Η Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια, γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία, είναι μια μικρή ιστορική πόλη της ανατολικής Πελοποννήσου, της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, στο Νομό Λακωνίας. Είναι περισσότερο γνωστή από το μεσαιωνικό φρούριο, επί του ομώνυμου "Βράχου της Μονεμβασιάς", που αποτελεί στην κυριολεξία μικρή νησίδα που συνδέεται με γέφυρα σε σχηματιζόμενο λαιμό συνολικού μήκους 400 μέτρων με τη σημερινή παράλια κατ΄ έναντι πόλη επί της λακωνικής ακτής. Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες. Το όνομά της είναι σύνθετη λέξη, που προέρχεται από τις δύο ελληνικές λέξεις Μόνη και Έμβασις. Πολλές από τις οδούς είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Ο κόλπος της Παλαιάς Μονεμβασιάς βρίσκεται στο Βορρά. Το παρωνύμιο της Μονεμβασιάς είναι «Γιβραλτάρ της ανατολής», επειδή τυγχάνει να είναι σε σμίκρυνση πανομοιότυπη με τον βράχο του Γιβραλτάρ. Μπαίνοντας στην πόλη ο κεντρικός δρόμος με το βυζαντινό καλντερίμι οδηγεί στη Κεντρική Πλατεία με το παλαιό κανόνι και την Εκκλησία του Ελκομένου Χριστού. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος καταγόταν από τη Μονεμβασιά, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. Η Μονεμβασία είναι κτισμένη πάνω σε ασβεστολιθικό βράχο στη νοτιοανατολική ακτή της Πελοποννήσου, περίπου 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μαλέας. Ο βράχος έχει μήκος 1,5 χιλιόμετρο, μέγιστο πλάτος 600 μέτρα και μέγιστο ύψος 198,5 μέτρα. Γύρω από τους γκρεμούς υπάρχει λωρίδα ξηράς. Η κορυφή του βράχου είναι σχετικά ομαλή και κεκλιμένη. Αν και δεν περιγράφεται ως νησί από αρχαίους περιηγητές όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, περιγράφουν ότι είχε μορφή παρόμοια με τη σημερινή. Οι γεωλογικές μεταβολές τις τελευταίες τρεις χιλιετίες ήταν μικρές και αποτελούσαν κυρίως βύθιση ή ανύψωση εκτάσεων γης, όπως αυτές που προκλήθηκαν από ισχυρό σεισμό το 365 Μ.Χ.. Σήμερα η Μονεμβασιά συνδέεται με τη ξηρά με γέφυρα, στην οποία υπάρχει άνοιγμα για να περνούν βάρκες. Στο παρελθόν, εκατέρωθεν της γέφυρας υπήρχε λιμάνι. Στην κορυφή του βράχου βρίσκεται η Πάνω Πόλη και η Κάτω Πόλη βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του βράχου.
Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα. Η Σπάρτη, συνέχισε να κατοικείται μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ., παρά τους σεισμούς, τις επιδρομές Γότθων το 395 Μ.Χ. υπό τον Αλάριχο και Βανδάλων το 468 Μ.Χ. υπό τον Γιζέριχο και την επιδημία πανώλης το 541-43 Μ.Χ.. Τα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούν την ίδρυση της Μονεμβασιάς στην βασιλεία του Ιουστινιανού. Από τότε χρονολογείται το πρώτο στάδιο βασιλικής του Χριστού Ελκόμενου στο κέντρο της Κάτω Πόλης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη. Ο Ιουστινιανός προχώρησε σε οικιστική αναδιαμόρφωση, μετακινώντας ολόκληρο των πληθυσμό πόλεων σε νέες τοποθεσίες και συχνά άλλαζε το όνομα της πόλης. Τέτοιες μετακινήσεις αναφέρονται από τον Προκόπιο στο Περί κτισμάτων, αν και οι αναφορές του για την Πελοπόννησο είναι σπάνιες. Το κείμενο του 15ου αιώνα Αναφορά προς τον Πατριάρχη, γραμμένο από τον μητροπολίτη Μονεμβασίας Ισίδωρο, αναφέρει ότι η μετακίνηση του πληθυσμού έγινε επί Ιουστινιανού. Μια άλλη πόλη που μετακινήθηκε στην ίδια περίοδο ήταν η Αιπεία Μεσσηνίας, η οποία μετακινήθηκε στην Κορώνη. Παρομοίως, η τοποθεσία της Σπάρτης κρίθηκε ανεπαρκώς οχυρή και επιρρεπής σε μακροχρόνιους αποκλεισμούς λόγω της μεγάλης απόστασής της από το λιμάνι, ενώ με την μετακίνηση της πρωτεύουσας στη Κωνσταντινούπολη, τα πλοία από το Γύθειο έπρεπε να παραπλέουν πλέον το ακρωτήριο Μαλέας. Οι αρχές της πόλης προχώρησαν όχι μόνο σε μετακίνηση του πληθυσμού της Σπάρτης, ιδρύοντας τη Μονεμβασιά, αλλά και αναδιοργάνωση των οικισμών της νοτιοανατολικής Λακωνίας. Η αναδιοργάνωση περιλάμβανε την εγκατάσταση στα ορεινά περάσματα του Πάρνωνα και στη μετανάστευση από το Γύθειο. Το Χρονικό της Μονεμβασιάς αναφέρει ότι μέρους του πληθυσμού μετεγκαταστάθηκε στη Σικελία. Επειδή η ανοικοδόμηση, μετακίνηση και εγκατάσταση του πληθυσμού στη νέα θέση πρέπει να ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, είναι πιθανόν οι δύο πόλεις να συνυπήρχαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Μαζί με τους κατοίκους, μετακινήθηκε και η έδρα της επισκοπής Λακεδαιμονίας, αν και διατήρησε το παλιό της όνομα.
Η Μονεμβασιά λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που τη συνέδεε με τη Σικελία, αναπτύχθηκε σε εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε χάλκινο νόμισμα κομμένο στη Σικελία του Φιλιππικού Βαρδάνη. Η παλαιότερη γνωστή μνεία στη Μονεμβασία χρονολογείται από την τρίτη δεκαετία του 8ου αιώνα, και γίνεται από τον προσκυνητή Βιλιβάλδο, ο οποίος ταξίδευσε από τη Σικελίαστους Άγιους Τόπους με ενδιάμεση στάση στη Μονεμβασιά. Η Μονεμβασιά αναφέρεται επίσης από τον Θεοφάνη Ομολογητή, ο οποίος περιγράφει την άφιξη της πανούκλας στο Βυζάντιο το 746-747. Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στο θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης. Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται. Στις αρχές του 10ου αιώνα, η εκκλησιαστική έδρα της Μονεμβασιάς μεταφέρθηκε από την δικαιοδοσία της εκκλησίας της Ρώμης στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου υποβαθμίστηκε σε επισκοπή της Κορίνθου. Παρόλα αυτά, η Μονεμβασιά συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα διατηρούσε προνόμια, ανάμεσα στα οποία ήταν και η αυτοδιοίκηση. Κατά τη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Εκείνη την περίοδο, ο οικισμός εξαπλώθηκε σε όλο το βράχο και όχι μόνο στην αθέατα πλευρά του και σε ανοικοδομήθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως ο ναός της αγίας Σοφίας στην πάνω πόλη και ο ναός του Ελκόμενου Χριστού, ο οποίος ανακατασκευάστηκε εκείνη την περίοδο, πιθανόν λόγω της τοποθέτησης της εικόνας του Χριστού Ελκόμενου στο ναό. Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασία είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου. Το 1147 πλοία του Νορμανδου βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β' προσπάθησαν να την καταλάβουν χωρίς επιτυχία και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Ο άρχων της Μονεμβασιάς κατά τη διάρκεια της επίθεσης Θεόδωρος Μαυροζώμης στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορική αυλή και μετά τη Μάχη του Μυριοκέφαλου ετέθη επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του στρατού και εν συνέχεια του δόθηκε το αξίωμα του μεσάζοντα. Ο Μανουήλ Μαυροζώμης ήταν γιος του Θεόδωρου. Επίσης, Μονεμβασιώτες είχαν αναλάβει τη διοίκηση των Κυθήρων, αρχικά ο Γεώργιος Παχής και ύστερα οι Ευδαιμογιάννηδες, οι οποίοι διοικούσαν το νησί μέχρι το 1204. Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Μονεμβασιά το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου Γουλιέλμος Β', πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασία. Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στη Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με τη Μονεμβασιά. Η ίδια η Μονεμβασία διατήρησε τα προνόμια που είχε, με μόνη υποχρέωση της αγγαρεία στα καράβια, και έγινε έδρα Λατίνου επισκόπου. Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας στην Μακεδονία το 1259 και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις Φραγκικες κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο μέχρι το 1262, οπότε δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μαΐνης και του Γερακίου. Η Μονεμβασία ορίστηκε έδρα Βυζαντινού στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328). Η ακμή της πόλης υπήρξε ραγδαία: εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, που κύρια επίδοσή του ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για την πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η ως το 1460 περίοδος να θεωρείται «χρυσή εποχή» της πόλης. Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασίας κατά τον 14ο και το α' μισό του 15ου αιώνα τάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν εν τούτοις την ιστορική της πορεία στα πλαίσια του δεσποτάτου του Μορέως. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την προϊούσα παρακμή της πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης. Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασία, σε μια προσωρινή κατάληψή της και το 1460 ο Μωάμεθ Β' έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς τη Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας και τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, τελευταίο κάστρο του ελληνικού δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και τη Μονεμβασία, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Θωμά Παλαιολόγου στον πάπα Πίο Β', η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί. Στα τέλη του 1463 η Μονεμβασία περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν με τη Βενετοτουρκική συνθήκη ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.
Το φρούριο της Μονεμβασίας πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης από ξηρά και θάλασσα και ύστερα από τετράμηνη πολιορκία παραδόθηκε στους Έλληνες στις 23 Ιουλίου 1821. Ακολούθησαν διαμάχες για την διανομή των λαφύρων και τη διοίκηση, οι οποίες οδήγησαν στην αναρχία. Τον Ιανουάριο του 1827 έφτασε στο φρούριο ο Δημήτριος Πλαπούτας με 200 στρατιώτες και οι κάτοικοι και οι έφοροι της Μονεμβασιάς συμφώνησαν να παραδοθεί σε αυτόν η διοίκηση του κάστρου, ώστε να απελευθερωθεί το φρούριο, όπως και εγένετο με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης την 1η Μαρτίου 1827. Όμως, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης συνέχισε να προσπαθεί να κατακτήσει το φρούριο, με αποτέλεσμα ο Πλαπούτας να αποχωρήσει, μη αποδεχόμενος αυτή τη συμπεριφορά, και τελικά ο Μαυρομιχάλης να τεθεί επικεφαλής του κάστρου. Οι συνεχείς αυτές έριδες απέτρεψαν τη Μονεμβασιά από τη δυνατότητα να μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις σχετικά με τη ίδρυση του ελληνικού κράτους και να μην καταφέρει να αποκτήσει την παλιά της αίγλη. Στην στατιστική περιγραφή της Μονεμβασιάς το 1828, η Μονεμβασιά είχε 659 κατοίκους, ενώ τα περισσότερα από τα σπίτια ήταν κατεστραμμένα. Νέος φρούραρχος της Μονεμβασιάς ορίστηκε ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Ανάμεσα στα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η φύλαξη του φρουρίου και η επισκευή των κτιρίων, καθώς δεν επαρκούσαν ούτε για τη στέγαση των δημόσιων υπηρεσιών. Η Μονεμβασιά συνέχισε να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση για πολλά ακόμη χρόνια, αλλά παρέμεινε το μεγαλύτερο χωριό της και κατά τη διοικητική αναδιάταξη του 1833, η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της επαρχίας, η οποία όμως από επαρχεία Μονεμβασιάς μετονομάζεται σε επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς. Η Μονεμβασιά παρέμεινε έδρα της επαρχίας Μονεμβασιάς μέχρι το 1864, όταν η έδρα μεταφέρθηκε στους Μολάους, αλλά παρέμεινε έδρα δήμου, μέχρι την κατάργησή του το 1913. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν έδρα ειρωνοδικείου, τελωνείου, τηλεγραφείου, αστυνομίας και σχολαρχείου. Σύμφωνα με τις απογραφές, υπήρχε μείωση του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1970. Οι κάτοικοι της Μονεμβασιάς είτε μετανάστευσαν στην Αθήνα είτε μετοίκησαν στη Γέφυρα, απέναντι από τη Μονεμβασιά. Στην απογραφή του 1951, από τους 522 κατοίκους της κοινότητας, στη Γέφυρα ζούσαν οι 261, στην παλιά πόλη οι 178 και στην Αγία Κυριακή 83. Ο πληθυσμός της παλιάς πόλης συνέχισε να μειώνεται και το 1971 σε αυτήν ζούσαν μόλις 32 κάτοικοι. Η Μονεμβασιά συνέχισε να βασίζεται για την ύδρευσή της στις στέρνες μέχρι το 1964 και ο ηλεκτρισμός έφτασε το 1972. Το εμπόριο γινόταν ακτοπλοϊκώς, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν στο κοντινότερο μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά. Από τη δεκαετία του 1970 η Μονεμβασιά άρχισε να ακμάζει ξανά, αυτή τη φορά ως τουριστικός προορισμός. Οι Μονεμβασιώτες πούλησαν τα σπίτια τους σε ανθρώπους που επισκέπτονταν την Μονεμβασιά και τα αναστήλωσαν. Στις αναστηλώσεις κύριο λόγο έπαιξαν ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά. Παράλληλα, έντονη ανάπτυξη γνώρισε και η Γέφυρα. Η Μονεμβασιά έχει ακόμη να δείξει πλούσιο πολιτισμό. Ποικίλα πολιτιστικά ευρήματα θα βρεις στην Αρχαιολογική Συλλογή της Μονεμβασιάς, ενώ υπάρχουν και δυο λαογραφικά μουσεία, των Βελιών και της Ρειχιάς. Παράλληλα, το μέρος χαρακτηρίζεται και από επιλογές θρησκευτικού τουρισμού, καθώς διαθέτει δεκάδες μοναστήρια και εκκλησίες. Αν δε, βρεθείς το καλοκαίρι εκεί, αξίζει να παρευρεθείς στα Ρίτσεια, μεγάλο Φεστιβάλ, αφιερωμένο στο Γιάννη Ρίτσο. Αφεθείτε στη μαγεία του ταξιδιού στα σοκάκια της. Περπατήστε στην Κάτω Πόλη, δίπλα στο θαλασσινό τείχος, πλάι σε ερείπια μισογκρεμισμένων εκκλησιών. Κοιτάξτε ψηλά τα αρχοντικά της Πάνω Πόλης και από την κεντρική Τάπια τη θάλασσα να ησυχάζει. Καθώς το φως χάνεται και η σκιά της ιστορίας πέφτει στα σοκάκια, θα δείτε τα τείχη, όπως τα είδαν οι Ενετοί, οι Οθωμανοί και οι Βυζαντινοί χρόνια πριν. Και τότε θα νιώσετε και εσείς κάτοικος του κάστρου. Ανηφορίστε στην Πάνω Πόλη, για να θαυμάσετε τα αρχοντικά της ενετικής ελίτ. Η ανάσα κόβεται στη θέα της Αγίας Σοφίας που κρέμεται στην απότομη πλαγιά πάνω από τη θάλασσα. Μοιάζει με την Αγια-Σοφιά στην Πόλη και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα στη Μονεμβασιά. Περάστε στο εσωτερικό της και υψώστε το βλέμμα: οι διαστάσεις του τρούλου προκαλούν δέος. Συνεχίστε την ανάβαση. Από την ακρόπολη της μεσαιωνικής Πάνω Πόλης, όπου οι περιηγητές του 17ου αιώνα είδαν 500 καλοκτισμένα σπίτια, η θέα σε όλη την περιοχή είναι πανοραμική.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μονεμβασιά
https://www.huffingtonpost.gr/mylandingrunwaycom/-_5094_b_9701286.html
https://www.discovergreece.com/el/mainland/peloponnese/monemvasia
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Τετάρτη 30 Μαΐου 2018
Μονεμβασιά : Η νησιωτική καστροπολιτεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η εντυπωσιακή ιστορία της
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου