Ο Αρίστανδρος επίσης Αρίστανδρος ο Τελμησσεύς ήταν μάντης της αρχαιότητας. Ακολούθησε την εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών. Γεννήθηκε περί το 380 π.Χ., στην Τελμησσό της Λυκίας, κοντά στα σύνορα με την Καρία. Ήδη στην αυλή του Φιλίππου το 357/6, ερμήνευσε ορθά ένα όνειρο για την εγκυμοσύνη της Ολυμπιάδας. Παρά το γεγονός ότι σήμερα ορισμένα περιστατικά για τη ζωή του δίπλα στον Αλέξανδρο θεωρούνται μυθεύματα, ο Αρίστανδρος ήταν μορφή που ασκούσε επιρροή κατά τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Κείμενα του Αρίστανδρου μαρτυρούνται από τον Πλίνιο, τον Αρτεμίδωρο, Ωριγένη. Είναι πιθανό πως τα έργα που τού αποδίδονται είναι προϊόντα μιας Αριστανδρικής σχολής μάντεων, καθώς η πατρίδα του Αρίστανδρου, η Τελμησσός της Λυκίας ήταν παροιμιώδης για την αγάπη της στους μάντεις.
Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε αρχικά διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει, η οποία είχε αναφέρει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο. Σε αυτό άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν διασκορπιζόμενες στο χώρο. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο ανήκε στον θεό, που είχε χαρακτηριστικά την βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή τον Δία και όχι στον θνητό σύζυγό της. «Ωθήθηκε» ο Φίλιππος να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας. Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδρος γνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του με 32.000 στρατιώτες και σε διάστημα δέκα ετών έφτασε μέχρι την μακρινή Ινδία. Παρά τον ολιγάριθμο στρατό του, δημιούργησε την μεγαλύτερη αυτοκρατορία της αρχαιότητας και διέδωσε στους «βαρβάρους» τον ελληνικό ιδεώδες και πολιτισμό. Στο έργο του τον βοήθησαν σπουδαίοι Έλληνες επιστήμονες που τον ακολούθησαν στην εκστρατεία. Ανάμεσα τους ήταν σημαντικοί φιλόσοφοι, γιατροί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, καλλιτέχνες και μάντεις. Μια από τις σημαντικότερες ομάδες μη στρατιωτικών ακολούθων ήταν οι μάντεις, όπως ο Αρίστανδρος από την Τελμισσό και ο Κλεομένης από τη Σπάρτη. Ερμήνευαν τους οιωνούς και τα παράξενα όνειρα και συμβούλευαν τον βασιλιά. Ο Πλούταρχος είχε περιγράψει ότι κάποια στιγμή ο Αρίστανδρος έκανε θυσία και είδε ότι η πόλη της Τύρου θα κυριευόταν εκείνο τον μήνα. Εν τω μεταξύ οι Μακεδόνες πολιορκούσαν για μήνες την φοινικική πόλη. Όταν ο Αρίστανδρος ανακοίνωσε την προφητεία του, οι στρατιώτες γέλασαν γιατί εκείνη ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Τότε, ο Αλέξανδρος διέταξε να μην θεωρείται εκείνη η μέρα η τριακοστή αλλά η εικοστή όγδοη και αμέσως να γίνει επίθεση, με αποτέλεσμα η πόλη να κυριευτεί σε μερικές ώρες, όπως είχε προφητεύσει ο μάντης. Στο έργο "Αλεξάνδρου Ανάβασις" του Αρριανού εμφανίστηκε ΑΤΙΑ. Συνέβη κατα την πολιορκία της Τύρου και, σύμφωνα με το κείμενο, "ιπτάμενες ασπίδες σε τριγωνικό σχηματισμό έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό, πάνω από τα κεφάλια των Μακεδόνων στρατιωτών". Στη συνέχεια οι ασπίδες αυτές κατευθύνθηκαν κάνοντας γύρους πάνω από την Τύρο, ενώ μια από αυτές εξαπέλυσε μια φωτεινή πύρινη ακτίνα. Ακολούθησαν και οι υπόλοιπες, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων στρατιωτών, μέχρι που ένα τμήμα από τα πέτρινα τείχη της Τύρου σωριάστηκε, επιτρέποντας στους Μακεδόνες να εισβάλουν στην πόλη.
Όλες οι χώρες των μεσογειακών παραλίων της σημερινής Μέσης Ανατολής ήταν στα χέρια του Αλεξάνδρου, εκτός από τη Γάζα στην Παλαιστίνη. Η Γάζα ήταν η τελευταία πόλη πριν από την έρημο και απείχε από τη θάλασσα 20 στάδια (περίπου 3,7 χμ), περιβαλλόταν από παραθαλάσσιο έλος, ήταν μεγάλη, προσβάσιμη μόνο μέσω αμμώδους εδάφους, χτισμένη σε ψηλή πρόσχωση και την προστάτευαν ισχυρά τείχη. Ο διοικητής της, ο ευνούχος Βάτης, θεωρώντας ότι η πόλη του ήταν απόρθητη, είχε κάνει από νωρίς προμήθειες για μακροχρόνια πολιορκία, προσέλαβε Άραβες μισθοφόρους και αρνήθηκε να παραδοθεί. Επειδή είχε προηγηθεί κάποιο θεϊκό σημάδι και ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι θα κινδύνευε η ζωή του, ο Αλέξανδρος κρατήθηκε μακριά από τις βολές των υπερασπιστών. Αρριανός : " Μόλις νόμισαν οι Μακεδόνες ότι το πρόχωμα είχε υψωθεί εκεί όπου έπρεπε, τοποθέτησαν επάνω σε αυτό τις μηχανές και άρχισαν να τις κινούν εναντίον του τείχους της Γάζας. Στο μεταξύ, ενώ κάποια μέρα θυσίαζε ο Αλέξανδρος και ήταν στεφανωμένος και έτοιμος να αρχίσει σύμφωνα με το έθιμο τη θυσία του πρώτου σφαγίου, ένα σαρκοφάγο πτηνό πέταξε πάνω από τον βωμό και άφησε να πέσει στο κεφάλι του Αλεξάνδρου μια πέτρα που κρατούσε στα πόδια του. Ο Αλέξανδρος ρώτησε τον μάντη Αρίστανδρο τί σήμαινε το θεϊκό σημάδι. Ο μάντης του αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, θα κυριέψεις την πόλη, πρέπει όμως να είσαι σήμερα προσεκτικός». Όταν όμως οι Άραβες έκαναν έξοδο, πυρπόλησαν τις μηχανές και απώθησαν τους Μακεδόνες, έτρεξε με τους υπασπιστές και απέτρεψε την καταισχύνη μίας φυγής. Στη φάση αυτή τραυματίσθηκε σοβαρά από βέλος καταπέλτη, που διαπέρασε την ασπίδα και το θώρακά του. Οι κινήσεις του μηχανικού καλύπτονταν από καταιγισμό βελών, που προξενούσε απώλειες στους Γαζαίους, οι οποίοι ωστόσο άντεξαν σε τρία επιθετικά κύματα. Λόγω των μεγάλων απωλειών τους και των εκτεταμένων ζημιών στα τείχη, το τέταρτο επιθετικό κύμα τους κατέβαλε εύκολα. Οι Μακεδόνες είχαν πολύ υψηλό φρόνημα, κόμπαζαν για τα κατορθώματά τους και έριζαν ποιος θα ανεβεί πρώτος στις κλίμακες. Τελικά πρώτος πάτησε στα τείχη της Γάζας ο εταίρος Νεοπτόλεμος από το γένος των Αιακιδών. Πέρασαν με μεγάλη ευκολία τα τείχη και άνοιγαν διαδοχικά τις πύλες, απ’ όπου όλο και περισσότεροι πολιορκητές εισέβαλλαν στην πόλη. Οι υπερασπιστές της όμως δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Παρέμειναν όλοι συγκεντρωμένοι, πολέμησαν ηρωικά χωρίς να χαλάσουν τις γραμμές τους και έπεσαν μέχρις ενός, ανεβάζοντας τους πεσόντες σε 10.000. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος εξανδραπόδισε τα γυναικόπαιδα, μετέφερε τους γειτονικούς πληθυσμούς, για να την κατοικήσουν, και τη χρησιμοποίησε ως φρούριο. Η πολιορκία της Γάζας διήρκεσε δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα (15 Αυγούστου – 16 Σεπτεμβρίου) και τον Βοηδρομιώνα (15 Σεπτεμβρίου – 16 Οκτωβρίου) του 332 π.Χ.
Πολλά έχουν γραφεί για την επίσκεψη του Αλεξάνδρου στο μαντείο του Άμμωνος Διός στην έρημο της Λιβύης, ωστόσο δεν είναι γνωστό ούτε τι ερωτήσεις έγιναν από τον στρατηλάτη, ούτε τί απαντήσεις πήρε. Οι «Απόρρητες μαντείες» για τις οποίες κάνει λόγο ο Αλέξανδρος σε επιστολή του προς την μητέρα του έμειναν για πάντα μυστικές αφού μητέρα και γιος δεν συναντήθηκαν ποτέ μετά την επίσκεψη του Μακεδόνα βασιλιά στον Άμμωνα. Ο Αλέξανδρος συμβουλεύτηκε ξανά τον μαντείο του Διός Άμμωνος μετά τον θάνατο του αγαπημένου του Ηφαιστίωνος, στέλνονταν αντιπροσώπους του και ρωτώντας αν πρέπει ο Ηφαιστίων να λατρεύεται ως ήρωας ή ως θεός. Η απάντηση ήταν πρέπει να τιμάται ώς ήρωας και ο Αλέξανδρος ακολούθησε πρόθυμα τη συμβουλή του μαντείου. Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του Αλεξάνδρου υπήρξε η επίσκεψή του στο Μαντείο του Άμμωνος, στην έρημο Σίβα. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτής της επίσκεψης έχουν λάβει περισσότερο συμβολικό παρά ιστορικό χαρακτήρα. Το 322 π.Χ. εισέβαλε στην Αίγυπτο, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Δαρείου Γ’ να υποχωρήσουν στην πατρίδα τους. Στην Αίγυπτο υποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο λίγο έως πολύ ως απελευθερωτή και λυτρωτή, γιατί οι σχέσεις τους με τους Πέρσες δεν υπήρξαν ποτέ φιλικές. Εκεί ο Αλέξανδρος έμεινε αρκετούς μήνες, παρεκκλίνοντας από το αυστηρό και άκαμπτο κατακτητικό του πρόγραμμα. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατηλάτης γοητεύτηκε από τη χώρα. Από την άλλη, και με πιο ρεαλιστικές ερμηνείες, είναι γεγονός ότι η Αίγυπτος του εξασφάλιζε τους διαύλους επικοινωνίας με την Ελλάδα, όπως επίσης τον βοηθούσε σημαντικά στη διεκδίκηση από τους Φοίνικες του ελέγχου των εμπορικών οδών της Μεσογείου.
Στις 14 Νοεμβρίου του 322 π.Χ. ο Αλέξανδρος στέφτηκε Φαραώ και αναγορεύτηκε σε ζώσα θεότητα. Η πράξη του αυτή ήρθε σε άμεση αντίθεση με την ελληνική παράδοση, η οποία αποδοκίμαζε έντονα τη θεοποίηση των θνητών. Μάλιστα τους επόμενους δυο μήνες ο Αλέξανδρος δαπάνησε μεγάλα χρηματικά ποσά προκειμένου να ανακαινίσει τους αιγυπτιακούς ναούς και να αποδώσει τιμές στους πολιούχους τους. Επίσης γνωρίζουμε ότι μελέτησε και τα τοπικά ήθη και έθιμα. Στις αρχές του 331 π.Χ. εγκαταλείπει τη Μέμφιδα και ακολουθώντας βόρεια παραθαλάσσια πορεία φτάνει στο σημείο εκείνο όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια. Από εκεί περνά όλη την παραθαλάσσια περιοχή από τον Νείλο έως τον Ατλαντικό που καλύπτει η Λιβύη για να στραφεί προς τον Νότο συνοδευμένος με μια ομάδα ολιγάριθμων ιχνηλατών. Ο Αλέξανδρος, σχεδόν μόνος, βρέθηκε στην καρδιά της ερήμου έχοντας ως προορισμό την Όαση Σίβα, έδρα του Μαντείου του Άμμωνος. Επρόκειτο για ένα ταξίδι ιδιαίτερα παράτολμο, που ενείχε μεγάλους κινδύνους. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι παλαιότερα ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης είχε στείλει χιλιάδες στρατό προκειμένου να κατακτήσει τη Σίβα, όμως οι άνδρες του εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Αυτό το εγχείρημα δεν το είχε αποτολμήσει κανένας και εκ των Φαραώ. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να μην πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του, ο Αλέξανδρος υπήρξε ανένδοτος. Αντιμετωπίζοντας αυτός αλλά και η ομάδα του όλη την γκάμα των δυσκολιών μιας ακραία αφιλόξενης ερήμου, κατάφεραν τελικά να φτάσουν με εμφανή τα σημάδια μιας επίπονης καταπόνησης στην Όαση Σίβα.
Από τις εκβολές του Νείλου, όπου είχε οριοθετήσει την πόλη του, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με ένα ελαφρύ και ταχυκίνητο απόσπασμα συνοδείας για το μαντείο του Άμμωνα Ρα στην όαση Σίουα, ένα δύσκολο ταξίδι περίπου 530 χλμ ή 2.867 σταδίων, δηλαδή περίπου 15 σταθμών. Κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς δεν αναφέρει πόσο στρατό πήρε μαζί του ο Αλέξανδρος, αλλά θα πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι ήταν ελαφροί πεζοί και ιππείς, ίσως υπασπιστές και πρόδρομοι, ενώ για τη μεταφορά των εφοδίων ο Κούρτιος λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν καμήλες. Προχώρησε παραλιακά, ώστε να έχει την υποστήριξη του στόλου, διέσχισε την όχι εντελώς άνυδρη έρημο και μετά από 1.600 στάδια (295 χλμ) έφτασε στο Παραιτόνιο (Μάρσα Ματρούχ). Εκεί τον συνάντησαν πρέσβεις από τις ελληνικές πόλεις της Κυρηναϊκής. Του παρέδωσαν ένα στεφάνι, 300 ίππους πολεμιστάς, 5 εξαιρετικά τέθριππα (ίσως ένα από κάθε μέλος της ελληνικής Πεντάπολης της Κυρηναικης) πολλά άλλα μεγαλοπρεπή δώρα και συνήψαν μαζί του σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας. Στο Παραιτόνιο ανεφοδιάστηκαν για τελευταία φορά από το στόλο, στράφηκα νότια και μπήκαν στην έρημο, που ήταν αμμώδης και άνυδρη και όπου ο Καμβύσης έχασε 50.000 άνδρες σε μία αμμοθύελλα. Στα 1.388 στάδια ή 7 περίπου σταθμούς, που απέμεναν ως το μαντείο, δεν θα χρειαζόταν να ανεφοδιασθούν σε τρόφιμα, αλλά το νερό θα τους έφτανε μόνο για τέσσερεις ημέρες. Προχωρούσαν κυρίως το βράδυ, λίγο πριν τη δύση του ηλίου μέχρι λίγο μετά την ανατολή του, ώστε να αποφεύγουν τον εξοντωτικό ήλιο της ερήμου. Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε αυτήν την τακτική και στις άλλες ερήμους, που χρειάσθηκε να διασχίσει. Την τέταρτη ημέρα από την τελευταία υδροληψία ένας ισχυρός νότιος άνεμος σήκωσε αμμοθύελλα, που κατέστρεψε όλα τα μονοπάτια, τα ίχνη και τα σημάδια επί του δρομολογίου με συνέπεια οι οδηγοί να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Το απόθεμα του νερού εξαντλήθηκε, αλλά με παρέμβαση του Άμμωνα, ο οποίος σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς ήθελε ο Αλέξανδρος να φτάσει στο μαντείο του, έβρεξε ξαφνικά και το απόσπασμα μπόρεσε να υδροδοτηθεί για άλλες τέσσερις ημέρες. Εκτός από τη βροχή ο Άμμων τους έστειλε κι άλλη βοήθεια. Κατά τον Καλλισθένη μπροστά από το απόσπασμα πετούσαν κοράκια, που κράζοντας τους έδειχναν την πορεία και βοηθούσαν να βρουν το κύριο σώμα, όσοι έχαναν το δρόμο μέσα στη νύχτα. Κατά τον Αριστόβουλο τα κοράκια ήταν δύο και ίσως δεν είναι χωρίς σημασία αυτή η διήγηση, αφού κατά την παράδοση της περιοχής μέχρι και σήμερα το πέταγμα δύο κοράκων θεωρείται ευτυχής οιωνός για τους αυτόχθονες, που ξεκινούν ταξίδι για την όαση Σίουα. Κατά τον Πτολεμαίο δεν ήταν κοράκια, αλλά δύο δράκοντες με ανθρώπινη φωνή.
Τέτοια υπήρξε η επιθυμία του Αλεξάνδρου για το Μαντείο, που όταν έφτασαν δεν στάθηκε λεπτό να ξεκουραστεί, παρά μόνο έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις στον ναό του Άμμωνα, που ήταν η έδρα του Μαντείου. Εκεί τον περίμενε ο ανώτατος ιερέας, ο οποίος και τον προσφώνησε στα ελληνικά αποκαλώντας τον «Ω παι Διός», δηλαδή «παιδί του Δία». Μια μεταγενέστερη μαρτυρία προερχομένη από τον Πλούταρχο αναφέρει ότι ο ιερέας τον αποκάλεσε εσφαλμένα «Ω, παιδίον», δηλαδή «παιδί μου». Κατόπιν ο Αλέξανδρος έτυχε της σπάνιας τιμής της πρόσβασης στο άδυτο του ιερού, προκειμένου να υποβάλει τις ερωτήσεις του στον μάντη. Γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος εν γένει ήταν λάτρης των Μαντείων, του άρεσε να προσφεύγει σε αυτά. Επίσης πρέπει να υπολόγιζε πολύ στην επιβεβαίωση της θεϊκής του υπόστασης και καταγωγής από το Μαντείο, πράγμα που πιθανότατα να το ήθελε για πολιτικούς λόγους, μια και σχεδίαζε την εκστρατεία του στα βάθη της Ανατολής. Λέγεται ότι κατά την έξοδό του από το ιερό τον περίμεναν οι σύντροφοί του με αγωνία και τον ρωτούσαν για το τι διημείφθη. Εκείνος ωστόσο αρκέστηκε να απαντήσει ότι για το τι συνέβη στο ιερό θα ενημερώσει μόνο τη μητέρα του όταν συναντηθούν ξανά στην πατρίδα. Πιθανολογείται ότι ο Αλέξανδρος ρώτησε να μάθει τη γνώμη του Μαντείου σχετικά με τη θεϊκή του καταγωγή. Ωστόσο, σύμφωνα με μια μεγάλη μερίδα ιστορικών της αρχαιότητας, ο Αλέξανδρος ρώτησε πριν απ’ όλα σχετικά με τους δολοφόνους του πατέρα του. Και εάν έχει μείνει κανείς ζωντανός από αυτούς. Ό,τι κι αν ερώτησε και όποια απάντηση κι αν έλαβε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επίσκεψη αυτή του Αλεξάνδρου στο Μαντείο υπήρξε καταλυτική για τον ίδιο και τη μετέπειτα πορεία του.Τα επόμενα οκτώ χρονιά ο νεαρός Μακεδόνας κατάφερε να πετύχει άθλους που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους, διασχίζοντας την Περσική Αυτοκρατορία, αχαρτογράφητες περιοχές, φτάνοντας στα σύνορα της Κίνας και στα ενδότερα της Ινδίας, διατρέχοντας αδιάβατες ερήμους. Όπως και να έχει, οι πράξεις του υπερβαίνουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η αχανής ελληνική αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, μολονότι κατακερματίστηκε από τους επιγόνους του μετά τον θάνατό του, καθόρισε τις εξελίξεις της Ιστορίας και κυρίως άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις επόμενες γενιές. Η επιθυμία του ιδίου να ταφεί στο ιερό του Άμμωνος Διός δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την επιρροή που του ασκήθηκε εκεί. Η σορός του Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο, όμως ποτέ δεν μάθαμε πού είναι ο τάφος του. Οι περισσότεροι ειδικοί, αρχαιολόγοι και ιστορικοί, φρονούν ότι βρίσκεται θαμμένος κάπου στην Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί που πιστεύουν ότι βρίσκεται στην Όαση Σίβα, όπως ήταν και η επιθυμία. Ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου 331 π.Χ στη Μέμφιδα, βρήκε να τον περιμένουν πολλές πρεσβείες από την Ελλάδα και εκείνος τους ικανοποίησε όλα τα αιτήματα. Παρέλαβε και ενισχύσεις από τον Αντίπατρο, 400 Έλληνες μισθοφόρους υπό τον Μένοιτο του Ηγήσανδρου και 500 Θράκες ιππείς υπό τον Ασκληπιόδωρο του Ευνίκου. Έκανε πάλι θυσίες, παρέλαση, αθλητικούς και μουσικούς αγώνες και τακτοποίησε τα διοικητικά ζητήματα της σατραπείας.
Μετά την μάχη στα Γαυγαμηλα και ενώ ο Αλέξανδρος αδυνατούσε να βρει πέρασμα προς τα Σούσα, παρουσιάστηκε μπροστά του κάποιος ντόπιος, Λύκιος στην καταγωγή από την Μικρά Ασία, και ντυμένος με προβιά λύκου, ο οποίος εθελοντικά υπέδειξε στον Αλέξανδρο έναν άλλο δρόμο. Το περιστατικό αυτό θεωρήθηκε ως πραγματοποίηση παλαιού χρησμού της Πυθίας, η οποία είχε πει στον Αλέξανδρο όταν ακόμα ήταν παιδί πως ένας λύκος θα γίνει οδηγός του στην εκστρατεία κατά της Περσίας. Ο επόμενος χρησμός σχετίζεται με την επίσκεψη του Αλεξάνδρου στους Δελφούς και κατά τον Πλούταρχο αυτή έγινε σε ημέρες αποφράδες γι'αυτό και η Πυθία αρνήθηκε να χρησμοδοτήσει. Τότε ο νεαρός βασιλιάς την έσυρε δια της βίας προς τον ναό και αυτή μπροστά στην ορμητική του δύναμη, είπε: "Ανίκητος είσαι ώ παί". Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος απάντησε πως δεν χρειάζεται άλλο τίποτε διότι τον χρησμό που ήθελε τον πήρε. Πλούταρχος : "Θέλοντας να συμβουλευτεί τον θεό για την εκστρατεία, επισκέφτηκε τους Δελφούς. Αλλά κατά τύχη, επειδή εκείνες οι ημέρες ήταν αποφράδες και ήταν καθιερωμένο να μη δίνονται χρησμοί κατά τη διάρκειά τους, έστειλε πρώτα αγγελιαφόρο για να καλέσει την προμάντιδα. Καθώς όμως εκείνη αρνιόταν και επικαλούνταν τον νόμο ως δικαιολογία, ανέβηκε ο ίδιος στον ναό και την έσερνε με τη βία· τότε εκείνη, σαν να είχε καταβληθεί από τη βία, είπε: «είσαι ανίκητος, παιδί μου». Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, είπε ότι δεν χρειαζόταν πια άλλο χρησμό, αλλά ότι είχε από αυτήν τον χρησμό που ήθελε. Όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία, ανάμεσα σε άλλα σημάδια που έκαναν την εμφάνισή τους από τον θεό, ήταν και η μεγάλη εφίδρωση εκείνες τις ημέρες του ξόανου του Ορφέα —ήταν κυπαρισσένιο— στα Λείβηθρα. Και ενώ όλοι φοβούνταν με το σημάδι, ο Αρίστανδρος συνιστούσε να έχουν θάρρος, γιατί ο Αλέξανδρος θα κατόρθωνε πράγματα άξια να γίνουν τραγούδια και περιβόητα, τέτοια που θα προκαλέσουν πολύν ιδρώτα και κόπο στους ποιητές και στους μουσικούς που θα τα υμνήσουν."
Πλούταρχος : " Τότε, αφού μίλησε για πολύ στους Θεσσαλούς και στους άλλους Έλληνες, καθώς του έδιναν θάρρος φωνάζοντας να τους οδηγήσει εναντίον των βαρβάρων, παίρνοντας με τ’ αριστερό χέρι το ακόντιο, παρακαλούσε τους θεούς με το δεξί και ευχόταν, όπως λέει ο Καλλισθένης, αν πράγματι είχε γεννηθεί από το Δία, να προσφέρουν βοήθεια και ενίσχυση στους Έλληνες. Ο μάντης Αρίστανδρος επίσης με λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνι πάνω στο άλογο, δίπλα του, έδειχνε έναν αετό που πέταξε πάνω από το κεφάλι του Αλέξανδρου και τον κατηύθυνε πετώντας κατευθείαν εναντίον των εχθρών, ώστε ενθάρρυνε πολύ όσους έβλεπαν, και με τις προτροπές του ενός στον άλλον οι ιππείς επιτέθηκαν τρέχοντας στους εχθρούς, και ακολουθούσε η φάλαγγα σαν κύμα. Προτού όμως συμπλακούν οι πρώτοι, οι βάρβαροι έφυγαν από τις γραμμές τους και άρχισε η καταδίωξη, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους νικημένους στη μέση όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Γιατί τον είδε από μακριά, στο βάθος, ανάμεσα στους ιππείς της βασιλικής ίλης που βρισκόταν σε παράταξη μπροστά του, όμορφο και. ψηλό να στέκεται πάνω σε ψηλό άρμα, τριγυρισμένο από πολλούς λαμπρούς ιππείς, πολύ καλά συγκεντρωμένους γύρω από το άρμα και σε τέτοια παράταξη, ώστε να δεχθούν τους εχθρούς. Αλλά όταν είδαν να πλησιάζει ο Αλέξανδρος από κοντά και να ρίχνει όσους έφευγαν σ’ αυτούς που έμεναν, τους τρόμαξε και έκανε τους περισσότερους να σκορπιστούν. Οι άριστοι και οι γενναιότεροι σκοτωμένοι μπροστά στο βασιλιά, καθώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, γίνονταν εμπόδιο στην καταδίωξη, γιατί οι ίδιοι και τα άλογα μπερδεύτηκαν μεταξύ τους. Ο Δαρείος, καθώς έβλεπε όλα τούτα τα φοβερά μπροστά στα μάτια του και πως οι δυνάμεις που είχαν παραταχθεί έπεφταν κάτω μπροστά του, επειδή δεν μπορούσε να στρίψει το άρμα και να φύγει, γιατί οι τροχοί συγκρατούνταν από τα πτώματα, και τα άλογα, κρυμμένα και περικυκλωμένα από το πλήθος των σκοτωμένων, αναπηδούσαν και τράνταζαν τον ηνίοχο, εγκατέλειψε το άρμα και τα όπλα του, και ανεβαίνοντας, όπως λένε, σ’ ένα θηλυκό άλογο, που μόλις είχε γεννήσει, έφυγε. Αλλά δε θα ξέφευγε αν δεν έρχονταν και οι άλλοι ιππείς από τον Παρμενίωνα, για να ζητήσουν τον Αλέξανδρο, λέγοντας ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί πολλή δύναμη και οι εχθροί δεν οπισθοχωρούσαν. Κατηγορούν λοιπόν τον Παρμενίωνα διότι σ’ εκείνη τη μάχη ήταν νωθρός και ανίκανος, είτε διότι λόγω της ηλικίας έχασε το θάρρος του είτε διότι όπως λέει ο Καλλισθένης, είχε ζηλέψει την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη του Αλέξανδρου και τον φθονούσε. Ο βασιλιάς λοιπόν τότε, παρόλο που δυσαρεστήθηκε, δεν είπε την αλήθεια στους στρατιώτες, αλλά έδωσε το σύνθημα για ανάκληση, διότι τάχα ήθελε να σταματήσει τη σφαγή και ήταν σκοτάδι. Και προχωρώντας προς το τμήμα που κινδύνευε, άκουσε στο δρόμο ότι είχαν νικηθεί τελείως οι εχθροί και έφευγαν. Αφού η μάχη είχε αυτή την κατάληξη, φάνηκε πως η κυριαρχία των Περσών είχε καταλυθεί εντελώς, και αφού ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ασίας και πρόσφερε θυσίες στους θεούς με μεγαλοπρέπεια, έδινε στους φίλους του πλούτη και παλάτια και ηγεμονίες."
Αρριανός : "Επειδή οι Σκύθες δεν αποχωρούσαν από την όχθη του ποταμού, αλλά τους έβλεπαν να ρίχνουν βέλη στον ποταμό, ο οποίος σε αυτό το μέρος δεν ήταν πλατύς, και κάπως να χλευάζουν τον Αλέξανδρο με βαρβαρική θρασύτητα, —γιατί πίστευαν ότι τάχα δεν θα τολμούσε να τα βάλει με τους Σκύθες ή και αν το επιχειρούσε, θα μάθαινε τη διαφορά ανάμεσα στους Σκύθες και τους βαρβάρους της Ασίας— εξοργισμένος από αυτά ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να περάσει τον ποταμό και να τους επιτεθεί. Έτσι άρχισε να ετοιμάζει τις δερμάτινες σχεδίες για τη διάβαση. Ενώ όμως θυσίαζε για τη διάβαση, δεν είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα. Αν και στενοχωριόταν που δεν ήταν ευνοϊκό, περίμενε εκεί με υπομονή. Επειδή ωστόσο δεν έφευγαν οι Σκύθες, ο Αλέξανδρος θυσίασε ξανά για τη διάβαση, αλλά και πάλι ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι οι θυσίες προμήνυαν κίνδυνο για αυτόν. Ο Αλέξανδρος είπε τότε ότι ήταν προτιμότερο να διατρέξει τον έσχατο κίνδυνο παρά αυτός που είχε υποτάξει ολόκληρη σχεδόν την Ασία να γίνει περίγελος των Σκυθών, όπως ακριβώς είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια ο Δαρείος, ο πατέρας του Ξέρξη. Ο Αρίστανδρος όμως αρνήθηκε να εξηγήσει τις θυσίες κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που φανέρωνε ο θεός, επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ακούσει άλλα πράγματα...." Οι Σκύθες δεν μπορούσαν πια να αλλάζουν θέση ιππεύοντας κυκλικά, όπως έκαναν ως τότε, επειδή τους πίεζαν συγχρόνως και οι ιππείς και οι ελαφρά οπλισμένοι που ήταν ανακατεμένοι με τους ιππείς και δεν τους άφηναν να κάνουν με ασφάλεια κυκλικές κινήσεις. Τότε πλέον τράπηκαν οι Σκύθες σε ολοκληρωτική φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι και ένας από τους αρχηγούς τους, ο Σατράκης, και αιχμαλωτίσθηκαν περίπου εκατόν πενήντα. Επειδή όμως η καταδίωξη γινόταν με ταχύτητα και με πολλή ταλαιπωρία εξαιτίας της μεγάλης ζέστης, υπέφερε όλος ο στρατός από δίψα και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, καθώς προχωρούσε έφιππος, έπινε ό,τι νερό έβρισκε σε εκείνη την περιοχή. Επειδή το νερό ήταν μολυσμένο, τον έπιασε ξαφνικά μία ακατάσχετη διάρροια· για τον λόγο αυτό η καταδίωξη δεν επεκτάθηκε σε όλους τους Σκύθες. Διαφορετικά νομίζω ότι όλοι οι Σκύθες θα είχαν σκοτωθεί στη φυγή τους, αν δεν καταβαλόταν σωματικά ο Αλέξανδρος. Ο ίδιος διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο και μεταφέρθηκε πίσω στο στρατόπεδο. Έτσι βγήκε αληθινή η προφητεία του Αρίστανδρου. Λίγο αργότερα ήρθαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις από τον βασιλιά των Σκυθών, που στάλθηκαν με σκοπό να απολογηθούν για όσα είχαν γίνει λέγοντας ότι δεν έγιναν από το οργανωμένο κράτος των Σκυθών, αλλά από αυτούς που κατά ληστρικό τρόπο επιχειρούσαν διαρπαγές και ότι ήταν πρόθυμος ο βασιλιάς τους να εκτελέσει τις διαταγές του Αλεξάνδρου."
Περί το 325 π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία και συγκεκριμένα στην πολιορκία εναντίον των Μαλλών και Οξυδαρκών, όταν τα τμήματα υπό τον Αλέξανδρο και τον Περδίκκα αντίστοιχα, ετοιμάζονταν να προσβάλουν τα τείχη, ο μάντης Δημοφών είπε στον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει την πολιορκία, διότι οι οιωνοί προέβλεπαν σοβαρό τραυματισμό του. Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια. Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία. Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν. Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος. Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό. Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία. Ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα και ο Λεοννάτος στάθηκαν από πάνω του, για να τον προστατέψουν από τις βολές. Με εξαίρεση τον Αρριανό, που δίνει την παραπάνω περιγραφή, οι υπόλοιποι αρχαίοι ιστορικοί προβάλλουν υπερβολικά την μαχητική ικανότητα του βαριά τραυματισμένου Αλεξάνδρου και πριν χάσει τις αισθήσεις του τον θέλουν να σκοτώνει τον Ινδό, που τόλμησε να τον τραυματίσει. Μάλιστα, ο Ιουστίνος θέλει τον Αλέξανδρο «να κατακόπτει ή να απωθεί ολομόναχος πολλές χιλιάδες» εχθρών. Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα. Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών. Όταν το πλοίο, που τον μετέφερε, πλησίασε στο στρατόπεδο, ο Αλέξανδρος διέταξε να αφαιρέσουν τη σκηνή από την πρύμνη, ώστε να τον δει όλο το στρατόπεδο πάνω στο φορείο. Όμως η απελπισία, που είχε καταλάβει τους Μακεδόνες ήταν τέτοια, ώστε πίστεψαν ότι τον έβλεπαν νεκρό. Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το χέρι του και χαιρέτισε τη στρατιά, που επιτέλους πείστηκε ότι ήταν ζωντανός. Τότε όλοι αναβόησαν ανακουφισμένοι και κάποιοι έκλαιγαν από τη χαρά τους. Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια. Υπήρξαν όμως και οι δύσπιστοι, που χρειάστηκε να τον αγγίξουν ή να τον δουν από πολύ κοντά, για να πεισθούν τελείως. Κάποιοι απ’ τους εταίρους βρήκαν την ευκαιρία και του καταλόγισαν ότι διακινδυνεύει στη μάχη όχι ως στρατηγός αλλά ως στρατιώτης. Είχαν απόλυτο δίκιο κι ο ίδιος ασφαλώς το γνώριζε, αλλά η παρορμητική του φύση αυτό ακριβώς υπαγόρευε. Ο Erich von Daniken πως ακόμα ένα περιστατικό με ΑΤΙΑ καταγράφηκε κατα την πορεία του μακεδονικού στρατού προς τις Ινδίες. Κοντά σε έναν ποταμό εμφανίστηκαν δύο ιπτάμενα σκάφη, που περιγράφονται όπως οι ασπίδες της Τύρου, τα οποία εφόρμησαν κατα των στρατιωτών. Το αποτέλεσμα ήταν να πανικοβληθούν στρατιώτες, άλογα και ελέφαντες και να μη διασχίσουν τον ποταμό. Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρεται σε αυτά ως "πράγματα θεόσταλτα από άγνωστους θεούς". Ο Αλεξάνδρου θυσίασε στου θεούς του Ολύμπου και σταμάτησε την εισβολή στην Ινδία στον ποταμό Υφαση. Κατόπιν διέσχισε την Ινδία και την Περσία και έφτασε στην Βαβυλώνα όπου πέθανε.
Φαίνεται πως ανάμεσα στον Αλέξανδρο και στα μαντεία υπήρξαν σχέσεις πολύ καλές και στα πλαίσια του σεβασμού και της εκτίμησης. Τα μαντεία φέρθηκαν με φιλοφρόνηση και ευγένεια στο νεαρό βασιλιά αλλά και ο Αλέξανδρος έδειξε μεγάλο σεβασμό σε αυτά, στους θεούς και στις θρησκευτικές παραδόσεις. Οι Θεοί τον έχρισαν ανίκητο και γιό τους αλλά και ο Αλέξανδρος υπήρξε αντάξιός τους, δεν νικήθηκε αλλά έζησε "σαν θεός με ανθρώπινη τύχη" και μπόρεσε να παρασύρει στο διάβα του όχι μόνο τους εχθρούς αλλά και την τύχη, τους καιρούς και τους τόπους.
Πηγή : http://amfipolinews.blogspot.com/2018/08/blog-post_263.html
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=103&page=8
http://www.topontiki.gr/article/87790/i-oasi-siva-kai-o-tafos-toy-alexandroy
http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2018/01/blog-post_5472.html
https://olympia.gr/2018/01/03/τι-αποκάλυψε-ο-θεός-άμμων-στον-μέγα-αλέ/
https://chilonas.com/2014/08/06/httpwp-mep1op6y-1xz/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρίστανδρος
https://www.greekencyclopedia.com/aristandros-o-telmissefs-v-miso-4oy-ai-px-p14135.html
https://chilonas.com/2017/03/29/httpwp-mep1op6y-4wl/
https://www.mixanitouxronou.gr/i-epistimones-stin-ekstratia-tou-m-alexandrou-o-giatros-pou-tou-esose-ti-zoi-ke-o-vimatistes-pou-metrisan-me-akrivia-tin-asia-prin-2-300-chronia/
https://chilonas.com/2013/08/01/httpwp-mep1op6y-12j/
http://greeknation.blogspot.com/2014/03/332.html
https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/03/12/μέγας-αλέξανδρος-oι-τραυματισμοί-του/
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/gaugamila.htm
https://chilonas.com/2012/09/30/httpwp-mep1op6y-sn/
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=51
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=78
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=79
https://www.news247.gr/afieromata/otan-ta-ufo-emfanistikan-stin-ellada.6282137.html
https://www.newsbomb.gr/ellada/story/243523/ta-paraxena-tis-ekstrateias-toy-megaloy-alexandroy
Η θεωρία της θεϊκής καταγωγής του Αλεξάνδρου είχε αρχικά διατυπωθεί από τη μητέρα του, την Ολυμπιάδα, πριν ακόμη τον συλλάβει, η οποία είχε αναφέρει ότι κάποιο βράδυ, κατά την προετοιμασία του γάμου της και πριν κοιμηθεί για πρώτη φορά με τον Φίλιππο, είδε ένα όνειρο. Σε αυτό άκουσε πρώτα μία βροντή, μετά έπεσε στην κοιλιά της ένας κεραυνός και ξέσπασε σε φλόγες, που έσβησαν διασκορπιζόμενες στο χώρο. Το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο ανήκε στον θεό, που είχε χαρακτηριστικά την βροντή και τον κεραυνό, δηλαδή τον Δία και όχι στον θνητό σύζυγό της. «Ωθήθηκε» ο Φίλιππος να δει ένα όνειρο, που διόρθωνε εκείνο της Ολυμπιάδας. Σύμφωνα με αυτό είδε ότι έβαλε στην κοιλιά της την σφραγίδα του, που είχε σχήμα λέοντα. Κατόπιν ο μάντης Αρίστανδρος γνωμάτευσε ότι ουδεμία σφραγίδα αποτυπώνεται επάνω σε κάτι κενό, άρα το όνειρο αποδείκνυε ότι η Ολυμπιάδα θα έμενε έγκυος από τον Φίλιππο και ότι το παιδί θα είχε χαρακτήρα λιονταριού.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του με 32.000 στρατιώτες και σε διάστημα δέκα ετών έφτασε μέχρι την μακρινή Ινδία. Παρά τον ολιγάριθμο στρατό του, δημιούργησε την μεγαλύτερη αυτοκρατορία της αρχαιότητας και διέδωσε στους «βαρβάρους» τον ελληνικό ιδεώδες και πολιτισμό. Στο έργο του τον βοήθησαν σπουδαίοι Έλληνες επιστήμονες που τον ακολούθησαν στην εκστρατεία. Ανάμεσα τους ήταν σημαντικοί φιλόσοφοι, γιατροί, αρχιτέκτονες, τοπογράφοι, καλλιτέχνες και μάντεις. Μια από τις σημαντικότερες ομάδες μη στρατιωτικών ακολούθων ήταν οι μάντεις, όπως ο Αρίστανδρος από την Τελμισσό και ο Κλεομένης από τη Σπάρτη. Ερμήνευαν τους οιωνούς και τα παράξενα όνειρα και συμβούλευαν τον βασιλιά. Ο Πλούταρχος είχε περιγράψει ότι κάποια στιγμή ο Αρίστανδρος έκανε θυσία και είδε ότι η πόλη της Τύρου θα κυριευόταν εκείνο τον μήνα. Εν τω μεταξύ οι Μακεδόνες πολιορκούσαν για μήνες την φοινικική πόλη. Όταν ο Αρίστανδρος ανακοίνωσε την προφητεία του, οι στρατιώτες γέλασαν γιατί εκείνη ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Τότε, ο Αλέξανδρος διέταξε να μην θεωρείται εκείνη η μέρα η τριακοστή αλλά η εικοστή όγδοη και αμέσως να γίνει επίθεση, με αποτέλεσμα η πόλη να κυριευτεί σε μερικές ώρες, όπως είχε προφητεύσει ο μάντης. Στο έργο "Αλεξάνδρου Ανάβασις" του Αρριανού εμφανίστηκε ΑΤΙΑ. Συνέβη κατα την πολιορκία της Τύρου και, σύμφωνα με το κείμενο, "ιπτάμενες ασπίδες σε τριγωνικό σχηματισμό έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό, πάνω από τα κεφάλια των Μακεδόνων στρατιωτών". Στη συνέχεια οι ασπίδες αυτές κατευθύνθηκαν κάνοντας γύρους πάνω από την Τύρο, ενώ μια από αυτές εξαπέλυσε μια φωτεινή πύρινη ακτίνα. Ακολούθησαν και οι υπόλοιπες, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων στρατιωτών, μέχρι που ένα τμήμα από τα πέτρινα τείχη της Τύρου σωριάστηκε, επιτρέποντας στους Μακεδόνες να εισβάλουν στην πόλη.
Όλες οι χώρες των μεσογειακών παραλίων της σημερινής Μέσης Ανατολής ήταν στα χέρια του Αλεξάνδρου, εκτός από τη Γάζα στην Παλαιστίνη. Η Γάζα ήταν η τελευταία πόλη πριν από την έρημο και απείχε από τη θάλασσα 20 στάδια (περίπου 3,7 χμ), περιβαλλόταν από παραθαλάσσιο έλος, ήταν μεγάλη, προσβάσιμη μόνο μέσω αμμώδους εδάφους, χτισμένη σε ψηλή πρόσχωση και την προστάτευαν ισχυρά τείχη. Ο διοικητής της, ο ευνούχος Βάτης, θεωρώντας ότι η πόλη του ήταν απόρθητη, είχε κάνει από νωρίς προμήθειες για μακροχρόνια πολιορκία, προσέλαβε Άραβες μισθοφόρους και αρνήθηκε να παραδοθεί. Επειδή είχε προηγηθεί κάποιο θεϊκό σημάδι και ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι θα κινδύνευε η ζωή του, ο Αλέξανδρος κρατήθηκε μακριά από τις βολές των υπερασπιστών. Αρριανός : " Μόλις νόμισαν οι Μακεδόνες ότι το πρόχωμα είχε υψωθεί εκεί όπου έπρεπε, τοποθέτησαν επάνω σε αυτό τις μηχανές και άρχισαν να τις κινούν εναντίον του τείχους της Γάζας. Στο μεταξύ, ενώ κάποια μέρα θυσίαζε ο Αλέξανδρος και ήταν στεφανωμένος και έτοιμος να αρχίσει σύμφωνα με το έθιμο τη θυσία του πρώτου σφαγίου, ένα σαρκοφάγο πτηνό πέταξε πάνω από τον βωμό και άφησε να πέσει στο κεφάλι του Αλεξάνδρου μια πέτρα που κρατούσε στα πόδια του. Ο Αλέξανδρος ρώτησε τον μάντη Αρίστανδρο τί σήμαινε το θεϊκό σημάδι. Ο μάντης του αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, θα κυριέψεις την πόλη, πρέπει όμως να είσαι σήμερα προσεκτικός». Όταν όμως οι Άραβες έκαναν έξοδο, πυρπόλησαν τις μηχανές και απώθησαν τους Μακεδόνες, έτρεξε με τους υπασπιστές και απέτρεψε την καταισχύνη μίας φυγής. Στη φάση αυτή τραυματίσθηκε σοβαρά από βέλος καταπέλτη, που διαπέρασε την ασπίδα και το θώρακά του. Οι κινήσεις του μηχανικού καλύπτονταν από καταιγισμό βελών, που προξενούσε απώλειες στους Γαζαίους, οι οποίοι ωστόσο άντεξαν σε τρία επιθετικά κύματα. Λόγω των μεγάλων απωλειών τους και των εκτεταμένων ζημιών στα τείχη, το τέταρτο επιθετικό κύμα τους κατέβαλε εύκολα. Οι Μακεδόνες είχαν πολύ υψηλό φρόνημα, κόμπαζαν για τα κατορθώματά τους και έριζαν ποιος θα ανεβεί πρώτος στις κλίμακες. Τελικά πρώτος πάτησε στα τείχη της Γάζας ο εταίρος Νεοπτόλεμος από το γένος των Αιακιδών. Πέρασαν με μεγάλη ευκολία τα τείχη και άνοιγαν διαδοχικά τις πύλες, απ’ όπου όλο και περισσότεροι πολιορκητές εισέβαλλαν στην πόλη. Οι υπερασπιστές της όμως δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα. Παρέμειναν όλοι συγκεντρωμένοι, πολέμησαν ηρωικά χωρίς να χαλάσουν τις γραμμές τους και έπεσαν μέχρις ενός, ανεβάζοντας τους πεσόντες σε 10.000. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος εξανδραπόδισε τα γυναικόπαιδα, μετέφερε τους γειτονικούς πληθυσμούς, για να την κατοικήσουν, και τη χρησιμοποίησε ως φρούριο. Η πολιορκία της Γάζας διήρκεσε δύο μήνες, τον Μεταγειτνιώνα (15 Αυγούστου – 16 Σεπτεμβρίου) και τον Βοηδρομιώνα (15 Σεπτεμβρίου – 16 Οκτωβρίου) του 332 π.Χ.
Πολλά έχουν γραφεί για την επίσκεψη του Αλεξάνδρου στο μαντείο του Άμμωνος Διός στην έρημο της Λιβύης, ωστόσο δεν είναι γνωστό ούτε τι ερωτήσεις έγιναν από τον στρατηλάτη, ούτε τί απαντήσεις πήρε. Οι «Απόρρητες μαντείες» για τις οποίες κάνει λόγο ο Αλέξανδρος σε επιστολή του προς την μητέρα του έμειναν για πάντα μυστικές αφού μητέρα και γιος δεν συναντήθηκαν ποτέ μετά την επίσκεψη του Μακεδόνα βασιλιά στον Άμμωνα. Ο Αλέξανδρος συμβουλεύτηκε ξανά τον μαντείο του Διός Άμμωνος μετά τον θάνατο του αγαπημένου του Ηφαιστίωνος, στέλνονταν αντιπροσώπους του και ρωτώντας αν πρέπει ο Ηφαιστίων να λατρεύεται ως ήρωας ή ως θεός. Η απάντηση ήταν πρέπει να τιμάται ώς ήρωας και ο Αλέξανδρος ακολούθησε πρόθυμα τη συμβουλή του μαντείου. Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του Αλεξάνδρου υπήρξε η επίσκεψή του στο Μαντείο του Άμμωνος, στην έρημο Σίβα. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτής της επίσκεψης έχουν λάβει περισσότερο συμβολικό παρά ιστορικό χαρακτήρα. Το 322 π.Χ. εισέβαλε στην Αίγυπτο, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Δαρείου Γ’ να υποχωρήσουν στην πατρίδα τους. Στην Αίγυπτο υποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο λίγο έως πολύ ως απελευθερωτή και λυτρωτή, γιατί οι σχέσεις τους με τους Πέρσες δεν υπήρξαν ποτέ φιλικές. Εκεί ο Αλέξανδρος έμεινε αρκετούς μήνες, παρεκκλίνοντας από το αυστηρό και άκαμπτο κατακτητικό του πρόγραμμα. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο στρατηλάτης γοητεύτηκε από τη χώρα. Από την άλλη, και με πιο ρεαλιστικές ερμηνείες, είναι γεγονός ότι η Αίγυπτος του εξασφάλιζε τους διαύλους επικοινωνίας με την Ελλάδα, όπως επίσης τον βοηθούσε σημαντικά στη διεκδίκηση από τους Φοίνικες του ελέγχου των εμπορικών οδών της Μεσογείου.
Στις 14 Νοεμβρίου του 322 π.Χ. ο Αλέξανδρος στέφτηκε Φαραώ και αναγορεύτηκε σε ζώσα θεότητα. Η πράξη του αυτή ήρθε σε άμεση αντίθεση με την ελληνική παράδοση, η οποία αποδοκίμαζε έντονα τη θεοποίηση των θνητών. Μάλιστα τους επόμενους δυο μήνες ο Αλέξανδρος δαπάνησε μεγάλα χρηματικά ποσά προκειμένου να ανακαινίσει τους αιγυπτιακούς ναούς και να αποδώσει τιμές στους πολιούχους τους. Επίσης γνωρίζουμε ότι μελέτησε και τα τοπικά ήθη και έθιμα. Στις αρχές του 331 π.Χ. εγκαταλείπει τη Μέμφιδα και ακολουθώντας βόρεια παραθαλάσσια πορεία φτάνει στο σημείο εκείνο όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια. Από εκεί περνά όλη την παραθαλάσσια περιοχή από τον Νείλο έως τον Ατλαντικό που καλύπτει η Λιβύη για να στραφεί προς τον Νότο συνοδευμένος με μια ομάδα ολιγάριθμων ιχνηλατών. Ο Αλέξανδρος, σχεδόν μόνος, βρέθηκε στην καρδιά της ερήμου έχοντας ως προορισμό την Όαση Σίβα, έδρα του Μαντείου του Άμμωνος. Επρόκειτο για ένα ταξίδι ιδιαίτερα παράτολμο, που ενείχε μεγάλους κινδύνους. Λέγεται χαρακτηριστικά ότι παλαιότερα ο Πέρσης βασιλιάς Καμβύσης είχε στείλει χιλιάδες στρατό προκειμένου να κατακτήσει τη Σίβα, όμως οι άνδρες του εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Αυτό το εγχείρημα δεν το είχε αποτολμήσει κανένας και εκ των Φαραώ. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να μην πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του, ο Αλέξανδρος υπήρξε ανένδοτος. Αντιμετωπίζοντας αυτός αλλά και η ομάδα του όλη την γκάμα των δυσκολιών μιας ακραία αφιλόξενης ερήμου, κατάφεραν τελικά να φτάσουν με εμφανή τα σημάδια μιας επίπονης καταπόνησης στην Όαση Σίβα.
Από τις εκβολές του Νείλου, όπου είχε οριοθετήσει την πόλη του, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε με ένα ελαφρύ και ταχυκίνητο απόσπασμα συνοδείας για το μαντείο του Άμμωνα Ρα στην όαση Σίουα, ένα δύσκολο ταξίδι περίπου 530 χλμ ή 2.867 σταδίων, δηλαδή περίπου 15 σταθμών. Κανένας από τους αρχαίους ιστορικούς δεν αναφέρει πόσο στρατό πήρε μαζί του ο Αλέξανδρος, αλλά θα πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι ήταν ελαφροί πεζοί και ιππείς, ίσως υπασπιστές και πρόδρομοι, ενώ για τη μεταφορά των εφοδίων ο Κούρτιος λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν καμήλες. Προχώρησε παραλιακά, ώστε να έχει την υποστήριξη του στόλου, διέσχισε την όχι εντελώς άνυδρη έρημο και μετά από 1.600 στάδια (295 χλμ) έφτασε στο Παραιτόνιο (Μάρσα Ματρούχ). Εκεί τον συνάντησαν πρέσβεις από τις ελληνικές πόλεις της Κυρηναϊκής. Του παρέδωσαν ένα στεφάνι, 300 ίππους πολεμιστάς, 5 εξαιρετικά τέθριππα (ίσως ένα από κάθε μέλος της ελληνικής Πεντάπολης της Κυρηναικης) πολλά άλλα μεγαλοπρεπή δώρα και συνήψαν μαζί του σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας. Στο Παραιτόνιο ανεφοδιάστηκαν για τελευταία φορά από το στόλο, στράφηκα νότια και μπήκαν στην έρημο, που ήταν αμμώδης και άνυδρη και όπου ο Καμβύσης έχασε 50.000 άνδρες σε μία αμμοθύελλα. Στα 1.388 στάδια ή 7 περίπου σταθμούς, που απέμεναν ως το μαντείο, δεν θα χρειαζόταν να ανεφοδιασθούν σε τρόφιμα, αλλά το νερό θα τους έφτανε μόνο για τέσσερεις ημέρες. Προχωρούσαν κυρίως το βράδυ, λίγο πριν τη δύση του ηλίου μέχρι λίγο μετά την ανατολή του, ώστε να αποφεύγουν τον εξοντωτικό ήλιο της ερήμου. Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε αυτήν την τακτική και στις άλλες ερήμους, που χρειάσθηκε να διασχίσει. Την τέταρτη ημέρα από την τελευταία υδροληψία ένας ισχυρός νότιος άνεμος σήκωσε αμμοθύελλα, που κατέστρεψε όλα τα μονοπάτια, τα ίχνη και τα σημάδια επί του δρομολογίου με συνέπεια οι οδηγοί να χάσουν τον προσανατολισμό τους. Το απόθεμα του νερού εξαντλήθηκε, αλλά με παρέμβαση του Άμμωνα, ο οποίος σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς ήθελε ο Αλέξανδρος να φτάσει στο μαντείο του, έβρεξε ξαφνικά και το απόσπασμα μπόρεσε να υδροδοτηθεί για άλλες τέσσερις ημέρες. Εκτός από τη βροχή ο Άμμων τους έστειλε κι άλλη βοήθεια. Κατά τον Καλλισθένη μπροστά από το απόσπασμα πετούσαν κοράκια, που κράζοντας τους έδειχναν την πορεία και βοηθούσαν να βρουν το κύριο σώμα, όσοι έχαναν το δρόμο μέσα στη νύχτα. Κατά τον Αριστόβουλο τα κοράκια ήταν δύο και ίσως δεν είναι χωρίς σημασία αυτή η διήγηση, αφού κατά την παράδοση της περιοχής μέχρι και σήμερα το πέταγμα δύο κοράκων θεωρείται ευτυχής οιωνός για τους αυτόχθονες, που ξεκινούν ταξίδι για την όαση Σίουα. Κατά τον Πτολεμαίο δεν ήταν κοράκια, αλλά δύο δράκοντες με ανθρώπινη φωνή.
Τέτοια υπήρξε η επιθυμία του Αλεξάνδρου για το Μαντείο, που όταν έφτασαν δεν στάθηκε λεπτό να ξεκουραστεί, παρά μόνο έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις στον ναό του Άμμωνα, που ήταν η έδρα του Μαντείου. Εκεί τον περίμενε ο ανώτατος ιερέας, ο οποίος και τον προσφώνησε στα ελληνικά αποκαλώντας τον «Ω παι Διός», δηλαδή «παιδί του Δία». Μια μεταγενέστερη μαρτυρία προερχομένη από τον Πλούταρχο αναφέρει ότι ο ιερέας τον αποκάλεσε εσφαλμένα «Ω, παιδίον», δηλαδή «παιδί μου». Κατόπιν ο Αλέξανδρος έτυχε της σπάνιας τιμής της πρόσβασης στο άδυτο του ιερού, προκειμένου να υποβάλει τις ερωτήσεις του στον μάντη. Γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος εν γένει ήταν λάτρης των Μαντείων, του άρεσε να προσφεύγει σε αυτά. Επίσης πρέπει να υπολόγιζε πολύ στην επιβεβαίωση της θεϊκής του υπόστασης και καταγωγής από το Μαντείο, πράγμα που πιθανότατα να το ήθελε για πολιτικούς λόγους, μια και σχεδίαζε την εκστρατεία του στα βάθη της Ανατολής. Λέγεται ότι κατά την έξοδό του από το ιερό τον περίμεναν οι σύντροφοί του με αγωνία και τον ρωτούσαν για το τι διημείφθη. Εκείνος ωστόσο αρκέστηκε να απαντήσει ότι για το τι συνέβη στο ιερό θα ενημερώσει μόνο τη μητέρα του όταν συναντηθούν ξανά στην πατρίδα. Πιθανολογείται ότι ο Αλέξανδρος ρώτησε να μάθει τη γνώμη του Μαντείου σχετικά με τη θεϊκή του καταγωγή. Ωστόσο, σύμφωνα με μια μεγάλη μερίδα ιστορικών της αρχαιότητας, ο Αλέξανδρος ρώτησε πριν απ’ όλα σχετικά με τους δολοφόνους του πατέρα του. Και εάν έχει μείνει κανείς ζωντανός από αυτούς. Ό,τι κι αν ερώτησε και όποια απάντηση κι αν έλαβε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επίσκεψη αυτή του Αλεξάνδρου στο Μαντείο υπήρξε καταλυτική για τον ίδιο και τη μετέπειτα πορεία του.Τα επόμενα οκτώ χρονιά ο νεαρός Μακεδόνας κατάφερε να πετύχει άθλους που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους, διασχίζοντας την Περσική Αυτοκρατορία, αχαρτογράφητες περιοχές, φτάνοντας στα σύνορα της Κίνας και στα ενδότερα της Ινδίας, διατρέχοντας αδιάβατες ερήμους. Όπως και να έχει, οι πράξεις του υπερβαίνουν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Η αχανής ελληνική αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, μολονότι κατακερματίστηκε από τους επιγόνους του μετά τον θάνατό του, καθόρισε τις εξελίξεις της Ιστορίας και κυρίως άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στις επόμενες γενιές. Η επιθυμία του ιδίου να ταφεί στο ιερό του Άμμωνος Διός δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την επιρροή που του ασκήθηκε εκεί. Η σορός του Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο, όμως ποτέ δεν μάθαμε πού είναι ο τάφος του. Οι περισσότεροι ειδικοί, αρχαιολόγοι και ιστορικοί, φρονούν ότι βρίσκεται θαμμένος κάπου στην Αλεξάνδρεια. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί που πιστεύουν ότι βρίσκεται στην Όαση Σίβα, όπως ήταν και η επιθυμία. Ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας στα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου 331 π.Χ στη Μέμφιδα, βρήκε να τον περιμένουν πολλές πρεσβείες από την Ελλάδα και εκείνος τους ικανοποίησε όλα τα αιτήματα. Παρέλαβε και ενισχύσεις από τον Αντίπατρο, 400 Έλληνες μισθοφόρους υπό τον Μένοιτο του Ηγήσανδρου και 500 Θράκες ιππείς υπό τον Ασκληπιόδωρο του Ευνίκου. Έκανε πάλι θυσίες, παρέλαση, αθλητικούς και μουσικούς αγώνες και τακτοποίησε τα διοικητικά ζητήματα της σατραπείας.
Μετά την μάχη στα Γαυγαμηλα και ενώ ο Αλέξανδρος αδυνατούσε να βρει πέρασμα προς τα Σούσα, παρουσιάστηκε μπροστά του κάποιος ντόπιος, Λύκιος στην καταγωγή από την Μικρά Ασία, και ντυμένος με προβιά λύκου, ο οποίος εθελοντικά υπέδειξε στον Αλέξανδρο έναν άλλο δρόμο. Το περιστατικό αυτό θεωρήθηκε ως πραγματοποίηση παλαιού χρησμού της Πυθίας, η οποία είχε πει στον Αλέξανδρο όταν ακόμα ήταν παιδί πως ένας λύκος θα γίνει οδηγός του στην εκστρατεία κατά της Περσίας. Ο επόμενος χρησμός σχετίζεται με την επίσκεψη του Αλεξάνδρου στους Δελφούς και κατά τον Πλούταρχο αυτή έγινε σε ημέρες αποφράδες γι'αυτό και η Πυθία αρνήθηκε να χρησμοδοτήσει. Τότε ο νεαρός βασιλιάς την έσυρε δια της βίας προς τον ναό και αυτή μπροστά στην ορμητική του δύναμη, είπε: "Ανίκητος είσαι ώ παί". Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος απάντησε πως δεν χρειάζεται άλλο τίποτε διότι τον χρησμό που ήθελε τον πήρε. Πλούταρχος : "Θέλοντας να συμβουλευτεί τον θεό για την εκστρατεία, επισκέφτηκε τους Δελφούς. Αλλά κατά τύχη, επειδή εκείνες οι ημέρες ήταν αποφράδες και ήταν καθιερωμένο να μη δίνονται χρησμοί κατά τη διάρκειά τους, έστειλε πρώτα αγγελιαφόρο για να καλέσει την προμάντιδα. Καθώς όμως εκείνη αρνιόταν και επικαλούνταν τον νόμο ως δικαιολογία, ανέβηκε ο ίδιος στον ναό και την έσερνε με τη βία· τότε εκείνη, σαν να είχε καταβληθεί από τη βία, είπε: «είσαι ανίκητος, παιδί μου». Σαν άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, είπε ότι δεν χρειαζόταν πια άλλο χρησμό, αλλά ότι είχε από αυτήν τον χρησμό που ήθελε. Όταν ξεκίνησε για την εκστρατεία, ανάμεσα σε άλλα σημάδια που έκαναν την εμφάνισή τους από τον θεό, ήταν και η μεγάλη εφίδρωση εκείνες τις ημέρες του ξόανου του Ορφέα —ήταν κυπαρισσένιο— στα Λείβηθρα. Και ενώ όλοι φοβούνταν με το σημάδι, ο Αρίστανδρος συνιστούσε να έχουν θάρρος, γιατί ο Αλέξανδρος θα κατόρθωνε πράγματα άξια να γίνουν τραγούδια και περιβόητα, τέτοια που θα προκαλέσουν πολύν ιδρώτα και κόπο στους ποιητές και στους μουσικούς που θα τα υμνήσουν."
Πλούταρχος : " Τότε, αφού μίλησε για πολύ στους Θεσσαλούς και στους άλλους Έλληνες, καθώς του έδιναν θάρρος φωνάζοντας να τους οδηγήσει εναντίον των βαρβάρων, παίρνοντας με τ’ αριστερό χέρι το ακόντιο, παρακαλούσε τους θεούς με το δεξί και ευχόταν, όπως λέει ο Καλλισθένης, αν πράγματι είχε γεννηθεί από το Δία, να προσφέρουν βοήθεια και ενίσχυση στους Έλληνες. Ο μάντης Αρίστανδρος επίσης με λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνι πάνω στο άλογο, δίπλα του, έδειχνε έναν αετό που πέταξε πάνω από το κεφάλι του Αλέξανδρου και τον κατηύθυνε πετώντας κατευθείαν εναντίον των εχθρών, ώστε ενθάρρυνε πολύ όσους έβλεπαν, και με τις προτροπές του ενός στον άλλον οι ιππείς επιτέθηκαν τρέχοντας στους εχθρούς, και ακολουθούσε η φάλαγγα σαν κύμα. Προτού όμως συμπλακούν οι πρώτοι, οι βάρβαροι έφυγαν από τις γραμμές τους και άρχισε η καταδίωξη, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους νικημένους στη μέση όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Γιατί τον είδε από μακριά, στο βάθος, ανάμεσα στους ιππείς της βασιλικής ίλης που βρισκόταν σε παράταξη μπροστά του, όμορφο και. ψηλό να στέκεται πάνω σε ψηλό άρμα, τριγυρισμένο από πολλούς λαμπρούς ιππείς, πολύ καλά συγκεντρωμένους γύρω από το άρμα και σε τέτοια παράταξη, ώστε να δεχθούν τους εχθρούς. Αλλά όταν είδαν να πλησιάζει ο Αλέξανδρος από κοντά και να ρίχνει όσους έφευγαν σ’ αυτούς που έμεναν, τους τρόμαξε και έκανε τους περισσότερους να σκορπιστούν. Οι άριστοι και οι γενναιότεροι σκοτωμένοι μπροστά στο βασιλιά, καθώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, γίνονταν εμπόδιο στην καταδίωξη, γιατί οι ίδιοι και τα άλογα μπερδεύτηκαν μεταξύ τους. Ο Δαρείος, καθώς έβλεπε όλα τούτα τα φοβερά μπροστά στα μάτια του και πως οι δυνάμεις που είχαν παραταχθεί έπεφταν κάτω μπροστά του, επειδή δεν μπορούσε να στρίψει το άρμα και να φύγει, γιατί οι τροχοί συγκρατούνταν από τα πτώματα, και τα άλογα, κρυμμένα και περικυκλωμένα από το πλήθος των σκοτωμένων, αναπηδούσαν και τράνταζαν τον ηνίοχο, εγκατέλειψε το άρμα και τα όπλα του, και ανεβαίνοντας, όπως λένε, σ’ ένα θηλυκό άλογο, που μόλις είχε γεννήσει, έφυγε. Αλλά δε θα ξέφευγε αν δεν έρχονταν και οι άλλοι ιππείς από τον Παρμενίωνα, για να ζητήσουν τον Αλέξανδρο, λέγοντας ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί πολλή δύναμη και οι εχθροί δεν οπισθοχωρούσαν. Κατηγορούν λοιπόν τον Παρμενίωνα διότι σ’ εκείνη τη μάχη ήταν νωθρός και ανίκανος, είτε διότι λόγω της ηλικίας έχασε το θάρρος του είτε διότι όπως λέει ο Καλλισθένης, είχε ζηλέψει την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη του Αλέξανδρου και τον φθονούσε. Ο βασιλιάς λοιπόν τότε, παρόλο που δυσαρεστήθηκε, δεν είπε την αλήθεια στους στρατιώτες, αλλά έδωσε το σύνθημα για ανάκληση, διότι τάχα ήθελε να σταματήσει τη σφαγή και ήταν σκοτάδι. Και προχωρώντας προς το τμήμα που κινδύνευε, άκουσε στο δρόμο ότι είχαν νικηθεί τελείως οι εχθροί και έφευγαν. Αφού η μάχη είχε αυτή την κατάληξη, φάνηκε πως η κυριαρχία των Περσών είχε καταλυθεί εντελώς, και αφού ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε βασιλιάς της Ασίας και πρόσφερε θυσίες στους θεούς με μεγαλοπρέπεια, έδινε στους φίλους του πλούτη και παλάτια και ηγεμονίες."
Αρριανός : "Επειδή οι Σκύθες δεν αποχωρούσαν από την όχθη του ποταμού, αλλά τους έβλεπαν να ρίχνουν βέλη στον ποταμό, ο οποίος σε αυτό το μέρος δεν ήταν πλατύς, και κάπως να χλευάζουν τον Αλέξανδρο με βαρβαρική θρασύτητα, —γιατί πίστευαν ότι τάχα δεν θα τολμούσε να τα βάλει με τους Σκύθες ή και αν το επιχειρούσε, θα μάθαινε τη διαφορά ανάμεσα στους Σκύθες και τους βαρβάρους της Ασίας— εξοργισμένος από αυτά ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να περάσει τον ποταμό και να τους επιτεθεί. Έτσι άρχισε να ετοιμάζει τις δερμάτινες σχεδίες για τη διάβαση. Ενώ όμως θυσίαζε για τη διάβαση, δεν είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα. Αν και στενοχωριόταν που δεν ήταν ευνοϊκό, περίμενε εκεί με υπομονή. Επειδή ωστόσο δεν έφευγαν οι Σκύθες, ο Αλέξανδρος θυσίασε ξανά για τη διάβαση, αλλά και πάλι ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι οι θυσίες προμήνυαν κίνδυνο για αυτόν. Ο Αλέξανδρος είπε τότε ότι ήταν προτιμότερο να διατρέξει τον έσχατο κίνδυνο παρά αυτός που είχε υποτάξει ολόκληρη σχεδόν την Ασία να γίνει περίγελος των Σκυθών, όπως ακριβώς είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια ο Δαρείος, ο πατέρας του Ξέρξη. Ο Αρίστανδρος όμως αρνήθηκε να εξηγήσει τις θυσίες κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που φανέρωνε ο θεός, επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ακούσει άλλα πράγματα...." Οι Σκύθες δεν μπορούσαν πια να αλλάζουν θέση ιππεύοντας κυκλικά, όπως έκαναν ως τότε, επειδή τους πίεζαν συγχρόνως και οι ιππείς και οι ελαφρά οπλισμένοι που ήταν ανακατεμένοι με τους ιππείς και δεν τους άφηναν να κάνουν με ασφάλεια κυκλικές κινήσεις. Τότε πλέον τράπηκαν οι Σκύθες σε ολοκληρωτική φυγή. Σκοτώθηκαν περίπου χίλιοι και ένας από τους αρχηγούς τους, ο Σατράκης, και αιχμαλωτίσθηκαν περίπου εκατόν πενήντα. Επειδή όμως η καταδίωξη γινόταν με ταχύτητα και με πολλή ταλαιπωρία εξαιτίας της μεγάλης ζέστης, υπέφερε όλος ο στρατός από δίψα και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, καθώς προχωρούσε έφιππος, έπινε ό,τι νερό έβρισκε σε εκείνη την περιοχή. Επειδή το νερό ήταν μολυσμένο, τον έπιασε ξαφνικά μία ακατάσχετη διάρροια· για τον λόγο αυτό η καταδίωξη δεν επεκτάθηκε σε όλους τους Σκύθες. Διαφορετικά νομίζω ότι όλοι οι Σκύθες θα είχαν σκοτωθεί στη φυγή τους, αν δεν καταβαλόταν σωματικά ο Αλέξανδρος. Ο ίδιος διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο και μεταφέρθηκε πίσω στο στρατόπεδο. Έτσι βγήκε αληθινή η προφητεία του Αρίστανδρου. Λίγο αργότερα ήρθαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις από τον βασιλιά των Σκυθών, που στάλθηκαν με σκοπό να απολογηθούν για όσα είχαν γίνει λέγοντας ότι δεν έγιναν από το οργανωμένο κράτος των Σκυθών, αλλά από αυτούς που κατά ληστρικό τρόπο επιχειρούσαν διαρπαγές και ότι ήταν πρόθυμος ο βασιλιάς τους να εκτελέσει τις διαταγές του Αλεξάνδρου."
Περί το 325 π.Χ, κατά την διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία και συγκεκριμένα στην πολιορκία εναντίον των Μαλλών και Οξυδαρκών, όταν τα τμήματα υπό τον Αλέξανδρο και τον Περδίκκα αντίστοιχα, ετοιμάζονταν να προσβάλουν τα τείχη, ο μάντης Δημοφών είπε στον Αλέξανδρο να εγκαταλείψει την πολιορκία, διότι οι οιωνοί προέβλεπαν σοβαρό τραυματισμό του. Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια. Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, ο Αρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία. Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν. Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος. Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό. Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία. Ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα και ο Λεοννάτος στάθηκαν από πάνω του, για να τον προστατέψουν από τις βολές. Με εξαίρεση τον Αρριανό, που δίνει την παραπάνω περιγραφή, οι υπόλοιποι αρχαίοι ιστορικοί προβάλλουν υπερβολικά την μαχητική ικανότητα του βαριά τραυματισμένου Αλεξάνδρου και πριν χάσει τις αισθήσεις του τον θέλουν να σκοτώνει τον Ινδό, που τόλμησε να τον τραυματίσει. Μάλιστα, ο Ιουστίνος θέλει τον Αλέξανδρο «να κατακόπτει ή να απωθεί ολομόναχος πολλές χιλιάδες» εχθρών. Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα. Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών. Όταν το πλοίο, που τον μετέφερε, πλησίασε στο στρατόπεδο, ο Αλέξανδρος διέταξε να αφαιρέσουν τη σκηνή από την πρύμνη, ώστε να τον δει όλο το στρατόπεδο πάνω στο φορείο. Όμως η απελπισία, που είχε καταλάβει τους Μακεδόνες ήταν τέτοια, ώστε πίστεψαν ότι τον έβλεπαν νεκρό. Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το χέρι του και χαιρέτισε τη στρατιά, που επιτέλους πείστηκε ότι ήταν ζωντανός. Τότε όλοι αναβόησαν ανακουφισμένοι και κάποιοι έκλαιγαν από τη χαρά τους. Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια. Υπήρξαν όμως και οι δύσπιστοι, που χρειάστηκε να τον αγγίξουν ή να τον δουν από πολύ κοντά, για να πεισθούν τελείως. Κάποιοι απ’ τους εταίρους βρήκαν την ευκαιρία και του καταλόγισαν ότι διακινδυνεύει στη μάχη όχι ως στρατηγός αλλά ως στρατιώτης. Είχαν απόλυτο δίκιο κι ο ίδιος ασφαλώς το γνώριζε, αλλά η παρορμητική του φύση αυτό ακριβώς υπαγόρευε. Ο Erich von Daniken πως ακόμα ένα περιστατικό με ΑΤΙΑ καταγράφηκε κατα την πορεία του μακεδονικού στρατού προς τις Ινδίες. Κοντά σε έναν ποταμό εμφανίστηκαν δύο ιπτάμενα σκάφη, που περιγράφονται όπως οι ασπίδες της Τύρου, τα οποία εφόρμησαν κατα των στρατιωτών. Το αποτέλεσμα ήταν να πανικοβληθούν στρατιώτες, άλογα και ελέφαντες και να μη διασχίσουν τον ποταμό. Μάλιστα, ο ίδιος αναφέρεται σε αυτά ως "πράγματα θεόσταλτα από άγνωστους θεούς". Ο Αλεξάνδρου θυσίασε στου θεούς του Ολύμπου και σταμάτησε την εισβολή στην Ινδία στον ποταμό Υφαση. Κατόπιν διέσχισε την Ινδία και την Περσία και έφτασε στην Βαβυλώνα όπου πέθανε.
Φαίνεται πως ανάμεσα στον Αλέξανδρο και στα μαντεία υπήρξαν σχέσεις πολύ καλές και στα πλαίσια του σεβασμού και της εκτίμησης. Τα μαντεία φέρθηκαν με φιλοφρόνηση και ευγένεια στο νεαρό βασιλιά αλλά και ο Αλέξανδρος έδειξε μεγάλο σεβασμό σε αυτά, στους θεούς και στις θρησκευτικές παραδόσεις. Οι Θεοί τον έχρισαν ανίκητο και γιό τους αλλά και ο Αλέξανδρος υπήρξε αντάξιός τους, δεν νικήθηκε αλλά έζησε "σαν θεός με ανθρώπινη τύχη" και μπόρεσε να παρασύρει στο διάβα του όχι μόνο τους εχθρούς αλλά και την τύχη, τους καιρούς και τους τόπους.
Πηγή : http://amfipolinews.blogspot.com/2018/08/blog-post_263.html
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=103&page=8
http://www.topontiki.gr/article/87790/i-oasi-siva-kai-o-tafos-toy-alexandroy
http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2018/01/blog-post_5472.html
https://olympia.gr/2018/01/03/τι-αποκάλυψε-ο-θεός-άμμων-στον-μέγα-αλέ/
https://chilonas.com/2014/08/06/httpwp-mep1op6y-1xz/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρίστανδρος
https://www.greekencyclopedia.com/aristandros-o-telmissefs-v-miso-4oy-ai-px-p14135.html
https://chilonas.com/2017/03/29/httpwp-mep1op6y-4wl/
https://www.mixanitouxronou.gr/i-epistimones-stin-ekstratia-tou-m-alexandrou-o-giatros-pou-tou-esose-ti-zoi-ke-o-vimatistes-pou-metrisan-me-akrivia-tin-asia-prin-2-300-chronia/
https://chilonas.com/2013/08/01/httpwp-mep1op6y-12j/
http://greeknation.blogspot.com/2014/03/332.html
https://theancientwebgreece.wordpress.com/2017/03/12/μέγας-αλέξανδρος-oι-τραυματισμοί-του/
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/gaugamila.htm
https://chilonas.com/2012/09/30/httpwp-mep1op6y-sn/
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=51
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=78
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=74&page=79
https://www.news247.gr/afieromata/otan-ta-ufo-emfanistikan-stin-ellada.6282137.html
https://www.newsbomb.gr/ellada/story/243523/ta-paraxena-tis-ekstrateias-toy-megaloy-alexandroy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου