Το πρώτο μισό του 11ου αιώνα το Βυζάντιο σπαράσσεται από δυναστικές έριδες που εξελίσσονται σε εμφύλιους πολέμους, πρώτα ανάμεσα στους δυο Ανδρόνικους Παλαιολόγους (παππού και εγγονό) και ύστερα μεταξύ του ανήλικου Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, ο οποίος επιτροπεύεται από τη μητέρα του Άννα, και του Ιωάννη Κατακουζηνού. Ο δεύτερος, ωστόσο εμφύλιος, που κατέληξε με την επικράτηση του στηριζόμενου από την αριστοκρατία των μεγαλογαιοκτημόνων Ιωάννη Κατακουζηνού, αν και αποτελεί επίσης μια διαμάχη των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης για την εξουσία, παίρνει τη μορφή ταξικού αγώνα, ειδικά στις πόλεις, εξαιτίας του ότι οι δύο αντίπαλες ομάδες αντλούν τη δύναμή τους από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους. Εκδηλώνεται το βαθύ μίσος που έτρεφαν, όχι άδικα, οι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου εναντίον μιας αριστοκρατίας η οποία ευνοημένη, εκτός των άλλων, κι από μια κατάφωρα άδικη φορολογική νομοθεσία, συσσώρευε πλούτο εις βάρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ένα από τα ελάχιστα κείμενα που εκφράζουν κάπως το ιδεολογικό κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι επαναστάτες είναι ο Διάλογος Πλουσίων και Πενήτων, γραμμένο το 1343 από τον Αλέξιο Μακρεμβολίτη, στον οποίο οι πένητες κατηγορούν τους πλούσιους ότι ιδιοποιούνται όλα τα κοινά πράγματα. Μεταξύ των άλλων, τους προσάπτουν, ότι, αν μπορούσαν, θα στερούσαν από τους φτωχούς κι αυτό ακόμα το φως του ήλιου. Στο κείμενο προβάλλεται και το αίτημα της κοινοκτημοσύνης της γης. Παρά την μεγάλη άνθηση της πόλεως, ο πλούτος, όπως πάντα, ήταν συγκεντρωμένος σε λίγα χέρια. Οι πολλοί επένοντο. Οι κυβερνητικοί υπάλληλοι έκλεβαν, οι ευγενείς οργίαζαν, οι τοκογλύφοι έγδερναν στην κυριολεξία τον κοσμάκη, οι αισχροκερδείς με τα γνωστά τερτίπια τους αύξαναν τον πλούτο τους. Με την πάροδο του χρόνου όλο και περισσότεροι από τα λαϊκά στρώματα υπέφεραν από την πείνα και την ανέχεια. Οι πηγές στις οποίες μπορεί να προσφύγει η ιστορική έρευνα όσον αφορά τα πολιτικά και τα εξίσου σημαντικά θρησκευτικά γεγονότα της περιόδου αυτής (Παλαμάς, Ησυχαστές) είναι πολλές, για την κοινωνική όμως πλευρά της σύγκρουσης η πληροφόρηση είναι ελλιπής και αυτό γιατί οι ηττημένοι, οι φτωχές λαικές τάξεις που υποστήριζαν την αντιβασιλεία (Ιωάννη Παλαιολόγο), δεν άφησαν καμιά δική τους μαρτυρία. Γνωρίζουμε όμως, ότι το 1341, μόλις αρχίζει η διαμάχη, οι αριστοκράτες εκδιώκονται από όλες τις πόλεις της Θράκης, οι οποίες έχουν ταχθεί με το μέρος της αντιβασιλείας, και λίγο αργότερα κι από τις πόλεις της Μακεδονίας. Η πολιτική, ωστόσο, μορφή του εμφυλίου πολέμου διαμορφώνεται αργότερα, το 1342, όταν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης ξεσηκώνονται εναντίον, των Δυνατών και του κυβερνήτη της πόλης Θεόδωρου Συναδηνού, εμποδίζοντάς τους να παραδώσουν, όπως σχεδίαζαν, την πόλη στον Κατακουζηνό. Αν και ο Κατακουζηνός, αναφερόμενος στους αντιπάλους του υποστηρίζει ότι χρησιμοποίησαν τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού <<απόρους τινάς και λάλους… ετοίμως έχοντας υπό πενίας και των δεινοτάτων κατατολμάν>> και ότι οι αρχηγοί τους << ήταν των απορωτάτων και λωποδυτών και τοιχωρύχων >> η αλήθεια, τόσο για τη Θεσσαλονίκη όσο και για τις άλλες πόλεις, φαίνεται πως είναι διαφορετική. Όλες οι πηγές μαρτυρούν ότι στις πόλεις στασίασε ο <<δήμος>>, δηλ. ο λαός, πολλές φορές μάλιστα οδηγούμενος κι από μέλη της αριστοκρατίας κα όχι τα εγκληματικά στοιχεία που αναφέρει ο Κατακουζηνός.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-54) εκτυλίχθηκε κυρίως στις πόλεις όπως στην Kωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Aδριανούπολη, στις Σέρρες. Eκεί όπου υπήρχε έντονη εμπορική δραστηριότητα κυριάρχησαν οι ναύτες, οι έμποροι και οι τραπεζίτες. Xαρακτηριστικό παράδειγμα για τις πιο βίαιες και ριζοσπαστικές αντιδράσεις αποτελεί η Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοστάτησαν οι Zηλωτές.
Oι Zηλωτές αποτελούσαν ένα στρώμα που διέφερε από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Aναφέρονται μάλιστα στις πηγές ως στοιχείο ξένο και καινούργιο προς τις παραδοσιακές δομές της πόλης, που είχαν στενή σχέση με όσους ασχολούνταν με το ναυτικό. Πιθανότατα προέρχονταν από τις απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας και τα γειτονικά νησιά και είχαν βρει καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη. O λαός της Θεσσαλονίκης πήρε δυναμικά στα χέρια του τη διοίκηση στο όνομα του νόμιμου αυτοκράτορα Iωάννη E' Παλαιολόγου και ήρθε έτσι σε αντίθεση με τον Iωάννη Kαντακουζηνό που διεκδικούσε τη διοίκηση της πόλης και εξέφραζε την πολιτική των δυνατών, δηλαδή της αριστοκρατίας. Συχνά έφτασαν σε ακραίες ενέργειες. Φαίνεται ότι προχώρησαν ακόμη και σε δημεύσεις τις περιουσίας των αριστοκρατών και της Εκκλησίας στο όνομα του κοινού καλού, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν στρατό και στόλο για την άμυνα της Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαμάχη για την εξουσία, όπου οι δύο αντίπαλες ομάδες αντλούσαν τη δύναμή τους από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, στο Bυζάντιο η αριστοκρατική τάξη ήταν ακόμη πολύ δυνατή, ενώ το αστικό στοιχείο σχετικά αδύναμο για να ανέλθει στην εξουσία. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν η οριστική καταστολή το 1350 του κινήματος των Zηλωτών αλλά κι η οριστική λήξη του εμφύλιου πολέμου το 1354. Ιδιαίτερο στοιχείο του δεύτερου εμφύλιου πολέμου αποτελεί το ότι μέσω αυτού εκφράστηκαν δύο αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, η αριστοκρατία και ο λαός, προσδίδοντάς του έτσι κοινωνικό χαρακτήρα. Από την αρχή του πολέμου τον Ιωάννη Καντακουζηνό υποστήριξε η αριστοκρατία, γεγονός που έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Αλέξιος Απόκαυκος και η αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο Απόκαυκος προσέγγισε τις λαϊκές δυνάμεις και εξασφάλισε τη συνδρομή τους σε μια περίοδο μάλιστα που οι κοινωνικές αντιθέσεις είχαν ενταθεί με την οικονομική κρίση που είχε ακολουθήσει τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Ξεσήκωσε το λαό και σύντομα τον Οκτώβριο του 1341 στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης σημειώθηκαν ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας. Το εξεγερμένο πλήθος κατέστρεψε και δήμευσε τις περιουσίες των αριστοκρατών και πήρε προσωρινά την εξουσία στα χέρια του. Οι διοικητές των πόλεων τάχθηκαν υπέρ του Ιωάννη Ε'. Μόνο ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός ήταν υπέρ του Καντακουζηνού. Προσφέρθηκε μάλιστα να του ανοίξει τις πύλες, αν εκείνος το ζητούσε. Ο Καντακουζηνός έσπευσε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και βάδισε το Μάρτιο του 1342 προς τη Θεσσαλονίκη. Αλλά οι εξελίξεις τον πρόλαβαν, καθώς και στη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας επικράτησαν επίσης οι επαναστάτες. Η κυριαρχία τους μάλιστα δεν ήταν προσωρινή. Οι Ζηλωτές, όπως αυτοαποκαλούνταν, εγκαθίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη ένα ιδιόμορφο και πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης και διήρκεσε εφτά χρόνια (ως το 1349). Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης αποδέχτηκε τις εξελίξεις, αναγνώρισε το κίνημα των Ζηλωτών και εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη ως διοικητή το γιο του Απόκαυκου Ιωάννη. Την πραγματική ωστόσο εξουσία στην πόλη ασκούσε ο αρχηγός του κόμματος των Ζηλωτών.
Το κίνημα των Ζηλωτών, ήταν τοπικό, καθώς στη μακεδονική ενδοχώρα που μαστίζεται από επιδρομές η κυριαρχία τους πρακτικά ανύπαρκτη. Με άλλα λόγια, οι Ζηλωτές δεν επιδίωξαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους αλλά να στερεώσουν την εξουσία εντός των ορίων της Θεσσαλονίκης και να εφαρμόσουν τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις τους. Το 12ο αιώνα οι Ζηλωτές ζητούν να περιοριστούν οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, επιμένουν να αρνούνται κάθε συνεργασία με την κοσμική πολιτική εξουσία, τάσσονται στο πλευρό του εκθρονισθέντος πατριάρχη Αρσένιου και συμμετέχουν σε συνωμοσίες εναντίον αυτοκρατόρων όπως ο Ανδρόνικος ο Β’. Οι Αρσενιάτες, όπως ονομάστηκαν, δημιουργούν εκκλησιαστικό-πολιτικό κόμμα το οποίο λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την επίσημη εκκλησία και την πολιτεία. Στη Θεσσαλονίκη, στο μεγάλο αυτό λιμάνι με τον ανομοιογενή πληθυσμό, συνυπήρχε για αιώνες ο υπερβολικός πλούτος με την πιο αφόρητη αθλιότητα. Η πόλη πάντοτε κατείχε ξεχωριστή θέση στην αυτοκρατορία και ήταν ένας χώρος, όπου εμφανίζονταν κάθε είδους φιλελεύθερες διεκδικήσεις. Στο λιμάνι της είχε συγκεντρωθεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μεταξύ των οποίων και σκληροτράχηλοι οπλοφορούντες ναυτικοί από τη Μάλτα και άλλες περιοχές. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ισχυρή λαϊκή παράταξη με σταθερή οργάνωση με σχετικά ξεκαθαρισμένη πολιτική ιδεολογία. πληθυσμό, συνυπήρχε για αιώνες ο υπερβολικός πλούτος με την πιο αφόρητη αθλιότητα. Η πόλη πάντοτε κατείχε ξεχωριστή θέση στην αυτοκρατορία και ήταν ένας χώρος, όπου εμφανίζονταν κάθε είδους φιλελεύθερες διεκδικήσεις. Στο λιμάνι της είχε συγκεντρωθεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μεταξύ των οποίων και σκληροτράχηλοι οπλοφορούντες ναυτικοί από τη Μάλτα και άλλες περιοχές. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ισχυρή λαϊκή παράταξη με σταθερή οργάνωση με σχετικά ξεκαθαρισμένη πολιτική ιδεολογία. Σύμφωνα με τον Georg Ostrogorsky, “οι Ζηλωτές ήταν ο πυρήνας του λαϊκού κινήματος της Θεσσαλονίκης, μία ισχυρή λαϊκή παράταξη που είχε σχετικά ξεκάθαρη πολιτική ιδεολογία, είχε πρόγραμμα, ήταν ένα κόμμα. 0 πυρήνας τους ήταν η συντεχνία των ναυτικών και πρωτοπόροι αστοί και μέλη της αριστοκρατίας ακόμη, κατά πάσα πιθανότητα ξεπεσμένα, δεν είχαν να περιμένουν τίποτα από τις δύο αριστοκρατικές παρατάξεις, παρά επιθυμούσαν μία αλλαγή ριζική για βελτίωση της ζωής τους. Οι ναυτικοί, επιπλέον, «έχουσιν και ιδιάζουσαν αρχήν αυτοί παρά την της πόλεως.” Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επανάστασης των Ζηλωτών, είναι ότι το αντι- αριστοκρατικό κίνημα δεν εκδηλώθηκε απλώς ως ένα έστω παρατεταμένο βίαιο ξέσπασμα της λαϊκής οργής ή του ταξικού μίσους, αλλά πέτυχε να καταλάβει την εξουσία και να αλλάξει το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Αυτό το κριτήριο χρησιμοποιούμε εδώ και μιλάμε για επανάσταση και όχι εξέγερση ή ταραχές. Τι είδους καθεστώς όμως ίδρυσαν οι Ζηλωτές και με ποιον τρόπο κυβέρνησαν την πόλη για επτά ολόκληρα χρόνια αντιμέτωποι όχι μόνο με τη βυζαντινή αριστοκρατία αλλά και με τους Τούρκους και τους Σέρβους που έστρεψε ο Καντακουζηνός εναντίον τους. Εδώ οι πηγές δεν είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικές. Όσο γνωρίζουμε δεν έχει σωθεί καμμιά πρωτογενής πηγή φιλικά προσκείμενη στους Ζηλωτές ούτε γραπτά των ίδιων. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι από τους αντιπάλους τους. Όπως λ.χ. μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός, ήδη από την αρχή του κινήματος οι Ζηλωτές είχαν ως έμβλημα και σημαία τους το σταυρό, διακηρύσσοντας ότι αυτός είναι ο στρατηγός τους. «Εις τοσούτον δε απονοίας και τόλμης ήλθον», γράφει, «ώστε καίτοι τα δεινότατα τολμώντες, σταυρόν εκ των ιερών αδύτων αρπάζοντες, εχρώντο ώσπερ σημαία και υπό τούτω έλεγον στρατηγείσθαι». Στρεφόμενοι μάλιστα εναντίον όσων τους κατηγορούσαν για τις επαναστατικές αλλαγές που επέφεραν στην πόλη, τόνιζαν ότι η νέα Πολιτεία που εγκαθίδρυσαν στηρίζεται στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια προς το Θεό και ότι φιλοδοξούσαν σύμφωνα με τους νέους νόμους που θέσπισαν η Πολιτεία αυτή να ξεπεράσει ακόμη και την Πολιτεία του Πλάτωνα.
Όλες οι πηγές μαρτυρούν ότι στις πόλεις στασίασε ο <<δήμος>>, δηλ. ο λαός, πολλές φορές μάλιστα οδηγούμενος κι από μέλη της αριστοκρατίας κα όχι τα εγκληματικά στοιχεία που αναφέρει ο Κατακουζηνός. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, γνωρίζουμε ότι πρωτεργάτες κάθε επαναστατικής πράξης ήταν οι Ζηλωτές, στοιχείο καινούριο και ξένο προς τις παραδοσιακές δομές της πόλης. Οι Ζηλωτές, οι οποίοι σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είχαν αποστατήσει από την Εκκλησία ενώ, κατ΄ άλλους, χρησιμοποιούσαν ως σημαία τους τον σταυρό, σε συνεργασία με τους <<παραθαλάσσιους>> (ναύτες, μικρούς πλοιοκτήτες, εμπορευόμενους, βιοτέχνες) και αρχηγό έναν εκπρόσωπο της αριστοκρατίας, τον Ανδρέα Παλαιολόγο, ήταν οι πραγματικοί δημιουργοί της στάσεως. Όταν ξεσπά η επανάσταση, μερικοί από τους πλούσιους θανατώνονται, ενώ κάποιοι άλλοι, για να σωθούν, καταφεύγουν στη στρατιά του Κατακουζηνού. Οι περιουσίες τους περιέρχονται στα χέρια των Ζηλωτών, οι οποίοι,σύμφωνα με τις πηγές, από φτωχοί έγιναν πλούσιοι. Εντούτοις είναι φυσικό να σκεφτεί κανείς ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών θα πρέπει να δαπανήθηκαν για την άμυνα της πόλης και αργότερα για την αγορά τροφίμων, αφού κατά τη διάρκεια του πολέμου, η γη παρέμεινε ακαλλιέργητη. Το 1343 ο Κατακουζηνός με στρατό και ο σύμμαχός του Τούρκος εμίρης Ουμούρ της Σμύρνης με στόλο πολιορκούν την πόλη, τα δε επόμενα χρόνια, 1344 και 1345, οι Ζηλωτές για να ανταπεξέλθουν αναγκάζονται να προχωρήσουν στη δήμευση των μεγάλων περιουσιών, τόσο των Δυνατών όσο και της Εκκλησίας. Το 1346 ο κυβερνήτης της πόλεως Ιωάννης Απόκαυκος, δυσανασχετώντας επειδή την εξουσία την ασκούν πλέον οι Ζηλωτές, δολοφονεί έναν από τους αρχηγούς τους και ο λαός, που έχει αρχίσει να κουράζεται, δεν επαναστατεί. Φυλακίζει ύστερα πολλούς ηγέτες των Ζηλωτών, οχυρώνεται με το στρατό του στην ακρόπολη, σχεδιάζοντας να παραδώσει την πόλη στον Ιωάννη Κατακουζηνό. Δρώντας αστραπιαία, ο αρχηγός της συντεχνίας των ναυτών Ανδρέας Παλαιολόγος συναθροίζει τους ναύτες και όσους βρίσκει από τους Ζηλωτές και καλεί με σάλπιγγες το λαό να τον βοηθήσει. Ο στρατός που βρίσκεται κλεσμένος στην ακρόπολη, αρνείται να χτυπήσει τους συμπολίτες του και οι Ζηλωτές, αφού πρώτα βάζουν φωτιά, παραβιάζουν τις πύλες της ακρόπολης και γκρεμίζουν από τα τείχη όσους από τους Δυνατούς κρύβονταν εκεί. Προχωρούν μετά και σε άλλες εκτελέσεις.
Αυτή είναι, ίσως, αν όχι η πιο αιματηρή, τουλάχιστον η ριζοσπαστικότερη πράξη του εμφυλίου πολέμου γιατί η πόλη χάνει πλέον το σύνολο της άρχουσας τάξης της και η εξουσία ασκείται μόνον από τα λαικά στρώματα. <<Δούλος μεν τον δεσπότην ώθει>> γράφει ο Κυδώνης, <<τον δε πριάμενον το ανδράποδον, τον δε στρατηγόν ο αγροίκος, και τον στρατιώτην ο γεωργός>>. Πληροφορίες για το τι ακριβώς διαδραματίζεται κατά τα έτη 1347-1349 δεν έχουμε, γεγονός πάντως είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει επαφή τα χρόνια αυτά με την Κωνσταντινούπολη, όπου ο Κατακουζηνός έχει ήδη επικρατήσει, και η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης είναι ανεξάρτητη από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Το 1350 ο κυβερνήτης Αλέξιος Μετοχίτης καλεί σε βοήθεια τον Κατακουζηνό, κι ενώ ο λαός αρχικά, φαίνεται να συμφωνεί μαζί του και ξεσηκώνεται εναντίον των στασιαστών καίγοντας τα σπίτια των ναυτών και του αρχηγού τους Ανδρέα Παλαιολόγου, στη συνέχεια στρέφεται πάλι εναντίον των πλουσίων. Διατυπώνεται μάλιστα η ακραία άποψη ότι η πόλη θα έπρεπε ίσως να παραδοθεί στους Σέρβους αντί στον Κατακουζηνό.Στρατός υπό την ηγεσία του γιου του αυτοκράτορα Ματθαίου Κατακουζηνού θα πολιορκήσει και πάλι την πόλη που θα αλωθεί κατόπιν προδοσίας το φθινόπωρο του 1350.
Από τη δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε επωφελήθηκε ο διοικητής της πόλης Αλέξιος Μετοχίτης και οργάνωσε το 1349 ένα κίνημα, με το οποίο κατόρθωσε να ανατρέψει τους Ζηλωτές. Ο ηγέτης τους Ανδρέας Παλαιολόγος κατέφυγε στο Άγιο Όρος, ενώ πολλά στελέχη τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Κι αυτό ήταν το τέλος του κινήματος των Ζηλωτων και της «Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης». Έτσι έληξε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, ωστόσο οι αιτίες που τον προκάλεσαν, η διαφθορά δηλαδή της κοινωνίας που ανεχόταν την εξαθλίωση των λαικών στρωμάτων και η ερήμωση της γης, συνακόλουθο της συγκέντρωσης της έγγειας ιδιοκτησίας στα χέρια των Δυνατών, εξακολουθούσαν δυστυχώς να υφίστανται. Με τη μόνιμη μάλιστα εγκατάσταση των Οθωμανών Τούρκων συμμάχων του Κατακουζηνού στην ευρωπαϊκή ακτή, στο κάστρο της Τζυμπης στην Καλλίπολη της Θράκης στα Δαρδανέλλια καθως και την κάθοδο των Σέρβων στην Μακεδονία, οι οποίοι επίσης είχαν κληθεί να βοηθήσουν τη μια ή την άλλη παράταξη, το μέλλον της αυτοκρατορίας προοιωνιζόταν πλέον, όπως φάνηκε άλλωστε εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα σκοτεινό.
Πηγή : http://eranistis.net/wordpress/2013/03/13/η-επανάσταση-των-ζηλωτών-στη-θεσσαλον/
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/p/pb5/pb5a2.html
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/k/ka/ka5c.html
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/06/11.html
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-54) εκτυλίχθηκε κυρίως στις πόλεις όπως στην Kωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Aδριανούπολη, στις Σέρρες. Eκεί όπου υπήρχε έντονη εμπορική δραστηριότητα κυριάρχησαν οι ναύτες, οι έμποροι και οι τραπεζίτες. Xαρακτηριστικό παράδειγμα για τις πιο βίαιες και ριζοσπαστικές αντιδράσεις αποτελεί η Θεσσαλονίκη, όπου πρωτοστάτησαν οι Zηλωτές.
Oι Zηλωτές αποτελούσαν ένα στρώμα που διέφερε από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Aναφέρονται μάλιστα στις πηγές ως στοιχείο ξένο και καινούργιο προς τις παραδοσιακές δομές της πόλης, που είχαν στενή σχέση με όσους ασχολούνταν με το ναυτικό. Πιθανότατα προέρχονταν από τις απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας και τα γειτονικά νησιά και είχαν βρει καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη. O λαός της Θεσσαλονίκης πήρε δυναμικά στα χέρια του τη διοίκηση στο όνομα του νόμιμου αυτοκράτορα Iωάννη E' Παλαιολόγου και ήρθε έτσι σε αντίθεση με τον Iωάννη Kαντακουζηνό που διεκδικούσε τη διοίκηση της πόλης και εξέφραζε την πολιτική των δυνατών, δηλαδή της αριστοκρατίας. Συχνά έφτασαν σε ακραίες ενέργειες. Φαίνεται ότι προχώρησαν ακόμη και σε δημεύσεις τις περιουσίας των αριστοκρατών και της Εκκλησίας στο όνομα του κοινού καλού, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να διατηρήσουν στρατό και στόλο για την άμυνα της Θεσσαλονίκης. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια διαμάχη για την εξουσία, όπου οι δύο αντίπαλες ομάδες αντλούσαν τη δύναμή τους από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, στο Bυζάντιο η αριστοκρατική τάξη ήταν ακόμη πολύ δυνατή, ενώ το αστικό στοιχείο σχετικά αδύναμο για να ανέλθει στην εξουσία. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν η οριστική καταστολή το 1350 του κινήματος των Zηλωτών αλλά κι η οριστική λήξη του εμφύλιου πολέμου το 1354. Ιδιαίτερο στοιχείο του δεύτερου εμφύλιου πολέμου αποτελεί το ότι μέσω αυτού εκφράστηκαν δύο αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, η αριστοκρατία και ο λαός, προσδίδοντάς του έτσι κοινωνικό χαρακτήρα. Από την αρχή του πολέμου τον Ιωάννη Καντακουζηνό υποστήριξε η αριστοκρατία, γεγονός που έσπευσε να εκμεταλλευτεί ο Αλέξιος Απόκαυκος και η αντιβασιλεία της Κωνσταντινούπολης. Ο Απόκαυκος προσέγγισε τις λαϊκές δυνάμεις και εξασφάλισε τη συνδρομή τους σε μια περίοδο μάλιστα που οι κοινωνικές αντιθέσεις είχαν ενταθεί με την οικονομική κρίση που είχε ακολουθήσει τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο. Ξεσήκωσε το λαό και σύντομα τον Οκτώβριο του 1341 στην Αδριανούπολη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και Θράκης σημειώθηκαν ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας. Το εξεγερμένο πλήθος κατέστρεψε και δήμευσε τις περιουσίες των αριστοκρατών και πήρε προσωρινά την εξουσία στα χέρια του. Οι διοικητές των πόλεων τάχθηκαν υπέρ του Ιωάννη Ε'. Μόνο ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Συναδηνός ήταν υπέρ του Καντακουζηνού. Προσφέρθηκε μάλιστα να του ανοίξει τις πύλες, αν εκείνος το ζητούσε. Ο Καντακουζηνός έσπευσε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και βάδισε το Μάρτιο του 1342 προς τη Θεσσαλονίκη. Αλλά οι εξελίξεις τον πρόλαβαν, καθώς και στη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας επικράτησαν επίσης οι επαναστάτες. Η κυριαρχία τους μάλιστα δεν ήταν προσωρινή. Οι Ζηλωτές, όπως αυτοαποκαλούνταν, εγκαθίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη ένα ιδιόμορφο και πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής καθεστώς που προέβλεπε λαϊκή συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης και διήρκεσε εφτά χρόνια (ως το 1349). Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης αποδέχτηκε τις εξελίξεις, αναγνώρισε το κίνημα των Ζηλωτών και εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη ως διοικητή το γιο του Απόκαυκου Ιωάννη. Την πραγματική ωστόσο εξουσία στην πόλη ασκούσε ο αρχηγός του κόμματος των Ζηλωτών.
Το κίνημα των Ζηλωτών, ήταν τοπικό, καθώς στη μακεδονική ενδοχώρα που μαστίζεται από επιδρομές η κυριαρχία τους πρακτικά ανύπαρκτη. Με άλλα λόγια, οι Ζηλωτές δεν επιδίωξαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους αλλά να στερεώσουν την εξουσία εντός των ορίων της Θεσσαλονίκης και να εφαρμόσουν τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις τους. Το 12ο αιώνα οι Ζηλωτές ζητούν να περιοριστούν οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, επιμένουν να αρνούνται κάθε συνεργασία με την κοσμική πολιτική εξουσία, τάσσονται στο πλευρό του εκθρονισθέντος πατριάρχη Αρσένιου και συμμετέχουν σε συνωμοσίες εναντίον αυτοκρατόρων όπως ο Ανδρόνικος ο Β’. Οι Αρσενιάτες, όπως ονομάστηκαν, δημιουργούν εκκλησιαστικό-πολιτικό κόμμα το οποίο λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την επίσημη εκκλησία και την πολιτεία. Στη Θεσσαλονίκη, στο μεγάλο αυτό λιμάνι με τον ανομοιογενή πληθυσμό, συνυπήρχε για αιώνες ο υπερβολικός πλούτος με την πιο αφόρητη αθλιότητα. Η πόλη πάντοτε κατείχε ξεχωριστή θέση στην αυτοκρατορία και ήταν ένας χώρος, όπου εμφανίζονταν κάθε είδους φιλελεύθερες διεκδικήσεις. Στο λιμάνι της είχε συγκεντρωθεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μεταξύ των οποίων και σκληροτράχηλοι οπλοφορούντες ναυτικοί από τη Μάλτα και άλλες περιοχές. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ισχυρή λαϊκή παράταξη με σταθερή οργάνωση με σχετικά ξεκαθαρισμένη πολιτική ιδεολογία. πληθυσμό, συνυπήρχε για αιώνες ο υπερβολικός πλούτος με την πιο αφόρητη αθλιότητα. Η πόλη πάντοτε κατείχε ξεχωριστή θέση στην αυτοκρατορία και ήταν ένας χώρος, όπου εμφανίζονταν κάθε είδους φιλελεύθερες διεκδικήσεις. Στο λιμάνι της είχε συγκεντρωθεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μεταξύ των οποίων και σκληροτράχηλοι οπλοφορούντες ναυτικοί από τη Μάλτα και άλλες περιοχές. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ισχυρή λαϊκή παράταξη με σταθερή οργάνωση με σχετικά ξεκαθαρισμένη πολιτική ιδεολογία. Σύμφωνα με τον Georg Ostrogorsky, “οι Ζηλωτές ήταν ο πυρήνας του λαϊκού κινήματος της Θεσσαλονίκης, μία ισχυρή λαϊκή παράταξη που είχε σχετικά ξεκάθαρη πολιτική ιδεολογία, είχε πρόγραμμα, ήταν ένα κόμμα. 0 πυρήνας τους ήταν η συντεχνία των ναυτικών και πρωτοπόροι αστοί και μέλη της αριστοκρατίας ακόμη, κατά πάσα πιθανότητα ξεπεσμένα, δεν είχαν να περιμένουν τίποτα από τις δύο αριστοκρατικές παρατάξεις, παρά επιθυμούσαν μία αλλαγή ριζική για βελτίωση της ζωής τους. Οι ναυτικοί, επιπλέον, «έχουσιν και ιδιάζουσαν αρχήν αυτοί παρά την της πόλεως.” Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επανάστασης των Ζηλωτών, είναι ότι το αντι- αριστοκρατικό κίνημα δεν εκδηλώθηκε απλώς ως ένα έστω παρατεταμένο βίαιο ξέσπασμα της λαϊκής οργής ή του ταξικού μίσους, αλλά πέτυχε να καταλάβει την εξουσία και να αλλάξει το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Αυτό το κριτήριο χρησιμοποιούμε εδώ και μιλάμε για επανάσταση και όχι εξέγερση ή ταραχές. Τι είδους καθεστώς όμως ίδρυσαν οι Ζηλωτές και με ποιον τρόπο κυβέρνησαν την πόλη για επτά ολόκληρα χρόνια αντιμέτωποι όχι μόνο με τη βυζαντινή αριστοκρατία αλλά και με τους Τούρκους και τους Σέρβους που έστρεψε ο Καντακουζηνός εναντίον τους. Εδώ οι πηγές δεν είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικές. Όσο γνωρίζουμε δεν έχει σωθεί καμμιά πρωτογενής πηγή φιλικά προσκείμενη στους Ζηλωτές ούτε γραπτά των ίδιων. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι από τους αντιπάλους τους. Όπως λ.χ. μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός, ήδη από την αρχή του κινήματος οι Ζηλωτές είχαν ως έμβλημα και σημαία τους το σταυρό, διακηρύσσοντας ότι αυτός είναι ο στρατηγός τους. «Εις τοσούτον δε απονοίας και τόλμης ήλθον», γράφει, «ώστε καίτοι τα δεινότατα τολμώντες, σταυρόν εκ των ιερών αδύτων αρπάζοντες, εχρώντο ώσπερ σημαία και υπό τούτω έλεγον στρατηγείσθαι». Στρεφόμενοι μάλιστα εναντίον όσων τους κατηγορούσαν για τις επαναστατικές αλλαγές που επέφεραν στην πόλη, τόνιζαν ότι η νέα Πολιτεία που εγκαθίδρυσαν στηρίζεται στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια προς το Θεό και ότι φιλοδοξούσαν σύμφωνα με τους νέους νόμους που θέσπισαν η Πολιτεία αυτή να ξεπεράσει ακόμη και την Πολιτεία του Πλάτωνα.
Όλες οι πηγές μαρτυρούν ότι στις πόλεις στασίασε ο <<δήμος>>, δηλ. ο λαός, πολλές φορές μάλιστα οδηγούμενος κι από μέλη της αριστοκρατίας κα όχι τα εγκληματικά στοιχεία που αναφέρει ο Κατακουζηνός. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, γνωρίζουμε ότι πρωτεργάτες κάθε επαναστατικής πράξης ήταν οι Ζηλωτές, στοιχείο καινούριο και ξένο προς τις παραδοσιακές δομές της πόλης. Οι Ζηλωτές, οι οποίοι σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είχαν αποστατήσει από την Εκκλησία ενώ, κατ΄ άλλους, χρησιμοποιούσαν ως σημαία τους τον σταυρό, σε συνεργασία με τους <<παραθαλάσσιους>> (ναύτες, μικρούς πλοιοκτήτες, εμπορευόμενους, βιοτέχνες) και αρχηγό έναν εκπρόσωπο της αριστοκρατίας, τον Ανδρέα Παλαιολόγο, ήταν οι πραγματικοί δημιουργοί της στάσεως. Όταν ξεσπά η επανάσταση, μερικοί από τους πλούσιους θανατώνονται, ενώ κάποιοι άλλοι, για να σωθούν, καταφεύγουν στη στρατιά του Κατακουζηνού. Οι περιουσίες τους περιέρχονται στα χέρια των Ζηλωτών, οι οποίοι,σύμφωνα με τις πηγές, από φτωχοί έγιναν πλούσιοι. Εντούτοις είναι φυσικό να σκεφτεί κανείς ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών θα πρέπει να δαπανήθηκαν για την άμυνα της πόλης και αργότερα για την αγορά τροφίμων, αφού κατά τη διάρκεια του πολέμου, η γη παρέμεινε ακαλλιέργητη. Το 1343 ο Κατακουζηνός με στρατό και ο σύμμαχός του Τούρκος εμίρης Ουμούρ της Σμύρνης με στόλο πολιορκούν την πόλη, τα δε επόμενα χρόνια, 1344 και 1345, οι Ζηλωτές για να ανταπεξέλθουν αναγκάζονται να προχωρήσουν στη δήμευση των μεγάλων περιουσιών, τόσο των Δυνατών όσο και της Εκκλησίας. Το 1346 ο κυβερνήτης της πόλεως Ιωάννης Απόκαυκος, δυσανασχετώντας επειδή την εξουσία την ασκούν πλέον οι Ζηλωτές, δολοφονεί έναν από τους αρχηγούς τους και ο λαός, που έχει αρχίσει να κουράζεται, δεν επαναστατεί. Φυλακίζει ύστερα πολλούς ηγέτες των Ζηλωτών, οχυρώνεται με το στρατό του στην ακρόπολη, σχεδιάζοντας να παραδώσει την πόλη στον Ιωάννη Κατακουζηνό. Δρώντας αστραπιαία, ο αρχηγός της συντεχνίας των ναυτών Ανδρέας Παλαιολόγος συναθροίζει τους ναύτες και όσους βρίσκει από τους Ζηλωτές και καλεί με σάλπιγγες το λαό να τον βοηθήσει. Ο στρατός που βρίσκεται κλεσμένος στην ακρόπολη, αρνείται να χτυπήσει τους συμπολίτες του και οι Ζηλωτές, αφού πρώτα βάζουν φωτιά, παραβιάζουν τις πύλες της ακρόπολης και γκρεμίζουν από τα τείχη όσους από τους Δυνατούς κρύβονταν εκεί. Προχωρούν μετά και σε άλλες εκτελέσεις.
Αυτή είναι, ίσως, αν όχι η πιο αιματηρή, τουλάχιστον η ριζοσπαστικότερη πράξη του εμφυλίου πολέμου γιατί η πόλη χάνει πλέον το σύνολο της άρχουσας τάξης της και η εξουσία ασκείται μόνον από τα λαικά στρώματα. <<Δούλος μεν τον δεσπότην ώθει>> γράφει ο Κυδώνης, <<τον δε πριάμενον το ανδράποδον, τον δε στρατηγόν ο αγροίκος, και τον στρατιώτην ο γεωργός>>. Πληροφορίες για το τι ακριβώς διαδραματίζεται κατά τα έτη 1347-1349 δεν έχουμε, γεγονός πάντως είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει επαφή τα χρόνια αυτά με την Κωνσταντινούπολη, όπου ο Κατακουζηνός έχει ήδη επικρατήσει, και η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης είναι ανεξάρτητη από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Το 1350 ο κυβερνήτης Αλέξιος Μετοχίτης καλεί σε βοήθεια τον Κατακουζηνό, κι ενώ ο λαός αρχικά, φαίνεται να συμφωνεί μαζί του και ξεσηκώνεται εναντίον των στασιαστών καίγοντας τα σπίτια των ναυτών και του αρχηγού τους Ανδρέα Παλαιολόγου, στη συνέχεια στρέφεται πάλι εναντίον των πλουσίων. Διατυπώνεται μάλιστα η ακραία άποψη ότι η πόλη θα έπρεπε ίσως να παραδοθεί στους Σέρβους αντί στον Κατακουζηνό.Στρατός υπό την ηγεσία του γιου του αυτοκράτορα Ματθαίου Κατακουζηνού θα πολιορκήσει και πάλι την πόλη που θα αλωθεί κατόπιν προδοσίας το φθινόπωρο του 1350.
Από τη δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε επωφελήθηκε ο διοικητής της πόλης Αλέξιος Μετοχίτης και οργάνωσε το 1349 ένα κίνημα, με το οποίο κατόρθωσε να ανατρέψει τους Ζηλωτές. Ο ηγέτης τους Ανδρέας Παλαιολόγος κατέφυγε στο Άγιο Όρος, ενώ πολλά στελέχη τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Κι αυτό ήταν το τέλος του κινήματος των Ζηλωτων και της «Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης». Έτσι έληξε ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος, ωστόσο οι αιτίες που τον προκάλεσαν, η διαφθορά δηλαδή της κοινωνίας που ανεχόταν την εξαθλίωση των λαικών στρωμάτων και η ερήμωση της γης, συνακόλουθο της συγκέντρωσης της έγγειας ιδιοκτησίας στα χέρια των Δυνατών, εξακολουθούσαν δυστυχώς να υφίστανται. Με τη μόνιμη μάλιστα εγκατάσταση των Οθωμανών Τούρκων συμμάχων του Κατακουζηνού στην ευρωπαϊκή ακτή, στο κάστρο της Τζυμπης στην Καλλίπολη της Θράκης στα Δαρδανέλλια καθως και την κάθοδο των Σέρβων στην Μακεδονία, οι οποίοι επίσης είχαν κληθεί να βοηθήσουν τη μια ή την άλλη παράταξη, το μέλλον της αυτοκρατορίας προοιωνιζόταν πλέον, όπως φάνηκε άλλωστε εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα σκοτεινό.
Πηγή : http://eranistis.net/wordpress/2013/03/13/η-επανάσταση-των-ζηλωτών-στη-θεσσαλον/
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/p/pb5/pb5a2.html
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/k/ka/ka5c.html
http://vizantinaistorika.blogspot.com/2014/06/11.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου