Μόλις έδιωξε ο Δίας τους Τιτάνες απ’ τον ουρανό, η πελώρια Γαία, γέννησε τον τελευταίο γυιό της τον Τυφωέα σμίγοντας με τον Τάρταρο για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Τα χέρια του ήταν φτειαγμένα για έργα που χρειαζόταν δύναμη και τα πόδια του κρατερού θεού ήταν ακούραστα. Κι απ’ τους ώμους του έβγαιναν εκατό φιδίσια κεφάλια, δράκου τρομερού, και μαύρες γλώσσες που έγλειφαν. Κι απ’ τα μάτια των φοβερών κεφαλιών, κάτω απ΄τα φρύδια έβγαινε φλογερή φωτιά, (κι απ’ όλα τα κεφάλια καθώς κοίταζε καιγόταν φωτιά). Κι έβγαιναν απ’ όλα τα τρομερά κεφάλια φωνές κάθε είδους, αφήνοντας απερίγραπτο βουητό. Γιατί άλλοτε μιλούσε έτσι που να καταλαβαίνουν οι θεοί, κι άλλοτε με φωνή αγέρωχη σαν βρυχηθμό περήφανου ταύρου που τίποτα δεν σταματά την ορμή του. Άλλοτε σαν σκληρόκαρδο λιοντάρι, άλλοτε σαν σκυλάκια, θαύμα να τ΄ακούς, κι άλλοτε πάλι σφύριζε κι αντηχούσαν τα μακρυά βουνά. Κι εκείνη τη μέρα θα συνέβαινε ένα γεγονός ανεπανόρθωτο, θα γινόταν δηλαδή αυτός βασιλιάς σε θνητούς κι αθανάτους, αν δεν τον αντιλαμβανόταν ο οξυδερκής πατέρας θεών και ανθρώπων. Και βρόντησε σκληρά και δυνατά, κι αντήχησε τρομακτικά τριγύρω η Γη, και ο πλατύς Ουρανός από ψηλά, και ο Πόντος και τα ρέματα του Ωκεανού και τα Τάρταρα τη γης. Και κάτω απ’ τ’ αθάνατα πόδια του άρχοντα που σηκωνόταν, τραντάζόταν ο μέγας Όλυμπος και στέναζε η γη. Κι απ΄τους δυό φοβερή ζέστη κυρίεψε τον σκοτεινό πόντο, απ’ τη βροντή και την αστραπή, κι απ’ τη φωτιά που έβγαινε απ’ το πελώριο τέρας (μανιασμένοι άνεμοι και φλογερός κε- ραυνός), και κόχλαζε ολ’ η γη, ο ουρανός κι η θάλασσα. Κι από παντού μαίνονταν πελώρια κύμα- τα στις ακτές, απ’ την ορμή των αθανάτων, κι ένας σεισμός ατέλειωτος σηκώθηκε. Έτρεμε ο Άδης που είναι άρχοντας στους νεκρούς του κάτω κόσμου, και οι Τιτάνες μέσα στον Τάρταρο, που βρίσκονται γύρω απ’ τον Κρόνο (απ’ το ατέλειωτο βουητό και τον φοβερό αγώνα). Ο Ζεύς, όταν κορυφώθηκε η ορμή του, και πήρε τα όπλα, τη βροντή, την αστραπή και τον καπνογόνο κεραυνό, τον χτύπησε πηδώντας απ’ τον Όλυμπο κι έκαψε ένα γύρω όλα τα απερίγραπτα κεφάλια του φοβερού τέρατος. Κι όταν τον δάμασε απ’ τα χτυπήματα, έπεσε κομματιασμένος κι αναστέναξε η πελώρια γη. Κι απ’ αυτόν τον κεραυνωμένο άρχοντα, ξεπήδησε φλόγα, μέσα στα σκοτεινά και βραχώδη φαράγγια του βουνού όπου είχε πληγωθεί. Και σε μεγάλη έκταση καιγόταν η πελώρια γη, μέσα σε απερίγραπτους ατμούς, κι έλοιωνε σαν κασσίτερος ζεσταμένος από ικανούς τεχνίτες σε καλοτρυπημένες χοάνες, ή σαν σίδερο που είναι το πιο στέρεο, και που μέσα στα φαράγγια του βουνού, δαμασμένο απ’ τη φλογερή φωτιά, λοιώνει στο θεϊκό χώμα, απ’ την τέχνη του ΄Ηφαιστου. Έτσι έλοιωνε κι η γη απ’ τη λάμψη της φλογερής φωτιάς. Και τον έριξε (ο Δίας) με ψυχή θυμωμένη μέσα στον απέραντο Τάρταρο. Απ’ αυτόν, τον Τυφώνα, βγαίνει η υγρή ορμή των ανεμών όταν φυσούν, εκτός απ’ τον Νοτιά, τον Βοριά και τον Ζέφυρο που φέρνει ξαστεριά, γιατί αυτοί έχουν γεννηθεί απ’ τους θεούς, καλό μεγάλο για τους θνητούς. Οι άλλοι άστατα φυσούν μεσ’ τη θάλασσα. Είναι αυτοί που ρίχνονται μέσα στον ομιχλώδη πόντο, κακό μεγάλο για τους θνητούς, και μαίνονται σ’ άγρια θύελλα. Και φυσούν εδώ κι εκεί σκορπίζοντας τα καράβια και πνίγοντας τους ναυτικούς. Και σ’ αυτό το κακό δεν βοηθά η παλληκαριά των ανδρών, αν τους συναντήσουν (τους ανέμους) στην ανοιχτή θάλασσα. Άλλοι άνεμοι πάλι πάνω στην ανθόσπαρτη και άπειρη γη, καταστρέφουν τα ωραία έργα των ανθρώπων που γεννήθηκαν χαμηλά, γεμίζοντας τα με σκόνη κι οδυνηρή βουή. Όταν λοιπόν οι μακάριοι θεοί κανόνισαν με τη βία τις διαφορές τους για τα αξιώματα με τους Τιτάνες, τότε παρώτρυναν τον πανεπόπτη Δία τον Ολύμπιο, να βασιλεύει και να άρχει με τις συμβουλές της Γης, μέσα στους αθάνατους. Κι ο Ζευς, ο βασιλιάς των θεών, πρώτη γυναίκα του πήρε τη Μήτιδα που γνώριζε περισσότερα απ’ τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους. Όταν όμως ήταν να γεννήσει τη γλαυκομάτα θεά Αθηνά, τότε εξαπατώντας την λαρδιά της με δόλο και γλυκόλογα, την έρριξε στην κοιλιά του, κατά πως τον συμβούλεψε η Γη και ο γεμάτος αστέρια Ουρανός. Και τον συμβούλεψαν έτσι για να μη πάρει άλλος απ’ τους αιώνιους θεούς το βασιλικό αξίωμα. Γιατ’ ήταν πεπρωμένο να γεννήσει παιδιά γεμάτα φρόνηση. Πρώτη τη γλαυκομάτα κόρη την Τριτογένεια, ορμητική και με σοφή σκέψη, όσο κι ο πατέρας της. Έπειτα έμελλε να γεννήσει έναν γυιό, με ακατανίκητη ψυχή, που θα γινόταν βασιλιάς θεών κι ανθρώπων. Αλλά πρόλαβε ο Ζευς και την έρριξε μέσα στην κοιλιά του, για να του λέει η θεά τα καλά και τα κακά που τον περιμένουν. Δεύτερη (γυναίκα) πήρε τη λαμπρή Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την ανθοστολισμένη Ειρήνη, που ρυθμίζουν τα έργα των θνητών ανθρώπων, και τις Μοίρες, που τους έδωσε ο σοφός Δίας τη μεγαλύτερη τιμή, την Κλωθώ, τη Λάχεσι και την Άτροπο, που δίνουν στους θνητούς ανθρώπους και τα καλά και τα κακά.
Και η Ευρυνόμη η θυγατέρα του Ωκεανού, με το ποθητό παρουσιαστικό, του γέννησε τις τρεις ομορφομάγουλες Χάριτες, την Αγλαϊα, την Ευφρο- σύνη και την αξιαγάπητη Θάλεια (απ΄τα βλέφαρά τους καθώς κοιτούσαν, έσταζε ο έρωτας που παραλύει τα μέλη, τόσο όμορφο είναι το βλέμμα τους κάτω απ΄τα φρύδια τους). Έπειτα ήλθε στο κρεβάτι της πολυθρέφτρας Δήμητρας που γέννησε τη λευκοχέρα Περσεφόνη, την οποία άρπαξε απ΄τη μάνα της ο Αϊδωνέας αφού συμφώνησε να την πάρει ο σοφός Ζευς. Μετά αγάπησε την ομορφομάλλα Μνημοσύνη, απ’ την οποία γεννήθηκαν οι εννιά χρυσοστεφανωμέ- νες Μούσες, που τους αρέσουν οι γιορτές και η χαρά του τραγουςδιού. Η Λητώ, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που κρατά την ασπίδα, γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη τη γρήγορη τοξεύτρα, τον πιο γοητευτικό γόνο απ’ όλους τους Ουρανίωνες. Τελευταία, πήρε γυναίκα του τη θαλερή Ήρα, που σμίγοντας ερωτικά με τον βασιλιά θεών και ανθρώπων, γέννησε την Ήβη, τον Άρη και την Ειλειθύια. Κι ακόμη ο ίδιος απ’ το κεφάλι του Γέννησε τη γλαυκομάτα Τριτογένεια, τη φοβερή, που ξεσηκώνει μάχες κι οδηγεί στρατούς, την ακαταπόνητη, τη σεβαστή, που την ευχαριστούν οι κρότοι των πολέμων και των μαχών. Η Ήρα, χωρίς να ενωθεί ερωτικά με κανέναν, επειδή θύμωσε και μάλωσε με τον άνδρα της, γέννησε τον ξακουστό Ήφαιστο που ήταν απ’ όλα τα εγγόνια τ’ Ουρανού ο πιο επιδέξιος. Απ’ την Αμφιτρίτη και τον βροντερό Κοσμοσείστη (τον Ποσειδώνα), γεννήθηκε ο μεγάλος και ισχυρότατος Τρίτων, που κατέχει τον πυθμένα της θάλασσας και μαζί με την αγαπημένη του μητέρα και τον άνακτα πατέρα του κατοικεί ο δείνος θεός σε χρυσά ανάκτορα. Μετά με τον Άρη που σπάει τις ασπίδες, γέννησε η Κυθέρεια τους φοβερούς Φόβο και Δείμο, που κλονίζουν μαζί με τον πορθητή Άρη τις πυκνές φάλαγγες των ανδρών, στον παγερό πόλεμο, και την Αρμονία που πήρε γυναίκα του ο μεγαλόκαρδος Κάδμος. Στον Δία η κόρη του Άτλαντα η Μαία, αφού ανέβηκε στο ιερό κρεβάτι, γέννησε τον περίφημο Ερμή, τον κήρυκα των αθανάτων. Και η Σεμέλη, η θυγατέρα του Κάδμου, σμίγοντας ερωτικά μαζί του, γέννησε ξακουστό γυιό, τον περιχαρή Διόνυσο, αθάνατος αυτός από θνητή (μητέρα), τώρα όμως κι οι δυο είναι θεοί. Η Αλκμήνη γέννησε τον ισχυρό Ηρακλή, σμίγοντας ερωτικά με τον Δία που μαζεύει τα σύννεφα. Την Αγλαϊα τη νεώτερη απ’ τις Χάριτες, έκαμε θαλερή γυναίκα του ο ξακουσμένος Κουτσός. Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη. Την Ήβη τη θυγατέρα του μεγάλου Δία και της χρυσοπέδιλης Ήρας ο γενναίος γυιός της ομορφοστράγαλης Αλκμήνης, ο Ηρακλής, αφού τελείωσε τους βαρυστέναχτους άθλους, την πήρε σεβαστή γυναίκα του, στον χιονισμέννο Όλυμπο, ευτυχισμένος που κατόρθωσε τόσο μεγάλο έργο και κατοικεί ανάμεσα στους αθάνατους ασφαλής κι αγέραστος για πάντα. Στον ακούραστο Ήλιο, γέννησε η δοξασμένη Ωκεανίδα Περσηίς, την Κίρκη, και στον βασιλιά Αιήτη. Και ο Αιήτης, ο γυιός του Ήλιου που φωτίζει τους Ανθρώπους, παντρεύτηκε με τον θέλημα των θεών, την κόρη του Ωκεανού, του τέλειου ποταμού, την ομορφομάγουλη Ιδυία. Κι αυτή υποταγμένη, γέννησε από έρωτα την ομορφοστράγαλη Μήδεια, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης. Και τώρα χαίρετε εσείς που κατέχετε τα Ολύμπια παλάτια, και σεις νησιά και στεριές κι η αλμυρή θάλασσα ανάμεσα σας. Και τώρα, Μούσες Ολύμπιες γλυκόλαλες κόρες του Αιγίοχου Δία, τραγουδήστε τις θεές που αν και αθάνατες πλάγιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Η Δήμητρα, η ιερή θεά, σμίγοντας από γλυκό έρωτα με τον ήρωα Ιάσιο, σε χωράφι τρεις φορές οργωμένο μέσα στην πλούσια Κρήτη, γέννησε τον καλότυχο Πλούτο, που τριγυρίζει σ’ όλη τη γη και στην πλατειά θάλασσα, κι όποιον συναντήσει και πέσει στα χέρια του, τον κάνει πλούσιο και του δίνει πολλά αγαθά.
Και στον Κάδμο η Αρμονία, η θυγατέρα της χρυσής Αφροδίτης, γέννησε την Ινώ, τη Σεμέλη, την ομορφομάγουλη Αγαυή και την Αυτονόη, που την παντρεύτηκε ο μακρυμάλης Αρισταίος, και τον Πολύδωρο, στην ομορφοστεφανωμένη Θήβα. (Η Καλλιρόη η κόρη του Ωκεανού, σμίγοντας εξ αιτίας του έρωτα της πολύχρυσης Αφροδίτης με τον δυνατόψυχο Χρυσάορα, γέννησε γυιό, τον δυνατώτερο απ’ όλους τους θνητούς, τον Γηρυόνη, που τον σκότωσε ο ισχυρός Ηρακλής, για τις στριφτόποδες αγελάδες στην Ερύθεια που τη ζώνει η θάλασσα από παντού). Και στον Τιθωνό, γέννησε η Ηώς τον Μέμνονα, με το χάλκινο κράνος, τον βασιλιά των Αιθιόπων και τον άρχοντα Ημαθίωνα. Έπειτα για τον Κέφαλο έφερε έναν ξακουσμένο γυιό, τον δυνατό Φαέθοντα, άντρα όμοιο με τους θεούς. Αυτόν όταν ακόμα ήταν τρυφερό λουλούδι, στη λαμπρή του νιότη, παιδί με τρυφερή ψυχή, τον άρπαξε η χαμογελαστή Αφροδίτη, και στους ιερούς ναούς της τον έλανε φύλακα τη νύχτα, αυτό το πνεύμα το θεϊκό. Την κόρη του Αιήτη, του βασιλιά που ανατράφηκε απ΄ τον Δία, ο γυιός του Αίσονα με τις βουλές των αιώνιων θεών, την άρπαξε απ’ τον Αιήτη, αφού εξετέλεσε τους βαρυστέναχτους άθλους, που τους πολλούς τους πρόσταξε ο Πελίας ο μεγάλος βασιλιάς, ο αλαζονικός κι ο άδικος, ο αυθάδης, με τις βαριές πράξεις. Κι όταν τους εξετέλεσε έφθασε στην Ιωλκό, ύστερα από πολλούς κόπους, φέρνοντας στο γρήγορο καράβι την παιχνιδομάτα κόρη (τη Μήδεια), ο γυιός του Αίσονα και την έκανε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτή υποταγμένη στον Ιάσονα, τον οδηγητή των λαών, γέννησε ένα παιδί τον Μήδειο, που τον ανάθρεψε στα βουνά ο Χείρων ο γυιός της Φιλύρας. Έτσι πραγματοποιόταν το μεγάλο σχέδιο του Δία. Έπειτα απ’ τις κόρες του Νηρέα, του γέροντα της Θάλασσας, η Ψαμάθη η λαμπρή θεά, γέννησε τον Φώκο με τον έρωτα του Αιακού, χάρη στη χρυσή Αφροδίτη. Η ασημοπόδαρη Θέτις υποταγμένη στον Πηλέα, γέννησε τον Αχιλλέα τον λεοντόκαρδο, που σπάει τις φάλαγγες του εχθρού. Κι η ομορφοστεφανωμένη Κυθέρεια σμίγοντας από Γλυκό έρωτα με τον ήρωα Αγχίση, γέννησε τον Αινεία, στις πολύπτυχες κορφές της δασωμένης Ίδης. Η Κίρκη, η θυγατέρα του ΄Ηλιου του γυιού του Υπερίωνα, γέννησε από έρωτα στον γενναιόψυχο Οδυσσέα, τον Άγριο και τον Λατίνο τον άψοχο και τον κρατερό, (γέννησε και τον Τηλέγονο, για χάρη της χρυσής Αφροδίτης). Αυτοί πολύ μακρυά μέσα στον μυχό των ιερών νήσων, βασίλευαν σ’ όλους τους δοξασμένους Τυρρηνούς. Κι η Καλυψώ, η λαμπρή θεά, γέννησε τον Ναυσίθοο και τον Ναυσίνοο, σμίγοντας με τον Οδυσσέα από γλυκό έρωτα. Αυτές λοιπόν οι θεές, που αν και αθάνατες πλά- γιασαν με θνητούς άντρες και γέννησαν τέκνα όμοια με θεούς. Τώρα όμως τραγουδήστε τις γενιές των γυναικών, γλυκόλαλες Μούσες Ολυμπιάδες, θυγατέρες του Δία του Αιγίοχου.
Πηγή : Πηγές κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm
(Επιμέλεια : Αθανάσιος Γιάννης, Leipzig, Germany, Σεπτέμβριος 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου