Οι Ουρούμ (Λατινική Γραφή: Urum) είναι μικρή τουρκόφωνη μειονότητα ελληνικής καταγωγής.
Είναι ένας μικρός πληθυσμός ελληνικής καταγωγής, ο οποίος κατοικεί κυρίως στη Νότια-Γεωργία όπως στη περιφέρεια της Τσάλκας αλλά και στην Ουκρανία κυρίως στην Κριμαία, Μαριούπολη στη Τουρκία στις πόλεις Τραπεζούντα, Κερασούντα, Ερζερούμ, Καρς, στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Ονομάζονται οι Ουρούμ Ρωμιοί. Οι Ουρούμ υιοθέτησαν την Τουρκική γλώσσα στα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά παρέμειναν χριστιανοί ορθόδοξοι μέχρι σήμερα. Μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης πολλοί Ουρούμ μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Ουρούμ είναι ευρύς όρος που ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί για τον ορισμό τουρκόφωνων λαών. Έτσι ονομάζονταν οι Έλληνες που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Κριμαία. Στη σύγχρονη εθνογραφία, ο όρος αυτός ισχύει μόνο για το τουρκόφωνο ελληνικό πληθυσμό. Ο όρος Ουρούμ προέρχεται από την αραβική λέξη روم (Ρουμ), που σημαίνει Ρωμαίος και που μεταγενέστερα μετονομάστηκε σε Βυζαντινός και στη συνέχεια Έλληνας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται σήμερα για ακόλουθες υπό-εθνικές ομάδες των Ελλήνων που είναι οι: Οι Έλληνες της Κριμαίας που είναι ταταρόφωνοι. Ζούσαν στις περιοχές γύρω από την Αζοφική Θάλασσα. Οι Έλληνες της Τσάλκας που είναι τουρκόφωνοι και ζούσαν στη Γεωργία. Καραμανλήδες της Καππαδοκίας. Οι Έλληνες της Κριμαίας διαιρούνται σε δύο ομάδες: Είναι οι λεγόμενοι Ελληνόφωνοι-Ρωμαίοι και οι Τουρκόφωνοι-Ουρούμ. Είναι Έλληνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που προέρχονταν από την περιοχή του Πόντου που μετανάστευσαν και αποίκισαν την Κριμαία. Και οι δύο ομάδες μετανάστευαν στην περιοχή για πολλούς αιώνες (απ’ τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι και 17ο αιώνα μ.Χ.) από την Ανατολία, κυρίως από τον Πόντο. Οι τελευταίοι εντάθηκαν στην κοινωνική και πολιτισμική ζωή του τόπου, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν την γλώσσα των Τατάρων της Κριμαίας ως μητρική γλώσσα. Το 1777, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στηΡωσία, η Μεγάλη Αικατερίνη διέταξε την εγκατάσταση όλων των Ελλήνων από τη χερσόνησο στη Βόρεια Αζοφική, έτσι έγιναν γνωστοί ως Έλληνες της Αζοφικής (приазовские греки / priazovskie Greki). Μερικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι η διάλεκτος που ομιλείται από τουςΈλληνες της Αζοφικής διαφέρει από την κοινή γλώσσα των Κριμαίων και ως εκ τούτου αποτελεί μια ξεχωριστή ομάδα γλώσσας αυτής. Οι Ουρούμ είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Σε όλη την ιστορία, αντιπροσώπευαν μια απομονωμένη πολιτιστική ομάδα και σπάνια ζούσαν σε πόλεις που κατοικούνταν από τους Ρωμιούς, παρά την κοινή ελληνική πολιτιστική κληρονομιά μαζί τους. Ο Τουρκολόγος Νικολάι Μπασκάκοφ εκτιμά ότι μέχρι το 1969, οι 60.000 άνθρωποι μιλούσαν την Ουρουμική ως μητρική γλώσσα. Μαζική μετανάστευση των Ελλήνων στον Καύκασο ξεκινησε από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-29, με την προέλαση του ρωσικού στρατού προς τοΕρζερούμ και την Αργυρούπολη προκάλεσε ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό. Ακολούθησε η συμφωνία ειρήνης με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης και η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή, ανάγκασε ένα μεγάλο αριθμό των Ελλήνων να ακολουθήσει τον ρωσικό στρατό, φοβούμενος τα αντίποινα από την πλευρά των Οθωμανών. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση και ειδικότερα ο τσάρος Νικόλαος Α΄ με απόφασή του, μετά από εισήγηση του στρατηγού Ιβάν Πασκέβιτς, τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας, όπου ίδρυσαν 27 αμιγή ελληνικά χωριά. Επί της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσαν αναγνωρισμένη ελληνική μειονότητα της Γεωργίας. Ίδρυσαν επίσης τρία χωριά στην περιοχή Γκομαρέτι.
Οι Έλληνες της Τσάλκας υιοθέτησαν την τούρκικη γλώσσα, διατήρησαν όμως την ορθόδοξη πίστη. Αναφέρονται κυρίως ως Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο Τριαλέτι ή αλλιώς ως Τουρκόφωνοι Έλληνες του Καυκάσου. Μερικοί Πόντιοι τους αποκαλούν Τσαλκαλίδες λόγω εγκατάστασης τους στη γεωργιανή πόλη της Τσάλκας, όπου κάποτε αποτελούσαν την μεγαλύτερη εθνική κοινότητα. Είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, το λεγόμενο παλαιό ημερολόγιο. Σύμφωνα με τον Αντρέι Ποπόφ, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εκατοντάδες οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων Ορθόδοξων από Ερζερούμ, Γκιουμούσχανε και Αρτβίνμετανάστευσαν στη Νότια Ρωσία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Τσάλκας, στη σημερινή Γεωργία. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής κατοικούσαν σε πάνω από 20 χωριά της Τσάλκας και στις άλλες πόλεις όπως η Ντμανίσι, Τέτρι-Τσκάρο, Μαρνεούλι και της Αχαλτσίχε. Το 1926 υπήρχαν 24.000 Έλληνες που ζούσαν στην Τσάλκα από τους οποίους οι 20.000 ήταν Τουρκόφωνοι. Οι Ουρούμ στην πλειοψηφία τους έχουν αρχαία ελληνικά ονόματα, βυζαντινά και λίγα με ξενική προέλευση, κυρίως ρωσική. Τα επώνυμα όμως, ιδίως οι καταλήξεις είχαν τροποποιηθεί με την εγκατάσταση τους σ' αυτήν την περιοχή με συνοπτικές διαδικασίες. Οι περισσότεροι κράτησαν τα επώνυμα και η μόνη αλλαγή έγινε με την προσθήκη της κατάληξης-εφ και -οφ. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός του Εκρωσισμού των κάτοικων που επιχειρήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία και της ευκολότερης ενσωμάτωσης τους στην καινούργια κοινωνία. Με την εγκατάσταση τους στην Ελλάδα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το Ελληνικό Κράτος αναγνώρισε την Ελληνική τους καταγωγή και χορήγησε την Ελληνική υπηκοότητα σε αυτούς. Πρόκειται για μια συμβολική κίνηση "επιστροφής στις ρίζες". Η διάλεκτος που ομιλείται από τους Έλληνες της Τσάλκας είναι παρόμοια με πολλές άλλες διαλέκτους της Ανατολικής Τουρκίας. Ωστόσο, ορισμένοι γλωσσολόγοι όπως ο Νικολάι Μπασκάκοφ την κατατάσσουν ως μια ξεχωριστή γλώσσα λόγω διαφορών στη φωνητική, το λεξιλόγιο και τη γραμματική. Οι Έλληνες της Τσάλκας ονομάζουν τη γλώσσα τους ως Bizim dilja (Η γλώσσα μας). Η γλώσσα αυτή επηρεάστηκε και από τη ρώσικη γλώσσα με αποτέλεσμα πολλές λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι ρώσικες. Η έρευνα του ιστορικού Αϊράτ Αλκάεφέδειξε ότι το 36% των ερωτηθέντων θεωρούσαν την ελληνική γλώσσα ως μητρική τους γλώσσα, παρά την έλλειψη γνώσης της Ελληνικής γλώσσας και το 96% των ερωτηθέντων εξέφρασαν την επιθυμία τους να μάθουν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες δεν είναι πλέον η μεγαλύτερη εθνική ομάδα στην Τσάλκα. Μεταξύ 1989 και 2002, ο αριθμός τους στην περιοχή μειώθηκε από 35.000 σε 3.000.Πολλοί μετανάστευσαν στην Ελλάδα και στο Κρασνοντάρ τηςΡωσίας (π. Κρασνοντάρ, Άμπινσκ, Σότσι, και Γκελέντζικ) και επίσης στη περιοχή τηςΣταυρούπολης της Ρωσίας. Σήμερα οι περισσότεροι Έλληνες της Τσάλκας έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, κυρίως στην Μακεδονία και τη Θράκη. Η γλώσσα που ομιλούν εξαλείφεται και μιλιέται κυρίως από τον πληθυσμό της τρίτης ηλικίας.
Πηγη: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ουρούμ
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Κυριακή 26 Ιουλίου 2015
Ουρουμ - Οι Ελληνορθοδοξοι τουρκοφωνοι της ρωσικης Κριμαιας
Ρωσοτουρκικος πολεμος 1828-1829 - Η Ρωσσια επιβαλει την αυτονομια της Ελλαδος
Ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος 1828-1829, γνωστός στην Ελλάδα (κυρίως στο Βόρειο Έβρο) ως "Πρώτη Ρωσία" πυροδοτήθηκε από την ελληνική επανάσταση και ξέσπασε με την οργή του σουλτάνου για τη ρωσική συμμετοχή στη ναυμαχία του Ναυαρίνου κλείνοντας τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία και ανακαλώντας τη σύμβαση του Άκκερμαν του 1826.
Τον Ιούνιο του 1828 οι κύριες ρωσικές δυνάμεις με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Νικόλαο Α΄ διέσχισαν τον Δούναβη και προωθήθηκαν στην Δοβρουτσά στα σημερινα βουλγαρο-ρουμανικα συνορα. Στη συνέχεια οι Ρώσοι πολιόρκησαν τρεις βασικές ακροπόλεις το Σούμεν, τη Βάρνα και τη Σηλυμβρία με τη βοήθεια του ρωσικου στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Η πολιορκία του Σούμεν αποδείχθηκε πολύ πιο προβληματική, καθώς η ισχυρή τουρκική δύναμη 40.000 ανδρών ήταν υπέρτερη των ρωσικών δυνάμεων. Επιπλέον οι Τούρκοι πέτυχαν να περιορίσουν τους Ρώσους από τις προμήθειές τους. Η έλλειψη τροφίμων και η αύξηση των ασθενειών είχαν προκαλέσει περισσότερους θανάτους από ότι οι εχθροπραξίες και καθώς πλησίαζε ο χειμώνας ο ρωσικός στρατός αναγκάστηκε να αφήσει το Σούμεν και να οχυρωθεί στην Βεσσαραβία. Στις 7 Μαΐου 60.000 στρατιώτες με επικεφαλής τον στρατάρχη Ντιέμπιτς (Diebitsch) διέσχισε το Δούναβη και ξαναπολιόρκησε την Σηλυμβρία. Μέσα σε μερικές εβδομάδες η Σηλυμβρία έπεσε στα χέρια των Ρώσων (19 Ιουνίου). Μέχρι τις 28 Αυγούστου ο ρωσικός στρατός είχε προσεγγίσει σε απόσταση 68 χιλιομέτρων την Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας πανικό στους δρόμους της πρωτεύουσας και διαπράττοντας μεγάλη λεηλασία και καταστροφές στην πορεία του. Ο Σουλτάνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαμηνύσει για την ειρήνη, η οποία συνήφθη στη Αδριανούπολη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Η Συνθήκη της Αδριανούπολης έδωσε στη Ρωσία το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας και τις εκβολές του Δούναβη. Η Τουρκία αναγνώρισε ρωσική κυριαρχία της Γεωργίας και τμήματα της σημερινής Αρμενίας, ενώ στη Σερβία παραχωρήθηκει αυτονομία και η Ρωσία είχε τη δυνατότητα να καταλάβει τη Μολδαβία και Βλαχία (εγγυάται την ευημερία τους, και την πλήρη «ελευθερία του εμπορίου») μέχρις ότου η Τουρκία καταβάλει τις πολεμικές αποζημιώσεις. Η Μολδαβία και τη Βλαχία παρέμειναν υπό ρωσικό επικυριαρχία μέχρι το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου. Η Συνθήκη Ειρήνης της Αδριανούπολης (ή Συνθήκη του Εντιρνέ) σήμανε το τέλος του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου του 1828-1829 ανάμεσα στην Ρωσική Αυτοκρατορία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπογράφτηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 στην Αδριανούπολη από τον ρώσο Κόμη Αλεξέι Ορλώφ και τον τούρκο Αμπντούλ Καντίρ-μπεη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρείχε πρόσβαση στην Ρωσία στις εκβολές του Δούναβη και στα κάστρα του Akhaltsikhe και του Akhalkalaki στην Γεωργία. Ο Σουλτάνος αναγνώρισε στην Ρωσία την κατοχή της Γεωργίας και των Χανάτων του Ερεβάν και του Ναχιτσεβάν τα οποία είχαν παραχωρηθεί στον Τσάρο από την Περσία με την Συνθήκη του Τουρκεμτσάι ένα χρόνο νωρίτερα. Με την συνθήκη άνοιγαν τα Δαρδανέλλια σε όλα τα εμπορικά πλοία, απελευθερώνοντας έτσι το εμπόριο των δημητριακών, των κτηνοτροφικών προϊόντων και της ξυλείας, αν και χρειάστηκε η Συνθήκη του Hünkâr İskelesi (1833) για να διευθετηθεί το ζήτημα των Στενών ανάμεσα στα δύο μέρη. Ο Σουλτάνος εγγυήθηκε εκ νέου την ήδη υποσχεθείσα αυτονομία της Σερβίας, υποσχέθηκε αυτονομία για την Ελλάδα, και επέτρεψε στην Ρωσία να καταλάβει την Μολδαβία και την Βλαχία έως ότου η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταβάλλει αποζημιώσεις. Η συνθήκη επίσης όριζε τα σύνορα μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βλαχίας κατά τον ρου του Δούναβη, μεταβιβάζοντας στην Βλαχία τις συνοριακές επαρχίες (ράγιας) του Turnu Măgurele, Giurgiu και Brăila.
Πηγη: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ρωσοτουρκικός_Πόλεμος_(1828-1829)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Συνθήκη_της_Αδριανούπολης
Ο Νικηφορος Φωκας απελευθερωνει την Κρητη απο τους Σαρακηνους Αραβες
Από τη νησίδα ο Φωκάς έστειλε κατασκοπευτικά σκάφη ενώ ανέμενε να καταφθάσει ολόκληρος ο στόλος. Οι Σαρακηνοί αιφνιδιάστηκαν από το μέγεθος του εκστρατευτικού σώματος αλλά γρήγορα αναθάρρησαν και έλαβαν θέσεις στις ακτές για να εμποδίσουν την απόβαση. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο μεγάλο λιμάνι στη περιοχή για να υποστηρίξει τη δύσκολη επιχείρηση, ο Φωκάς αφού έφτασαν όλα τα πλοία, τα εξόπλισε με επικλινείς σανίδες ώστε να διευκολυνθεί η έξοδος των στρατιωτών από αυτά. Τα πληρώματα διετάχθησαν να κωπηλατήσουν προς τη στεριά και μόλις έφτασαν σε κοντινή απόσταση πλήθος τοξευμάτων κατευθύνθηκε προς τους αμυνόμενους Άραβες. Όλες οι κλίμακες των πλοίων κατέβηκαν στη στεριά σχεδόν ταυτόχρονα κάνοντας αδύνατη τη προσπάθεια των Σαρακηνών να εμποδίσουν την απόβαση. Συντεταγμένες οι βαριά οπλισμένες φάλαγγες των Βυζαντινών χωρίστηκαν στα τρία και βάδισαν εναντίον των εχθρών. Τους έτρεψαν με σχετική ευκολία σε φυγή. Όσοι διεσώθησαν, κατέφυγαν στο οχυρό του Χάνδακα. Οι δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στρατοπέδευσαν έξω από τη πόλη, τη περικύκλωσαν με πασσάλους και έφτιαξαν και δική τους τάφρο για να αποφύγουν τον αιφνιδιασμό από κάποια νυκτερινή επίθεση των Αράβων. Αυτός εξάλλου ήταν και ο τρόπος πολέμου των Αράβων απέναντι στους σιδερόφρακτους στρατούς τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δύσης. Ένα μείγμα ανταρτοπολέμου, ενεδρών και πολέμου φθοράς. Έτσι είχαν αντιμετωπίσει και τις προηγούμενες προσπάθειες των Βυζαντινών με μεγάλη επιτυχία.Ο νέος όμως στρατηγός της Αυτοκρατορίας ήταν διαφορετικός από τους π ροηγούμενους. Εμπειροπόλεμος και αποφασισμένος για την επικράτηση, αλλά και υπομονετικός, συνετός και καρτερικός. Είδε πως το τείχος της πόλης είναι μεγάλο και ισχυρό και πως μια κατά μέτωπο επίθεση τόσο νωρίς θα είχε ως μοναδικό αποτέλεσμα την απώλεια πολλών δικών του στρατιωτών. Έτσι απέκλεισε την πόλη αλλά και διέταξε ναυτικό αποκλεισμό ολόκληρου του νησιού καθώς ο μεγάλος αριθμός πλοίων του το επέτρεπε. Παράλληλα έστελνε ισχυρές δυνάμεις σε όλη τη Κρήτη για να αποκαταστήσουν τη Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Έδινε πολλές συμβουλές για επαγρύπνηση καθώς ο κίνδυνος αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν μεγάλος. Οι στρατηγοί άκουσαν τις συμβουλές του εκτός από τον Νικηφόρο Παστιλά που με ένα άγημα Βαράγγων ενώ γλεντούσαν μετά από κάποια νίκη, δέχθηκαν ξαφνική επίθεση και κατεκόπησαν όλοι από τους Αγαρηνούς. Ο ηγέτης των Σαρακηνών της Κρήτης Abd al Aziz ibn Schu ‘ab (Κουρουπής για τους Βυζαντινούς) έστειλε μηνύματα για βοήθεια στους ομόθρησκους ηγέτες. Οι εμφύλιες έριδες όμως στον Αραβικό κόσμο έκαναν αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια αντιμετώπισης του κινδύνου. Η Αίγυπτος έστειλε μικρές δυνάμεις που αντιμετωπίστηκαν εύκολα και ο εμίρης του Χαλεπίου έστειλε 30.000 ιππείς στη Μικρά Ασία ως αντιπερισπασμό αλλά και αυτοί αναχαιτίσθηκαν από τον Λέοντα Φωκά, αδερφό του Νικηφόρου. Ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος έδωσε βαρύτητα στον ψυχολογικό πόλεμο. Βομβάρδιζε τα τείχη καθημερινά, περισσότερο για κλονισμό του ηθικού των πολιορκημένων παρά των οχυρώσεων. Παράλληλα οι κατάσκοποι του εντόπισαν ένα μέρος του τείχους που ενώ ήταν χτισμένο πάνω σε πέτρα, όπως όλο το τείχος άλλωστε, κάτω από τη πέτρα υπήρχαν ψαμμιτικά στρώματα. Σε εκείνο το σημείο απέστειλε σκαπανείς για να υπονομεύσουν τους αμυντικούς πύργους της πόλης προετοιμάζοντας τον στρατό για την τελική έφοδο. Με αυτές τις ενέργειες και με στρατιωτικά γυμνάσια περνούσε ο χειμώνας του 960-961 ο οποίος υπήρξε δριμύς με αποτέλεσμα να εξαντληθούν τα εφόδια του στρατού και να κλονισθεί το ηθικό των ανδρών. Όμως η προσωπική παρέμβαση και το κύρος του Νικηφόρου Φωκά απέτρεψαν τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος……. συγκεκριμένα οπαρακοιμώμενος (πρωθυπουργεύων) του αυτοκράτορα αγόρασε τεράστιες ποσότητες σιταριού, εκ των οποίων το μισό σιτάρι το πούλησε στη μισή τιμή ώστε να ρίξει τις ανεβασμένες τιμές των κερδοσκόπων και το άλλο μισό το έστειλε στη Κρήτη ώστε να ανεφοδιαστεί ο στρατός που βρισκόταν στα όρια της πείνας. Οι Σαρακηνοί αποφάσισαν εκείνη την εποχή να πραγματοποιήσουν ηρωική έξοδο. Χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς και τριάντα έξι χιλιάδες πεζοί πραγματοποίησαν επίθεση φανατισμένοι από τα λόγια του εμίρη τους. Ξύρισαν τα κεφάλια τους και βάδισαν εναντίον του αυτοκρατορικού στρατού με έκδηλο τον θρησκευτικό φανατισμό που χαρακτήριζε τις αραβικές στρατιές της εποχής. Ο Νικηφόρος είχε πληροφορηθεί μέσω κατασκόπων την επικείμενη επίθεση και εφήρμοσε ένα λαμπρό σχέδιο. Έστησε τέσσερις ενέδρες και όταν οι Σαρακηνοί επιτέθηκαν, ο στρατός του προσποιήθηκε υποχώρηση οδηγώντας έτσι τους αντιπάλους στην ενέδρα. Όταν ο έκλεισε ο κλοιός των Βυζαντινών η μάχη είχε μετατραπεί σε σφαγή. Ο Κουρούπης έκλεισε τις πύλες του Χάνδακα ώστε να αναγκάσει τους πολεμιστές του να αγωνιστούν μέχρι τέλους. Ύστερα από επτά αποτυχημένες επιθέσεις αναγκάστηκε να ανοίξει δίοδο να μπουν οι στρατιώτες του μέσα ώστε να μη χαθεί ολόκληρος ο στρατός του και αναγκαστεί να παραδώσει το οχυρό του εκείνη τη μέρα. Στις 7 Μαρτίου αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τελική του έφοδο. Τα τείχη είχαν υπονομευθεί κατάλληλα και βομβαρδιστεί ανηλεώς από τους καταπέλτες. Ο αντίπαλος στρατός είχε αποδεκατιστεί κατά την ηρωική του έξοδο και πλέον δεν επαρκούσε για την αποτελεσματική άμυνα του Χάνδακα. Έφερε όλο τον στρατό του μπροστά από τα τείχη και παρέταξε τις φάλαγγες σε πυκνή τετραγωνική διάταξη. Τέλεσε τις απαραίτητες χριστιανικές λειτουργίες (ως βαθιά θρησκευόμενος και ο ίδιος) και ξεκίνησε την επίθεση. Τότε έγινε κάτι που ανέβασε περισσότερο το ηθικό του στρατού. Μια Σαρακηνή μάγισσα ανέβηκε πάνω στα τείχη και έριχνε κατάρες στους στρατιώτες του Βυζαντίου. Ένας επιδέξιος τοξότης βγήκε μπροστά από τους συμπολεμιστές του και με τη πρώτη βολή την γκρέμισε από τις οχυρώσεις. Το σύνθημα δόθηκε και οι μηχανικοί έβαλαν φωτιά στα τούνελ και το τείχος κατακρημνίστηκε, αφήνοντας μια μεγάλη δίοδο στους πολιορκητές να μπουν στην πόλη. Οι Σαρακηνοί μαζεύτηκαν στο άνοιγμα ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των ανδρών του Νικηφόρου Φωκά αλλά δεν κατάφεραν να αντέξουν για πολύ ώρα. Ήταν απλώς λιγοστοί στον αριθμό πλέον. Όταν οι στρατιώτες μπήκαν εντός της πόλης ξεκίνησαν οι οδομαχίες που πολύ σύντομα μετατράπηκαν σε άγρια σφαγή του πληθυσμού. Μόνο η παρέμβαση του αρχιστράτηγου σταμάτησε το μακελειό. Χιλιάδες άραβες σκοτώθηκαν ενώ πάρα πολλοί αιχμαλωτίστηκαν είτε για να πουληθούν ως σκλάβοι, είτε για να ανταλλαχθούν με χριστιανούς αιχμαλώτους. Ο Κουρούπης και ο γιος του Ανεμάς αιχμαλωτίστηκαν και αυτοί και στόλισαν τον θρίαμβο του Φωκά στη Κωνσταντινούπολη. Αργότερα ο Ανεμάς θα γινόταν ένας πολυνίκης και πιστός στρατηγός της Αυτοκρατορίας! Μετά από 137 χρόνια η Κρήτη επέστρεψε στην αγκαλιά των Ελληνων του Βυζαντίου. Η ανακατάληψη της Κρήτης ήταν θεμελιώδους σημασίας για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το πολύτιμο θαλάσσιο εμπόριο άρχισε να ανθίζει και πάλι λειτουργώντας ως σημαντική πηγή πλουτισμού των δημόσιων ταμείων. Οι εκκαθαρίσεις στο νησί και ο «επαναχριστιανισμός»του πληθυσμού ήταν οι πρώτες προτεραιότητες του στρατηγού. Ως πραγματικός πιστός έδωσε αρκετά λεφτά από τα λάφυρα στον φίλο και πνευματικό του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος ίδρυσε το πρώτο μοναστήρι στο Άγιο Όρος την μονή της Μεγίστης Λαύρας. Έτσι ξεκίνησε ένας θεσμός που αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για τους Ορθόδοξους χριστιανούς αλλά και για όλες τις εκφάνσεις της Χριστιανοσύνης. Πριν προλάβει να τελειώσει την αναδιοργάνωση του νησιού, κλήθηκε επειγόντως στη πρωτεύουσα ώστε να αναλάβει το ανατολικό μέτωπο που δοκιμαζόταν σκληρά από τους Άραβες και μετά από πολλές επιτυχίες κατάφερε να τους περιορίσει σημαντικά. Στις 15 Μαρτίου 963 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β΄ απεβίωσε σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Τότε ο Νικηφόρος επέστρεψε εσπευσμένα και πάλι στη Κωνσταντινούπολη όπου δήλωσε μπροστά στη Σύγκλητο πίστη στα δύο παιδιά του Ρωμανού τον Κωνσταντίνο Η’ και τον Βασίλειο Β΄ (Βουλγαροκτόνο). Αναγκάσθηκε όμως από τον στρατό του να αναλάβει τις τύχες της αυτοκρατορίας αφού αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στις 2 Ιουλίου 963 μ.Χ. Νυμφεύτηκε τη Θεοφανώ και εξεστράτευσε εκ νέου εναντίον των Αράβων. Όσο έλειπε στη πρωτεύουσα άφησε στο μέτωπο τον ανιψιό του και μετέπειτα δολοφόνο του – σύζυγο της Θεοφανούς αλλά και αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Έναν λαμπρό στρατιωτικό αλλά σκοτεινό και αδίστακτο χαρακτήρα. Ο Νικηφόρος Φωκάς, ως σταυροφόρος αυτοκράτορας συνεχίζοντας στο δρόμο που χάραξε ο Ηράκλειος, ανέκτησε όλη τη Μικρά Ασία αλλά και πολλές περιοχές στη Μεσοποταμία και απείλησε όσο κανένας άλλος τους Άραβες αφού τους εξανάγκασε σε αμυντικό αγώνα διαρκείας. Μέσα σε έξι μόνο χρόνια βασιλείας έθεσε τις βάσεις ώστε οι επόμενοι διάδοχοι Τσιμισκής και Βουλγαροκτόνος να παγιώσουν τη δύναμη της κραταιάς Αυτοκρατορίας. Ο αντίκτυπος των επιτυχιών του ήταν τέτοιος ώστε οι Δυτικοί που συνήθως λοιδορούσαν τους Βυζαντινούς του απέδωσαν τον τίτλο «Pallida Mors Saracenorum» δηλαδή ο Χλωμός Θάνατος των Σαρακηνών. Μετά τη δολοφονία του το 969 μ.Χ. από τη σύζυγο του Θεοφανώ και τον ανιψιό του Τσιμισκή αγιοποιήθηκε.
Πηγη: http://chilonas.com/2013/04/26/η-μάχη-του-χάνδακα-ο-χλωμός-θάνατος/