Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η άγνωστη μετανάστευση των διναρικων φυλών των Ιλλυριων στα πελασγικά Βαλκάνια

Εχουν τοποθετήσει την διναρικη πατρίδα στην στέπα της περιοχής του Πόντου και της Κασπίας, μια ξεχωριστή γεωγραφική και αρχαιολογική περιοχή που εκτείνεται από τις εκβολές του Δούναβη μέχρι τα Ουράλια όρη στα ανατολικά, και το Βόρειο Καύκασο στα νότια. Οι πολιτισμοί της Νεολιθικής και της πρώιμης Εποχής του Χαλκού που εξελίχθηκαν σε αυτήν την εποχή έχουν ταυτιστεί με τον πολιτισμό των Κουργκάν (7.000-2.200 π.Χ.) από τη Marija Gimbutas, λόγω της διαχρονικής πρακτικής ταφής των νεκρών σε τύμβους (kurgan). Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, γνωστή ως περίοδος Yamna (3.300-2.500 π.Χ), οι εκτροφείς προβάτων και βοδιών υιοθέτησαν άμαξες για να μεταφέρουν τα απαραίτητα, γεγονός που τους επέτρεψε να προχωρήσουν στα βάθη της στέπας, και να αποκτήσουν έτσι έναν νομαδικό τρόπο ζωής, που θεωρείται ότι οδήγησε τελικά στις διναρικες μεταναστεύσεις. Η Ποντιακή στέπα κατοικούταν από ανθρώπους και των δύο, R1a και R1b, απλομάδων, με υψηλότερες συχνότητες R1b προς νότο, βόρεια του Καυκάσου, και R1a στις δασώδεις στέπες του βορά. Η R1b πέρασε από τη Βόρεια Ανατολία στην Ποντική στέπα. Λόγω του γεγονότος ότι η γενετική ποικιλότητα της R1b είναι μεγαλύτερη γύρω από την περιοχή του Καυκάσου, η R1b εμφανίστηκε και εξελίχθηκε εκεί πριν από την εισαγωγή της στον κόσμο της στέπας. 
Ο πολιτισμός Maykop (3.700-2.500 π.Χ), του βόρειου Καυκάσου, αποτέλεσε μια προς νότο επέκταση του Yamna ορίζοντα. Ο Βόρειος Καύκασος είχε στενούς δεσμούς με τη στέπα, όπως πιστοποιείται από πολλά κεραμικά, χρυσά και χάλκινα όπλα, καθώς και κοσμήματα αυτού του πολιτισμού, τα οποία βρέθηκαν βορειότερα στους πολιτισμούς Mikhaylovka, Sredny Stog και Kemi Oba. Η σχέση μεταξύ του Ποντιακού Βορρά και του Βόρειου Καυκάσου είναι παλαιότερη από τη Maykop περίοδο. Ο προκάτοχος του πολιτισμού Maykop, ο πολιτισμός Svobodnoe (4.400-3.700 π.Χ), είχε ήδη δεσμούς με τον Suvorovo-Novodanilovka και τον πρώιμο Sredny Stog πολιτισμό, και ακόμα και ο παλαιότερος πολιτισμός Nalchik (5000-4500 π.Χ.) του Βόρειου Καυκάσου εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον πολιτισμό Khvalynsk του Βόλγα. Αυτή είναι ίσως η περίοδος όταν η ομάδα R1b ξεκίνησε να αλληλεπιδρά και να αναμειγνύεται με τον R1a πληθυσμό των στεπών. Τόσο ο Yamna όσο και ο Maykop πολιτισμός χρησιμοποιούσαν kurgan τάφους, με τους νεκρούς σε ύπτια θέση, με ανασηκωμένα γόνατα και προσανατολισμένους σε έναν βορειο-ανατολικό/ νοτιο-δυτικό άξονα. Το δάπεδο των ταφών ήταν εμποτισμένο με κόκκινη ώχρα, και μαζί με τους ανθρώπους ήταν ενταφιασμένα σφάγια. Οι δύο πολιτισμοί επίσης γνώριζαν την ιππασία, είχαν βοοειδή και πρόβατα, χρησιμοποιούσαν άμαξες, χάλκινους πολεμικούς πέλεκεις, και χαρακτηριστικές λαβές στα στιλέτα. Τα παλαιότερα κάρα και χάλκινα αντικείμενα βρίσκονται πρώτα στο Βόρειο Καύκασο, και έπειτα εξαπλώθηκαν από εκεί στις στέπες. Ο Maykop ήταν ένας προηγμένος πολιτισμός του Χαλκού, ένας από τους πρώτους που ανέπτυξε τη μεταλλουργία, και ως εκ τούτου όπλα από μέταλλο. Το αρχαιότερο σπαθί του κόσμου βρέθηκε σε έναν τάφο kurgan του ύστερου πολιτισμού Maycop. Το ύφος του θυμίζει τα μακριά Κέλτικα σπαθιά, αν και λιγότερο περίτεχνο. Οστά και αναπαραστάσεις αλόγων ήδη εμφανίζονται σε πρώιμους Maykop τάφους, ο πολιτισμός Maykop μπορεί να είχε ιδρυθεί από ανθρώπους της στέπας ή από κάποιους που είχαν στενούς δεσμούς με αυτούς. Ή παρουσία σε ορισμένες τοποθεσίες πολιτιστικών στοιχείων ριζικά διαφορετικών από εκείνα του πολιτισμού της στέπας σημαίνει ότι ο Maykop ήταν ένας υβριδικός πληθυσμός.
Οι πρώτες επιδρομές από τη στέπα στα Βαλκάνια συνέβησαν 4.200-3.900 χρόνια πριν, όταν άνθρωποι σε άλογα διέσχισαν το Δνείστερο και το Δούναβη και κατέστρεψαν τις Πελασγικές πόλεις Gumelnita, Βάρνα και Karanovo VI στην Ανατολική Ρουμανία και στη Βουλγαρία. Μια κλιματική αλλαγή η οποία είχε ως αποτέλεσμα ψυχρότερους χειμώνες αυτήν την περίοδο, ώθησε βοσκούς από τις στέπες να αναζητήσουν ηπιότερες τοποθεσίες βοσκής, ενώ οι χαμένες σοδιές θα οδήγησαν σε λιμούς και σε εσωτερικές αναταραχές εντός των Δουνάβιων και Βαλκανικών κοινοτήτων. Οι επακόλουθοι πολιτισμοί Cernavoda (4.000-3.200 π.Χ.), Cotofeni (3.500-2.500 π.Χ.) και Ezero (3.300-2.700 π.Χ.), στη σύγχρονη Ρουμανία, φαίνεται ότι είχαν ένα μικτό πληθυσμό από βαρβάρους μετανάστες της στέπας και Μεσογειακούς ανθρώπους από τους παλιούς tell οικισμούς. Αυτοί οι μετανάστες από τις στέπες ήταν ένα κράμα από R1a και R1b γενετικές σειρές. Πολλοί Παραδουνάβιοι αγρότες είχαν μεταναστεύσει στις πόλεις του Cucuteni-Tripolye στα Ανατολικά Καρπάθια, προκαλώντας μια έκρηξη πληθυσμού και μια βορειοανατολική επέκτασή τους μέχρι την κοιλάδα του Δνείπερου, φέρνοντας μαζί τους τις γενετικές απλομάδες G2a, E1b1b, J και T στην Κεντρική Ουκρανία. Αυτή η πρώιμη διναρικη επέλαση δυτικά ήταν αρκετά περιορισμένη, λόγω της απουσίας χάλκινων όπλων και οργανωμένου στρατού εκείνη την εποχή, και συνέβη κυρίως εξαιτίας κλιματολογικών καταστροφών. Οι πελασγικοι πολιτισμοί των Καρπαθίων, του Δούναβη και των Βαλκανίων ήταν αρκετά πολυπληθείς και τεχνολογικά προηγμένοι, ώστε να αποτρέψουν μια μαζική μετανάστευση. Οι R1a άνθρωποι από τις δασικές στέπες διείσδυσαν με επιτυχία στην καρδιά της Ευρώπης αντιμετωπίζοντας λίγα εμπόδια, λόγω της απουσίας αναπτυγμένων αγροτικών κοινωνιών στην περιοχή της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών. Ο πολιτισμός της Σχοινωτής Κεραμικής (3.200-1800 π.Χ) ήταν μια φυσική δυτική επέκταση του πολιτισμού Yamna, φθάνοντας μέχρι τη Γερμανία και ως τη Σουηδία και τη Νορβηγία. Ανάλυση DNA από τον πολιτισμό της Σχοινωτής Κεραμικής στη θέση Eulau επιβεβαιώνει την παρουσία της R1a (αλλά όχι της R1b) απλομάδας στην κεντρική Γερμανία περίπου το 2.600 π.Χ. Οι άνθρωποι αυτού του πολιτισμού είχαν μεταναστεύσει από τη δασική στέπα ή από τα βόρεια όρια του πολιτισμού Yamna ορίζοντα, όπου οι R1a ήταν πιο διαδεδομένη από τη R1b. Η επέκταση της R1b στην «Παλαιά Ευρώπη» (ο Νεολιθικός ορίζοντας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) ήταν πιο αργή, αλλά αναπόφευκτη. Το 2.800 π.Χ., όταν η R1a θα είχε φθάσει στη Σκανδιναβία, οι R1b πολιτισμοί του Χαλκού είχαν μετά βίας μετακομίσει στη στέπα της Παννονίας (οροπέδιο των Καρπαθίων). Ίδρυσαν εκτεταμένους οικισμούς στη Μεγάλη Ουγγρική Πεδιάδα, σε ένα περιβάλλον παρόμοιο με εκείνο της πατρογονικής Ποντιακής Στέπας. Γύρω στο 2.500 π.Χ., ήταν πλέον έτοιμοι για το επόμενο κύμα επέκτασης στη Γερμανία και στη Δυτική Ευρώπη. Εκείνη την περίοδο οι R1b μετανάστες θα είχαν σε μεγάλο βαθμό αναμειχθεί με τους αυτόχθονες Μεσολιθικούς και Μεσογειακούς Νεολιθικούς πληθυσμούς της λεκάνης του Δούναβη, καθώς και με πληθυσμούς R1a που βρίσκονταν ήδη 1.700 χρόνια εκεί. Η αυστηρά πατριαρχική διναρικη ελίτ παρέμεινε γενετικά αποκλειστικά R1b, αλλά απορρόφησε ένα υψηλό ποσοστό μη διναρικων μητρογονικών σειρών. Λόγω αυτού του υβριδισμού, οι νέοι Διναρικοι έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των πρωτο-Ευρωποειδών χαρακτηριστικών. Ο ανοικτόχρωμος τόνος στα μαλλιά, στα μάτια και στο χρώμα του δέρματος, με το πού αναμείχθηκε με τους Μεσογειακούς σκουρότερους κατοίκους της Παλαιάς Ευρώπης, έγινε σαν αυτόν που επικρατεί σήμερα στους κατοίκους της Νότιας Ευρώπης. Οι R1a άνθρωποι της Σχοινωτής Κεραμικής συνάντησαν λιγότερο πυκνές κοινωνίες στη Βόρεια Ευρώπη, κυρίως απογόνους του ανοικτότερου Μεσολιθικού πληθυσμού Ι1 και Ι2, και διατήρησαν σε αρκετό βαθμό την αρχική απόχρωση του δέρματός τους (αν και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά έχουν εξελιχθεί σημαντικά στην Σκανδιναβία, όπου οι I1 ήταν έντονα δολιχοκεφαλικοί με μακριά πρόσωπα, σε αντίθεση με τους βραχυκεφαλικούς και με πλατιά πρόσωπα ανθρώπους των στεπών).
Η R1b κατάκτηση της Ευρώπης έγινε σε δύο φάσεις. Για σχεδόν δύο χιλιετίες, ξεκινώντας από το 4200 π.Χ., άνθρωποι της στέπας είχαν περιορίσει τις κατακτήσεις τους στους πλούσιους Πελασγικούς Χαλκολιθικούς πολιτισμούς των Καρπαθίων και των Βαλκανίων. Αυτές οι Πελασγικές κοινωνίες κατείχαν τις μεγαλύτερες πόλεις του τότε κόσμου, ειδικά τους tell οικισμούς του πολιτισμού Cucuteni-Tripolye. Τίποτα δεν παρακινούσε τους R1b κατακτητές να προχωρήσουν περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη σε μια τόσο πρώιμη φάση, γιατί οι περισσότερες εκτάσεις βόρεια και δυτικά των Άλπεων ήταν ακόμα αραιοκατοικημένες δασικές εκτάσεις. Η Νεολιθική εποχή δεν έφτασε στη Σκανδιναβία και στα Βρετανικά Νησιά πριν το 4.000 π.Χ. Ακόμη και η Βόρεια Γαλλία και το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής των Άλπεων είχε γεωργία και κτηνοτροφία για λιγότερο από 1.000 χρόνια. Η Βορειοδυτική Ευρώπη παρέμενε μια πρωτόγονη κοινωνία κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που ασκούσε μόνο περιορισμένη γεωργία αιώνες μετά την κατάκτηση των Βαλκανίων. Γιατί οι R1b «κονκισταδόρες» να αφήσουν την άνεση των πλούσιων και πολυπληθών Δουνάβιων Πελασγικών πολιτισμών για να βρεθούν αντιμέτωποι με τις σκληρές συνθήκες πέρα από αυτόν; Οι άνθρωποι της Εποχής του Χαλκού ήθελαν μέταλλα, κασσίτερο, χαλκό και χρυσό, που υπήρχαν σε αφθονία στα Βαλκάνια, αλλά που κανείς ακόμα δεν είχε ανακαλύψει στη Δυτική Ευρώπη. Ο κλάδος R1b-L51 πιστεύεται ότι έφθασε στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη γύρω στο 2.500 π.Χ., περίπου δύο χιλιετίες μετά τη Νεολιθική σε αυτές τις περιοχές. Αγροτικές πόλεις τότε άρχισαν να αναπτύσσονται. Χρυσός και χαλκός είχαν αρχίσει να εξορύσσονται. Οι προοπτικές για μια κατάκτηση ήταν τότε πολύ πιο ελκυστικές. Τα αρχαιολογικά και γενετικά στοιχεία υποδεικνύουν πολλά διαδοχικά κύματα προς το Δούναβη μεταξύ 2.800-2.300 π.Χ. (πολιτισμος Unetice). Αυτή η περίοδος συμπίπτει με το τέλος των πολιτισμών Maykop (2.500 π.Χ.) και Kemi Oba (2.200 π.Χ.) στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, και την αντικατάστασή τους από πολιτισμούς που ήρθαν από τις βόρειες στέπες. Ο (κυρίως) R1b πληθυσμός από το βόρειο μισό της Μαύρης Θάλασσας μετανάστευσε δυτικά εξαιτίας της πίεσης άλλων Ινδοευρωπαϊκών λαών (R1a) από το βορρά, όπως ο νεοεμφανιζόμενος Πρωτο-Ινδο-Ιρανικός κλάδος συνδέεται με τους πολιτισμούς Poltavka και Abashevo εκείνης της περιόδου.
Οι πρόγονοι των Ιλλυριών υποστηρίζεται ότι προήλθαν από την συγχώνευση των Νεολιθικών κατοίκων της περιοχής με τους Αριοευρωπαίους εισβολείς, η οποία σημειώθηκε στην διάρκεια της Χαλκολιθικής Εποχής (4η χιλιετία π.Χ.), κυρίως στις περιοχές της κεντρικής και ανατολικής χερσονήσου του Αίμου. Στο δυτικό τμήμα θα διεισδύσουν αργότερα, με αποτέλεσμα η περιοχή να εμφανίζει καθυστέρηση και η Εποχή του Ορειχάλκου να αρχίσει μόλις το 2100/2000 π.Χ. Η φάση πάντως του σχηματισμού των λεγομένων Πρωτο-Ιλλυριών καλύπτει ολόκληρη την Εποχή του Ορειχάλκου (2100/2000 – 1100 π.Χ.), ενώ στην διάρκεια των πρώτων αιώνων της Εποχής του Σιδήρου (1100 – 700 π.Χ.), έχουμε την διαμόρφωση των Πρώϊμων Ιλλυριών. Από το 700 π.Χ. και μετά αναφερόμαστε πλέον στα ήδη σχηματισμένα φύλα των Ιλλυριών που αναφέρονται στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς.
Οι Ιλλυριοί δεν απετέλεσαν ποτέ μια ομοιογενή εθνική και φυλετική οντότητα. Η ανομοιογένεια αυτή ερμηνεύεται όχι μόνον από την ανάμειξη των Πελασγικών ιθαγενών Νεολιθικών πληθυσμών με τους διναρικους εισβολείς, αλλά και από την είσοδο κεντροευρωπαϊκών λαών των λεγομένων «πολιτισμών των Τεφροδόχων» στις κεντρικές και δυτικές περιοχές της χερσονήσου του Αίμου. Ή είσοδος αυτών των λαών έγινε σε δύο κύματα: Το πρώτο σημειώθηκε γύρω στο 1200 π.Χ. και ταυτίζεται με την μεγάλη «Φρυγική μετανάστευση», ενώ το δεύτερο έγινε στα τέλη του 12ου αιώνα και στην διάρκεια του 11ου αιώνα π.Χ. Αυτό το δεύτερο κύμα είχε αξιοσημείωτη επίδραση ειδικά στις δυτικές περιοχές, όχι μόνον στα υλικά στοιχεία των τοπικών πολιτισμών, αλλά κυρίως στο ότι προκάλεσε νέες μετακινήσεις λαών από τα ανατολικά παράλια της Αδριατικής προς την ιταλική χερσόνησο και ειδικότερα το νοτιοανατολικό της άκρο. Τα νότια όρια εξάπλωσης των ιλλυρικών φύλων τοποθετούνται στην κοιλάδα του ποταμού Αώου, στην σημερινή νότια Αλβανία, ενώ ορισμένοι τα τοποθετούν βορειότερα, στην κοιλάδα του ποταμού Γενούσου. Μέχρι τον 9ο αιώνα π.Χ. τα όρια μεταξύ ιλλυρικών και Ηπειρωτικών ελληνικών φύλων προσδιορίζονταν από τον ποταμό Γενούσο. Οι Ταυλάντιοι, αποτελούσαν μια ομάδα ιλλυρικών φύλων, που κατά καιρούς κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της παραλιακής πεδιάδας μεταξύ των ποταμών Αώου στα νότια και Δρίλωνος στον βορρά. Η παράδοση για την ίδρυση (γύρω στο 627 π.Χ.) της Επιδάμνου (αποικία των Κερκυραίων, Δυρράχιο), αναφέρει τους Θράκες Βρίγες ως τους παλαιοτέρους κατοίκους της περιοχής, που τους διαδέχθηκαν αργότερα οι Ταυλάντιοι, με τους οποίους, οι Βρίγες δεν είχαν καμιά σχέση ή συγγένεια. Οι Ιλλυριοί έγιναν γνωστοί από επιδρομές τους εναντίον των Μακεδόνων, το βασίλειο των οποίων συχνά έφθασε στα όρια της εξαφάνισης και της υποδούλωσης στους Ιλλυριούς. Θα συντριβούν από τον Φίλιππο Β΄ και τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά στα χρόνια των Διαδόχων και των Ελληνιστικών κρατών, το φύλο των Δαρδάνων, θα ισχυροποιηθεί και θα αρχίσει και πάλι τις επιδρομές εναντίον της Μακεδονίας. Οι Ιλλυριοί θα υποκύψουν στις αλλεπάλληλες εκστρατείες των Ρωμαίων και μέχρι το 9 μ.Χ. θα ενταχθούν οριστικά στο ρωμαϊκό κράτος, όπου θα αφομοιωθούν και θα χάσουν και την γλώσσα τους, ενώ ένα τμήμα τους εξελληνίσθηκε και συγχωνεύθηκε με τα γειτονικά ελληνικά φύλα. Ο κύριος όγκος τους πάντως αφομοιώθηκε από τα κύματα των Σλάβων που θα εγκατασταθούν στα Βαλκάνια τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Πολλοί που ασχολούνται με την φυλετική ανθρωπολογία έχουν δυσκολία να διακρίνουν τους Διναρικούς από τους Αρμενοειδείς. Ακόμα και ανθρωπολόγοι τους θεώρησαν είτε ανήκοντες σε κοινό τύπο ή σε συγγενή. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι αλλιώτικη. Οι Διναρικοί είναι καθαρά διαφορετικοί από τους Αρμενοειδείς και καθόλου συγγενείς. Στη συμπεριφορά είναι απολύτως άσχετοι μεταξύ τους, καθώς η ψυχοσύνθεση του Διναρικού δεν έχει καμία σχέση με αυτή του Αρμενοειδή. Στην εμφάνιση από την άλλη, υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία που δημιουργούν τη σύγχυση. Η κυρτή μύτη και η βραχυκεφαλία, δημιουργούν την εντύπωση ομοιότητας, που περιστασιακά πράγματι υπάρχει, αλλά όμως υπάρχουν και διαφορές στην εμφάνιση. Κάποιες από αυτές τις κατά μέσο όρο διαφορές περιγράφει ο Eickstedt: Οι Διναρικοί είναι ψηλοί και λεπτοί, οι Αρμενοειδείς έχουν μέτριο ύψος και είναι πιο ευρύσωμοι. Οι Διναρικοί έχουν οστεώδη μύτη, οι Αρμενοειδείς έχουν σαρκώδη μύτη. Οι Διναρικοί έχουν σκληρά χαρακτηριστικά, οι Αρμενοειδείς εχουν πολλούς μαλακούς ιστούς. Οι Διναρικοί έχουν μακρύ πρόσωπο, οι Αρμενοειδείς κοντύτερο. Οι Διναρικοί και οι Αρμενοειδείς στην Ελλάδα προκαλούν έντονο ενδιαφέρον, καθώς βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό και σε γειτονικά κράτη και λαούς.
Οι Διναρικοι πληθυσμοί στην πρώην Γιουγκοσλαβια και την Αλβανία ανήκουν ανθρωπολογικώς στην Διναρική φυλή που προ τρισήμισυ  χιλιετιών περίπου είχε εισβάλει στην Χερσόνησο του Αίμου προερχόμενη από την βόρεια περιοχή του Καυκάσου. Τα ψυχικά γνωρίσματα του Διναρικού φυλετικού τύπου έχουν μελετηθεί από αρκετούς επιστήμονες των Βαλκανίων. Η Διναρική ψυχοσύνθεση συναντάται έντονα και στην Ελλάδα σήμερα. O Dinko Tomašic ήταν Κροάτης κοινωνιολόγος που δίδαξε σε πανεπιστήμια της Αμερικής. Το 1948 σε βιβλίο του μελέτησε τις συμπεριφορές των πληθυσμών της τότε Γιουγκοσλαβίας. Γράφει ότι ο πολεμοχαρής χαρακτήρας των Βαλκάνιων, "οι εξεγέρσεις, η κοινωνική αναστάτωση και οι πόλεμοι" οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην Διναρική ψυχοσύνθεση. Σύμφωνα με τον Tomašic, οι βουνήσιοι των Διναρικών περιοχών είναι ασταθείς, βίαιοι, με ισχυρές έως αλλαζονικές φυσιογνωμίες. Παραθέτει τον Σέρβο εθνογεωγράφο Jovan Cvijic, ο οποίος γράφει ότι οι Διναρικοί εμφανίζουν μια "συνεχή έγνοια για τη φήμη και τη σπουδαιότητά τους", "μισούν με πάθος και βία", ενώ σε Διναρικές περιοχές μπορεί κανείς να βρει "υπερβολικά επιθετικούς, άγριους και στενόμυαλους ανθρώπους, που γίνονται έξω φρενών με την παραμικρή προσβολή".  Ο Tomašic συμπεραίνει ότι οι Διναρικοί χαρακτηρίζονται από χαιρεκακία, ασταθή ψυχοσύνθεση, βίαιη, επαναστατική φυσιογνωμία που αναζητεί κύρος και δύναμη, δημιουργώντας ακραία πολιτική αστάθεια. Αυτο το ιδεώδες του βοσκού-ληστή-πολεμιστή-αστυνομικού, θεωρούνταν χαρακτηριστικό των βουνήσιων πληθυσμών των δυτικών Βαλκανίων, σύμφωνα με τον Cvijic, σε αντίθεση με τον ήσυχο και ανεκτικό πληθυσμό κάποιων πεδινών περιοχών, όπου κατοικούν "ήρεμες ευτυχισμένες οικογένειες, με λογική οικογενειακή πειθαρχία... που οδηγεί σε ανθρώπους αισιόδοξους, φιλειρηνικούς, συναισθηματικά σταθερούς, με μη βίαιες και αρχηγικές προσωπικότητες, με αρμονικές πνευματικές και διαπροσωπικές σχέσεις." Η αντίθεση αυτή δημιουργεί διάφορες εσωτερικές εντάσεις και διαχωρισμούς στα δυτικά Βαλκάνια. Κρίνει ότι είναι εμφανής η αντίθεση μεταξύ πατριαρχικής δομής των Διναρικών και της κάπως κοινοβιακής των πεδινών -Αλπικών. Επίσης άλλη η μαχητική στάση των Διναρικών της κεντρικής Σερβίας ενάντια στους Τούρκους και άλλη η στάση των φιλήσυχων πεδινών που προσαρμόστηκαν ως ραγιάδες. O Vladimir Dvorniković ήταν Κροάτης ψυχολόγος και μελέτησε τον χαρακτήρα των Γιουγκοσλάβων σε βιβλίο του το 1939. Οι "Σλάβοι", μάλλον τους Αλπικούς εννοεί, "είναι φιλόξενοι και ξένοιαστοι, χωρίς πρωτοβουλία και ενέργεια, νωχελικοί, σεμνοί και αυτό εξηγεί γιατί παρά τους μεγάλους αριθμούς τους δεν έγιναν ποτέ κατακτητές ή ιδρυτές ισχυρών κρατών." Αντίθετα οι βουνήσιοι Διναρικοί έχουν αντιδημοκρατική και αρχηγική προσωπικότητα, σε αντίθεση με τη ομοιόμορφη φιλειρηνική σχεδόν δημοκρατική φυσιογνωμία των Αλπικών. Κάποιοι εστίασαν σε θετικά γνωρίσματα των Διναρικών, όπως η επιθετικότητα, ο ηρωισμός, η αδούλωτη φύση τους, ενώ άλλοι στα αρνητικά, δείχνοντας προτίμηση στους πεδινούς. Άλλοι τους θεώρησαν θαρραλέους, μαχητικούς και υπερήφανους, ενώ άλλοι βίαιους, πρωτόγονους και αλλαζόνες. Από την άλλη τους πεδινούς -Αλπικούς- άλλοι τους θεώρησαν συνετούς, πραγματιστές, καλλιεργημένους, ενώ άλλοι μαλθακούς, παρακμιακούς, υποτακτικούς. Ο ψυχίατρος Vladimir Adamovic έκρινε το 1991 ότι η διαμάχη Κροατών και Σέρβων ήταν διαμάχη μεταξύ Διναρικών, διαφορετικής θρησκευτικής πίστης, αλλά της ίδιας ψυχοσύνθεσης φανατισμού. Όσο και αν οι σύγχρονοι "επιστήμονες" αρνούνται τη φυλετική ψυχική διαφοροποίηση, ο λαός διατηρεί στο μυαλό τους τις ψυχικές αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων περιοχών στα Βαλκάνια υπό μορφή στερεοτύπων, που αντανακλούν στη φυλετική σύνθεση των περιοχών αυτών.  Άσχετα από τις συμπάθειες του καθενός, τα ψυχικά χαρακτηριστικά των δύο φυλών, Διναρικών και Αλπικών, προκύπτουν αβίαστα και είναι πασίγνωστα και στον Ελλαδικό χώρο.
Οι Αρβανίτες προήρχοντο από τις περιοχές της νότιας Αλβανίας αλλά και της Βορείου Ηπείρου. Το όνομά τους το πήραν διότι το κεντρικό σημείο εξόρμησής τους ήταν η περιοχή του όρους Άρβανον και το όνομα Αλβανοί κυρίως από την την αρχαία πόλη της περιοχής που ήκμασε επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ονόμαζαν «Αλβανόπολις» (Ελβασάν).  Αλ-, Ιλ-, Ελ ,Ηλ- σήμαινε για τους Έλληνες το υψηλόν. Εξ’ ου Άλπεις ,Ίλιον, Ήλιος κ.α. Δεν μπόρεσαν να αποφύγουν και την ευρύτερη πολιτισμική επίδραση του Βυζαντίου αφού και αυτά είχαν εκχριστιανισθεί πλέον και ανήκαν οργανικά στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η γλώσσα τους αν και καταγόμενη θεμελιακά από τα θρακικά, είναι γεμάτη από λατινικά, ελληνικά στοιχεία. Αυτοί οι Αρβανίτες λοιπόν που κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο, ήταν μία μείξη Τόσκηδων με Βορειοηπειρώτες με χαρακτηριστικό τους στοιχείο την διγλωσσία διότι μιλούσαν και αρβανίτικα ως την καθημερινή γλώσσα, αλλά σαν γλώσσα επίσημη, πολιτισμού, θρησκείας και συναλλαγών είχαν την ελληνική. Δύο άλλα στοιχεία που συνηγόρησαν στην ελληνικότητά τους ήταν πρώτον, η σύνδεσή τους με την ελληνορθοδοξία  που ήταν βασικός ενοποιητικός παράγων σε καιρό που η θρησκεία έπαιζε εξέχοντα ρόλο στον ετεροπροσδιορισμό των πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και ήταν κάτι που ένωσε τους γηγενείς πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου με τους νεοφερμένους Αρβανίτες και συντέλεσε εντόνως στην αφομοίωση των τελευταίων. Και δεύτερον και κυριότερο η συνείδησή τους που ήταν ουσιαστικά ελληνική. Ήταν μέρος συστατικό του ρωμαίϊκου συνόλου. Έτσι ένιωθαν και γι’ αυτό η τουρκοκρατία ήταν ο αποφασιστικός αυτός παράγοντας που επέδρασε άμεσα στην ελληνικότητά τους. Μεμειγμένοι ήρθαν στον κυρίως ελλαδικό χώρο (οι Τόσκηδες, που είναι το κυρίαρχο φύλο στον αλβανικό νότο, αρχαιόθεν είχαν δεχθεί τις πολιτισμικές, φυλετικές και γλωσσικές επιδράσεις του ελληνισμού) και όπου εγκαταστάθηκαν ήρθαν σε άμεση επαφή και πρόσμειξη με τους ντόπιους. Σε περιοχές που ήταν περισσότεροι ποσοτικά μετέδωσαν τα αρβανίτικα (αλβανική διάλεκτος με πολλά αρχέγονα ελληνικά στοιχεία) και στους γηγενείς, ενώ όπου ήταν πιο λίγοι, αυτά χάθηκαν. 
Ο Κ. Στέφανος ήδη από το 1911 είχε επισημάνει ότι καμία αρβανίτικη κοινότητα στην Ελλάδα δεν είναι υπερβραχυκέφαλη (χαρακτηριστικό ανθρωπολογικό γνώρισμα των Αλβανών). Παντού ο μέσος κεφαλικός δείκτης κυμαινόταν μεταξύ 80 και 84, με ελαφρά μεν τάση των Αρβανιτών της Αργολίδος προς την υπερβραχυκεφαλία, αλλά με σοβαρότερη απόκλιση των Αρβανιτών της Αττικής,της Εύβοιας και της Κορινθίας  προς την μεσοκεφαλία. Τα στοιχεία αυτά του κεφαλικού δείκτου, που μέτρησε ο Στέφανος, αρκετά ανόμοια μεταξύ τους, δεν ήσαν όμως έξω από το φάσμα του ελληνικού κεφαλικού δείκτου. Άλλωστε η πρόσφατη έρευνα του Θ. Πίτσιου στην Πελοπόννησο επιβεβαίωσε ότι οι εκεί Αρβανίτες, όχι μόνον δεν είναι φυλετικώς διναρικοί, αλλά ότι είναι πολύ «μεσογειακώτεροι» από τους Έλληνες της Ηπείρου. Η ορθομετωπία είναι γνήσιο χαρακτηριστικό της λεπτοφυούς Μεσογειακής φυλής και βλέπουμε να συναντάται μεταξύ των Αρβανιτών σε ποσοστό 90%, όσο δηλ. και στους λοιπούς Πελοποννησίους, ενώ στους Γκέγκες (βόρειοι Αλβανοί) σε ποσοστό κάτω του 40%. Αυτά και άλλα στοιχεία πείθουν ότι «δεν διαφέρουν οι Αρβανίτες από τους Έλληνες των γειτονικών τους χωριών». Γι’ αυτό και οι Φράγκοι δεν τους διέκριναν ούτε τότε από τους λοιπούς Έλληνες («είναι ένας μόνον λαός») και τους ξεχώριζαν μόνο από την γλώσσα, αλλά και από την ροπή τους προς την στρατιωτική τέχνη (Μπίρης). Αυτή η στρατιωτική ροπή των Αρβανιτών, που έκανε τους Φράγκους να ταυτίζουν το όνομα «αρβανίτης» με το «στρατιώτης», υποδηλώνει ιδιαιτερότητα  στην ψυχική ιδιοσυγκρασία τους. Και είναι σήμερα γνωστή μία κάποια ιδιαιτερότητα στον ψυχικό χαρακτήρα των Αρβανιτών, που θεωρούνται αρκετά σκληροί, πείσμονες, και συμφεροντολόγοι. Ο Δ. Καμπούρογλους είχε από παλαιά επισημάνει αυτήν την διαφοροποίηση τους από τους άλλους Έλληνες, μολονότι δεχόταν ότι προήρχοντο από την Ήπειρο και όχι από την Αλβανία, όπως οι Τουρκαλβανοί. Αλλά και ο Κ. Μπίρης γράφει: «Όπως απέδειξαν με την πολεμική τους τέχνη οι Αρβανίτες, δεν τους έλειπε η ευφυϊα, η έλλειψη όμως ευστροφίας τους έκανε να είναι τραχείς στους τρόπους, επίμονοι και αγύριστοι» («αγύριστο αρβανίτικο κεφάλι»). Πολλά ονόματα δισύλλαβα, ή άλλα που τελειώνουν στις καταλήξεις, -έκας, έσης, έζας, -όλιας, είναι καθαρά αρβανίτικα και μάλιστα παρατηρείται και το φαινόμενο που ενισχύει την ελληνικότητα τους, ότι, περίπου από τον 18ο αιώνα και εδώθε, έδιναν αρχαιοελληνικά ονόματα στα παιδιά τους δείχνοντας την ταύτισή τους με το έθνος των Ελλήνων. Η αδιαμφισβήτητη εθνική τους συνείδηση εκδηλώθηκε με το πέρασμα των χρόνων και επισφραγίσθηκε από το αίμα σπουδαίων αγωνιστών και οπλαρχηγών κατά την περίοδο της Εθνεγερσίας. Ο Οδ. Ανδρούτσος, ο Α. Μιαούλης και όλοι οι Υδραιοι, οι Σπετσιώτες, ο Πλαπούτας, οι Μποτσαραίοι, οι Τσαβελαίοι, και πολλοί  άλλοι αρβανίτες πολέμησαν «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία». 
Πηγή: http://fyletika.blogspot.gr/2014/04/eickstedt.html
http://christselentis.blogspot.gr/2013/08/y-dna.html
http://fyletika.blogspot.gr/2014/03/blog-post_19.html
http://epi-dexia.blogspot.gr/2013/03/blog-post_24.html
http://hellinon.net/Arvanites.htm
http://ethnologic.blogspot.gr/2009/11/blog-post_07.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου