σπίτια της πόλης, τα καταστήματα, τις εκκλησίες, καθώς και τα μοναστήρια, και άρπαξαν ό,τι έβρισκαν, κυρίως ρουχισμό, έπιπλα, σκεύη, μεταξωτά υφάσματα, εικόνες και λείψανα αγίων, χειρόγραφους κώδικες και εκκλησιαστικά σκεύη. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και μια περίφημη περγαμηνή που σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στο αρχείο της Capella Palatina του Παλέρμο: το καταστατικό της αδελφότητας της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γεώργιος Αντιοχέας έχει ιδιαίτερη αδυναμία στα θρησκευτικά κειμήλια (εικόνες και λείψανα αγίων). Όταν ολοκληρώθηκε η λεηλασία, ο Σικελός ναύαρχος διάλεξε τους πιο εύρωστους άντρες και τις ωραιότερες γυναίκες από το πλήθος των Θηβαίων καλλιεργητών και εργατοτεχνιτών μεταξιού. Τους συνέλαβε για να τους μεταφέρει στη Σικελία προκειμένου να μεταδώσουν την εξελιγμένη τεχνογνωσία τους στους εκεί μεταξοβιοτέχνες του νησιού. Μια δυτική πηγή (Annales Cavenses) αναφέρει ότι οι τεχνίτες και οι τεχνίτριες που αιχμαλωτίστηκαν ήταν Εβραίοι. Όλες οι άλλες πηγές αναφέρονται απλώς σε Θηβαίους και Θηβαίες. Εν πάση περιπτώσει, ο Γεώργιος Αντιοχέας μετέφερε τη λεία του πίσω στη Λιβαδόστρα, φόρτωσε τα καράβια του και κατευθύνθηκε προς την Κόρινθο, η οποία είχε ακριβώς την ίδια τύχη με τη Θήβα. Κατάφορτος από αγαθά και αιχμαλώτους επέστρεψε στη Σικελία. Έτσι, έκανε ένα γρήγορο και αποδοτικό περίπατο στον ελληνικό χώρο χωρίς να συναντήσει σοβαρή αντίσταση. Βέβαια, δύο χρόνια αργότερα, οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κέρκυρα και οι Νορμανδοί εγκατέλειψαν προσωρινά τις φιλοδοξίες τους εναντίον της αυτοκρατορίας. Αλλά οι εργατοβιοτέχνες της Θήβας συνέχισαν να εργάζονται στο Παλέρμο, όπως μας βεβαιώνει ο Νικήτας Χωνιάτης. Πάντως, η Θήβα και η Βοιωτία συνήλθαν πολύ γρήγορα από τη λεηλασία αυτή: Το 1165 ο Βενιαμίν της Τουδέλας, ένας Εβραίος περιηγητής, συνάντησε εδώ μια ακμάζουσα μεταξοβιοτεχνία και μια κοινότητα 2.000 Εβραίων. Η πόλη είχε ξαναβρεί το ρυθμό της ευημερίας που είχε προ της νορμανδικής επιδρομής. Το καταστατικό της αδελφότητας της Παναγίας της Ναυπακτιώτισσας: Πρόκειται για το καταστατικό μιας αδελφότητας σε δίφυλλη περγαμηνή, που κοσμείται με εικόνα της Παναγίας Δεομένης. Το καταστατικό αυτής της αδελφότητας ανήκε σε μια παροικία Ναυπακτίων που ζούσαν στη Θήβα, στην περιοχή του Πυρίου, από το 1048, όταν κατέφυγαν εκεί εξόριστοι από την πατρίδα τους. Αποτέλεσε μέρος των λαφύρων που συναποκόμισαν οι Νορμανδοί κατά την επιδρομή τους στην περιοχή και παραδόθηκε στο ανακτορικό παρεκκλήσιο του Ρογήρου στο Παλέρμο, την Capella Palatina, όπου και διασώζεται μέχρι σήμερα. Ένας τελετουργικός μανδύας που ανήκε στο Ρογήρο Β΄ (ή στο Γεώργιο Αντιοχέα) και σήμερα βρίσκεται στη Βιέννη (Weltliche Schatzkammer) είναι πολύ πιθανό να αποτελεί λάφυρο από την πόλη της Θήβας.
Πηγή : http://boeotia.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=12774
http://boeotia.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=13078
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2016/07/blog-post_45.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Ελλάδος
http://www.historical-quest.com/ekdoseis/109-archive/mesaioniki-istoria/340-o-megas-stolos-tou-autokratora-manouil-a-komninou.html
https://ohifront.wordpress.com/2016/08/18/ιωαννησ-β-κομνηνοσ-1087-1143-η-δυναστεια-των/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου