Λέει ο Ιωσήφ: "Το φοβερό δεν είναι που αναστήθηκε ο Ιησούς, αλλά ότι ανάστησε πολλούς από τους νεκρούς. Όπως τον Συμεών που πήρε στην αγκαλιά του τον Ιησού όταν ήταν βρέφος στο ναό και τους δυο γιούς του. Ας πάμε να τους βρούμε στην Αριμαθαία"
Πήγαν οι αρχιερείς στην Αριμαθαία και τους βρήκαν, τους έφεραν έπειτα στην Ιερουσαλήμ στη Συναγωγή, κλείδωσαν τις πόρτες, έβαλαν στη μέση την Παλαιά Διαθήκη και τους ζήτησαν να δώσουν όρκο πώς αναστήθηκαν. Έκείνοι έκαναν στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού και αφού κάθισαν, έγραψαν τα παρακάτω:
Ήμασταν στον Άδη μαζί με όλους που κοιμήθηκαν από την αρχή των αιώνων. Και μέσα στα μεσάνυχτα, στα σκοτεινά εκείνα μέρη χάραξε, σα να ήταν το φως του ήλιου κι έλαμψε και φωτιστήκαμε και είδαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ο προφήτης Ησαΐας είπε "Αυτό το φως είναι από τον Πατέρα και τον Υιό και από το Άγιο Πνεύμα, το είχα προφητεύσει εγώ όσο ήμουνα ακόμα ζωντανός". Έπειτα ήρθε στη μέση ένας άλλος ασκητής, ο Ιωάννης, και είπε " Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, με τα χέρια μου τον βάπτισα στον Ιορδάνη ποταμό. Μόλις τον δείτε, προσκυνήστε τον όλοι γιατί τώρα μόνο έχετε την ευκαιρία να μετανοήσετε για ό,τι αμαρτήσατε στον μάταιο πάνω κόσμο. Άλλοτε να έχετε την ευκαιρία είναι αδύνατο των αδυνάτων!"
Μέσα στην τόση χαρά όλων ήρθε ο Σατάν, κληρονόμος του σκότους και λέει στον Άδη;
- Φαταούλα κι αχόρταγε, πρόσεξε τα λόγια μου. Από τη γενιά των Ιουδαίων είναι κάποιος Ιησούς που ονομάζει τον εαυτό του Υιό Θεού. Μιας όμως και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα ένας άνθρωπος, με τη βοήθεια τη δικιά μας τον σταύρωσαν οι Ιουδαίοι. Και τώρα που πέθανε να είσαι έτοιμος να τον ασφαλίσουμε καλά εδώ πέρα. Μου έκανε πολλές ζημιές στον πάνω κόσμο τότε που συναναστρεφόταν ακόμα τους θνητούς. Αλλά δεν τον φοβήθηκα κι έβαλα τους Ιουδαίους και τον σταύρωσαν και τον πότισαν και χολή και ξύδι. Ετοιμάσου λοιπον, όταν θα έρθει, να τον κρατήσεις γερά εδώ κάτω,
- Κληρονόμε του σκότους, γιε του χαμού, διάβολε, τώρα δα μου είπες ότι πολλούς που ετοίμασες εσύ για να τους θάψουν, αυτός με το λόγο του μόνο τους ξανάδωσε ζωή. Πώς λοιπόν και με ποια δύναμη θα κρατηθεί από μας;. Δεν πάει πολύς καιρός που κατάπια κάποιον με το όνομα Λάζαρος και μετά από λίγο, κάποιος από τους ζωντανούς, με το λόγο του μόνον τον τράβηξε έξω. Νομίζω ότι είναι αυτός που εσύ λες. Αν λοιπόν τον πάρουμε εδώ μέσα, φοβάμαι μήπως κινδυνέψουμε να χάσουμε και τους άλλους. Γι' αυτό και σε ξορκίζω, μην τον φέρεις εδώ γιατί νομίζω ότι έρχεται για να αναστήσει όλους τους νεκρούς. Και τούτο σου λέω, μα το σκοτάδι που έχουμε, εάν τον φέρεις αυτόν εδώ πέρα, δε θα μου μείνει κανείς πια νεκρός.
Κι ενώ έλεγαν αυτά ακούστηκε μια δυνατή φωνή σαν βροντή να λέει; "Ανοίξτε άρχοντες τις πύλες και παραμερίστε πύλες αιώνιες και θα διαβεί ο βασιλιάς της δόξας". Ο Άδης αποκρίθηκε "Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας;" Λένε οι άγγελοι "Ο Κύριος ο ισχυρός και δυνατός, ο Κύριος ο δυνατός στη μάχη". Κι αμέσως οι πύλες συντρίφθηκαν και οι αιχμάλωτοι νεκροί ελευθερώθηκαν και ήρθε μέσα ο βασιλιάς της δόξας σαν ένας άνθρωπος και όλα τα άραχλα μέρη του Άδη φωτίστηκαν.
Αμέσως ούρλιαξε ο Άδης: "Νικηθήκαμε, αλίμονό μας!"
Τότε ο βασιλιάς της δόξας έπιασε από το κεφάλι τον Σατάν και, παραδίδοντάς τον στους αγγέλους, είπε "δέστε καλά στα σίδερα τα χέρια και τα πόδια, το σβέρκο και το στόμα του". Έπειτα, παραδίδοντάς τον στον Άδη, είπε "πάρτον και φύλαγέ τον καλά ως τη Δευτέρα Παρουσία μου".
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι κι έπιασε και σήκωσε τον Αδάμ. Έπειτα στράφηκε προς τους υπόλοιπους και είπε "ελάτε μαζί μου όλοι εσείς που θανατωθήκατε από το ξύλο που άγγιξε αυτός. Γιατί με το ξύλο του σταυρού εγώ , να , πάλι σας ανασταίνω". Ευλόγησε ο Σωτήρας στο μέτωπο τον Αδάμ με το σημείο του σταυρού κι αφού έκανε το ίδιο με τους προφήτες και τους προπάτορες, τους πήρε όλους και πετάχθηκε έξω από τον Άδη ενώ οι άγιοι πατέρες έψαλλαν "Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις".
Ήρθε λοιπόν στον Παράδεισο κρατώντας τον Αδάμ από το χέρι και τον παρέδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ μαζί με όλους τους δίκαιους. Καθώς περνούσαν την πύλη του Παραδείσου συνάντησαν δυο ηλικιωμένους ανθρώπους που τους ρώτησαν οι άγιοι πατέρες: "Ποιοι είστε εσείς που δε γνωρίσατε τον θάνατο και δεν κατεβήκατε στον Άδη, αλλά με τα σώματα και τις ψυχές σας κατοικείτε στον παράδεισο;". Ο ένας από τους δύο αποκρίθηκε και είπε "Εγώ είμαι ο Ενώχ που έδωσα χαρά στο Θεό και με έφερε εδώ κοντά του και αυτός είναι ο Ηλίας. Και οι δύο μέλλει να ζήσουμε ως τη συντέλεια των αιώνων. Τότε, θα μας στείλει ο θεός για να πολεμήσουμε τον Αντίχριστο και μετά από τρεις μέρες να αναστηθούμε και να μας αρπάξουν τα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο."
Την ώρα που έλεγαν αυτά ήρθε ένας άλλος ταπεινός στη θωριά άνθρωπος που κουβαλούσε στους ώμους και το σταυρό και είπε "Εγώ ληστής ήμουν και κλέφτης στον κόσμο, γι' αυτό με συνέλαβαν και με σταύρωσαν μαζί με τον Κύριό μας. Καθώς κρεμόμουν λοιπόν στο σταυρό, είδα τα σημάδια και πίστεψα και τον παρακάλεσα να μη με ξεχάσει. Κι αμέσως μου απάντησε ότι σήμερα κιόλας θα είμαι μαζί του στον Παράδεισο. Πήρα λοιπόν στους ώμους το σταυρό και ήρθα και είπα στον αρχάγγελο Μιχαήλ "ο Κύριός μας, ο εσταυρωμένος Ιησούς, με έστειλε εδώ πέρα, πήγαινέ με λοιπόν στην πύλη της Εδέμ". Και μόλις είδε η πύρινη ρομφαία το σχήμα του σταυρού μου άνοιξε και μπήκα.
Όλα αυτά είδαμε και ακούσαμε και μας έστειλε ο αρχάγγελος Μιχαήλ να κηρύξουμε την ανάσταση του Κυρίου αφού πρώτα βαπτιστούμε στον Ιορδάνη. Τώρα όμως φεύγουμε γιατί δε μπροούμε να μείνουμε άλλο εδώ πέρα.
Αφού τα έγραψαν αυτά και σφράγισαν τους κυλίνδρους, έδωσαν τους μισούς στους αρχιερείς και τους άλλους μισούς στον Ιωσήφ και το Νικόδημο κι αμέσως έγιναν άφαντοι.
Πηγή : https://annamarkoskienaskaktos.webnode.gr/to-apokryfo-eyaggelio-toy-nikodimoy/
Πήγαν οι αρχιερείς στην Αριμαθαία και τους βρήκαν, τους έφεραν έπειτα στην Ιερουσαλήμ στη Συναγωγή, κλείδωσαν τις πόρτες, έβαλαν στη μέση την Παλαιά Διαθήκη και τους ζήτησαν να δώσουν όρκο πώς αναστήθηκαν. Έκείνοι έκαναν στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού και αφού κάθισαν, έγραψαν τα παρακάτω:
Ήμασταν στον Άδη μαζί με όλους που κοιμήθηκαν από την αρχή των αιώνων. Και μέσα στα μεσάνυχτα, στα σκοτεινά εκείνα μέρη χάραξε, σα να ήταν το φως του ήλιου κι έλαμψε και φωτιστήκαμε και είδαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ο προφήτης Ησαΐας είπε "Αυτό το φως είναι από τον Πατέρα και τον Υιό και από το Άγιο Πνεύμα, το είχα προφητεύσει εγώ όσο ήμουνα ακόμα ζωντανός". Έπειτα ήρθε στη μέση ένας άλλος ασκητής, ο Ιωάννης, και είπε " Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, με τα χέρια μου τον βάπτισα στον Ιορδάνη ποταμό. Μόλις τον δείτε, προσκυνήστε τον όλοι γιατί τώρα μόνο έχετε την ευκαιρία να μετανοήσετε για ό,τι αμαρτήσατε στον μάταιο πάνω κόσμο. Άλλοτε να έχετε την ευκαιρία είναι αδύνατο των αδυνάτων!"
Μέσα στην τόση χαρά όλων ήρθε ο Σατάν, κληρονόμος του σκότους και λέει στον Άδη;
- Φαταούλα κι αχόρταγε, πρόσεξε τα λόγια μου. Από τη γενιά των Ιουδαίων είναι κάποιος Ιησούς που ονομάζει τον εαυτό του Υιό Θεού. Μιας όμως και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα ένας άνθρωπος, με τη βοήθεια τη δικιά μας τον σταύρωσαν οι Ιουδαίοι. Και τώρα που πέθανε να είσαι έτοιμος να τον ασφαλίσουμε καλά εδώ πέρα. Μου έκανε πολλές ζημιές στον πάνω κόσμο τότε που συναναστρεφόταν ακόμα τους θνητούς. Αλλά δεν τον φοβήθηκα κι έβαλα τους Ιουδαίους και τον σταύρωσαν και τον πότισαν και χολή και ξύδι. Ετοιμάσου λοιπον, όταν θα έρθει, να τον κρατήσεις γερά εδώ κάτω,
- Κληρονόμε του σκότους, γιε του χαμού, διάβολε, τώρα δα μου είπες ότι πολλούς που ετοίμασες εσύ για να τους θάψουν, αυτός με το λόγο του μόνο τους ξανάδωσε ζωή. Πώς λοιπόν και με ποια δύναμη θα κρατηθεί από μας;. Δεν πάει πολύς καιρός που κατάπια κάποιον με το όνομα Λάζαρος και μετά από λίγο, κάποιος από τους ζωντανούς, με το λόγο του μόνον τον τράβηξε έξω. Νομίζω ότι είναι αυτός που εσύ λες. Αν λοιπόν τον πάρουμε εδώ μέσα, φοβάμαι μήπως κινδυνέψουμε να χάσουμε και τους άλλους. Γι' αυτό και σε ξορκίζω, μην τον φέρεις εδώ γιατί νομίζω ότι έρχεται για να αναστήσει όλους τους νεκρούς. Και τούτο σου λέω, μα το σκοτάδι που έχουμε, εάν τον φέρεις αυτόν εδώ πέρα, δε θα μου μείνει κανείς πια νεκρός.
Κι ενώ έλεγαν αυτά ακούστηκε μια δυνατή φωνή σαν βροντή να λέει; "Ανοίξτε άρχοντες τις πύλες και παραμερίστε πύλες αιώνιες και θα διαβεί ο βασιλιάς της δόξας". Ο Άδης αποκρίθηκε "Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας;" Λένε οι άγγελοι "Ο Κύριος ο ισχυρός και δυνατός, ο Κύριος ο δυνατός στη μάχη". Κι αμέσως οι πύλες συντρίφθηκαν και οι αιχμάλωτοι νεκροί ελευθερώθηκαν και ήρθε μέσα ο βασιλιάς της δόξας σαν ένας άνθρωπος και όλα τα άραχλα μέρη του Άδη φωτίστηκαν.
Αμέσως ούρλιαξε ο Άδης: "Νικηθήκαμε, αλίμονό μας!"
Τότε ο βασιλιάς της δόξας έπιασε από το κεφάλι τον Σατάν και, παραδίδοντάς τον στους αγγέλους, είπε "δέστε καλά στα σίδερα τα χέρια και τα πόδια, το σβέρκο και το στόμα του". Έπειτα, παραδίδοντάς τον στον Άδη, είπε "πάρτον και φύλαγέ τον καλά ως τη Δευτέρα Παρουσία μου".
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι κι έπιασε και σήκωσε τον Αδάμ. Έπειτα στράφηκε προς τους υπόλοιπους και είπε "ελάτε μαζί μου όλοι εσείς που θανατωθήκατε από το ξύλο που άγγιξε αυτός. Γιατί με το ξύλο του σταυρού εγώ , να , πάλι σας ανασταίνω". Ευλόγησε ο Σωτήρας στο μέτωπο τον Αδάμ με το σημείο του σταυρού κι αφού έκανε το ίδιο με τους προφήτες και τους προπάτορες, τους πήρε όλους και πετάχθηκε έξω από τον Άδη ενώ οι άγιοι πατέρες έψαλλαν "Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις".
Ήρθε λοιπόν στον Παράδεισο κρατώντας τον Αδάμ από το χέρι και τον παρέδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ μαζί με όλους τους δίκαιους. Καθώς περνούσαν την πύλη του Παραδείσου συνάντησαν δυο ηλικιωμένους ανθρώπους που τους ρώτησαν οι άγιοι πατέρες: "Ποιοι είστε εσείς που δε γνωρίσατε τον θάνατο και δεν κατεβήκατε στον Άδη, αλλά με τα σώματα και τις ψυχές σας κατοικείτε στον παράδεισο;". Ο ένας από τους δύο αποκρίθηκε και είπε "Εγώ είμαι ο Ενώχ που έδωσα χαρά στο Θεό και με έφερε εδώ κοντά του και αυτός είναι ο Ηλίας. Και οι δύο μέλλει να ζήσουμε ως τη συντέλεια των αιώνων. Τότε, θα μας στείλει ο θεός για να πολεμήσουμε τον Αντίχριστο και μετά από τρεις μέρες να αναστηθούμε και να μας αρπάξουν τα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο."
Την ώρα που έλεγαν αυτά ήρθε ένας άλλος ταπεινός στη θωριά άνθρωπος που κουβαλούσε στους ώμους και το σταυρό και είπε "Εγώ ληστής ήμουν και κλέφτης στον κόσμο, γι' αυτό με συνέλαβαν και με σταύρωσαν μαζί με τον Κύριό μας. Καθώς κρεμόμουν λοιπόν στο σταυρό, είδα τα σημάδια και πίστεψα και τον παρακάλεσα να μη με ξεχάσει. Κι αμέσως μου απάντησε ότι σήμερα κιόλας θα είμαι μαζί του στον Παράδεισο. Πήρα λοιπόν στους ώμους το σταυρό και ήρθα και είπα στον αρχάγγελο Μιχαήλ "ο Κύριός μας, ο εσταυρωμένος Ιησούς, με έστειλε εδώ πέρα, πήγαινέ με λοιπόν στην πύλη της Εδέμ". Και μόλις είδε η πύρινη ρομφαία το σχήμα του σταυρού μου άνοιξε και μπήκα.
Όλα αυτά είδαμε και ακούσαμε και μας έστειλε ο αρχάγγελος Μιχαήλ να κηρύξουμε την ανάσταση του Κυρίου αφού πρώτα βαπτιστούμε στον Ιορδάνη. Τώρα όμως φεύγουμε γιατί δε μπροούμε να μείνουμε άλλο εδώ πέρα.
Αφού τα έγραψαν αυτά και σφράγισαν τους κυλίνδρους, έδωσαν τους μισούς στους αρχιερείς και τους άλλους μισούς στον Ιωσήφ και το Νικόδημο κι αμέσως έγιναν άφαντοι.
Πηγή : https://annamarkoskienaskaktos.webnode.gr/to-apokryfo-eyaggelio-toy-nikodimoy/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου