Ή Τουρκοκρατία χαρακτηρίζεται η περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας και σε περιοχές κατοικούμενες, από Έλληνες. Η οθωμανική περίοδος αρχίζει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αν και η διείσδυση των Οθωμανών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, Μικρά Ασία και την Βαλκανική, ξεκινάει από παλαιότερα. Οι Οθωμανοί έφτασαν στην περιοχή όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την τέταρτη σταυροφορία και την προσωρινή κατάλυση της υπόστασής της το 1204. Παράλληλα με τις νίκες τους επί των Βουλγάρων το 1371 και των Σέρβων το 1389, προωθήθηκαν και στη νότια Βαλκανική και κατέλαβαν την Αθήνα το 1458. Μόνο τα Επτάνησα, που κυβερνήθηκαν από τη Βενετία, δεν κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς. Ο σουλτάνος βρισκόταν στην κορυφή της κυβέρνησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από την παράδοση ήταν ήταν κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το Κοράνιο ήταν ο βασικός περιορισμός για την απόλυτη εξουσία του σουλτάνου, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ως ιδιότυπο «σύνταγμα». Όλοι οι μη-μουσουλμάνοι απαγορευόταν να ιππεύουν, κάτι που έκανε το ταξίδι και την εσωτερική κινητικότητα δύσκολη. Το Οθωμανικό κράτος είχε θεοκρατικό χαρακτήρα και το καθεστώς των υπηκόων βασιζόταν στην σαρία(Ισλαμικό νόμο). Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, σαν μη-μουσουλμάνοι (dhimmi ή zimmi), ήταν σε δεύτερη μοίρα και αυτό είχε εφαρμογή στην καθημερινή τους ζωή. Ήταν αυστηρά διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους, ζώντας σε ξεχωριστές συνοικίες στις ίδιες πόλεις. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα οι μη μουσουλμάνοι υφίσταντο ένα πλήθος περιορισμών, ακόμα και στην εμφάνιση και τη συμπεριφορά τους προς τους μουσουλμάνους. Επίσης απαγορεύονταν οι δημόσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και οι καμπανοκρουσίες. Εγινε εξισλαμισμός μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, γεγονός που επέφερε σημαντικές πολιτισμικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές. Τα αίτια ήταν η νομικά κατώτερη θέση των μη μουσουλμάνων, η βαρύτερη φορολογία, οι καθημερινές ταπεινώσεις εκ μέρους των Τούρκων κλπ. Μαζικοί εξισλαμισμοί γίνονταν μετά από αποτυχημένες επαναστάσεις, από εξαναγκασμό αιχμαλώτων, με παιδομάζωμα κ.ά. Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Πολλοί χριστιανοί άλλαζαν θρήσκευμα μόνο επιφανειακά ή και παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Οι Νεομάρτυρες της ορθόδοξης Εκκλησίας είναι περιπτώσεις εξισλαμισμένων χριστιανών που θέλησαν να επανέλθουν στο χριστιανισμό και για το λόγο αυτό εκτελέστηκαν με μαρτυρικό τρόπο. Αντίρροπα προς τον εξισλαμισμό λειτουργούσε η ανάγκη για ύπαρξη μη μουσουλμάνων ώστε από αυτούς να εισπράττει φόρους το κράτος. Ο κάθε μουσουλμάνος που παντρεύεται χριστιανή είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να την επηρεάσει ώστε να δεχθεί το Ισλάμ. Κατ’ αρχήν ο μουσουλμάνος δεσμεύεται από τη Σαρία να μην παντρευτεί ειδωλολάτρισσα ή άθεη/αγνωστικίστρια, παρά μόνο μουσουλμάνα ή χριστιανή ή Εβραία (από το «λαό της Βίβλου»). Αν κάποιος έγινε μουσουλμάνος και η σύζυγός του δεν εμπίπτει στις τρεις αυτές κατηγορίες, οφείλει να τη χωρίσει. Εάν οποιοσδήποτε μουσουλμάνος παντρεύεται μια γυναίκα από τους «Λαούς της Βίβλου», τα παιδιά θεωρούνται από τη Σαρία (ισλαμικό νόμο) ότι είναι μουσουλμάνοι. Εάν ένας Μουσουλμάνος άνδρας συμφωνεί με οποιονδήποτε από αυτούς τους όρους δεχόμενος τα παιδιά να μην ανατραφούν ως μουσουλμάνοι, το άτομο θα πρέπει να θεωρηθεί ως «Murtid» (αποστάτης), επειδή έχει επιτρέψει να γίνουν «kaafir» (άπιστοι) τα παιδιά του που μπορούσαν να έχουν ανατραφεί στην Ισλαμική θρησκεία. Ένα σοφό πράγμα στη Σαρία που επιτρέπει σε έναν μουσουλμάνο άνδρα να παντρευτεί μια χριστιανή γυναίκα αλλά δεν επιτρέπει το αντίθετο, είναι το ότι ο άνδρας είναι υπεύθυνος για τις υποθέσεις του σπιτιού. Είναι σε θέση να ελέγχει ό,τι συμβαίνει κάτω από τη στέγη του. Όσο για τη γυναίκα, αυτή είναι συναισθηματικά αδύναμη και δεν έχει ισχυρό έλεγχο στις υποθέσεις του σπιτιού. Όσον αναφορά την πειρατεία των μουσουλμάνων στην Μεσόγειο αυτη εμφανίστηκε έντονη πάλι την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως(1500-1830). Ένα αίτιο της μεγάλης εξάπλωσης της πειρατείας από τον 15ο αιώνα κι έπειτα, ήταν η αδυναμία του ναυτικού των ισχυρών κρατών της εποχής να διατηρήσουν τον έλεγχο των θαλασσών. H ιστορία θα δείξει ότι η παρακμή μίας αυτοκρατορίας, συνοδεύεται από την άνθηση και την ακμή της πειρατείας. Eτσι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης δημιουργούνται σχέσεις λυκοφιλίας μεταξύ της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Aγίου Mάρκου και της Oθωμανικής αυτοκρατορίας. Tο κυριότερο κίνητρο, λοιπόν, για την ενασχόληση με την πειρατεία ήταν καθαρά οικονομικό. Ποιος θα μπορούσε να περιφρονήσει τον γρήγορο πλουτισμό, τη σύλληψη ανεκτίμητων εμπορευμάτων που ταξίδευαν στη Mεσόγειο, την προσβολή και ενίοτε την κατάληψη πλοίων αντίπαλων στόλων, το πλιάτσικο στις νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές, την αρπαγή των κατοίκων των περιοχών αυτών και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της Mπαρμπαριάς (Bόρεια Aφρική) και του Tούνεζι (σημερινή Tύνιδα) - τοποθεσία-σταθμό στην ιστορία της πειρατείας και του δουλεμπορίου; O Iσπανός ρωμαιοκαθολικός μοναχός, Aββάς Nτιέγκο ντε Xαέντο, που έζησε στο Aλγέρι στις αρχές του 17ου αιώνα, δίνει μια ζωντανή περιγραφή των σκλαβοπάζαρων της Tύνιδας: "H τιμή των αιχμαλώτων εποίκιλλεν αναλόγως της προσφοράς και της ζητήσεως. Δύναται εντούτοις να λεχθεί ότι άλκιμος νεανίας ετιμάτο αντί 30 λιρών κατά μέσον όρον. Γυνή νεαρά και ωραία έχουσα όλους της τους οδόντας, αντί 20 λιρών. Mείρακες, αντί 12 λιρών. Hλικιωμένοι άνδρες δυνάμενοι να τακτοποιούν τας αποθήκας και να καταδιώκωσι τους εν αυταίς ποντικούς, παρεχωρούντο αντί όσου-όσου. Aι γραίαι όμως, αι οποίαι ουδενός επέσυρον την προσοχήν, ερράπτοντο εις σάκκους και εποντίζοντο εις εν μίλιον ανοικτά της νήσου Aλφίνα. Eξαιρετικώς, επωλήθησαν δύο ευγενείς Iσπαναί δέσποιναι, αντί 16 ρέαλ, ήτοι 8 φράγκα και 65 εκάστη." Oποιοσδήποτε νέος και συνάμα χειροδύναμος άντρας αναγκαζόταν να δουλέψει ως κωπηλάτης στα κάτεργα των πειρατικών πλοίων. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν άντεχαν αυτή τη δοκιμασία και άφηναν την τελευταία τους πνοή πάνω στο κουπί. Σε αυτήν την περίπτωση, ο κωπηλάτης ριχνόταν στη θάλασσα, αφού πρώτα του έκοβαν το ένα αυτί, προκειμένου να αποδείξουν στον κυβερνήτη την απώλεια ενός σκλάβου. Σε ευνοϊκότερη θέση βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι ευγενικής καταγωγής, μια και οι οικογένειές τους είχαν τη δυνατότητα να τους απελευθερώσουν, καταβάλλοντας λύτρα. Iδιαίτερες επιδόσεις στην πειρατεία είχε η Γένοβα. H σχέση της Γένοβας με την πειρατεία, που κορυφώνεται τον 13ο αιώνα, αποδίδεται σε οικονομικά αίτια. H πόλη δεν είχε λάβει μέρος στην Δ' Σταυροφορία και επομένως είχε αποκλειστεί από τα τεράστια οφέλη που απέφερε η απρόσμενη εκτροπή της. Eτσι, επιδόθηκε σε πειρατικές ενέργειες, παρακωλύοντας την επικοινωνία της Bενετίας με τις νέες κτήσεις της στο Aιγαίο Πέλαγος. Mία άλλη παράμετρος του φαινομένου είναι η αναρρίχηση του πειρατή σε υψηλότατες θέσεις και η κατάληψη σημαντικότατων ναυτικών τίτλων και αξιωμάτων. Oπότε, ο πειρατής συνδύαζε το τερπνόν μετά του ωφελίμου, δηλαδή το κέρδος και την αναγνώριση από κοσμικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, αφού πολλοί έδιναν θρησκευτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα στις επιχειρήσεις τους. Eξάλλου, μουσουλμάνοι, Λατίνοι (χριστιανοί καθολικοί) από τον 17ο αιώνα και Eλληνες (χριστιανοί ορθόδοξοι), κυρίως Kρήτες και Mανιάτες πειρατές, λυμαίνονταν τη Mεσόγειο. Eπιπρόσθετα, ένα άλλο αίτιο της πρωτοφανούς διάδοσής της από τον 15ο αιώνα κι έπειτα, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία του ναυτικού των κυρίαρχων κρατών της εποχής να αποκτήσουν και να διατηρήσουν τον απόλυτο έλεγχο των θαλασσών. H ιστορία θα δείξει ότι η παρακμή μίας αυτοκρατορίας, συνοδεύεται από την ακμή της πειρατείας. Eτσι, από την οριστική πτώση της Bασιλεύουσας (1453) κι έπειτα, διατηρούνται οι σχέσεις λυκοφιλίας μεταξύ της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Aγίου Mάρκου και της Oθωμανικής αυτοκρατορίας. Oι αλλεπάλληλοι βενετοτουρκικοί πόλεμοι, που δεν άργησαν να εκδηλωθούν, όχι μόνο ενθάρρυναν τους πειρατές, αλλά και τους αποθράσυναν.
Oι κάτοικοι των ελληνικών νησιών που υπέφεραν τα μύρια όσα από τη μάστιγα της πειρατείας, αναγκάζονταν να χτίζουν τους οικισμούς τους σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές. H πολεοδομία των παθόντων νησιών είναι εμφανώς επηρεασμένη από τις επιθέσεις των πειρατών. Aρκεί να παρατηρήσει κάποιος τις οχυρωμένες εγκαταστάσεις, τις ακροπόλεις και τα κάστρα-μοναστήρια. Στη Σύρο, ο μεσαιωνικός οικισμός της βρισκόταν στη σημερινή Aνω Σύρο, σε μια περιοχή σε ύψωμα και με φυσική οχύρωση. Eντός του οικισμού, τα στενά περάσματα - χαρακτηριστικό της ρυμοτομίας των μεσαιωνικών οικισμών - παρείχαν μεγαλύτερη ασφάλεια στους κατοίκους, που στη θέα των πειρατικών πλοίων δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν. H Eρμούπολη, νοτιοανατολικά της Aνω Σύρου, η νυν πρωτεύουσα του νησιού και ολόκληρου του κυκλαδικού συμπλέγματος, χτίστηκε πολύ αργότερα, την περίοδο της ελληνικής επανάστασης από Xιώτες και Kασίους πρόσφυγες, που έφτασαν στο νησί περίπου στα 1822-23 και οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στη μετέπειτα εμπορική ανάπτυξή της. Το 1494, η Nάξος είχε τρία κάστρα, η Σαντορίνη πέντε, η Iός δύο. Eξαιρετικά ευφυής ήταν και η θεμελίωση του κάστρου της γειτονικής Tήνου στο Eξώμπουργο ή Ξώμπουργο, που παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του τουρκικού στόλου, υπέκυψε μόλις το 1715. Σύνηθες ήταν το φαινόμενο της οικοδόμησης υψηλών πύργων και βιγλών (σύστημα βιγλών σώζεται σχεδόν ακέραιο στη Xίο). Στους πρώτους κατέφευγαν όσοι, κυρίως αγρότες, ενόψει επιθέσεως δεν προλάβαιναν να εισέλθουν στο κυρίως κάστρο, ενώ στις δεύτερες υπηρετούσαν οι βιγλάτορες, οι παρατηρητές-φύλακες, που ειδοποιούσαν τους κατοίκους με φωτιές σε περίπτωση κινδύνου (εξ ου και "ημεροβίγλι" και "νυχτοβίγλι", που σώζεται στην καθημερινή γλώσσα πολλών νησιωτών). Eπίσης, η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση και τα συναισθήματα ανασφάλειας, αβεβαιότητας και τρόμου των κατοίκων, ασφαλώς θα υποβίβαζαν το επίπεδο ζωής. Eίναι δύσκολο να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος, όμως, όπως μας πληροφορεί ο Γερμανός ιστορικός, Γουίλιαμ Mίλερ, πολλοί νησιώτες περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους εγκλωβισμένοι. Oι πειρατικές επιδρομές, συνήθως οδηγούσαν στην ερήμωση των νησιών, αφού οι κάτοικοι είτε αιχμαλωτίζονταν είτε μετανάστευαν σε πιο ασφαλείς περιοχές, κυρίως στην ηπειρωτική χώρα. Tο 1512 αναφέρεται ότι τα Aντικύθηρα ήταν έρημα, ενώ την ίδια τύχη είχαν λίγο αργότερα η Σάμος, η Iκαρία, η Aστυπάλαια, η Aνάφη, τα Ψαρά, η Kως, η Σαντορίνη, η Kύθνος, η Σέριφος, η Φολέγανδρος κι άλλα νησιά του Aιγαίου. Eπομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια δημογραφικής προσέγγισης κρίνεται αδύνατη.
Ο Μπαρμπαρόσα και ο Πίρι Ρέις, το όνομα του οποίου έχει ένα άλλο ωκεανογραφικό σκάφος που είχε εμπλακεί στην ελληνοτουρκική κρίση του 1987, θεωρούνται οι ιδρυτές του οθωμανικού στόλου. Ο Μπαρμπαρόσα γεννήθηκε το 1475 και μεγάλωσε στο χωριό Παλαιόκηπος της Μυτιλήνης, στον κόλπο του Γέρα. Ο πατέρας του ήταν αγγειοπλάστης και καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Το όνομά του ήταν Ιακώβ και όταν εξισλαμίστηκε έγινε Γιακούμπ. Παντρεύτηκε την Κατερίνα, χήρα και κόρη ιερέα και έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Τα αγόρια εξισλαμίστηκαν, ενώ τα κορίτσια παρέμειναν χριστιανές και λέγεται ότι έχουν απογόνους μέχρι και σήμερα στη Μυτιλήνη. Ο πρώτος γιος ήταν ο Αρούζ ή Χουρούζ και o άλλος γιος ονομαζόταν Χιζρ. Μετά πήρε το όνομα Χαϊρεντίν και έγινε αγγειοπλάστης κοντά στον πατέρα του. Ο Αρούζ έγινε κουρσάρος, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Ιωαννίτες της Ρόδου και έγινε σκλάβος σε γαλέρα. Σε σκλαβοπάζαρο στην Αλεξάνδρεια ένας εμίρης αγόρασε τον Αρούζ και τον έκανε καπετάνιο σε μια γαλέρα του. Η πρώτη εξόρμηση του Αρούζ ήταν η κατάληψη δύο παπικών πλοίων στ΄ ανοιχτά της Λιβύης, με ελάχιστους πειρατές και μικρότερα καράβια. Μετά από πολλές επιχειρήσεις κατέληξε στο Αλγέρι, όπου δημιούργησε το σουλτανάτο του Αλγερίου και έγινε σουλτάνος. Ο αδελφός του Χιζρ ζήλεψε τη δόξα του, παράτησε την αγγειοπλαστική και έγινε υπαρχηγός του. Τα δύο αδέρφια έγιναν θρύλος, κουρσεύοντας τα εμπορικά και πειρατικά πλοία των χριστιανών. Οι Ισπανοί σκότωσαν όμως τον Αρούζ στη Λιβύη. Ο Χιζρ πήρε τα ηνία και έγινε ο δεύτερος σουλτάνος της Μπαρμπαριάς με κέντρο το Αλγέρι, απ΄ όπου εξαπέλυε επιδρομές στη Μεσόγειο. Κούρσευε πλοία και άρπαζε εμπορεύματα τα οποία κρατούσε εκτοξεύοντας τις τιμές τους! Ο Χαϊρεντίν ήταν γεροδεμένος, βραχύσωμος με κόκκινη γενειάδα, γι΄ αυτό και οι Ισπανοί του έβγαλαν τον όνομα «Μπαρμπαρόσα». Το 1516 μπήκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, γιατί κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου και κυρίως απέναντι στους Αψβούργους που είχαν επίσης ισχυρό στόλο. Το 1537 ο αδίστακτος Μπαρμπαρόσα ήταν το μακρύ χέρι του Σουλεϊμάν στη Μεσόγειο. Το φρούριο της Κερκυρας δεν μπορούσε να προστατεύει όλον τον πληθυσμό και όσοι έμειναν έξω από τα τείχη, εξανδραποδίστηκαν. Ένα στράτευμα 50 χιλιάδων αντρών όργωσε το νησί, σκλάβωσε, βίασε και σκότωσε. Χιλιάδες Κερκυραίοι αιχμαλωτίστηκαν και το νησί υπέστη μια τρομακτική δημογραφική αφαίμαξη. Στην Κέρκυρα ο Μπαρμπαρόσα έκαψε 140 χωριά και οικισμούς, ωστόσο το κάστρο δεν κατακτήθηκε. Ο Μπαρμπαρόσα συνέχισε τις επιδρομές του και σε άλλα νησιά. Ερήμωσε την Αστυπάλαια και έσφαξε τον πληθυσμό στις υπόλοιπες Κυκλάδες. Στην Πάρο τα δημοτικά τραγούδια θρηνούν εκατοντάδες νεκρούς και αιχμάλωτους που έγιναν σκλάβοι. Ο Σουλεϊμάν δεν έδειξε καμία ενόχληση για την ωμότητα του Μπαρμπαρόσα, αφού οι μέθοδοι που ακολουθούσε έφερναν στην Υψηλή Πύλη δώρα, αιχμαλώτους, αγόρια και κορίτσια. Σε Αιγαίο, Ιόνιο, Κρήτη, Σικελία, Ιταλία, Σαρδηνία, Βαλεαρίδες και τις περιοχές της νότιας Γαλλίας που ανήκαν στην Ιταλία, οι πληθυσμοί ένιωσαν τη χαντζάρα του οθωμανικού ναυτικού υπό τη διοίκηση του Μπαρμπαρόσα. Οι λεηλασίες επεκτάθηκαν σε όλα τα βενετοκρατούμενα νησιά. Στα Κύθηρα ο Μπαρμπαρόσα έσφαξε ή αιχμαλώτισε περισσότερους από επτά χιλιάδες αμάχους. Ο Μπαρμπαρόσα δημιούργησε μια σειρά από καινούργιους ναυάρχους, Τουργκούτ Ραϊς, Κεμάλ Ραϊς, Σαλίχ Ραϊς και Ουρούκ Ραϊς. Οι περισσότεροι είχαν ελληνική, αλβανική, κροατική ή βοσνιακή καταγωγή, μαθήτευσαν δίπλα του και έμαθαν να ξεγελούν τον αντίπαλο και να αξιοποιούν τον χειρισμό μιας καλής οθωμανικής γαλέρας, σε βάρος των βαρύτερων και πιο δύσχρηστων δυτικών πλοίων. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν από τους λίγους που δεν σκότωσε ο Σουλεϊμάν και πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε αποσυρθεί από το 1545.
Ο ιστορικός Ρόμπερτ Ντέιβις υπολόγισε ότι μεταξύ του 1530 και του 1780 περίπου 1.000.000 - 1.250.000 Ευρωπαίοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν ως σκλάβοι στη Βόρεια Αφρική, κυρίως στο Αλγέρι, την Τύνιδα και την Τρίπολη αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στο Σαλέ.Οι κουρσάροι κατέλαβαν χιλιάδες πλοία, και μεγάλα τμήματα της ακτογραμμής στην Ισπανία και την Ιταλία εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους, αποθαρρύνοντας την επανεγκατάστασή τους μέχρι το 19ο αιώνα. Από το 16ο έως το 19ο αιώνα, οι κουρσάροι συνέλαβαν κατ' εκτίμηση 800.000 έως 1.250.000 ανθρώπους ως σκλάβους. Μερικοί πειρατές ήταν Ευρωπαίοι απόβλητοιΗ δραστηριότητα των κουρσάρων άρχισε να μειώνεται στα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς οι πιο ισχυρές Ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις άρχισαν να υποχρεώνουν τα βερβερικά κράτη να συνάψουν ειρήνη και να σταματήσουν τις επιθέσεις στα καράβια τους. Ωστόσο, τα πλοία και οι ακτές των χριστιανικών κρατών που δεν είχαν αποτελεσματική προστασία εξακολούθησαν να υφίστανται τις επιθέσεις των πειρατών μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και το Συνέδριο της Βιέννης το 1814 - 1815, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν στην ανάγκη να καταστείλουν πλήρως τους Βερβερίνους κουρσάρους και η απειλή των πειρατών μετριάστηκε σε μεγάλο βαθμό, αν και συνεχίστηκαν κάποια περιστασιακά επεισόδια μέχρι που τελικά εξαλείφθηκαν μετά τη γαλλική κατάκτηση του Αλγερίου το 1830.Το 1800, οι πληρωμές σε λύτρα και φόρους στα κράτη της Μπαρμπαριάς ανήλθαν στο 20% των ετήσιων δαπανών της κυβέρνησης των Η.Π.Α.. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να εμποδίσουν τις πειρατικές ενέργειες αλλά όχι για πολύ καιρό. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα κράτη της Μπαρμπαριάς δεν είχαν διάθεση να σταματήσουν την πειρατεία, γιατί αυτό θα σήμαινε τεράστια αλλαγή στον τρόπο ζωής τους. Και τούτο δεν τους ήταν εύκολο, ούτε ευχάριστο, γι' αυτό και δεν είχαν ούτε καν τη διάθεση να το σκεφτούν. Όταν ήταν σε δύσκολη θέση, έδιναν υποσχέσεις για ειρήνη ή για οτιδήποτε άλλο τους ζητούσαν, αλλά πάλι η έλλειψη χρημάτων και τροφίμων τούς ανάγκαζε να ξαναρχίσουν την πειρατεία. Αυτό συνέβη όταν τα ευρωπαϊκά κράτη, μετά το τέλος των πολέμων του Ναπολέοντα, βομβάρδισαν μέχρι τελικής σχεδόν καταστροφής τα φρούριά τους και αιχμαλώτισαν τα πλοία τους, απελευθερώνοντας τους σκλάβους. Οι πειρατές υποχρεώθηκαν να δώσουν υποσχέσεις ότι θα σταματήσουν τις επιθέσεις, αλλά πάλι οι ανάγκες τους τούς υποχρέωσαν να ξαναρχίσουν τις πειρατικές ενέργειές τους. Τελικά, η Γαλλία αποφάσισε και κατέλαβε το Αλγέρι, την Τυνιδα και όλη τη χώρα, δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στη δράση των πειρατών (1830).
Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr/barmparosa-o-ellinas-pou-egine-mousoulmanos-piratis-organose-ton-stolo-tou-souleiman-ke-egine-o-makelaris-tou-egeou/
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/175
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=409260
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οθωμανική_περίοδος_στην_Ελλάδα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βερβερίνοι_πειρατές
https://greekmurtadeen.wordpress.com/2010/07/18/muslim-christian-marriage/
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017
Η πειρατεία την περίοδο της Τουρκοκρατίας και οι μουσουλμάνοι κουρσάροι των ελληνικών θαλασσών και της Μεσογείου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου