Κατά τη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα μ.Χ., οι στρατοί του Ισλάμ σάρωσαν από την Αραβία και κατέκτησαν τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ισπανία. Οι Άραβες εμποδίστηκαν να μπουν στη Γαλλία από τους Φράγκους στη μάχη του Πουατιέ στα 733 μ.Χ., έτσι το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης παρέμεινε Χριστιανός και το Ισλάμ περιορίστηκε κυρίως στη νότια πλευρά της Μεσογείου. Οι ισλαμικές κατακτήσεις ήταν ένα σκληρό χτύπημα για τον χριστιανό κόσμο. Από τα 5 χριστιανικα Πατριαρχεία (τα 5 μεγάλα αστικά κέντρα του Χριστιανισμού στον 6ο-7ο αιώνα μ.Χ.), 3 από αυτά είχαν κατακτηθεί από τους ισλαμικούς στρατούς (Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρεια, και Αντιόχεια), μόνο η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμα υπό την κυριαρχία των χριστιανών. Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα μ.Χ., οι Άραβες εκμεταλλεύτηκαν την αδύναμη κατάσταση του χριστιανικού κόσμου με την κατασκευή μεγάλων πολεμικων ναυτικων και λαμβάνοντας στρατούς τους στις θάλασσες. Η Μεσόγειος έγινε μια "μουσουλμανική λίμνη", όπου οι "Σαρακηνοί" επιδρομείς μπόρεσαν να χτυπήσουν οπουδήποτε ήθελαν, λεηλατώντας τη γη και συλλαμβάνοντας σκλάβους, χωρίς το φόβο χριστιανών αντιποίνων. Στην πραγματικότητα, τεράστιες περιοχές των ακτών της Μεσογείου εγκαταλείφθηκαν από τις χριστιανικές κοινότητες ως αποτέλεσμα αυτών των επιδρομών. (870 μ.Χ.) Το ύψος της μουσουλμανικής εξουσίας πάνω από τη Μεσόγειο ήταν στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ. Σε αυτήν την περίοδο οι μουσουλμανικές στρατιές διέσχισαν τη Μεσόγειο και κατέλαβαν τα νησιά της Μάλτας, Σικελίας, και Κρήτης, ακόμα και περιοχές της ηπειρωτικής Ιταλίας: Οι νότιες ιταλικές πόλεις του Τάραντα (840-880 μ.Χ.) και του Μπάρι (847 - 871 μ.Χ.) κατακτήθηκαν και κρατήθηκαν από τις μουσουλμανικές δυνάμεις. Μια ιδιαιτερότητα αυτής της περιόδου ήταν η μοίρα της Κύπρος, όπου η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συμφώνησε να συγκυβερνήσει το νησί με τους Άραβες και μοιράστηκαν τα φορολογικά έσοδα. Η συμφωνία διήρκεσε για περίπου 300 χρόνια, παρά το γεγονός ότι υπήρχε σχεδόν συνεχή πόλεμο μεταξύ τους στην ηπειρωτική χώρα. Προς το τέλος του 9ου αιώνα, ο Χριστιανός Κόσμος άρχισε να ανακάμπτει. Οι πρώτες επιτυχημένες αντεπιθέσεις ήταν εναντίον των Σαρακηνών στην ηπειρωτική Ιταλία. Το 915 μ.Χ., όλα της ηπειρωτικής Ιταλίας ήταν πίσω σε χριστιανικά χέρια και ιταλικές πόλεισ-κράτη, όπως η Πίζα και η Αμάλφι άρχισαν να χτίσουν στόλους ποιους θα μπορούσαν να νικήσουν τα πλοία Σαρακηνα πριν από την άφιξή τους στις χριστιανικές ακτές. Ενώ οι χριστιανικές δυνάμεις είχαν πάρει το πάνω χέρι στην Ιταλία, οι μουσουλμάνοι ακόμη μπόρεσαν να χειριστούν τους στόλους τους από την Ισπανία και συνέχισαν να λεηλατούν τις ακτές της νότιας Γαλλίας. Οι Σαρακηνοί ιδρύσουν ένα οχυρό κατά μήκος της ακτής της Προβηγκίας στη φραχηνετος και ήλεγχαν την γύρω περιοχή για σχεδόν 100 χρόνια πριν τελικά εκδιώχθηκαν το 973 μ.Χ.. Το 902 μ.Χ., οι μουσουλμάνοι από την Ισπανία κατέκτησαν τις Βαλεαρίδες Νήσους. Εν τω μεταξύ, στην Ανατολική Μεσόγειο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β, ανακτήθηκε, ανακαταλαμβάνοντας τα νησιά της Κρήτης (961 μ.Χ.) και της Κύπρου (964 μ.Χ.) ακόμη και ξαναπαίρνοντας την Αντιόχεια για ένα μικρό χρονικό διάστημα. (969-1084 μ.Χ.) (970 μ.Χ.) Με τους χριστιανικους στόλους ενισχυμένους, η σκηνή είχε στηθεί για την τελική αναμέτρηση για τον έλεγχο της Μεσογείου τον 11ο αιώνα μ.Χ. Τελικά οι Χριστιανοί αποδείχθηκαν ανώτεροι στη ναυτική τεχνογνωσία και έγιναν οι νέοι κύριοι της Μεσογείου. Οι μουσουλμάνοι στόλοι δεν ήταν πλέον αρκετά ισχυροι για να ενισχύσουν τα υπόλοιπα νησιά που κατείχαν, ή να σταματήσουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις από την προσγείωση στις ακτές τους. Αυτό συνέβαλε στην επιτυχία των Νορμανδών κατακτήσεων της Σικελίας και της Μάλτας (1091 μ.Χ.) και της ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ στην Πρώτη Σταυροφορία (1099 μ.Χ.). Οι Σαρακηνοί κουρσάροι έκαναν επιθέσεις από τη θάλασσα στην Ελλάδα, λήστευαν καράβια και επιτίθεντο σε πολλές παραλιακές περιοχές. Φαίνεται πως το όνομά τους έμεινε σε πολλές παραλίες που πέρασαν. Συζητώντας φάνηκε ότι ο καθένας μας φέτος πήγε σε μια παραλία που λεγόταν Σαρακήνικο, σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Το μαγευτικό είναι πως όλες οι παραλίες αυτές έχουν εξέχουσα ομορφιά και βρίσκονται μακριά από τα φώτα του τουρισμού. Τελικά οι πειρατές μάλλον ήξεραν να διαλέγουν τα καταφύγια τους. Σας δείχνουμε τα πέντε μέρη που ναυάγησαν, κρύφτηκαν ή χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο και σας παροτρύνουμε να τα επισκεφθείτε, γιατί όλα σφύζουν από γαλήνη και αίγλη. Είναι οι εξής: Σαρακήνικο Γαύδου, Σαρακήνικο Μήλου, Σαρακήνικο Εύβοιας, Σαρακήνικο Πάργας, Σαρακίνικο Ελαφονήσου.
Στον τεράστιο τω όντι πίνακα, τον οποίο συνθέτει η επί χίλια και τόσα χρόνια ζωή του Βυζαντινού Κράτους, το Ναυτικόν κατέχει ιδιαίτερα ξεχωριστή θέσι. Αποτελεί του αρμούς της Αυτοκρατορίας, υπηρετεί τη δόξα της και την ευημερία και αποτρέπει τον κίνδυνο. 'Οταν το Ναυτικόν παραμελήται,ο Βυζαντινός κόσμος πάσχει κι η χώρα οδηγείται στην ταπείνωσι. Το λυκόφως του Ναυτικού προδικάζει το λυκόφως του Βυζαντίου και όταν εκείνο εκλείπει, σαν πραγματική δύναμις, ακολουθεί η κατάρρευσις της Αυτοκρατορίας. Πάντα ταύτα εγίνοντο μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε, για την κακή του τύχη, προσφορώτερο ν' ανάθεση σε άλλους (Πιζάνους, Γενοβέζους και Βενετούς) τη φροντίδα για τις κατά θάλασσαν επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: κατάληψι της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, το 1204 και -μετά από μερικές αναλαμπές- οριστική συντριβή της Αυτοκρατορίας. Και τώρα ας έλθωμε στο λυκόφως του Βυζαντινού Ναυτικού. Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν' αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων/λεως από του Λατίνους. Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγος (1282-1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ' αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου. Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 -1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των. Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360), σημειώνει: Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος. Και αλλού: Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών. και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας. Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής.
Ο όρος ναυτικές δημοκρατίες χρησιμοποιείται για τον ορισμό ορισμένων ιταλικών παραθαλάσσιων πόλεων οι οποίες, μεταξύ του 10ου και του 13 ου αιώνα, γνώρισαν μεγάλη οικονομική ευμάρεια χάρη στις εμπορικές τους δραστηριότητες στα πλαίσια μιας ευρείας πολιτικής αυτονομίας. Οι πλέον γνωστές θαλάσσιες δημοκρατίες ήταν : το Αμάλφι, η Πίζα, η Γένοβα και η Βενετία. Υπήρχαν, επίσης, κι άλλες πόλεις οι οποίες διέθεταν αυτόνομες κυβερνήσεις ολιγαρχικής δημοκρατίας, έκοβαν δικό τους νόμισμα, συμμετείχαν σε Σταυροφορίες, διέθεταν σημαντικό στόλο, ενώ διέθεταν πρόξενους και εμπορικές αποικίες στα λιμάνια της Μεσογείου. Κατά την διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα, πέρασαν, μάλιστα, στην αντεπίθεση εκμεταλλευόμενες τις αντιπαλότητες μεταξύ των ναυτικών υπερδυνάμεων του Βυζαντίου και των Αράβων. Η πρώτη θαλάσσια δημοκρατία που κατάφερε να αποκτήσει σημαντική οικονομική δύναμη ήταν το Αμάλφι. Για τον έλεγχο του εμπορίου με την Ασία και την Αφρική , οι θαλάσσιες δημοκρατίες μπήκαν σε ανταγωνισμό με τους Άραβες, τους Βυζαντινούς, και στη συνέχεια τους Οθωμανούς. Οι θαλάσσιες δημοκρατίες ένωσαν τις δυνάμεις τους και πέτυχαν να καταστήσουν υπό ιταλικό έλεγχο την Μεσόγειο στη διάρκεια των Σταυροφοριών, οι οποίες τους επέτρεπαν την υλοποίηση των επεκτατικών τους σχεδίων. Η Βενετία και το Αμάλφι εμπλέκονταν ήδη στο εμπόριο με την Ανατολή. Με τις Σταυροφορίες χιλιάδες ήταν οι Ιταλοί που μετανάστευσαν προς την Ανατολή, ιδρύουντας βάσεις, ναυστάθμους και εμπορικά ταμιευτήρια για λογαριασμό των Θαλάσσιων Δημοκρατιών. Κατά το 1200, η Βενετία έφτασε στο απόγειο της ισχύος της, κυριαρχόντας στις εμπορικές οδούς της Μεσογείου και της Ανατολής. Στη διάρκεια της Δ' Σταυροφορίας (1202 -1204), η Βενετία προσάρτησε τα πλέον σημαντικά, από εμπορικής άποψης, νησιά και λιμάνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση των λιμανιών της Κέρκυρας (1207) και της Κρήτης (1209) της εξασφάλισαν την δυνατότητα εμπορίου με την Ανατολή, κι αυτό, μέχρι την Συρία και την Αίγυπτο, τερματικούς σταθμούς της ροής εμπορικών αγαθών της εποχής εκείνης. Στα τέλη του 14ου αιώνα, η Βενετία ήταν η κυρίαρχη εμπορική δύναμη της Μεσογείου και προσπαθούσε, ταυτόχρονα, να παραμείνει το πλουσιότερο κράτος της Ευρώπης. Η πόλη της Γένοβας άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις αρχές του 10 ου αιώνα. Η δύναμη του στόλου της της απέφερε την αναγνώριση, από τον Αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, των αιτημάτων της για ανεξαρτησία στους τομείς της νομοθεσίας και της οικονομίας. Η Δημοκρατία της Γένοβας έφτασε στο απόγειο της δύναμής της κατά τον 13ο αιώνα χάρη στη Συνθήκη του Νυμφαίου, η οποία υπεγράφη το 1261 με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, και απαγόρευε στους Βενετούς την διέλευση από τα στενά του Βοσπόρου που οδηγούσαν στην Μαύρη Θάλασσα. Επιπλέον, η Μάχη της Μελόρια (1284), στα ανοιχτά του Λιβούρνο, τελείωσε με την οριστική ήττα της Πίζας και τον απόλυτο έλεγχο του Τυρρηνικού Πελάγους από την Γένοβα. Τέλος, το 1298, οι Γενουάτες συνέτριψαν τον Βενετικό στόλο κοντά στην δαλματική νήσο της Κόρτσουλα. Έτσι, η κυριαρχία των θαλασσών παρέμεινε στην Γένοβα για διάστημα σχεδόν 70 ετών, κι αυτό μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο με την Βενετία, ο οποίος τερματίστηκε με την μάχη της Κιότζα-Τένεντο το 1372.
Ο 11ος αι. είναι για την Αυτοκρατορία περίοδος κρίσης. Η αγροτική κοινότητα καταστρέφεται, οι δυνατοί ενισχύονται υπέρμετρα, οι διαμάχες ανάμεσα στις μερίδες της αριστοκρατίας εντείνονται, ενώ οι Δυτικοί, οργανώνοντας τις Σταυροφορίες, λυμαίνονται τα εδάφη του Βυζαντίου. Η Βενετία θα ακολουθήσουν αργότερα και άλλες ιταλικές πόλεις αποκτά οικονομικά προνόμια στη βυζαντινή επικράτεια. Οι εξωτερικοί εχθροί πολλαπλασιάζονται και οι Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαθίστανται οριστικά στη Μ. Ασία. Τον 12ο αι. το Αιγαίο δεν παρέχει καμία ασφάλεια στους ταξιδιώτες. Η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στην Ανατολή και τελικά ο έλεγχος του εμπορίου από τη Δύση καθόρισε και την πορεία της αυτοκρατορίας ως ναυτικής δύναμης. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου των Κομνηνών που αφορούσαν την χρηματοδότηση του στρατού και του στόλου επιτάχυναν την εξασθένιση των θεμάτων και συνεπώς τη θαλάσσια άμυνα του κράτους. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία αδυνατεί να διασφαλίσει τους θαλάσσιους δρόμους, εφόσον δε διαθέτει ισχυρό ναυτικό, πράγμα που επιτρέπει στους πειρατές να δρουν σχεδόν ανενόχλητοι. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο διαμελισμός των εδαφών της Αυτοκρατορίας και η δημιουργία λατινικών κρατών στην Ανατολή είναι γεγονότα που ευνοούν ακόμη περισσότερο την πειρατική δράση, που συνεχίζεται στην ίδια περίπου έκταση και ένταση ως την Άλωση. Από τον 15ο αι. και μετά οι ελληνικές θάλασσες συχνά μεταβάλλονται σε πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων Χριστιανών και Οθωμανών. Η επεκτατική πολιτική των Τούρκων προκάλεσε μόνο με τους Βενετούς επτά πολέμους σε διάστημα τριών αιώνων, που όλοι τους βέβαια είχαν ως στόχο τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Η κατά τόπους έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούνταν διαιώνιζε και την πειρατική δραστηριότητα.
Το 1420 αναφέρονται πειρατικά καταφύγια σε Σίφνο, Σέριφο, Σύρο, Ίο, Μύκονο και Πάρο. Το 1473 σε Φούρνους και Οινούσσες. Το 1517 σε Σκύρο και Σκιάθο. Το 1777 στην Κίμωλο. Το 1787 στην Ίο. Το 1808 στην Αντίπαρο. Το 1810 σε Τζιά και Σάμο. Η κωπήλατη γαλέρα χρησιμοποιήθηκε από το τέλος του 13ου έως το τέλος του 18ου αι. από Βενετούς, Γενοβέζους, Ιωαννίτες, Κρητικούς και σε παραλλαγές της από όλους. Τους πρώτους δύο αιώνες είχε 40 μ. μήκος και 5 μ. πλάτος, από 26 έως 30 πάγκους κωπηλατών, ένα άλμπουρο και ένα βοηθητικό πανί. Τα κωπήλατα του 15ου και 16ου αιώνα ταξίδευαν με περίπου 4 ναυτικά μίλια την ώρα, τα ιστιοφόρα μέχρι και τον 18ο αι. με 4 έως και 6 ναυτικά μίλια. Τα υδραίικα μπρίκια του 1750 έφταναν στην Αλεξάνδρεια σε 11 ημέρες και στη Βενετία σε 26 ημέρες. Και οι Μαλτέζοι: «Για να αντιμετωπιστούν τα οργανωμένα κράτη των Μπαρμπερίνων πειρατών ή κουρσάρων, τα χριστιανικά κράτη δημιούργησαν δύο εστίες από όπου διενεργούνταν ο κούρσος ως μόνιμη απασχόληση, οργανωμένη με έναν προηγμένα επιχειρηματικό τρόπο, το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη των Ιπποτών της Μάλτας και το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, με έδρα το Λιβόρνο. Με έδρα τη Μάλτα, από το 1530 έως τη διάλυσή του από τον Ναπολέοντα το 1798, το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών εκτελούσε κούρσο αντλώντας τη νομιμότητά του από τη θεϊκή του “αποστολή”, ενός χριστιανικού τζιχάντ, και εδραίωση από την καπιταλιστική του “αποστολή”, το κέρδος. (…) Οι Μαλτέζοι δρούσαν υπό τις ευλογίες και την οικονομική υποστήριξη της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Γαλλίας, του Παπικού κράτους και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εναντίον των μουσουλμάνων, αλλά και των Ενετών και Οθωμανών Ελλήνων». Δεν ξέρουμε πώς ήταν μαθημένος ή τι άνθρωπος ήταν ο δυτικός περιηγητής Charles Thomson, όμως περίπου το 1730 που επισκέφθηκε τη Μήλο είχε να το λέει για τις γυναίκες που «έχουν ελευθέρια ήθη και αφροδίσια νοσήματα που οφείλονται στη μακροχρόνια συναλλαγή τους με τους Φράγκους πειρατές» (τον επικαλείται ο Κ. Σιμόπουλος στο βιβλίο του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα»). Εκατό χρόνια νωρίτερα κι ενώ νησιά όπως η Κύθνος, η Αίγινα, η Μύκονος, η Σάμος, η Ικαρία και η Φολέγανδρος είχαν ερημωθεί πλήρως από τις συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες, η Μήλος αποτελούσε ήδη φημισμένο πειρατικό αγκυροβόλι και πειρατικό παζάρι. Εδώ ξεχειμώνιαζαν πειρατές και κουρσάροι και πουλούσαν τα λάφυρά τους, σε ένα σκηνικό ακμής και παρακμής μαζί. Στη Μήλο συνέβη και το πρωτόγνωρο, να στεφθεί ηγεμόνας και διοικητής ένας αρχιπειρατής και, μάλιστα, από τον Λατίνο επίσκοπο. Συνέβη το 1678. Ο πειρατής ήταν ο Ιωάννης Καψής, ο οποίος, όπως λέγεται, ζούσε στο καλύτερο σπίτι του νησιού και κάθε φορά που πήγαινε στη Χώρα είχε μαζί του ένοπλη φρουρά 50 ανδρών. Τρία χρόνια μετά τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον κρέμασαν στην Κωνσταντινούπολη. «Παρά την έξαρση της πειρατείας, τη δεκαετία του 1820, η δημιουργία του ελληνικού κράτους και η πάταξη της πειρατείας στις ελληνικές -θάλασσες από τη μία και η κατάκτηση του Αλγερίου από τη Γαλλία το 1830, καθώς και η διάλυση των κρατών της Μπαρμπαριάς από την άλλη, έθεσαν τέρμα στις ληστροπειρατικές δραστηριότητες αιώνων. Το κυριότερο, όμως, που συνέβη ήταν ο τερματισμός των πολιτικών συρράξεων μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων με την πολιτική και οικονομική επιβολή των Βρετανών και της μεγάλης τους αυτοκρατορίας. Από τον τερματισμό των Ναπολεόντειων πολέμων μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στη διάρκεια της Pax Brittanica, η Ανατολική Μεσόγειος μπαίνει σε περίοδο ειρηνικής και μεγάλης οικονομικής άνθησης, χωρίς πειρατές, κουρσάρους και καταδρομείς».
Πηγή: http://vizantinaistorika.blogspot.co.id/2014/07/blog-post_8271.html?m=1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ναυτικές_δημοκρατίες
http://3pointmagazine.gr/σαρακήνικο-πειρατές/
http://explorethemed.com/SaracensEl.asp
http://www.athensvoice.gr/life/oi-peirates-toy-aigaioy
http://greekworldhistory.blogspot.gr/2013/06/1821_28.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου