Ο Πήγασος ήταν το φτερωτό άλογο της Ελληνικής Μυθολογίας, για τον οποίο, αν και ο Όμηρος δεν τον αναφέρει, υπάρχουν οι ακόλουθες παραδόσεις:
Όταν ο Περσέας αποκεφάλισε τη Μέδουσα, που είχε καταστήσει έγκυο ο Ποσειδώνας, ξεπήδησαν από τη τομή ο Χρυσάωρας, πατέρας του Γυριόνη και ο Πήγασος το φτερωτό άλογο. Κατά μια μαρτυρία, ο Πήγασος γεννήθηκε από το αίμα που έπεσε στη θάλασσα. Τότε ο Περσέας ιππεύοντας αυτόν κατάφερε να διαφύγει τη καταδίωξη των άλλων δύο γοργόνων, αδελφών της Μέδουσας ή, με την πιο συνηθισμένη μορφή του μύθου, με τα φτερωτά σανδάλια του. Ο Πήγασος ήταν συνεπώς γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Κατά τον Ησίοδο το όνομά του οφείλεται στις "Πηγές" του Ωκεανού όπου είχε γεννηθεί, έτσι το όνομα φέρεται να έχει σχέση με πηγές. Ο Πήγασος, φτερωτός όπως ήταν, ανήλθε στον Όλυμπο, στην έδρα των Αθανάτων και διέμενε στην υπηρεσία του Δία χρησιμοποιούμενος για την μεταφορά των κεραυνών από το εργαστήριο του Ηφαίστου στον Όλυμπο. (Θεογονία 281-286, Απολλόδωρος ΙΙ 3, 4). Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση που επικρατούσε στη Κόρινθο ο Πήγασος ήταν κατ΄ εξοχήν Κορινθία θεότητα, για τον οποίο είχαν κοπεί και νομίσματα με τη παράστασή του. Λέγονταν ότι μόλις ο Πήγασος ξεπήδησε από τη Μέδουσα, πέταξε στην Ακροκόρινθο και ξεδίψασε στα νερά της Πειρήνης πηγής εξ ού και "Πειρήνιος πώλος" το από τότε όνομά του. Στη συνέχεια οι παραδόσεις των Κορινθίων συσχετίζουν τον Πήγασο με τη παράδοση του Βελεροφόντη και της Χίμαιρας. Η συσχέτιση του Πήγασου με τις Μούσες οφείλεται στη ακόλουθη παράδοση: Όταν οι Μούσες διαγωνίζονταν κάποτε στο τραγούδι με τις κόρες του Πιέρου, στον ποταμό Ελικώνα, μόλις άρχισαν το τραγούδι οι Πιέριες κόρες όλα είχαν σκοτεινιάσει. Αμέσως μετά, όταν ήλθε η σειρά των Μουσών, όλα φαίνονταν σαν να σταμάτησαν, ο Ουρανός, η Θάλασσα, τα ποτάμια, για να ακούσουν τους εξαίσιους ύμνους, ο Ελικώνας άρχιζε να υψώνει τη κορυφή του προς τον ουρανό από χαρά και υπερηφάνεια μέχρι που τον σταμάτησε ο φτερωτός Πήγασος, με διαταγή του Ποσειδώνα, λακτίζοντάς τον με τις οπλές του. Από το λάκτισμα αυτό γεννήθηκε η πηγή του Ελικώνα, της οποιας τα νερά ενέπνεαν τις Μούσες, η καλούμενη και Ιπποκρήνη. Σε μεταγενέστερους μύθους ο Πήγασος αναφέρεται και ως άλογο της Ηούς στην οποία της τον πρόσφερε ως δώρο ο Ζεύς για να σέρνει το άρμα της. Σε ακόμη μεταγενέστερους χρόνους ο Πήγασος θεωρήθηκε ως άλογο των Μουσών που ιππεύουν οι ποιητές και πετούν μαζί του ψηλά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τελικά οι θεοί πρόσφεραν στον Πήγασο μια αιώνια θέση στον ουρανό δημιουργώντας τον Αστερισμό του Πήγασου. Πολλές υπήρξαν οι παραστάσεις του Πήγασου κυρίως σε νομίσματα και δακτυλιόλιθους κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους μέχρι και τους τελευταίους Ρωμαϊκούς ως άλογο με πτέρυγες. Εκτός από το βάθρο του άρματος του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, στην Κόρινθο, που από το στέρνο και κάτω απεικονίζεται ως θαλάσσιο κήτος.
Στην ελληνική μυθολογία η Σφίγγα θεωρούνταν φύλακας που προστάτευε αρχαίους χώρους, κυρίως Αιγυπτιακούς Ελληνικούς και Ρωμαϊκούς. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν κόρη της Χίμαιρας και του Όρθρου ή κατά άλλους του Τυφώνος και της Έχιδνας. Η Έχιδνα είχε γεννήσει τον Κέρβερο, τον Όρθρο (φύλακας των κοπαδιών του Γηρυόνη), το Λιοντάρι της Νεμέας, τη Λερναία Ύδρα, τη Φαία της Κρομμυώνας και τη Σφίγγα της Θήβας. Της αποδίδουν επίσης τη Χίμαιρα, το δράκοντα της Κολχίδας, το φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, το δράκοντα που προστάτευε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τον αετό του Προμηθέα. Αναπαριστάται ως φτερωτό λιοντάρι με κεφάλι γυναίκας (εν αντιθέσει με τη Σφίγγα της Αιγύπτου, που δεν έχει φτερά) ή ως γυναίκα με πέλματα και στήθη λιονταριού, ουρά ερπετού και φτερά πτηνού. Το όνομά της προέρχεται από τη λέξη σφίγγω. Τις Σειρήνες τις αναγνωρίζουμε από το σώμα πουλιού,το ανθρώπινο κεφάλι,τα πόδια και τα νύχια που είναι δυνατά και χοντρά και μπορούν να παρομοιαστούν σαν του λιονταριού.Αυτό μας δείχνει ίσως μια συγγένεια που μπορεί να υπάρχει μεταξύ της Σειρήνας και της Σφίγγας. Η Τιτανίς Τηθύς, κόρη του Ουρανού και της Γαίας, ήταν σύμφωνα με την Ησιόδεια Θεογονία σύζυγος του Ωκεανού και μαζί του έτεκε τους ποταμούς και τις ωκεανίδες, μεταξύ των οποίων και την Στύγα μήτηρ του Κράτους, της Βίας και της Νίκης. Η Ήρα και ο Άρης την έστειλαν από την πατρίδα της, την Αρχαία Θήβα. Εκεί στεκόταν και ρωτούσε τους περαστικούς «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;». Όποιον δεν μπορούσε να λύσει το γρίφο, η Σφίγγα τον έσφιγγε, μέχρι να πεθάνει. Ο Οιδίπους έλυσε τον γρίφο απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος, αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε. Ωστόσο, ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για την Σφίγγα την οποία παρουσιάζει ο Παυσανίας. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία η Σφίγγα ήταν νόθα κόρη του Λάιου. Ο Λάιος εμπιστεύθηκε μόνο σε αυτή τον χρησμό που πήρε από την Πυθία και της ανέφερε πως αφορούσε μόνο την Ιοκάστη και τους καρπούς της. Αυτό γιατί ο Λάιος είχε παιδιά και από παλλακίδες, αφού απέφευγε την συνεύρεση του με την Ιοκάστη. Όμως σε ένα από τα μεθύσια του κοιμήθηκε με τη γυναίκα του και γεννήθηκε ο Οιδίποδας. Έτσι, παρότι εγκατέλειψε τον Οιδίποδα στον Κιθαιρώνα, διατηρώντας τις επιφυλάξεις του, όταν κάποιος από τους γιους διεκδικούσε τον θρόνο τον έστελνε στην Σφίγγα. Αυτή με τον γρίφο της εξέταζε αν αυτοί ήταν γνήσια παιδιά του Λάιου. Επειδή τη γνώση του χρησμού την είχαν μόνο αυτοί που κατάγονταν από τη βασιλική γενιά, όσοι δεν μπορούσαν να απαντήσουν στον γρίφο της θανατώνονταν
Ο Κένταυρος είναι πλάσμα της Ελληνικής μυθολογίας, πιθανώς ως ιδεατή απεικόνιση των έντονων καιρικών φαινομένων που ακολουθούν παρατηρώντας την ταχύτητα των νεφών. Στην ιστορία και την τέχνη οι κένταυροι απεικονίζονται μεν ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινο το άνω τμήμα του κορμού, και ζωικό (αλογίσιο) το κάτω. Ως ιδιοσυγκρασίες, όμως, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετά ισορροπημένοι και παρουσιάζονται ως είδη πρωτόγονα που όφειλαν περισσότερα στη ζωική φύση τους παρά στην ανθρώπινη κληρονομιά τους. Ο μύθος τους τοποθετεί στη Θεσσαλία, στην κατεξοχήν μαγική γη της ελληνικής επικράτειας με πλούσια στοιχεία μετεωρολογικής παρατήρησης που έδιναν έτσι λαβή για τις φημισμένες μάγισσες, στις οποίες θα αφιερώσουμε μια ξεχωριστή σπουδή. Έτσι η μυθολογική παρουσία τους στη θεσσαλική γη ξεκινά από έναν γηγενή βασιλιά των Λαπίθων. Στα ελληνικά έργα τέχνης η τυπική απεικόνιση των Κενταύρων είναι εκείνη που τους δείχνει να επιτίθενται στους Λαπίθες, εμπλεκόμενοι σε πράξεις βιασμού και λεηλασίας, όπως και στην γαμήλια τελετή του Πειρίθου. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρουσία τους ήταν συμβολική των απεριόριστων και απρόβλεπτων ιδιοτήτων του φυσικού κόσμου, που παρατηρούνται από την ηλιοφάνεια μέχρι τις καταιγίδες και στην ύφεση των τελευταίων, εκτός ίσως από την περίπτωση του κένταυρου Χείρωνα. Κατά τον ίδιο τρόπο η λογοτεχνική παρουσία τους στο μύθο είναι συχνά συμβολική της πολιτισμικής ανάγκης να καθιερωθεί -να επανακαθιερωθεί μάλλον- η κυριαρχία σε αυτό που οι Έλληνες της αρχαιότητας αντιλαμβάνονταν ως δική τους σφαίρα γνώσης και επιρροής. Οι ελληνογενείς ήρωες έπρεπε για να καθιερώσουν την παρουσία του πολιτισμού τους σε έναν ευρύτερο κόσμο να το μεταδώσουν επί κατορθωμάτων, δαμάζοντας μυθικά ή υπερφυσικά πλάσματα, που δεν ήταν τίποτε άλλο από την επίδειξη της γνώσης τους επ΄ αυτών. Παρόμοια ήταν επίσης και άλλα μη ανθρώπινα τέρατα όπως ήταν η Σκύλλα, η Χάρυβδη, η Χίμαιρα ή η Σφίγγα που απεικόνιζαν την ιδεατή γνώση της παρατήρησης του ελληνικού πολιτισμού στον τότε ευρύτερο κόσμο. Υβριδικά ημιανθρώπινα πλάσματα τέτοια όπως ήταν οι κένταυροι ίσως αντιπροσώπευαν τις εισβολές των αρνητικών όψεων της φύσης στον κόσμο της δικαιοδοσίας των Ελλήνων. Σε ένα ευρύτερο ψυχολογικό πλαίσιο πρόκειται για την εισβολή του ενσυνείδητου γνωστικού κόσμου στις επικράτειες της καθημερινής συνείδησης, η αρχική σύγκρουση ανάμεσα στις απειλητικές μορφές ενός άγνωστου και σκοτεινού κόσμου και τον τακτοποιημένο κόσμο της απλής, για την εποχή εκείνη, λογικής συνείδησης. Τούτη η πρωτογενής φαινομενική σύγκρουση είναι η ίδια -αν και με διαφορετική μορφή- με τη φαινομενική επίσης σύγκρουση ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνειο στοιχείο, που όμως στη πραγματικότητα συμβάδιζαν στο βίο των αρχαίων Ελλήνων ως αναγκαία διασκέδαση και ανώτερη γνώση αντίστοιχα.
Η Νεράιδες είναι δαιμονικά, κατά κανόνα ωραία, αγαθά, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικά όντα της λαϊκής φαντασίας. Οι νεράιδες, που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη τύχη, την καθορίζουν μάλιστα με τις καλές ή κακές ευχές τους. Διάφορες θεωρίες προσφέρουν μία εξήγηση για την προέλευση των νεράιδων: είναι ξεπεσμένες θεές, πρωτόγονα πνεύματα της φύσης, πνεύματα των νεκρών, μυθικά πρόσωπα που προήλθαν από την ανάμνηση των αρχαίων τελετουργιών της μύησης. Παράλληλα με τις λυγερόκορμες και όμορφες νεράιδες υπάρχουν και μερικές που παρουσιάζουν τερατώδη χαρακτηριστικά, όπως σιδερένια άκρα (Γερμανία), πάρα πολύ μακριά στήθη (Σαρδηνία, Βόρεια Αφρική). Οι νεράιδες ανήκουν σε μία προφιλολογική παράδοση και η πίστη σ' αυτές είναι παγκόσμια. Για τις ελληνικές νεράιδες - που επιχειρήθηκε η συσχέτισή τους με τις «νηρηίδες» της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, με τις οποίες υπάρχει φανερή ετυμολογική σχέση - ο Νικόλαος Γ. Πολίτης δημοσίευσε πλήθος από θαυμάσιες παραδόσεις στον πρώτο τόμο των Παραδόσεών του (1904): έχουν εξαίσια όμορφα, μακριά ξανθά μαλλιά - κάποτε πράσινα - που τα χτενίζουν με χρυσό χτένι, μάτια αμυγδαλωτά, και είναι κατά κανόνα ασπροντυμένες· ζουν σε όλα τα σημεία της φύσης, σε νεραϊδόκηπους και νεραϊδόσπηλιους, όπου απάγουν εκείνους που ερωτεύονται. Οι παραδόσεις για τις νεράιδες διατηρήθηκαν ζωντανές ως τα νεώτερα χρόνια στη μνήμη του ελληνικού λαού, όπως οι παραδόσεις των καλικαντζάρων.
Ο δράκοντας ή δράκος ( αρχ. ελληνικά δράκων) είναι μυθικό ον, το οποίο έχει συνήθως μορφή ερπετού ή μεγάλης σαύρας. Βρίσκεται στη μυθολογία αρκετών πολιτισμών. Χαρακτηριστικοί είναι οι κινέζικοι δράκοντες με θετικούς συμβολισμούς. Κοινά, συνήθη χαρακτηριστικά των δράκων είναι το μεγάλο μέγεθος και αντίστοιχα η μεγάλη δύναμη. Ένα από τα όπλα τους είναι ότι συνήθως βγάζουν φλόγες από το στόμα. Στην Ευρωπαϊκή μυθολογία οι δράκοι είναι φτερωτοί και αντίθετα με την κινέζικη παράδοση, έχουν αρνητικούς συμβολισμούς. Ο θεός Απόλλωνας σκοτώνει τον δράκο Πύθωνα στους Δελφούς και ο βασιλιάς Κάδμος τον δράκο της Αρείας Κρήνης στην Θήβα. Στην Ύστερη Αρχαιότητα οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν τον δράκο σαν συμβολο εξουσίας, δανειζόμενοι απο τους Σαρμάτες και τους Γότθους. Στη σύγχρονη Ελλάδα αναπαράγεται η χαρακτηριστική ιστορία στην ορθόδοξη θρησκεία, για τον Άγιο Γεώργιο που σκοτώνει το δράκο - ενσάρκωση του κακού.
Πηγη: http://www.brainyrumors.gr/mythic-creatures.html#.VWsaEjCgFPE