Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Θεογονία Ησίοδου : Η γέννηση των θεων των αρχαίων Ελλήνων

Στο έπος που φέρει τον τίτλο Θεογονία ο Ησίοδος εξιστορεί την γένεση των θεών και τα γεγονότα που οδήγησαν στην οριστική επικράτηση του Δία. Το ποίημα έχει τη δομή γενεαλογικού καταλόγου, στον οποίο εντάσσονται περισσότερες από τριακόσιες θεότητες και προσωποποιημένες κοσμικές δυνάμεις, ενώ ενδιαμέσως παρεμβάλλονται αρκετές μυθικές διηγήσεις ποικίλης έκτασης. Στην αρχή της γενεαλογίας βρίσκεται η "γέννηση" του Χάους· ακολουθούν η Γη, ο Τάρταρος και ο Έρως. Την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης από τον Ουρανό διαδέχεται η δεύτερη της κυριαρχίας του Κρόνου, ο οποίος τρώει τα παιδιά του, για να ακολουθήσει στο τέλος ο Δίας, ο οποίος ανατρέπει τον Κρόνο, αφού καταφέρνει προηγουμένως να τον ξεγελάσει και να σωθεί. Ύστερα από τον "μύθο της διαδοχής", ο οποίος παρουσιάζει εμφανείς αντιστοιχίες με παρόμοιους μύθους της Εγγύς Ανατολής, η αφήγηση επικεντρώνεται στην οριστική κυριαρχία του Δία: η τιμωρία του Προμηθέα, η νίκη στον πόλεμο με τους Τιτάνες, η καθυπόταξη του τέρατος Τυφωέα, η ανάδειξη του Δία σε βασιλιά των θεών, και μια σειρά γάμων τόσο του ίδιου του Δία όσο και των υπολοίπων θεών. Το προοίμιο του έργου αποτελείται από έναν ύμνο προς τις Μούσες. Παρόμοιοι ύμνοι, δείγματα των οποίων σώζονται στους Ὁμηρικοὺς Ὕμνους ,προτάσσονταν ως προοίμιο σε ποιήματα (κυρίως επικά) γραμμένα σε εξάμετρο. Στο τμήμα του προοιμίου που ακολουθεί περιγράφονται οι Μούσες, που χορεύουν και τραγουδούν στον Ελικώνα, η επιφάνειά τους στον ποιητή, ο οποίος αποκτά το χάρισμα να τραγουδά, και ο ύμνος του χρισμένου πια ποιητή προς τις Μούσες, οι οποίες τραγουδούν στα δώματα του Ολύμπου και ευφραίνουν τον Δία. Στο προοίμιο αυτό πρώτη φορά ποιητής αυτοσυστήνεται στο έργο του. Πρώτη φορά επίσης ποιητής παραδέχεται ότι η ποίηση δεν λέει πάντα την αλήθεια. Κείμενο: Με τις Ελικωνιάδες Μούσες ας αρχίσει το τραγούδι μας· κατοικούν τον Ελικώνα, όρος μέγα κι ιερό, και χορεύουν γύρω στη μαβιά πηγή με τα πόδια ανάλαφρα, στον βωμό του παντοδύναμου Κρονίδη. Λούζουν πρώτα το κορμί τους τρυφερό στα νερά του Περμησσού και της Ιπποκρήνης ή του θεϊκού Ολμειού· ύστερα ψηλά ανεβαίνουν στου Ελικώνα τις απάτητες κορφές, και χορούς συστήνουν, όμορφους, χαριτωμένους, τον ρυθμό κρατώντας με τα πόδια τους. Από εκεί κινώντας, σκεπασμένες την πυκνήν ομίχλη, προχωρούν μέσα στη νύχτα, τραγουδούν με την περίκαλλη φωνή τους, εξυμνώντας τον αιγίοχο Δία και την Ήρα του Άργους, χρυσοπέδιλη βαδίζοντας βεξυμνούν τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα, παντοκράτορα της γης, σεβαστή τη Θέμη και την Αφροδίτη ελικοβλέφαρη, την Ήβη χρυσοστέφανη και την ωραία Διώνη· τη Λητώ, τον Ιαπετό, τον πανούργο Κρόνο, την Αυγή, τον μέγαν Ήλιο, τη λαμπρή Σελήνη· και τη Γη, τη μαύρη Νύχτα, τον απέραντο Ωκεανό το γένος των άλλων αθανάτων, ιερό και αιώνιο. Κάποτε εκείνες δίδαξαν τον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι, την ώρα που βοσκούσε το κοπάδι του, στου θεϊκού Ελικώνα τις πλαγιές..... Στ᾽ αλήθεια πρώτα πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου, και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς τους δρόμους. Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά δαμάζει μες στα στήθη και τη συνετή τους θέληση. Κι από το Χάος έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα. Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα: αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος. Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω και να ᾽ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής. Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη, μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα, τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο. Κι έπειτα ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ. Μαζί μ᾽ αυτούς γεννήθηκε, πιο νέος απ᾽ όλους, ο δολοπλόκος Κρόνος, Όσοι γεννήθηκαν από τη Γη κι από τον Ουρανό, τα φοβερότερα παιδιά, ήτανε στο γονιό τους μισητοί απαρχής. Και μόλις γεννιόταν ο καθένας τους, ευθύς όλους τους έκρυβε στης Γης τα σπλάχνα και δεν τους άφηνε ν᾽ ανέβουνε στο φως. Κι ευχαριστιότανε ο Ουρανός με το κακό του έργο. Και μέσα της στέναζε στενεμένη η πελώρια Γη και δόλιο τέχνασμα κακό στοχάστηκε. Γέννησε αμέσως το γένος του γκρίζου αδάμαντα και μέγα δρεπάνι έφτιαξε κι έδωσε οδηγίες στα παιδιά της. Τους είπε θάρρος δίνοντας, θλιμμένη στην καρδιά της: «Παιδιά δικά μου και μοχθηρού πατέρα, αν θέλετε υπακούστε με. Την ύβρη την κακή μπορούμε να εκδικηθούμε του πατέρα σας. Αφού πρώτος αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.» Έτσι είπε. Και όλους δέος τούς κυρίευσε, κανένας τους δε μίλησε. Παίρνοντας θάρρος ο δολοπλόκος μέγας Κρόνος ευθύς στη φρόνιμη μητέρα του απάντησε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Μητέρα, εγώ αν αναλάμβανα θα τέλειωνα αυτό το έργο, αφού τον ακατονόμαστο πατέρα μου δεν υπολογίζω. Γιατί νωρίτερα αυτός έργα απρεπή βουλεύτηκε.» Έτσι είπε. Και χάρηκε πολύ η πελώρια Γη μες στην καρδιά της. Τον έβαλε να κάθεται σ᾽ ενέδρα κρύβοντάς τον και του ᾽βαλε στο χέρι του το κοφτερόδοντο δρεπάνι κι όλο το δόλιο σχέδιο του δίδαξε. Ήρθε και έφερε τη νύχτα ο Ουρανός ο μέγας και γύρω απ᾽ τη Γη απλώθηκε ποθώντας έρωτα και σ᾽ όλα τα μέρη της τεντώθηκε. Κι ο γιος του απ᾽ την ενέδρα τ᾽ αριστερό του χέρι άπλωσε και με το δεξιό του άδραξε το πελώριο δρεπάνι, το μακρύ, το κοφτερό, κι ορμητικά τα αιδοία του πατέρα του τα θέρισε και πάλι τα ριξε να πέσουν προς τα πίσω. Κι εκείνα ανώφελα απ᾽ το χέρι του δεν έφυγαν: όσες σταγόνες ματωμένες έσταξαν, όλες τις δέχτηκε η Γη. Κι όταν παρήλθε ο χρόνος τις Ερινύες γέννησε τις δυνατές και τους μεγάλους Γίγαντες, που έλαμπαν στα όπλα τους και δόρατα μακρά στα χέρια τους κρατούσαν, μα και τις Νύμφες που τις λεν Μελίες επάνω στην απέραντη γη. Και όπως ευθύς τα Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων. Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα, δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα, και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά, στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό. Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα, [την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,] που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές, προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ᾽ εκείνον που έσφαλλε. Γέννησε και τη Νέμεση, Το Νηρέα τον αψευδή, τον ειλικρινή, γέννησε ο Πόντος γεροντότερο απ᾽ όλα τα παιδιά του. Γέροντα όμως τον καλούν, γιατί ᾽ναι αλάθευτος και μαλακός και δεν ξεχνάει τους νόμους, μα τους δίκαιους και ήπιους στοχασμούς γνωρίζει. Έπειτα πάλι το μέγα Θαύμαντα και τον αντρείο Φόρκη γέννησε, σμίγοντας με τη Γη, και την Κητώ με τα ωραία μάγουλα και την Ευρυβίη που ᾽χει στα στήθη της καρδιά από αδάμαντα. Κι απ᾽ το Νηρέα και την καλλίκομη Δωρίδα, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, γεννήθηκαν κορίτσια θεϊκά αναρίθμητα στον πόντο μέσα τον ατρύγητο, η Πρωθώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η γοργή Σπειώ κι η θελκτική Θαλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ και η Ευνίκη με τα χέρια τα ροδαλά, η Μελίτη η γεμάτη χάρη, η Ευλιμένη, η Αγαυή, η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπη, η εύμορφη Γαλάτεια, η Ιπποθόη η θελκτική και η Ιππονόη με τα χέρια τα ροδαλά, η Κυμοδόκη που μες στο σκοτεινό τον πόντο τα κύματα και τις πνοές των μανιασμένων των ανέμων εύκολα ηρεμεί μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη Κι ο Θαύμας την κόρη του Ωκεανού με το βαθύ το ρεύμα πήρε γυναίκα του, την Ηλέκτρα. Κι εκείνη γέννησε τη γοργή την Ίριδα και τις Άρπυιες με την ωραία κόμη, την Ωκυπέτη και την Αελλώ, που τρέχουν ίσα με των ανέμων τις πνοές και τα πουλιά χάρη στις γοργές φτερούγες τους. Γιατί ψηλά πάνω απ᾽ τη γη ορμούνε. Στο Φόρκη πάλι η Κητώ τις γριές του γέννησε με τα ωραία μάγουλα, εκ γενετής μ᾽ άσπρα μαλλιά, που Γραίες τις καλούνε οι θεοί οι αθάνατοι και οι άνθρωποι που χάμω σέρνονται, την Πεμφρηδώ την ομορφόπεπλη και την κροκόπεπλη Ενυώ. Και τις Γοργόνες γέννησε που κατοικούν στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, στις εσχατιές, κοντά στη νύχτα, όπου και οι Εσπερίδες μένουν οι γλυκύφωνες, τη Σθεννώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε συμφορά ολέθρια. Γιατί αυτή ήταν θνητή, ενώ οι άλλες δυο αγέραστες κι αθάνατες. Μ᾽ αυτήν κοιμήθηκε ο Μαυρομάλλης σε μαλακό λιβάδι και μες στα άνθη τα εαρινά. Κι όταν της έκοψε απ᾽ το λαιμό την κεφαλή ο Περσέας, ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος το άλογο. Κι εκείνος πήρε αυτό το όνομα, γιατί στου Ωκεανού γεννήθηκε πλάι τις πηγές, κι ο άλλος γιατί χρυσό σπαθί στα χέρια του κρατούσε. Κι ο Πήγασος πέταξε κι άφησε πίσω του τη γη, μητέρα των ποιμνίων, και στους αθανάτους έφτασε. Και κατοικεί στου Δία τα δώματα την αστραπή και τη βροντή για το συνετό το Δία κουβαλώντας. Και ο Χρυσάωρ γέννησε το Γηρυόνη τον τρικέφαλο, σμίγοντας με την Καλλιρόη, κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Αυτόν τον φόνευσε ο δυνατός ο Ηρακλής πλάι στα βόδια τα στριφτόποδα, στην Ερύθεια που τη ζώνουν τα νερά, τη μέρα εκείνη που τα βόδια οδήγησε τα πλατυμέτωπα στην Τίρυνθα την ιερή, αφού διάβηκε του Ωκεανού το πέρασμα και σκότωσε τον Όρθο και το βουκόλο Ευρυτίωνα, στη σκοτεινή του κατοικία στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι εκείνη άλλο γέννησε τέρας απροσμάχητο, που διόλου στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς δεν έμοιαζε, σε βαθουλή σπηλιά, τη θεϊκή γενναιόψυχη Έχιδνα, μισή νύμφη με ωραία μάγουλα, με μάτια ζωηρά, και μισή πελώριο φίδι, δεινό και μέγα, πλουμιστό, ωμοφάγο, στης πανίερης γης τα βάθη. Έχει εκεί σπηλιά κάτω απ᾽ τον κοίλο βράχο, μακριά απ᾽ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, όπου της δώσανε οι θεοί να κατοικεί δώματα μεγαλόπρεπα. Ενώ η άλλη, η ολέθρια Έχιδνα, κρατιόταν στους Αρίμους κάτω απ᾽ τη γη, νύμφη αθάνατη κι αγέραστη για όλες της τις μέρες. Λένε πως έσμιξε μ᾽ αυτήν ερωτικά ο Τυφώνας, ο δεινός, ο υβριστής και Και η Τηθύς γέννησε στον Ωκεανό τους στροβιλώδεις ποταμούς, το Νείλο, τον Αλφειό και τον Ηριδανό το βαθυδίνη, τ Στρυμόνα, το Μαίανδρο και τον Ίστρο με τα ωραία ρείθρα, το Φάση, το Ρήσο και το Αχελώο τον αργυροδίνη, το Νέσσο, το Ροδίο, τον Αλιάκμονα και τον Επτάπορο, το Γρανικό, τον Αίσηπο, το θεϊκό Σιμόεντα, τον Πηνειό, τον Έρμο και τον Κάικο με το ωραίο ρεύμα, το μέγα Σαγγάριο, το Λάδωνα και τον Παρθένιο, τον Εύηνο, τον Αλδήσκο και το θείο Σκάμανδρο. Γέννησε και των Νυμφών το ιερό γένος, που πάνω στη γη ωριμάζουνε τους άντρες μαζί με τον Απόλλωνα το βασιλιά και με τους ποταμούς. Αυτόν τον κλήρο από το Δία έχουν, η Πειθώ, η Αδμήτη, η Ιάνθη, η Ηλέκτρα, η Δωρίδα, η Πρυμνώ, η Ουρανία η θεόμορφη, η Ιππώ, η Κλυμένη, η Ρόδεια, η Καλλιρόη, η Ζευξώ, η Κλυτίη, η Ιδυία, η Πασιθόη, η Πληξαύρη, η Γαλαξαύρη και η εράσμια Διώνη, η Μηλόβοση, η Θοή, η εύμορφη Πολυδώρη, η Κερκηίς εράσμια στο παράστημα, η βοϊδομάτα η Πλουτώ, η Περσηίς, η Ιάνειρα, η Ακάστη, η Ξάνθη, η θελκτική Πετραίη, η Μενεσθώ, η Ευρώπη, η Μήτις, η Ευρυνόμη, η Τελεστώ η κροκόπεπλη, η Χρυσηίς, η Ασία, η ποθητή η Καλυψώ, η Ευδώρη, η Τύχη, η Αμφιρώ, η Ωκυρόη και η Στύγα που η πλέον έξοχη απ᾽ όλες είναι. Αυτές του Ωκεανού και της Τηθύος γεννήθηκαν οι πιο παλιές οι κόρες. Γιατί πολλές ακόμη υπάρχουν άλλες: τρεις φορές χίλιες είναι οι Ωκεανίδες με τα λυγερά τα πόδια, που διάσπαρτες παντού τη γη και τα βάθη της θάλασσας εξίσου διατρέχουν, κορίτσια θεϊκά λαμπρά. Μα κι άλλοι τόσοι υπάρχουν ποταμοί που ρέουν βουερά, γιοι του Ωκεανού, που η σεβαστή Τηθύς τούς γέννησε. Όλων τα ονόματα δύσκολο είναι άνθρωπος θνητός να πει, μα τα γνωρίζουν χώρια εκείνοι που ολόγυρά τους κατοικούν. Κι η Θεία τον Ήλιο το μεγάλο γέννησε και τη λαμπρή Σελήνη και την Ηώ που δίνει φως σε όλους όσους κατοικούν πάνω στη γη και στους αθάνατους θεούς που τον πλατύ τον ουρανό κατέχουν. Τους γέννησε αφού υποτάχθηκε στον έρωτα του Υπερίονα. Και η Ευρυβίη γέννησε σμίγοντας με τον Κρείο ερωτικά τον Αστραίο και το μεγάλο Πάλλαντα, των θεαινών η θεά, και τον Πέρση που ξεχώριζε στη γνώση απ᾽ όλους. Και στον Αστραίο γέννησε η Ηώ τους γενναιόψυχους ανέμους, το Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά και το γοργόδρομο Βοριά και το Νοτιά, αφού η θεά με το θεό ερωτικά κοιμήθηκε.... Κι η Ρέα στον Κρόνο υποταγμένη γέννησε τέκνα λαμπρά, την Εστία, τη Δήμητρα και τη χρυσοπέδιλη Ήρα, το δυνατό τον Άδη, που κατοικεί παλάτια κάτω από τη γη κι έχει καρδιά ανήλεη, τον Εννοσίγαιο το βαρύχτυπο, το συνετό το Δία, πατέρα θεών και ανθρώπων, που απ᾽ τη βροντή του τρέμει η πλατιά η γη. Κι αυτούς ο μέγας Κρόνος τούς κατάπινε, όπως καθένας τους από την ιερή της μάνας τους κοιλιά στα γόνατα κατέβαινε, αυτό στο νου του έχοντας, πώς απ᾽ τους γόνους τ᾽ Ουρανού τους ένδοξους άλλος κανείς βασιλικό αξίωμα ανάμεσα στους αθανάτους να μην έχει. Γιατί έμαθε από τη Γη κι από τον έναστρο Ουρανό πως ήταν πεπρωμένο του να νικηθεί από παιδί δικό του, κι ας ήταν κρατερός με του μεγάλου Δία το θέλημα. Γι᾽ αυτό ο Κρόνος τυφλά δεν παραφύλαγε, αλλά καραδοκούσε και τα τέκνα του κατάπινε. Και πένθος δίχως λησμονιά κυρίευε τη Ρέα. Μα όταν έμελλε το Δία, θεών κι ανθρώπων τον πατέρα, να γεννήσει, τότε τους ακριβούς ικέτευε γονείς της, τη Γη και τον γεμάτο άστρα Ουρανό, να καταστρώσουνε μαζί της κάποιο σχέδιο, πώς να περάσει παρατήρητησαν θα γεννά το γιο της, και πώς να ξεπληρώσει ο Κρόνος τις ερινύες του πατέρα της και των παιδιών της που ο μέγας δολοπλόκος τα κατάπινε. Κι αυτοί στη θυγατέρα τους έδιναν μεγάλη προσοχή και πείθονταν, και της εξήγησαν όσα να γίνουν ήταν πεπρωμένο σε σχέση με τον βασιλιά τον Κρόνο και το γιο του με τη γενναία την ψυχή. Τη στείλανε στη Λύκτο, στην πλούσια της Κρήτης χώρα, όταν το τελευταίο απ᾽ τα παιδιά της να γεννήσει έμελλε, το Δία το μεγάλο. Κι αυτόν δέχτηκε η πελώρια Γη στην Κρήτη να τον θρέψει την πλατιά και να τον μεγαλώσει. Και τότε φέρνοντάς τον μέσα απ᾽ τη μαύρη νύχτα τη γοργή ήρθε στη Λύκτο πρώτα η Ρέα. Στα χέρια της τον πήρε και τον έκρυψε σε άντρο απόκρημνο, στα σπλάχνα της πανίερης γης, στο όρος Αιγαίο το δασοσκέπαστο, το δασωμένο.
Πηγή: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=21

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=3

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=2

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=1

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=4

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=5

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=6

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=7

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=8



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου