Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/1056 - 1118) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1081 ως το 1118. Εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική μορφή, ήταν ο ουσιαστικός θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών, μιας από τις ενδοξότερες δυναστείες της βυζαντινής ιστορίας. Ο Αλέξιος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τουρκικούς λαούς που περνούσαν το Δούναβη και έκαναν επιδρομές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια, και μάλιστα οι Πετσενέγκοι συνεργάστηκαν το 1090 με τον εμίρη της Σμύρνης, Τζαχά που είχε βλέψεις στο βυζαντινό θρόνο, και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος χρησιμοποιώντας τους Κουμάνους εναντίον τους κατάφερε να τους νικήσει στην μάχη του Λεβουνίου το 1091. Το 1094 ήταν η σειρά των Κουμάνων να επιδράμουν εναντίον των Βυζαντινών, ξεσηκωμένοι από έναν διεκδικητή του θρόνου που υποκρινόταν ότι ήταν ο Κωνσταντίνος Διογένης, ένας γιος του Ρωμανού Διογένη που στην πραγματικότητα είχε πεθάνει χρόνια πριν. Οι Κουμάνοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν ο ψευδο-Διογένης εξουδετερώθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Αλέξιος κατάφερε να εξουδετερώσει και την απειλή του Τζαχά, στρέφοντας εναντίον του τον γαμπρό του, τον Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, ο οποίος και τον δολοφόνησε στη διάρκεια ενός συμποσίου το 1094. Έχοντας σταθεροποιήσει την ειρήνη στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας ο Αλέξιος έστρεψε την προσοχή του στην Μικρά Ασία, που είχε χαθεί σχεδόν ολόκληρη από τους Σελτζούκους Τούρκους. Το σθένος που έδειξε ο Αλέξιος στη ζωή του ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστο. Αναλύοντας τον προσωπογραφικά θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένας άνθρωπος γεννημένος ηγέτης. Είχε εξάλλου όλα τα χαρακτηριστικά που απαιτούσε η βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία από έναν ιδανικό αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ήταν φανατικά ορθόδοξος, όχι από πηγαία πίστη ή εξαιτίας της επιρροής της θρησκόληπτης μητέρας του, αλλά από σκοπιμότητα. Παρ´όλο που ο Αλέξιος παρέδωσε στο γιο του, Ιωάννη, ένα σταθερότερο και ισχυρότερο κράτος από ότι το βρήκε το 1081, γεγονός είναι ότι η ενδυνάμωση των δυνατών καθώς και η παραχώρηση υπέρογκων προνομίων στις ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες μακροπρόθεσμα έπληξαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κόρη του, Άννα Κομνηνή, έγραψε την Αλεξιάδα, ένα βιβλίο που εξιστορεί τα γεγονότα της εποχής του πατέρα της και σε πολλά σημεία τον εξυμνεί.
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός ή Ιωάννης ο Καλός ή Καλοϊωάννης (1087 - 1143) ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1118 - 1143). Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, τρίτο παιδί και ο πρώτος γιος (και διάδοχος) του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας, ήταν ο δεύτερος και κορυφαίος αυτοκράτορας από την Δυναστεία των Κομνηνών. Στάθηκε αρκετά ευσεβής και αφοσιωμένος Αυτοκράτορας· ο βασικός του στόχος ήταν να αποκαταστήσει τη ζημιά, που είχε προκαλέσει πριν από μισό αιώνα στην Αυτοκρατορία η ήττα στη Μάχη του Μαντζικέρτ. Τα 25 χρόνια που κυβέρνησε έκανε συμμαχίες με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, στα Βαλκάνια ηττήθηκαν οι Πετσενέγοι, οι Ούγγροι και οι Σέρβοι. Ο ίδιος ηγήθηκε σε πολλές εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων στην Μικρά Ασία. Με τις εκστρατείες του αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την εξουσία των Βυζαντινών στην Ανατολή: στα νοτιοανατολικά είχε επεκταθεί από την Μαγνησία του Μαιάνδρου μέχρι την Κιλικία και την Ταρσό. Στις προσπάθειες του να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία έκανε εκστρατείες σαν αρχηγός στις ενωμένες δυνάμεις των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων· απέτυχε ωστόσο, επειδή οι υπόλοιποι Σταυροφόροι ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν. Την τριετία 1119 - 1121 ο Ιωάννης νίκησε τους Σελτζούκους και απέκτησε τον έλεγχο στην νοτιοδυτική Ανατολή. Την επόμενη χρονιά οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν στο Θέμα Παρίστριον και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επιστρέψει, οι εισβολείς ήταν υποτελείς του Πρίγκιπα του Κιέβου. Ο Ιωάννης Β΄ προσποιήθηκε στην αρχή ότι θέλει να κλείσει μαζί τους ειρήνη αλλά στην συνέχεια προχώρησε σε σκληρή και αιφνίδια επίθεση. Η Μάχη της Βερόης που ακολούθησε ήταν πολύ σκληρή, ο ίδιος ο αυτοκράτορας τραυματίστηκε στο πόδι αλλά τελικά ο Βυζαντινός στρατός τους συνέτριψε ολοκληρωτικά. Το κρίσιμο σημείο ήταν όταν η Βαράγγειος Φρουρά που ήταν κυρίως Άγγλοι διείσδυσε με τα μεγάλα τσεκούρια και διέλυσε το εχθρικό μέτωπο. Οι Πετσενέγοι μετά τη συντριβή εξαφανίστηκαν από την ιστορία, πολλοί μεταφέρθηκαν σαν στρατιώτες στα σύνορα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αυτοκρατορία ανέκαμψε δημογραφικά με πληθυσμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο ιστορικός Ιωάννης Μπίρκενμειερ γράφει ότι η βασιλεία του Ιωάννη Β΄ ήταν η πιο επιτυχημένη στην Δυναστεία των Κομνηνών, τονίζει το γεγονός ότι προτιμούσε να πολιορκεί τις πόλεις παρά να δίνει ανοιχτές μάχες. Ο Ιωάννης Μπίρκενμειερ τονίζει το γεγονός ότι οι ετήσιες εκστρατείες που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από την τακτική που ακολουθούσε ο γιος του Μανουήλ Α΄. Οι εκστρατείες του Ιωάννη σύμφωνα με την ίδια πηγή έκαναν καλό στον Ιωάννη Β΄ επειδή προστάτευσε την Βυζαντινή αυτοκρατορία που δεν είχε ανοιχτά σύνορα, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αμυνθούν ενώ οι Βυζαντινοί διατηρούσαν πάντα καλές σχέσεις με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης Β΄ όπως είναι αναγνωρισμένο από όλους τους ιστορικούς άφησε την αυτοκρατορία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή που παρέλαβε, οι Έλληνες της Ανατολής ωστόσο ήταν αρκετά δυσαρεστημένοι σε βαθμό που προτιμούσαν περισσότερο τους Τούρκους από τους Βυζαντινούς. Τα προβλήματα αυτά κληρονόμησε ο γιος και διάδοχος του Μανουήλ.
Οι Πετσενέγοι ή Πατζινάκοι ή Πατζινακίτες, ήταν ένας ημινομαδικός τουρκικός λαός των στεπών της Κεντρικής Ασίας που μιλούσε την ομώνυμη γλώσσα, που ανήκει στην οικογένεια των τουρκικών γλωσσών. Ο μεσαιωνικός αυτός λαός έχει εξαφανισθεί. Δεν είχαν συγκροτήσει ενιαίο κράτος, αλλά ήταν οργανωμένοι σε τοπικά χανάτα. Ο Ιμπν Χορνταντμπέχ (Πέρσης γεωγράφος, 820-912), ο Μαχμούντ αλ-Κασγκάρι (Ουιγούρος λόγιος, 11ος αιώνας), ο Μουχάνατ αλ-Ιντρίσι (γεωγράφος από τη Θέουτα, 1100-1165) και πολλοί άλλοι μουσουλμάνοι λόγιοι συμφωνούσαν ότι οι Πετσενέγοι ανήκαν στους τουρκικούς λαούς. Το Ρωσικό Πρώτο Χρονικό ανέφερε ότι οι "Τουρκομάνοι, οι Πετσενέγοι, οι Τόρκοι και οι Πολόβτσι "κατάγονταν από "τους άθεους γιους του Ισμαήλ, που είχαν σταλεί για τιμωρία των Χριστιανών". Το εθνώνυμο των Πετσενέγων προήλθε από τη λέξη της Αρχαίας Τουρκικής για τον "κουνιάδο" (baja, baja-naq ή bajinaq), υπονοώντας ότι αρχικά αναφερόταν "σε σόι ή φυλή με σχέση εξ αγχιστείας". Ο Μαχμούντ αλ-Κασγκάρι, άνθρωπος των γραμμάτων του 11ου αιώνα ειδικευμένος στις τουρκικές διαλέκτους, υποστήριξε ότι η γλώσσα που μιλούσαν οι Πετσενέγοι ήταν μια παραλλαγή των διαλέκτων των Κουμάνων και των Ογούζων. Υποστήριξε ότι ξένες επιρροές επί των Πετσενέγων προκάλεσαν φωνητικές διαφορές μεταξύ της γλώσσας τους και των διαλέκτων που μιλούσαν άλλοι Τουρκικοί λαοί. Η Άννα Κομνηνή επίσης ανέφερε ότι οι Πετσενέγοι και οι Κουμάνοι μοιράζονταν την ίδια γλώσσα. Αν και η ίδια η γλώσσα των Πετσενέγων έσβησε πριν από αιώνες, τα ονόματα των πετσενεγικών "επαρχιών" φανερώνουν ότι οι Πετσενέγοι μιλούσαν μια Τουρκική γλώσσα.
Τον 9ο και το 10ο αιώνα οι Πετσενέγοι ήλεγχαν μεγάλο μέρος των στεπών της νοτιοδυτικής Ευρασίας και της Κριμαϊκής Χερσονήσου. Αν και σημαντικός παράγοντας στην περιοχή εκείνη την εποχή, όπως συνέβη και με τις περισσότερες νομαδικές φυλές, η αντίληψή τους για την τέχνη της πολιτικής δεν μπόρεσε να υπερβεί τις ασυντόνιστες επιθέσεις σε γειτονικούς λαούς και την υπηρεσία τους ως μισθοφόρων για άλλες δυνάμεις. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, που έγραφε γύρω στα 950, η Πατζινακία, η επικράτεια των Πετσενέγων, εκτεινόταν δυτικά μέχρι τον Ποταμό Σερέτη (Ρουμανία) (ή ακόμη τα Ανατολικά Καρπάθια Όρη) και απείχε τέσσερις ημέρες από την "Τουρκιάδα" ή Τουρκία (δηλ. την Ουγγαρία).
Τον 9ο αιώνα οι Βυζαντινοί συμμάχησαν με τους Πετσενέγους, χρησιμοποιώντας τους για να αποκρούσουν άλλες πιο επικίνδυνες φυλές, όπως οι Ρως και οι Μαγυάροι. Οι Ούζοι, άλλος Τουρκικός λαός της στέπας, εξεδίωξαν τελικά τους Πετσενέγους από την πατρίδα τους, και στη συνέχεια οικειοποιήθηκαν τα περισσότερα από τα ζώα τους και άλλα αγαθά τους. Μια συμμαχία Ογούζων, Κιμάκων και Καρλούκων πίεζε επίσης τους Πετσενέγους, αλλά ένα άλλο βασίλειο, οι Σαμανίδες του Ιράν, νίκησαν αυτή τη συμμαχία. Ωθούμενοι δυτικότερα από τους Χαζάρους και τους Κουμάνους το 889, οι Πετσενέγοι εκδίωξαν με τη σειρά τους τούς Μαγυάρους δυτικά του ποταμού Δνείπερου το 892. Ο Βούλγαρος τσάρος Συμεών χρησιμοποίησε τους Πετσενέγους για να τον βοηθήσουν ν' αποκρούσει τους Μαγυάρους. Οι Πετσενέγοι ήταν τόσο αποτελεσματικοί, ώστε εκδίωξαν τους Μαγυάρους που απέμεναν στο Ετελκιόζ (η περιοχή των Μαγυάρων πριν την εισβολή στην παννονική πεδιάδα) και στις στέπες του Εύξεινου Πόντου, πιέζοντάς τους προς τα δυτικά, προς την Παννονική πεδιάδα, όπου ίδρυσαν αργότερα το Ουγγρικό κράτος. Τον 9ο αιώνα οι Πετσενέγοι άρχισαν μια περίοδο πολέμων κατά των Ρως του Κιέβου. Πάνω από δύο αιώνες εξαπέλυαν επιδρομές στη χώρα των Ρως, που μερικές φορές κλιμακώνονταν σε κανονικούς πολέμους (όπως ο πόλεμος του 920 των Πετσενέγων με τον Ιγκόρ του Κιέβου, που αναφέρεται στο Πρώτο Χρονικό). Οι πόλεμοι των Πετσενέγων κατά των Ρως του Κιέβου ανάγκασαν τους Σλάβους από τα εδάφη της Βλαχίας να μεταναστεύσουν σταδιακά βόρεια του ποταμού Δνείστερου το 10ο και τον 11ο αιώνα. Όμως συνέβαιναν επίσης και προσωρινές στρατιωτικές συμμαχίες Ρως-Πετσενέγων, όπως στην εκστρατεία κατά του Βυζαντίου το 943 υπό τον Ιγκόρ.
Το 968 οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν και πολιόρκησαν το Κίεβο, και μερικοί συμμάχησαν με τον Πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβο Α΄ στην εκστρατεία του κατά του Βυζαντίου το 970–971, αν και τελικά του έστησαν ενέδρα και τον σκότωσαν το 972. Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό ο Πετσενέγος Χαν Κούρια έφτιαξε ένα δισκοπότηρο από το κρανίο του Σβιατοσλάβου, σύμφωνα με το έθιμο των νομάδων της στέπας. Η έκβαση της αντιπαράθεσης Ρως-Πετσενέγων άλλαξε κατά τη βασιλεία του Βλαδίμηρου Α΄ του Κιέβου (990–995), που ίδρυσε την πόλη Περεγιάσλαβ στη θέση της νίκης του επί των Πετσενέγων, και στη συνέχεια με τη νέα ήττα των Πετσενέγων κατά τη βασιλεία του Γιαροσλάβου Α΄ του Σοφού το 1036. Λίγο αργότερα, άλλες νομαδικές φυλές αντικατέστησαν τους εξασθενημένους Πετσενέγους στη στέπα του Πόντου: οι Κουμάνοι και οι Τόρκοι. Σύμφωνα με το Μικαΐλο Χρουσέφσκι (Ουκρανός ακαδημαϊκός, 1866-1934, Ιστορία Ουκρανίας-Ρουθηνίας) μετά την ήττα της κοντά στο Κίεβο, η Ορδή των Πετσενέγων μετακινήθηκε προς τον ποταμό Δούναβη, τον διέσχισε και εξαφανίσθηκε από την Ποντική στέπα. Το 1048, επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου, οι Πετσενέγοι εξολόθρευσαν στην Θράκη έναν βυζαντινό στρατό που είχε σταλεί εναντίον τους, και λεηλάτησαν την περιοχή για πέντε χρόνια. Μετά από αιώνες πολέμων, όπου συμμετείχαν όλοι οι γείτονές τους - η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Βουλγαρία, οι Ρως του Κιέβου, η Χαζαρία και οι Μαγυάροι - οι Πετσενέγοι αφανίστηκαν ως ανεξάρτητη δύναμη το 1091 στη Μάχη του Λεβουνίου από έναν ενωμένο στρατό Βυζαντινών και Κουμάνων υπό το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ο Αλέξιος Α΄ στρατολόγησε κατόπιν τους ηττημένους Πετσενέγους, που τους μετεγκατέστησε μαζί στην περιοχή της Αλμωπίας στη Μακεδονία σε ένα "τάγμα Πετσενέγων των Μογλενών". Μετά από νέα επίθεση των Κουμάνων το 1094, πολλοί Πετσενέγοι σφαγιάσθηκαν ή αφομοιώθηκαν. Οι Βυζαντινοί νίκησαν πάλι τους Πετσενέγους στη Μάχη της Βερόης το 1122, στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας. Για κάποιο διάστημα σημαντικές κοινότητες Πετσενέγων επιβίωναν ακόμη στο Βασίλειο της Ουγγαρίας. Με την πάροδο του χρόνου οι Πετσενέγοι των Βαλκανίων έχασαν την εθνική τους ταυτότητα και αφομοιώθηκαν πλήρως, κυρίως από τους Μαγυάρους και τους Βουλγάρους. Το 12ο αιώνα, σύμφωνα με το Βυζαντινό ιστορικό Ιωάννη Κίνναμο, οι Πετσενέγοι πολέμησαν ως μισθοφόροι για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό στη νότια Ιταλία κατά του Νορμανδού βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου του Κακού. Μια ομάδα Πετσενέγων έλαβε μέρος στη μάχη της Άντρια το 1155. Οι Πετσενέγοι αναφέρθηκαν για τελευταία φορά το 1168 ως μέλη της συνομοσπονδίας τουρκικών φυλών, γνωστής στα χρονικά ως "Μαυροκούκουλοι" (τουρκικά: Καρακαλπάκ).
Ο τουρκικός κίνδυνος από την Ανατολή και τον Βορρά, με φορείς τους Σελτζουκίδες και τους Πατζινάκες - Πετσενέγκους, ο οποίος ήταν αρκετά απειλητικός ήδη από την εποχή των προκατόχων του Αλέξιου Κομνηνού, αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του. Η εναντίον των Νορμανδών νίκη και ο θάνατος του Γυισκάρδου, επέτρεψαν στον Αλέξιο να επανακτήσει στη Δύση τις μέχρι την Αδριατική ακτές, όμως, στα άλλα σύνορα, οι επιθέσεις των Τούρκων και των Πατζινάκων υπήρξαν τόσο επιτυχείς που είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή συρρίκνωση των εδαφών της αυτοκρατορίας. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την εποχή εκείνη << o Βoσπορος αποτελούσε το όριο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή και η Αδριανούπολη στη Δύση>>.
Στην Μικρά Ασία, που είχε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την Αυτοκρατορία λόγω του ότι είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες – εμίρηδες ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη τους προκαλώντας αναρχία. Ο Αλέξιος όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, λόγω του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει από το Βορρά τις επιθέσεις των Πατζινάκων.
Στην Μικρά Ασία, που είχε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την Αυτοκρατορία λόγω του ότι είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες – εμίρηδες ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη τους προκαλώντας αναρχία. Ο Αλέξιος όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, λόγω του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει από το Βορρά τις επιθέσεις των Πατζινάκων.
Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατζινάκες βρήκαν συμμάχους μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας τους Παυλικιανούς που κατοικούσαν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν μια δυαλιστική θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαισμού, που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμιστεί τον 7ο αιώνα. Οι Παυλικιανοί –Βογόμιλοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους του Βορρά, καλώντας τους Πατζινάκες να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου. Οι Κουμάνοι ενώθηκαν κι αυτοί με τους Πατζινάκες.
Ο αγώνας με τους Πατζινάκες, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, εξάντλησε όλη τη δύναμη του Βυζαντίου. Κατά τα τέλη της ένατης δεκαετίας (1090) ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω Δούναβη, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστεί κι ο ίδιος. Η σύγκρουση όμως που ξέσπασε για τα λάφυρα ανάμεσα στους Πατζινάκες και στους Κουμάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νίκη τους.
Μετά από σύντομη ανάπαυλα, που εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατζινάκες με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατζινάκες, ύστερα από έναν επίμονο αγώνα, έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι την ημέρα της εορτής του μάρτυρα Θεοδώρου, οι πιστοί, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την εκκλησία του μάρτυρα στο προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες των τειχών και να βγουν έξω, γιατί οι Πατζινάκες παραμόνευαν εκεί…
Μετά από σύντομη ανάπαυλα, που εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατζινάκες με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατζινάκες, ύστερα από έναν επίμονο αγώνα, έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι την ημέρα της εορτής του μάρτυρα Θεοδώρου, οι πιστοί, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την εκκλησία του μάρτυρα στο προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες των τειχών και να βγουν έξω, γιατί οι Πατζινάκες παραμόνευαν εκεί…
Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τζαχάς, άρχισε να απειλεί την Πόλη από το νότο. Είχε περάσει τα νιάτα του στην αυλή του Νικηφόρου Βοτανειάτη, αποκτώντας κι έναν βυζαντινό τίτλο και, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος, έφυγε στη Μ. Ασία. Έχοντας κυριαρχήσει με το στόλο του στα παράλια, ο Τζαχάς έθεσε έναν τολμηρό στόχο, να πλήξει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και έπειτα να την αποκλείσει από κάθε ανεφοδιασμό. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του άρχισε επαφές με τους Πατζινάκες στο Βορρά και τους Σελτζούκους στην Ανατολή. Βέβαιος για την επιτυχία του ο Τζαχάς ήδη ονόμαζε τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και ετοιμαζόταν να καθίσει στο θρόνο. Τόσο οι Πατζινάκες όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφτηκαν την εθνολογική τους συγγένεια. Ο Ρώσσος μελετητής Β.Βασιλιέφσκι αναφέρει ότι << στο πρόσωπο του Τζαχά, παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδύαζε το θάρρος ενός Βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της Αν. Ευρώπης της εποχής εκείνης, σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κινήσεως των Τούρκων. Ο Τζαχάς θα μπορούσε να θέσει έναν λογικό και συγκεκριμένο σκοπό, καθώς κι ένα σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατζινάκων>>.
Φαινόταν ότι στα ερείπια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος των Πατζινάκων και των Σλετζουκιδών. <<Η βυζαντινή αυτοκρατορία>> συνεχίζει ο Βασιλιέφσκι, <<πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων>>. Ένας άλλος ιστορικός, ο Θ. Ουσπένσκι, γράφει ότι <<τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί πολιορκούσαν την Πόλη.
Φαινόταν ότι στα ερείπια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος των Πατζινάκων και των Σλετζουκιδών. <<Η βυζαντινή αυτοκρατορία>> συνεχίζει ο Βασιλιέφσκι, <<πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων>>. Ένας άλλος ιστορικός, ο Θ. Ουσπένσκι, γράφει ότι <<τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί πολιορκούσαν την Πόλη.
Αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος Κομνηνός ακολούθησε τη συνήθη βυζαντινή διπλωματική τακτική της κινητοποίησης ενός βαρβάρου κατά του άλλου: έκανε έκκληση στους Χάνους (ηγεμόνες) των Κουμάνων, ζητώντας βοήθεια εναντίον των Πατζινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κουμάνων, Τουργκορχάν και Μπόνιακ εκκλήθηκαν στην Πόλη, όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που επιλέγονταν σε ισότιμη βάση με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον τήρησαν.
Στις 29 Απριλίου του 1091 έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη. Οι Πατζινάκες νικήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σε ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής που λέει ότι << διά μίαν ημέρα οι Σκύθαι ( έτσι ονομάζει η Άννα Κομνηνή τους Πατζινάκες) τον Μάιον ούκ είδον>>.
Επεμβαίνοντας με το μέρος του Βυζαντίου οι Κουμάνοι προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στον χριστιανικό κόσμο.
Ο Αλέξιος επέστρεψε στην Πόλη θριαμβευτής. Μόνο ένα μικρό μέρος των αιχμαλώτων Πατζινάκων επέζησε. Τούτο το απομεινάρι της φοβερής ορδής εγκαταστάθηκε στη Βαλκανική Χερσόνησο, ανατολικά του ποταμού Αξιού και αργότερα εντάχτηκε στο βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο τμήμα. Όσοι Πατζινάκες μπόρεσαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια, ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε για πάνω από τριάντα χρόνια δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
Ο Τζαχάς, που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο, δίχως να επιτύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατζινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του με τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του τον σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε ο ίδιος. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091 απέβη υπέρ της αυτοκρατορίας.
Η Βέροια ή Βερόη ήταν πόλη ελληνική, ιδρυμένη από τον βασιλιά Φίλιππο Β’ τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σήμερα είναι γνωστή ως Στάρα Ζαγόρα και ανήκει στη Βουλγαρία. Κοντά στην πόλη, το 1122, δόθηκε η περιώνυμη μάχη που εξαφάνισε το έθνος των Πατσινακών από τον κατάλογο των λαών… Οι Πεστενέγκοι ή Πατσινάκες ήταν γνώριμοι των Βυζαντινών λόγω των επιδρομών τους στα βυζαντινά εδάφη. Το 1118 ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός τους σάρωσε, κυριολεκτικά, στο μάχη του Λεβουνίου, στις εκβολές του ποταμού Έβρου. Ωστόσο στην τότε εισβολή δεν είχαν συμμετάσχει όλες οι φυλές των Πατσινακών. Αυτοί, προερχόμενοι από τη ρωσική στέπα πέρασαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στα αυτοκρατορικά εδάφη. Οι Πατσινάκες πέρασαν μέσω των εδαφών του Ρώσου ηγεμόνα του Κιέβου Βλαντιμίρ του Μονομάχου με την άδειά του. Αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι Πατσινάκες βρισκόταν στην υπηρεσία του. Οι Πατσινάκες μαζί με Ουγούζους Τούρκους ξεκίνησαν από τη Ρωσία το 1121 και εισέβαλαν στα αυτοκρατορικά εδάφη. Η νέα εισβολή προκάλεσε ανησυχία στην Κωνσταντινούπολη και ο νέος αυτοκράτορας, γιος και διάδοχος του Αλεξίου, Ιωάννης Β’ Κομνηνός, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει παρά το γεγονός ότι εκείνο τον καιρό πολεμούσε με μεγάλη μάλιστα επιτυχία τους Σελτζούκους Τούρκους στη Μικρά Ασία. Ο αυτοκράτορας πέρασε με τον στρατό του τον Ελλήσποντο. Οι βυζαντινές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ οι Πατσινάκες είχαν περάσει τον Αίμο και κινούνταν προς Νότο. Τελικά στρατοπέδευσαν στην Βερόη. Ο αυτοκράτορας επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα διπλωματικά. Ο Ιωάννης να προσποιήθηκε ότι θέλει να διαπραγματευτεί ενώ την ίδια ώρα βάδιζε με τον στρατό του καταπάνω τους. Το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από την πορεία των γεγονότων.
Όταν ένα πρωί ο Βυζαντινός Στρατός εμφανίστηκε ενώπιον του δημιουργημένου με άμαξες οχυρωμένου στρατοπέδου τους οι Πατσινάκες αιφνιδιάστηκαν. Παρόλα αυτά πρόλαβαν και αναπτύχθηκαν στην εκεί πεδιάδα. Οι Πατσινάκες, όπως και όλοι οι Τούρκοι εκείνη την εποχή, ήταν κατά βάση ιπποτοξότες. Όταν ένα πρωί ο Βυζαντινός Στρατός εμφανίστηκε ενώπιον του δημιουργημένου με άμαξες οχυρωμένου στρατοπέδου τους οι Πατσινάκες αιφνιδιάστηκαν. Παρόλα αυτά πρόλαβαν και αναπτύχθηκαν στην εκεί πεδιάδα. Οι Πατσινάκες, όπως και όλοι οι Τούρκοι εκείνη την εποχή, ήταν κατά βάση ιπποτοξότες. Μάχονταν σε χαλαρή τάξη, εφορμώντας, τοξεύοντας και υποχωρώντας. Μόνο όταν ο αντίπαλος είχε αρκετά καταπονηθεί εφορμούσαν εναντίον του. Διέθεταν και λίγους βαρύτερα οπλισμένους ιππείς που ήταν οι ευγενείς και οι φρουροί των αρχηγών. Το πεζικό τους δεν ήταν αξιόλογο. Συγκροτείτο από κάθε διαθέσιμο να φέρει όπλα άνδρα που δεν μπορούσε να ιππεύσει. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες για τον αριθμό των Πατσινακών, αλλά ούτε και για την σύνθεση και την αριθμητική δύναμη του Βυζαντινού Στρατού του οποίου ηγείτο ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Οι Βυζαντινοί εξόρμησαν κατά των εχθρών αλλά οι Πατσινάκες και οι Ουγούζοι ακολουθώντας την κλασική τους τακτική τους καταπονούσαν ενώ όποτε πιέζονταν ασφυκτικά, κατέφευγαν στο οχυρό τους στρατόπεδο. Μάλιστα ένα βέλος τους τραυμάτισε στο πόδι και τον Ιωάννη. Ωστόσο ο πολεμιστής αυτοκράτορας δεν δείλιασε. Αντίθετα διέταξε τους επίλεκτους Βάραγγους της φρουράς να επιτεθούν κατά των εχθρικών αμαξών. Οι τελευταίο εφόρμησαν με απίστευτο θάρρος αν και δέχονταν καταιγισμό βλημάτων. Με τα θεόρατα πελέκια τους άρχισαν να κατακόπτουν τις αντίπαλες άμαξες, αδιαφορώντας για τα «πυρά» των εχθρών. Τελικά, υπό την κάλυψη και των λοιπών βυζαντινών δυνάμεων, ανοίχτηκε πέρασμα μέσω του οποίου οι Βυζαντινοί εφόρμησαν στο εχθρικό στρατόπεδο, σφάζοντας ανηλεώς τους αντιπάλους. Ανίκανοι να ελιχθούν οι Τούρκοι ιπποτοξότες ήταν αδύνατο να αμυνθούν έναντι των βαρύτερα οπλισμένων αντιπάλων τους και σφαγιάστηκαν κατά χιλίαδες. Όσοι Πατσινάκες επέζησαν αιχμαλωτίσθηκαν και ορισμένοι εντάχθηκαν στον Βυζαντινό Στρατό. Μετά τη μάχη της Βερόης πάντως το εθνικό Πετσενέγκος δεν ξανακούστηκε. Ήταν μια μάχη εξόντωσης.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%91%CE%84_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%84_%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%84%CF%83%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CE%B3%CE%BF%CE%B9
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%92%CE%B5%CF%81%CF%8C%CE%B7%CF%82
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9B%CE%B5%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2015/04/29-1091.html
https://www.history-point.gr/veroi-1122-oi-vyzantinoi-exontonoyn-toyrkoys-eisvoleis-sti-voylgaria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου