Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Θεογονία του Ησιόδου (Μέρος Γ) - Η οργή του Δία εναντίον του Προμηθέα και των ανθρώπων και η επική Τιτανομαχία

Τότε λοιπόν ο πατέρας θεών και ανθρώπων του είπε: Γυιέ του Ιαπετού φίλε πιο δοξασμένε απ’ όλους τους άρχοντες, χώρισες τις μερίδες πολύ μεροληπτικά. Έτσι είπε περιπαίζοντάς τον ο Δίας με τη σκέψη που δε λαθεύει ποτέ. Κι ο πανούργος Προμηθέας του απάντησε με μισό χαμόγελο, χωρίς να ξεχάσει την απάτη που είχε στο μυαλό: «Δία πανένδοξε, μεγαλύτερε απ’ τους αιώνιους θεούς, έλα διάλεξε όποια μερίδα τραβά η καρδιά σου». Έτσι είπε με πονηριά στη σκέψη. Κι ο Ζευς που η σκέψη του δεν λαθεύει ποτέ κατάλαβε, κι ο δόλος δεν του ξέφυγε. Και σκεφτόταν τα δεινά για τους θνητούς ανθρώπους, που ήταν μελλούμενο να γίνουν. Και σήκωσε με τα δύο του χέρια το λευκό λίπος. Κι οργίστηκε μέσα του και χολή ήρθε στη ψυχή του καθώς είδε τα λευκά κόκκαλα για τους αθάνατους πάνω σε καπνισμένους βωμούς. Και με μεγάλη αγανάκτηση ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα του είπε: « Γυιέ του Ιαπετού, που οι σκέψεις σου είναι ανώτερες όλων, δεν ξέχασες φίλε μου τη τέχνη της απάτης». Έτσι του είπε οργισμένος ο Δίας με τη σκέψη που δεν λαθεύει ποτέ κι από τότε θυμόταν πάντα την απάτη και δεν έστελνε στις μελιές την ορμή της ακούραστης φωτιάς για τους θνητούς ανθρώπους που κατοικούν πάνω στη γη. Αλλ’ ο γενναίος γυιός του Ιαπετού τον εξαπάτησε κι έκλεψε τη λάμψη της ακούραστης φωτιάς που φέγγει μακρυά, μέσα σε κούφιο καλάμι. Αυτό δάγκωσε βαθειά τη ψυχή του Δία που βροντά από ψηλά και χολώθηκε καθώς είδε να έχουν οι άνθρωποι τη λάμψη της φωτιάς που φέγγει μακρυά. Κι αμέσως για αντάλλαγμα της φω- τιάς, δημιούργησε ένα κακό για τους ανθρώπους. Γιατί ο δοξασμένος Κουτσός (Ήφαιστος), πήρε χώμα και έπλασε ομοίωμα σεμνής παρθένας όπως το θέλησε ο Δίας. Κι η γλαυκομάτα θεά Αθηνά την έζωσε και τη στόλισε με κατάλευκο φόρεμα. Κι απ΄το κεφάλι μέχρι κάτω της έρριξε με τα χέρια της πέπλο κεντητό. Θαύμα να το βλέπεις. (Γύρω της, η Παλλάδα Αθηνά, έβαλε στεφάνια από λαχταριστά λουλούδια χορταριού που μόλις είχε βλαστήσει). Και γύρω απ’ το κεφάλι της έθεσε χρυσό στεφάνι που το’χε φτειάξει ο δοξασμένος Κουτσός με τα επιδέξια χέρια του, για χάρη του πατέρα του Δία. Και πάνω στο στεφάνι χειροτέχνησε πολλά σχέδια, θαύμα να τα βλέπεις από ζωντανά, όσα τρέφει η στεριά κι η θάλασσα. Απ’ αυτά έβαλε πολλά πάνω του (και λαμποκοπούσε με πολλή γοητεία), θαυμαστά, που έμοιαζαν με ζώα έτοιμα να σου μιλήσουν. Έπειτα αφού έφτειαξε κακό τόσο όμορφο αντί για το καλό, την έβγαλε έξω όπου βρισκόταν οι άλλοι θεοί και οι άνθρωποι, ενώ αυτή καμάρωνε για το στόλισμα που της είχε κάνει η γλαυκομάτα, κόρη του πανίσχυρου πατέρα. Και θαυμασμός τότε κατέλαβε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους, καθώς είδαν την αναπόφευκτη παγίδα που προοριζόταν για τους ανθρώπους (γιατί απ’ αυτή βγήκε το γένος των θηλυκών γυναικών). Γιατί απ΄αυτή κρατά το ολέθριο γένος των γυναικών, της μεγάλης αυτής συμφοράς που κατοικεί μαζί με τους θνητούς άνδρες που δεν ταιριάζουν στην καταραμένη φτώχεια αλλά στον πλούτο. 
Όπως μέσα στα καλοσκεπασμένα μελίσσια οι μέλισσες τρέφουν τους κηφήνες, συντρόφους κακών έργων. Κι αυτές ολημερίς, μέχρι τη δύση του ήλιου πετούν γοργά και αποθέτουν τα λευκά  κεριά  τους,  ενώ  αυτοί  μένουν  μέσα  στις  θολωτές  κυψέλες  καταπίνοντας  τον  ξένο κόπο.  Τέτοιο  κακό  για  τους  θνητούς  άνδρες  έφτειαξε  ο  Δίας,  που  βροντά  από  ψηλά,  τις γυναίκες,  συντρόφους  κακών  έργων,  κι  έδωκε  άλλο  ένα  κακό  για  το  καλό  που  πήραν. Όποιος  αποφεύγει  τον  γάμο  και  τα  βάσανα  για  τη  φροντίδα  της  γυναίκας  και  δεν  θέλει  να παντρευτεί  και  να  φτάσει  στα  καταραμένα  γεράματα  χωρίς  να  έχει  κάποιον  να  τον γηροκομήσει,  τότε  δεν  θα  στερηθεί  το  βιός  του,  αλλά  μετά  το  θάνατό  του  θα  μοιραστούν την  περιουσία  του  μακρινοί  συγγενείς.  Όποιος  πάλι  του  ΄γραψε  η  μοίρα  να  παντρευτεί  και να  πάρει  σύντροφο  φρόνιμη  και  λογική,  και  τότε  σ’  όλη  του  τη  ζωή  θ’  αγωνίζεται  να ισοφαρίσει  το  κακό  με  το  καλό.  Όποιου  πάλι  του’  τυχε  γέννημα  ολέθριο,  ζει  έχοντας  στα στήθεια  του,  στη  ψυχή  και  στην  καρδιά  αβάσταχτο  πόνο,  που  είναι  κακό  αγιάτρευτο. Επειδή  δεν  είναι  δυνατό  να  ξεγελάσει  κανείς  το  νου  του  Δία,  ούτε  να  του  ξεφύγει,  έτσι ούτε  ο  γυιός  του  Ιαπετού,  ο  άκακος  Προμηθεύς.  Ξέφυγε  απ΄την  τρομερή  οργή  του,  και παρά  τη  σοφία  του,  εξαναγκάστηκε  να  τον  κρατούν  βαρειά  δεσμά.  Τον  Βριάρεω,  τον Κόττο  και  τον  Γύη,  τους  μίσησε  ο  πατέρας  τους  (ο  Ουρανός)  απ΄την  πρώτη  μέρα,  και  τους έδεσε  με  γερά  δεσμά,  φθονώντας  την  ασύγκριτη  ανδρεία  τους,  το  παρουσιαστικό  τους  και το  ανάστημά  τους  και  τους  έχωσε  μέσα  στην  πλατειά  γη.  Εκεί  κατοικούσαν  μέσα  στον πόνο,  βαθειά  στα  έσχατα  της  γης,  στα  πέρατα  της  μεγάλης  γης,  με  μεγάλο  πόνο  στη  ψυχή και  μαυρισμένη  την  καρδιά.  Αλλά  ο  γυιός  του  Κρόνου  και  οι  άλλοι  θεοί  που  γέννησε  η ομορφομάλλα  Ρέα  απ΄τον  έρωτα  του  Κρόνου,  ακολουθώντας  τη  συμβουλή  της  Γαίας,  τους ανέβασαν  πάλι  στο  φως.  Γιατί  αυτή  τους  εξιστόρησε  με  λεπτομέρεια  ότι  μόνο  μαζί  μ’ εκείνους  θα  έπαιρναν  τη  νίκη  και  τη  λαμπρή  δόξα. 
Γιατί πολεμούσαν για πολύ καιρό έχοντας βαρύ πόνο, συγκρουόμενοι μεταξύ τους σε δυνατές μάχες, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννήθηκαν απ’ τον Κρόνο, οι μεν λαμπροί Τιτάνες απ’ τη ψηλή Όθρυ, οι δε θεοί οι δωρητές των αγαθών, που γέννησε η ομορφομάλλα Ρέα απ’ τον έρωτα του Κρόνου, απ’ τον Όλυμπο. Αυτοί τότε έχοντας ανάμεσα τους οργή που τους έτρωγε την καρδιά, πολεμούσαν συνεχώς δέκα ολόκληρα χρόνια, και δεν φαινόταν καμμιά λύση ή τέλος στη φοβερή έριδα, αλλά και για τους δυο το τέλος του πολέμου ήταν μακρυνό και αβέβαιο. Όταν όμως τους πρόσφεραν (στους Εκατόγχειρες) όλα τα απαραίτητα, νέκταρ και αμβροσία, αυτά που τρων’ οι θεοί, τότε στα στήθεια τους φούσκωσε η ρωμαλέα τους ψυχή. (Μόλις δοκίμασαν το νέκταρ και τη γλυκειά αμβροσία) τότε τους είπε ο πατέρας ανθρώπων και θεών: «Ακούστε με λαμπρά τέκνα της Γαίας και τ’ Ουρανού, για να σας πω όσα με προστάζει η ψυχή μέσα απ’ τα στήθεια μου. Πολύ καιρό τώρα πολεμούμε ολημερίς μεταξύ μας, οι Τιτάνες οι θεοί, κι όσοι γεννηθήκαμε απ’ τον Κρόνο, για τη νίκη και την επιβολή. Τώρα εσείς δείξτε τη μεγάλη ισχύ και τ’ ανίκητα χέρια σας στην τρομερή μάχη εναντίον των Τιτάνων, έχοντας στη μνήμη σας την άδολη αγάπη μας κι όσα έχετε πάθει, και πως απ΄τη δική μας θέληση ήλθατε πάλι στο φως, απ’ τ’ ανυπόφορα δεσμά σας μέσα στον ζόφο τον σκοτεινό». Έτσι είπε και του απάντησε αμέσως ο άψογος Κόττος: «Θεέ, δεν μας λες κάτι άγνωστο. Γνωρίζουμε ότι υπερέχεις στον νου και στη γνώση και πως προστατεύεις τους αθάνατους θεούς απ΄την παγωμένη κατάρα. Και πως χάρη στη γνώση σου γυιέ του Κρόνου βασιλιά, αναπάντεχα ήλθαμε πάλι εδώ λυμένοι απ’ τ’ αμείλικτα δεσμά μας, μέσα απ’ τον σκοτεινό ζόφο. Γι’ αυτό και τώρα, μ’ ανεπιφύλακτη ψυχή και με προσεκτική σκέψη, θ’ αγωνιστούμε για να επικρατήσεις στον φοβερό πόλεμο, πολεμώντας τους Τιτάνες σε σκληρές μάχες». ‘Ετσι είπε και τον επάινεσαν οι θεοί οι δωρητές των αγαθών, μόλις άκουσαν τα λόγια του. Κι η ψυχή τους ποθούσε περισσότερο τώρα τον πόλεμο παρά πριν. Κι όλοι, θεές και θεοί, σήκωσαν τη μέρα εκείνη μάχη που δεν θα τη ζήλευες, οι Τιτάνες οι θεοί κι όσοι γεννήθηκαν απ΄τον Κρόνο, τους οποίους ο Ζευς έφερε στο φως απ΄το υποχθόνιο Έρεβος, φοβεροί και δυνατοί, έχοντας ακατανίκητη ισχύ. Απ΄τους ώμους τους τινάζονταν εκατό χέρια κι απ΄τον ώμο του καθενός πενήντα κεφάλια ξεφύτρωναν στα στιβαρά μέλη τους. 
Και τότε στάθηκαν αντίκρυ στους Τιτάνες μέσα στη σκληρή μάχη, κρατώντας στα στιβαρά χέρια τους τεράστιους βράχους. Κι απ’ την άλλη, οι Τιτάνες πύκνωναν τις φάλλαγες τους γοργά κι έδειχναν και οι δυο πλευρές το μπορούσαν να κάνουν με την ισχύ των χεριών τους. Και βούιζε φοβερά τριγύρω ο απέραντος Πόντος, η γη σείστηκε δυνατά, κι ο αχανής Ουρανός αναστέναξε σαλεύοντας. Απ’ την ορμή των αθανάτων, ο ψηλός Όλυμπος σειόταν απ’ τις ρίζες, και βαρύς σεισμός έφτανε μέχρι τον ομιχλώδη Τάρταρο, απ΄το τρομερό ποδοβολητό κι απ’ τον απερίγραπτο κρότο που έκαναν οι φοβερές βολές που έριχναν. Κι έριχναν πικραμένοι βολές ο ένας στον άλλον, κι οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι τον γεμάτο αστέρια ουρανό, καθώς κραύγαζαν. Ώσπου συγκρούστηκαν αλαλάζοντας τρομερά. Κι ο Δίας τότε, δεν μπορούσε να κρατήσει πια το μένος του, η ψυχή του πλημμύρισε μ’ ορμή, κι έδειξε σ’ όλους την παντοδυναμία του. Κατέβαινε απ΄τον Ουρανό κι απ’ τον Όλυμπο, ρίχνοντας ακατάπαυστα αστραπές, κι απ΄ το στιβαρό χέρι του έπεφταν συνέχεια οι κεραυνοί μαζί με βροντές και αστραπές, στροβιλίζοντας τη ιερή φλόγα. Και γύρω η ζωοδότρα γη, βογγούσε καθώς καιγόταν και τα μεγάλα δάση έτριζαν ζωσμένα απ΄τη φωτιά. Έβραζε η γη ολόκληρη και τα ρέματα του Ωκεανού κι η ακένωτη θάλασσα. Και καυτή πνοή τύλιγε τους χθόνιους Τιτάνες κι η φλόγα ανέβαινε μέχρι τον θείο αιθέρα, κι όσο δυνατοί κι αν ήταν τους τύφλωνε η κατάλευκη λάμψη του κεραυνού και της αστραπής. Και ζέστη πρωτόφαντη χύθηκε μέσα στο Χάος. Κι αυτό που έβλεπαν τα μάτια και άκουγαν τ’ αυτιά, ήταν σαν να έσμιγαν από πάνω η Γαία και ο πλατύς Ουρανός. Τέτοιος θα ήταν ο θόρυβος αν αυτή συντριβόταν κι αυτός έπεφτε από ψηλά. Τόσος ήταν ο κρότος καθώς συγκρούονταν οι θεοί. Και οι άνεμοι, παίρνοντας μέρος βουίζοντας, έσμιγαν το χώμα, τη σκόνη, τη βροντή, την αστραπή και τον φλογερό κεραυνό, και τα βέλη του μεγάλου Δία, και φέρναν τις ιαχές και τις πολεμικές κραυγές ανάμεσα τους. Και το τρομερό βουητό της μάχης σηκώθηκε απ’ τη μεγάλη σύγκρουση, κι ήταν ξεκάθαρη η δύναμη αυτών που γινόταν. Κι έγειρε η μάχη ενώ μέχρι αυτήν την ώρα, μένοντας στην ίδια θέση, χτυπιόταν σε φοβερές συγκρούσεις. Ανάμεσα στους πρώτους, ξεσήκωσαν άγρια μάχη ο Κόττος, ο Βριάρεως και ο Γύης, αχόρταγος για πόλεμο, οι οποίοι έρριξαν τρακόσιους βράχους, τον ένα πισ’ απ’ τον άλλον, με τα στιβαρά χέρια τους. Και με τις βολές τους σκέπασαν τους Τιτάνες και τους ξαπόστειλαν κάτω απ’ τη πλατειά γη και τους έδεσαν τα χέρια με πικρά δεσμά, όταν τους νίκησαν, κι ας είχαν γενναία ψυχή. Τόσο βαθειά μέσα στη γη όσο απέχει ο ουρανός απ΄τη γη (γιατί τόσο είναι απ’ τη γη μέχρι τον σκοτεινιασμένο Τάρταρο). Εννιά νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ’ τον ουρανό, φτάνει στη γη τη δεκάτη. Κι εννιά πάλι νύχτες κι εννιά μέρες χάλκινο αμόνι πέφτοντας απ΄τη γη τη δεκάτη θα φθάσει στο Τάρταρο. Τριγύρω τον περιζώνει χάλκινος φραγμός και γύρω απ΄τον λαιμό του χύνεται η νύχτα με τρεις σειρές από σκοτάδι. Κι από πάνω φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ακένωτης θάλασσας. Εκεί ‘ναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες οι θεοί, κάτω απ΄τον ομιχλώδη ζόφο, απ΄τη θέληση του Δία που μαζεύει τα νέφη, (σε τόπο μουχλιασμένο, στα έσχατα της πελώριας γης). Να βγουν είναι αδύνατο, γιατί ο Ποσειδώνας τοποθέτησε χάλκινες πύλες και τείχος το περιτριγυρίζει από παντού. Εκεί κατοικούν ο Γύης, ο Κόττος και ο γενναιόψυχος Βριάρεως, φύλακες πιστοί του Δία που κρατά την ασπίδα. 
Πηγή : Πηγές  κειμένων: http://www.theogonia.gr/cosmogonia/isiodos.htm http://www.hellenicpantheon.gr/filosofia.htm 
(Επιμέλεια  :  Αθανάσιος  Γιάννης,  Leipzig,  Germany,  Σεπτέμβριος  2010)   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου