Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Ο οικουμενικός ελληνικός πολιτισμός και η κοσμοκρατορία των Ελλήνων (Μέρος Β')

Ο Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών (20 Ιουλίου 356 π.Χ - 10 Ιουνίου 323 π.Χ.), γνωστός ως Μέγας Αλέξανδρος, ήταν βασιλεύς του αρχαίου ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας και μέλος της δυναστείας των Αργεαδών. Ήταν ο ηγεμόνας της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Περσικής αυτοκρατορίας, Φαραώ της Αιγύπτου, βασιλιάς της Ασίας και βορειοδυτικής Ινδίας, του οποίου οι κατακτήσεις αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β',και του παππού του, Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το Μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε. Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής. Η συνολική επικράτεια της αυτοκρατορίας του, στη μεγαλύτερή της έκταση κατά το 323 π.Χ., υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και εκτός από το μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου (Βαλκάνια) περιελάμβανε τις περιοχές της Αιγύπτου, μεγάλα τμήματα της Μέσης Ανατολής και κεντρικής Ασίας, και τμήμα της ινδικής υποηπείρου. Ο Αλέξανδρος θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών για τις στρατιωτικές επιτυχίες του, και αποτέλεσε στρατιωτικό πρότυπο για όλους τους μετέπειτα μεγάλους στρατηγούς της ιστορίας. Μαζί με τους Ασόκα, Ταμερλάνο, Σκιπίωνα Αφρικανό, Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και Αλεξάντερ Σουβόροφ, ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους ελάχιστους στρατηγούς στην ιστορία που δεν έχασαν ποτέ μια μάχη. Επίσης, με την ίδρυση πόλεων και βιβλιοθηκών, και τη συμμετοχή επιστημόνων και γεωγράφων στις εκστρατείες του, άλλαξε την ιστορία του κόσμου με την διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρασία και την μίξη του με τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα των άλλων πολιτισμών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρξαν πολλοί προσκυνητές της σορού του στην Αλεξάνδρεια, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός, και άλλοι. Η επίδραση των εκστρατειών του παρέμεινε μέσω των διαδόχων και επιγόνων του στις διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει μακριά από την Ελλάδα, όπως την Αίγυπτο της δυναστείας των Πτολεμαίων, Μέση ανατολή της δυναστείας των Σελευκιδών, καθώς και το μετέπειτα ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής και το ινδοελληνικό βασίλειο στην Κεντρική Ασία και Ινδία. Ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για πολλούς μεταγενέστερους στρατηγούς και ηγεμόνες ιδίως στον τομέα της ψυχολογικής στρατηγικής. Προσωπικότητες όπως ο Αννίβας και ο Ναπολέων τον θεωρούσαν το μεγαλύτερο στρατηγικό εγκέφαλο στην ιστορία. Ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω των κατακτήσεων του στην Ανατολή έθεσε τις βάσεις για την επερχόμενη Ελληνιστική περίοδο, μια μίξη των στοιχείων της κλασικής Ελλάδας και των πολιτισμών της Ασίας, με την επέκταση του Ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλο μέρος του Παλαιού Κόσμου, και την αλληλεπίδραση των τοπικών παραδόσεων και αντιλήψεων με τις Ελληνικές παραδόσεις των Μακεδόνων.
Ο χώρος εξάπλωσης του ελληνισμού την περίοδο αυτή είναι αυτός που δημιουργήθηκε ως συνέπεια του Β’ ελληνικού αποικισμού και όπως διευρύνθηκε με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου Ήταν μία περίοδος ανανέωσης, κατά την οποία οι Έλληνες συναντάν τους πολιτισμούς της Ανατολής (αιγυπτιακός, μεσοποταμιακός, περσικός, ινδικός, φοινικικός, συριακός, γηγενείς μικρασιατικοί πολιτισμοί, κ.α.) με τους οποίους βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προκύπτει ο ελληνιστικός. Η ελληνιστική κοινή, δηλαδή τα απλοποιημένα ελληνικά κυριαρχούν σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής. Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους. Την περίοδο αυτή τα πολιτεύματα που κυριαρχούν είναι βασιλεία ή δυναστεία στα όρια των ελληνιστικών βασιλείων, ενώ η ανατολική Μεσόγειος γίνεται ο χώρος δράσης και κυριαρχίας της Ρώμης, με χρονική τομή το 202 π.Χ. έτος λήξης του Β’ καρχηδονιακού πολέμου. Η επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. Ο Στέφανος Βυζάντιος, ιστορικός του έκτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στα ‘Εθνικά’ του 18 Αλεξάνδρειες. Οι ιδρύσεις νέων πόλεωνσυνεχίστηκε και από τους διαδόχους και τους επιγόνους και οδήγησε στη δημιουργία δικτύου Ελληνίδων πόλεων, με κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο το Ελληνικό. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν με τα όρια της εξάπλωσης της Ρώμης προς την Ανατολή. Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η κοινή ελληνική. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από το συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία για τον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.Χ.
Ο Εξελληνισμός είναι η ιστορική διάδοση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και, σε μικρότερο βαθμό, της γλώσσας, σε ξένους λαούς που κατακτήθηκαν από Έλληνες ή μπήκαν στη σφαίρα επιρροής τους, ιδιαίτερα κατά την Ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τις εκστρατείες του Μέγα Αλέξανδρου. Ο όρος δεν αποκλείει τον εξαναγκαστικό εξελληνισμό. Το αποτέλεσμα του εξελληνισμού ήταν στοιχεία ελληνικής προέλευσης να συνδυαστούν με διάφορες μορφές και σε διαφορετική έκταση με στοιχεία του τοπικού πολιτισμού. Τα ελληνικά αυτά στοιχεία εξαπλώθηκαν από τη λεκάνη της Μεσογείου, ως τα ανατολικά του Πακιστάν. Κατά την ελληνιστική περίοδο που ακολούθησε τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξελληνίστηκε σημαντικός αριθμός Ασσυρίων, Εβραίων, Αιγυπτίων, Περσών, Πάρθων, Αρμενίων, και άλλων εθνικών ομάδων στα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, την Μεσόγειο, την Ανατολία, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Οι Βάκτριοι, Ιρανική εθνική ομάδα που ζούσε στη Βακτρία (Αφγανιστάν), εξελληνίστηκαν κατά την περίοδο του ελληνοβακτριανού βασιλείου και κατόπιν διάφορες φυλές στις περιοχές της Ινδικής υποηπείρου (Πακιστάν), πέρασαν από τη διαδικασία του εξελληνισμού κατά την περίοδο του Ινδοελληνικού Βασιλείου. Άλλες φυλές εξελληνισμού περιλαμβάνουν τους Θράκες, Δαρδάνιους, Παίονες, και Ιλλυριούς νότια της γραμμής Jirecek (Αλβανία), και τέλος ακόμα και Γέτες στον Δούναβη. Ο εξελληνισμός κατά την ελληνιστική περίοδο όμως είχε τα όριά του. Για παράδειγμα, περιοχές νοτίως της Συρίας οι οποίες επηρεάστηκαν από την ελληνική κουλτούρα περιελάμβαναν κυρίως αστικά κέντρα των Σελευκιδών όπου τα Ελληνικά ήταν η κοινώς ομιλουμένη γλώσσα. Η επαρχία όμως από την άλλη μεριά έμεινε στο μεγαλύτερο μέρος ανεπηρέαστη, καθώς οι κάτοικοί της μιλούσαν την συριακή γλώσσα, και συνέχισαν να διατηρούν τις τοπικές τους παραδόσεις.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Imperium Rōmānum) ήταν το κράτος των αρχαίων Ρωμαίων μετά την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από κυβέρνηση με επικεφαλής τους αυτοκράτορες και μεγάλες εδαφικές κατακτήσεις γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα στην Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία. Κατά ενάμιση αιώνα, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν στο ζενίθ της πολιτικής και πολιτιστικής της ακμής. Ήταν μία περίοδος βραδέων εξελίξεων, Κάποιοι την αποκαλούν την "ευτυχέστερη περίοδο της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους". Πίσω από την ευημερία της Παξ Ρομάνα, όμως, λάμβαναν χώρα αλλαγές που οδήγησαν προοδευτικά στην κρίση της αυτοκρατορίας τον 3ο αιώνα μ.Χ. Από πολιτική άποψη, η σταθερή διακυβέρνηση οφείλεται στο ότι ισχυρές δυναστείες κυριαρχούσαν, ώστε να μην υπάρχουν ουσιαστικές εσωτερικές ανωμαλίες. Στο εσωτερικό επικρατεί ειρήνη, ασφάλεια και ηρεμία. Το οδικό δίκτυο με κέντρο τη Ρώμη επεκτείνεται σε όλη την αυτοκρατορία και μαζί του το εμπόριο και ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Σε κάθε μεγάλη πόλη της αυτοκρατορίας υπάρχουν υδραγωγείο και δημόσια λουτρά. Παρόλο που οι εξουσίες είναι συγκεντρωμένες στα χέρια ενός ανθρώπου, του αυτοκράτορα, ο λαός είναι ευχαριστημένος. Βέβαια, στο θρόνο κάποιες φορές ανεβαίνουν παρανοϊκοί και οκνηροί αυτοκράτορες, όπως ο Καλιγούλας, ο Νέρων και ο Κόμμοδος, αλλά αυτοί αντισταθμίζονται από τους καλούς και ενσυνείδητους αυτοκράτορες, όπως ο Κλαύδιος, ο Τραϊανός, ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος. Η αρχαία Ρώμη ήταν αρχικά ένας ιταλικός οικισμός που χρονολογείται από τον 8ο αιώνα π.Χ. και αναπτύχθηκε στην πόλη της Ρώμης και έδωσε το όνομά του στην αυτοκρατορία της οποίας αποτέλεσε την έδρα, καθώς και στον εκτεταμένο πολιτισμό που ανέπτυξε η αυτοκρατορία. Ανήκοντας γεωγραφικά στον χώρο της Μεσογείου Θάλασσας και με επίκεντρο την πόλη της Ρώμης εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου με πληθυσμό περίπου 50-90.000.000 κατοίκους (20% του παγκόσμιου πληθυσμού) και καλύπτοντας έκταση 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια του 1ου και του 2ου αιώνα μ.Χ. Στους περίπου 12 αιώνες ύπαρξής του, ο Ρωμαϊκός πολιτισμός μετατοπίστηκε από τη μοναρχία στην κλασική δημοκρατία και, στη συνέχεια, σε μία ολοένα και πιο αυταρχική αυτοκρατορία. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης. Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μαστιζόμενο από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις κατά την διάρκεια της Μεγάλης Μετανάστευσης των Λαών, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε ως έδρα την Κωνσταντινούπολη, επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετηρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μεσαιωνικό αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην «Κλασική Αρχαιότητα» μαζί με την αρχαία Ελλάδα, πολιτισμό που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολεμικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της τεχνολογίας και της γλώσσας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Η ζωή του απέραντου κράτους περιστρεφόταν γύρω από την πόλη της Ρώμης, η οποία είχε ιδρυθεί στην κορυφή επτά λόφων. Η πόλη φιλοξενούσε πολυάριθμες μνημειώδεις κατασκευές όπως το Κολοσσαίο, την Αγορά του Τραϊανού και το Πάνθεον. Είχε κρήνες με φρέσκο πόσιμο νερό το οποίο παρείχαν υδραγωγεία μήκους εκατοντάδων μιλίων γυμναστήρια, θέρμες, βιβλιοθήκες, καταστήματα, υπαίθριες αγορές και ένα λειτουργικό αποχετευτικό σύστημα. Τα κτίρια που προορίζονταν για τη στέγαση των πολιτών ποίκιλλαν από ιδιαίτερα ταπεινές οικίες μέχρι εξοχικές βίλες. Στην πρωτεύουσα, οι αυτοκρατορική κατοικία ήταν τοποθετημένη στον Παλατίνο Λόφο, από όπου προέρχεται και η λέξη «παλάτι». Οι κατώτερη και η μεσαία τάξη ζούσε στο κέντρο, στριμωγμένη σε διαμερίσματα, τα οποία μπορούν παρομοιαστούν με τα σύγχρονα γκέτο. Παρόλο που τα λατινικά παρέμειναν η επίσημη γραπτή γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα Ελληνικά έγιναν τελικά η γλώσσα που μιλούσε η μορφωμένη ελίτ, καθώς τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα που μελετούνταν ήταν ελληνικά. Στο ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας, που έγινε μετέπειτα γνωστό ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα λατινικά δεν κατάφεραν ποτέ να αντικαταστήσουν τα ελληνικά, και μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, τα ελληνικά έγιναν και επίσημη γλώσσα των κρατικών λειτουργιών. Η επέκταση των ρωμαϊκών κτήσεων διέδωσε τα λατινικά σε όλη την Ευρώπη και με τα χρόνια η λαϊκή λατινική εξελίχτηκε σε διάφορες τοπικές διαλέκτους, που σταδιακά μετατράπηκαν στις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες (π.χ. ιταλικά, γαλλικά). Καθώς αυξανόταν η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, οι παλαιοί θεοί συσχετίστηκαν έντονα με τους ελληνικούς. Έτσι ο Γιούπιτερ θεωρήθηκε η ίδια θεότητα με τον Δία, ο Μαρς το αντίστοιχο του Άρη και η Βένους ταυτίστηκε με την Αφροδίτη. Οι ρωμαϊκοί θεοί υιοθέτησαν επίσης τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων ελληνικών. Οι τεχνοτροπίες της ρωμαϊκής ζωγραφικής μαρτυρούν επιρροή από την ελληνική τέχνη. Το αλφάβητο των Ρωμαίων καταγόταν από το Ετρουσκικο που καταγόταν από το ελληνικό αλφάβητο των Ελλήνων αποίκων της Ιταλίας από την Χαλκίδα. Η λατινική λογοτεχνία από τη γέννησή της υπήρξε βαθιά επηρεασμένη από την ελληνική. Η ρωμαϊκή μουσική βασίστηκε κατά πολύ στην ελληνική μουσική και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής των Ρωμαίων. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Οι Ρωμαίοι είναι ξακουστοί για τα αρχιτεκτονικά τους επιτεύγματα, που κατατάσσονται μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά στην «Κλασική αρχιτεκτονική». Κατά τη δημοκρατική περίοδο, στυλιστικά η ρωμαϊκή ήταν παρόμοια της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Παρόλο που εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, η Ρώμη δανείστηκε πολλά στοιχεία από την Ελλάδα εμμένοντας στα αυστηρά τυποποιημένα σχέδια ανοικοδόμησης και αναλογίες.
H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Ρωμανία ή απλά Βυζάντιο, ήταν αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καθώς οι αυτοκράτορες (από τον Ηράκλειο και μετά) είχαν τον τίτλο "Βασιλεύς Ρωμαίων". Τα χρονικά όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ξεκινούν από τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την τελική της πτώση, την άλωση από τους Οθωμανούς, στις 29 Μαΐου 1453. Τα όριά της μέσα στα εκτεταμένα χρονικά όρια ζωής άλλαξαν πολλές φορές αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν τα Βαλκάνια, την Ιταλική χερσόνησο, τη Μικρά Ασία, τη Συρία και Παλαιστίνη, την Βόρειο Αφρική, καθώς και τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γεννήθηκε το «εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος της ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηράκλειου μεταμορφώθηκε στην «εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής ανατολής» και τέλος, κυρίως από το 1204 και μετά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το Βενετικό στόλο και τους Λατίνους Σταυροφόρους, γεννήθηκε η «ελληνική βυζαντινή-ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώθηκε κάτω από την επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και παραδόσεων και της ελληνικής γλώσσας, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, της χριστιανικής πίστης και της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας. Οι διαφορές δημιουργούνταν μόνο με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι τρεις αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της. Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της θεωρούνταν μοναδικός και αυτοκράτορας όλου του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του. Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς του ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και ο ύψιστος στόχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές τού τόσο πρόωρα καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλέξανδρος_ο_Μέγας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ελληνιστική_περίοδος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εξελληνισμός
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ρωμαϊκή_Αυτοκρατορία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Ρώμη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_Αυτοκρατορία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου