Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Οι 13 χειρότερες αυτοκράτειρες της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) (Μέρος Β)

Το Βυζάντιο είναι διάσημο για τις αυτοκράτειρές του. Ο κλασικός κόσμος έχει να επιδείξει ελάχιστες αντάξιές του, αν εξαιρέσουμε την Κλεοπάτρα και την Αγριππίνα. Στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, από την Ελένη τον Δ΄ αιώνα έως τη Ζωή, η οποία ανέδειξε τέσσερις άντρες στο αυτοκρατορικό αξίωμα τον ΙΑ΄ αιώνα, χωρίς να ξεχνάμε το κορίτσι του Ιπποδρόμου που γοήτευσε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον ΣΤ΄ αιώνα, η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας βρίθει από αυτοκράτειρες. Η θέση της αυτοκράτειρας, της Αυγούστας όπως ήταν ο επίσημος τίτλος, ήταν σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις περίεργη. Ήταν χρήσιμο για λόγους εθιμοταξίας να έχει ο αυτοκράτορας μια γυναικεία συμπαράσταση, η γυναίκα του όμως δεν ήταν κατ' ανάγκη αυτοκράτειρα. Έπρεπε να στεφθεί και να επευφημηθεί παρόλο που η στέψη της γινόταν στο παλάτι και όχι σε εκκλησία. Με τη στέψη η αυτοκράτειρα γινόταν μέτοχος της εξουσίας και έπαιζε κάποιο ρόλο στη διακυβέρνηση. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν αυτοκράτορες όλο το Imperium ανήκε στην αυτοκράτειρα και μπορούσε εκείνη να εκλέξει το διάδοχο του θρόνου. Αν ο αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να κυβερνήσει, επειδή ήταν πολύ νέος ή άρρωστος, και δεν υπήρχαν άλλοι αυτοκράτορες, όλη την εξουσία την ασκούσε εκείνη. Η αυτοκράτειρα με την οποία θα ασχοληθούμε είναι η Θεοδώρα, μια γυναίκα που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις πιο ζωντανές και κρίσιμες περιόδους της Βυζαντινής Ιστορίας, όπου δίψα για εξουσία, έρωτες, ραδιουργίες και γάμοι συμφέροντος συνθέτουν το σκηνικό. Συνεχίζουμε παρακάτω με τον κατάλογο των υπολοίπων χειρότερων αυτοκράτειρων της Ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
7) Η Ειρήνη η Αθηναία (752 - 803), γνωστή και ως Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, ήταν Βυζαντινή αυτοκράτειρα από τον γάμο της με τον Λέοντα Δ΄ από το 775 έως το 780, Βυζαντινή αντιβασίλισσα κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από το 780 μέχρι το 790, Βυζαντινός συναυτοκράτορας μαζί με τον γιο της από το 792 μέχρι το 797 και τελικά βασίλεψε μόνη της ως Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 797 έως το 802. Κατά τη διάρκεια της αντιβασιλείας της, ασκούσε η ίδια αποκλειστικά σχεδόν την εξουσία. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την πρώτη αναστήλωση των εικόνων, που θεσπίστηκε από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και με την τύφλωση του γιου της, που διατάχθηκε από την ίδια. Τα Χριστούγεννα του 800 ο πάπας Λέων Γ΄ έστεψε στη Ρώμη τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα Ρωμαίων. Αυτό καθαυτό το γεγονός δεν θεωρήθηκε σπουδαίο από τους Βυζαντινούς, αν και για πολλά χρόνια δεν αναγνωριζόταν ο τίτλος και μία μόνο σοβαρή συνέπεια είχε γι’ αυτούς, την ενδυνάμωση του κύρους του πάπα. Ο δε Κάρολος, μολονότι τα παιδιά τους ήταν κάποτε αρραβωνισμένα, έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε σε γάμο την Ειρήνη, θέλοντας να ενώσει την Ανατολή με τη Δύση. Η πρόταση αυτή επέσπευσε την πτώση της Ειρήνης, αιτίες της οποίας ήταν η εικονομαχική αντίδραση στις συνεχείς παραχωρήσεις της στους μοναχούς, ο περιορισμός των κρατικών πόρων, η απειλούμενη υποταγή στον πάπα και οι φανερές πλέον ενέργειες του ευνούχου Αέτιου, ο οποίος, έχοντας καταστεί απόλυτος σχεδόν κύριος του κράτους, προόριζε για αυτοκράτορα τον αδελφό του. Τελικά οργανώθηκε συνωμοσία τόσο κατά της Ειρήνης, όσο και κατά του Αέτιου από πολιτικούς και στρατιωτικούς άρχοντες και τον Οκτώβριο του 802 η Ειρήνη εκθρονίστηκε και ανέβηκε στον θρόνο ο γενικός λογοθέτης Νικηφόρος.
Η σπουδαιότερη πηγή για τα έργα και τις ημέρες της Ειρήνης είναι ο χρονογράφος Θεοφάνης ο Ομολογητής. Όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν θέλησε να αποκρύψει το μεγάλο της κακούργημα, την αρχομανία της και τους δόλους της. Ο Γίββων δέχεται όλα τα γραφόμενα του Θεοφάνη κατά της Ειρήνης και συνοψίζει: «αυτή η φιλόδοξη πριγκίπισσα που απαρνήθηκε τα ιερότερα καθήκοντα της μητέρας...» Ο Παπαρρηγόπουλος ήδη στο πρώτο από τα αναφερόμενα σ' αυτήν κεφάλαια παραθέτει υποκεφάλαιο με τίτλο «αφροσύνη και κακοβουλία της Ειρήνης» ενώ στο «Τελευταίαι περί Ειρήνης κρίσεις» αναφέρει «Δυστυχώς δεν περιωρίσθη εις μόνον το των εικόνων ζήτημα, αλλά παρέλυσε τον στρατόν, εθυσίασε τα σπουδαιότερα εξωτερικά του κράτους συμφέροντα, κατήργησε παραλόγως πολλούς απαραιτήτους φόρους, επολλαπλασίασε τα μοναστήρια, κατέστησε την κυβέρνησιν υποχείριον των μοναχών και παρέδωκε τα πράγματα εις χείρας ανδρών ανικάνων…» Ο Κάρολος Ντηλ μιλά για την έλλειψη ενδοιασμών, τη ραδιουργία, ωμότητα και δολιότητά της και αμφιβάλλει για τις ικανότητές της. Ο Στήβεν Ράνσιμαν την κατατάσσει ανάμεσα στους ραδιούργους και χωρίς ενδοιασμούς ανθρώπους και μιλά για τα ολέθρια αποτελέσματα της διοίκησής της. Όμοια επικριτικός και ο Νόργουιτς, ο οποίος μάλιστα υποπτεύεται, ότι η Ειρήνη δολοφόνησε τον νεογέννητο γιο του Κωνσταντίνου ΣΤ΄.
8) Η Θεοφανώ (941 - 976) ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου και σύζυγος δύο αυτοκρατόρων, του Ρωμανού Β' και, μετά το θάνατό του, του Νικηφόρου Φωκά. Γεννήθηκε πιθανόν στη Λακωνία στην Πελοπόννησο σε οικογένεια με ελληνική καταγωγή. Η Θεοφανώ ήταν γυναίκα λαϊκής καταγωγής, κόρη ταβερνιάρη, και το πραγματικό της όνομα φέρεται πως ήταν Αναστασώ. Η Θεοφανώ, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς είναι πιθανόν να γνώριζε ή και να συμμετείχε στη δολοφονία του πεθερού της Κωνσταντίνου Ζ΄ και του πρώτου συζύγου της Ρωμανού Β´ . Στη συνέχεια, όταν έμεινε χήρα παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Φωκά, αλλά όταν η πολιτική του άρχισε να προκαλεί το λαϊκό αίσθημα, για να μην ταυτιστεί η μοίρα της (όπως και των παιδιών της) με του Φωκά, συνωμότησε με τον ανηψιό του και τότε εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή να τον δολοφονήσουν. Ο Νικηφόρος Φωκάς φέρεται να αντιλήφθηκε τα σχέδιά τους και απομάκρυνε τον Τσιμισκή, αλλά άγνωστο για ποιον λόγο, αργότερα τον ανακάλεσε από την εξορία. Ο Τσιμισκής και η Θεοφανώ ολοκλήρωσαν τότε το σχέδιό τους και σκότωσαν τον Νικηφόρο. Μετά την επικράτηση του Ιωάννη Τσιμισκή όμως, η ενοχή της ήταν τόσο φανερή που ο πατριάρχης Πολύευκτος εξεβίασε το νέο αυτοκράτορα ότι δεν θα τον έχριζε αν δεν απομάκρυνε τη Θεοφανώ. Τότε αυτή εξορίστηκε στα Πριγκιπόννησα, όπου έμεινε για ένα χρόνο - μέχρι το 970 μ.Χ. Δραπέτευσε τότε και οργάνωσε συνωμοσία εναντίον του Τσιμισκή αλλά απέτυχε και την έκλεισαν σε μοναστήρι στην Αρμενία. Μετά το θάνατο του Τσιμισκή, οι γιοι της Βασίλειος Β' και Κωνσταντίνος Η' την επανέφεραν από την εξορία, χωρίς όμως να αναμειχθεί ξανά στην πολιτική. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, ξεχασμένη απ' όλους, αν και στα τελευταία της χρόνια έζησε στην άνεση των ανακτόρων.
9) Η Ζωή η Πορφυρογέννητη (περ. 978 – 1050) κυβέρνησε ως Αυτοκράτειρα των Ρωμαίων μαζί με την αδελφή της Θεοδώρα από το 1042 μέχρι το 1050 και ως Αυτοκρατορική σύζυγος από το 1028 έως το 1042. Την έχουν χαρακτηρίσει ως την Αυτοκράτειρα με τη μεγαλύτερη επιρροή τον 11ο αι., η οποία καθόρισε για τέσσερις συνεχόμενες φορές τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Η Ζωή ήταν η δεύτερη κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων και της Ελένης τού Αλυπίου και πήρε τον τίτλο "Πορφυρογέννητη", διότι είχε γεννηθεί στο πορφυρό δωμάτιο, όπου γεννιόταν μόνο τα παιδιά των Αυτοκρατόρων. Ο πατέρας της ήταν συναυτοκράτορας μαζί με τον αδελφό του τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, αλλά επειδή ήταν πολύ μικρός και γενικά δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πολιτική, ουσιαστικά την εξουσία την είχε υπό τον έλεγχό του ο Βασίλειος Β΄ . Ο ευνούχος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, που ήταν έμπιστος του Βασιλείου Β΄ και ασκούσε ισχυρή επιρροή επάνω του, άρχισε να αισθάνεται απειλή από τις δύο πριγκίπισσες, καθώς ο άνδρας που θα παντρευόταν κάποια από τις δύο, θα γινόταν αυτόματα πανίσχυρος, θα διεκδικούσε άμεσα τον Αυτοκρατορικό θρόνο και θα έθετε σε κίνδυνο την εξουσία του Βασιλείου και κατά συνέπεια και την εξουσία του Ιωάννη. Ο ίδιος ο Βασίλειος Β΄ δεν νυμφεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, ακριβώς λόγω του μεγάλου του φόβου για τον θρόνο του, αλλά και γιατί οι Ρωμαίοι ευγενείς απέφευγαν να νυμφεύονται ξένες (μη Ρωμαίες) γυναίκες, λόγω του ότι θεωρούντο κατώτερες. Έτσι δεν ήταν δύσκολο για τον Ιωάννη να πείσει τον Αυτοκράτορα να παύσει κάθε διαπραγμάτευση γάμου για τη Ζωή και τη Θεοδώρα και να τις απομακρύνει στα διαμερίσματά τους, όπου παρέμειναν έγκλειστες για τα επόμενα περίπου τριάντα χρόνια. Η αδυναμία του πατέρα της και του θείου της να παντρέψουν την ίδια και την αδελφή της με έναν κατάλληλο σύζυγο στη σωστή ηλικία, που ήταν γύρω στα δεκαπέντε προκάλεσε και την έλλειψη διαδόχων του θρόνου και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας.
Αυτός ο εξαιρετικά μακροχρόνιος κατ' οίκον περιορισμός και η ανάγκη να διαμένουν επί πολλά χρόνια μαζί οι δύο αδελφές, προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο μια έντονη αντιπάθεια ανάμεσά τους. Τυπικά η Ζωή, όντας η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές, θεωρείτο πρώτη Αυτοκράτειρα και είχε μεγαλύτερη εξουσία από την αδελφή της. Ο θρόνος της μάλιστα ήταν τοποθετημένος γι' αυτόν τον λόγο ελαφρά πιο μπροστά από τον θρόνο της Θεοδώρας. Όμως η Θεοδώρα ήταν και εκείνη πολύ ισχυρή και, εφόσον εξαναγκάστηκε να αναλάβει την εξουσία, ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την αδελφή της, με την οποία διαφωνούσε σχεδόν απόλυτα, να κάνει ό,τι ήθελε. Η συνδιακυβέρνησή τους από νωρίς αποδείχθηκε ταραγμένη και γεμάτη συγκρούσεις και ανταγωνισμούς· η Σύγκλητος άρχισε να διχάζεται, καθώς τα μέλη της άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους στη μία ή την άλλη Αυτοκράτειρα. 
10) Η Θεοδώρα η Πορφυρογέννητη (984 - 1056) ήταν συναυτοκράτειρα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τις 19 Απριλίου 1042 έως και της 10 Ιανουαρίου 1055. Ενώ στις 11 Ιανουαρίου 1055 έως και το θάνατο της, τον Αύγουστο του 1056 ήταν αυτοκράτειρα της αυτοκρατορίας από την Μακεδονική δυναστεία που κυβέρνησε της Βυζαντινή Αυτοκρατορία για σχεδόν δύο αιώνες. Διέθετε δυναμικό και φιλόδοξο χαρακτήρα καθώς στην αρχή της βασιλείας του Ρωμανού Γ’ Αργυρού (1029) φαίνεται ότι έπαιξε κάποιο ρόλο στην εκδήλωση των συνωμοσιών του Προυσιανού και του Κωνσταντίνου Διογένη, οδηγώντας τη Ζωή στην απόφαση να την περιορίσει στη μονή Πετρίου. Η Θεοδώρα, θα αναλάβει για δεύτερη φορά την αυτοκρατορική εξουσία - ως μόνη κάτοχός της - στις 11 Ιανουαρίου του 1055, αμέσως μετά το θάνατο του Μονομάχου, αφού πρώτα εξουδετέρωσε τις απειλές που είχαν εμφανισθεί. Από την μιά πλευρά οι άνθρωποι του Κωνσταντίνου Θ΄ προσπάθησαν να αναγορεύσουν αυτοκράτορα τον δούκα Βουλγαρίας Νικηφόρο Πρωτεύοντα. Από την άλλη πλευρά, ο πατρίκιος Βρυέννιος αποπειράθηκε φαίνεται και αυτός να στασιάσει. «Όλοι βέβαια το θεωρούσαν απρεπές να εκθηλύνεται έτσι η άλλοτε αρρενωπή εξουσία των Ρωμαίων». Όχι τόσο από την επιθυμία για μονοκρατορία, αλλά -όπως παρατηρεί ο Ψελλός- επειδή ίσως δεν ήθελε να ακολουθήσει η Θεοδώρα την μοίρα της Ζωής.  Ο Ψελλός μαρτυρεί την ύπαρξη ενός γενικότερου κλίματος δυσαρέσκειας, εξαιτίας του ότι η Ρωμαϊκή αρχή βρισκόταν στα χέρια μιας γυναίκας. Φαίνεται πως είχε πλήρη συναίσθηση της δύναμής της. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ενώ κατά το έθιμο, για να πάρει με το μέρος της αρχές και λαό έπρεπε να κάνει δωρεές, εκείνη αρνήθηκε δικαιολογώντας την απόφασή της αυτή, σύμφωνα με τον Ψελλό, ως ανανέωση αρχής που ανήκε στη νόμιμη κληρονόμο. Εδώ έχουμε και μια πρόσθετη πληροφορία που αφορά στη φιλαργυρία της αλλά και την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε κατά την περίοδο που ήταν στην εξουσία. Πέθανε τον Αύγουστο του 1056 σε ηλικία περίπου εβδομήντα πέντε ετών, από κάποιο γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο Ψελλός και έστεψε διάδοχό της τον Μιχαήλ ΣΤ΄ τον Στρατιωτικό, χωρίς όμως να έχει προνοήσει για τη διαδοχή. Ετάφη στον ναό των Αγίων Αποστόλων. Η βασιλεία της Θεοδώρας της πορφυρογέννητης σήμανε και το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Φαίνεται πως οι βυζαντινές αυτοκράτειρες που κατάφεραν να αναρριχηθούν στο ύπατο αξίωμα και πιο συγκεκριμένα η Θεοδώρα, εκτός από την ευγλωττία της, την φιλοδοξία και την ανάμειξή της στις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, έδρασε ως ικανή αυτοκρατόρισσα που εκμεταλλεύθηκε τις προσωπικές ατέλειες και αδυναμίες του κύκλου της, χωρίς να παραιτηθεί από τα προνόμια που της παρείχε η θέση της ως μέλους της Μακεδονικής δυναστείας.
11) Η Ειρήνη Δούκαινα (1066 - 1138) ήταν αυτοκράτειρα από τη Δυναστεία των Δουκών χάρη στον γάμο της με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό από τη Δυναστεία των Κομνηνών. Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν τρίτο παιδί και μεγαλύτερη κόρη του Πρωτοβεστιάριου Ανδρόνικου Δούκα και της Μαρίας της Βουλγαρίας, εγγονής του Ιβάν Βλάντισλαβ της Βουλγαρίας. Ο πατέρας της Ανδρόνικος ήταν μεγαλύτερος γιος του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα, ανεψιός του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και ξάδελφος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Η Ειρήνη Δούκαινα ήταν γενικά ντροπαλή, δεν εμφανιζόταν σε δημόσιες συγκεντρώσεις και σε μεγάλο πλήθος αν και ήταν αρκετά ισχυρή στη διακυβέρνηση, απομονωμένη ασχολήθηκε με την ανάγνωση θρησκευτικής λογοτεχνίας και με φιλανθρωπίες. Η Μαρία Αλανή ήταν από την αρχή ερωμένη του αυτοκράτορα αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενοχλούσε σημαντικά την Ειρήνη, δεν έφερε καμία σύγκρουση στις σχέσεις τους. Συνόδευσε τον σύζυγο της στις περισσότερες αποστολές με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η επίσκεψη στον Βοημούνδο Α΄ της Αντιόχειας (1107) και στη Χερσόννησο (1112). Στις αποστολές αυτές είχε περισσότερο τον ρόλο της νοσοκόμας απέναντι στον σύζυγο της, φρόντιζε την υγεία του που έπασχε από ουρική αρθρίτιδα και τον προστάτευε από συνωμοσίες που ήταν αρκετές εκείνη την εποχή. Πολλοί συγγραφείς εκφράζουν την άποψη ότι ο Αλέξιος έπαιρνε τη σύζυγο του μαζί του επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη να την αφήσει μόνη της στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή που παρέμενε στην Πόλη ασκούσε την εξουσία στο όνομα της συζύγου της, κύριος συνεργάτης της ήταν ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος που παντρεύτηκε την κόρη της Άννα Κομνηνή. Η Ειρήνη πίεζε συνεχώς τον Αλέξιο να ορίσει διάδοχο την Άννα και τον σύζυγο της Νικηφόρο αποκληρώνοντας τον νόμιμο διάδοχο Ιωάννη. Η Ειρήνη φρόντισε τον Αλέξιο στο νεκροκρέβατο του (1118), την ίδια εποχή προσπαθούσε με κάθε μέσο να τον διαδεχτούν η κόρη της Άννα και ο σύζυγος της Νικηφόρος, ο Αλέξιος ωστόσο είχε ορίσει διάδοχο τον Ιωάννη και η μητέρα του τον κατηγόρησε για κλοπή και προδοσία. Όταν πέθανε ο Αλέξιος Α΄ η Ειρήνη εκδήλωσε έντονα το πένθος, φόρεσε τα ρούχα της κόρης της Ευδοκίας που ο σύζυγος της είχε πεθάνει πρόσφατα. Προχώρησε με την κόρη της Άννα σύντομα σε συνωμοσία εναντίον του Ιωάννη αλλά αποκαλύφτηκε και εξορίστηκαν στην μονή της Κεχαριτωμένης που είχε ιδρύσει η Ειρήνη πριν από μερικά χρόνια.
12) Η Μαρία της Αντιόχειας (1145 - 1182) από τον Οίκο του Πουατιέ-Αντιόχειας ήταν σύζυγος του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Η Μαρία της Αντιόχειας γεννήθηκε το 1145. Ήταν κόρη του Ραϋμόνδου του Πουατιέ και της Κωνσταντίας της Αντιόχειας. Παντρεύτηκε τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό τα Χριστούγεννα του 1161. Για αρκετά χρόνια ήταν άτεκνη, αλλά μετά από μια αποβολή τον Σεπτέμβριο του 1169 έγινε μητέρα του Αλέξιου Β΄ Κομνηνού. Ο σύζυγός της έλαβε όλα εκείνα τα μέτρα με τα οποία θα κατοχύρωνε τον γιο του ως διάδοχο και την αφοσίωση στο πρόσωπό του: η Μαρία θα έπρεπε να γίνει μοναχή και κυρίως να μην ξαναπαντρευτεί. Πράγματι μετά τον θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή ονόματι Ξένη. Έντονες υπήρξαν οι φήμες πως είχε εραστή, έναν ανιψιό του συζύγου της, τον πρωτοσέβαστο και πρωτοβεστιάριο Αλέξιο Κομνηνό. Μετά τον θάνατο του συζύγου της ήταν όχι ιδιαίτερα δημοφιλής ως αντιβασίλισσα του νεαρού της γιου Αλέξιου Β΄ Κομνηνού, ενώ αντιμετώπισε την αντιπάθεια της πρόγονής της Μαρίας της Πορφυρογέννητης. Η Μαρία η Πορφυρογέννητη υποκίνησε κίνημα σε βάρος της μητριάς της: αναθεματίστηκε αυτή κι ο εραστής της από κάποιον ιερέα στον ιππόδρομο. Ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός, εξάδελφος του αυτοκράτορα Μανουήλ, κατηγόρησε τη Μαρία για συνωμοσία εναντίον του γιου της και για διαφθορά της καθαρότητας του στέμματος λόγω της σχέσης της με τον πρωτοσέβαστο. Όταν ο Ανδρόνικος Α΄ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ζήτησε -ανεπιτυχώς- από τρεις δικαστές του velum να την καταδικάσουν για προδοσία και η Μαρία κατέφυγε στη βοήθεια του γαμπρού της Βασιλιά Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, ζητώντας του να λεηλατήσει περιοχές γύρω από το Βελιγράδι. Τελικά καταδικάστηκε για προδοσία σε φυλάκιση σε μια μικρή φυλακή κοντά στη Χρυσή Πύλη. Ο Αλέξιος Β΄ υπέγραψε την καταδικαστική απόφαση σε θάνατο της μητέρας του. Όμως η εκτέλεση αναβλήθηκε λόγω της άρνησης του γιου του Ανδρόνικου Μανουήλ και του γαμπρού του Γεωργίου να την εκτελέσουν. Τελικά στα τέλη του 1182 στραγγαλίστηκε και θάφτηκε στην ακτή.
Μετά το θάνατο του Μανουήλ το 1180, η χήρα του, η Λατίνα πριγκίπισσα Μαρία της Αντιόχειας, ενήργησε ως αντιβασίλισσα στο γιο της Αλέξιο Β' Κομνηνό. Η αντιβασιλεία της ήταν διαβόητη για την ευνοιοκρατία που έδειξε στους Λατίνους εμπόρους και τους μεγάλους αριστοκράτες γαιοκτήμονες, και ανατράπηκε τον Απρίλιο του 1182 από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, ο οποίος εισήλθε στην πόλη σε ένα κύμα λαϊκής υποστήριξης. Όμως, ο Ανδρόνικος διέδωσε τη φήμη ότι οι Λατίνοι της πρωτεύουσας σκέφτονταν να επιτεθούν στους Έλληνες, οπότε όχλος εισήλθε στη Λατινική συνοικία της πόλης κι άρχισε να επιτίθεται στους κατοίκους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης είχε τη βοήθεια του στρατού της επαρχίας, τον οποίο παρακινούσε ο Ανδρόνικος Κομνηνός που απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Σπίτια, εκκλησίες και φιλανθρωπικά ιδρύματα λεηλατήθηκαν. Το έξαλλο πλήθος λεηλάτησε κι έκαψε τα πάντα, έσφαξε κληρικούς και λαϊκούς, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και τους γέρους και τους αρρώστους των νοσοκομείων. Πολλοί είχαν προβλέψει τα γεγονότα και διέφυγαν από τη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός δεν είχε καμία ιδιαίτερη αντι-Λατινική στάση, επέτρεψε να προχωρήσει ανεξέλεγκτα η σφαγή. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Ανδρόνικος καθαιρέθηκε και παραδόθηκε στον όχλο της Κωνσταντινούπολης, και βασανίστηκε και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον Ιππόδρομο από Λατίνους στρατιώτες.
13) Η (Ιωάννα) Άννα της Σαβοΐας (Anna di Savoia, 1306 - 1365), ή Άννα Παλαιολογίνα, ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Άννα της Σαβοΐας είχε γεννηθεί γύρω στα 1306 στο Σαμπερί (Chambery). Οι γονείς της ήταν ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος Ε' και η Μαρία της Βραβάνδης. Το καλοκαίρι του 1325 έφτασε βυζαντινή αποστολή στην πατρίδα της με σκοπό τη σύναψη συνοικεσίου ανάμεσα στον βυζαντινό αυτοκρατορικό οίκο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, ο οποίος στο μεταξύ είχε χηρεύσει, όταν πέθανε η (Αδελαΐδα) Ειρήνη του Μπράουνσβαϊγκ και μάλιστα άτεκνη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους συνάφθηκε συμβόλαιο και στα τέλη του Νοεμβρίου αναχώρησε για την Βυζαντινή πρωτεύουσα. Έφτασε εκεί τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς. Λόγω των δύσκολων συνθηκών του ταξιδιού η Άννα αρρώστησε και η πραγματοποίηση του γάμου της καθυστέρησε έως τον Οκτώβριο. Τελικά τελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη κατά το βυζαντινό τυπικό. Όταν έφυγε από την ιδιαίτερη πατρίδα της η Άννα συνοδευόταν κι από μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων: τον ιερέα της, τρεις Φραγκισκανούς αδελφούς, ευγενείς, κυρίες επί των τιμών αλλά και Σαβόϊους ιππότες. Χωρίς να είναι οι πρώτοι-καθώς πίστευε ο σύζυγός της Άννας-του γνώρισαν δυτικές ιπποτικές συνήθειες, όπως κονταρομαχίες και ξιφομαχίες ιππέων. Γι' αυτά όλα οι πρεσβύτεροι αυλικοί του Ανδρόνικου δυσφορούσαν και ανησυχούσαν επειδή ίσως εξέθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο. Στις 14 με 15 Ιουνίου του 1341, μετά από ασθένεια, πέθανε ο σύζυγός της και η ίδια έγινε αντιβασίλισσα του ανήλικου γιου της Ιωάννη Ε΄. Θα συγκρουστεί με τον φιλόδοξο Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ο οποίος αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στη Θράκη από τον στρατό. Η περίοδος της αντιβασιλείας της σημαδεύεται από την «μεταμόρφωση της δυναστικής έριδας σε εμφύλιο πόλεμο με κοινωνικές προεκτάσεις».Την αντιβασιλεία εποφθαλμιούσαν οι Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός από τη μια μεριά και ο Αλέξιος Απόκαυκος με τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα οι οποίοι την επηρέαζαν αρκετά. Η ίδια και ο πατριάρχης ήταν άπειροι στη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. 
Η οικονομία του κράτους είναι κλονισμένη, το βυζαντινό νόμισμα είναι αισθητά υποτιμημένο και η ίδια με συμφωνίες που ανανεώνει με τις Ιταλικές Δημοκρατίες της Βενετίας (Μάρτιος 1342) και της Γένοβας (Σεπτέμβριος 1342). Η πρώτη αποσκοπούσε στη ρύθμιση των χρεών του Βυζαντίου απέναντι στη Βενετία και του τρόπου αποπληρωμής τους, και η δεύτερη να άρει την αποξένωση των Κωνσταντινοπολιτών και των Γενουατών εμπόρων, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την οικονομική τους διείσδυση. Η έκταση της οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετώπιζε το κράτος εκτεινόταν και στην ίδια την αυτοκράτειρα. Έτσι είχε φτάσει να υποθηκεύσει τα κόσμια της βασιλείας (iocalia imperii), που αποτελούνταν από πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια, στους Βενετούς αντί του δυσανάλογα μικρού για την αξία τους ποσού των 30.000 δουκάτων. Δεν κατόρθωσε να επιστρέψει ποτέ τα χρήματα ούτε να πάρει πίσω τα κοσμήματά της. Επίσης έφτασε να πωλήσει το διάκοσμο των εικόνων των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης.
Το καλοκαίρι του 1343 θα στείλει αντιπροσωπεία στην Αβινιόν με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα Κλήμεντα ΣΤ΄ και να του προτείνει «την υποταγή στην Αγία Έδρα τόσο της ίδιας όσο και του γιου της Ιωάννη, του Αλέξιου Απόκαυκου και του πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα» έναντι πρακτικής, οικονομικής και στρατιωτικής, βοήθειας απέναντι στους Τούρκους.
 Πηγή : 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7_%CE%B7_%CE%91%CE%B8%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%8E_(10%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CF%89%CE%AE_(%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%B1_(11%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82) 
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7_%CE%94%CE%BF%CF%8D%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%B1
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%8C%CF%87%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82_(1145-1182)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BD%CE%BD%CE%B1_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A3%CE%B1%CE%B2%CE%BF%CE%90%CE%B1%CF%82
https://www.archaiologia.gr/blog/issue/%CE%B7-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B2%CF%85%CE%B6%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF/
https://www.historical-quest.com/poioi-eimaste/109-archive/mesaioniki-istoria/85-autokrateira-theodora-h-lixi-tis-eikonomaxias.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου