Η κατάληψη της Μ.Ασίας δεν έγινε από ένα συγκροτημένο στρατό ο οποίος ακολουθούσε συγκεκριμένο πλάνο δράσης και ανάπτυξης, απεναντίας η κατάληψη διέρκησε πάνω από τρεις αιώνες αιώνες και στο σύνολο της έγινε ακανόνιστα χωρίς συντονιστική αρχή. Οι εισβολείς ήταν Τουρκομάνοι νομάδες προερχόμενοι από τις στέπες της κεντρικής Ασίας προς αναζήτηση νέων βοσκοτόπων και ευκαιριών λεηλασίας. Η ώθηση γίνονταν χωρίς σχεδιασμό από ανεξάρτητους Τουρκομάνους φυλάρχους οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους προς τα δυτικά. Οι Τουρκομάνοι αυτοί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τον αστικό πολιτισμό και με την γεωργία, πυρήνας της ζωής τους ήταν το ζωικό τους κεφάλαιο (κατσίκια, πρόβατα, αγελάδες,άλογα κλπ). Δεν κατοικούσαν σε πόλεις αλλά σε μεταφερόμενες σκηνές που έστηναν σε βοσκότοπους, η δίαιτα τους αποτελούντο από ζωικά παράγωγα κυρίως από κρέας και γάλα. Οι Τουρκομάνοι αυτοί αναφέρονται με διάφορα ονόματα στις πηγές της εποχής π.χ όπως στο έργο του Έλληνα ιστορικού Νικήτα Χανιώτη (1155- 1215) , ως «ποιμνίται», ως νομάδες, ως «πολυθρέμμονες», ως «σκηνίται».Οι Λατίνοι τους αποκαλούσαν βεδουίνους ή silvestres Turci.Η προώθηση τους προσέλαβε την μορφή ενός αδιάκοπου και συνεχούς μεταναστευτικού κύματος προς τα δυτικά. Απουσίας οποιασδήποτε κρατικής αρχής ικανής να διακόψει τις μετακινήσεις τους και απουσίας γηγενούς στρατού οι Τουρκομάνοι για αιώνες λεηλατούσαν και κατέστρεφαν τις άλλοτε ανθηρές Βυζαντινές επαρχίες της Μ.Ασίας βυθίζοντας την περιοχή για άλλη μία φορά στον Μεσαίωνα.
Τα τυπικά χαρακτηριστικά των επιπτώσεων που ακολουθούσαν την εγκατάσταση Τουρκομάνων σε μία περιοχή ήταν πάνω κάτω κοινότυπα, σφαγές ντόπιου πληθυσμού, αιχμαλώτιση, αρπαγή γυναικών και βρεφών, καταστροφή πόλεων, βιασμοί, καταστροφές Εκκλησιών και δημόσιων κτηρίων, ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων κλπ. Οι πόλεις για τους Τουρκομάνους ήταν πηγές λαφύρων στις οποίες μπορούσαν να αρπάξουν αιχμαλώτους και πολύτιμα αντικείμενα, κάθε άνοιξη και καλοκαίρι προέβαιναν σε επιθέσεις εναντίων αστικών κέντρων μέχρι αυτά να εξαντληθούν εντελώς ως πηγές πλούτου ύστερα από μία σειρά αλλεπάλληλων αρπαγών και καταστροφών. Οι πόλεις και τα τριγύρω ακαλλιέργητα χωράφια μεταμορφωνόταν σταδιακά σε λιβάδια για τα κοπάδια τους και στην συνέχεια κατευθύνονταν προς αναζήτηση νέας λείας προς τα δυτικά. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά και το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν παρά η νέκρωση κάθε αστικής δραστηριότητας, η ερημοποίηση των καλλιεργητικών γαιών, η δημογραφική εξασθένηση, η προξένηση μαζικών μετακινήσεων απελπισμένων και φοβισμένων χριστιανών κατοίκων που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για ένα πιο ασφαλές μέρος. Όταν κατανοούσαν πως δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την ανέγερση ισχυρών τειχών γύρω από τις Βυζαντινές πόλεις π.χ επισκευή τειχών των πόλεων της Περγάμου, Adramyttium από Μανουήλ Ά τότε αποχωρούσαν καίγοντας τις πρόχειρες εγκαταστάσεις τους.
Έχει παρατηρηθεί πως σε κάθε περίπτωση που οι Βυζαντινοί έστω και παροδικά κατόρθωναν να δημιουργήσουν οχυρές τοποθεσίες εγκαθιστώντας φρουρές πως η ειρήνη αποκαθίσταντο επιτρέποντας μία έστω μικρή ανάκαμψη της αστικής και αγροτικής ζωής. Τον δωδέκατο αιώνα καλά οχυρωμένες Βυζαντινές πόλεις που άντεξαν τα κύματα εισβολών όπως επί παραδείγματι η Λαοδικεία παρέμεναν ως νησίδες πολιτισμού ανάμεσα σε λεηλατημένη γή, μάλιστα πολλές φορές αναπτύσσονταν κάποιου είδους συμβιωτικής σχέσης με τους Τουρκομάνους που λυμαίνονταν την περιοχή που απλώνονταν έξω από τα τείχη. Από τις καταστροφικές αυτές επιδρομές ένας μεγάλος αριθμός Βυζαντινών μνημείων χάθηκε για πάντα, ακόμα και σήμερα πολλές περιοχές της Τουρκίας παραμένουν αχαρτογράφητες από πλευρά αρχαιολογικών μνημείων της Βυζαντινής περιόδου. Οι προσπάθειες ανακατάληψης Βυζαντινών εδαφών από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό (1118-1143) και τους διαδόχους του γίνονταν με δυσκολία και δεν έφεραν παρά παροδικά αποτελέσματα. Στην εποχή του Μανουήλ Ά Κομνηνού( 1143-80) τα σύνορα αδυνάτισαν και πιθανόν μεγάλος αριθμός Τουρκομάνων να κινήθηκε προς τα δυτικά στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα φθάνοντας στην κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου.
Οι επαφές της Βενετίας με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξαν διαχρονικά αμφίδρομες αλλά και στενές καθώς έως τον 9ο αιώνα η Βενετία υπήρξε τυπικά τουλάχιστον βυζαντινή επικράτεια, σταδιακά αυτονομήθηκε ισορροπώντας για δύο περίπου αιώνες ανάμεσα στην γερμανική, φραγκική και βυζαντινή επιρροή. Οι Βενετοί αξιοποίησαν την αποστροφή των Βυζαντινών για το εμπόριο αλλά και τις παθογένειες της βυζαντινής γραφειοκρατίας για να διευρύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Το χρυσόβουλο του 1082 εγκαινίασε μία πολιτική προνομίων που σε μεγάλο βαθμό αντικατόπτριζε την στρατιωτική και ναυτική αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας και τελικά οδήγησε σε ρήξη τα δύο κράτη μετά από μία μακρά περίοδο στενής συνεργασίας. H πολιτική παραχώρησης προνομίων αποδείχτηκε καταστροφική για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία καθώς το εμπόριο και οικονομία τέθηκαν κάτω από τον έλεγχο των Βενετών και ευρύτερα των Ιταλών ενώ η πλειονότητα των Βυζαντινών αισθανόταν υποβαθμισμένη και πολίτες β κατηγορίας γεγονός που τροφοδότησε τα πρώτα αισθήματα μίσους κατά των δυτικών. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδείχτηκε τελικά αδύναμη μπροστά στην αναδυόμενη ισχύ των Ιταλών εκμεταλλευτών της. Η σύλληψη όλων των Βενετών κατοίκων της Αυτοκρατορίας και η δήμευση της περιουσίας το 1171 και η σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη κυρίων Πισατών και Γενοβέζων το 1182, απλώς επιτάχυναν την επιθετικότητα της δύσης που κατάληξη είχε την καταστροφική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας επισφράγισαν τη μακρά σειρά των ατυχιών. Η τελευταία καταστροφή ήταν από οικονομικής πλευράς θανάσιμο πλήγμα για την αυτοκρατορία. Κατά τη δυναστεία των Αγγέλων η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πλήρη πολιτική και στρατιωτική παρακμή. Ο πλούτος της όμως δεν είχε περιοριστεί πολύ, όπως φανερώνουν οι μαρτυρίες των περιηγητών εκείνης της εποχής. Όσο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε άθικτη, υπήρχε πάντα η δυνατότητα ανανεώσεως, ανάλογης με την ανανέωση που παρατηρήθηκε μετά τις μεγάλες αραβικές και βουλγαρικές επιδρομές, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά την πρώτη περίοδο των Μέσων Χρόνων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν η καρδιά της οικονομικής ζωής του κράτους. Εδώ ήταν συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος του κινητού πλούτου και των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και του εμπορίου. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενου λαού ζούσαν εντός των τειχών της. Απ’ όλα αυτά, ύστερα από μερικές ημέρες λεηλασίας, σφαγής και πυρπολήσεως, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Η συνοριογραμμή στην Μικρά Ασία μεταξύ Σαγγάριου ποταμού και Αττάλειας έμεινε σταθερή μέχρι τα μέσα του τρίτου αιώνα και συγκεκριμένα μέχρι την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από την Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη το 1261 από τον ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων Μιχαήλ Ή Παλαιολόγου (1259-1282) μετά την ανάκτηση της πόλης από τους σταυροφόρους σφετεριστές. Όσο καιρό η Νίκαια αποτελούσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας οι μετακινήσεις των Τουρκομάνων προς τα δυτικά είχαν ανακοπεί από την διοικητική και στρατιωτική κινητοποίηση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού. Η ανάσχεση όμως αυτή έλαβε τέλος αμέσως μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης διότι η αριστοκρατία και ο στρατός της Νίκαιας μετακινήθηκαν από την Ασία στην Ευρώπη αφήνοντας τις τελευταίες Ασιατικές Βυζαντινές κτήσεις ανυπεράσπιστες στις ληστρικές ορέξεις των εισβολέων.
Συνοψίζοντας, και χωρίς να παραβλέπουμε τις εσωτερικές αιτίες που προαναφέρθηκαν, μπορούμε να πούμε ότι η οικονομική παρακμή της αυτοκρατορίας ήταν έργο κυρίως των εξωτερικών εχθρών, οι οποίοι διά πυρός και σιδήρου ερήμωσαν τις πόλεις και τη γη της, κατέστρεψαν τις βιομηχανίες της και νέκρωσαν το εμπόριό της, το οποίο από την αρχή των σταυροφοριών μερικώς είχε πλέον περιέλθει στις ίδιες τις χώρες που την κατέστρεψαν. Όταν οι Παλαιολόγοι πέτυχαν να επανενώσουν υπό το σκήπτρο τους ένα μέρος της παλαιάς αυτοκρατορίας, βρήκαν το καθετί κατεστραμμένο. Οι συνδυασμένες προσπάθειες του εχθρού στο Βορρά, στη Δύση και στην Ανατολή (οι Τούρκοι) δεν έδωσαν περιθώριο στην οικονομική ζωή του κράτους να ανακτήσει μόνιμα ένα μέρος του παλαιού της μεγαλείου (η οικονομική ανάρρωση ήταν τοπική και εφήμερη, π.χ. στη Θεσσαλονίκη). Ο βυζαντινός λαός κατέβαλε φοβερό τίμημα για την απώλεια της στρατιωτικής του αρετής και για το πάθος του για εμφύλιο πόλεμο. Ήταν αυτοί οι πόλεμοι που ετοίμασαν το δρόμο για τις ξένες εισβολές, όπως ο ανταγωνισμός μεταξύ του Ισαάκιου Β’ Αγγέλου και του αδελφού του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου.
Η τύχη του Ναυτικού, ακολουθεί την παλίρροια της αυτοκρατορικής πολιτικής και οι αμυντικές ανάγκες της Αυτοκρατορίας, προσδιορίζουν, κατά ένα μέτρο, την εξέλιξί του. Και όταν έρθη η περίοδος του λυκόφωτος, το χρονικό της παρακμής του θά μας διδάξη περισσότερα από ό,τι ημπορεί να μας εδίδαξαν τα κλέη του. Όπως εσημείωσα παραπάνω, η ισχύς του Βυζαντινού Ναυτικού διετηρήθη μέχρις ότου το Βυζάντιο έκρινε προσφορώτερο ν' αναθέση σε άλλους τη φροντίδα για την άμυνα του. Και ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η κατάληψις της Κων) λεως από του Λατίνους. Τον καιρό της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και μετά την αποκατάστασι του Βυζαντίου (1261) συνεκροτήθησαν κατά καιρούς πολεμικοί στόλοι, αλλά το ναυτικό είχε περάσει σε δευτερεύουσα θέσι. Είναι δε ο Ανδρόνικος Β' (1282 - 1328) ο Αυτοκράτωρ εκείνος, που έδωσε τη χαριστική βολή κατά εκείνου, το οποίον άλλοτε απετέλεσε τη δόξα της Ρωμανίας. Μόλον που δεν ήταν τελείως αδικαιολόγητος σ' αυτό ο Ανδρόνικος, επεκρίθη με αυστηρότητα από τους συγχρόνους του. Και δικαίως. Και είναι μελαγχολικές οι εκφράσεις των συγγραφέων της εποχής εκείνης για το γεγονός αυτό, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντες, προεδίκασε το οριστικό τέλος του Βυζαντίου.Τα πλοία εγκατελείφθησαν στην τύχη των, γράφει ο Γεώργιος Παχυμέρης (1240 — 1310) και ο χρόνος συνεπλήρωσε την καταστροφή των. Άλλος δε συγγραφεύς, ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295 — 1360), σημειώνει: Αφημέναι αι Τριήρεις κεναί εις τόν Κεράτιον Κόλπον, σκορπισμέναι εδώ και εκεί, συνετρίβησαν και εθραύσθησαν ή εξώκειλαν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Εκτός από μερικάς, πολύ ολίγας, αι οποίαι εξηκολούθουν να συντηρούνται και παρέμειναν εν υπηρεσία — με την ελπίδα, φυσικά, ενός καλυτέρου μέλλοντος...Και αλλού: Η εγκατάλειψις του στόλου υπήρξεν η απαρχή κάθε είδους δεινών… και οι Έλληνες έβλεπαν κάθε ημέραν να προσθέτη νέας εις τας συμφοράς της προτεραίας… Ώσπου ήλθε η πιο μεγάλη συμφορά, η άλωσις, κατά την οποία 13 μόνον καράβια, ευρίσκοντο πίσω από την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου, αντί για τα 300 και πλέον που διέθεταν εκεί τον καιρόν της ακμής...
Πηγή : https://www.hellenicarmors.gr/h-ptosi-kai-h-islamopoiisi-tis-vyzantinis-mikras-asias/
https://kelliteacher.weebly.com/eta-kapparhoiotasigmaeta-tauomicronupsilon-11omicronupsilon-alphaiota.html#
https://www.in.gr/2018/03/28/plus/features/byzantini-aytokratoria-pws-kai-giati-ilthe-i-parakmi/
https://cognoscoteam.gr/%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%8C/
https://www.kaliterilamia.gr/2019/09/blog-post_5033.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου