Από την οπτική γωνία των Ελλήνων της κλασικής εποχής, στα βορειοδυτικά τους κατοικούσαν φυλές Ελλήνων, οι οποίοι όμως συχνά αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Οι γραπτές αναφορές της εποχής αναφέρουν ως προς το ποιά φύλα πρέπει να θεωρηθούν Έλληνες, Ηπειρώτες. Δυσκολίες όμως προβάλλει το γεγονός ότι τα φύλα αυτά δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρεται στους Ηπειρώτες, ομοίως και ο Στράβων. Οι Απολλόδωρος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Φροντίνος, Παυσανίας, Πτολεμαίος και Ευτρόπιος τους χαρακτηρίζουν ως Έλληνες. Η περιοχή πάντως ήταν ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λόγω της παρουσίας του Μαντείου της Δωδώνης, του δεύτερου σημαντικότερου μετά από αυτό των Δελφών. Ο Πλούταρχος σημειώνει και το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: Στη βιογραφία του βασιλιά Πύρρου, υποστηρίζει ότι ο Αχιλλέας λατρευόταν ως θεός στην Ήπειρο και στην τοπική διάλεκτο ονομαζόταν «Ασπετός» (δηλαδή αμίλητος, μη προσεγγίσιμος στην ομηρική γλώσσα). Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα που διαμορφώθηκαν στα πρότυπα της πόλης-κράτους, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Κόρινθος, οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρά χωριά. Ορισμένες φυλές είχαν βασιλείς κάτι που δεν ήταν συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Η περιοχή βρίσκονταν στο άκρο του ελληνικού κόσμου και συχνά οι ηπειρώτικες φυλές είχαν να αντιμετωπίσουν εισβολείς από τον Βορρά.
Όπως και η Μακεδονία, η Ήπειρος έγινε ενιαίο βασίλειο στη διάρκεια του 4ου αιώνα. Η φυλή των Μολοσσών ένωσε τις δυνάμεις της με τους Θεσπρωτούς και τους Χάονες, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός ισχυρού κράτους με δικό του βασιλιά, αξιωματούχους, νόμισμα, αυλή, συμβούλιο απεσταλμένων των φυλών και στενές σχέσεις με το γειτονικό μακεδονικό βασίλειο. Με μακεδονική υποστήριξη οι ενωμένοι πλέον Ηπειρώτες κατέλαβαν άλλες πόλεις στα δυτικά, αποκτώντας πρόσβαση στη θάλασσα. Η δυναστεία των Μολοσσών, γνωστή και ως Αιακίδες, ήταν πλέον σαφώς εξελληνισμένη. Διεκδικούσε μάλιστα καταγωγή από τον Αχιλλέα. Με τον τρόπο αυτό η Ήπειρος ενώθηκε σε ενιαία πολιτική οντότητα το 370 π.Χ. Το 359 π.Χ. η Μολοσσή πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, ανιψιά του βασιλιά Αρύββα της Ηπείρου, παντρεύτηκε τον βασιλιά Φίλιππο Β' της Μακεδονίας. Το ζευγάρι έφερε στον κόσμο τον Αλέξανδρο τον Μέγα. Ο αδελφός της Ολυμπιάδας, βασιλιάς της Ηπείρου Αλέξανδρος Α', σύγχρονος του Μακεδόνα στρατηλάτη, διοικούσε έναν εξαίρετο στρατό και μάλιστα κλήθηκε να υποστηρίξει τις ελληνικές αποικίες στη Μεγάλη Ελλάδα (Νότια Ιταλία). Αποδυνάμωσε τις τοπικές ιταλικές φυλές, ωστόσο έχασε τη ζωή του σε μια μάχη. Από το γεγονός αυτό επωφελήθηκαν τελικά οι Ρωμαίοι, οι οποίοι επικράτησαν έναντι των άλλων ιταλικών φύλων και άρχισαν να ενοποιούν ολόκληρη τη χερσόνησο. Τον Αλέξανδρο Α', διαδέχτηκε ο Αιακίδης, τον οποίο όμως εκθρόνισε ο Κάσσανδρος (υπεύθυνος για το θάνατο της Ολυμπιάδας και του μοναχογιού του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Μετά από διάφορες περιπέτειες, στο θρόνο ανέβηκε ο γιος του Αιακίδη, ο Πύρρος, ο οποίος ήταν εξαίρετος στρατιωτικός. Φιλοδόξησε να ιδρύσει στη Δύση ένα βασίλειο ανάλογο με αυτό του Αλεξάνδρου στην Ανατολή.
Ο Αρύββας (373 π.Χ. - 319 π.Χ.) ήταν βασιλιάς των Μολοσσών, στην περιοχή της Ηπείρου, μέλος της Δυναστείας των Αιακιδών. Ήταν γιος του βασιλιά Αλκέτα Α΄. Μετά το θάνατο του Αλκέτα Α΄, βασιλιάς επρόκειτο να επιλεγεί ανάμεσα στους δύο γιους του, Νεοπτόλεμο Β´ και Αρύββα. Μετά από σφοδρή διαμάχη δεν βρέθηκε λύση στο ζήτημα και κατ' επέκταση οι δυο τους συμφώνησαν να διαιρέσουν το βασίλειο και να συμβασιλέψουν. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που εγκαταστάθηκε διπλή βασιλεία. Από όσο γνωρίζουμε δεν υπήρχαν κάποιες περαιτέρω προστριβές ως προς αυτό και η συμφωνία τους κράτησε μέχρι το θάνατο του Νεοπτόλεμου περίπου στο 360 π.Χ., όταν το θρόνο ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Αρύββας. Ο Αρύββας νυμφεύτηκε την κόρη του αδελφού του Νεοπτόλεμου Β´, Τρωάδα με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αιακίδη, πατέρα του διαβόητου Πύρρου. Διέθετε κι έναν μεγαλύτερο γιο, τον Αλκέτα, από άγνωστη σε μας σύζυγο. Τον τελευταίο αναγκάστηκε να τον εξορίσει από το βασίλειό του, όπου εκείνος κυβέρνησε κάποια χρόνια μετά, μετά το θάνατο του αδελφού του και διαδόχου του πατέρα τους, Αιακίδη.
Καταγράφεται πως ο ηγεμόνας των Ιλλυρίων, Βαρδύλι, πραγματοποίησε επίθεση στα εδάφη των Μολοσσών κατά τη βασιλεία του Αρύββα. Ο τελευταίος τότε κατέφυγε σε ένα τέχνασμα: διέδωσε πως επρόκειτο να παραχωρήσει τα εδάφη του στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Κατόπιν έστησε ενέδρα με οπλισμένους άνδρες και περίμενε. Οι Ιλλυριοί, που βιάζονταν να προβούν σε λεηλασίες προτού καταφθάσουν οι Αιτωλοί, σκόρπισαν. Με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Αρύββα τους κατατρόπωσαν. Εκτός από την Τρωάδα, ο αδελφός του απέκτησε ακόμη δυο παιδιά: την Ολυμπιάδα και τον Αλέξανδρο. Το χέρι της πρώτης προσφέρθηκε στο βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Β´,με το ζευγάρι να αποκτά ένα γιο, τον Αλέξανδρο το Μέγα. Αν και ο Αρύββας υποστήριξε το γάμο αυτό, επειδή επιθυμούσε την πολιτική στήριξη του πανίσχυρου γείτονά του, τελικά η κατάσταση γύρισε εναντίον του. Στη Μακεδονία, μαζί με την Ολυμπιάδα πήγε και ο αδελφός της Αλέξανδρος. Στον τελευταίο ο Φίλιππος έδειξε μεγάλη εύνοια και τελικά έκρινε συμφέρον να τον ανεβάσει στο θρόνο της Ηπείρου. Έτσι το 350 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος ήταν είκοσι ετών, ο Αρύββας ανατράπηκε από το Φίλιππο και οδηγήθηκε στην εξορία, όπου και πιθανότατα πέθανε τελικά, εφόσον δεν διαθέτουμε άλλες μαρτυρίες σχετικά με τη μετέπειτα ζωή του. Ο ιστορικός Διόδωρος αναφέρει πως κατά τη διάρκεια του Λαμιακού Πολέμου (323-322 π.Χ.), μια ομάδα Μολοσσών, υποστηρικτές κάποιου Αρυπταίου, τάχθηκαν με την αντιμακεδονική παράταξη, μόνο για την προδώσουν λίγο καιρό μετά. Δεδομένης της απουσίας άλλων αναφορών στο πρόσωπο του Αρυπταίου και επειδή το ιστορικό υπόβαθρο των δύο προσώπων συμπίπτει χρονικά, υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες υποθέσεις πως τα δύο πρόσωπα, Αρύββας και Αρυπταίος, ταυτίζονται. Ο Αρύββας υπήρξε ολυμπιονίκης στο αγώνισμα του τέθριπου -ή πιθανώς του κέλη- κατά τους 109ους (344 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας.
Ο Αλέξανδρος Α’ της Ηπείρου (περ.370-331 π.Χ.) υπήρξε βασιλέας των Μολοσσών (350-331 π.Χ.) θείος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έγινε γνωστός για την εισβολή του στην Ιταλία το 334 π.Χ. Ήταν ο πρώτος γιος του Νεοπτόλεμου Β’, βασιλέα των Μολοσσών, από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα φύλα της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νεοπτόλεμου, ξεκίνησε η αστικοποίηση και η διοικητική οργάνωση του κράτους, καθιστώντας τους Μολοσσούς το σημαντικότερο φύλο της Ηπείρου. Όταν πέθανε ο Νεοπτόλεμος (περ.360 π.Χ.) τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αρύββας, ο οποίος ενίσχυσε τις σχέσεις του με την Μακεδονία, υπογράφοντας συνθήκη με τον νέο βασιλέα, Φίλιππο Β’ (360-336 π.Χ.). Η συμμαχία παγιώθηκε από έναν διπλωματικό γάμο, αφού η κόρη του Νεοπτόλεμου Ολυμπία, έγινε βασίλισσα της Μακεδονίας, ενώ ο μικρότερος αδελφός της Αλέξανδρος, εστάλη και αυτός στην Μακεδονία, για να εκπαιδευτεί. Το 350 π.Χ. ο Φίλιππος εισέβαλε στην Ήπειρο και ενθρόνισε τον Αλέξανδρο σε ηλικία 20 ετών, ενώ ο Αρύββας αποσύρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε ειρηνικά το 342 π.Χ. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη βασιλεία του, εκτός από το γεγονός ότι υπέταξε τα άλλα Ηπειρωτικά φύλα και προσέφερε άσυλο στην αδελφή του Ολυμπία όταν έπεσε σε δυσμένεια το 337 π.Χ. Ο Αλέξανδρος όμως δεν ήταν πολύ σταθερός διότι όταν ο Φίλιππος του πρόσφερε το χέρι της κόρης του Κλεοπάτρας, συμφώνησε στο γάμο, με συνέπεια να απομονωθεί και να πέσει σε δυσμένεια η Ολυμπία, ενώ ο θάνατος του Φίλιππου τον Οκτώβριο του 336 π.Χ. απέτρεψε την έκδοση της αδερφής του.
Νέος βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν πλέον ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος ξεκίνησε να κατακτήσει την ανατολή. Ταυτόχρονα το 334 π.Χ., ο Αλέξανδρος των Μολοσσών αποφάσισε να επέμβει δυτικά, όπου οι Ελληνικές αποικίες στην Ιταλία απειλούνταν από ορεινά φύλα, τους Σαμνίτες, οι οποίοι ήταν ικανότατοι πολεμιστές και είχαν κατακτήσει αρκετές Ελληνικές πόλεις. Σημειώνεται ότι οι Έλληνες της Ιταλίας προσλάμβαναν μισθοφόρους από την μητρική χώρα για να τους βοηθήσουν όπως επί παραδείγματι ο βασιλιάς Αρχίδαμος Γ’ της Σπάρτης είχε εκστρατεύσει στην Ιταλία μεταξύ 343 και 338 π.Χ. και ο Κορίνθιος Τιμολέων είχε απελευθερώσει τις Συρακούσες από την απειλή της Καρχηδόνας μετά από μια σειρά πολέμων μεταξύ 344 και 337 π.Χ. Η υποστήριξη των Ελλήνων στην Ιταλία δεν ήταν πιθανώς το μόνο κίνητρο για τις ενέργειες του Αλεξάνδρου στην άλλη πλευρά της Αδριατικής, αφού ο πόλεμος ενάντια στους πειρατές πρέπει να αποτελούσε επιπλέον κίνητρο. Η σημαντικότερη πηγή για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου είναι ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος (59 π.Χ. – 17 μ.Χ.) ο οποίος στο 8ο βιβλίο κεφ. 24 του μνημειώδους έργου του «Από την ίδρυση της πόλης/Ab Urbe Condita» αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος δέχτηκε πρόσκληση από τους Ταραντίνους. Ο Λίβιος αναφέρει ότι σύμφωνα με την παράδοση ο Αλέξανδρος είχε λάβει ένα χρησμό από το μαντείο της Δωδώνης, να αποφεύγει το Αχερούσιο νερό, καθώς και την πόλη Πανδοσία, όπου έμελλε να βρει το θάνατό του. Ο βασιλιάς θεώρησε τότε πως ο χρησμός αναφερόταν στην Πανδοσία της Ηπείρου, στην κοιλάδα του ποταμού Αχέροντα. Όμως όπως αποδείχθηκε αργότερα «αντί να ξεφύγει από το πεπρωμένο του, βιάστηκε να το συναντήσει».
Έχοντας νικήσει τους Σαμνίτες, ο Αλέξανδρος κινήθηκε εναντίον των Λουκανών και των Βρεττίων. Κατέκτησε την Ηράκλεια (Ελληνική πόλη που είχε καταληφθεί από τα Ιταλικά φύλα) κατέλαβε τους Σιπιούς (ένα από τα λιμάνια των πειρατών) την Κοσέντζα και την Τερίνα. Οι φυλές ηττήθηκαν πολλές φορές και ο Αλέξανδρος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την αναδυόμενη ηγετική δύναμη Ρώμη, η οποία επίσης φοβόταν πόλεμο με τους Σαμνίτες. Ωστόσο, ενόσω εδραίωνε τη θέση του, ο στρατός του δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση κοντά σε μια πόλη με το όνομα Πανδοσία. Παρόλο που περιόρισε τις απώλειες και σκότωσε τον επικεφαλής των αντιπάλων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Καθώς οι άνδρες του διέσχιζαν με δυσκολία έναν ποταμό, κάποιος ανέφερε πως το όνομά του ήταν Αχέροντας. Θυμούμενος την προφητεία του μαντείου, ο Αλέξανδρος δίστασε για λίγο, αλλά βλέποντας πως μια ομάδα Λουκανών εξόριστων, που ακολουθούσαν τους άνδρες του ως σύμμαχοι, άρχισε να κινείται απειλητικά εναντίον του, όρμησε στα νερά. Από το άλογό του τον έριξε ένα δόρυ, που εκτόξευσε ένας Λουκανός. Ο Λίβιος τοποθετεί το θάνατο του Αλεξάνδρου περίπου τις ημέρες που ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια, δηλαδή τις πρώτες εβδομάδες του 331 π.Χ. Το σώμα του διαμελίστηκε και έτυχε μεγάλης κακομεταχείρισης. Τελικά την σωρό διέσωσε μια γυναίκα η οποία είχε συγγενείς ως ομήρους στην Ήπειρο, ελπίζοντας πως στέλνοντας τα λείψανα στην πατρίδα του βασιλιά, ίσως ξανάβλεπε τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Η εκστρατεία του Αλεξάνδρου ανακούφισε τους Έλληνες στη νότια Ιταλία και εξασθένισε τις Ιταλικές φυλές. Ο πόλεμος εναντίον των Σαμνιτών διήρκεσε – με μια σύντομη παύση μεταξύ 303 και 298 – από το 322 έως το 290 π.Χ. Μετά από αυτόν όμως ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων αποίκων και Ρωμαίων ήταν αναπόφευκτος. Ο ανιψιός του Αλεξάνδρου Πύρρος βοήθησε τους Έλληνες, αλλά μάταια, αφού το 272 π.Χ., ο Τάραντας αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Τελικά οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου δεν εξυπηρέτησαν κάποιον πραγματικό σκοπό. Οι Έλληνες της Ιταλίας ήταν καταδικασμένοι αφού δεν κατακτήθηκαν από τους Σαμνίτες, αλλά από τους Ρωμαίους. Ο Μεσογειακός κόσμος επρόκειτο να ενοποιηθεί, αλλά το 331 π.Χ. δεν ήταν ακόμη προφανές ότι η Ρώμη θα ήταν η ηγετική δύναμη. Ο Αλέξανδρος ήταν εκείνος που άνοιξε το δρόμο. Η Κλεοπάτρα είχε χαρίσει στον Αλέξανδρο δύο παιδιά, την Καδμεία και τον Νεοπτόλεμο Γ΄. Καθώς ο γιος τους ήταν πολύ μικρός για να κυβερνήσει, ανέλαβε η ίδια η Κλεοπάτρα τη διακυβέρνηση ως επίτροπος. Σε αντίθεση με τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, κάτι τέτοιο δεν ήταν ασυνήθιστο στις οικογένειες της Ηπείρου. Είναι αξιοσημείωτο πως πρέπει να ήταν επικεφαλής και των κρατικών θρησκευτικών εκδηλώσεων, καθώς το όνομά της περιλαμβάνεται σε έναν κατάλογο θρησκευτικών απεσταλμένων. Γύρω στο 324 π.Χ. η Κλεοπάτρα επέστρεψε στη Μακεδονία όπου έπαιξε ενεργό ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων του Αλεξάνδρου του Μέγα.
Πηγή : https://chilonas.com/2020/09/30/https-wp-me-p1op6y-evc/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%8D%CE%B2%CE%B2%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%97%CF%80%CE%B5%CE%AF%CF%81%CE%BF%CF%85
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%89%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου