Ανεβήκαμε στα άλογα και βγήκαμε από τα ανάκτορα περιδιαβαίνοντας τα τείχη, για να φιλοτιμήσουμε τους φρουρούς να φυλάνε άγρυπνα. Τη νύχτα εκείνη ήταν όλοι στα τείχη και τους πύργους. Όλες οι πύλες ήταν κλεισμένες ασφαλέστατα και δεν μπορούσε κανείς να βγει ή να μπει. Όταν φτάσαμε στα Καλιγάρια, την πρώτη ώρα του λαλήματος του πετεινού, κατεβήκαμε από τα άλογα και ανεβήκαμε στον πύργο· ακούσαμε συχνές ομιλίες και μεγάλο θόρυβο περίεργο απ’ έξω, και μας είπαν οι φρουροί ότι αυτό κάνουν όλη τη νύχτα. Έσερναν όσα μηχανήματα ετοίμαζαν για την τειχομαχία, κουβαλώντας τα κοντά στο όρυγμα. Ταυτόχρονα, μετακινούσαν από τις ακτές τα μεγαλύτερα σκάφη τους και τα έφερναν κοντά στα τείχη και τις γέφυρες. Κατά το δεύτερο λάλημα του πετεινού, χωρίς κανένα σινιάλο, όπως συνέβαινε να γίνεται τις προηγούμενες ημέρες, άρχισαν τον πόλεμο με μεγάλη βιασύνη και βία. Ο αμιράς είχε καθορίσει προηγουμένως ότι όλοι όσοι δεν είχαν μεγάλη πολεμική πείρα, και μερικοί γέροι και νέοι, αυτοί θα άρχιζαν πρώτοι τη μάχη, και θα συμπλέκονταν για να μας κουράσουν λίγο και κατόπιν οι άλλοι, οι πιο δυνατοί, ανδρείοι και έμπειροι στον πόλεμο, με περισσότερο θάρρος και προθυμία θα βάδιζαν εναντίον μας. Έτσι και έγινε· και ο πόλεμος και η συμπλοκή άναψαν σαν καμίνι. Οι δικοί μας έδειχναν γενναία αντίσταση και τους υποδέχονταν σκληρά, γκρεμίζοντάς τους από τα τείχη· και κατέστρεψαν αρκετά πολεμικά όργανά τους και σκεύη. Και από τις δυο μεριές έγινε θανατικό, και μάλιστα από την πλευρά των Τούρκων. Μόλις άρχισαν να μη φαίνονται τ’ αστέρια του ουρανού και ξημέρωσε η αυγή βάφοντας ροδόχροη την ανατολή, όλο το πλήθος των αντιπάλων έγινε σαν κομπολόι, από το ένα μέρος της πόλης ως το άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου