Ο Ρωμανός, μετά από μερικές γρήγορες στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, εξεστράτευσε κατά των Σελτζούκων το 1068-1069, με περιορισμένη επιτυχία. Την άνοιξη του 1071, επανέλαβε την εκστρατεία στην ανατολική Μικρά Ασία. Τον Ρωμανό συνόδευε ο Ανδρόνικος Δούκας, ένας πολιτικός του αντίπαλος. Το στράτευμα ήταν ένα μωσαϊκό που περιλάμβανε μέρος της Βαράγγιας φρουράς και μονάδες Γεωργιανών, Αρμενίων και Σύριων, αμφιβόλου ποιότητας και εμπιστοσύνης. Επίσης, πολλούς μισθοφόρους, Φράγκους και Νορμανδούς κατάφρακτους ιππότες και Τουρκικό ελαφρύ ιππικό. Η συνολική δύναμη υπολογίζεται από 40.000 μέχρι 70.000 άνδρες. Από αυτούς, μόνο οι 10.000 ήταν Βυζαντινός τακτικός στρατός.
Ο Ρωμανός βάδισε προς τη λίμνη Βαν, με σκοπό να ανακαταλάβει το Μαντζικέρτ (που ήταν πόλη με φρούριο) και το διπλανό φρούριο της Χαλάτας (ή Χλιάτ ή Αχλάτ) . Ο Σελτζούκος Σουλτάνος Αλπ Αρσλάν(1) βρίσκονταν στην περιοχή με 30.000 ιππείς, αλλά ο Ρωμανός δεν το γνώριζε, καθώς δεν μπήκε στον κόπο να στείλει ομάδα αναγνώρισης. Ο Ρωμανός διαίρεσε το στράτευμά του και έστειλε ένα μεγάλο απόσπασμα (πιθανώς γύρω στους 20.000 άνδρες) για να καταλάβει τη Χαλάτα, ενώ οι υπόλοιποι βάδισαν κατά του Μαντζικέρτ. Το απόσπασμα στη Χαλάτα που διοικούσε ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης και συμμετείχε ο Φράγκος Ουρσέλιος ντε Μπρυγιέ αποκόπηκε και δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Πιθανόν οπισθοχώρησε δίχως να ειδοποιήσει τον Ρωμανό, μια ενέργεια που θεωρήθηκε από κάποιους ιστορικούς προδοτική.
Ο Ρωμανός κατέλαβε το Μαντζικέρτ, όμως λίγο μετά οι δυνάμεις του συνάντησαν την ορδή των Σελτζούκων. Η μη αναμενόμενη εμπλοκή και οι αψιμαχίες που ακολούθησαν αποδιοργάνωσαν τους Βυζαντινούς και ο Ρωμανός διέταξε σύμπτυξη προς το Μαντζικέρτ για να ανασυνταχθεί. Το μισθοφορικό ελαφρύ ιππικό του (κυρίως Τούρκοι), πιστεύοντας ότι ο αυτοκράτορας είχε ηττηθεί, λιποτάκτησαν, εγκαταλείποντας τον Ρωμανό με λιγότερους από 35.000 άνδρες για την τελική αναμέτρηση.
Κατά την ημέρα που οι Έλληνες θα ονομάσουν αργότερα «αποφράδα μέρα», ο Σελτζουκικός στρατός παρατάχθηκε για μάχη σε σχήμα ημισελήνου, ενώ ο Βυζαντινός στρατός σχημάτισε τετράγωνη φάλαγγα. Ο Ρωμανός έλαβε θέση στο κέντρο, μπροστά από την πρώτη γραμμή, ενώ ο Ανδρόνικος Δούκας ηγήθηκε των δυνάμεων της εφεδρείας στην οπισθοφυλακή. Όλοι σχεδόν οι Σελτζούκοι ήταν έφιπποι και οι περισσότεροι ήταν ιπποτοξότες, ενώ, αντίθετα από τους αντιπάλους τους, αποτελούσε ένα ομογενές σύνολο, αφοσιωμένο στον ηγέτη τους.
Οι Σελτζούκοι τοξότες έριχναν βροχή από βέλη στους Βυζαντινούς καθώς εκείνοι πλησίαζαν. Το κέντρο του σχηματισμού τους οπισθοχωρούσε συνεχώς, ενώ οι πτέρυγες κινούνταν προς περικύκλωση του εχθρού. Στην αρχή, οι Βυζαντινοί σημείωσαν πρόοδο. Άντεξαν στις επιθέσεις με τα βέλη και κατέλαβαν το στρατόπεδο του Αρσλάν προς το τέλος του απογεύματος. Όμως με τους Σελτζούκους να αποφεύγουν τη μάχη, μέχρι το σούρουπο, ο Ρωμανός διέταξε υποχώρηση. Οι Σελτζούκοι άρχισαν να παρενοχλούν την υποχώρηση και ο Ρωμανός αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να αντεπιτεθεί. Όμως, το στράτευμά του ήταν ήδη αποδιοργανωμένο. Ο Δούκας, όντας πολιτικός του αντίπαλος, επιδεικτικά αγνόησε τον αυτοκράτορα και εγκατέλειψε αντί να καλύψει την απαγκίστρωση του αυτοκράτορα. Με τους Βυζαντινούς σε μεγάλη σύγχυση, οι Σελτζούκοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Η δεξιά πτέρυγα κατέρρευσε και τα υπολείμματα του Βυζαντινού κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της Βαράγγιας φρουράς, κυκλώθηκαν και εξολοθρεύτηκαν.
Ο Ρωμανός πληγώθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος.
Ο Ρωμανός προσήχθη ενώπιον του Αλπ Αρσλάν, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άνθρωπος που ήταν μπροστά του καλυμμένος με λάσπη και αίμα ήταν ο αυτοκράτορας. Σε μια συμβολική κίνηση, ο Σουλτάνος πάτησε με την μπότα του τον λαιμό του αυτοκράτορα, όμως κατά τα άλλα του φέρθηκε καλά και τον άφησε ελεύθερο μετά από μια εβδομάδα, αφού ο Ρωμανός υπέγραψε μια ταπεινωτική συνθήκη. Οι Βυζαντινοί του φέρθηκαν χειρότερα. Εκθρονίστηκε από τους Δούκες, που τον τύφλωσαν και σύντομα πέθανε. Το πρωτοφανές γεγονός της αιχμαλωσίας ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα προκάλεσε βαθιά εντύπωση διεθνώς και καταρράκωσε το κύρος του Βυζαντίου. Αν και η μάχη δεν ήταν σφαγή, υπήρξε η πιο καθοριστική καταστροφή στη Βυζαντινή ιστορία. Ακολούθησε μια αλυσίδα γεγονότων τα οποία οδήγησαν στην απώλεια από την Αυτοκρατορία της καρδιάς της Μικράς Ασίας και την βαθμιαία τουρκοποίησή της. Η Βυζαντινή κυριαρχία στην ανατολή δεν ανέκαμψε ποτέ.
Μετά την μεγάλη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μαντζικέρτ τον Αύγουστο του 1071, επικράτησε μια χαώδης κατάσταση στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο μεγάλος ηττημένος του Μαντζικέρτ Ρωμανός Δ’ Διογένης εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε. Στον θρόνο ανέβηκε ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας που μέχρι τότε ήταν τυπικά συναυτοκράτορας. Η νέα Βυζαντινή διοίκηση έκανε το λάθος (όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) να μη τηρήσει τη συνθήκη ειρήνης που είχε συμφωνηθεί μεταξύ του Ρωμανού Διογένη και του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Αυτή η απόφαση έδωσε το δικαίωμα σε διάφορες τουρκομάνικες και σελτζουκικές ορδές να συνεχίσουν – και να εντείνουν – τις λεηλασίες στα Βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας. Οι περισσότεροι από αυτούς τους επιδρομείς δεν ελέγχονταν από τον σουλτάνο, ενώ άρχισαν να καλοβλέπουν την προοπτική μόνιμης εγκατάστασης στις περιοχές της Ανατολίας που ήταν πια στο έλεός τους. Για την αντιμετώπιση αυτής της συνεχώς επιδεινούμενης κατάστασης, αποφασίστηκε το 1073 η αποστολή στρατού στη Μικρά Ασία. Επικεφαλής τοποθετήθηκε ο δομέστικος των σχολών Ισαάκιος Κομνηνός (ανιψιός του συνονόματού του αυτοκράτορα). Το στράτευμα αυτό ήταν αρκετά ισχυρό. Το πιο αξιόμαχο τμήμα του ήταν οι 400 Φράγκοι μισθοφόροι, μια εταιρεία ιππέων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Νορμανδός Ρουσέλιος ή Ουρσέλιος ντε Μπαγιέλ (Roussel de Bailleul). Στην εκστρατεία συμμετείχε ως υποστράτηγος και ο νεώτερος αδερφός του Ισαακίου Αλέξιος Κομνηνός (που έγινε αργότερα αυτοκράτορας). Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός έφτασε στην περιοχή της Καισάρειας (ή, κατ’ άλλους, του Ικονίου –αρκετά πιο δυτικά), δημιουργήθηκε ένα σοβαρό επεισόδιο μεταξύ Φράγκων και Βυζαντινών, όταν ο Ισαάκιος τιμώρησε έναν Φράγκο επειδή φέρθηκε βάναυσα σε κάποιον ντόπιο. Με αφορμή αυτό το περιστατικό, ο Ουρσέλιος θεώρησε ότι προσεβλήθη, και τη νύχτα πήρε τους άντρες του και εγκατέλειψε τον Βυζαντινό στρατό. (Πάντως η έντονη δραστηριότητα του στη συνέχεια δείχνει ότι η αποστασία αυτή ήταν μάλλον προσχεδιασμένη.)
Όταν ο Ισαάκιος πληροφορήθηκε τη φυγή των 400 Φράγκων, σκέφτηκε προς στιγμήν να στείλει ένα απόσπασμα με επικεφαλής τον αδερφό του Αλέξιο για να τους καταδιώξει. Όμως τότε έφτασαν πληροφορίες ότι πλησίαζε μια τουρκική δύναμη.
Ο Ισαάκιος άφησε τον Αλέξιο με μικρή φρουρά να φυλάνε το Βυζαντινό στρατόπεδο και ο ίδιος κινήθηκε προς τα σύνορα της Καππαδοκίας για να συναντήσει τους Τούρκους. Λεπτομέρειες για τη μάχη δεν είναι γνωστές. Ο Ισαάκιος θέλοντας να αιφνιδιάσει επιτέθηκε τη νύχτα, αλλά προφανώς υποτίμησε τους αντιπάλους και βρέθηκε περικυκλωμένος. Οι Τούρκοι διέλυσαν τον στρατό του και ο ίδιος πληγώθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Αλέξιος με λίγους άντρες προσπάθησε να επέμβει και να βοηθήσει, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτε και παραλίγο να αιχμαλωτισθεί και ο ίδιος. Στη συνέχεια υποχώρησε στο στρατόπεδο όπου εκεί επιτέθηκαν μετά από λίγο οι Σελτζούκοι. Ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τους άντρες του που τράπηκαν σε φυγή και ο ίδιος μόλις και μετά βίας γλύτωσε την αιχμαλωσία ξανά. Μόνος του, συνοδευόμενος από έναν μόνο στρατιώτη κατόρθωσε να φτάσει μέσα από τα βουνά στην Άγκυρα. Ο Ισαάκιος απελευθερώθηκε με λύτρα που κατέβαλαν πλούσιοι φίλοι του. Ξαναβρέθηκαν με τον Αλέξιο στην Άγκυρα, και οι δυο τους μετά από περιπέτειες, καθώς η ενδοχώρα είχε γεμίσει από Τούρκους, κατόρθωσαν να φτάσουν στην Κ/πολη. Η καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος άφησε τα σύνορα απροστάτευτα και πολλαπλασίασε τα προβλήματα που προέκυψαν μετά το Μαντζικέρτ. Ο Ουρσέλιος ξεκίνησε μια 3ετή ανταρσία που προκάλεσε πολύ σοβαρά προβλήματα. Όλα αυτά ενώ ο Σελτζούκοι πλημμύριζαν την Ανατολία.
Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης υπηρετούσε ως στρατηγός από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’. Είχε διατελέσει κυβερνήτης (δηλαδή στρατηγός) του θέματος Ανατολής, του Θέματος Κύπρου και διοικητής του στρατού στην Ασία. Διετέλεσε επίσης Δούκας της Αντιόχειας και Δούκας της Εδέσσης. Κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του Βεστάρχη και του Μαγίστρου. Μπλεγμένος με τα πολιτικά, είχε ενεργό συμμετοχή στην στάση που ανέδειξε τον Ισαάκιο Α’ Κομνηνό στον θρόνο το 1057, συμπεριλαμβανομένης της πρωταγωνιστικής συμμετοχής του στην Μάχη του Άδη (ή του Πολέμωνος). Εξαιρεθείς από την ατυχή εκστρατεία του Ρωμανού Δ΄ Διογένη στο Μαντζικέρτ, αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Μικρά Ασία. Λίγο αργότερα, μετά την ήττα και την εκθρόνιση του Ρωμανού Δ΄, ορίσθηκε στρατηγός του Ανατολικού Θέματος από τον νέο αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα και ήταν πρωταγωνιστής στα σοβαρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά την ήττα στο Μαντζικέρτ. Τον Οκτώβριο του 1077, ο Νικηφόρος Βοτανειάτης στασίασε. Υπήρχε αναβρασμός στον λαό κατά του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ (του «Παραπινάκη») και του πραγματικά ισχυρού άντρα της αυτοκρατορίας, του ευνούχου Λογοθέτη του Δρόμου Νικηφορίτζη(1), λόγω της βαριάς φορολογίας και εξαιτίας των χειρισμών στην προμήθεια σιτηρών, που είχαν σαν αποτέλεσμα έλλειψη τροφίμων και πείνα.
Ο Βοτανειάτης θεώρησε ότι ήταν γι’ αυτόν μια καλή ευκαιρία να εκμεταλλευθεί προς όφελός του την αναταραχή και το μίσος του λαού κατά των κυβερνώντων, και βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης με έναν στρατό που κατά το μεγαλύτερο μέρος αποτελούνταν από Σελτζούκους Τούρκους. Οι Τούρκοι ήταν η βοήθεια που του πρόσφερε ο Σελτζούκος πολέμαρχος Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμούς (που λίγο μετά, με την ανοχή του Βοτανειάτη, θα ιδρύσει το Σουλτανάτο του Ρουμ με έδρα τη Νίκαια). Κοντά στη Νίκαια, ο Βοτανειάτης ήρθε αντιμέτωπος με ένα Βυζαντινό στράτευμα που στάλθηκε εναντίον του από τον Νικηφορίτζη και το κατενίκησε. Λεπτομέρειες της μάχης δεν είναι γνωστές. Μετά τη νίκη αυτή αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτωρ και συνέχισε την προέλασή του προς τη Βασιλεύοουσα. Το δεξί χέρι του Βοτανειάτη στην επιχείρηση εκθρόνισης του Μιχαήλ Δούκα ήταν ο ικανός στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός, που 3 χρόνια μετά ανέτρεψε τον Βοτανειάτη και ανέβηκε ο ίδιος στον θρόνο. Καθώς πλησίαζε προς την Πόλη ήρθε αντιμέτωπος με έναν άλλο επαναστάτη στρατηγό, τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο οποίος είχε τα δικά του φιλόδοξα σχέδια για τον θρόνο, τα οποία όμως ναυάγησαν (όταν ο στρατός του άρχισε να λεηλατεί τα περίχωρα). Τελικά ο κλήρος βιάστηκε να ανακηρύξει αυτοκράτορα τον Βοτανειάτη και ο Μιχαήλ παραιτήθηκε και εκάρη μοναχός στη Μ. Στουδίου. Στις 24 Μαρτίου, ο Βοτανειάτης εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη με θρίαμβο και στέφθηκε αυτοκράτορας. Ήταν 76 ετών.
Πηγή : https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_16
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_16c
https://byzantium.gr/battlegr.php?byzbat=c11_17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου