Το 14ο αιώνα μ.χ. περίπου σαράντα οικογένειες κατέβηκαν από την βυζαντινή Ήπειρο και εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και του Αυλώνα Μεσσηνίας προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου του Μυστρά έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό. Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους, τα Σουλιμοχώρια σε στρατηγικό σημείο. Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, προσόντα που τους καθιστούσαν ανίκητους στην μάχη. Καθώς οι Τούρκοι τους φοβούνταν και δεν πλησίαζαν στα χωριά τους, αυτά είχαν μετατραπεί σε κέντρο αντίστασης. Οι προσφορά των Ντρέδων στην Επανάσταση, αλλά και στα προεπαναστατικά χρόνια, είναι τεράστια. Το 1380 περίπου, πληθυσμοί της Βορείου Ηπείρου κατέβηκαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο. Την περίοδο αυτή στην περιοχή της Τριφυλίας εγκαταστάθηκαν, ως έποικοι, σαράντα οικογένειες με διακόσια γυναικόπαιδα. Αυτοί ήταν Έλληνες Αρβανίτες και κατάγονταν από τους Έλληνες της Ηπείρου. Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και του Αυλώνα προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, που τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό. Εκεί έφτιαξαν τα χωριά τους, τα Σουλιμοχώρια. Τα χωριά αυτά είναι το Σουλιμά, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Λάπι, το Χαλκιά, το Κούβελα, το Κατσούρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά. Το οροπέδιο του Δωρίου, στο οποίο έχουν χτιστεί τα Σουλιμοχώρια, δεν ξεπερνάει τα 120 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι ένα φυσικό κάστρο από βουνά σε σχήμα πετάλου, με δύο μόνο εξόδους προς Κυπαρισσία και άνω Μεσσηνία και η εξαιρετική θέση του, έδινε την ευχέρεια στους Ντρέδες να κινούνται άνετα προς τα Κοντοβούνια, την Καρύταινα, τη Ζούρτσα και τα βουνά της Ολυμπίας και τη Μάνη και να διαφεύγουν σε περίπτωση κινδύνου, αλλά και να προσφέρουν βοήθεια σε άλλες περιοχές, ακολουθώντας τον Γενικό Αρχηγό τους, όπου και αν τους οδηγούσε. Η δημογεροντία των Σουλιμοχωρίων είχε την έδρα της στο Σουλιμά, κατά τα διαμειφθέντα και τη συγκροτούσαν οι εκλεγόμενοι εκπρόσωποι όλων των χωριών. Έδινε λύση στα γενικότερα ζητήματα της είσπραξης των φόρων, της στρατολογίας και της συνεισφοράς, της διατροφής των ενόπλων όταν γίνονταν επιχειρήσεις μακριά από τα Σουλιμοχώρια, αλλά και για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των χωριών τους. Από την ανάμειξη δε των Αρβανιτών Χριστιανών και των εντοπίων κατοίκων του προήλθε το ακουστό γένος των ‘’Ντρέδων’’, όπως έμειναν γνωστοί στην Ιστορία οι κάτοικοι του Σουλιμά και των Σουλιμοχωρίων. Οι Ντρέδες ήσαν ψηλοί, ρωμαλέοι, ευειδείς και φιλελεύθεροι, πάρα πολύ τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, πανούργοι, πείσμονες και οργίλοι, φιλέριδες και πολλές φορές αυθαίρετοι, αλλά και ειλικρινείς και σταθεροί, αγέρωχοι, γλυκόλογοι, περιποιητικοί, φιλόξενοι στο έπακρον και θρήσκοι μέχρι δεισιδαιμονίας. Αγαπούσαν υπερβολικά τους γονείς και σέβονταν τους γέροντες, ενώ ομιλούσαν και την Αρβανίτικη διάλεκτο. Η κύρια ενασχόλησή τους ήταν η άσκηση στα όπλα, η θήρα, η φροντίδα των ποιμνίων, η αρπαγή και ο πόλεμος και όταν χόρευαν κινούσαν τα όπλα τους, σημάδι της ανδρείας τους και της πολεμικής ορμής τους. Μάλιστα τακτικά περνούσαν από τις όμορφες τουρκοκρατούμενες περιοχές οπλισμένοι, χωρίς να ενοχλούνται από τους Τούρκους, γιατί τους εφοβούντο. Οι γυναίκες τους έφεραν και αυτές όπλα και χόρευαν οπλισμένες με λεβεντιά και χάρη και πιστές ακολουθούσαν τους άντρες τους στα χωράφια, στα στενοτόπια και στον πόλεμο και εμάχοντο μαζί. Τους Σουλιμοχωρίτες τους ονόμασαν ‘‘Ντρέδες’’ πολύ πριν από τον αγώνα του 1821. Το προσωνύμιο αυτό τους δόθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας για να τονίσει την ευθύτητα του χαρακτήρα τους και την μπέσα που διέκρινε τη ράτσα τους. Για τη σημασία της λέξεως αυτής έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Σύμφωνα με μία, που πιστεύω ότι είναι η ορθότερη, «Ντρες» σημαίνει ευθύς, ειλικρινής, ντόμπρος και πιθανότατα προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη ‘‘ντρέιτ’’ που σημαίνει ‘‘ίσιος’’. Επίσης ντρεδε στα αρβανίτικα σημαίνει τρομεροί. Με την πάροδο του χρόνου η έννοιά της έγινε ταυτόσημη με τον ανδρείο, τον γενναίο, τον δυνατό, το παλικάρι. Τη γενναιότητα και την αντρειοσύνη τους οι Ντρέδες την απέδειξαν σ’ όλους τους πολέμους, όπου έλαβαν μέρος. Οι Ντρέδες διατήρησαν επί αιώνες τον στενό δεσμό της οικογένειας (φάρας) η οποία αποτέλεσε τη βάση της κοινωνικής διάρθρωσης του Σουλιμά και των Σουλιμοχωριτών όλα τα χρόνια της τουρκοκρατίας και διαβίωναν ανεξάρτητοι με τους δικούς τους νόμους και έθιμα. Σ' όλο το διάστημα της Τουρκοκρατίας το Σουλιμά στάθηκε σχολείο πολεμιστάδων και ποτέ δεν λύγισε και δεν προσκύνησε! Έμεινε απτόητο και ορθό. Δεν λογάριασε τον τύραννο, είτε Τούρκος ήταν, είτε ο Ιμπραήμ Πασάς. Τα Σουλιμαίικα βουνά με τα δάση τους, τις χαράδρες και τις βραχώδεις εκτάσεις του ήταν τα λημέρια της Κλεφτουριάς η οποία με το ντουφέκι και το γιαταγάνι στο χέρι κράτησε ψηλά τη σημαία της φυλής μας, έσωσε την έννοια της πατρίδας, της θρησκείας και της πίστης και προετοίμασε την ανάσταση του γένους το 1821. Σε αυτό το απόρθητο κάστρο της πολεμικής αρετής μέσα από τα θεμέλια του, μέσα από τα σπλάχνα της ντρέδικης γης, αντρειώθηκαν ‘’ντερέκια’’ απόκοτα παλικάρια γενναία μορφές αγωνιστών που πάνω από την ζωή τους βάλανε το καθήκον προς την πατρίδα. Το Σουλιμά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν ελεύθερο ελληνικό έδαφος και συνεπώς το πλέον ασφαλέστερο μέρος για να γίνονται οι συσκέψεις και τα συμβούλια των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου. Οι κάτοικοι εδωσαν πολλές μάχες κατά των Τούρκων και πολλοί Ντρέδες κατά τους προεπαναστατικούς χρόνους έγιναν ξακουστοί για την παλικαριά τους και απόκτησαν μεγάλο κύρος στον Μοριά. Χαρακτηριστικά μνημονεύουμε τον Νικόλαο ή Κόλια Κολιόπουλο ή Πλαπούτα που γεννήθηκε το 1735 στο Σουλιμά και το 1753 εγκαταστάθηκε στο Παλούμπα Γορτυνίας και επί 80 χρόνια αγωνίστηκε ως κλεφταρματολός με μεγάλη προσφορά στο έθνος! Ήταν πατέρας του ένδοξου στρατηγού Δημήτρη Πλαπούτα, που μοιράστηκε με τον Κολοκοτρώνη τις ένδοξες στιγμές εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά και τους θλιβερούς κατατρεγμούς αλλά και τις φυλακίσεις του.
Ο Δημήτριος Πλαπούτας ήταν οπλαρχηγός του 1821 και αργότερα στρατηγός, από τις ηρωικότερες και αγνότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης. Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Αρκαδίας και ήταν δευτερότοκος γιος του κλεφταρματολού Νικόλα - Κόλια Πλαπούτα από τον Σουλιμά Μεσσηνίας. Νεαρότατος έγινε αρματολός και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη, ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη το 1803 με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις. Οι Τούρκοι τον είχανε κάμει στην Καρύταινα κάπο, δηλαδή αρχηγό στρατιωτών για την τάξη και ασφάλεια. Γι’ αυτό και τον κράτησαν όμηρο, όταν έγινε ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών (1806). Το 1811, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό ως λοχαγός. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο χωριό και ανέλαβε καπόμπασης στους Δεληγιανναίους. Ξανάγινε κάπος (1812), ενώ ενδιάμεσα υπηρέτησε στον Αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκου στην Αλωνίσταινα. Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Κατήχησε τον πατέρα του το γερο Κόλια, τον αδελφό του Γεωργάκη και πολλούς άλλους. Από την αρχή κιόλας του πολέμου, όπως και τα αδέλφια του κι άλλοι Πλαπουταίοι, πολέμησε για την ελευθερία του γένους, στην Καρύταινα, στο Λεβίδι κι ύστερα στο Βαλτέτσι, όπου έτρεξε από την Πιάνα. Εκεί στην Πιάνα, τον είχε διορίσει ο ξάδερφός του Κολοκοτρώνης αρχηγό του στρατοπέδου, συμμετέχοντας στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Έλαβε μέρος επίσης στην πολιορκία του Ακροκορίνθου και της Πάτρας και πολέμησε τον Δράμαλη, όταν πολιορκούσε το κάστρο της Λάρισας στο Άργος,λίγο πριν από την καταστροφή του στα Δερβενάκια. Ο Πλαπούτας αντιπάθησε πολύ τους συμπατριώτες του Δεληγιανναίους, όταν διαπίστωσε πως δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις επιτυχίες και τη δόξα του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πάλι, θέλησε να παντρέψει το μικρό του γιο Κολίνο με τη μικρή κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη Μαριορίτσα, για να διαλυθεί η ψυχρότητα. Ο Πλαπούτας όμως θύμωσε και με τον Κολοκοτρώνη. Μετά τον εμφύλιο, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε όλο το Μοριά και την επανάσταση, ο Πλαπούτας τον πολέμησε σε πολλές μάχες. Κατά την Επανάσταση, επικεφαλής σώματος και υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Την πολεμική του δραστηριότητα εξιστορεί στο βιβλίο του «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη». Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε διοικητής χιλιαρχίας ατάκτων στρατευμάτων και το 1832 στρατηγός.
Επί Καποδίστρια έγινε Συνταγματάρχης. Στάθηκε πιστός στο πλευρό του κυβερνήτη. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε' Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων. Πήγε στο Μόναχο μαζί με τον Α. Μιαούλη και τον Κώστα Μπότσαρη, για να καλέσουν τον Όθωνα, που τον είχαν εκλέξει ήδη οι μεγάλες δυνάμεις για το στέμμα της Ελλάδας. Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη - Πλαπούτα»). Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Είναι γνωστό ότι την απόφαση των Βαυαρών δεν υπέγραψαν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης. Παράλληλα, ο λαός ξεσηκώθηκε και οι ξένοι δυνάστες δεν τόλμησαν να εκτελέσουν την ποινή. Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν (μετά από 11 μήνες ο ενήλικος πια Όθων τους έδωσε χάρη). Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα (1858). Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της 3ης Σεπτεμβρίου (1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862). Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε στον οικογενειακό πύργο της Παλούμπας τον Ιούλιο του 1864. Ο Πλαπούτας υπήρξε από τους πιο ηρωικούς αγωνιστές του 1821. Η δόξα του Κολοκοτρώνη τον επισκίασε, αλλά η συνεργασία του με το Γέρο του Μοριά απέδωσε καρπούς. Ο Κολοκοτρώνης σαν αρχιστράτηγος στάθηκε τυχερός, που άξιοι καπεταναίοι εκτελούσαν τις διαταγές του, όπως ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο γιος του ο Γενναίος και άλλοι.
Πηγή : https://aristomenismessinios.blogspot.gr/2015/07/blog-post.html
https://argolikivivliothiki.gr/2009/03/12/πλαπούτας-δημήτριος-ή-κολιόπουλος-1786-1864/
https://www.sansimera.gr/biographies/371
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018
Δημήτριος Πλαπούτας : Ο Αρβανίτης φίλος του Κολοκοτρώνη και άξιος οπλαρχηγός της Πελοποννήσου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου