Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Η πανώλη του Ιουστινιανού (541 μ.χ.) : Η θανατηφόρα πανδημία της νόσου που εξόντωσε εκατομμύρια Βυζαντινούς Έλληνες και οδήγησε σε κατάρρευση της Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Οι επιστήμονες για πρώτη φορά έχουν πλέον μια ολοκληρωμένη γενετική εικόνα για το βακτήριο που προκάλεσε την θανατηφόρα πανώλη (πανούκλα) την εποχή του Ιουστινιανού και η οποία υπολογίζεται ότι έστειλε στον θάνατο περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους (το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού), όχι μόνο στο Βυζάντιο και στη Μεσόγειο, αλλά και σε απομακρυσμένες περιοχές της  Ευρώπης. Η νέα μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση του δοντιού ενός θύματος της πανούκλας στη Γερμανία - παραμένει άγνωστο πώς έφθασε έως εκεί ο παθογόνος μικροοργανισμός. Το γενετικό δείγμα ελήφθη από τον σκελετό ενός ατόμου που είχε θαφτεί στην πόλη Αλτερνέντινγκ κοντά στο Μόναχο και είχε πεθάνει από τη νόσο γύρω στο 570 μ.Χ. Η πανώλη του Ιουστινιανού υπήρξε η πρώτη πανδημία της εν λόγω λοιμώδους νόσου στον κόσμο. Εκδηλώθηκε σε διαδοχικά κύματα μεταξύ του 6ου και του 8ου αιώνα μ.Χ., εξασθενώντας την αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Προκλήθηκε από το ίδιο είδος βακτηρίου (Yersinia pestis) που προκάλεσε την κατοπινή ολέθρια πανδημία στην μεσαιωνική Ευρώπη του 14ου αιώνα, γνωστή και ως «Μαύρος Θάνατος». Οι ερευνητές (μεταξύ των οποίων η Ελληνίδα Μαρία Σπύρου), με επικεφαλής τον Γιοχάνες Κράουζε του γερμανικού Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας στην Ιένα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «Molecular Biology and Evolution», βρήκαν ότι τρία γονίδια του εν λόγω βακτηρίου, που έφεραν μοναδικές μεταλλάξεις, ήσαν πιθανώς τα κατ' εξοχήν «ένοχα» για την θεαματική εξάπλωση της πανώλης. Η πανούκλα «συνοδεύει» την ανθρωπότητα εδώ και τουλάχιστον 5.000 χρόνια και οι επιστήμονες παρακολουθούν στενά τυχόν αναζωπύρωσή της.
Οι μολυσματικές επιδημίες ιδιαίτερα πανώλης -ήταν  εκείνες που σημάδεψαν  την ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης και του Βυζαντίου. Κατά τη διάρκεια του ιστορικού βίου της, η αυτοκρατορία επλήγη αρκετές φορές οι δύο ήταν φονικές- από θανατηφόρες επιδημίες που είχαν αλυσιδωτές επιπτώσεις στο κράτος και στην κοινωνία. Το 541 επιδημία βουβωνικής πανώλης χτυπά περιοχές της Μεσογείου. Η πρώτη επιδημία εκδηλώθηκε και στο Βυζάντιο.Την ώρα που οι στρατιές του αυτοκράτορα Ιουστινιανού αναβίωναν την παλιά δόξα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ανακαταλαμβάνοντας χαμένα εδάφη, η εμφάνιση της αρρώστιας αποτέλεσε τροχοπέδη στη προσπάθεια αυτή. Η πανώλη ήταν μια άγνωστη ασθένεια που γεννιόταν από τα τρωκτικά της Αιγύπτου και μεταδιδόταν μέσω των καραβιών και του εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη υπήρχε μια  σχετική οργάνωση, όσον αφορά τους εμπόρους που κατέφταναν στο λιμάνι, οι οποίοι υποχρεωτικά κατέλυαν σε ειδικούς ξενώνες και διαπραγματεύονταν την πώληση των εμπορευμάτων τους επίσης σε ειδικούς χώρους, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο εξάπλωσης της νόσου. Ωστόσο η μετάδοση της ασθένειας δε στάθηκε δυνατό να αποφευχθεί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η πανούκλα θέριζε 5.000! ζωές την ημέρα, αφανίζοντας τον μισό περίπου πληθυσμό της πόλης. Η πανώλη έκανε την εμφάνισή της στην Αιγύπτο.Από εκεί, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, εξαπλώθηκε σε όλο το γνωστό τότε κόσμο,από την Ινδία και Κίνα μέχρι την Ιρλανδία. Ο αυτόπτης μάρτυρας και ιστορικός Προκόπιος περιγράφει: <<Εκείνα τα χρόνια έπεσε μεγάλος λοιμός,από τον οποίο κινδύνευσε να εξαφανιστεί όλο το ανθρώπινο γένος. Ξεκίνησε από τους Αιγυπτίους που κατοικούν στο Πηλούσιο. Από εκεί η αρρώστια απλώθηκε σ’ όλη τη γη και δεν άφησε ούτε νησί, ούτε σπηλιά ή βουνοκορφή όπου να ζούσε κάποιος άνθρωπος. Τους ανθρώπους τους έπιανε ξαφνικά πυρετός. Ο πυρετός ήταν χαμηλός από την αρχή ως το βράδυ, ώστε δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι επικίνδυνο. Την ίδια μέρα, σε μερικούς ασθενείς, σε άλλους την επομένη και στους υπόλοιπους ύστερα από λίγες μέρες, παρουσιαζόταν πρήξιμο, που αρχικά περιοριζόταν στη βουβωνική χώρα. Ύστερα επεκτεινόταν στη μασχάλη, σε ορισμένες, μάλιστα περιπτώσεις και στο πίσω μέρος των αφτιών και σε διάφορα σημεία των μηρών. Σε μερικές περιπτώσεις ο θάνατος ερχόταν αμέσως, ενώ σε άλλες ύστερα από μέρες. Σε μερικούς ασθενείς το σώμα γέμιζε με μαύρες φουσκάλες, μεγάλες σαν σπυριά φακής,αυτοί δεν ζούσαν ούτε μια μέρα, αλλά πέθαιναν αμέσως. Μερικοί, πάλι, έκαναν εμετό με αίμα, χωρίς καμιά φανερή αιτία, και αμέσως πέθαιναν>>. Στην αρχή σημειώθηκαν θάνατοι κάπως περισσότεροι από τους συνηθισμένους. Ύστερα ο κακό μεγάλωσε και ο αριθμός των νεκρών έφτανε τις πέντε χιλιάδες την ημέρα, και αργότερα τις δέκα χιλιάδες και ακόμα παραπάνω. Κάθε είδος εργασίας είχε σταματήσει. Μία δεύτερη περιγραφή της αρρώστιας έχει διασωθέι από τον Ευάγριο Σχολαστικό, εκκλησιαστικό συγγραφέα, αυτόπτη μάρτυρα και παθόντα: «Η αρρώστια λέγεται πως άρχισε από την Αιθιοπία. Βήμα προς βήμα διέτρεξε ολόκληρη την οικουμένη, χωρίς να αφήσει ανέγγιχτο κανένα από τους ανθρώπους. Η νόσος εκδηλωνόταν με διάφορα συμπτώματα. Σε άλλους άρχιζε από το κεφάλι με κόκκινα από το αίμα τα μάτια και με πρησμένο πρόσωπο, κατέβαινε μέχρι το λαιμό και έστελνε όποιον είχε προσβάλει στο θάνατο. Σε άλλους προκαλούσε γαστρορραγία. Κάποιοι βουβώνες πρήζονταν και εξαιτίας τους ανέβαινε υψηλός πυρετός. Και πέθαιναν τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, έχοντας σώας τα φρένας και το σώμα ίδιο με εκείνους που δεν είχαν πάθει τίποτε. Άλλοι όμως έχαναν τη ζωή τους, αφού παραλογίζονταν. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που κάποιοι προσβλήθηκαν και μια και δυο φορές και διέφυγαν τον κίνδυνο, αλλά πέθαναν μόλις προσβλήθηκαν ξανά. Και οι τρόποι μετάδοσης της νόσου ήταν πολλοί και πέραν κάθε λογικής. Άλλοι μεν χάνονταν απλώς ζώντας και τρώγοντας μαζί, άλλοι δε μόνο από την απλή επαφή, άλλοι όταν έμπαιναν μέσα στο σπίτι, άλλοι στην αγορά. Μερικοί φεύγοντας απρόσβλητοι από πόλεις που νοσούσαν μετέδωσαν τη νόσο σε άλλους που δεν νοσούσαν. Και όσοι ήταν πρόθυμοι να προσβληθούν, επειδή είχαν χάσει τα παιδιά τους ή το σπιτικό τους και είχαν ακριβώς γι’ αυτό αναμιχτεί με τους νοσούντες, δεν προσβλήθηκαν λες και η αρρώστια να αντιστρατευόταν τη θέλησή τους. Το τι θα επακολουθήσει είναι άδηλο αφού ο Θεός είναι αυτός που θα κρίνει, αυτός που γνωρίζει τις αιτίες κάθε πράγματος και πού αυτές θα οδηγήσουν». Γίνεται φανερό και από τις δύο περιγραφές ότι η αρρώστια είχε ορισμένα συμπτώματα τα οποία ήταν κοινά, όπως: προκαλούσε πρήξιμο των βουβώνων, πυρετό, διάρροια, εμετούς, κώμα, παραισθήσεις και τελικά θάνατο στα περισσότερα από τα θύματά της σε διάστημα λίγων ημερών.. Η  Ιατρική, την εποχή αυτή, ήταν περισσότερο μια εμπειρική, πρακτική ασχολία και λιγότερο μια επιστήμη για τη θεραπεία,για όσους λίγους είχαν την πρόσβαση και τη γνώση. Από κοντά και η θεολογία της εποχής με την επικρατούσα άποψη ότι οι ασθένειες προέρχονταν από το Θεό, ο οποίος είναι μεν εξ ορισμού πανάγαθος, αλλά οι αμαρτίες των ανθρώπων επιφέρουν την τιμωρία τους μέσω των ασθενειών. Oι λοιμοί, οι μεταδοτικές θανατηφόρες επιδημίες, για όσους τις έζησαν μέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδομένες στην άγνοια και τη θρησκοληψία, αντιπροσώπευαν πάντα το «σημάδι» των έσχατων ημερών, το τέλος του κόσμου, τη δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, με τις οποίες ελεγχόταν η κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδημιών επικρατούσε ατμόσφαιρα πανικού και παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων με το φυσικό αποδεκατισμό των πληθυσμών από την αρρώστια. Bασανισμοί,  μαγείες, εκτελέσεις, διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και άλλα δεινα... Οποιοσδήποτε υπολογισμός της πρώτης πανδημίας είναι παρακινδυνευμένος εξαιτίας της απουσίας στατιστικών. Ο Ιωάννης της Εφέσου αναφέρει ότι στην Κωνσταντινούπολη,όταν τα θύματα έφτασαν τις 230.000 χιλιάδες οι φρουροί των πυλών έπαψαν να τα μετρούν. Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν τον πληθυσμό της Πόλης την εποχή του Ιουστινιανού σε 400.000 χιλιάδες. Επομένως, η πανώλη ελάττωσε τον αριθμό των κατοίκων κατά 50% περίπου, αριθμός που θεωρείται σωστός..Αν στην πρωτεύουσα ο αριθμός των νεκρών ήταν πολύ μεγάλος, στην επαρχία τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα.Λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων στις πόλεις, η μετάδοση και η εξάπλωση της νόσου ήταν πολύ πιο εύκολη από ότι στα χωριά. Η θανατηφόρα αρρώστια δεν εξαφανίστηκε μετά το πρώτο χτύπημα, αλλά επανεμφανίζονταν σταδιακά μέχρι το έτος 746. Οι άμεσες συνέπειες της πανώλης ήταν δραστική μείωση του πληθυσμού, φτώχεια, πληθωρισμός και λιμός. Οι επιπτώσεις στην κοινωνία,στην οικονομία, στο στράτευμα, στη θρησκεία ήταν σημαντικές και πολλές. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε με νομοθετικά μέτρα να ενισχύσει τη γεωργική παραγωγή, να αυξήσει τις εισαγωγές, να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, όμως σε μια αγροτική οικονομία,η έλλειψη εργατικών χεριών αυτόματα δημιουργεί δυσχερή προβλήματα. Όπως είναι λογικό η αρρώστια έπληξε σε μεγαλύτερο ποσοστό τον φτωχό πληθυσμό και γενικότερα την εργατική-αγροτική τάξη.Επομένως, παρουσιάστηκε έλλειψη εργατικών χεριών και μεγάλα τμήματα εδάφους έμειναν ακαλλιέργητα. Πολλοί άνθρωποι για να προστατευτούν, εγκατέλειψαν τις πόλεις και μετανάστευσαν σε χωριά, όπου θα ήταν πιο εύκολη και ασφαλής η διαβίωσή τους. Ευνοήθηκε η φυγή προς την ύπαιθρο και τα μοναστήρια, Ο πληθυσμός των πόλεων μειώθηκε και το κύμα αστικοποίησης ανακόπηκε. Εξαιτίας της απουσίας ανδρών, ο βυζαντινός στρατός θα αρχίσει να επανδρώνεται  με αλλοδαπούς και μισθοφόρους. Η μείωση του πληθυσμού και η εγκατάλειψη περιοχών θα αντισταθμιστεί με τον ερχομό νέων αποίκων που θα εγκατασταθούν στα Βαλκάνια. Είναι οι Σλάβοι  (Σέρβοι, Κροάτες, Βούλγαροι), που οι σχέσεις τους με την αυτοκρατορία θα είναι άλλοτε ειρηνικές (αφομοίωση, εκχριστιανισμός), άλλοτε εχθρικές και πολεμικές. Η φιλόδοξη επέκταση του Βυζαντίου προκάλεσε αρκετές εσωτερικές διαμάχες με τον πληθυσμό να κάνει συχνές εξεγέρσεις, είτε λόγω των δυσβάσταχτων φόρων από τους μακροχρόνιους πολέμους, είτε λόγω θρησκευτικών διαφορών. Η συνεχής εξωτερική απειλή, από σχεδόν όλα τα μέτωπα, οδήγησε σε μια περίοδο πτώσης της Αυτοκρατορίας, που ήρθε αμέσως μετά τον θάνατο τον Ιουστινιανού. Χαρακτηριστικά, το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας κατελήφθη από τους Λομβαρδούς, μόλις 3 χρόνια από το θάνατό του. Ο Προκόπιος στο έργο του Απόκρυφη Ιστορία κατηγορεί τον ίδιο τον Ιουστινιανό αλλά κυρίως τη Θεοδώρα για αυτό. Οι πόλεμοί του σε Δύση και Ανατολή απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του. Ο Ιουστινιανός (527-565) πρώτος νομοθετεί στα ελληνικά "ώστε οι νόμοι να γίνουν γνωστοί σε όλους και να ερμηνεύονται εύκολα". Από τον 6ο αιώνα η διδασκαλία την νομικής γίνεται και στην Κωνσταντινούπολη στα ελληνικά. Την 1η Νοεμβρίου 541 ο Τριβωνιανός απευθύνει την τελευταία λατινόφωνη διάταξη. Αυτή η μετατόπιση προς την ελληνική συνάντησε αντιδράσεις από λατινόφωνους αξιωματούχους. Ωστόσο, ένας από αυτούς, ο Ιωάννης ο Λυδός (6ος αι.) αναγνωρίζει ότι οι υπήκοοι των ανατολικών επαρχιών είναι "Έλληνες εκ του πλείονος". Η χρήση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας καταργείται επί Ηρακλείου (610-641) ο οποίος πρώτος εκδίδει νομίσματα με ελληνικές επιγραφές και κανει την ελληνική επίσημη γλώσσα.
Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων από τότε η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο. Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Το 650 η Συρία, μέρος της Μ. Ασίας, η Άνω Μεσοποταμία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και μέρος των βυζαντινών επαρχιών της Β. Αφρικής είχαν ήδη περιέλθει στην εξουσία των Αράβων. Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα στέρησαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις ανατολικές και νότιες επαρχίες της και συντέλεσαν να χάσει τη σημαντική θέση που κατείχε ως το πιο δυναμικό κράτος του κόσμου. Εδαφικά περιορισμένη η Βυζαντινή αυτοκρατορία έγινε ένα κράτος με ελληνικό πληθυσμό κυρίως, αν και όχι πλήρως. Οι περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν η Μ. Ασία με τα γειτονικά της νησιά του Αιγαίου Πελάγους και η Κωνσταντινούπολη με την κοντινή της επαρχία. Την εποχή αυτή η Βαλκανική χερσόνησος, είχε εθνογραφικά αλλάξει χάρη στην εμφάνιση των Σλάβων. Ομως ο ιθαγενής πληθυσμός παρέμενε ίδιος. Στον βορρά οι Σλάβοι αφομοίωσαν τους ντοπιους Ιλλυριους και τους Θράκες ιδρύοντας νέα έθνη (Βούλγαροι, Σέρβοι, Κροάτες). Στην Ελλάδα παρέμεινε ελληνικός πληθυσμός και οι λίγοι Σλαβοι μετακινήθηκαν ή αφομοιωθηκαν. Στη Δύση η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ακόμα τα χωριστά εκείνα τμήματα της Ιταλίας που δεν συμπεριλαμβάνονταν στο βασίλειο των Λογγοβάρδων: το νότιο κομμάτι της Ιταλίας, με τη Σικελία, και αρκετά άλλα γειτονικά νησιά της Μεσογείου, τη Ρώμη και το εξαρχάτο της Ραβέννας. Ο ελληνικός πληθυσμός, που συγκεντρώθηκε κυρίως στο νότιο τμήμα αυτών των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας, αυξήθηκε πολύ τον 7ο αιώνα, όταν η Ιταλία έγινε το καταφύγιο πολλών κατοίκων της Αιγύπτου και της Β. Αφρικής που δεν ήθελαν να γίνουν υποτελείς των Αράβων κατακτητών. Μπορεί να πει κανείς ότι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μεταβλήθηκε, την περίοδο αυτή, σε μια Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας τα προβλήματα έγιναν πιο περιορισμένα χάνοντας την παλαιά τους έκταση.
Πηγή : http://byzantin-history.blogspot.gr/2011/02/8.html
http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=825039
http://vizantinonistorika.blogspot.gr/2013/04/blog-post_4.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιουστινιανός_Α´
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_Αυτοκρατορία


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου