Είναι γνωστό σε όλους ότι παράλληλα με την έναρξη της επανάστασης του ’21 και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους η χώρα είχε να αντιμετωπίσει και το γλωσσικό πρόβλημα, δηλαδή ποια γλώσσα θα ομιλείται και θα γράφεται, ποια θα διδάσκεται στα σχολεία, με ποια θα σκέφτονται οι άνθρωποι, με ποια θα νομοθετούν, θα συνεννοούνται, θα αισθάνονται και θα δημιουργούν. Ως τότε η γλώσσα παράδερνε στην προφορική εκδοχή της, όπως αυτή αποτυπωνόταν σε διάφορες διαλέκτους που μιλιούνταν σε επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου. Από την κρητική έως την ποντιακή διάλεκτο, τα κερκυραϊκά και τα κυπριακά, τα μανιάτικα και τα μακεδονίτικα, τα πελαγίσια και τα βουνίσια, η γλώσσα ήταν σκόρπια στους πέντε ανέμους, όπως και ο διάσπαρτος στον κόσμο ελληνισμός. Καθώς γράφει ο Φίνλεϊ, τότε την Ελλάδα την κατοικούσαν δυο φυλές, οι Έλληνες και οι Αρβανίτες, που μιλούσαν, φυσικά, τα ελληνικά και τ’ αρβανίτικα. Ωστόσο, πέραση είχαν και οι προφορικές ντοπιολαλιές, αυτές που με άνεση και γνήσιο αίσθημα ομιλούνταν από τους τοπικούς πληθυσμούς, δηλαδή τους Μανιάτες και τους Λαλαίους, τους Υδραίους και τους Ψαριανούς, τους Βραχωρίτες και τους Σουλιώτες. Αυτή την εποχή όλοι μιλούσαν, αλλά ελάχιστοι έγραφαν. Η γραφή και η ανάγνωση ανήκε αποκλειστικά στους «μορφωμένους» ιερείς και στους λεγόμενους γραμματικούς, τους σπουδαγμένους και στους εμπόρους. Ανάμεσα στον πληθυσμό κάποιοι είχαν μάθει και μερικά κολλυβογράμματα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο, και μπορούσαν να ορνιθοσκαλίζουν τις σκέψεις τους, δίχως καν να έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν, για παράδειγμα, στις απαιτήσεις του πολεμικού ταχυδρομείου.
Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι' αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ' ένα περιστατικό που αφορά τον Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού...». Το ότι οι αγωνιστές του '21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ' αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του.
Άγνοια η και διαστρέβλωση της Ιστορίας προδίδει η καινοφανής άποψη που ακούσθηκε ότι δηλαδή μεγάλοι ήρωες του 1821 και των μετέπειτα εθνικών αγώνων υπήρξαν Αλβανοί. Γίνεται σύγχυση με τους Αρβανίτες, τους αρβανιτόφωνους Έλληνες. Άλλο, όμως, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και εξηγούμεθα: Ο Μάρκος Μπότσαρης, στη μνήμη του οποίου ασεβούν πολλοί, ήταν Έλλην αρβανιτόφωνος, όπως όλοι οι Σουλιώτες. Η ελληνική του συνείδηση φαίνεται και από την περίφημη φράση που είπε όταν πρωτοπάτησε στα Επτάνησα : Ο Έλλην δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος εκεί όπου κυματίζει η Βρετανική σημαία”. Οι Αρβανίτες είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών κατά τον δεκαετή Αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στην στεριά και στην θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα χωριά της Αττικής, Βοιωτίας, Νότιας Εύβοιας, Αργολιδοκορινθίας, νησιά Αργοσαρωνικού αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως τα χωριά του Σουλιμά στην Τριφυλία από όπου κατάγονταν και οι περίφημοι Ντρέδες του Μωριά, χωριά του Παναχαϊκού στην Ηλεία, χωριά της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας και κυρίως τα χωριά του Σουλίου, κατοικούνταν από Αρβανίτες. Είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Φραγκοκρατίας και λιγότερο, από διάφορες μικρότερες μετακινήσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. ΄Ετσι λοιπόν η πτώση του Βυζαντίου το 1453 βρίσκει τους Αρβανίτες εγκατεστημένους στον νοτιο-ελλαδικό χώρο να έχουν πλέον πλήρη εθνική συνείδηση και να έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογο παράγοντα του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου. Ταύτισαν την μοίρα τους με την μοίρα του Ελληνισμού στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του αυτοτέλεια και κυρίως έλαβαν μέρος με πρωταγωνιστικό πάρα πολλές φορές ρόλο σε όλα τα γεγονότα εναντίον των κατακτητών σε όλη την διάρκεια της σκλαβιάς. Σε έγγραφο ήδη από το 1479, του Προβλεπτή Μάρκου Βαρβαρίγου προς την Γερουσία της Βενετίας αναφέρονται τα εξής: «Οι Αρβανίτες και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένας και μόνο λαός, που μισεί κάθε ξένο». Βεβαίως και Λόρδος Βύρων είναι θαυμαστής των Αρβανιτών. Τους γνώρισε κατά την προεπαναστατική περίοδο και τους αφιέρωσε πολλές ωραίες στροφές στο ποίημά του «Τσάιλντ Χάρολντ». Η μεγαλύτερη δε απόδειξη της ελληνικής τους συνείδησης ήταν και η τεράστια συμμετοχή τους και συμβολή τους στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί από αυτούς ή ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή είχαν ταυτιστεί με τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματωλούς.
Όπως αναφέρει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του για τους αρβανίτες της Εύβοιας, «Η συμμετοχή των Αρβανιτών της Εύβοιας στον Αγώνα του ΄21 …. δεν εμφανίζει όψιμα ελληνοποιημένους «αλλοδαπούς» αλλά συνειδητοποιημένους Ρωμιούς». Και πιο κάτω «Η ολοκλήρωση της αφομοίωσης συντελέστηκε κατά την Τουρκοκρατία, όπου η ορθοδοξία βοήθησε καθοριστικά στην εθνική ταύτιση των δύο στοιχείων με την αντιδιαστολή τους προς τον αλλόθρησκο δυνάστη». «Αν στη γενιά του ‘21 οφείλουμε τη λευτεριά, στις προηγούμενες χρωστάμε την προετοιμασία της. Δίχως αυτές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Επανάσταση θα είχε εκραγεί το 1821 κι όχι μεταγενέστερα και αν η έκβασή της θα ήταν η ίδια με αυτή που γνωρίζουμε. Στη γενιά της προπαρασκευής ανήκουν οι γονείς και οι παππούδες των μαχητών του ‘21. Οι περισσότεροι από εκείνους έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να προλάβουν να ζήσουν την Επανάσταση ή να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη…».
Και στη θάλασσα ο κύριος κορμός της επανάστασης στηρίχθηκε στους αρβανίτες μια και οι πλέον ένδοξοι ναύαρχοι και ναυμάχοι είναι αρβανίτες και διέθεσαν στον αγώνα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών τους. Για την Ύδρα ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του Ανδρέα Μιαούλη και των γιών του Δημήτρη και Αντώνη, του Ανδρέα Πιπίνου του πυρπολητή, του Γεώργιου Σαχτούρη, του Αναστάση και Λάζαρου Τσαμαδού, του Ιάκωβου, Γεώργιου και Μανώλη Τομπάζη, του Αντώνη και Αλέξανδρου Κριεζή. Για τις Σπέτσες του Γκίκα Μπόταση και των γιών του Θεοδόση και Νικόλα, του αδελφού του Παναγιώτη, του Γιάννη Μέξη και των γιών του και τη θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Οι ναυτικές τους επιχειρήσεις και οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της Ναυτικής Ιστορίας της Επανάστασης του 1821. Με τα λίγα παραπάνω γεγονότα που αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητή η μεγάλη συμβολή των αρβανιτών και στην στεριά και στην θάλασσα στην νικηφόρα έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση του 1821. Δεν είναι βέβαια δυνατόν στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου να γίνει μία πλήρης καταγραφή των γεγονότων και κυρίως της πλήρους εξιστόρησης όλων των πτυχών του αγώνα. Αδιαμφισβήτητη όμως είναι η καθοριστική συμβολή όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων Αρβανιτών, από όποιο σημείο και αν αγωνίστηκαν στον Αγώνα της Εθνεγερσίας. Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα στην Αττική και στην απελευθέρωση της Αθήνας, γιατί ποτέ από την πολιτεία επίσημα δεν καθιερώθηκε και δεν τιμάται από το επίσημο κράτος. Μέχρι σήμερα όποιες πρωτοβουλίες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει από τους περιφεριακούς δήμους της Αττικής, από εκεί που κατάγονταν οι αγωνιστές της επανάστασης που απελευθέρωσαν την Αττική και την Αθήνα. Θα πρέπει επιτέλους να καθιερωθεί η 25η Απριλίου σαν επίσημη εορτή της πρώτης απελευθέρωσης της Αθήνας και να τιμηθούν οι αγωνιστές εκείνοι που πρώτοι όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές και έφεραν τον αέρα της λευτεριάς στην μετέπειτα πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
Πηγή : http://www.fourtounis.gr/arthra/2011/11/27/27-11-2011.html
https://www.antibaro.gr/article/4050
https://paraktios.gr/2019/03/25/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1/
Τα κείμενα και οι προκηρύξεις της Επανάστασης, τα Συντάγματα και οι αποφάσεις της συντάχθηκαν από άτομα υψηλής μόρφωσης, Φαναριώτες και προύχοντες, σε μια γλώσσα αποκαθαρμένη, πλούσια και επιμελημένη. Η αλληλογραφία των οπλαρχηγών, που θα μπορούσε, από την πλευρά αυτή, να μας μεταφέρει την υφή του απλού λόγου των αμόρφωτων η ελάχιστα μορφωμένων αυτών ανθρώπων, δεν βοηθά, συχνά, ούτε κι αυτή, καθώς τη σύνταξη των μηνυμάτων και των επιστολών τους αναλάμβαναν οι «γραμματιζούμενοι» γραμματικοί τους. Αν το πρόβλημα αυτό για την ελληνική γλώσσα είναι μεγάλο, γίνεται αξεπέραστο και πελώριο όταν πρόκειται για τη γλώσσα των πολυάριθμων εκείνων αγωνιστών που ήταν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι, και μάλιστα σε γλώσσες προφορικές και όχι γραπτές, όπως συνέβαινε με τους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Σπάνια από τα κείμενα-πηγές του Αγώνα μπορούμε να αντλήσουμε έστω μνεία γι' αυτές: έτσι π.χ., ο Ν. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, τα τόσο πολύτιμα και λεπτομερή, αναφερόμενος σ' ένα περιστατικό που αφορά τον Υδραίο- αρβανιτόφωνο Κουντουριώτη, καταγράφει την παροιμία που αυτός ανεφώνησε εις άπταιστον αλβανικήν «βάτε με κάλε, έρδε με γκομάρ» (που θα πει «πήγε με άλογο, γύρισε με γαϊδούρι»). Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Κ. Μεταξάς στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος σε μια ομιλία του Μάρκου Μπότσαρη προς τους συμπολεμιστές του Σουλιώτες, αρκείται να σημειώσει: «τους ελάλησεν εις την γλώσσαν των, αλβανιστί, οι δε λόγοι του ήσαν πλήρεις ενθουσιασμού και πατριωτισμού...». Το ότι οι αγωνιστές του '21 -είτε ελληνόφωνοι είτε αλλόφωνοι είτε δίγλωσσοι- βωμολοχούσαν και έβριζαν είναι περισσότερο από βέβαιο. Οι βωμολοχίες αυτές μόνο σε λίγες περιπτώσεις καταγράφτηκαν κι έφτασαν ως εμάς· η ευπρέπεια που υποβάλλει ο γραπτός λόγος, καθώς και η επιδίωξη λόγιου λόγου που επέλεξαν οι περισσότεροι από τους αγωνιστές όταν αργότερα, μετά τον Αγώνα, έγραφαν τα απομνημονεύματα τους, δεν επέτρεψαν να γνωρίζουμε πολλά για το θέμα αυτό. Γνωρίζουμε ότι πριν από τις μάχες οι αντίπαλοι συνομιλούσαν κατ' αρχάς ήρεμα, για να καταλήξουν -συνήθως αλβανιστί- σε ύβρεις αισχρές ο ένας για τη θρησκεία του άλλου, ύβρεις που από μόνες τους έδιναν το σύνθημα της μάχης και περιέγραφαν το μίσος και το πάθος. «Τούρκε, γαμώ την πίστη σου και το συκώτι σου», κραύγαζαν οι Έλληνες της Νάουσας, όταν κατά την εξέγερση τους έσφαζαν τους παλιούς τους φίλους Τούρκους συντοπίτες τους, όπως με φρίκη καταγράφει ο Κασομούλης στα απομνημονεύματα του.
Άγνοια η και διαστρέβλωση της Ιστορίας προδίδει η καινοφανής άποψη που ακούσθηκε ότι δηλαδή μεγάλοι ήρωες του 1821 και των μετέπειτα εθνικών αγώνων υπήρξαν Αλβανοί. Γίνεται σύγχυση με τους Αρβανίτες, τους αρβανιτόφωνους Έλληνες. Άλλο, όμως, Αλβανοί και άλλο Αρβανίτες. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και εξηγούμεθα: Ο Μάρκος Μπότσαρης, στη μνήμη του οποίου ασεβούν πολλοί, ήταν Έλλην αρβανιτόφωνος, όπως όλοι οι Σουλιώτες. Η ελληνική του συνείδηση φαίνεται και από την περίφημη φράση που είπε όταν πρωτοπάτησε στα Επτάνησα : Ο Έλλην δεν μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος εκεί όπου κυματίζει η Βρετανική σημαία”. Οι Αρβανίτες είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών κατά τον δεκαετή Αγώνα της Επανάστασης του 1821 και στην στεριά και στην θάλασσα. Είναι γνωστό ότι τα περισσότερα χωριά της Αττικής, Βοιωτίας, Νότιας Εύβοιας, Αργολιδοκορινθίας, νησιά Αργοσαρωνικού αλλά και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, όπως τα χωριά του Σουλιμά στην Τριφυλία από όπου κατάγονταν και οι περίφημοι Ντρέδες του Μωριά, χωριά του Παναχαϊκού στην Ηλεία, χωριά της Θεσπρωτίας και της Πρέβεζας και κυρίως τα χωριά του Σουλίου, κατοικούνταν από Αρβανίτες. Είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Φραγκοκρατίας και λιγότερο, από διάφορες μικρότερες μετακινήσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. ΄Ετσι λοιπόν η πτώση του Βυζαντίου το 1453 βρίσκει τους Αρβανίτες εγκατεστημένους στον νοτιο-ελλαδικό χώρο να έχουν πλέον πλήρη εθνική συνείδηση και να έχουν εξελιχθεί σε αξιόλογο παράγοντα του πολιτικού, κοινωνικού και πνευματικού βίου. Ταύτισαν την μοίρα τους με την μοίρα του Ελληνισμού στην προσπάθειά του να διατηρήσει την εθνική και πολιτιστική του αυτοτέλεια και κυρίως έλαβαν μέρος με πρωταγωνιστικό πάρα πολλές φορές ρόλο σε όλα τα γεγονότα εναντίον των κατακτητών σε όλη την διάρκεια της σκλαβιάς. Σε έγγραφο ήδη από το 1479, του Προβλεπτή Μάρκου Βαρβαρίγου προς την Γερουσία της Βενετίας αναφέρονται τα εξής: «Οι Αρβανίτες και οι Έλληνες δεν είναι παρά ένας και μόνο λαός, που μισεί κάθε ξένο». Βεβαίως και Λόρδος Βύρων είναι θαυμαστής των Αρβανιτών. Τους γνώρισε κατά την προεπαναστατική περίοδο και τους αφιέρωσε πολλές ωραίες στροφές στο ποίημά του «Τσάιλντ Χάρολντ». Η μεγαλύτερη δε απόδειξη της ελληνικής τους συνείδησης ήταν και η τεράστια συμμετοχή τους και συμβολή τους στην Επανάσταση του 1821. Πολλοί από αυτούς ή ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας ή είχαν ταυτιστεί με τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματωλούς.
Όπως αναφέρει ο Τίτος Γιοχάλας στο βιβλίο του για τους αρβανίτες της Εύβοιας, «Η συμμετοχή των Αρβανιτών της Εύβοιας στον Αγώνα του ΄21 …. δεν εμφανίζει όψιμα ελληνοποιημένους «αλλοδαπούς» αλλά συνειδητοποιημένους Ρωμιούς». Και πιο κάτω «Η ολοκλήρωση της αφομοίωσης συντελέστηκε κατά την Τουρκοκρατία, όπου η ορθοδοξία βοήθησε καθοριστικά στην εθνική ταύτιση των δύο στοιχείων με την αντιδιαστολή τους προς τον αλλόθρησκο δυνάστη». «Αν στη γενιά του ‘21 οφείλουμε τη λευτεριά, στις προηγούμενες χρωστάμε την προετοιμασία της. Δίχως αυτές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η Επανάσταση θα είχε εκραγεί το 1821 κι όχι μεταγενέστερα και αν η έκβασή της θα ήταν η ίδια με αυτή που γνωρίζουμε. Στη γενιά της προπαρασκευής ανήκουν οι γονείς και οι παππούδες των μαχητών του ‘21. Οι περισσότεροι από εκείνους έκλεισαν τα μάτια τους χωρίς να προλάβουν να ζήσουν την Επανάσταση ή να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη…».
Και στη θάλασσα ο κύριος κορμός της επανάστασης στηρίχθηκε στους αρβανίτες μια και οι πλέον ένδοξοι ναύαρχοι και ναυμάχοι είναι αρβανίτες και διέθεσαν στον αγώνα τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πλοία όπως και το μεγαλύτερο κομμάτι των περιουσιών τους. Για την Ύδρα ενδεικτικά αναφέρουμε τα ονόματα του Ανδρέα Μιαούλη και των γιών του Δημήτρη και Αντώνη, του Ανδρέα Πιπίνου του πυρπολητή, του Γεώργιου Σαχτούρη, του Αναστάση και Λάζαρου Τσαμαδού, του Ιάκωβου, Γεώργιου και Μανώλη Τομπάζη, του Αντώνη και Αλέξανδρου Κριεζή. Για τις Σπέτσες του Γκίκα Μπόταση και των γιών του Θεοδόση και Νικόλα, του αδελφού του Παναγιώτη, του Γιάννη Μέξη και των γιών του και τη θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα. Οι ναυτικές τους επιχειρήσεις και οι νικηφόρες ναυμαχίες τους αποτελούν τον κορμό της Ναυτικής Ιστορίας της Επανάστασης του 1821. Με τα λίγα παραπάνω γεγονότα που αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητή η μεγάλη συμβολή των αρβανιτών και στην στεριά και στην θάλασσα στην νικηφόρα έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση του 1821. Δεν είναι βέβαια δυνατόν στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου να γίνει μία πλήρης καταγραφή των γεγονότων και κυρίως της πλήρους εξιστόρησης όλων των πτυχών του αγώνα. Αδιαμφισβήτητη όμως είναι η καθοριστική συμβολή όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων Αρβανιτών, από όποιο σημείο και αν αγωνίστηκαν στον Αγώνα της Εθνεγερσίας. Δόθηκε δε ιδιαίτερη βαρύτητα στον αγώνα στην Αττική και στην απελευθέρωση της Αθήνας, γιατί ποτέ από την πολιτεία επίσημα δεν καθιερώθηκε και δεν τιμάται από το επίσημο κράτος. Μέχρι σήμερα όποιες πρωτοβουλίες έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει από τους περιφεριακούς δήμους της Αττικής, από εκεί που κατάγονταν οι αγωνιστές της επανάστασης που απελευθέρωσαν την Αττική και την Αθήνα. Θα πρέπει επιτέλους να καθιερωθεί η 25η Απριλίου σαν επίσημη εορτή της πρώτης απελευθέρωσης της Αθήνας και να τιμηθούν οι αγωνιστές εκείνοι που πρώτοι όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές και έφεραν τον αέρα της λευτεριάς στην μετέπειτα πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
Πηγή : http://www.fourtounis.gr/arthra/2011/11/27/27-11-2011.html
https://www.antibaro.gr/article/4050
https://paraktios.gr/2019/03/25/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CE%B2%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου