Από τα ιστορικά στοιχεία προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ελληνική παρουσία στη Βακτριανή εξακολούθησε να είναι σημαντική, ιδίως σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, και να ασκεί επίδραση στους (Ιρανούς) νέους κυρίαρχους της περιοχής. Η αφομοίωση του ελληνικού στοιχείο από τους ιρανικούς πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας πρέπει να ήταν εξαιρετικά αργή διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να χρειάσθηκε μερικούς αιώνες. Όπως είναι λογικό, οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών αυτών πρέπει να αφομοιώθηκαν σταδιακά είτε από τους γηγενείς Ινδούς, της ανώτερης κάστας των πολεμιστών, είτε από τους ιρανόφωνους νομάδες που εγκαταστάθηκαν στην Ινδία. Τί απομένει από τη συναρπαστική περιπέτεια των Ελλήνων στην Κεντρική Ασία και στην Ινδία που μόνο σε αδρές γραμμές γνωρίζουμε; Σίγουρα η ανάμνηση ενός ένδοξου παρελθόντος κατακτήσεων, ανάπτυξης του εμπορίου, μεταφύτευσης της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης και του ελληνικού πολιτισμού σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες από τον χώρο της Μεσογείου. Μια απίστευτα ενδιαφέρουσα ιστορία πολιτιστικής διάδρασης μεταξύ ελληνικών, ιρανικών και ινδικών πληθυσμών για την οποία θα επιθυμούσαμε να μάθουμε πολύ περισσότερα από όσα μας επιτρέπουν οι πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας. Ο εκλεκτισμός των μορφών τέχνης που γεννήθηκαν χάρη στη συνάντηση αυτή. Ο θρησκευτικός και φιλοσοφικός συγκρητισμός που έφερε ίσως κοντά τη διδασκαλία του Βούδα με αυτήν του Δημόκριτου. Και φυσικά η ελπίδα ότι η αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές αυτές, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, ενδέχεται να προσφέρει κάποια στιγμή ευρήματα ικανά να φωτίσουν καλύτερα την κοινωνική οργάνωση και τον τρόπο σκέψης μιας μοναδικής ιστορικής περιόδου.
Η Αυτοκρατορία των Εφθαλιτών Λευκών Ούννων, ήταν μια συνομοσπονδία φυλών της Κεντρικής Ασίας στα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Η αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ., κάλυπτε περιοχές του Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Πακιστάν, Ινδίας και Κίνας. Προπύργιο των Εφθαλιτών ήταν το Τοχαριστάν (αρχαία Βακτρία ) στις βόρειες πλαγιές του Ινδοκού. Οι Εφθαλίτες νίκησαν επανειλημμένα την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών Περσών, την πιο ισχυρή αυτοκρατορία της περιόδου στην Κεντρική Ασία, κάνοντάς την μάλιστα υποτελή τους για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Είναι πιθανόν ότι μιλούσαν μια ανατολική ιρανική γλώσσα. Σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, η γλώσσα που μιλούσαν οι Εφθαλίτες ήταν μια ανατολική ιρανική γλώσσα, αλλά διαφορετική από τη βακτριανή γλώσσα γραμμένη στο ελληνικό αλφάβητο που χρησιμοποιείτο ως επίσημη γλώσσα τους και χαρασσόταν σε νομίσματα, όπως γινόταν υπό την προηγηθείσα Αυτοκρατορία των Κουσάν. Ο Βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα μ.Χ., Προκόπιος ο Καισαρεύς, συσχέτιζε τους Εφθαλίτες με τους Ούννους της Ευρώπης, αναφέροντας σχετικά: Οι Εφθαλίτες Ούννοι, που καλούνται Λευκοί Ούννοι [...] Οι Εφθαλίτες προέρχονται στην πραγματικότητα από τη φυλή των Ούννων όπως η ονομασία τους, παρόλα αυτά δεν αναμειγνύονται με κανέναν από τους γνωστούς σε εμάς Ούννους, διότι κατέχουν μια επικράτεια που δεν γειτονεύει ούτε καν βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτούς· αλλά η επικράτειά τους βρίσκεται ακριβώς στα βόρεια της Περσίας [...] Δεν είναι νομάδες όπως οι υπόλοιποι ουννικοί λαοί, αλλά για μακρά περίοδο είναι εγκατεστημένοι σε μια αρκετά μεγάλη γη... Είναι οι μόνοι μεταξύ των Ούννων που έχουν λευκά σώματα και πρόσωπα που δεν είναι άσχημα. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο τρόπος ζωής τους είναι διαφορετικός από εκείνον των συγγενών τους, ούτε ζουν μια άγρια ζωή όπως εκείνοι· αλλά κυβερνώνται από ένα βασιλιά, και καθώς κατέχουν ένα έννομο πολίτευμα, τηρούν το δίκαιο και τη νομιμότητα στις συναλλαγές τους τόσο μεταξύ τους όσο και με τους γείτονές τους, σε καθόλου μικρότερο βαθμό από εκείνον των Ρωμαίων και των Περσών. Τον 4ο αι. μ.Χ. οι Κινέζοι άρχισαν να κάνουν προσκυνήματα στην Ινδία, την πατρίδα του Βούδα. Οι ανταλλαγές αυτές σταμάτησαν με την έλευση του Ισλάμ στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας τον 7ο αι. μ.Χ. με τον εξισλαμισμό των Περσών από τους Άραβες, οπότε πλέον όλη η περσική αυτοκρατορία έγινε μουσουλμανική. Το Ισλάμ επεκτάθηκε στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων με τους Ουιγούρους Τούρκους να προσηλυτίζονται όπως και άλλες συγγενείς τουρκικές φυλές. Ο Βουδισμός στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων θα ψυχορραγούσε για 3 αιώνες περίπου ακόμη και θα έσβηνε οριστικά με την οριστική επικράτηση των Μουσουλμάνων Τούρκων. Ο δρόμος του μεταξιού περνούσε από τα τοχαρικά βασίλεια, ήταν αυτός που τους έδωσε πλούτο αλλά και ουσιαστικά αυτός που συντέλεσε στην εξαφάνισή των Τόχαρων. Λόγω του εμπορίου και του πλούτου που αυτό απέφερε στα τοχαρικά βασίλεια πολλοί λαοί ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή. Με την τοχαρική αυτοκρατορία του Κουσάν, η βόρεια Ινδία ενώθηκε με τη Κεντρική Ασία και την κοιλάδα του Ταρίμ. Οι Τούρκοι εισβολείς, ενδεείς, όπως ήταν στην πατρίδα τους, στις όχθες του Ορχόν ποταμού της Μογγολίας, όπου ζούσαν νομαδική ζωή, και ιδιαιτέρως μετά την κατασκευή του Σινικού τείχους που τους απέτρεπε από το να λεηλατούν κινεζικές περιοχές στράφηκαν προς τη Δύση και άρχισαν να επεδράμουν στα τοχαρικά βασίλεια, με σκοπό το εύκολο κέρδος από τα πλούτη που άκουγαν ότι υπήρχαν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού στα βασίλεια της Δύσης. Η θέση των γυναικών επιδεινώθηκε δραματικά με την είσοδο των ασιατικών φυλών στην περιοχή και την υποτέλεια ή υποδούλωση των Τοχαρων σε αυτούς. Οι Τόχαρες αλλά και οι Σογδιανές γυναίκες, επειδή ήταν Ευρωπαίες ήταν περιζήτητες από τους Τούρκους και τους Κινέζους. Το εμπόριο λευκής σαρκός με θύματα τις ευρωπαίες γυναίκες, ανθούσε στην περιοχή ιδίως μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας των Τόχαρων. Υπήρχαν παζάρια όπου πωλούνταν Ευρωπαίες γυναίκες από την εποχή αυτή και έπειτα, τόσο στο Τζούσι και στο Κιούτσι όσο και στο Γιουτίαν. Έχει ανευρεθεί συμφωνητικό πώλησης ενός Σογδιανού κοριτσιού σε έναν Κινέζο το έτος 639 μ.Χ.. Τουλάχιστον 21 γάμοι έχουν βρεθεί καταγεγραμμένοι ανάμεσα σε Ευρωπαίες Σογδιανές, συνήθως μικρής ηλικίας, οι οποίες πωλούνταν για αυτό το σκοπό σε Κινέζους και Τούρκους άνδρες. Το 731μ.Χ. ένα Σογδιανό κορίτσι 11 χρονών πουλήθηκε για 40 τόπια μετάξι σε έναν Κινέζο. 5 άντρες δήλωσαν ως μάρτυρες στο συμβόλαιο ότι δεν ήταν ελεύθερο πρόσωπο αλλά ήδη σκλάβα, καθώς απαγορευόταν η πώληση ελεύθερων προσώπων στα τοχαρικά βασίλεια. Στα τοχαρικά βασίλεια ο Χριστιανισμός σταμάτησε ολοσχερώς να υφίσταται με την έλευση του Ισλάμ, ενώ το 840 μ.Χ. υπέστη διωγμό στη Κίνα και σιγά σιγά έσβησε. Κατά τη διάρκεια του διωγμού του 840 μ.Χ. οι χριστιανοί μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν να ζήσουν κοσμική ζωή και η περιουσία των μοναστηριών δημεύθηκε. Οι ιεραπόστολοι που ήταν αλλοδαποί όπως Πέρσες ή Ασσύριοι απελάθηκαν ή διώχθηκαν. Τα ιερά κείμενα κάηκαν. Στα κινεζικά είχαν μεταφραστεί η Γένεση, οι Ψαλμοί, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τα Ευαγγέλια. Το 986 μ.Χ. ένας μοναχός έγραφε στον Ασσύριο Πατριάρχη: «Δεν υπάρχει πια ούτε ένας χριστιανός στη Κίνα». Το τελευταίο μνημείο του χριστιανισμού στη Κίνα χρονολογείται γύρω στο 1365 μ.Χ. Με την επέκταση των Μουσουλμάνων Τούρκων στην Κεντρική Ασία τον 10 αι. μ.Χ., οι Τόχαροι εξαφανίστηκαν από το χάρτη, ενώ η ασφάλεια για τα καραβάνια στο δρόμο του μεταξιού έπαυσε να υφίσταται και ο βουδισμός των Τοχαρων εξαλείφθηκε από την περιοχή. Οι τόποι βουδιστικής και χριστιανικής λατρείας έχουν συληθεί, οι τοιχογραφίες των μοναστηριών στις οποίες απεικονίζονται ψηλόσωμοι άντρες με ξανθά και κόκκινα μαλλιά, Τόχαροι στη καταγωγή, έχουν καταστραφεί καθώς τα πρόσωπα είναι χαραγμένα από τους μουσουλμάνους Τούρκους εισβολείς της περιοχής, καθώς με βάση το Κοράνι και την ισλαμική παράδοση οποιαδήποτε απεικόνιση του θείου είναι βλάσφημη. Στο Ντιβανου Λουγκχάτ ατ Τουρκ, ο Τούρκος συγγραφέας του 11ου αι. μ.Χ. Μαχμουντ αλ Κασγκάρι, αναφέρει: «Σαν ορμητικά ποτάμια, πλημμυρήσαμε τις πόλεις τους και πήραμε τα μοναστήρια τους και τους είπαμε να μην λατρεύουν τα αγάλματα του Βούδα». Σήμερα πλέον στο πρώην έδαφος των τοχαρικών βασιλείων κατοικούν οι Ουιγούροι Τούρκοι, μειγαδες απόγονοι αυτών που εισέβαλλαν στα τοχαρικά βασίλεια το 840 μ. Χ.. Ομιλούν την αλταϊκή μογγολική τουρκική γλώσσα και φέρουν τα μεικτά χαρακτηριστικά της μογγολικής και της λευκής ευρωπαϊκής φυλής. Η δε τοχαρική έχει εξαλειφθεί και οι Τόχαροι έχουν εξελιχθεί σε άλλες φυλές. Σύμφωνα με τον Μαίρ: «Από τις σχετικές αποδείξεις και τα ευρήματα της περιοχής, ανακαλύψαμε ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων 1.000 χρόνων, μετά την εποχή της Ωραίας από το Λουλάν (1.800π.Χ.), οι μοναδικοί κάτοικοι της Κοιλάδας του Ταρίμ ήταν Ευρωπαίοι. Οι Ανατολικοί Ασιάτες (Μογγόλοι, Κινέζοι, Τούρκοι, Ούννοι) εμφανίστηκαν στις ανατολικές παρυφές της περιοχής, μόλις στις αρχές της πρώτης χιλιετίας μ. Χ.». Συγκρίνοντας το DNA των τοχαρικών μουμιών με αυτό των σύγχρονων Ουιγούρων Τούρκων, η ομάδα του Μαιρ δε βρήκε κανένα απευθείας γενετικό σύνδεσμο με τους Τόχαρους. Οι Äynu είναι μια εθνική ομάδα ιθαγενής στην περιοχή Xinjiang της δυτικής Κίνας. Ανήκουν στην λευκή ευρωπαϊκή φυλή και ομιλούν Ινδοευρωπαϊκη γλωσσα. Εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 30.000 Aynu άτομα, που βρίσκονται κυρίως στα όρια της ερήμου Taklamakan. Η μητρική γλώσσα του λαού Äynu είναι ή Ainu, μια γλώσσα με έντονη επιρροή από την περσική. Τα Ινδοευρωπαϊκα Äynu συνήθως ομιλούνται μόνο στο σπίτι, ενώ τα τουρκικά Uyghur ομιλούνται δημόσια, από τους άντρες και τις γυναίκες Ainu. Οι άνθρωποι της λευκής φυλής των Äynu ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, αν και στο παρελθόν μερικοί ήταν έμποροι. Υπάρχει μια παράδοση διακρίσεων εις βάρος του Aynu από τους Τούρκους γείτονές τους, οι οποίοι προσδιορίζουν τους Äynu ως Abdal, ένα όνομα που φέρει μια αρνητική έννοια. Οι γάμοι με τους γείτονές τους, τους Τούρκους Ουιγούρους είναι ασυνήθιστοι. Ωστόσο, η κινεζική κυβέρνηση μετράει τους ανθρώπους Ainu ως Ουιγούρ. Η κυρίαρχη θρησκεία των ανθρώπων του Αϊνού είναι το Ισλάμ των Σιιτων, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από τους Ουιγούρους των οποίων η θρησκεία είναι το σουνίτικο Ισλάμ. Οι άνδρες των Ainu υφίστανται σκληρές διακρίσεις από τους γείτονές τους τους Τούρκους Uyghur. Η Δημοκρατία του Τατζικιστάν είναι κράτος στην Κεντρική Ασία. Συνορεύει με το Αφγανιστάν, την Κίνα, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Το Τατζικιστάν ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης από το 1917 έως το 1991. Το Τατζικιστάν είναι περιοχή κυρίως ορεινή κι οι κορυφές της είναι από τις ψηλότερες ολόκληρης της περιοχής. Οι κάτοικοι λέγονται Ταζίκ (Τατζίκοι), είναι ιρανική φυλή και έχουν θρήσκευμα το Ισλάμ και αποτελούν το 60% του πληθυσμού. Έχει πληθυσμό 8.742.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2017. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό, οι βροχές ελάχιστες και οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από +45 °C έως -63 °C. Το Τατζικιστάν είναι προεδρική δημοκρατία που αποτελείται από τέσσερις περιφέρειες. Οι κάτοικοι ομιλούν τη Τατζίκ γλώσσα, μια διάλεκτο των Περσικών. Πολλοί Τατζίκοι μιλάνε τα ρώσικα ως δεύτερη γλώσσα. Η χώρα είναι από τις ελάχιστες στην Κεντρική Ασία στην οποία επιτρέπεται και η ενεργός αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Η Τατζίκ γλώσσα διατηρεί πολυάριθμα αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιό της, την προφορά και τη γραμματική , που έχουν χαθεί στον περσόφωνο κόσμο, εν μέρει εξαιτίας της απομόνωσής της στα βουνά της κεντρικής Ασίας. Οι Τατζικοι ανήκουν φυλετικά και ανθρωπολογικά στην λευκή ευρωπαϊκή φυλή. Μοιάζει με παραμύθι, ένα από αυτά που διηγούνται οι ίδιοι οι Ισκανταρί Παμίρσκι, στα υψίπεδα του Τατζικιστάν. Αλλά αποτελεί πραγματικότητα. Εκεί στα βάθη της Ανατολής, στο ορεινό και δυσπρόσιτο Παμίρ, υπάρχουν ολόκληρα χωριά με απογόνους στρατιωτών του Μέγα Αλέξανδρου. Ανθρώπους περήφανους για την ελληνική καταγωγή τους και με άσβεστη τη μνήμη -ύστερα από 20 και πλέον αιώνες- της προσωπικότητας του Μακεδόνα στρατηλάτη. Την ανακάλυψη αυτών των παντελώς άγνωστων χωριών έκανε ο ιστορικός ερευνητής και σκηνοθέτης Δημήτρης Μανωλεσάκης, πριν από λίγους μόλις μήνες. Μαζί του θα «ταξιδέψουμε» στο άγριο Παμίρ για να «γνωρίσουμε» τους μακρινούς... συμπατριώτες μας. Τα οροπέδια του Παμίρ είναι πράγματι από τις πιο υψηλές «βεράντες» του κόσμου. Αλλά και τις πιο αποκομμένες από αυτόν. Τις πιο απόρθητες. Αυτά τα σιωπηλά κακοτράχαλα βουνά της κεντρικής Ασίας δεν έχουν γνωρίσει ποτέ εισβολέα. Μόνο ένας πέρασε από εκεί, πριν από 2.333 χρόνια, και μολονότι τους κατέκτησε, αυτοί τον λάτρεψαν, γιατί δεν τους πάτησε παρά μόνο τους παρέσυρε σε έναν αστείρευτο ενθουσιασμό για τη ζωή και τη μάθηση. Επειτα, άφησε σε αυτούς τα «φώτα» και κάποιους από τους στρατιώτες του (ζωντανή απόδειξη οι απόγονοί τους, που ζουν ακόμη εδώ) και συνέχισε τη μεγάλη πορεία του. Εκτοτε, εκείνοι θαρρείς και εισήλθαν σε μια ζώνη του απολύτου, όπου τίποτα δεν προκαλεί φθορά στις παραδόσεις, όπου η πίστη μένει δροσερή και αθώα, σαν μόλις να ανάβλυσε. Οπου οι ψυχές δεν γερνάνε, ελλείψει αμφιβολιών. Δεν είναι εύκολο ένας κατακτητής να λατρευτεί, πόσο μάλλον να θεοποιηθεί και ως θεός να παραμείνει «ζωντανός» για 20 αιώνες. Αυτό το κατάφερε ο Αλέξανδρος. O Ισκαντάρ, γι' αυτούς. Από εκείνον πήραν και το όνομά τους: Ισκανταρί Παμίρσκι. Αλεξανδρινοί του Παμίρ. Και όμως. Μόλις πριν από λίγους μήνες ουδείς, μα ουδείς γνώριζε την παρουσία τους. Την ανακάλυψή τους έκανε το περασμένο φθινόπωρο ο Ελληνας ιστορικός ερευνητής και σκηνοθέτης Δημήτρης Μανωλεσάκης ύστερα από επίμονη και επίπονη εξερεύνηση στις οροσειρές του Παμίρ (στο Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και τα σύνορά του με Αφγανιστάν, Κίνα και Κιργισία), δηλαδή στην αρχαία Σογδιανή και Βακτριανή, όπου, κατά τον Μάρκο Πόλο ζούσαν απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κι όπως απεδείχθη, συνεχίζουν να ζουν. Πέντε τέτοια ελληνικά χωριά ανακάλυψε ο Δ. Μανωλεσάκης (υπάρχουν κι άλλα στην περιοχή, αλλά δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση, χρειαζόταν πολυήμερη οδοιπορία). Πέντε χωριά σε υψόμετρο μεταξύ 3.000 και 4.000 μ. σε διαφορετικά οροπέδια των οροσειρών του Παμίρ. Τα πέντε χωριά που εντόπισε ο Δ. Μανωλεσάκης βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία του Παμίρ και αγνοούν την ύπαρξη των υπολοίπων χωριών. Ακούν σε τρεις ονομασίες, ανάλογα με τις περιοχές όπου ζουν. Ισκανταρί Παμίρσκι (Αλεξανδρινοί του Παμίρ), Ισκανταρί Κούλι (Αλεξανδρινοί της Λίμνης) και Καλάσι Παμίρσκι (Καλάς του Παμίρ). Αυτοί οι τελευταίοι, προέρχονται από τους Καλάς των Ιμαλαΐων του Πακιστάν. Προφανώς, κάποιοι από αυτούς εκδιώχθηκαν από το οροπέδιο του Τσιτράλ και κατέφυγαν στο Παμίρ. Οπως και οι Καλάς των Ιμαλαΐων, έτσι και οι Καλάς του Παμίρ διατηρούν αρχαιοελληνικά έθιμα τα οποία αναβιώνουν σε μυστικές τοποθεσίες. Οι απόγονοι Ελλήνων του Παμίρ μιλούν μια γλώσσα η οποία είναι μίξη περσικών, ουζμπεκικών, τατζικικών, ταρταρικών, αφγανικών και αρχαιοελληνικών λέξεων και ριζών.
http://www.kathimerini.gr/157572/article/epikairothta/ellada/oi-3exasmenoi-ellhnes-toy-pamir
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τατζικιστάν
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τατζίκ_γλώσσα
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Äynu_people
http://stopsachno1.blogspot.gr
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αυτοκρατορία_των_Εφθαλιτών
https://rogerios.wordpress.com/tag/κουσάν/
Η Αυτοκρατορία των Εφθαλιτών Λευκών Ούννων, ήταν μια συνομοσπονδία φυλών της Κεντρικής Ασίας στα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Η αυτοκρατορία στο απόγειο της δύναμής της στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα μ.Χ., κάλυπτε περιοχές του Αφγανιστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Πακιστάν, Ινδίας και Κίνας. Προπύργιο των Εφθαλιτών ήταν το Τοχαριστάν (αρχαία Βακτρία ) στις βόρειες πλαγιές του Ινδοκού. Οι Εφθαλίτες νίκησαν επανειλημμένα την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών Περσών, την πιο ισχυρή αυτοκρατορία της περιόδου στην Κεντρική Ασία, κάνοντάς την μάλιστα υποτελή τους για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Είναι πιθανόν ότι μιλούσαν μια ανατολική ιρανική γλώσσα. Σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς, η γλώσσα που μιλούσαν οι Εφθαλίτες ήταν μια ανατολική ιρανική γλώσσα, αλλά διαφορετική από τη βακτριανή γλώσσα γραμμένη στο ελληνικό αλφάβητο που χρησιμοποιείτο ως επίσημη γλώσσα τους και χαρασσόταν σε νομίσματα, όπως γινόταν υπό την προηγηθείσα Αυτοκρατορία των Κουσάν. Ο Βυζαντινός ιστορικός του 6ου αιώνα μ.Χ., Προκόπιος ο Καισαρεύς, συσχέτιζε τους Εφθαλίτες με τους Ούννους της Ευρώπης, αναφέροντας σχετικά: Οι Εφθαλίτες Ούννοι, που καλούνται Λευκοί Ούννοι [...] Οι Εφθαλίτες προέρχονται στην πραγματικότητα από τη φυλή των Ούννων όπως η ονομασία τους, παρόλα αυτά δεν αναμειγνύονται με κανέναν από τους γνωστούς σε εμάς Ούννους, διότι κατέχουν μια επικράτεια που δεν γειτονεύει ούτε καν βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτούς· αλλά η επικράτειά τους βρίσκεται ακριβώς στα βόρεια της Περσίας [...] Δεν είναι νομάδες όπως οι υπόλοιποι ουννικοί λαοί, αλλά για μακρά περίοδο είναι εγκατεστημένοι σε μια αρκετά μεγάλη γη... Είναι οι μόνοι μεταξύ των Ούννων που έχουν λευκά σώματα και πρόσωπα που δεν είναι άσχημα. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο τρόπος ζωής τους είναι διαφορετικός από εκείνον των συγγενών τους, ούτε ζουν μια άγρια ζωή όπως εκείνοι· αλλά κυβερνώνται από ένα βασιλιά, και καθώς κατέχουν ένα έννομο πολίτευμα, τηρούν το δίκαιο και τη νομιμότητα στις συναλλαγές τους τόσο μεταξύ τους όσο και με τους γείτονές τους, σε καθόλου μικρότερο βαθμό από εκείνον των Ρωμαίων και των Περσών. Τον 4ο αι. μ.Χ. οι Κινέζοι άρχισαν να κάνουν προσκυνήματα στην Ινδία, την πατρίδα του Βούδα. Οι ανταλλαγές αυτές σταμάτησαν με την έλευση του Ισλάμ στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας τον 7ο αι. μ.Χ. με τον εξισλαμισμό των Περσών από τους Άραβες, οπότε πλέον όλη η περσική αυτοκρατορία έγινε μουσουλμανική. Το Ισλάμ επεκτάθηκε στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων με τους Ουιγούρους Τούρκους να προσηλυτίζονται όπως και άλλες συγγενείς τουρκικές φυλές. Ο Βουδισμός στην περιοχή των τοχαρικών βασιλείων θα ψυχορραγούσε για 3 αιώνες περίπου ακόμη και θα έσβηνε οριστικά με την οριστική επικράτηση των Μουσουλμάνων Τούρκων. Ο δρόμος του μεταξιού περνούσε από τα τοχαρικά βασίλεια, ήταν αυτός που τους έδωσε πλούτο αλλά και ουσιαστικά αυτός που συντέλεσε στην εξαφάνισή των Τόχαρων. Λόγω του εμπορίου και του πλούτου που αυτό απέφερε στα τοχαρικά βασίλεια πολλοί λαοί ενδιαφέρθηκαν για την περιοχή. Με την τοχαρική αυτοκρατορία του Κουσάν, η βόρεια Ινδία ενώθηκε με τη Κεντρική Ασία και την κοιλάδα του Ταρίμ. Οι Τούρκοι εισβολείς, ενδεείς, όπως ήταν στην πατρίδα τους, στις όχθες του Ορχόν ποταμού της Μογγολίας, όπου ζούσαν νομαδική ζωή, και ιδιαιτέρως μετά την κατασκευή του Σινικού τείχους που τους απέτρεπε από το να λεηλατούν κινεζικές περιοχές στράφηκαν προς τη Δύση και άρχισαν να επεδράμουν στα τοχαρικά βασίλεια, με σκοπό το εύκολο κέρδος από τα πλούτη που άκουγαν ότι υπήρχαν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού στα βασίλεια της Δύσης. Η θέση των γυναικών επιδεινώθηκε δραματικά με την είσοδο των ασιατικών φυλών στην περιοχή και την υποτέλεια ή υποδούλωση των Τοχαρων σε αυτούς. Οι Τόχαρες αλλά και οι Σογδιανές γυναίκες, επειδή ήταν Ευρωπαίες ήταν περιζήτητες από τους Τούρκους και τους Κινέζους. Το εμπόριο λευκής σαρκός με θύματα τις ευρωπαίες γυναίκες, ανθούσε στην περιοχή ιδίως μετά την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας των Τόχαρων. Υπήρχαν παζάρια όπου πωλούνταν Ευρωπαίες γυναίκες από την εποχή αυτή και έπειτα, τόσο στο Τζούσι και στο Κιούτσι όσο και στο Γιουτίαν. Έχει ανευρεθεί συμφωνητικό πώλησης ενός Σογδιανού κοριτσιού σε έναν Κινέζο το έτος 639 μ.Χ.. Τουλάχιστον 21 γάμοι έχουν βρεθεί καταγεγραμμένοι ανάμεσα σε Ευρωπαίες Σογδιανές, συνήθως μικρής ηλικίας, οι οποίες πωλούνταν για αυτό το σκοπό σε Κινέζους και Τούρκους άνδρες. Το 731μ.Χ. ένα Σογδιανό κορίτσι 11 χρονών πουλήθηκε για 40 τόπια μετάξι σε έναν Κινέζο. 5 άντρες δήλωσαν ως μάρτυρες στο συμβόλαιο ότι δεν ήταν ελεύθερο πρόσωπο αλλά ήδη σκλάβα, καθώς απαγορευόταν η πώληση ελεύθερων προσώπων στα τοχαρικά βασίλεια. Στα τοχαρικά βασίλεια ο Χριστιανισμός σταμάτησε ολοσχερώς να υφίσταται με την έλευση του Ισλάμ, ενώ το 840 μ.Χ. υπέστη διωγμό στη Κίνα και σιγά σιγά έσβησε. Κατά τη διάρκεια του διωγμού του 840 μ.Χ. οι χριστιανοί μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν να ζήσουν κοσμική ζωή και η περιουσία των μοναστηριών δημεύθηκε. Οι ιεραπόστολοι που ήταν αλλοδαποί όπως Πέρσες ή Ασσύριοι απελάθηκαν ή διώχθηκαν. Τα ιερά κείμενα κάηκαν. Στα κινεζικά είχαν μεταφραστεί η Γένεση, οι Ψαλμοί, οι Πράξεις των Αποστόλων, οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τα Ευαγγέλια. Το 986 μ.Χ. ένας μοναχός έγραφε στον Ασσύριο Πατριάρχη: «Δεν υπάρχει πια ούτε ένας χριστιανός στη Κίνα». Το τελευταίο μνημείο του χριστιανισμού στη Κίνα χρονολογείται γύρω στο 1365 μ.Χ. Με την επέκταση των Μουσουλμάνων Τούρκων στην Κεντρική Ασία τον 10 αι. μ.Χ., οι Τόχαροι εξαφανίστηκαν από το χάρτη, ενώ η ασφάλεια για τα καραβάνια στο δρόμο του μεταξιού έπαυσε να υφίσταται και ο βουδισμός των Τοχαρων εξαλείφθηκε από την περιοχή. Οι τόποι βουδιστικής και χριστιανικής λατρείας έχουν συληθεί, οι τοιχογραφίες των μοναστηριών στις οποίες απεικονίζονται ψηλόσωμοι άντρες με ξανθά και κόκκινα μαλλιά, Τόχαροι στη καταγωγή, έχουν καταστραφεί καθώς τα πρόσωπα είναι χαραγμένα από τους μουσουλμάνους Τούρκους εισβολείς της περιοχής, καθώς με βάση το Κοράνι και την ισλαμική παράδοση οποιαδήποτε απεικόνιση του θείου είναι βλάσφημη. Στο Ντιβανου Λουγκχάτ ατ Τουρκ, ο Τούρκος συγγραφέας του 11ου αι. μ.Χ. Μαχμουντ αλ Κασγκάρι, αναφέρει: «Σαν ορμητικά ποτάμια, πλημμυρήσαμε τις πόλεις τους και πήραμε τα μοναστήρια τους και τους είπαμε να μην λατρεύουν τα αγάλματα του Βούδα». Σήμερα πλέον στο πρώην έδαφος των τοχαρικών βασιλείων κατοικούν οι Ουιγούροι Τούρκοι, μειγαδες απόγονοι αυτών που εισέβαλλαν στα τοχαρικά βασίλεια το 840 μ. Χ.. Ομιλούν την αλταϊκή μογγολική τουρκική γλώσσα και φέρουν τα μεικτά χαρακτηριστικά της μογγολικής και της λευκής ευρωπαϊκής φυλής. Η δε τοχαρική έχει εξαλειφθεί και οι Τόχαροι έχουν εξελιχθεί σε άλλες φυλές. Σύμφωνα με τον Μαίρ: «Από τις σχετικές αποδείξεις και τα ευρήματα της περιοχής, ανακαλύψαμε ότι κατά τη διάρκεια των πρώτων 1.000 χρόνων, μετά την εποχή της Ωραίας από το Λουλάν (1.800π.Χ.), οι μοναδικοί κάτοικοι της Κοιλάδας του Ταρίμ ήταν Ευρωπαίοι. Οι Ανατολικοί Ασιάτες (Μογγόλοι, Κινέζοι, Τούρκοι, Ούννοι) εμφανίστηκαν στις ανατολικές παρυφές της περιοχής, μόλις στις αρχές της πρώτης χιλιετίας μ. Χ.». Συγκρίνοντας το DNA των τοχαρικών μουμιών με αυτό των σύγχρονων Ουιγούρων Τούρκων, η ομάδα του Μαιρ δε βρήκε κανένα απευθείας γενετικό σύνδεσμο με τους Τόχαρους. Οι Äynu είναι μια εθνική ομάδα ιθαγενής στην περιοχή Xinjiang της δυτικής Κίνας. Ανήκουν στην λευκή ευρωπαϊκή φυλή και ομιλούν Ινδοευρωπαϊκη γλωσσα. Εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 30.000 Aynu άτομα, που βρίσκονται κυρίως στα όρια της ερήμου Taklamakan. Η μητρική γλώσσα του λαού Äynu είναι ή Ainu, μια γλώσσα με έντονη επιρροή από την περσική. Τα Ινδοευρωπαϊκα Äynu συνήθως ομιλούνται μόνο στο σπίτι, ενώ τα τουρκικά Uyghur ομιλούνται δημόσια, από τους άντρες και τις γυναίκες Ainu. Οι άνθρωποι της λευκής φυλής των Äynu ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, αν και στο παρελθόν μερικοί ήταν έμποροι. Υπάρχει μια παράδοση διακρίσεων εις βάρος του Aynu από τους Τούρκους γείτονές τους, οι οποίοι προσδιορίζουν τους Äynu ως Abdal, ένα όνομα που φέρει μια αρνητική έννοια. Οι γάμοι με τους γείτονές τους, τους Τούρκους Ουιγούρους είναι ασυνήθιστοι. Ωστόσο, η κινεζική κυβέρνηση μετράει τους ανθρώπους Ainu ως Ουιγούρ. Η κυρίαρχη θρησκεία των ανθρώπων του Αϊνού είναι το Ισλάμ των Σιιτων, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από τους Ουιγούρους των οποίων η θρησκεία είναι το σουνίτικο Ισλάμ. Οι άνδρες των Ainu υφίστανται σκληρές διακρίσεις από τους γείτονές τους τους Τούρκους Uyghur. Η Δημοκρατία του Τατζικιστάν είναι κράτος στην Κεντρική Ασία. Συνορεύει με το Αφγανιστάν, την Κίνα, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Το Τατζικιστάν ήταν μέρος της Σοβιετικής Ένωσης από το 1917 έως το 1991. Το Τατζικιστάν είναι περιοχή κυρίως ορεινή κι οι κορυφές της είναι από τις ψηλότερες ολόκληρης της περιοχής. Οι κάτοικοι λέγονται Ταζίκ (Τατζίκοι), είναι ιρανική φυλή και έχουν θρήσκευμα το Ισλάμ και αποτελούν το 60% του πληθυσμού. Έχει πληθυσμό 8.742.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2017. Το κλίμα είναι ηπειρωτικό, οι βροχές ελάχιστες και οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από +45 °C έως -63 °C. Το Τατζικιστάν είναι προεδρική δημοκρατία που αποτελείται από τέσσερις περιφέρειες. Οι κάτοικοι ομιλούν τη Τατζίκ γλώσσα, μια διάλεκτο των Περσικών. Πολλοί Τατζίκοι μιλάνε τα ρώσικα ως δεύτερη γλώσσα. Η χώρα είναι από τις ελάχιστες στην Κεντρική Ασία στην οποία επιτρέπεται και η ενεργός αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Η Τατζίκ γλώσσα διατηρεί πολυάριθμα αρχαϊκά στοιχεία στο λεξιλόγιό της, την προφορά και τη γραμματική , που έχουν χαθεί στον περσόφωνο κόσμο, εν μέρει εξαιτίας της απομόνωσής της στα βουνά της κεντρικής Ασίας. Οι Τατζικοι ανήκουν φυλετικά και ανθρωπολογικά στην λευκή ευρωπαϊκή φυλή. Μοιάζει με παραμύθι, ένα από αυτά που διηγούνται οι ίδιοι οι Ισκανταρί Παμίρσκι, στα υψίπεδα του Τατζικιστάν. Αλλά αποτελεί πραγματικότητα. Εκεί στα βάθη της Ανατολής, στο ορεινό και δυσπρόσιτο Παμίρ, υπάρχουν ολόκληρα χωριά με απογόνους στρατιωτών του Μέγα Αλέξανδρου. Ανθρώπους περήφανους για την ελληνική καταγωγή τους και με άσβεστη τη μνήμη -ύστερα από 20 και πλέον αιώνες- της προσωπικότητας του Μακεδόνα στρατηλάτη. Την ανακάλυψη αυτών των παντελώς άγνωστων χωριών έκανε ο ιστορικός ερευνητής και σκηνοθέτης Δημήτρης Μανωλεσάκης, πριν από λίγους μόλις μήνες. Μαζί του θα «ταξιδέψουμε» στο άγριο Παμίρ για να «γνωρίσουμε» τους μακρινούς... συμπατριώτες μας. Τα οροπέδια του Παμίρ είναι πράγματι από τις πιο υψηλές «βεράντες» του κόσμου. Αλλά και τις πιο αποκομμένες από αυτόν. Τις πιο απόρθητες. Αυτά τα σιωπηλά κακοτράχαλα βουνά της κεντρικής Ασίας δεν έχουν γνωρίσει ποτέ εισβολέα. Μόνο ένας πέρασε από εκεί, πριν από 2.333 χρόνια, και μολονότι τους κατέκτησε, αυτοί τον λάτρεψαν, γιατί δεν τους πάτησε παρά μόνο τους παρέσυρε σε έναν αστείρευτο ενθουσιασμό για τη ζωή και τη μάθηση. Επειτα, άφησε σε αυτούς τα «φώτα» και κάποιους από τους στρατιώτες του (ζωντανή απόδειξη οι απόγονοί τους, που ζουν ακόμη εδώ) και συνέχισε τη μεγάλη πορεία του. Εκτοτε, εκείνοι θαρρείς και εισήλθαν σε μια ζώνη του απολύτου, όπου τίποτα δεν προκαλεί φθορά στις παραδόσεις, όπου η πίστη μένει δροσερή και αθώα, σαν μόλις να ανάβλυσε. Οπου οι ψυχές δεν γερνάνε, ελλείψει αμφιβολιών. Δεν είναι εύκολο ένας κατακτητής να λατρευτεί, πόσο μάλλον να θεοποιηθεί και ως θεός να παραμείνει «ζωντανός» για 20 αιώνες. Αυτό το κατάφερε ο Αλέξανδρος. O Ισκαντάρ, γι' αυτούς. Από εκείνον πήραν και το όνομά τους: Ισκανταρί Παμίρσκι. Αλεξανδρινοί του Παμίρ. Και όμως. Μόλις πριν από λίγους μήνες ουδείς, μα ουδείς γνώριζε την παρουσία τους. Την ανακάλυψή τους έκανε το περασμένο φθινόπωρο ο Ελληνας ιστορικός ερευνητής και σκηνοθέτης Δημήτρης Μανωλεσάκης ύστερα από επίμονη και επίπονη εξερεύνηση στις οροσειρές του Παμίρ (στο Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και τα σύνορά του με Αφγανιστάν, Κίνα και Κιργισία), δηλαδή στην αρχαία Σογδιανή και Βακτριανή, όπου, κατά τον Μάρκο Πόλο ζούσαν απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κι όπως απεδείχθη, συνεχίζουν να ζουν. Πέντε τέτοια ελληνικά χωριά ανακάλυψε ο Δ. Μανωλεσάκης (υπάρχουν κι άλλα στην περιοχή, αλλά δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση, χρειαζόταν πολυήμερη οδοιπορία). Πέντε χωριά σε υψόμετρο μεταξύ 3.000 και 4.000 μ. σε διαφορετικά οροπέδια των οροσειρών του Παμίρ. Τα πέντε χωριά που εντόπισε ο Δ. Μανωλεσάκης βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία του Παμίρ και αγνοούν την ύπαρξη των υπολοίπων χωριών. Ακούν σε τρεις ονομασίες, ανάλογα με τις περιοχές όπου ζουν. Ισκανταρί Παμίρσκι (Αλεξανδρινοί του Παμίρ), Ισκανταρί Κούλι (Αλεξανδρινοί της Λίμνης) και Καλάσι Παμίρσκι (Καλάς του Παμίρ). Αυτοί οι τελευταίοι, προέρχονται από τους Καλάς των Ιμαλαΐων του Πακιστάν. Προφανώς, κάποιοι από αυτούς εκδιώχθηκαν από το οροπέδιο του Τσιτράλ και κατέφυγαν στο Παμίρ. Οπως και οι Καλάς των Ιμαλαΐων, έτσι και οι Καλάς του Παμίρ διατηρούν αρχαιοελληνικά έθιμα τα οποία αναβιώνουν σε μυστικές τοποθεσίες. Οι απόγονοι Ελλήνων του Παμίρ μιλούν μια γλώσσα η οποία είναι μίξη περσικών, ουζμπεκικών, τατζικικών, ταρταρικών, αφγανικών και αρχαιοελληνικών λέξεων και ριζών.
http://www.kathimerini.gr/157572/article/epikairothta/ellada/oi-3exasmenoi-ellhnes-toy-pamir
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τατζικιστάν
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τατζίκ_γλώσσα
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Äynu_people
http://stopsachno1.blogspot.gr
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αυτοκρατορία_των_Εφθαλιτών
https://rogerios.wordpress.com/tag/κουσάν/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου