Έτσι μίλησε κι όλους τους έπιασε δέος και κανένας δεν μιλούσε. Τότε πήρε θάρρος ο πανούργος Κρόνος και μ’ αυτά τα λόγια απάντησε στη σεβάσμια μητέρα του: «Μητέρα σου υπόσχομαι πως εγώ θα εκτελέσω αυτή την πράξη, γιατί δεν λογαριάζω τον ακατανόμαστο πατέρα μας. Αυτός άρχισε πρώτος τις άτιμες πράξεις». Έτσι μίλησε κι αναγάλλιασε μέσα της η πελώρια Γαία. Τον έβαλε να καθίσει σε ενέδρα, του έβαλε στο χέρι το δρεπάνι με τα κοφτερά δόντια και του εξήγησε το δόλιο σχέδιο. Και φέρνοντας τη νύχτα, ήλθε ο μέγας Ουρανός κι ολόγυρα απλώθηκε και σκέπασε τη Γαία με πόθο ερωτικό. Κι απ’ την κρυψώνα του άπλωσε ο γυιός του τ’ αριστερό του χέρι και με το δεξί έπιασε το πελώριο δρεπάνι με τα μακρυά κοφτερά δόντια κι αμέσως έκοψε τα αιδοία του πατέρα του και τα πέταξε πίσω του. Όμως δεν έφυγαν απ’ τα χέρια του μάταια, γιατί όσες στάλες απ’ το αίμα του έπεσαν, τις μάζεψε η Γαία και με το πέρασμα του χρόνου γεννήθηκαν οι κρατερές Ερινύες, οι μεγάλοι Γίγαντες οι λαμπροαρματωμένοι, που κρατούν στα χέρια τους μακρυά κοντάρια κι οι Νύμφες που τις αποκαλούν Μελίες στην απέραντη Γη. Κι αμέσως μόλις έκοψε τα αιδοία με το δρεπάνι τα πέταξε απ’ τη στεριά στον πολυτρικυμισμένο πόντο κι αυτά περιφερόταν στο πέλαγος για πολύ χρόνο. Τριγύρω ανέβαινε λευκός αφρός απ’ τ’ αθάνατα μέλη κι εκεί μέσα αναθράφτηκε μια κόρη. Στην αρχή πήγε προς τα ιερά Κύθηρα και μετά έφτασε στην Κύπρο που βρέχεται από παντού. Εκεί βγήκε η σεβαστή και καλή θεά και γύρω απ’ τα πόδια της τα τρυφερά φύτρωνε χλόη. Αφροδίτη (αφρογεννημένη θεά και ομορφοστεφάνωτη κόρη) την αποκαλούν θεοί και άνθρωποι γιατί μεγάλωσε μέσα στον αφρό και Κυθέρια γιατί πήγε στα Κύθηρα (και Κυπρογεννημένη γιατί γεννήθηκε στην Κύπρο που τη ζώνει η θάλασσα και φιλομηδή γιατί βγήκε απ’ τα αιδοία.) Μόλις γεννήθηκε τη συντρόφευσε ο Έρως και τη Συνόδευσε ο ωραίος Ίμερος καθώς πήγαινε στους άλλους θεούς. Κι αυτή η τιμή της έλαχε απ’ τη Μοίρα απ΄την αρχή, να έχει ανάμεσα στους αθάνατους Θεούς και στους ανθρώπους τα παρθενικά παιχνιδίσματα, τα ξεγελάσματα και τη γλυκειά απόλαυση, την αγάπη και την τρυφερότητα. Κι αυτούς, ο πατέρας τους ο μεγάλος Ουρανός, οργισμένος τους απεκάλεσε Τιτάνες, τους γυιούς που γέννησε, γιατί έλεγε πως τεντώνοντας την αδικία έκαναν ανόσια πράξη που στο μέλλον θα τη ξεπληρώσουν. Κι η Νύχτα γέννησε τον στυγερό Μόρο, τη μαύρη Κήρα και τον Θάνατο και γέννησε τον Ύπνο και τη γενιά των Ονείρων (και τους γέννησε χωρίς να κοιμηθεί με κανέναν η μαύρη Νύχτα). Μετά πάλι τον Μώμο και την οδυνηρή Οιζύ και τις Εσπερίδες που φυλάνε πέρα απ’ τον δοξασμένο Ωκεανό τα χρυσά μήλα και τα δέντρα που τα κάνουν. Και γέννησε τις Μοίρες και τις Κήρες, ανελέητες τιμωρούς (την Κλωθώ, την Λάχεσι και την Άτροπο που δίνουν το καλό και το κακό στους θνητούς όταν γεννιούνται), που κυνηγούν τα παραπτώματα θεών κι ανθρώπων και δεν σταματούν ποτέ οι θεές την τρομερή οργή τους πριν να ξεπληρωσει το χρέος του όποιος έχει αμαρτήσει. Και γέννησε τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους η ολέθρια Νύχτα, και μετά την Απάτη και τη Φιλότητα, το καταραμένο Γήρας και την ακατάβλητη Έριδα. Μετά η μισητή Έρις γέννησε τον βασανιστή Πόνο, τη Λήθη, την Πείνα και τις Οδύνες που φέρνουν δάκρυα, τις Συμπλοκές, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Ανδροσκοτωμούς, τις Φιλονικίες, τις Ψευδολογίες, τις Διαφωνίες, την Κακονομία, την Άτη που πάνε συνήθως μαζί, και τον Όρκο που τυρρανά τους πιο πολλούς ανθρώπους στη γη, όταν με τη θέλησή τους γίνονται επίορκοι.
Και γέννησε ο Πόντος τον Νηρέα που ποτέ δεν λέει ψέμματα αλλά πάντα την αλήθεια, τον πρωτότοκο απ’ τους γυιούς του. Τον αποκαλούν και Γέροντα γιατί είναι ήπιος και ειλικρινής. Δεν ξεχνά τη νομιμότητα και πάντα δίκαια και αγαθά στοχάζεται. Επίσης σμίγοντας με τη Γαία, γέννησε και τον μεγάλο Θαύμαντα, τον γενναίο Φόρκυ, την ομορφομάγουλη Κητώ και την Ευρυβία που έχει στα στήθεια της ατσάλινη ψυχή. Κι απ’ τον Νηρέα και την ομορφομάλλα Δωρίδα, την κόρη του τέλειου ποταμού του Ωκεανού, γεννήθηκαν αγαπημένα παιδιά θεαινών, μέσα στον ακένωτο πόντο, η Πλωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ, η Αμφιτρίτη, η Ευδώρη, η Θέτις, η Γαλήνη, η Γλαύκη, η Κυμοθόη, η Σπειώ, η Θόη, η εράσμια Αλίη, η Πασιθέη, η Ερατώ, η ροδοχέρα Ευνίκη, η χαριτωμένη Μελίτη, η Ευλιμένη, η Αγαυή,. η Δωτώ, η Πρωτώ, η Φέρουσα, η Δυναμένη, η Νησαίη, η Ακταίη, η Πρωτομέδεια, η Δωρίς, η Πανόπεια, η όμορφη Γαλάτεια, η εράσμια Ιπποθόη, η ροδοχέρα Ιππονόη, η Κυμοδόκη, που τα κύματα στον σκοτεινό Πόντο και το φύσημα του μανιασμένου αέρα μαλακώνει μαζί με την Κυματολήγη και την Αμφιτρίτη με τους όμορφους αστραγάλους, η Κυμώ, η Ηιόνη, η ομορφοστεφανωμένη Αλιμήδη, η χαμογελαστή Γλαυκονόμη, η Ποντοπόρεια, η Ληαγόρη, η Ευαγόρη, η Λαομέδεια, η Πουλυνόη, η Αυτονόη, η Λυσιάνασσα, (η Ευάρνη με το ωραίο παράστημα και την αψεγάδιαστη μορφή), η Ψαμάθη με το χαριτωμένο σώμα, η ευγενική Μενίππη, η Νησώ, η Ευπόμπη, η Θεμιστώ, η Προνόη και η Νημερτής που έχει τα μυαλά του αθάνατου πατέρα της. Αυτές απ΄τον άξιο Νηρέα γεννήθηκαν, πενήντα κόρες με γνώσεις για άξια έργα. Ο Θαύμας πήρε την Ηλέκτρα, τη θυγατέρα του Ωκεανού με τα βαθειά ρέματα, κι αυτή γέννησε την γοργοπόδαρη Ίριδα, τις ομοργόμαλλες Άρπυιες, την Αελλώ και την Ωκυπέτη, που με τα γρήγορα φτερά τους τρέχουν όσο το φύσημα του ανέμου και το πέταμα των πουλιών, γιατί μαζί με το χρόνο τρέχουν. Και η Κητώ, γέννησε με τον Φόρκυ τις ομορφομάγουλες Γραίες, γκριζομάλλες απ΄ τη γέννησή τους. Και τις αποκαλούν Γραίες οι αθάνατοι θεοί και οι άνθρωποι εδώ κάτω, την Πεμφρηδώ με τα ωραία πέπλα και την Ενυώ με τα βαθυκίτρινα πέπλα, και τις Γοργόνες που κατοικούν πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό στα έσχατα της Νύχτας όπου βρίσκονται και οι Εσπερίδες με την καθάρια φωνή, τη Σθενώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε πολλά δεινά. Γιατί αυτή ήταν θνητή ενώ οι άλλες δύο αθάνατες κι αγέραστες. Και μ’ αυτήν πλάγιασε ο Ποσειδώνας ο Κυανοχαίτης σε μαλακό λιβάδι μέσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Όταν ο Περσεύς της έκοψε το κεφάλι ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος ο ίππος. Κι αυτός πήρε το όνομα αυτό επειδή γεννήθηκε κοντά στις πηγές του Ωκεανού, ενώ ο άλλος επειδή κρατούσε χρυσό σπαθί στα λατρεμένα χέρια του. Και πέταξε αυτός αφήνοντας τη γη που τρέφει τα πρόβατα και πήγε στους αθάνατους. Και κατοικεί στο ανάκτορο του Δία και φέρνει την αστραπή και τη βροντή στον σοφό Δία. Και ο Χρυσάωρ γέννησε τον τρικέφαλο Γηρυόνη σμίγοντας με την Καλλιρόη την κόρη του ξακουστού Ωκεανού. Κι αυτόν τον θανάτωσε ο ισχυρός Ηρακλής κοντά στις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που βρέχεται από παντού, τη μέρα που οδήγησε τις πλατυμέτωπες αγελάδες στην ιερή Τίρυνθα αφού πέρασε το ρέμα του Ωκεανού και σκότωσε τον Όρθρο και τον βοσκό Ευρυτίωνα, στην κατασκότεινη μάντρα πέρα απ’ τον ξακουστό Ωκεανό. Κι αυτή, μέσα σε μια ωραία σπηλιά, γέννησε άλλο ακαταμάχητο τέρας που δεν μοιάζει ούτε με τους θνητούς ανθρώπους ούτε με τους αθάνατους θεούς, τη θεϊκή Έχιδνα με τη σκληρή καρδιά, τη μισή νύμφη παιχνιδομάτα και με όμορφα μάγουλα κι η άλλη μισή πελώριο φίδι τρομερό και γιγάντιο, στικτό και σαρκοβόρο μέσα στα έγκατα της ιερής γης. Εκεί είναι η σπηλιά της, κάτω απ’ το κοίλωμα ενός βράχου, μακρυά απ΄ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Εκεί της όρισαν οι θεοί να έχει τη ξακουσμένη κατοικία της.
Πηγή : Πηγές κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm
(Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Leipzig, Germany, Σεπτέμβριος 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου