Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα κλέφτικα τραγούδια της Ελλάδας

"Πλην της αρχαίας απλότητος και λιτότητος
παρατηρούμεν και ακραιφνές νεωτερικόν πάθος
και σθένος ακαταδάμαστον εις τα δημοτικά τραγούδια,
οπού η γλώσσα είναι έμπλεως ορμής
προς απόσεισιν του ξενικού ζυγού και
αδιαλλάκτου μίσους προς τους απίστους μουσουλμάνους.
Τα κλέφτικα τραγούδια νομίζεις πως είναι χείμαρροι αφρισμένοι,
εκρέοντες όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλ’ από
τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου".
(Κ. Mendelsohn Bartholdy)
Τα δημοτικά τραγούδια κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και της προφορικής παράδοσης. Η παρουσία τους εντοπίζεται κατά τα βυζαντινά χρόνια (9ο και 10ο αιώνα) με τα ακριτικά τραγούδια και η μακραίωνη ιστορία τους δημιούργησε μια πνευματική παρακαταθήκη που φτάνει μέχρι και σήμερα. Μέρος αυτής της παράδοσης αποτελούν και τα κλέφτικα τραγούδια, η αφετηρία των οποίων τοποθετείται από κάποιους ερευνητές στον 17ο αιώνα, ενώ από άλλους νωρίτερα. Η ακμή τους σημειώθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης κατά των Οθωμανών. Ακόμη, όμως, και μετά τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα συνεχίστηκε η παράδοση του κλέφτικου τραγουδιού στα λεγόμενα ληστρικά, πειρατικά και τραγούδια της φυλακής, που είχαν ως θέμα τους την εναντίωση κατά της νέας επίσημης εξουσίας.
Το κλέφτικο τραγούδι άνθισε σε περιοχές, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η δυτική Μακεδονία, εκεί που έδρασαν κυρίως οι κλεφταρματολοί. Καταγράφουν τη ζωή κλεφτών και αρματολών, όμως δεν εκφράζουν την πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων, αλλά περισσότερο επιλεκτικές απόψεις και αντιλήψεις για σημαντικά πρόσωπα και καταστάσεις. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ερατοσθένης Καψωμένος, «οι λαϊκοί ποιητές επιλέγουν από τη ζωή, τα ήθη, τους κώδικες τιμής και τα κατορθώματα των κλεφτών μόνον ό,τι εξυπηρετεί τον δικό τους σκοπό, που είναι αφενός η αληθοφάνεια (αναφορά σε γνωστά ιστορικά γεγονότα) και αφετέρου η ανάδειξη των αξιών που συνθέτουν την κοινή λαϊκή ιδεολογία».
Τα κλέφτικα τραγούδια «γεννήθηκαν» από την ανάγκη του λαού να εκφράσει την οδύνη ή τον θαυμασμό του για σημαντικά γεγονότα. Ένα ζήτημα που προκύπτει είναι το ποιος θεωρείται ο δημιουργός τους. Κάποιοι μελετητές θεωρούν τα κλέφτικα τραγούδια δημιουργήματα των ίδιων των κλεφτών. Οι κλέφτες συνέθεταν τα τραγούδια, συνήθως όχι για την προσωπική τους προβολή, αλλά αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες και τους πόθους της κοινωνίας. Άλλοι μελετητές θεωρούν τα κλέφτικα τραγούδια δημιουργήματα του περιβάλλοντος των κλεφταρματολών. Μια τρίτη προσέγγιση υποστηρίζει ότι, η καταπιεσμένη πλειοψηφία των φτωχών Ελλήνων αναγνώριζε στο πρόσωπο των κλεφτών και των αρματολών το αντιστασιακό πνεύμα και την επαναστατική διάθεση και είχε την ανάγκη να εξυμνήσει τα κατορθώματά τους.
Ο λόγος των κλέφτικων τραγουδιών είναι λιτός και πυκνός, χωρίς μακρηγορίες, με ελάχιστα επίθετα, καθώς η έμφαση δίνεται κυρίως στα ρήματα και τα ουσιαστικά. Παρότι διακρίνονται για τη λιτότητα, η έκφρασή τους είναι γεμάτη πάθος, τόλμη και δραματικότητα. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι τα κλέφτικα τραγούδια ήταν καθιστά, δε χορεύονταν. Το περιεχόμενό τους είναι άλλοτε εγκωμιαστικό και αφορά τη ζωή και τα κατορθώματα των κλεφταρματολών και άλλοτε θρηνητικό, όταν αναφέρονται στο θάνατο αυτών, των παλικαριών ή/και μελών των οικογενειών τους. Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνεται η καθημερινή ζωή των κλεφταρματολών, οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, ο θαυμασμός των υποδουλωμένων Ελλήνων για τους αγώνες τους και ο πόνος για τον θάνατο.
To πρώτο που έκανε ο Κολοκοτρώνης μόλις απέκτησε τη δική του κλέφτικη ομάδα, ήταν να βρει τον παλιό φίλο του πατέρα του, Στασινάκο, που αν και χρωστούσε λεφτά στην πάμπτωχη πλέον οικογένεια του Κολοκοτρώνη, επωφελούμενος του θανάτου του Κωνσταντή, δεν δεχόταν να τους εξοφλήσει. Όταν εισέπραξε τα χρήματα, τα έστειλε στη μητέρα του και προχώρησε για τον επόμενό του στόχο: να εκπαιδευτεί στην τέχνη του πολέμου. Έτσι, πήγε «ν’ ανταμώση τον Ζαχαριά, το μεγάλο του δάσκαλο που τ’ όνομά του άρχισε να λάμπη τότε, ήλιος χρυσών ελπίδων, στον ουρανό των ραγιάδων».
«Ο Ζαχαριάς είχε το στρατηγείο του στους πύργους της Μπαρμπίτσας. Ούτε οι ραγιάδες, ούτε η Τουρκιά είχαν δη ως τα τώρα κάτι που να θυμίζη, μακάρι κι από μακρυά, το μοναδικό τούτο πρόδρομο του εικοσιένα»
Οι περιγραφές για τον Καπετάν Ζαχαριά ή Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη μιλούν για ένα αδούλωτο θεριό.
«Ατσαλόκορμος, ελεύθερος σαν αγρίμι, καρδιά λιονταριού, μάστορης τρομερός του πολέμου και μυαλό σπουδαίο, πούβλεπε μακρυά.
»Μετά το αιματηρό σάρωμα πούχε κάμη ο Τσεζαερλής, μ’ αυτόν ξαναφούντωνε, μ’ ορμή δεκαπλάσια η κλεφτουριά. Κανείς, πριν απ’ αυτόν στο Μωρηά, δεν είχεν αδυνατίση κι εξευτελίση τόσο την τουρκική εξουσία (…)
»Κι είχε συλλάβη το μεγαλεπήβολο σχέδιο, που το πραγματοποίησε , για μια στιγμή, ως ένα σημείο: Να ενώση κάτω από τη σημαία του τους κλέφτες. Έφθασε να εξουσιάζη πραγματικά ως εικοσιτέσσερα κατηλίκια, υπογραφότανε ‘αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου’.
– Είσαι παιδί του Κολοκοτρώνη; Ρώτησε ο Ζαχαριάς τον Θόδωρο.
– Πού το ξέρεις;
– Το βλέπω στα σουσούμια σου. Έχεις τον αγέρα του. Κάτσε.
Ο Ζαχαριάς έσφαξε αρνιά για να τιμήσει τη μνήμη του ηρωικού Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Ο Θόδωρος είχε σαστίσει με όσα έβλεπε γύρω του.
«Ο Κολοκοτρώνης είδε τους πύργους, σωστούς στρατώνες. Είδε να λειτουργή σχολείο για τα παιδιά των παλληκαριών και τέλος, με κατάπληξι, το Ζαχαριά να κάνη στους ραγιάδες τον κριτή και να δικάζη με την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (σ.σ. συλλογή νομικών κειμένων του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου, 1344-1345).
»Ο Ζαχαριάς τον βρήκε δυνατό στο μυαλό, τον έκρινε άξιο να γίνη αρχηγός μια μέρα και του εμπιστεύτηκε το σχέδιο του για τη συνεννόησι όλων των κλεφτών. Ο Κολοκοτρώνης δέχτηκε της ιδέες του μ’ ακράτητο ενθουσιασμό. Γίνηκε πιστός κι αφοσιωμένος άνθρωπός του.
»Κάστρα του ενωμένου στρατοπέδου της κλεφτουριάς του Μωρηά έγιναν η κορυφογραμμές Ταϋγέτου, των βουνών της Αρκαδίας και των Καλαβρύτων ως την Αχαΐα.
»Μέρος της Λακωνίας και της Τσακωνιάς είχε οργανώση ο ίδιος ο Ζαχαριας. Ο Κολοκοτρώνης κράταγε με τους δικούς του Λιοντάρι και Γορτυνίας. (…) Μέσα σ΄όλη αυτή τη δράσι μεγάλωνε τ’ όνομα και η επιρροή του Κολοκοτρώνη».
Αυτή ήταν η αφετηρία της στρατιωτικής πορείας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ταυτόχρονα όμως ξεκινά και ένας νέος κύκλος, ο σημαντικότερος στην προσωπική του ζωή.
«Απάνω σ’ αυτή την πρώτη χαραυγή της αρχηγίας και της φήμης του αγαπήθηκε, αγάπησε και δέθηκε για πάντα με την κόρη του προεστού Καρούτσου (σ.σ. Αικατερίνη), από το Άκοβο, πουχε μαρτυρικά θανατωθή από τους Τούρκους. Γίνηκε σύγαμπρος του Τουρκοφάγου Νικηταρά, πουγινε στο είκοσιένα το δεξί του χέρι»
Για τα επόμενα χρόνια ο Κολοκοτρώνης μοίραζε τη ζωή του μεταξύ της οικογενειακής ζωής και της κλεφτούριας.
«Έχτισα σπίτια, λέγει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, επήρα προικιό, εληές, αμπέλι, έγινα νοικοκύρης. Εφύλαγα και το βιλαέτι. Εστεκόμαστε πάντοτε με το ντουφέκι».


Το παρακάτω κλέφτικο δημοτικό τραγούδι καταγράφηκε σε διάφορες παραλλαγές στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Ίσως το αρχικό τραγούδι είχε ως υπόθεσή του επιχείρηση που κατέληξε στο να αποσπασθεί από τα χέρια του Χάροντα η λεία του.
Της Τρίχας το γεφύρι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο. Φυσικά στο τραγούδι έχει χάσει αυτή τη σημασία.
Παραλλαγή του τραγουδιού τραγούδησε ο Κολοκοτρώνης στα παλικάρια του, όπως διηγείται ο ίδιος στον Τερτσέτη: «Ήταν Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδοήντα σύντροφοι, και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου. Από ημέρες τους είχαν είδηση δοσμένη, ότι θα πάνε αλυσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, δια να κάμομε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθηκαμε λοιπόν και τους είπα: Ε αδελφοί χριστιανοί, να είμασθε συγκεντρωμένοι, όχι, όχι που μας ονομάζουν οι άρχοντες και το γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, να κρεμάσομε τα χαμαλιά μας εις τα έλατα· αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμεν και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν δια παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθίσαμε να φάμε, είπα πάλε: Αν είμαστε αδελφοί, να χύσομεν το αίμα μας δια τους αδελφούς μας. Πρώτα τους ορμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα... Απάνω που εκόψανε τ' αρνιά τα ψημένα, ο θεός τους επήγε τους Τούρκους και τους εκτύπησαν· ελαβώθηκε ένας πρώτος από τα παλικάρια, εσκοτώθη ένας πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη και πήραν το κεφάλι του. Έκαμαν πόλεμο. Ήσαν δύο χιλιάδες στρατιώται. Από τους Τούρκους εσκοτώθησαν ογδοήκοντα επτά. Μας εβοήθησε, έλεγεν ο Κολοκοτρώνης, η Παναγία η Θεοτόκος και η καθαριότητά μας, οπού επήγαμε να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας...».


Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμώνται,
κοιμώνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν'ν τα παλικάρια.
Κι ένας τον άλλο έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει:
«Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
-ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια.
Να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι
που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους·
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,
π' αυτή το 'χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο.
ΕΡΜΗΝΕΊΑ ΆΓΝΩΣΤΩΝ ΛΈΞΕΩΝ 
το γουναρικό: αυτοί που φοράνε γούνες, οι άρχοντες, οι κοτζαμπάσηδες.
το χαμαλί (και χαϊμαλί): φυλαχτό.
κουρσεύω: λεηλατώ.
λιανοτραγουδώ: σιγοτραγουδώ.
βόιβοντας: στρατηγός (μεσαίων., βοέβοδας < σλαβ. voivoda).
Πηγή : http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexA5_1.html
Πηγή : https://www.in.gr/2020/10/16/plus/istoriko-arxeio/o-nearos-kolokotronis-kai-oi-kleftes-tou-moria/
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/kleftika.htm
https://www.lavart.gr/epanastasi-tou-1821-ta-dimotika-kleftika-tragoudia/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου