Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, νοούμενος με το πολιτικό περιεχόμενο του όρου, δεν περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της πόλης. Συγκεκριμένες ομάδες, π.χ. μικρέμποροι και απλοί βιοτέχνες, μαγαζάτορες, εργάτες, ψαράδες, υπηρέτες, ζητιάνοι, απάρτιζαν το λαό, το «δήμο» των πηγών, που αποτελούσε τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της πρωτεύουσας, αλλά και την πιο φτωχή. Η μεσαία τάξη (μεγαλέμποροι, πλοιοκτήτες, βιοτέχνες κ.ά.), οι μέσοι και ο λαός διαφοροποιούνταν στο θέμα της περιουσίας και της υπόληψης. Συχνά οι Βυζαντινοί συγγραφείς, ιδίως όσοι εξέφραζαν τα αριστοκρατικά ιδεώδη, τοποθετούσαν από κοινού αυτά τα δύο στρώματα κάτω από έννοιες όπως «μάζα» και «όχλος». Όμως, εκτός από την περιφρόνηση που έδειχναν προς αυτούς, άφηναν να διαφανεί μια πραγματικότητα: Στη μάζα ανήκαν όλοι οι μη προνομιούχοι, δηλαδή οι φορολογούμενοι, και από την άποψη αυτή και οι μέσοι. Εντούτοις, οι μέσοι δεν πρέπει να συγχέονται με το λαό, καθώς η οικονομική βαρύτητά τους με το πέρασμα των αιώνων ήταν τέτοια, ώστε σε περιόδους δυσπραγίας ενίσχυαν οι ίδιοι το κράτος.
Η ιδιαίτερη σημασία του λαού της Κωνσταντινούπολης παρατηρείται ήδη από την ίδρυσή της, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) προικοδότησε το δήμο της βυζαντινής πρωτεύουσας με τον Ιππόδρομο και το επισιτιστικό μέτρο της αννώνας, αναγνωρίζοντάς του με το μεν πρώτο τον πολιτικό χώρο όπου διαδραματίζεται η τελετουργική αντιπαράθεση αυτοκράτορα και δήμου, ενώ με τη δεύτερη τη λειτουργία της κατανάλωσης. Πρότυπο της νέας πρωτεύουσας και σε αυτό τον τομέα ήταν η Ρώμη. Ωστόσο, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κυρίαρχο δήμο της Ρώμης, του οποίου η θεσμική θέση πήγαζε από τη ρωμαϊκή παράδοση· αντίθετα, η θεσμική θέση του δήμου της Κωνσταντινούπολης προερχόταν από τη συμμετοχή του στην αυτοκρατορική τελετουργία ή από την ίδρυση της πρωτεύουσας από το Μέγα Κωνσταντίνο, καθώς από αυτόν αντλούσε τη νομιμοποιητική δύναμή του.
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, έστω και θεωρητικά, αποτελούσε έναν από τους τρεις «συνταγματικούς παράγοντες» (οι άλλοι δύο ήταν η σύγκλητος και ο στρατός) που έδιναν τη συγκατάθεσή τους προς το πρόσωπο του νέου αυτοκράτορα, επικυρώνοντας έτσι τη νομιμότητά του. Ο λαός δεν περιοριζόταν να εκφράσει τη γνώμη του για τον αυτοκράτορα μόνο κατά τη διαδικασία της εκλογής του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του μπορούσε να τον κρίνει για την επιτυχή ή όχι πολιτική του καθώς και για την ορθοδοξία του. Το μέρος όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε παραχωρήσει από το 331 το δικαίωμα στο λαό να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του ήταν ο Ιππόδρομος, που αποτελούσε τον κύριο τόπο συνάθροισης του δήμου της Κωνσταντινούπολης. Μόνο στον Ιππόδρομο ο λαός είχε τη δυνατότητα να έρθει σε τόσο άμεση επαφή με τον αυτοκράτορα, όπου μπορούσε επίσης να ζητήσει την αντικατάσταση ή την τιμωρία μισητών αξιωματούχων.
Ο λαός συγκεντρωνόταν στον Ιππόδρομο, πέρα από τις ευκαιρίες των μεγάλων τελετών, των αυτοκρατορικών ενθρονίσεων και των στρατιωτικών θριάμβων, κυρίως για να παρακολουθήσει τις αρματοδρομίες. Εκεί διαιρούνταν σε Βένετους (Γαλάζιους) και Πράσινους, όπως συνέβαινε από παλιά και στις άλλες πόλεις, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Προκόπιος. Οι δήμοι αποτελούσαν τα τμήματα του λαού που υποστήριζαν συγκεκριμένες ομάδες στις αρματοδρομίες, ενώ ακόμα και οι αυτοκράτορες υποστήριζαν τον ένα ή τον άλλο δήμο του Ιπποδρόμου.
Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν πολιτική λειτουργία που υπερέβαινε την πρωτεύουσα και τον Ιππόδρομό της. Οι δήμοι πιθανότατα δεν υιοθετούσαν μια γενική γραμμή απέναντι στα πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα· περισσότερο ακολουθούσαν δημαγωγούς που είτε προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα, είτε εξυπηρετούσαν υψηλά ισταμένους, είτε εξέφραζαν τη γενική διάθεση που επικρατούσε στην πόλη. Εντούτοις, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε κάποιες κοινωνικές και θρησκευτικές «κλίσεις» στους δήμους: Οι Βένετοι ήταν λιγότεροι, αριστοκρατικότεροι και ορθόδοξοι, ενώ οι Πράσινοι ήταν περισσότεροι, λαϊκότεροι και έδειχναν μια συμπάθεια προς το μονοφυσιτισμό, με ό,τι αυτά τα χαρακτηριστικά συνεπάγονταν για τις συχνές μεταξύ τους συγκρούσεις.
Η Κωνσταντινούπολη τον 6ο αιώνα αποτελούνταν από διάφορες κοινότητες που τις διαχώριζε η γλώσσα, η θρησκεία και η περιφερειακή ταυτότητα και καταγωγή. Στους δρόμους της άκουγε κανείς ποικιλία γλωσσών, αλλά αυτή η εθνική ανομοιομορφία ήταν απολύτως φυσιολογική στο κέντρο λήψης αποφάσεων της αυτοκρατορίας, η οποία προσέλκυε από τις επαρχίες ανθρώπους που αναζητούσαν καλύτερη τύχη, καθώς και πρόσφυγες. Η πρωτεύουσα ήταν εξαιρετικά κοσμοβριθής (ενδεικτικά υπολογίζεται ότι η Κωνσταντινούπολη γύρω στο 600 είχε 300.000-500.000 κατοίκους)16 και αυτή η ασφυκτική συγκέντρωση κόσμου σε συνδυασμό με την οικονομική του εξαθλίωση όξυνε την κοινωνική ένταση, που υποδαυλιζόταν και από τις εθνικές, θρησκευτικές και αθλητικές αντιζηλίες.
Οι ταραχές και οι εξεγέρσεις του λαού που ξεκινούσαν από τον Ιππόδρομο ήταν συχνές, αλλά η πιο γνωστή λαϊκή εξέγερση υπήρξε η Στάση του Νίκα (532), που λίγο έλειψε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Η οικονομική εξαθλίωση, η καταπίεση και οι αδικίες μισητών αξιωματούχων εις βάρος του λαού προετοίμαζαν από καιρό το έδαφος της εξέγερσης, που επικράτησε για λίγες μέρες στην πρωτεύουσα κυρίως λόγω της ένωσης και της συμφιλίωσης των δήμων. Τελικά, ύστερα από διάφορες μηχανορραφίες της κυβέρνησης που σκοπό είχαν να διασπάσουν το λαό, οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον αριστοκράτη Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους.
Οι δήμοι συνέχισαν να υφίστανται παρά το σοβαρό πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό και να παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο κατά τα επόμενα χρόνια, όπως συνέβη στην ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά (602-610) το 602, καθώς και στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο (610-641) το 610.20
Ο λαός ήταν ένας παράγοντας που οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους σε βαθμό βέβαια που ποίκιλλε, αφού παρέμενε ένα «συνταγματικό όργανο» που σε τελική ανάλυση μπορούσε όχι μόνο να συμμετάσχει στην εκλογή ενός αυτοκράτορα, αλλά και να τον καθαιρέσει. Η γενική συναίνεση του λαού προς τον αυτοκράτορα και την πολιτική του αποτελούσε σημαντικό στήριγμα της μοναρχίας, αλλά δεν ήταν δεδομένη, γεγονός που ωθούσε πολλούς, ιδίως οξυδερκείς, αυτοκράτορες να την ανανεώνουν. Έτσι, ζητούσαν τη γνώμη και του λαού για κρατικά ζητήματα ή τον ενημέρωναν για να επιτύχουν τη συναίνεσή του. Ο Ηράκλειος, για παράδειγμα, ξεκίνησε για διαπραγματεύσεις με τον ηγεμόνα των Αβάρων συνοδευόμενος τόσο από υψηλούς αξιωματούχους όσο και από εκπροσώπους των εμπορικών και βιοτεχνικών τάξεων, καθώς και από εκπροσώπους των Πράσινων και των Βένετων· επίσης, ο Λέων Γ΄ (717-741) εξήγησε τα μέτρα του κατά των εικόνων σε λόγους που απηύθυνε στο λαό.
Δίνεται η εντύπωση ότι οι δήμοι έπαψαν να λειτουργούν ως μέσο πολιτικής δραστηριότητας στις αρχές του 9ου αιώνα ή και νωρίτερα, καταλήγοντας να έχουν διακοσμητικό ρόλο στις επίσημες τελετές, αν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη μείωση της πολιτικής τους σημασίας και το χρόνο που αυτή συντελέστηκε. Από το 10ο αιώνα και εξής, οι ομάδες αυτές φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες. Από την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025), οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους τις πλούσιες συντεχνίες που έφτασαν να ασκούν μεγάλη πολιτική επιρροή τον 11ο αιώνα αλλά και γενικά το λαό ως σύνολο. Το 1042 οι λαϊκές μάζες της Κωνσταντινούπολης ανέτρεψαν το Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042)· η πτώση του σηματοδότησε την εδραίωση του λαού της πρωτεύουσας ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης, διατηρώντας την επιρροή του έως το τέλος του 11ου αιώνα, ώσπου ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατάφερε να τον χαλιναγωγήσει. Να σημειωθεί ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου ενίοτε απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο.
Ωστόσο, το διάστημα 1081-1180, δηλαδή από την ανάρρηση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στο θρόνο και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων έως το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), η σύγκλητος, οι συντεχνίες και οι λαϊκές μάζες περιορίστηκαν σε εθιμοτυπικό ρόλο και τέθηκαν υπό αυστηρό έλεγχο. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, λίγο μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, τα συγκεκριμένα σώματα ανέλαβαν, λίγο έως πολύ, τους ρόλους που κατείχαν πριν από το 1081.
Με εξαίρεση το μετριασμό της δραστηριότητάς του την περίοδο 1081-1180, ο λαός συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτική ζωή κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Στα 162 χρόνια που μεσολάβησαν από την καθαίρεση του Μιχαήλ Ε΄ έως την άλωση του 1204, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ενεπλάκησαν σε περισσότερες από 14 επιτυχημένες εξεγέρσεις και «διαδηλώσεις» εναντίον της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του καταλυτικού ρόλου του λαού στα τέλη του 12ου αιώνα αποτελεί η άνοδος και η πτώση του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1183-1185).
Έχει ήδη γίνει νύξη για τη σύγκληση συνελεύσεων στις οποίες συμμετείχε ο λαός προκειμένου να εγκριθούν οι αυτοκρατορικές αποφάσεις· πρόκειται για μια πρακτική παλιά, την οποία οι τελευταίοι Παλαιολόγοι χρησιμοποίησαν ευρέως. Αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή σύνθεση των συνελεύσεων της ύστερης περιόδου, είναι πιθανό ότι σε αυτές συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι των υπόλοιπων κατοίκων, οι οποίοι είχαν τη δική τους «αρχή». Ενδεικτικός είναι ο έπαινος που απηύθυνε ο Μανουήλ Χρυσολωράς στο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391-1425), επειδή κοινοποιούσε στους υπηκόους του τα σχέδιά του και ζητούσε τη βοήθειά τους. Αναμφίβολα ο δήμος της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε παράγοντα που, την περίοδο πριν από την Άλωση, περιόριζε την αυτοκρατορική παντοδυναμία, η οποία καθ’ όλη την Παλαιολόγεια εποχή αποδυναμωνόταν σταδιακά. Συνεπώς, οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες όφειλαν να ενημερώνουν το δήμο και να επιδιώκουν την αποδοχή του προκειμένου να εφαρμόζουν την πολιτική τους σε ζητήματα όπως η Ένωση των Εκκλησιών ή οι βυζαντινοτουρκικές σχέσεις.
Η συμμετοχή στη νομή ή, ακόμα, και το μονοπώλιο της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο αποφάσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε μήλον της Έριδος για αρκετούς θεσμούς και κοινωνικές ομάδες. Βέβαια, οι πόλοι εξουσίας στην πρωτεύουσα δεν παρέμειναν αναλλοίωτοι στο ρου της υπερχιλιετούς ιστορίας της και στην εξέλιξη μιας κοινωνίας που είχε ελάχιστα κοινά, συγκρίνοντας την εποχή του Ιουστινιανού με την εποχή των Παλαιολόγων, για παράδειγμα. Ωστόσο, είναι δυνατό να εντοπιστούν κάποιοι θεσμοί, ομάδες ή «κόμματα» που, όσο κι αν άλλαζε η σύνθεσή τους ή τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, παραδοσιακά επιδίωκαν τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, προωθώντας τα συμφέροντά τους. Και επειδή τα συμφέροντα μιας ομάδας συνήθως δεν ταυτίζονταν με εκείνα κάποιας άλλης, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Οι σταθερότεροι πόλοι εξουσίας, νοούμενοι πάντοτε ως εξαιρετικά ευρείς στη σύνθεσή τους λόγω των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, ήταν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η σύγκλητος, η κωνσταντινουπολίτικη αριστοκρατία, οι μέσοι και ο λαός. Ωστόσο, οι πόλοι αυτοί δεν ήταν καθόλου στεγανοί. Ήταν σύνηθες, για παράδειγμα, ένα μέλος της συγκλητικής αριστοκρατίας να γίνεται πατριάρχης ή κάποιος που προερχόταν από την τάξη των εμπόρων να μεταπηδά στην τάξη της αριστοκρατίας. Είναι σημαντικό, λοιπόν, το γεγονός ότι οι πόλοι αυτοί αλληλεπιδρούσαν και, όχι σπάνια, επιζητούσαν ο ένας τη συμμαχία του άλλου.
Η σύγκλητος αποτελούσε ένα από τα τρία συνταγματικά όργανα (μαζί με το λαό και το στρατό) που επικύρωναν τη νομιμότητα ενός αυτοκράτορα, θεωρητικά τουλάχιστον. Τη βυζαντινή σύγκλητο αποτελούσαν κυρίως οι ανώτατοι εν ενεργεία υπάλληλοι του κράτους και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της αυλής, στους οποίους έρχονταν να προστεθούν όσοι διορίζονταν προσωπικά από τον αυτοκράτορα. Η αυτοπεποίθηση της συγκλήτου πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι μια αλλαγή στο θρόνο συχνά επέφερε το διορισμό σε υψηλές θέσεις εκείνων που είχαν βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα να επικρατήσει. Οι συγκλητικοί ήταν κατά κύριο λόγο μεγαλογαιοκτήμονες και αντιπροσώπευαν την οικονομικά ισχυρή αριστοκρατία της γης που ασκούσε μεγάλη επιρροή στην κοινωνικοπολιτική ζωή. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και ρήτορες συνήθιζαν να διαχωρίζουν την κοινωνία σε κατηγορίες, ενώ η συνηθέστερη και απλούστερη διάκριση ήταν εκείνη μεταξύ δυνατών και πενήτων. Την ομάδα των δυνατών σχημάτιζαν όσοι ήταν μέλη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώματος, συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων κληρικών, και είχαν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, ενώ θα μπορούσαμε πολύ γενικά να πούμε ότι τους πένητες αποτελούσαν οι φορολογούμενοι. Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα, αυτός ο διμερής διαχωρισμός της κοινωνίας άρχισε να θεωρείται ανεπαρκής, καθώς μία ενδιάμεση τάξη, οι μέσοι, είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία της. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κυρίως έμποροι και βιοτέχνες, που τους διέκρινε κανείς ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν επικεντρωμένη η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα. Είναι ενδεικτικό ότι το 12ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, κάνοντας λόγο για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, τους αναφέρει: «οι μεγάλοι», «οι μικροί», «οι μέσοι».
Η λαός της Κωνσταντινούπολης (populus, δήμος και στη συνέχεια δήμοι) υπήρξε ένας από τους βασικότερους πολιτειακούς παράγοντες, αν και συχνά ο ρόλος του περιοριζόταν στην τελετουργική επικύρωση της ανάρρησης ενός νέου αυτοκράτορα στο θρόνο. Ο λαός της πρωτεύουσας μπορούσε να συναθροίζεται ελεύθερα κυρίως στον Ιππόδρομο, που αποτελούσε σύμβολο της σχέσης αυτοκράτορα και λαού, ενώ το δικαίωμα του δήμου να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του στον Ιππόδρομο ενώπιον επίσημων προσώπων είχε παραχωρηθεί από το Μεγάλο Κωνσταντίνο (324-337) το 331, κάτι το οποίο οι αρχές σέβονταν. Η επιρροή που ασκούσαν οι δήμοι, οι αντίπαλες οργανώσεις κυρίως των Πράσινων και των Βένετων (Γαλάζιων), στην πολιτική ζωή της Κωνσταντινούπολης κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι ευρέως γνωστή. Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν ιδιαίτερο χαρακτήρα με πολιτική λειτουργία, που ξεπερνούσε τα όρια του Ιπποδρόμου. Το γεγονός με το οποίο συνδέονται συνειρμικά οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης είναι η Στάση του Νίκα(532), που συντάραξε την πρωτεύουσα και παραλίγο να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της στάσης, η οποία ήταν απόρροια των αδικιών και της καταπίεσης, ήταν η ένωση και η συμφιλίωση των δήμων. Λόγω της στάσης η λαϊκή εξέγερση επικράτησε λίγες μέρες στην πρωτεύουσα και επιχείρησε να στέψει νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο. Τελικά, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές ενέργειες, οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου είχε συγκεντρωθεί ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους. Οι δήμοι επιβίωσαν και αργότερα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για παράδειγμα, το 602, στην ανατροπή του Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά, και το 610, στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο(610-641). Ποτέ, όμως, δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από το πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό, καταλήγοντας συχνά διακοσμητικά στοιχεία στις επίσημες τελετές. Περίπου από το 10ο αιώνα και εξής, οι δήμοι φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες. Το 1042 ξέσπασε μια τρομερή εξέγερση του λαού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042), εξαιτίας του εγκλεισμούτης λαοφιλούς αυτοκράτειρας Ζωής σε μοναστήρι. Ο λαός, με την υποκίνηση του πατριάρχη Αλέξιου Στουδίτη (1025-1043), τον οποίο ο Μιχαήλ Ε΄ ήθελε να καθαιρέσει, ανέτρεψε εύκολα τον αυτοκράτορα. Με την πτώση του, ο λαός της πρωτεύουσας κατέστη ξανά υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, διατηρώντας την επιρροή του μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου σε ορισμένες περιπτώσεις απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο. Ωστόσο, η άνοδος στην εξουσία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1081 ανέτρεψε αυτή τη δυναμική, αφού ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών επέβαλε την επιρροή του στην Κωνσταντινούπολη και κατάφερε να δαμάσει το λαό της. Το 15ο αιώνα φαίνεται ότι ο ρόλος του δήμου ενισχύθηκε πάλι και συχνά υπάρχουν υπαινιγμοί στις πηγές της εποχής για «συνελεύεις» των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, στις οποίες λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, ακόμα και για κινήσεις συνθηκολόγησης με τους Οθωμανούς. Η ακριβής σύνθεση των συνελεύσεων αυτών δε μας είναι γνωστή, όπως και το αν υπήρχε ένα σύστημα «αντιπροσώπευσης». Πιθανολογείται, όμως, ότι στις συνελεύσεις συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι κάτοικοι, που είχαν μια δική τους αρχή, εξέλιξη που σχετίζεται και με την εδραίωση του κοινωνικού στρώματος των μέσων, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Η συντήρηση της μνήμης μας, σε ό,τι αφορά την ιστορία μας, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης, ιδίως για εμάς τους Έλληνες» δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, σε εκδηλώσεις μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Κερδυλλίων στις 17 Οκτωβρίου 1941, μιλώντας στα Ν. Κερδύλλια Σερρών και αναφέρθηκε στα μηνύματα που εκπέμπει η επετειακή εκδήλωση (2018). «Εμείς οι Έλληνες είμαστε λαός της ελευθερίας. Μόνο ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε, να υπερασπιστούμε την αξία μας και να αναπτύξουμε την προσωπικότητά μας. Και δεν μπορούμε να διανοηθούμε τον εαυτό μας υπόδουλο. Θα δίνουμε τον αγώνα της ελευθερίας και για μας και για κάθε άλλο λαό, γιατί η ελευθερία είναι πανανθρώπινο αγαθό, αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο». Επισήμανε ότι «ως ελεύθεροι άνθρωποι, ως πραγματικοί δημοκράτες -γιατί η δημοκρατία έχει στην καρδιά της, στη ψυχή της, τον άνθρωπο- εμείς επιδιώκουμε την ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη, την ανάπτυξη όλων των γειτόνων μας, θέλουμε την ευημερία τους, γιατί ξέρουμε ότι μόνο μέσα από τη συνύπαρξη και την ευημερία των λαών μπορεί να υπάρξει κοινή δημιουργία. Άλλωστε, αυτό το διδάσκει ο ίδιος ο πολιτισμός μας και ο πολιτισμός της Ευρώπης μας».
Πηγή : http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10843
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=10945
https://www.tovima.gr/2018/10/17/politics/proedros-tis-dimokratias-emeis-oi-ellines-eimaste-laos-tis-eleytherias/
Η ιδιαίτερη σημασία του λαού της Κωνσταντινούπολης παρατηρείται ήδη από την ίδρυσή της, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) προικοδότησε το δήμο της βυζαντινής πρωτεύουσας με τον Ιππόδρομο και το επισιτιστικό μέτρο της αννώνας, αναγνωρίζοντάς του με το μεν πρώτο τον πολιτικό χώρο όπου διαδραματίζεται η τελετουργική αντιπαράθεση αυτοκράτορα και δήμου, ενώ με τη δεύτερη τη λειτουργία της κατανάλωσης. Πρότυπο της νέας πρωτεύουσας και σε αυτό τον τομέα ήταν η Ρώμη. Ωστόσο, ο δήμος της Κωνσταντινούπολης δεν μπορεί να συγκριθεί με τον κυρίαρχο δήμο της Ρώμης, του οποίου η θεσμική θέση πήγαζε από τη ρωμαϊκή παράδοση· αντίθετα, η θεσμική θέση του δήμου της Κωνσταντινούπολης προερχόταν από τη συμμετοχή του στην αυτοκρατορική τελετουργία ή από την ίδρυση της πρωτεύουσας από το Μέγα Κωνσταντίνο, καθώς από αυτόν αντλούσε τη νομιμοποιητική δύναμή του.
Ο λαός της Κωνσταντινούπολης, έστω και θεωρητικά, αποτελούσε έναν από τους τρεις «συνταγματικούς παράγοντες» (οι άλλοι δύο ήταν η σύγκλητος και ο στρατός) που έδιναν τη συγκατάθεσή τους προς το πρόσωπο του νέου αυτοκράτορα, επικυρώνοντας έτσι τη νομιμότητά του. Ο λαός δεν περιοριζόταν να εκφράσει τη γνώμη του για τον αυτοκράτορα μόνο κατά τη διαδικασία της εκλογής του, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της βασιλείας του μπορούσε να τον κρίνει για την επιτυχή ή όχι πολιτική του καθώς και για την ορθοδοξία του. Το μέρος όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε παραχωρήσει από το 331 το δικαίωμα στο λαό να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του ήταν ο Ιππόδρομος, που αποτελούσε τον κύριο τόπο συνάθροισης του δήμου της Κωνσταντινούπολης. Μόνο στον Ιππόδρομο ο λαός είχε τη δυνατότητα να έρθει σε τόσο άμεση επαφή με τον αυτοκράτορα, όπου μπορούσε επίσης να ζητήσει την αντικατάσταση ή την τιμωρία μισητών αξιωματούχων.
Ο λαός συγκεντρωνόταν στον Ιππόδρομο, πέρα από τις ευκαιρίες των μεγάλων τελετών, των αυτοκρατορικών ενθρονίσεων και των στρατιωτικών θριάμβων, κυρίως για να παρακολουθήσει τις αρματοδρομίες. Εκεί διαιρούνταν σε Βένετους (Γαλάζιους) και Πράσινους, όπως συνέβαινε από παλιά και στις άλλες πόλεις, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Προκόπιος. Οι δήμοι αποτελούσαν τα τμήματα του λαού που υποστήριζαν συγκεκριμένες ομάδες στις αρματοδρομίες, ενώ ακόμα και οι αυτοκράτορες υποστήριζαν τον ένα ή τον άλλο δήμο του Ιπποδρόμου.
Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν πολιτική λειτουργία που υπερέβαινε την πρωτεύουσα και τον Ιππόδρομό της. Οι δήμοι πιθανότατα δεν υιοθετούσαν μια γενική γραμμή απέναντι στα πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα· περισσότερο ακολουθούσαν δημαγωγούς που είτε προωθούσαν τα δικά τους συμφέροντα, είτε εξυπηρετούσαν υψηλά ισταμένους, είτε εξέφραζαν τη γενική διάθεση που επικρατούσε στην πόλη. Εντούτοις, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε κάποιες κοινωνικές και θρησκευτικές «κλίσεις» στους δήμους: Οι Βένετοι ήταν λιγότεροι, αριστοκρατικότεροι και ορθόδοξοι, ενώ οι Πράσινοι ήταν περισσότεροι, λαϊκότεροι και έδειχναν μια συμπάθεια προς το μονοφυσιτισμό, με ό,τι αυτά τα χαρακτηριστικά συνεπάγονταν για τις συχνές μεταξύ τους συγκρούσεις.
Η Κωνσταντινούπολη τον 6ο αιώνα αποτελούνταν από διάφορες κοινότητες που τις διαχώριζε η γλώσσα, η θρησκεία και η περιφερειακή ταυτότητα και καταγωγή. Στους δρόμους της άκουγε κανείς ποικιλία γλωσσών, αλλά αυτή η εθνική ανομοιομορφία ήταν απολύτως φυσιολογική στο κέντρο λήψης αποφάσεων της αυτοκρατορίας, η οποία προσέλκυε από τις επαρχίες ανθρώπους που αναζητούσαν καλύτερη τύχη, καθώς και πρόσφυγες. Η πρωτεύουσα ήταν εξαιρετικά κοσμοβριθής (ενδεικτικά υπολογίζεται ότι η Κωνσταντινούπολη γύρω στο 600 είχε 300.000-500.000 κατοίκους)16 και αυτή η ασφυκτική συγκέντρωση κόσμου σε συνδυασμό με την οικονομική του εξαθλίωση όξυνε την κοινωνική ένταση, που υποδαυλιζόταν και από τις εθνικές, θρησκευτικές και αθλητικές αντιζηλίες.
Οι ταραχές και οι εξεγέρσεις του λαού που ξεκινούσαν από τον Ιππόδρομο ήταν συχνές, αλλά η πιο γνωστή λαϊκή εξέγερση υπήρξε η Στάση του Νίκα (532), που λίγο έλειψε να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Η οικονομική εξαθλίωση, η καταπίεση και οι αδικίες μισητών αξιωματούχων εις βάρος του λαού προετοίμαζαν από καιρό το έδαφος της εξέγερσης, που επικράτησε για λίγες μέρες στην πρωτεύουσα κυρίως λόγω της ένωσης και της συμφιλίωσης των δήμων. Τελικά, ύστερα από διάφορες μηχανορραφίες της κυβέρνησης που σκοπό είχαν να διασπάσουν το λαό, οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένος ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον αριστοκράτη Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους.
Οι δήμοι συνέχισαν να υφίστανται παρά το σοβαρό πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό και να παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο κατά τα επόμενα χρόνια, όπως συνέβη στην ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά (602-610) το 602, καθώς και στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο (610-641) το 610.20
Ο λαός ήταν ένας παράγοντας που οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους σε βαθμό βέβαια που ποίκιλλε, αφού παρέμενε ένα «συνταγματικό όργανο» που σε τελική ανάλυση μπορούσε όχι μόνο να συμμετάσχει στην εκλογή ενός αυτοκράτορα, αλλά και να τον καθαιρέσει. Η γενική συναίνεση του λαού προς τον αυτοκράτορα και την πολιτική του αποτελούσε σημαντικό στήριγμα της μοναρχίας, αλλά δεν ήταν δεδομένη, γεγονός που ωθούσε πολλούς, ιδίως οξυδερκείς, αυτοκράτορες να την ανανεώνουν. Έτσι, ζητούσαν τη γνώμη και του λαού για κρατικά ζητήματα ή τον ενημέρωναν για να επιτύχουν τη συναίνεσή του. Ο Ηράκλειος, για παράδειγμα, ξεκίνησε για διαπραγματεύσεις με τον ηγεμόνα των Αβάρων συνοδευόμενος τόσο από υψηλούς αξιωματούχους όσο και από εκπροσώπους των εμπορικών και βιοτεχνικών τάξεων, καθώς και από εκπροσώπους των Πράσινων και των Βένετων· επίσης, ο Λέων Γ΄ (717-741) εξήγησε τα μέτρα του κατά των εικόνων σε λόγους που απηύθυνε στο λαό.
Δίνεται η εντύπωση ότι οι δήμοι έπαψαν να λειτουργούν ως μέσο πολιτικής δραστηριότητας στις αρχές του 9ου αιώνα ή και νωρίτερα, καταλήγοντας να έχουν διακοσμητικό ρόλο στις επίσημες τελετές, αν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τη μείωση της πολιτικής τους σημασίας και το χρόνο που αυτή συντελέστηκε. Από το 10ο αιώνα και εξής, οι ομάδες αυτές φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες. Από την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976-1025), οι αυτοκράτορες λάμβαναν υπόψη τους τις πλούσιες συντεχνίες που έφτασαν να ασκούν μεγάλη πολιτική επιρροή τον 11ο αιώνα αλλά και γενικά το λαό ως σύνολο. Το 1042 οι λαϊκές μάζες της Κωνσταντινούπολης ανέτρεψαν το Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042)· η πτώση του σηματοδότησε την εδραίωση του λαού της πρωτεύουσας ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης, διατηρώντας την επιρροή του έως το τέλος του 11ου αιώνα, ώσπου ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατάφερε να τον χαλιναγωγήσει. Να σημειωθεί ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου ενίοτε απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο.
Ωστόσο, το διάστημα 1081-1180, δηλαδή από την ανάρρηση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού στο θρόνο και την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων έως το θάνατο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180), η σύγκλητος, οι συντεχνίες και οι λαϊκές μάζες περιορίστηκαν σε εθιμοτυπικό ρόλο και τέθηκαν υπό αυστηρό έλεγχο. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι, λίγο μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, τα συγκεκριμένα σώματα ανέλαβαν, λίγο έως πολύ, τους ρόλους που κατείχαν πριν από το 1081.
Με εξαίρεση το μετριασμό της δραστηριότητάς του την περίοδο 1081-1180, ο λαός συνέβαλε αποφασιστικά στην πολιτική ζωή κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Στα 162 χρόνια που μεσολάβησαν από την καθαίρεση του Μιχαήλ Ε΄ έως την άλωση του 1204, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ενεπλάκησαν σε περισσότερες από 14 επιτυχημένες εξεγέρσεις και «διαδηλώσεις» εναντίον της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του καταλυτικού ρόλου του λαού στα τέλη του 12ου αιώνα αποτελεί η άνοδος και η πτώση του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού (1183-1185).
Έχει ήδη γίνει νύξη για τη σύγκληση συνελεύσεων στις οποίες συμμετείχε ο λαός προκειμένου να εγκριθούν οι αυτοκρατορικές αποφάσεις· πρόκειται για μια πρακτική παλιά, την οποία οι τελευταίοι Παλαιολόγοι χρησιμοποίησαν ευρέως. Αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή σύνθεση των συνελεύσεων της ύστερης περιόδου, είναι πιθανό ότι σε αυτές συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι των υπόλοιπων κατοίκων, οι οποίοι είχαν τη δική τους «αρχή». Ενδεικτικός είναι ο έπαινος που απηύθυνε ο Μανουήλ Χρυσολωράς στο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391-1425), επειδή κοινοποιούσε στους υπηκόους του τα σχέδιά του και ζητούσε τη βοήθειά τους. Αναμφίβολα ο δήμος της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε παράγοντα που, την περίοδο πριν από την Άλωση, περιόριζε την αυτοκρατορική παντοδυναμία, η οποία καθ’ όλη την Παλαιολόγεια εποχή αποδυναμωνόταν σταδιακά. Συνεπώς, οι τελευταίοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες όφειλαν να ενημερώνουν το δήμο και να επιδιώκουν την αποδοχή του προκειμένου να εφαρμόζουν την πολιτική τους σε ζητήματα όπως η Ένωση των Εκκλησιών ή οι βυζαντινοτουρκικές σχέσεις.
Η συμμετοχή στη νομή ή, ακόμα, και το μονοπώλιο της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη, το κέντρο αποφάσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε μήλον της Έριδος για αρκετούς θεσμούς και κοινωνικές ομάδες. Βέβαια, οι πόλοι εξουσίας στην πρωτεύουσα δεν παρέμειναν αναλλοίωτοι στο ρου της υπερχιλιετούς ιστορίας της και στην εξέλιξη μιας κοινωνίας που είχε ελάχιστα κοινά, συγκρίνοντας την εποχή του Ιουστινιανού με την εποχή των Παλαιολόγων, για παράδειγμα. Ωστόσο, είναι δυνατό να εντοπιστούν κάποιοι θεσμοί, ομάδες ή «κόμματα» που, όσο κι αν άλλαζε η σύνθεσή τους ή τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, παραδοσιακά επιδίωκαν τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων, προωθώντας τα συμφέροντά τους. Και επειδή τα συμφέροντα μιας ομάδας συνήθως δεν ταυτίζονταν με εκείνα κάποιας άλλης, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες. Οι σταθερότεροι πόλοι εξουσίας, νοούμενοι πάντοτε ως εξαιρετικά ευρείς στη σύνθεσή τους λόγω των κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων, ήταν η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, η σύγκλητος, η κωνσταντινουπολίτικη αριστοκρατία, οι μέσοι και ο λαός. Ωστόσο, οι πόλοι αυτοί δεν ήταν καθόλου στεγανοί. Ήταν σύνηθες, για παράδειγμα, ένα μέλος της συγκλητικής αριστοκρατίας να γίνεται πατριάρχης ή κάποιος που προερχόταν από την τάξη των εμπόρων να μεταπηδά στην τάξη της αριστοκρατίας. Είναι σημαντικό, λοιπόν, το γεγονός ότι οι πόλοι αυτοί αλληλεπιδρούσαν και, όχι σπάνια, επιζητούσαν ο ένας τη συμμαχία του άλλου.
Η σύγκλητος αποτελούσε ένα από τα τρία συνταγματικά όργανα (μαζί με το λαό και το στρατό) που επικύρωναν τη νομιμότητα ενός αυτοκράτορα, θεωρητικά τουλάχιστον. Τη βυζαντινή σύγκλητο αποτελούσαν κυρίως οι ανώτατοι εν ενεργεία υπάλληλοι του κράτους και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της αυλής, στους οποίους έρχονταν να προστεθούν όσοι διορίζονταν προσωπικά από τον αυτοκράτορα. Η αυτοπεποίθηση της συγκλήτου πήγαζε σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι μια αλλαγή στο θρόνο συχνά επέφερε το διορισμό σε υψηλές θέσεις εκείνων που είχαν βοηθήσει το νέο αυτοκράτορα να επικρατήσει. Οι συγκλητικοί ήταν κατά κύριο λόγο μεγαλογαιοκτήμονες και αντιπροσώπευαν την οικονομικά ισχυρή αριστοκρατία της γης που ασκούσε μεγάλη επιρροή στην κοινωνικοπολιτική ζωή. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί και ρήτορες συνήθιζαν να διαχωρίζουν την κοινωνία σε κατηγορίες, ενώ η συνηθέστερη και απλούστερη διάκριση ήταν εκείνη μεταξύ δυνατών και πενήτων. Την ομάδα των δυνατών σχημάτιζαν όσοι ήταν μέλη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώματος, συμπεριλαμβανομένων των ανώτερων κληρικών, και είχαν πρόσβαση στην πολιτική εξουσία, ενώ θα μπορούσαμε πολύ γενικά να πούμε ότι τους πένητες αποτελούσαν οι φορολογούμενοι. Ωστόσο, από τον 11ο αιώνα, αυτός ο διμερής διαχωρισμός της κοινωνίας άρχισε να θεωρείται ανεπαρκής, καθώς μία ενδιάμεση τάξη, οι μέσοι, είχε ήδη κάνει αισθητή την παρουσία της. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κυρίως έμποροι και βιοτέχνες, που τους διέκρινε κανείς ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν επικεντρωμένη η εμπορική και βιοτεχνική δραστηριότητα. Είναι ενδεικτικό ότι το 12ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, κάνοντας λόγο για τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, τους αναφέρει: «οι μεγάλοι», «οι μικροί», «οι μέσοι».
Η λαός της Κωνσταντινούπολης (populus, δήμος και στη συνέχεια δήμοι) υπήρξε ένας από τους βασικότερους πολιτειακούς παράγοντες, αν και συχνά ο ρόλος του περιοριζόταν στην τελετουργική επικύρωση της ανάρρησης ενός νέου αυτοκράτορα στο θρόνο. Ο λαός της πρωτεύουσας μπορούσε να συναθροίζεται ελεύθερα κυρίως στον Ιππόδρομο, που αποτελούσε σύμβολο της σχέσης αυτοκράτορα και λαού, ενώ το δικαίωμα του δήμου να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του στον Ιππόδρομο ενώπιον επίσημων προσώπων είχε παραχωρηθεί από το Μεγάλο Κωνσταντίνο (324-337) το 331, κάτι το οποίο οι αρχές σέβονταν. Η επιρροή που ασκούσαν οι δήμοι, οι αντίπαλες οργανώσεις κυρίως των Πράσινων και των Βένετων (Γαλάζιων), στην πολιτική ζωή της Κωνσταντινούπολης κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο είναι ευρέως γνωστή. Οι δήμοι ανάγονταν στο ρωμαϊκό ιππόδρομο, αλλά στο Βυζάντιο απέκτησαν ιδιαίτερο χαρακτήρα με πολιτική λειτουργία, που ξεπερνούσε τα όρια του Ιπποδρόμου. Το γεγονός με το οποίο συνδέονται συνειρμικά οι δήμοι της Κωνσταντινούπολης είναι η Στάση του Νίκα(532), που συντάραξε την πρωτεύουσα και παραλίγο να ανατρέψει τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565). Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της στάσης, η οποία ήταν απόρροια των αδικιών και της καταπίεσης, ήταν η ένωση και η συμφιλίωση των δήμων. Λόγω της στάσης η λαϊκή εξέγερση επικράτησε λίγες μέρες στην πρωτεύουσα και επιχείρησε να στέψει νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο. Τελικά, έπειτα από έντονες παρασκηνιακές ενέργειες, οι στρατηγοί Βελισάριος, Ναρσής και Μούνδος εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στον Ιππόδρομο, όπου είχε συγκεντρωθεί ο λαός για να στέψει αυτοκράτορα τον Υπάτιο, και έσφαξαν περίπου 35.000 ανθρώπους. Οι δήμοι επιβίωσαν και αργότερα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο για παράδειγμα, το 602, στην ανατροπή του Μαυρικίου (582-602) από το Φωκά, και το 610, στην ανατροπή του Φωκά από τον Ηράκλειο(610-641). Ποτέ, όμως, δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από το πλήγμα που δέχθηκαν από τον Ιουστινιανό, καταλήγοντας συχνά διακοσμητικά στοιχεία στις επίσημες τελετές. Περίπου από το 10ο αιώνα και εξής, οι δήμοι φαίνεται ότι ταυτίζονται με τις συντεχνίες. Το 1042 ξέσπασε μια τρομερή εξέγερση του λαού της Κωνσταντινούπολης εναντίον του Μιχαήλ Ε΄ (1041-1042), εξαιτίας του εγκλεισμούτης λαοφιλούς αυτοκράτειρας Ζωής σε μοναστήρι. Ο λαός, με την υποκίνηση του πατριάρχη Αλέξιου Στουδίτη (1025-1043), τον οποίο ο Μιχαήλ Ε΄ ήθελε να καθαιρέσει, ανέτρεψε εύκολα τον αυτοκράτορα. Με την πτώση του, ο λαός της πρωτεύουσας κατέστη ξανά υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, διατηρώντας την επιρροή του μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοκράτορες της περιόδου σε ορισμένες περιπτώσεις απευθύνονταν και στο λαό και στη σύγκλητο. Ωστόσο, η άνοδος στην εξουσία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1081 ανέτρεψε αυτή τη δυναμική, αφού ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών επέβαλε την επιρροή του στην Κωνσταντινούπολη και κατάφερε να δαμάσει το λαό της. Το 15ο αιώνα φαίνεται ότι ο ρόλος του δήμου ενισχύθηκε πάλι και συχνά υπάρχουν υπαινιγμοί στις πηγές της εποχής για «συνελεύεις» των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, στις οποίες λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, ακόμα και για κινήσεις συνθηκολόγησης με τους Οθωμανούς. Η ακριβής σύνθεση των συνελεύσεων αυτών δε μας είναι γνωστή, όπως και το αν υπήρχε ένα σύστημα «αντιπροσώπευσης». Πιθανολογείται, όμως, ότι στις συνελεύσεις συμμετείχαν, εκτός από τους συγκλητικούς, και οι πλουσιότεροι κάτοικοι, που είχαν μια δική τους αρχή, εξέλιξη που σχετίζεται και με την εδραίωση του κοινωνικού στρώματος των μέσων, όπως περιγράφηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Η συντήρηση της μνήμης μας, σε ό,τι αφορά την ιστορία μας, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης, ιδίως για εμάς τους Έλληνες» δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, σε εκδηλώσεις μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Κερδυλλίων στις 17 Οκτωβρίου 1941, μιλώντας στα Ν. Κερδύλλια Σερρών και αναφέρθηκε στα μηνύματα που εκπέμπει η επετειακή εκδήλωση (2018). «Εμείς οι Έλληνες είμαστε λαός της ελευθερίας. Μόνο ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε, να υπερασπιστούμε την αξία μας και να αναπτύξουμε την προσωπικότητά μας. Και δεν μπορούμε να διανοηθούμε τον εαυτό μας υπόδουλο. Θα δίνουμε τον αγώνα της ελευθερίας και για μας και για κάθε άλλο λαό, γιατί η ελευθερία είναι πανανθρώπινο αγαθό, αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο». Επισήμανε ότι «ως ελεύθεροι άνθρωποι, ως πραγματικοί δημοκράτες -γιατί η δημοκρατία έχει στην καρδιά της, στη ψυχή της, τον άνθρωπο- εμείς επιδιώκουμε την ειρήνη, την ειρηνική συνύπαρξη, την ανάπτυξη όλων των γειτόνων μας, θέλουμε την ευημερία τους, γιατί ξέρουμε ότι μόνο μέσα από τη συνύπαρξη και την ευημερία των λαών μπορεί να υπάρξει κοινή δημιουργία. Άλλωστε, αυτό το διδάσκει ο ίδιος ο πολιτισμός μας και ο πολιτισμός της Ευρώπης μας».
Πηγή : http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10843
http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=10945
https://www.tovima.gr/2018/10/17/politics/proedros-tis-dimokratias-emeis-oi-ellines-eimaste-laos-tis-eleytherias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου